Μεγ. Δευτέρα βράδυ (Ματθ. 22,15–23,39)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Πρίν,
ἀγαπητοί μου, ἀπὸ μιὰ μεγάλη μάχη συμβαίνει πολλὲς φορὲς τὰ δύο
ἀντίπαλα στρατόπεδα νὰ ἔρχωνται μεταξύ τους σὲ μικρὲς συγκρούσεις, σὲ
ἁψιμαχίες ὅπως λέγονται. Οἱ ἁψιμαχίες εἶνε προανάκρουσμα τῆς μεγάλης
συγκρούσεως ποὺ θὰ ἐπακολουθήσῃ.
Κάτι παρόμοιο βλέπουμε νὰ περιγράφεται στὸ εὐαγγέλιο ποὺ
διαβάστηκε πρὸ ὀλίγου. Καθὼς ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα προχωρεῖ, πλησιάζει ἡ
ὥρα ποὺ θὰ γίνῃ ἡ μεγάλη σύγκρουσις, ἡ μεγαλύτερη στὴν ἱστορία τοῦ
κόσμου. Ἡ δὲ μεγαλύτερη σύγκρουσις τῆς ἱστορίας εἶνε ἡ μάχη τοῦ
Γολγοθᾶ. Ἐκεῖ τὸ φῶς θὰ συγκρουσθῇ μὲ τὸ σκοτάδι, ἡ ἀγαθότης μὲ τὴν
κακία, ὁ Θεὸς μὲ τὸν διάβολο. Πρὶν λοιπὸν ἀπὸ τὴν τελικὴ ἐκείνη
ἀναμέτρησι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, προτοῦ ὁ Χριστὸς ἀντιμετωπίσῃ τὸν
ἐχθρὸ στῆθος μὲ στῆθος, προηγοῦνται, τρόπον τινὰ ὡς ἁψιμαχίες, λεκτικοὶ
διαξιφισμοὶ μὲ τὰ ὄργανα τοῦ ἐχθροῦ. Ἁψιμαχίες εἶνε οἱ πονηρὲς
ἐρωτήσεις τῶν Ἡρῳδιανῶν, τῶν Σαδδουκαίων καὶ τῶν Φαρισαίων, τὶς ὁποῖες ὁ
Χριστὸς ἀμυνόμενος ἀντικρούει μὲ ἀποστομωτικὲς ἀπαντήσεις.
Καὶ μετὰ τὴν ἄμυνα προχωρεῖ τώρα
σὲ ἐπίθεσι. Καὶ ἐπίθεσις εἶνε ὁ ἔλεγχος τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς
γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, μέσα στὸν ὁποῖον ἀκούγονται ὀκτὼ φοβερὰ
«οὐαί» (βλ. Ματθ. 23,13-35).
Ἀξίζει νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας εἰδικῶς σ᾿ αὐτὰ τὰ «οὐαί».
* * *
Ὕστερα, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ ὅλες
τὶς συντονισμένες προσπάθειες, ποὺ κατέβαλαν οἱ σοφισταὶ καὶ δικηγόροι
τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μὲ σκοπὸ νὰ μπλέξουν τὸ Χριστό, νὰ τὸν ἐξευτελίσουν
ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, νὰ δείξουν ὅτι δὲν ξέρει τίποτε, ὅτι εἶνε ἕνας γελοῖος
καὶ τίποτε περισσότερο, ὁ Χριστὸς ὠργίστηκε καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς
ἀπευθύνῃ κατηγορητήριο. Ὅπως ὁ εἰσαγγελεὺς ἀπευθύνει ἀπὸ τῆς ἕδρας
κατηγορῶ ἐναντίον τῶν ἐγκληματιῶν καὶ τῶν ἐνόχων, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός.
Ἀπὸ τὴ δική του σκοπιά, ποὺ εἶνε ὑπεράνω τῆς ἀτελοῦς ἀνθρωπίνης
δικαιοσύνης, μὲ βάσι τὰ κριτήρια ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα μιὰ μέρα θὰ δικάσῃ
ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ἀπηύθυνε ἕνα δριμύτατο κατηγορῶ ἐναντίον τῶν
γραμματέων καὶ φαρισαίων. Τὸ κατηγορῶ αὐτὸ περιέχει τὸ σημερινὸ
εὐαγγέλιο. Ὅποιος διαβάζει ἢ ἀκούει τὸ κατηγορῶ αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ,
νομίζει πὼς ἀστράφτει ὁ οὐρανὸς καὶ πέφτουν κεραυνοὶ κι ἀστροπελέκια.
Εἶνε τὰ «οὐαί…» «οὐαί…» ποὺ ἀκούσαμε. «Οὐαὶ» θὰ πῇ «ἀλλοίμονο»,
«τρισαλλοίμονο» σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἔκανε αὐτὰ τὰ πράγματα. Αὐτὰ τ᾽
ἀστροπελέκια, ποὺ πέφτουν στὰ κεφάλια τῶν ὑποκριτῶν, εἶνε ὀκτώ. Τ᾿
ἀκούσατε;
⃝ Τὸ πρῶτο τί λέει· «Οὐαί», ἀλλοίμονο σ᾿ ἐσᾶς τοὺς γραμματεῖς
καὶ φαρισαίους, διότι εἶστε «ὑποκριταί». Μπαίνετε μὲ προσποιητὴ
εὐγένεια καὶ εὐλάβεια στὰ σπίτια τῶν χηρῶν, τάχα γιὰ νὰ κάνετε καλό, κι
ἁρπάζετε τὸ βιός τους. Ἐνῷ εἶστε λῃσταί, λέει, καὶ κατατρῶτε τὶς
περιουσίες τῶν φτωχῶν, ὑποκρίνεστε τοὺς εὐσεβεῖς ποὺ κάνουν μεγάλες
προσευχές. Γι᾿ αὐτὸ θὰ κατακριθῆτε αὐστηρότερα (ἔ.ἀ. 23,13).
⃝ «Οὐαὶ» ἀκόμη, λέει, ἀλλοίμονο σ᾿ ἐσᾶς, «γραμματεῖς καὶ
φαρισαῖοι ὑποκριταί», ποὺ ὄχι μόνο οἱ ἴδιοι δὲν πιστεύετε καὶ δὲν
ἀκολουθεῖτε τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους ἐμποδίζετε νὰ τὸν
ἀκολουθήσουν. Πῶς τοὺς ἐμποδίζετε; Πρῶτα – πρῶτα σιωπηρῶς, μὲ τὸ
παράδειγμα ποὺ δίνετε· διότι ὁ λαὸς μιμεῖται συνήθως τοὺς ἄρχοντές του,
καὶ μάλιστα στὰ κακά. Τοὺς ἐμποδίζετε ἀκόμη ἐνεργητικῶς, μὲ τὴν ἐπιρροὴ
ποὺ ἀσκεῖτε. Καλά, ἐσεῖς δὲν πιστεύετε· γιατί ὅμως ὅταν δῆτε κάποιον
ἄλλο νὰ πιστεύῃ, προσπαθεῖτε νὰ τοῦ σβήσετε τὴν πίστι; Τὸ εἴδαμε αὐτὸ
στὶς ἡμέρες μας· δὲν πιστεύει ὁ πατέρας ἢ ἡ μάνα, καὶ μόλις δοῦν κάποιο
παιδί τους νὰ πιστεύῃ, πῶς ἀντιδροῦν! Δὲν σέβονται τὴν ἐλευθερία τοῦ
ἄλλου. Ἄπιστοι αὐτοί, προσπαθοῦν νὰ μεταδώσουν τὴν ἀπιστία καὶ στοὺς
γύρω τους. Ὅσοι φέρονται ἔτσι, ἀνήκουν στὴν κατηγορία αὐτοῦ τοῦ δευτέρου
«οὐαί». Οἱ ἴδιοι ἐσεῖς, τοὺς λέει ὁ Κύριος, δὲν θέλετε νὰ μπῆτε στὴν
Ἐκκλησία ποὺ εἶνε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐπὶ τῆς γῆς· ἀλλὰ καὶ στοὺς
ἄλλους, ποὺ θέλουν νὰ μποῦν, κλείνετε τὸ δρόμο. «Ὑμεῖς οὐκ εἰσέρχεσθε,
οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν» (ἔ.ἀ. 23,14).
⃝ «Οὐαί», λέει, «ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί»,
ποὺ κοπιάζετε, τρέχετε δεξιὰ κι ἀριστερά, πηγαίνετε παντοῦ, γιὰ νὰ
φέρετε στὴ θρησκεία σας ἕναν ἀλλόθρησκο· κι ὅταν τὸν φέρετε, μὲ τὴν
κακή σας ζωὴ τοῦ δείχνετε δρόμο στραβὸ ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὴν κόλασι, τὸν
κάνετε «υἱὸν γεέννης» χειρότερο κι ἀπὸ σᾶς (ἔ.ἀ. 23,15).
⃝ «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί»· ἀλλοίμονό
σας, διότι, ἐνῷ εἶστε «τυφλοί», θέλετε νὰ ὁδηγῆτε ἄλλους. Καὶ ποῦ τοὺς
ὁδηγεῖτε; Στὴν πλάνη. Διδάσκετε, ὅτι ὅποιος ὁρκιστῇ στὸ ναό, δὲν εἶνε
τίποτε· ὅποιος ὁρκιστῇ στὸ χρυσάφι τοῦ ναοῦ –τὸ χρυσάφι λάτρευαν οἱ
φιλάργυροι–, ὤ αὐτὸ εἶνε μεγάλη ἁμαρτία. «Μωροὶ καὶ τυφλοί!», λέει ὁ
Χριστός, ποιό εἶνε ἀνώτερο, τὸ χρυσάφι ἢ ὁ ναὸς ποὺ ἁγιάζει τὸ χρυσάφι;
(ἔ.ἀ. 23,16-22).
⃝ «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί», λέει, ποὺ
ἐκτελεῖτε τὶς μικρὲς ἐντολές κι ἀφήνετε τὶς μεγάλες. Τὶς μικρὲς ἐντολὲς
τὶς ἐκτελοῦσαν, γιατὶ ἦταν εὔκολες (π.χ. τὸ νὰ δίνουν τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ
τὸν δυόσμο, τὸ ἄνηθο καὶ τὸ κύμινο). Τὶς μεγάλες ὅμως ἐντολές, ποὺ
θέλουν θυσία, τὶς καταπατοῦσαν χωρὶς φόβο Θεοῦ· μεγάλες ἐντολὲς εἶνε ἡ
«κρίσις» (ἡ δικαιοσύνη, τὸ νὰ μὴν κάνουν ἀδικίες), τὸ «ἔλεος» (ἡ
ἐλεημοσύνη, τὸ νὰ ἐλεοῦν), καὶ ἡ «πίστις» (ὅ,τι κάνουν δηλαδὴ νὰ τὸ
κάνουν γιατὶ πιστεύουν στὸ Θεό). Στὴν κατηγορία αὐτὴ ἀνήκουν καὶ σήμερα
πολλοὶ λεγόμενοι Χριστιανοί, ποὺ κάνουν κάτι μικρὰ πράγματα (πετοῦν
τίποτε δεκάρες στὴν ἐκκλησία, ἀνάβουν κανένα κερί, κάνουν τὸ σταυρό
τους, νηστεύουν Τετάρτη καὶ Παρασκευή). Πρέπει νὰ τὰ ἐκτελοῦμε καὶ αὐτά,
ἀλλοίμονο· εἶνε καλὸ ν᾿ ἀνάβῃς κερί, νὰ προσκυνᾷς τὶς εἰκόνες, νὰ
νηστεύῃς κ.λ.π.. Ἀλλὰ πέρα ἀπὸ αὐτά, ποὺ εἶνε σχετικῶς εὔκολα, ὑπάρχουν
οἱ μεγάλες ἐντολές· ἡ δικαιοσύνη, ἡ εὐσπλαχνία, καὶ πρὸ παντὸς ἡ ἀγάπη
ἡ κορυφαία ἀρετή. Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐσᾶς, λέει, ποὺ τὸ κουνούπι τὸ
προσέχετε, ἀλλὰ τὴν καμήλα τὴν καταπίνετε ὁλόκληρη. Τέτοιοι εἶνε πολλοί.
Αὐστηροὶ στὰ μικρά, ἐλαστικοὶ στὰ μεγάλα ἁμαρτήματα καὶ ἐγκλήματα
(βλ. ἔ.ἀ. 23,23-24).
⃝ «Οὐαί», λέει, «ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί».
Καθαρίζετε τὸ ποτήρι καὶ τὸ πιάτο σας ἀπ᾿ ἔξω, ἀλλὰ τὸ φαγητὸ καὶ τὸ
ποτὸ ποὺ περιέχουν προέρχονται ἀπὸ ἁρπαγή, κ᾿ εἶνε ἀκάθαρτα. Ἔτσι
μοιάζει καὶ ὅλη ἡ κατάστασί σας· ἀπ᾿ ἔξω δείχνεσθε σεμνοὶ καὶ
εὐσεβεῖς, ἡ ψυχή σας ὅμως κρύβει πολλὰ πάθη. Ἂν θέλετε νὰ γίνετε
καθαροί, σταματῆστε τὴν ἀδικία (βλ. ἔ.ἀ. 23,25-26).
⃝ «Οὐαί», λέει, «ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ὑποκριταί».
Μοιάζετε μὲ τάφους ἀσβεστωμένους, ποὺ εἶνε ὡραῖοι ἐξωτερικῶς, ἀλλ᾿ ἅμα
σηκώσῃς τὴν πλάκα, ἀπὸ κάτω εἶνε γεμᾶτοι κόκκαλα νεκρὰ καὶ κάθε
ἀκαθαρσία. Ἔτσι κ᾿ ἐσεῖς· ἀπ᾿ ἔξω φαίνεστε στοὺς ἀνθρώπους δίκαιοι, μέσα
σας ὅμως εἶστε γεμᾶτοι ὑποκρισία καὶ ἀνομία (βλ. ἔ.ἀ. 23,27-28).
⃝ «Οὐαὶ ὑμῖν», λέει τὸ τελευταῖο, «γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι
ὑποκριταί». Χτίζετε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ στολίζετε τὰ μνήματα
τῶν δικαίων, τιμᾶτε δηλαδὴ τοὺς ἁγίους καὶ μεγάλους ἄνδρες τῆς ἱστορίας
σας. Ἀλλὰ τί κοινὸ ἔχετε μ᾿ ἐκείνους; Καθόλου δὲν τοὺς μοιάζετε. Ἂν
τιμᾶτε ἐκείνους εἰλικρινῶς, τότε πῶς εἶστε ἕτοιμοι νὰ σκοτώσετε τοὺς
νέους προφῆτες ποὺ σᾶς στέλνει ὁ Θεός; – διότι σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπάρχουν
προφῆτες, ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν ἐσεῖς λέτε ὅτι τιμᾶτε τοὺς
ἀρχαίους μεγάλους προφῆτες, ἀλλ᾿ ἂν παρουσιαστῇ νέος προφήτης στὸν
κόσμο θὰ τὸν ἐκτελέσετε. Παιδιὰ τῆς ὀχιᾶς, λέει, νεώτεροι ἀπόγονοι τοῦ
Κάϊν ποὺ σκότωσε τὸν ἀθῷο Ἄβελ, πῶς θὰ σωθῆτε ἀπὸ τὴν καταδίκη τῆς
κολάσεως; (βλ. ἔ.ἀ. 23,29-35).
* * *
Ἔτσι μίλησε, ἀγαπητοί μου, τότε ὁ
Χριστὸς στοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους. Ἀλλὰ μήπως οἱ φαρισαῖοι
ἔλειψαν ἀπὸ τότε. Ὑπάρχουν καὶ σήμερα· καὶ θὰ ὑπάρχουν μέχρι συντελείας
τοῦ αἰῶνος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸ τέλος τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὴν Ἀποκάλυψι
τοῦ Ἰωάννου, ἀκούγονται πάλι ἄλλα «οὐαί» (βλ. Ἀπ. 8,13· 18,10 κ.ἀ.),
γιὰ τοὺς φαρισαίους τῶν ἐσχάτων χρόνων.
Καὶ ἂν κανεὶς ἀπορῇ «Εἶνε λοιπὸν κακὸς ὁ Θεὸς καὶ ἀπειλεῖ;», ἡ
ἀπάντησις εἶνε· Ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ καὶ θέλει τὴ σωτηρία ὅλων· ἀπειλεῖ λοιπὸν
μὲ τὰ «οὐαί», γιὰ νὰ προλάβῃ τὸ κακό, γιὰ νὰ φέρῃ σὲ μετάνοια καὶ
σωτηρία.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 2-5-1983