Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023

Ζηζιούλας τοῖς οἰκείοις συντέθνηκε δόγμασι

Τοῦ κ. Γεωργίου Καραλῆ, Πυρηνικοῦ ἰατροῦ, Διδάκτορος Πανεπιστημίου Γένοβα, Πολυκλινικὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ρώμης Tor Vergata. Τμῆμα Πυρηνικῆς ἰατρικῆς

1ον

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

  Στὶς 2 Φεβρουαρίου τοῦ 2023, ἀπεβίωσε ὁ Ἰωάννης Ζηζιούλας, Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου, τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, λόγῳ ἐπιπλοκῶν ἀπὸ κορωνοϊό. Ἀποτέλεσε ἐκ τῶν πλέον σημαινόντων στελεχῶν τοῦ ΠΚ, “δεξὶ χέρι” τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολογικὸς νοῦς τοῦ Πατριαρχείου. Ἔζησε τὸ σύνολο τῆς ἐπισκοπικῆς του “διακονίας” πλήρης τιμῶν καὶ ἀξιωμάτων, ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ πολιτικοῦ καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κατεστημένου. Ἰδιαίτερες τιμὲς ἀπέλαβε ἀπὸ τοὺς κάθε λογῆς αἱρετικοὺς (ποὺ πλέον ἀπαγορεύεται νὰ τοὺς ὀνομάζουμε ἔτσι, ἀλλὰ “ἑτεροδόξους”, μάλιστα ὁ Ζηζιούλας ἦταν εἷς ἐκ τῶν πρωτεργατῶν τῆς ἐπανανοηματοδότησης τοῦ ὅρου “ἑτεροδοξία”), στὸ τόσο οἰκεῖο του “οἰκουμενι(στι)κὸ” περιβάλλον, ὅπου ἐθεωρεῖτο ὡς ἕνας ἐκ τῶν πρωτεργατῶν στὴν οἰκοδόμηση τῶν προϋποθέσεων πρὸς τὴν τελικὴ Ἕνωση τῶν “χριστιανῶν”, εἰδικότερα μετὰ τῶν παπικῶν.

  Ἡ παρουσία του ἦρθε σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ὑπῆρχε “μεγάλη ἀνάγκη” νὰ καταδειχθεῖ –ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν θέση τοῦ ὀρθοδόξου ἐπισκόπου– ὅτι δὲν ὑφίστανται δογματικὲς διαφορὲς μετὰ τῶν θεσμικῶν “ἐκκλησιῶν”, ἀνεξαρτήτως ὁμολογίας. Οἱ παλαιὲς διαιρέσεις κατὰ τὸν Μητροπολίτη Περγάμου δημιουργήθηκαν ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἄλλες –παλαιές– ἐποχὲς καὶ βέβαια οἱ ὑπαίτιοι τέτοιων διαιρέσεων πλέον βρίσκονται –κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Πατριάρχου ποὺ τὸν ἀνέδειξε– “στὰ χέρα τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ”, εἰς τὰ ἴδια δηλαδὴ χέρια, ποὺ βρίσκεται καὶ αὐτὸς σήμερα, γιὰ νὰ δώσει λόγο ὄχι μόνο τῶν πράξεών του, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο, τῶν δογμάτων ποὺ ἐδίδαξε καὶ ποὺ βρίσκονται σὲ εὐθεῖα σύγκρουση μὲ τὴν Πατερικὴ Παράδοση. Σὲ μία τέτοιου εἴδους θεμελιακὴ θεώρηση στηρί­χθηκε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ στηρίζεται ὁ παναιρετικὸς Οἰκουμενισμός. Ἡ κάθε εἴδους αἱρετικὴ παρασυναγωγή βαπτίζεται “ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ”, μὲ τὴν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ διανύσει ἕνα κοινὸ δρόμο χωρὶς διαιρέσεις καὶ ἀλληλοκατηγορίες. Ὅταν κάποιος τολμᾶ νὰ ἀποκαλεῖ τοὺς προστεστάντες καὶ τοῦ παπικοὺς ὡς “αἱρετικούς”, κατὰ τὸν ἐκλιπόντα Μητροπολίτη, στὴν πραγματικότητα βρίσκεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας, γιατί οἱ παραδόσεις τῶν αἱρετικῶν ἀποτελοῦν τμῆμα τῆς ἑνιαίας παράδοσης, τῆς ἑνιαίας Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, οὕτως ὥστε, νὰ μὴ ἐπιτρέπεται πιὰ σὲ κανένα Ὀρθόδοξο πιστὸ νὰ ἀποκαλεῖ τοὺς “ἑτεροδόξους”, ὡς αἱρετικούς. Τί σημαίνει ὅμως στὴν πραγματικότητα ἡ φράσις “ἑτεροδοξία”; Ὁ ἐκλιπὼν Μητροπολίτης ἐδίδασκε ὅτι ἔννοιες, ὅπως “πεπαλαιωμένο δόγμα” ἢ “φύση”, ἀποτελοῦν λαθεμένες ἱστορικὲς θεολογικὲς ἀπόπειρες νὰ ἐκφρασθεῖ μία κατ’ ἀλήθειαν ὑπαρξιακὴ ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν προσπάθειά του νὰ ἐγγίσει τὸ “γεγονός” τῆς ἐνσάρκου παρουσίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σωτηρίας ποὺ αὐτὸ φέρνει. Ἀποτελοῦν δηλαδή, μία ἀνάγκη ποὺ θὰ πρέπει τὸ πρόσωπο νὰ τὴν ἀποβάλλει, ὥστε νὰ δύναται νὰ πλησιάσει τὸν “ἄλλο” μὲ ἀγάπη καὶ κατανόηση. Ἔννοιες ὅπως αἵρεση καὶ φύση, ἑπομένως δὲν ὑπάρχουν (θὰ ἀναλυθεῖ κατωτέρω τὸ πῶς ἀνεκάλυψε ὁ Ζηζιούλας τούτη τὴν “βαθειὰ” ἀλήθεια), ἐνῷ ἐκεῖνο ποὺ ὑπάρχει ὡς καθολικὴ κατηγορία ὕπαρξης εἶναι τὸ (ὑπαρξιστικὰ νοούμενο) πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ὀφείλει νὰ βρίσκεται σὲ ἁρμονικές– ἀγαπητικές σχέσεις “κοινωνίας” μὲ τὰ ἕτερα πρόσωπα, ὥστε στὸ δίκτυο προσωπικῶν σχέσεων ποὺ δημιουργοῦν, νὰ “εἰκονίζουν τὴν Ἁγία Τριάδα” καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια, αὐτὴ τούτη τὴν Ἐκκλησία!

Ἡ ἀλλαγὴ τῶν ἀντιλήψεων στὸν χῶρο τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας ποὺ ἔφερε ἡ νέα Θεολογία τοῦ Ζηζιούλα, μαζὶ μὲ τῶν ἄλλων “πρωτοπόρων” οἰκουμενιστῶν– ἀποδομητῶν τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως ὁ Νησιώτης, ὁ Γιανναρᾶς, καθὼς καὶ τὸ σύνολο τῶν θεολόγων ποὺ εἶχαν βρεῖ στέγη στὸ θεολογικὸ περιοδικὸ τῆς “Σύναξης”, (τῶν ὁποίων τὴν “θεολογία” μετέφερε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ π. Βασίλειος Γοντικάκης), μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς “κοσμοϊστορική”.

Ὁ ἀποθανών Μητροπολίτης, προκειμένου νὰ φέρει αὐτὴ τὴν κοσμοϊστορικὴ ἀλλαγὴ στὴν ὀρθόδοξη θεολογία, δὲν περιορίσθη μόνο στὴν ἐκκλησιολογία –γιὰ τὴν ὁποία εἶναι κυρίως γνωστός– ἀλλὰ ἐπεκτάθηκε καὶ στὴν Τριαδολογία, καὶ στὴν Χριστολογία, διατυπώνοντας θέσεις (ποὺ ὅπως θὰ δοῦμε) βρίσκονται εἰς τοὺς ἀντίποδας τῶν σχετικῶν διδασκαλιῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ διαφωνία του αὐτὴ πρὸς τὰ πλέον κύρια καὶ καίρια δόγματα τῆς Ὀρθόδοξης Πατερικῆς Θεολογίας καθιστᾶ τὴν θεολογία τοῦ Περγάμου, ἄκρως ἐπικίνδυνη, καθὼς εἰσάγονται καινούργια δό-γματα, τριαδολογικά, χριστολογικὰ καὶ ἐκκλησιολογικά. Ὁ “ζηζιουλιανισμὸς» μὲ ἄλλα λόγια, δὲν εἶναι ἁπλὰ μία τριαδολογικὴ αἵρεση ὅπως ὁ ἀρειανισμός, ἢ μία χριστολογικὴ αἵρεση ὅπως ὁ Νεστοριανισμός, ἀλλὰ μία συνολικὴ ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, μία παναίρεση: ἐκκλησιολογική, χριστολογικὴ καὶ τριαδολογική. Βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μία προσπάθεια νὰ ξαναγραφεῖ μὲ διαφορετικό, μοντέρνο τρόπο ἡ ὀρθόδοξος θεολογία, οὕτως ὥστε, νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ συναντήσει τὴν προτεσταντικὴ καὶ λατινικὴ παράδοση, γιὰ νὰ προωθήσει τὴν ἕνωση τῶν “χριστιανῶν”, ὄχι ἐν τῇ ἀληθείᾳ, ἀλλὰ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ καθολικοῦ πρώτου. Δὲν θὰ πρέπει ποτὲ νὰ ξεχασθῆ ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος ἐξέθεσε τὶς ἀπόψεις του σὲ πολλαπλὰ ἄρθρα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ περισσότερα, καὶ θὰ ἔλεγα καὶ τὰ πιὸ σημαντικά, δὲν βρίσκονται στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Στὴν παροῦσα ἐργασία χρησιμοποιήθηκαν ἔργα του μεταφρασμένα ἢ γραμμένα στὴν ἑλληνική, καθὼς καὶ Ἰταλικὴ μετάφραση τῶν πανεπιστημιακῶν του παραδόσεων στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης, ὑπὸ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ λατίνου ἐπισκόπου Ἰωάννου Σπιτέρη.[1]

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

Ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου προσπαθώντας νὰ δώσει ἕνα ὁρισμὸ τοῦ τί ἐστι ἡ φύσις τῆς Ἐκκλησίας, ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ἕνα δύσκολο ἐγχείρημα “γιατί ἡ ταυτότης τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἀρκετὰ σαφὴς στὴ σκέψη μας…Ἡ Ἐκκλησιολογία μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀνεπτύχθη στὸ περιβάλλον τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας καὶ τῆς προτεσταντικῆς, δὲν διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὴν κοινωνιολογία»[2]

“Ἡ φύσις ὅμως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαχθῆ ἡ ταυτότης αὐτῆς βασιζόμενοι στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως.[3] Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν μποροῦμε νὰ ἐξάγουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας; …Τὸ μόνο ἔγκυρο κριτήριον γιὰ τὴν θεώρηση τῆς ἐκκλησιολογίας παραμένει σὲ κάθε περίπτωση αὕτη ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.[4] Ἡ ἀρχαία πατερικὴ περίοδος κληροδότησε στὴν χρυσὴ ἐποχὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 4ου αἰώνα καὶ στὴν μεταγενέστερη πατερικὴ καὶ βυζαντινὴ ἐποχὴ ὁρισμένες θεμελιώδης ἀρχὲς πνευματικότητας, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀποβοῦν παραδειγματικὲς γιὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες, ἕως τὴν ἐποχή μας. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ κληρονομιὰ ὑπῆρχαν, ἀναφορικὰ μὲ τὴν πνευματικότητα, δύο θεμελιακοὶ τρόποι σκέψης ἢ στάσεις: ἀπὸ τὴν μιά, ὁ τύπος τῆς πνευματικότητας ποὺ βασιζόταν στὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα, καὶ θεωροῦσε τὴν κοινότητα καὶ τὸν ἐσχατολογικό της προσανατολισμὸ ὡς τοὺς ἀποφασιστικοὺς παράγοντες τῆς πνευματικότητας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ τύπος τῆς πνευματικότητας ποὺ βασιζόταν στὴν ἐμπειρία τοῦ ἀτόμου ποὺ ἀγωνίζεται ἐναντίον τῶν παθῶν γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἠθικῆς τελειότητας,[5] μία πνευματικότητα συνοδευόμενη ἀπὸ μιὰ μυστικὴ ἕνωση τοῦ νοῦ μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ πρῶτος τύπος ἀναδείχθηκε κάτω ὰπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν Πατέρων ποὺ ἦταν ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας καὶ ὁ Εἰρηναῖος, ἐνῷ ὁ δεύτερος ἐπηρεάσθηκε κυρίως ἀπὸ τὸν Ὠριγένη καὶ τοὺς θεολόγους τῆς Ἀλεξανδρείας.[6]

Ἡ μελέτη τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν 4 αἰῶνα, ἀποκαλύπτει ὅτι αὐτοὶ οἱ δύο τύποι πνευματικότητας δὲν ἔπαψαν ποτὲ νὰ συνυπάρχουν, ἀλλὰ ταυτόχρονα, καὶ ὅτι δὲν συμβιβάζονταν εὔκολα μεταξύ τους. Ὁ ὠριγενικὸς τύπος πνευματικότητας ἦταν δημοφιλής, ἐπειδὴ ὁ Ὠριγένης διαβαζόταν σὲ μεγάλη κλίμακα ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Αἰγύπτου τὸν 4o αἰῶνα. Ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπὸ τοὺς κακοὺς λογισμοὺς κατέστη τὸ κυρίαρχο θέμα μίας ὁρισμένης, ἔντονα ὠριγενικῆς μοναστικῆς παράδοσης, γνωστῆς ὡς εὐαγριανισμὸς (ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Εὐάγριου Ποντικοῦ, τοῦ θεμελιωτῆ αὐτῆς τῆς παράδοσης) Ὁ εὐαγριανισμός, μαζὶ μὲ τὸν ὠριγενισμὸ ὡς σύνολο, ἔδειξε πολὺ νωρὶς τὶς θεμελιακὲς ἀδυναμίες καὶ τοὺς κινδύνους του καί, παρὰ τὴν ἐντυπωσιακή του ἐπέκταση καὶ ἐπιρροή, τελικὰ ἀπορρίφθηκε ἀπὸ τὸν βασικὸ κορμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὠριγενισμὸς καταδικάσθηκε ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ σύνοδο τὸ 552 μ.X.”.

“Ἤδη στὴν διάρκεια τοῦ τετάρτου αἰώνα παράλληλα μὲ τὴν εὐαγριανὴ πραγματικότητα, ἕνας ἄλλος πνευματικὸς τύπος ἄνθιζε, ὁ ὁποῖος συνδεόταν μὲ κάποια κείμενα ποὺ ἀποδίδονται στὸν Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο. Αὐτὸς ὁ πνευματικὸς τύπος ἀντιπροσώπευε μία θεμιελιώδη διόρθωση τοῦ ὠριγενισμοῦ κατὰ τοῦτο: ὅτι μετατόπισε τὸ κέντρο τῆς πνευματικότητας ἀπὸ τὸν νοῦ στὴν καρδιά, τὴν ὁποία μετέτρεψε σὲ ἐπιστημονικὸ ἢ γνωσιολογικὸ κέντρο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν πνευματικότητα ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται κάθαρση καὶ πνευματικὴ ἄσκηση εἶναι ἡ καρδιά, ὁ τόπος στὸν ὁποῖον συνάπτονται οἱ δύο ἀρετὲς τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἀγάπης. Μέσῳ τοῦ μακαριανικοῦ μοναχισμοῦ, ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία δὲν ἐπέτρεπε τὴν περιφρόνηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἢ τὴν καύχηση γιὰ τὴν κατοχὴ γνώσης καὶ πνευματικῆς τελειότητας, ἔγινε τὸ κατ’ ἐξοχὴν πνευματικὸ θέμα καὶ ἡ πηγὴ ἔμπευσης γιὰ μία ὁλόκληρη σειρὰ πνευματικῶν Πατέρων, γνωστῶν ὡς Γερόντων (κατὰ κυριολεξία ἡλικιωμένοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πνευματικὰ τέκνα καὶ καθοδηγοῦσαν). Αὐτὴ ἦταν μία σημαντικότατη ἐξέλιξη, ἡ ὁποία ἔσωσε τὴν χριστιανικὴ πνευματικότητα στὴν πατερικὴ περίοδο ἀπὸ τοὺς κινδύνους τοῦ ὠριγενισμοῦ καί, κατὰ κάποιο τρόπο, τὴν ἐπανέφερε στὶς βιβλικὲς καὶ ἀρχαῖες πατερικές της ρίζες.

Παρὰ τὴν ἐπίδραση τοῦ μακαριανικοῦ μοναχισμοῦ στὴν ἀνατολή, τὸ πρόβλημα ἐπιβίωσης τῆς εὐχαριστιοκεντρικῆς πρωτοχριστιανικῆς πνευματικότητας παρέμεινε σοβαρὸ γιὰ πολλοὺς αἰῶνες. Ἡ μακαριακὴ πνευματικότητα ὑπογράμμισε τὴν σπουδαιότητα τῆς καρδιᾶς καθὼς καὶ τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἀγάπης, δίνοντας ἔτσι στὴν ἔννοια τῆς κοινωνίας[7] μία διάσταση ἀποφασιστική. Ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα σχετικὰ μὲ τὴ σημασία ποὺ ἔχει γιὰ τὴν πνευματικότητα ἡ συγκεκριμένη δομὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ κλῆρος της καὶ τὰ μυστήριά της, παρέμεινε ἀνοικτό. Εἶχαν ἆραγε τὴν ἴδια σπουδαιότητα γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, ὅσο ὁ μοναχισμός; Ἦταν ἕνας ἐπίσκοπος τόσο σημαντικὸς πνευματικὸς Πατέρας, ὅσο ἕνας Γέρων, ἕνας πνευματικὸς Πατέρας κάποιου μοναστηριοῦ;[8] Αὐτὲς οἱ ἐρωτήσεις διατρέχουν τὴν ἱστορία τῆς πνευματικότητας τοῦ Βυζαντίου, ὅπως καὶ πολλῶν μυστικῶν ρευμάτων στὴν Δύση, καὶ δείχνουν τὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα σ’ αὐτὴ τὴ μεταγενέστερη ἱστορικὴ περίοδο καὶ τὴν περίοδο τοῦ Ἰγνατίου ἢ Εἰρηναίου.”[9]

Ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ παρατηρήσει ὁ Ζηζιούλας[10] διακρίνει, στὴν ὀρθόδοξον κατ’ αὐτὸν παράδοσιν, μεταξὺ εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας, ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ, καὶ ἀσκητικῆς-θεραπευτικῆς ἐκκλησιολογίας. Ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ πρώτη εἶναι κοινωνία προσώπων, τὰ ὁποῖα συνέρχονται ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὑπὸ ἑνὸς πρώτου καὶ πασχίζει νὰ τὴν θεμελιώσει στὸν Εἰρηναῖο καὶ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας καὶ ἡ δεύτερη εἶναι μία ἄσκηση τοῦ ἀπομονωμένου ἀτόμου ποὺ ἀποσκοπεῖ στὴν ἠθικὴ τελείωση, κατὰ τὰ πρότυπα ὅμως αἱρετικῶν, ὅπως τοῦ Ὠριγένους καὶ τοῦ Εὐαγρίου Ποντικοῦ, αἱρετικῶν ποὺ ἀναγκαστικὰ θὰ πρέπει νὰ διορθωθοῦν. Σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο θὰ χρειαστεῖ μία δευκρίνηση: Οἱ διορθώσεις ἔγιναν, κατὰ τὸν Σεβασμιώτατον Περγάμου, ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Μακάριο καὶ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή. Ἀλλά, ὅπως πληροφορούμεθα ἀπὸ τὸν ἴδιον, οἱ δύο αὐτοὶ Πατέρες δὲν κατάφεραν νὰ ἐξαλείψουν ὅλες τὶς παρερμηνεῖες, κατὰ πρῶτον ἐπειδὴ ὁ Μακάριος ἄφησε ἀνοικτὰ ὁρισμένα ἐρωτήματα: “ὁ κλῆρος καὶ τὰ μυστήρια εἶχαν ἆραγε τὴν ἴδια σπουδαιότητα γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, ὅσο ὁ μοναχισμός; Ἦταν ἕνας ἐπίσκοπος τόσο σημαντικὸς πνευματικὸς Πατέρας, ὅσο ἕνας Γέρων, ἕνας πνευματικὸς Πατέρας κάποιου μοναστηριοῦ” καὶ κατὰ δεύτερον, “ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ὁμιλεῖ μόνο περιστασιακὰ γιὰ τὴν εὐχαριστιακὴ προοπτική. Ἀπὸ πολλοὺς θεωρεῖται ἀκόμη ἀντιπροσωπευτικὸς τῆς ἀσκητικῆς θεραπευτικῆς ἐκκλησιολογίας. Ἀλλὰ ἡ μεγαλύτερη ζημιὰ[11] ἔγινε ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους Πατέρες, κυρίως ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τοῦ ὁποίου ἡ θεολογία παρουσιάζεται σὰν ἕνα σύμβολο ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ὀρθόδοξη ταυτότητα σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὸν χριστιανισμὸ τῆς δύσης”[12].

Ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου λοιπὸν πιστεύει, ὡς μὴ ἔπρεπε, ὅτι στὴν ὀρθόδοξον παράδοσιν ὑπάρχει διάκριση μεταξὺ εὐχαριστιακῆς καὶ ἀσκητικῆς-θεραπευτικῆς ἐκκλησιολογίας καὶ ὅτι αὐτὲς οἱ δύο ἐκκλησιολογίες –ἡ πρώτη ὀρθόδοξη καὶ ἡ δεύτερη αἱρετικὴ- βρίσκονται σὲ σύγκρουση μεταξύ τους. Ἀλλὰ γιατί βλέπει αὐτὴν τὴν διάκριση στὴν ὀρθοδοξία καὶ ἀφοῦ τὴν κάνει γιατί ἀπορρίπτει ὡς αἱρετικὴ τὴν ἀσκητικὴ ἐκκλησιολογία, γιὰ νὰ στηριχθεῖ μονομερῶς στὴν εὐχαριστιακὴ καὶ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἄνευ Εὐχαριστίας καὶ ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος τὴν τελεῖ, δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ ὑπάρξει σωτηρία; Γιατί λοιπὸν φθάνει νὰ βλασφημᾶ κατὰ τῶν ἁγίων ἀναχωρητῶν, ἰσχυριζόμενος μὲ ἄλλα λόγια ὅτι ἡ Παναγία, ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ τόσοι ἄλλοι ἐρημίτες, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία δὲν θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ ἁγιάσουν ἄνευ τῆς σωτηριώδους χειρὸς τοῦ ἐπισκόπου; μήπως ἐπειδὴ ἦταν ἀπομονωμένα ἄτομα ποὺ εὑρίσκοντο ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ δὲν κατάφεραν νὰ γίνουν πρόσωπα καὶ νὰ ἐπιτύχουν τὴν προσωπικὴ κοινωνία καὶ σχέση μέσῳ τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης; Ἀκριβῶς σ’ αὐτὸ ἐδῶ τὸ σημεῖο γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι ὁ ἐκλιπὼν Ζηζιούλας προσπαθεῖ νὰ δημιουργήσει μία νέα ἐκκλησιολογία στηριζόμενος σὲ αἱρετικὲς τριαδολογικὲς καὶ χριστολογικὲς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες βασίζονται στὴν μοντέρνα φιλοσοφία καὶ στὸν οἰκουμενισμό.

ΦΥΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΣ[13]

Ὄντως ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου φαντάζεται ὅτι κάθε λογικὴ φύση εἶναι ἀπαραιτήτως ἀναγκαστικὴ καὶ στερεῖται ἐλευθερίας. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ ἡ φύση θεωρεῖται ὅτι ἀναγκάζει τὸν καθένα νὰ εἶναι ἔτσι ὅπως αὐτὴ θέλει, ἐπειδὴ κινεῖται ὑπὸ τὴν ἐπήρεια ὁρισμένων δυνάμεων ἢ φυσικῶν νόμων ποὺ τὴν ὑποχρεώνουν νὰ συμπεριφέρεται πάντοτε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο.

Γιὰ νὰ ξεπεράσει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως ὁ Ζ. εἰσάγει μία καινούργια ἰδέα, μία ὀντολογία ποὺ ἀναφέρεται στὸ πρόσωπο καὶ στὴν ἑτερότητα, θεωρούμενα σὰν ἀποκλειστικὲς πηγὲς ἐλευθερίας, ἐντελῶς ἀνεξάρτητες ἀπὸ τὴν κοινὴ φύση. Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ ἡ φύση στερεῖται ἐλευθερίας κινεῖται ἐντελῶς ἀναγκαστικὰ καὶ ἡ ἐλευθερία ἀνήκει στὸ πρόσωπο, (“τὸ μόνο ἀληθινὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως) ποὺ καὶ αὐτὸ ὅμως ὑπόκειται στὸν ἐξαναγκασμὸ ἀπὸ τὴν μηχανικὴ κίνηση τῆς φύσεως.

Σύμφωνα μὲ τὸν μετανεωτερικὸ τρόπο σκέψεως ποὺ ἀκολουθεῖ ὁ Ζ. τὸ πρόσωπο φαίνεται νὰ ἔχει μεγάλο πρόβλημα μὲ τὴν δῆθεν μηχανικὴ κίνηση τῆς φύσεως καὶ ἐπειδὴ ὅσοι ἀντιλαμβάνονται ἔτσι τὰ πράγματα νομίζουν ὅτι τὰ πρόσωπα δὲν κινοῦνται μηχανικά, ἀλλὰ διαθέτει τὸ καθένα τους δική του ἐλευθερία. Ἔτσι τὸ πρόβλημα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ λυθεῖ ἀπὸ τὸν Ζ. εἶναι πῶς θὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν δῆθεν ἐσωτερικὴ μηχανικὴ ἀναγκαιότητα τῆς φύσεώς του. Ἀλλὰ προτοῦ προβεῖ σὲ ὁποιαδήποτε λύση μεταβιβάζει τὸ ἴδιο πρόβλημα στὸν Θεό, εἰσερχόμενος στὴν τριαδολογία, ἀλλοιώνοντας τὰ δόγματα τῶν Πατέρων. Φαντάζεται τὰ πρόσωπα τῆς Παναγίας Τριάδος καὶ ἰδιαίτερα αὐτὸ τοῦ Πατρὸς κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τῆς δῆθεν ἐξαναγκασμένης φύσεώς Του. Αὐτὴ ἡ ὑποταγμένη στὴν ἀναγκαιότητα φύση Του τὸν ἐξαναγκάζει νὰ εἶναι καὶ Θεὸς καὶ Ἀγαθός. Στὴν πραγματικότητα τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου εἶναι: πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν φυσική του ἀγαθότητα; Ἂν κατάφερνε νὰ ἀπαλλαγεῖ Αὐτὸς θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε καὶ ἡμεῖς!

Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀσκεῖ τὴν ὀντολογικὴ ἐλευθερία Του, ἐκεῖνο ποὺ τὸν κάνει νὰ εἶναι ὀντολογικὰ ἐλεύθερος, εἶναι ὅτι ὑπερβαίνει καὶ καταργεῖ τὴν ὀντολογικὴ ἀναγκαιότητα τῆς οὐσίας μὲ τὸ νὰ εἶναι Θεὸς ὡς Πατήρ, δηλαδὴ ὡς Ἐκεῖνος, ποὺ γεννᾶ τὸν Υἱὸν καὶ ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα[14]! Κατὰ συνέπεια γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεώς Του – σύμφωνα μὲ τὸν Σεβασμιώτατο Περγάμου – πρέπει πρωτίστως ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ θέληση νὰ μεταφερθοῦν ἀπὸ τὴν φύση στὸ πρόσωπο καὶ μάλιστα στὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός, οὕτως ὥστε τὸ κάθε πρόσωπο νὰ προηγεῖται ὀντολογικὰ ἀπὸ τὴν φύση. Γιὰ τοὺς Ἕλληνας Πατέρας τὸ ἑνιαῖον τοῦ Θεοῦ ὁ ἕνας Θεὸς καὶ ἡ ὀντολογικὴ ἀρχὴ ἢ αἰτία τῆς προσωπικῆς τριαδικῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ δὲν συνίσταται εἰς τὴν μίαν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἰς τὴν ὑπόστασιν, δηλαδὴ τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρός. Ὁ ἕνας Θεὸς δὲν εἶναι ἡ μία οὐσία, ἀλλὰ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ αἰτία τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος[15] Τὸ πρόσωπο ἔχει προτεραιότητα ὡς πρὸς τὴ φύση (αὐτὸ δίνει ὕπαρξη ὑπόσταση στὴν φύση), ἡ προσωπικὴ ἑτερότητα καὶ ἐλευθερία συγκεφαλαιώνει καὶ ἐκδηλώνει τὶς φυσικὲς ἐνέργειες , δίχως νὰ ὑποτάσσεται σὲ αὐτὲς[16]. Σ’ αὐτὴν τὴν τερατώδη ἀντίληψη περὶ Θεοῦ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος ὁ μέγας Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καὶ πνευματικὸς ὁδηγὸς τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀπαντᾶ: «ἔστιν οὖν μετὰ τὸ εἶναι Θεός, Πατὴρ ὁ Πατήρ, καὶ οὔτε Υἱός, οὔτε Πνεῦμα Ἅγιον, ἀλλ’ ὅπερ ὁ Υἱὸς κατ’ οὐσίαν ἐστί,καὶ κατὰ φύσιν τὸ Πνεῦμα τυγχάνει τὸ ἅγιον. Καὶ ἔστι μετὰ τὸ εἶναι Θεός, Υἱὸς ὁ Υἱός, καὶ οὔτε Πατήρ, οὔτε Πνεῦμα Πανάγιον, ἀλλ’ ὅπερ ὁ Πατὴρ κατὰ φύσιν κηρύττεται, καὶ ὁ κατ’ οὐσίαν τὸ Πνεῦμα καθορᾶται τὸ ἅγιον. Καὶ ἔστι μετὰ τὸ εἶναι Θεός, Πνεῦμα ἅγιον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ οὔτε Πατὴρ θεωρούμενον, οὔτε Υἱὸς λαμβανόμενον, ἀλλ’ ὅπερ ὁ Πατὴρ κατ’ οὐσίαν πεπίστευται, καὶ ὅπερ ὁ Υἱὸς κατὰ φύσιν ἀγγέλλεται».[17]

Ἐντελῶς ἀντίθετα πρὸς τὸν Ἅγιον Σωφρόνιο γιὰ τὸν Σεβασμιώτατον Περγάμου ἡ θεία φύση εἶναι ἀναγκαστικὴ καὶ ἂν κάποιος πεῖ τὸν Θεό, φύσει Θεὸ καὶ φύσει ἀγαθὸ καὶ φύσει δημιουργό, Τὸν βάζει ὑπὸ τὸ κράτος μίας ἀνάγκης, ἡ ὁποία αἴρεται μόνο μὲ τὴ “ὀντολογία» τοῦ προσώπου. Ἂν ἡ ψυχὴ εἶναι φύσει ἀθάνατος τότε ἡ προσωπικὴ ἐπιβίωσις εἶναι ἀναγκαστικὴ , ἐπανερχόμεθα πάλιν εἰς τὴν ἀρχαίαν κλασσικὴν ὀντολογίαν. Τότε καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀθάνατος ἀπὸ τὴν φύση του, δηλαδὴ κατ’ ἀνάγκην καὶ ὁ ἄνθρωπος συγγενεύει οὐσιαστικά, ἀναγκαστικά, μὲ τὸν Θεὸν[18]. Ὁ Θεὸς λοιπὸν δὲν εἶναι ἀναγκασμένος ἀπὸ τὴν φύση του νὰ εἶναι Θεός, διότι τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς ἐλεύθερα ἀποφασίζει νὰ εἶναι Θεός, νὰ ἔχει δηλαδὴ αὐτὴ τὴν φύση. Ἑπομένως ἡ φύση ἐκπηγάζει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός, πρᾶγμα ποὺ γιὰ τὸν Παλαμᾶ καὶ ὅλους τοὺς Πατέρες εἶναι μία μεγάλη δυσσέβεια. [19]

ΑΛΛΟΙΩΣΙΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΑΣ

Μεταφέροντας ὅμως τὴν ἐλευθερία, τὴν θέληση καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τὴν ἐνέργεια ἀπὸ τὴν φύση εἰς τὸ πρόσωπον[20] τότε καταφέρνει νὰ δημιουργήσει τεράστιες αἱρέσεις κατὰ πρῶτον στὴν θεολογία καὶ κατὰ δεύτερον στὴν χριστολογία.

Κατὰ πρῶτον, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τὸ κάθε πρόσωπο τῆς Παναγίας Τριάδος, τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, ἀνήκουν μόνα σὲ αὐτὸ καὶ ὄχι σὲ ἄλλα πρόσωπα. Δὲν ὑπάρχει ὑποστατικὴ κοινωνία προσώπων, γιατί τὰ πρόσωπα εἶναι ὑποστατικῶς ἀκοινώνητα.[21] Ἂν λοιπὸν ἡ ἐλευθερία εἶναι δεμένη μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς ἀνήκει μόνο σὲ αὐτὸ καὶ δὲν κοινωνεῖται σὲ κανένα ἄλλο πρόσωπο. Τίθεται λοιπὸν τὸ ἐρώτημα: ὑπάρχει ἐλευθερία στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Πνεῦ­μα; Καὶ ἂν ὑπάρχει τί εἴδους ἐλευθερία εἶναι αὐτὴ κτιστὴ ἢ ἄκτιστη; Ἂν εἶναι ἄκτιστη ποία θὰ εἶναι ἡ διαφορὰ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Υἱοῦ ἢ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Πνεύματος ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ Πατρός; Μήπως μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο σκέψεως προκύπτει ἡ ἀνάγκη νὰ διακριθοῦν τρεῖς ἐλευθερίες διαφορετικὲς στὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος; Δὲν πέφτουμε ἔτσι στὸν κίνδυνο τῆς τριθεΐας; Καὶ μάλιστα ἂν κανεὶς ἰσχυρίζεται ὅτι τὸ ἑνιαῖον τοῦ Θεοῦ ὀφείλεται εἰς τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός, ἂν στὴν Τριάδα οἱ διακρίσεις προηγοῦνται τῶν ἑνώσεων, τότε ὁ ἕνας Θεὸς ἐξαφανίζεται. Καὶ δὲν σῴζεται ἡ κατάσταση, ἂν ἀποδοθεῖ μόνο στὸν Πατέρα ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος. Καὶ στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ὁ Δίας εἶναι ἡ αἰτία τῶν ἄλλων θεῶν, ἀλλὰ βέβαια οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν πίστευαν σ’ ἕνα Θεὸ ἀλλὰ σὲ δώδεκα. Καὶ ὁ Ἀδὰμ εἶναι ἡ αἰτία τῆς Εὔας, ἀλλὰ δὲν συναποτελεῖ μὲ τὴ Εὔα ἕναν ἄνθρωπο.

Κατὰ δεύτερον ἂν μεταφερθεῖ στὴν Χριστολογία[22] ὁ ἴδιος τρόπος σκέψεως, τότε πῶς κατὰ τοὺς Πατέρας καὶ Οἰκουμενικὰς Συνόδους προκύπτει ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ ποὺ ἐσαρκώθη διαθέτει δύο φύσεις- θεϊκὴ καὶ ἀνθρωπίνη- καθὼς καὶ δύο φυσικὲς ἐλευθερίες, μία ἀνθρωπίνη καὶ μία Θεϊκή; Γιατί σύμφωνα μὲ τὸ σκεπτικὸ τοῦ ἐκλιπόντος Μητροπολίτου ἡ ἐλευθερία ἀνήκει στὸ πρόσωπο. Ἀλλὰ ἂν αὐτὸ ἀληθεύει, τότε καὶ ὁ Χριστὸς θὰ εἶχε μία μόνο ἐλευθερία, δηλαδὴ αὐτὴ τοῦ Λόγου ποὺ ἐσαρκώθη καὶ ὄχι δύο φυσικές, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Πατέρες καὶ οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι.

Βέβαια ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου δὲν σταματᾶ στὴν ἐλευθερία, ἀλλὰ ξεκινώντας ἀπὸ αὐτὴν φτάνει καὶ στὴν θέληση καὶ πιστεύει ὅτι ὑπάρχει προσωπικὴ θέληση τοῦ Πατρός: “ἡ ἐκκλησιολογία πρέπει νὰ τοποθετεῖται μέσα στὸ πλαίσιο τῆς τριαδικῆς θεολογίας. Πρέπει νὰ ἀρχίσουμε μὲ μία σαφῆ διάκριση τῶν προσώπων στὴν Ἁγία Τριάδα, ὅπως μὲ ἐπιμονὴ τόνιζαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες. Ὁ Πατὴρ εἶναι ἄλλο πρόσωπο, διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν Υἱό, τὸ ἴδιο καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει προπάντων, ἐπειδὴ ὁ Πατήρ, ὡς διακριτὸ πρόσωπο, θέλει τὴν ὕπαρξή της. Εἶναι ἡ πρωτοβουλία καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς ποὺ ὁδηγοῦν τὴν ὕπαρξή της. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ εἶναι στὸν Πατέρα, ὡς πρόσωπο ἄλλο ἀπὸ τὸν Υἱό, ποὺ θὰ ὁδηγηθεῖ τελικὰ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν ὁ Χριστὸς θὰ ὑποτάξει τὰ πάντα σ’ αὐτόν. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἄποψη τόσο τῆς προέλευσή της ὅσο καὶ τοῦ προορισμοῦ της εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ (γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Πατήρ), πρὶν νὰ εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἢ Ἐκκλησία αὐτοῦ ἢ ἐκείνου τοῦ τόπου. Ὅπως πολὺ σωστὰ ἔδειξε ὁ LCerfaux, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, ἡ πρώτη ἀρχικὴ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας συσχετίζεται μὲ τὴν γενικὴ τοῦ Θεοῦ. Ἴσως μέχρι ἐδῶ ὅλοι συμφωνοῦμε σ’ αὐτὸ”[23].

Ὄντως ἕνας εἶναι ὁ Πατήρ, διακρίνεται ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα, ἀλλὰ ξεχνᾶ νὰ ἀναφέρει ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου ὅτι κατὰ τοὺς Καππαδόκες Πατέρες ἕνας εἶναι καὶ ὁ Θεός. Μία εἶναι ἡ φύση ἢ ἡ οὐσία. Ἑπομένως ἡ θέληση κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες δὲν εἶναι τοῦ προσώπου ἀλλὰ τῆς φύσεως. Ὁ Πατὴρ δὲν θέλει καθὸ Πατήρ, ἀλλὰ καθὸ Θεὸς (οὐσία) καὶ ἐπειδὴ Θεὸς εἶναι ὁ Υἱός, Θεὸς καὶ τὸ Πνεῦμα, ἡ θέληση εἶναι φυσικὴ καὶ μία, ὅπως πολὺ σωστὰ διακηρύσσει ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός. Ὁ Θεὸς τῶν ὅλων καὶ Πατέρας θέλει καθὸ Πατὴρ ἢ καθὸ Θεός. Ἀλλὰ ἂν θέλει καθὸ Πατήρ, ἄλλο θὰ εἶναι τὸ θέλημά του ἀπὸ τὸν Υἱό. Γιατί ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι Πατέρας. Ἂν ὅμως θέλει καθὸ Θεός, Θεὸς εἶναι καὶ ὁ Υἱὸς Θεὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Ἄρα τὸ θέλημα εἶναι χαρακτηριστικὸ φύσεως, δηλαδὴ φυσικὸ[24].

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη ἀπὸ ἐδῶ ξεκινοῦν οἱ Πατέρες, γιὰ νὰ θεολογήσουν καὶ ὄχι ἀπὸ ἀνθρώπινες κοινωνίες καὶ σχέσεις, γιὰ νὰ δημιουργήσουν νέους ὀντολογικοὺς στοχασμούς! Ἂν ὁ Πατὴρ εἶχε μία προσωπικὴ θέληση, τότε ἡ θέληση τοῦ Πατρὸς θὰ ἦταν διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος, μὲ ἄλλα λόγια θὰ ὑπῆρχαν τρεῖς θεοὶ μὲ τρεῖς διαφορετικὲς θελήσεις στὴν θεολογία καὶ ὄχι εἷς τρισυπόστατος Θεός· εἰς δὲ τὴν χριστολογία, ἐπειδὴ ἡ θέληση κατὰ τὸν Ζ. εἶναι δεμένη μὲ τὸ πρόσωπο τότε ὁ Λόγος ποὺ ἐσαρκώθη δὲν θὰ διέθετε δύο φυσικὲς θελήσεις, μία ἀνθρωπίνη καὶ μία θεϊκή, ἀλλὰ μία μόνο θέληση αὐτὴ τοῦ προσώπου τοῦ Λόγου, ὅπως ἰσχυρίζοντο ὁ Σεβῆρος καὶ οἱ μονοθελῆτες[25].

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ: ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΙΟΥ

Τὰ πρόσωπα σὰν ἐλεύθερα ποὺ εἶναι, καθὼς καὶ οἱ προσωπικὲς διαφορές τους, σύμφωνα μὲ τὸν ἐκλιπόντα Περγάμου προηγοῦνται τῆς δῆθεν ἀναγκαστικότητος τῆς φύσεώς τους. Μὲ ἄλλα λόγια καταργοῦν τὴ φύση ὁριστικά. Γιατί πλέον δὲν τὴν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μόνα τους μποροῦν νὰ βρεθοῦν σὲ σχέση καὶ νὰ κοινωνήσουν. Νὰ γιατί ὁ Ζηζιούλας ἀναφέρεται συνεχῶς σὲ προσωπικὴ κοινωνία καὶ σχέση. Φαντάζεται λοιπὸν τὴν Ἐκκλησία σὰν μία κοινωνία-πλέγμα σχέσεων διακριτῶν προσώπων τὸ καθένα μὲ τὸ δικό του γνωμικὸ θέλημα, τὰ ὁποῖα γιὰ νὰ κοινωνήσουν ἔχουν ἀνάγκη ἑνὸς πρώτου, εἰκονίζοντας ἔτσι τὴν Παναγία Τριάδα [26] πού, κατὰ τὸν ἴδιον, εἶναι προσωπικὴ σχέση καὶ κοινωνία ὑπὸ τοῦ πρώτου[27], ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Πατήρ. “Ἡ καινούργια ταυτότητα, ποὺ δινόταν ἐκ τοῦ Πνεύματος ἀποκτοῦσε ὑπόσταση μέσα ἀπὸ τὴν ἐνσωμάτωση στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἐκκλησία, μέσα ἀπὸ ἕνα πλέγμα σχέσεων. Οἱ σχέσεις αὐτὲς ἦταν ταυτόσημες μὲ τὴν σχέση τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Πατέρα.[28] Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸ βάπτισμα ἰσοδυναμοῦσε μὲ υἱοθεσία… Παρόμοια αὐτὴ ἡ ταυτότητα συνεπαγόταν κοινωνικὲς σχέσεις ποὺ ἀποκτοῦσαν μέσα στὴν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ δι’ αὐτῆς, καὶ ὄχι μέσῳ τῆς βιολογικῆς οἰκογένειας ἢ τοῦ κράτους. Μία ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις συνέπειες τοῦ βαπτίσματος ἦταν ὅτι ὁ νέος ἄνθρωπος δὲν θὰ εἶχε τὸν Πατέρα του στὴ γῆ ἀλλὰ στοὺς οὐρανοὺς (Ματθ 23,9) καὶ ὅτι οἱ ἀδελφοί του θὰ ἦταν μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης δὲν θὰ ἦταν πολίτης τῆς γῆς, ἀλλὰ τοῦ οὐρανοῦ (Φιλιπ 3,20) ἐφ’ ὅσον ἡ πόλις του θὰ ἦταν ἡ μέλλουσα Βασιλεία. (Ἑβρ 13,14). Ἔτσι θὰ ἦταν ξένος σὲ τούτη τὴν γῆ. Αὐτὸ ἦταν τὸ ὑπαρξιακὸ νόημα τοῦ βαπτίσματος ὡς θανάτου τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ ὡς γέννηση τοῦ νέου ἐσχατολογικοῦ ἀνθρώπου. Ἡ δικιμασία του ἦταν βασικὴ ἐκκλησιολογικὴ καὶ ὄχι ἠθικὴ ἢ ψυχολογική, ὅπως συχνὰ νομίζεται. Ἡ πνευματικότητα εἶχε νὰ κάνει μὲ τὴν ἀπόκτηση νέων σχέσεων καὶ μέσῳ αὐτῶν μιᾶς νέας ταυτότητας, ἐφ’ ὅσον οἱ ταυτότητες, εἴτε αὐτὲς εἶναι βιολογικές, εἴτε κοινωνικές, εἴτε πνευματικὲς πάντα πηγάζουν μέσα ἀπὸ σχέσεις.”[29] [30] Ἀπὸ αὐτὴν τὴν φιλοσοφικὴ ἀντιπατερικὴ ἀντίληψη, τὴν ὀντολογία τοῦ προσώπου, ἐκπηγάζει ἡ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία: “Πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψη μας αὐτὸ τὸ ὑπόβαθρο, ὥστε νὰ καταλάβουμε τὴν σπουδαιότητα τῆς Εὐχαριστίας γιὰ τὴν χριστιανικὴ πνευματικότητα. Ἡ Εὐχαριστία κατανοήθηκε στοὺς πρώτους αἰῶνες ὡς τὸ γεγονὸς ποὺ συγκέντρωνε τὸν διασκορπισμένο λαὸ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τὸ αὐτό, προκειμένου ὄχι μόνο νὰ γιορτάσουν, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ ἀποτελέσουν τὴν ἐσχατολικὴ μεσσιανικὴ κοινότητα ἐδῶ καὶ τώρα. Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ἡ Εὐχαριστία ἦταν τὸ κατ’ ἐξοχὴν πνευματικὸ γεγονὸς , γιατί ἦταν ἡ ἐσχατολογικὴ πραγματικότητα φανερωμένη μέσα στὴν ἱστορία, ἡ πρόγευσή της μέσα στὴν ἱστορία. Οἱ βαπτισμένοι ὁδηγοῦνταν σ’ αὐτὴν τὴν κοινότητα, προκειμένου νὰ πάρουν τὴ θέση τους σ’ αὐτήν, πρᾶγμα ποὺ συνεπαγόταν τὸ προνόμιο νὰ μποροῦν νὰ ἀποκαλοῦν τὸν Θεὸ Πατέρα -ἀποκτώντας τὴν υἱότητα ποὺ ὁ Χριστὸς εἶχε ἀνέκαθεν-[31] καὶ ταυτόχρονα τὸ προνόμιο νὰ ἀποκαλοῦν τὰ ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀδελφοὺς καὶ νὰ μοιράζονται μὲ αὐτοὺς τὸν αἰώνιο προορισμό. Ἡ Εὐχαριστία πρόσφερε θετικὰ ἐκεῖνο ποὺ τὸ βάπτισμα σήμαινε ἀρνητικά: ὁ θάνατος τῆς παλαιᾶς βιολογικῆς ταυτότητας ἀντικαθίστατο ἀπὸ τὴν γέννηση τῆς νέας ταυτότητας, ἡ ὁποία δινόταν στὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα. Ἐφ’ ὅσον ἡ παλαιὰ βιολογικὴ ταυτότητα βασίζεται στὴν φυσικὴ ἀναγκαιότητα, ὁδηγεῖ στὸν θάνατο. Ἐνῷ ἡ νέα ταυτότητα ποὺ δίνεται στὴν Εὐχαριστία – βασισμένη σὲ νέες καὶ ἀθάνατες σχέσεις, πάνω ἀπ’ ὅλα στὴν αἰώνια υἱικὴ σχέση ἀνάμεσα στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱό, ἡ ὁποία δινόταν ὡς δάνειο στὸν χριστιανὸ κατὰ τὸ βάπτισμα, παρέχει αἰώνια ζωή. Ἡ Εὐχαριστία εἶναι αἰώνια ζωή, πρωτίστως ἐπειδὴ προσφέρει αὐτὸ τὸ πλέγμα τῶν σχέσεων, τὸ ὁποῖο συνάγεται μία αἰώνια ταυτότητα. Νὰ ἀνήκει κανεὶς στὴν κοινότητα τῆς εὐχαριστίας ἰσοδυναμεῖ ἑπομένως, μὲ τὴν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς.[32] Ἡ πνευματικότητα σ’ αὐτὴν τήν εὐχαριστιακὴ συνάφεια ἀποκτᾶ ὀντολογικὸ καὶ ὄχι ἁπλῶς ἠθικὸ ἢ ψυχολογικὸ περιεχόμενο. Δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ βελτίωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως[33] ἢ γιὰ βελτίωση τοῦ τρόπου δράσης καὶ συμπεριφορᾶς της μέσῳ ἠθικῶν ἐπιτεύξεων καὶ ἀρετῆς· δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ψυχολογικὴ ἐμπειρία τῶν καρπῶν τοῦ Πνεύματος, ὅπως τῆς εἰρήνης, τῆς χαρᾶς, τῆς ὑπομονῆς κ.λπ. Εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα ταυτόσημη μὲ τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου μέσα ἀπὸ τὴν ἀπόκτηση μιᾶς νέας ταυτότητας βασισμένη σὲ νέες σχέσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι ταυτόσημες μὲ τὴν σχέση Πατέρα καὶ Υἱοῦ στὴν Ἁγία Τριάδα… Ἡ Πνευματικότητα ὡς ἡ κατοχὴ τοῦ Πνεύματος σημαίνει πάνω ἀπ’ ὅλα συμμετοχὴ στὴν ἴδια υἱότητα ποὺ ἔχει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μία σχέση μὲ τὸν Θεό, ἡ ὁποία προσφέρει μία ἀθάνατη αἰώνια ταυτότητα.[34] Ἡ ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας ὡς τοῦ σώματος ἐκείνων ποὺ μέσῳ τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς Εὐχαριστίας ἀπέκτησαν μία τέτοια ταυτότητα, ἦταν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς πνευματικότητας. Ἡ Πνευματικότητα εἶναι ἐκκλησιαστικὴ καὶ ὄχι ἀτομικὴ ἐμπειρία. Ἡ Ἐκκλησία ὡς εἰκόνα ἢ τὸ σημεῖο τῆς ἐσχατολογικῆς κοινότητας πρόσφερε μέσῳ τῆς Εὐχαριστίας τὴν πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς , παρέχοντας στοὺς πιστοὺς ἕνα πλέγμα σχέσεων ποὺ θὰ τοὺς ἔδινε μία ἀθάνατη αἰώνια ταυτότητα, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν ἐμπειρία μιᾶς ζωῆς, στὴν ὁπoία ὅλες οἱ φυσικὲς καὶ κοινωνικὲς διαιρέσεις ποὺ συνεπάγονταν τὴν διάλυση καὶ τὸν θάνατο θὰ ὑπερβαίνονταν μέσα στὴν ἑνότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ…”[35]

Σημειώσεις:

[1] Pontificio Ateneo AntonianumIstituto di Studi Ecumenici “SBernardino” Venezia. Σημειώσεις γιὰ τοὺς φοιτητάς. Βενετία 2000. [2] Pontificio Ateneo Antonianum. Istituto di Studi Ecumenici “S. Bernardino” Venezia. Σημειώσεις γιὰ τοὺς φοιτητάς. Κεφ. Εἰσαγωγὴ καὶ σύνθεση μαθημάτων. Βενετία 2000 σελίδα 50. Ἐδῶ ἕνας προσεκτικὸς ἀναγνώστης θὰ καταλάβει ὅτι αὐτὸ ποὺ ἰσχυρίζεται ὁ Ζ. δὲν τὸ ἀποδεικνύει, ὡς θὰ ἔπρεπε νὰ πράξει, ἀλλὰ τὸ θεωρεῖ αὐτονόητο. [3] Μία ἐκκλησιολογία ποὺ δὲν στηρίζεται στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, τότε θὰ πρέπει νὰ θεωρεῖ τὴν κάθε αἱρετικὴ σύναξη ὡς Ἐκκλησία Χριστοῦ. Γιὰ νὰ γίνει πιὸ κατανοητὸ αὐτὸ ποὺ ἰσχυρίζεται ὁ Περγάμου ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, οἱ Καππαδόκες Πατέρες καὶ οἱ λοιποὶ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι θὰ ἔπρεπε νὰ θωροῦσαν τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη τῶν ἀρειανῶν καθὼς καὶ τοὺς ἐπισκόπους των ὡς Ἐκκλησία Χριστοῦ καὶ νὰ βρισκόντουσαν σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί τους. Ὅπως καταλαβαίνει κανεὶς αὐτὴ ἡ ἄποψις εἶναι βλάσφημος κατὰ τὴν ὀρθόδοξον Παράδοσιν καὶ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. [4] Pontificio Ateneo Antonianum. Istituto di Studi Ecumenici “S. Bernardino” Venezia. Σημειώσεις γιὰ τοὺς φοιτητάς. Βενετία 2000. Σελὶς 51 κεφ. Εἰσαγωγὴ καὶ σύνθεση τῶν μαθημάτων. Σ’ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο ὁ Ζ. ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς αὐτὸ ποὺ θὰ θελήσει νὰ ἀποδείξει στὸ ἑπόμενα κεφάλαια. [5] Ἐδῶ ὁ Ζ. δείχνει νὰ μὴ ἔχει καταλάβει τί σημαίνει ἀσκητισμός. Ὁ ἀσκητὲς δὲν προσ­παθοῦν νὰ ἀποκτήσουν μία ἠθικὴ τελείωση. Προσπαθοῦν νὰ καταργήσουν τὸ γνωμικὸ θέλημα – τὸ θέλημα δηλαδὴ ποὺ ἀνήκει στὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν παρὰ φύσιν φορὰ τοῦ φυσικοῦ θελήματος -. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ χριστιανός, ὁ μοναχὸς καταργεῖ οὐσιαστικὰ ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα τὸ γνωμικὸ θέλημα καὶ κινεῖται κατὰ τὸ φυσικὸ θέλημα, τὸ ὁποῖο εἶναι κοινὸ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι καταργώντας τὸ γνωμικὸ θέλημα καὶ ἀκολουθώντας τὸ φυσικό, ὁ μοναχὸς ὅπως καὶ ὁ κάθε χριστιανὸς ποὺ ἀσκεῖται, ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς προσέλαβε ἀνθρωπίνην φύσιν ἄνευ γνωμικοῦ θελήματος. Ἕνας ὁ Χριστός, δύο οἱ φύσεις,- θεϊκὴ καὶ ἀνθρωπίνη- δύο καὶ τὰ φυσικὰ θελήματα. [6] Καὶ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Ζ. ἀγνοεῖ παντελῶς τὴν ἱστορία τοῦ ἀσκητισμοῦ. Ἀνάγει τὸν ἀσκητισμὸ σὲ αἱρετικούς, ὅπως ὁ Ὠριγένης καὶ ὁ Εὐάγριος Ποντικός, χωρὶς νὰ τὸ ἀποδείξει. Συχνὰ ὁ Ζ. συμπεριφέρεται κατὰ τοιοῦτον τρόπον. Καὶ οἱ ὀπαδοί του τὸν ἀκολουθοῦν πιστεύοντας ὅτι, ἐπειδὴ τὸ εἶπε ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου, θὰ πρέπει καὶ νὰ ἀληθεύει. Εἶναι σὰν νὰ ἰσχυρίζεται κανεὶς ὅτι οἱ ἀρχαῖοι χριστιανοὶ ἦταν ὅλοι ἀρειανοὶ καὶ πίστευαν ὅτι ὁ Λόγος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος καθὼς καὶ οἱ μετέπειτα Πατέρες προσπάθησαν νὰ διορθώσουν τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων χριστιανῶν, γιὰ νὰ εἶναι πιὸ συνεπεῖς μὲ τὴν ἑρμηνεία ποὺ ἔδιναν στὴν Γραφή. [7] Τὴν κοινωνία οἱ Πατέρες δὲν τὴν ἔβλεπαν σὰν κοινωνία καὶ σχέσεις προσώπων, ἀλλὰ κοινωνία φύσεως. Κατὰ τοὺς Πατέρες στὴν Ἁγία Τριάδα τὰ πρόσωπα εἶναι ἀκοινώνητα καὶ ὑπάρχει μόνο κοινωνία φύσεως. Κατὰ συνέπεια δὲν ὑπάρχει στὴν Παναγία Τριάδα ὁ ἐρῶν καὶ ὁ ἐρώμενος, ἀλλὰ κοινὴ καὶ μία εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι μία ἡ ἀγάπη, μία ἡ θέληση μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ θέληση ποὺ ὁ Πατέρας ἀγαπᾶ καὶ θέλει τὸν Υἱὸν μὲ τὴν ἴδια θέληση καὶ ὁ Πατὴρ ἀγαπιέται καὶ θέλεται ἀπὸ τὸν Υἱόν. Ἡ ἀγάπη στὴν ὁποίαν ἀναφέρεται ὁ ἀββᾶς Μακάριος εἶναι ἡ φυσικὴ ἀγάπη καὶ ὄχι μία κοινωνικὴ ἀγάπη, ἡ ὁποία στηρίζεται σὲ μία ἀμοιβαιότητα. [8] Ἐδῶ ὁ Ζηζιούλας ξεχνᾶ τὸ χαρισματικὸ στοιχεῖο ποὺ ἑνώνει τὰ πάντα. Δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ σύναξη ἐπὶ τὸ αὐτό, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ πρωτίστως ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία προϋποθέτει ὀρθοδοξία καὶ ὀρθοπραξία. Ὁ Γέρων καὶ ὁ ἐπίσκοπος θὰ πρέπει πρῶτον νὰ διαθέτουν τὴν ὀρθόδοξον πίστιν καὶ κατὰ δεύτερον θὰ πρέπει νὰ βρίσκονται ἢ στὸ στάδιον τῆς καθάρσεως, ἢ στὸ στάδιο τοῦ φωτισμοῦ, ἢ αὐτὸ τῆς θεώσεως. Ὅταν δὲν ἰσχύουν ὅλες αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις τότε ὁ ἐπίσκοπος ὄχι μόνο δὲν εἶναι σημαντικός, ἀλλὰ εἶναι ψευδοπροφήτης καὶ θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγεται ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν. [9] Ἰωάννης Ζηζιούλας: Α. Ἐκκλησιολογικὰ μελετήματα. Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 2016. Ἄρθρο, Πρὸς τὴν μεσαιωνικὴ πνευματικότητα, σελὶς 170 -171. [10] Σεβασβιώτατος Περγάμου κ.κ.Ζηζιούλας. [11] Προφανῶς ζημιὰ στὴν ζηζιούλια εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία. Δηλαδὴ μὲ ἄλλα λόγια ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς δημιούργησε πολλὰ προβλήματα στὴν ἐκκλησιολογία τοῦ Ζ. καὶ ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὴν χριστολογία του, ὅπως θὰ δοῦμε. [12] Pontificio Ateneo Antonianum. Istituto di Studi Ecumenici “S. Bernardino” Venezia. Σημειώσεις γιὰ τοὺς φοιτητάς. Κεφ. Εἰσαγωγὴ καὶ σύνθεση τῶν Μαθημάτων. Βενετία 2000. Σελὶς 55. [13] Γεώργιος Ἰ. Καραλῆς, Ἡ μωρία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σοφία τοῦ ἀνθρώπου, ἐκδόσεις Ἁρμός, 2017, Κεφάλαιο 6: Φύση καὶ ἀναγκαιότητα, σελίδες 76-101. [14] Ἰωάννης Ζηζιούλας, Ἡ ἰδιοπροσωπεία τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ, συλλογὴ κειμένων, Ἵδρυμα Γουλανδρῆ Χὸρν Ἀθήνα 1983. σελίδα 314. [15] Ἰωάννης Ζηζιούλας ὁ.π. σελίδα 310. [16] Χρῆστος Γιανναρᾶς, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1983. Κεφ. Ἀσυγχύτως καὶ Ἀδιαιρέτως, σελίδα 145. [17] EPISTULA SYNODICA. Sophronius of Jerusalem and Seventh-Century Heresy. The Synodical Letter and Other Documents, Edited by Pauline Allen. Oxford Early Christian Texts. Σελίδα 82 παράγραφος 2.2.6. [18] Ἰωάννης Ζηζιούλας: «Ἡ ἰδιοπροσωπεία τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ»: συλλογὴ κειμένων. Ἵδρυμα Γουλανδρῆ Χὸρν Ἀθήνα 1983. Σελίδα 318. [19] “Τῶν τριῶν τοιγαροῦν ἐστι καὶ ἐκ τῶν τριῶν Πατρὸς Υἱοῦ καὶ Πνεύματος αὕτη ἡ λαμπρότης ἡ δὲ φύσις τῶν τριῶν ἐστι ἀλλ’ οὐκ ἐκ τῶν τριῶν ἄπαγε τῆς δυσσεβείας” Λόγος 4, Κατὰ Γρηγορᾶ, 55. [20] Εἰ δὲ εἴποιεν ὅτι τῇ ἐνεργείᾳ πρόσωπον συνεισάγεται, ἐροῦμεν ὅτι, εἰ τῇ ἐνεργείᾳ πρόσωπον συνεισάγεται, κατὰ τὴν εὔλογον ἀντιστροφὴν καὶ τῷ προσώπῳ ἐνεργείᾳ συνεισαχθήσεται, καὶ ἔσονται, ὥσπερ τρία πρόσωπα ἤτοι ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, οὕτω καὶ τρεῖς ἐνέργειαι, ἢ ὥσπερ μία ἡ ἐνέργεια, οὕτω καὶ ἓν πρόσωπον καὶ μία ὑπόστασις. Οἱ δὲ Ἅγιοι Πατέρες συμφώνως εἰρήκασιν τὰ τῆς αὐτῆς οὐσίας καὶ τῆς αὐτῆς ἐνεργείας. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἔκδοσις Ἀκριβὴς Ὀρθοδόξου πίστεως, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη 1989 σελὶς 280. [21] “Τὸ γὰρ τῷ Υἱῷ καθ’ ὑπόστασιν ἰδικῶς ἐνθεωρούμενον, Πατρὶ καὶ Πνεύματι καθ’ ὑπόστασιν παντελῶς ἀκοινώνητον”. Μάξιμος Ὁμολογητής, Κεφάλαια Θεολογικὰ καὶ Πολεμικά, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς». Φιλοκαλία 15Α σελὶς 38. [22] “Εἰ δὲ λέγοιεν, ὡς περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος διαλεγόμενοι οἱ πατέρες οἱ ἅγιοι ἔφασαν· ὧν ἡ οὐσία μία, τούτων καὶ ἡ ἐνέργεια, καὶ ὧν διάφορος ἡ οὐσία, τούτων διάφορος καὶ ἡ ἐνέργεια, καὶ ὡς οὐ χρὴ τὰ τῆς θεολογίας ἐπὶ τὴν οἰκονομίαν μετάγειν, ἐροῦμεν’ εἰ ἐπὶ τῆς θεολογίας μόνον εἴρηται τοῖς πατράσιν, καὶ οὐκ ἔτι μετὰ τὴν σάρκωσιν τῆς αὐτῆς ἐνεργείας ὁ Υἱὸς τῷ Πατρὶ οὐδὲ τῆς αὐτῆς ἔσται οὐσίας”. Ἰωάννης Δαμασκηνός. Ἔκδοσις ἀκριβὴς ὀρθοδόξου πίστεως. Πατερικαὶ ἐκδόσεις Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἔκδοσις Πουρναρᾶ 1989 σελὶς 278. [23] Ἰωάννης Ζηζιούλας. Α. Ἐκκλησιολογικὰ μελετήματα, Ἐκδόσεις Δόμος. Ἀθήνα 2016 κέφ. «Τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση» σελίδα 83. [24] Ἰωάννης Δαμασκηνός. Ἔκδοσις ἀκριβὴς ὀρθοδόξου πίστεως. Πατερικαὶ ἐκδόσεις Γρηγόριος Παλαμᾶς ἔκδοσις Πουρναρᾶ 1989 σελ. 266. [25] “Θεὸς γὰρ ὑπάρχων, τέλειος καὶ ἄνθρωπος τέλειος ὁ αὐτὸς , καθ’ ἑκάτερον ὧν ὑπῆρχεν ὑπόστασις, φυσικῶς ἐνήργει μὴ διαιρούμενος. Εἰ δὲ καθ’ ἑκάτερον ὧν ὑπῆρχεν ὑπόστασις φυσικῶς ἐνήργει μὴ διαιρούμενος, δῆλον ὅτι μετὰ τῶν φύσεων, ὧν ὑπόστασις ἦν, καὶ τὰς οὐσιώδεις αὐτῶν καὶ συστατικὰς ἐνεργείας εἶχεν, ὧν αὐτὸς ἕνωσις ἦν, ἑαυτῷ προσφυῶς ἐνεργῶν, καὶ οἷς ἐνήργει πιστούμενος, τὴν τῶν ἐξ ὧν, ἐν οἷς τε καὶ ἄπαρ ὑπῆρχεν, ἀλήθειαν. Εἷς οὖν ἐκ δύο φύσεων ὁ Χριστός, θεότητός τε καὶ ἀνθρωπότητος, μονογενὴς Λόγος καὶ Υἱὸς καὶ Κύριος τῆς δόξης, ἐν αἷς γνωρίζεται καὶ αἷς ἀληθῶς ὑπάρχων πιστεύεται, δύο τε φυσικὰς καὶ γενικάς, καὶ τῶν ἐξ ὧν ἦν συστατικὰς κινήσεις, ἤγουν ἐνεργείας ἔχων, ὧν ἀποτελέσματα τὰ κατὰ μέρος ἦν ἐνεργήματα, ἐξ αὐτοῦ τε προβαλλόμενα καὶ ὑπ’ αὐτοῦ τελειούμενα, χωρὶς τομῆς τῶν ἐξ ὧν ὑπῆρχε καὶ οἱασοῦν δίχα συγχύσεως.” Μάξιμος Ὁμολογητής. Κεφάλαια Θεολογικὰ καὶ Πολεμικά, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς». Φιλοκαλία 15 Α σελὶς 44-46. [26] Εὐτυχῶς ποὺ οἱ εἰκονοκλάστες δὲν γνώριζαν τότε ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους τῆς ἐποχῆς αὐτῶν, αὐτὸν τὸν εἰκονισμὸ ποὺ εἰκάζει ὁ Ζ., διαφορετικὰ δὲν θὰ εἶχαν ἐπιτεθεῖ ποτὲ κατὰ τῶν εἰκόνων (ὁ Χριστὸς κατ’ αὐτοὺς δὲν εἰκονίζεται), ἀλλὰ κατὰ τῶν ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι – σὰν γνήσιοι ὀπαδοὶ τοῦ Ζ. – θὰ πίστευαν ὅτι ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξη εἰκονίζει τὶς Ἄκτιστες ὑποστάσεις τῆς Παναγίας Τριάδος! [27] Στὴν θεότητα δὲν μπορεῖ κατὰ τοὺς Πατέρας νὰ ὑπάρχει ἕνας πρῶτος. Ὅταν στὴν κτιστὴ γλῶσσα χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη πρῶτος, ἀμέσως συνακολουθεῖ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅμως ἡ Ἄκτιστος Παναγία Τριὰς ὑποβιβάζεται εἰς κτίσμα, ὅπως πολὺ σωστὰ παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: “Ἕνα μὲν Θεὸν εἰδώς, ἐν Τριάδι προσκυνούμενον, τρία δὲ εἰς μίαν θεότητα συναγόμενα· καὶ οὔτε τῷ ἑνὶ Σαβελλίζων, οὔτε τοῖς τρισὶν Ἀρειανίζων, ἢ τῷ κατατέμνειν ἀνίσοις ἀλλοτρότησιν, ἢ μεγέθους ἢ φύσεως. Οὗ γὰρ ἕκαστον ἀκατάληπτον καὶ ὑπὲρ τὴν ἡμετέραν ἐπίνοιαν, πῶς ἐνταῦθα τὸ ὑπεραῖρον ἢ νοηθήσεται ἢ δογματιθήσεται; Ποῦ δὲ μετρεῖται τὸ ἄπειρον, ἵν’ ὃ τῶν περατουμένων ἐστι, τοῦτο πάθῃ θεότης, βαθμοῖς μετρουμένη καὶ ὑποβάσεσιν” (PG 35 1005 ΙΣ΄Β). [28] Ἡ σχέση Πατρότητος καὶ υἱότητος στὸν Θεὸν εἶναι ἄρρητος καὶ ἀκατανόητος κατὰ τοὺς Πατέρας. [29] Ἡ σχέση δίνει μία ταυτότητα κατὰ τὸν Ζ., ὄχι ἡ φύση. (Ὅταν οἱ Πατέρες ἀναφέροντο εἰς φύσιν ἐννοοῦσαν ὅτι δὲν ὑπάρχει φύσις ἀνυπόστατος.) Δηδαδὴ τὸ ὅτι ὁ Γιῶργος εἶναι ἄνθρωπος, ἀνήκει στὴν ἀνθρωπίνη φύσιν, αὐτὸ κατὰ τὸν Ζ. δὲν τοῦ δίνει καμμία ταυτότητα. Ἡ σχέση ποὺ θὰ ἔχει ὁ Γιῶργος μὲ τὸν δεῖνα ἵππο γιὰ παράδειγμα ἢ μὲ ἄλλους ἀνθρώπους, αὐτὲς θὰ τοῦ δώσουν ταυτότητα κατὰ τὸν Ζ.. Ποία ὅμως; Τὸ ὅτι ὁ Γιῶργος δὲν εἶναι ἵππος σημαίνει ταυτότητα; Τὸ ὅτι ὁ Γιῶργος ἀγόρασε τὸν δεῖνα ἵππον σημαίνει καὶ αὐτὸ ταυτότητα; καθὼς καὶ τὸ ὅτι ὁ Γιῶργος εἶναι Ἕλληνας ἢ φίλος τοῦ Ἰωάννου καὶ σύζυγος τῆς Ἄννας; [30] Ἰωάννης Ζηζιούλας, Α. Ἐκκλησιολογικὰ μελετήματα, Ἐκδόσεις Δόμος. Ἀθήνα 2016. Ἄρθρο. «Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ» Κεφ. “Το βάπτισμα καὶ ἡ εὐχαριστία» σελὶς 153. [31] Ἂν ὁ κάθε πιστὸς ἀποκτήσει τὴν υἱότητα ποὺ εἶχε ἀνέκαθεν ὁ Υἱὸς τοῦτο σημαίνει ὅτι οὗτος δὲν εἶναι πλέον μονογενής. Τὸ κάθε πρόσωπον κατὰ τὸν Ζ. μπορεῖ στὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα νὰ ἀποκτήσει τὴν ὑποστατικὴ ἰδιότητα ποὺ ὁ Υἱὸς εἶχε ἀνέκαθεν! Πόσους Υἱοὺς λοιπὸν θὰ ἔχει ὁ Πατήρ; [32] Ἡ αἰώνια ζωὴ κατὰ τὸν Ζ. σημαίνει ὅτι τὸ κάθε ἀνθρώπινο κτιστὸ πρόσωπο ἀποκτᾶ τὶς ἀθάνατες σχέσεις πατρότητος καὶ Υἱότητος. Μήπως στὴν πραγματικότητα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς μόνον ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Λατῖνοι καὶ ἐκ κάθε ἀνθρωπίνου προσώπου ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο εἰσῆλθε στὴν Πατρότητα καὶ Υἱότητα καί, ὅπως θὰ πεῖ παρακάτω, κατέχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα; [33] Ἡ ἀνθρωπίνη φύση ποὺ χάρισε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ κατὰ τὸν Μάξιμο τὸν ὁμολογητὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀρετές, χρειάζεται βελτίωση; Κάτι λοιπὸν ξέχασε νὰ μᾶς δωρίσει ὁ Θεός, κατὰ τὸν Σεβασμιώτατον Περγάμου, ποὺ θὰ χρειασθεῖ νὰ τὸ ἀποκτήσουμε διὰ τῆς ἀσκήσεως. [34] Κατοχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τί νὰ σημαίνει ἆραγε; Ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς πρόσωπον εἶναι ὑπὸ κατοχὴ τῶν προσώπων ποὺ βρίσκονται μέσα στὶς ἀθάνατες, -καὶ κατὰ τοὺς Πατέρας ἀκατανόητες, ἀμέθεκτες,- σχέσεις Πατρότητος καὶ Υἱότητος; Ἢ ἀκόμη χειρότερα κατέχεται ἐκ τοῦ πρώτου τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως καὶ εἶναι ὑποχρεωμένο νὰ πεμφθεῖ, ὅπου ὁ πρῶτος ἐπιθυμεῖ ἀποφεύγοντας νὰ πνεύσει, ὅπου τὸ ἴδιον θέλει, δηλαδὴ μὲ τὴν κοινὴ καὶ μία θέληση τῆς Παναγίας Τριάδος; [35] Ἰωάννης Ζηζιούλας: “Α. Ἐκκλησιολογικὰ μελετήματα.» Ἐκδόσεις Δόμος. Ἀθήνα 2016. Ἄρθρο. Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ, Κεφ. “Τὸ βάπτισμα καὶ ἡ εὐχαριστία» σελὶς 153-155.

2ον

ΑΠΟΡΡΙΨΙΣ ΩΣ ΑΙΡΕΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

Ὅπως γίνεται ἀντιληπτὸ ἡ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία ποὺ ἐνέπτυξε ἐν ζωῇ ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου, ἡ ὁποία στηρίζεται, ὅπως εἴδαμε στὴν ἀντιπατερικὴ ὀντολογία τοῦ προσώπου, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἀνεχθεῖ τὴν ἄσκηση τῶν ἀναχωρητῶν ποὺ προσπαθοῦν νὰ καταργήσουν τὸ γνωμικὸ θέλημα – τὸ θέλημα δηλαδὴ ποὺ ἀνήκει στὸ πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν παρὰ φύσιν φορὰ τοῦ φυσικοῦ θελήματος-. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ χριστιανός, ὁ μοναχὸς καταργεῖ οὐσιαστικὰ ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα τὸ γνωμικὸ θέλημα καὶ κινεῖται κατὰ τὸ φυσικὸ θέλημα, τὸ ὁποῖο εἶναι κοινὸ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι καταργώντας τὸ γνωμικὸ θέλημα καὶ ἀκολουθώντας τὸ φυσικό, ὁ μοναχός, ὅπως καὶ ὁ κάθε χριστιανὸς ποὺ ἀσκεῖται, ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς προσέλαβε ἀνθρωπίνην φύσιν ἄνευ γνωμικοῦ θελήματος. Ἕνας ὁ Χριστός, δύο οἱ φύσεις,- θεϊκὴ καὶ ἀνθρωπίνη- δύο καὶ τὰ φυσικὰ θελήματα. Ὅπως μὲ τὸν ἴδιο τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθῆ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι δὲν ἀρκεῖ ἡ σύναξις ἐπὶ τὸ αὐτό, γιὰ νὰ δημιουργηθῆ ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ χρειάζεται πρωτίστως ἡ ὀρθοδοξία καὶ ἡ ὀρθοπραξία.

Ὁ ἐκλιπὼν Μητροπολίτης Περγάμου ὅμως σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Πατερικὴ παράδοση, εἰκάζει ὅτι κατὰ τὴν πτώση ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἄτομο: ἕνα κλειστὸ ὑποκείμενο σὲ μία φύση, ἀδύνατο νὰ βρεθεῖ  σὲ  πλέ­γμα σχέσεων. Φέρει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ ἄσκηση εἶναι “βελτίωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἢ βελτίωση τοῦ τρόπου δράσης καὶ συμπεριφορᾶς της μέσῳ ἠθικῶν ἐπιτεύξεων καὶ ἀρετῆς· ἁπλῶς μία ψυχολογικὴ ἐμπειρία τῶν καρπῶν τοῦ Πνεύματος, ὅπως τῆς εἰρήνης, τῆς χαρᾶς, τῆς ὑπομονῆς κ.λπ.”[36] Ἔτσι ὁ ἀναχωρητὴς τῆς ἐρήμου ὡς μεμονωμένο ἄτομο μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο προσπαθώντας νὰ θεραπεύσει τὴν φύση του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία παραμένει αἰχμαλωτισμένο στὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεώς του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ σὲ πλέγμα σχέσεων, νὰ γίνει δηλαδὴ πρόσωπον. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἡ ἀσκητικὴ ἐκκλησιολογία -ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ- στηρίζεται στοὺς ἀντίποδες τῆς “Ἐκκλησίας” καὶ κανένας ἀναχωρητὴς – ἀσκητὴς δὲν μπορεῖ νὰ ἀνήκει στὴν «Ἐκκλησία» ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ σὲ προσωπικὴ κοινωνία καὶ σχέση μέσῳ τῆς εὐχαριστίας καὶ τοῦ πρώτου. Αὐταπατᾶται λοιπὸν ὅποιος πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σωτηρία ἄνευ ἐπισκόπου: ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἴδια αὐταπάτη ἔτρεφαν πρωτίστως οἱ Ἅγιοι Προπάτορες, ἡ Παναγία, ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ὁ Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ πλῆθος ἄλλων ἁγίων Πατέρων. Τὸ συστατικὸ γεγονὸς τῆς ὑποστάσεως εἶναι ἀναπόφευκτα συνδεδεμένον μὲ τὸ φυσικὸν ἔνστικτον, μὲ μίαν ὁρμὴν δεδομένην καὶ «ἀνεξέλεγκτον» ἀπὸ τὴν ἐλευθερίαν. Ἔτσι τὸ πρόσωπον ὡς «ὂν» ὑφίσταται ὄχι ὡς ἐλευθερία, ἀλλ’ ὡς ἀνάγκη. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι δὲν ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ βεβαιώσει τὴν ὑπόστασίν του μὲ ἀπόλυτον ὀντολογικὴν ἐλευθερίαν, ὅπως τὴν περιγράψαμε ἐνωρίτερα: ἐὰν ἐπιχειρήση νὰ ἀναγάγη τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὸ ὀντολογικὸν ἀπόλυτόν της θὰ ἀντιμετωπίση τὸν κίνδυνο τοῦ μηδενισμοῦ. Τὸ δεύτερον πάθος εἶναι φυσικὴ συνέπεια τοῦ πρώτου. Εἰς τὸ πρῶτον στάδιον θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομασθῆ τὸ πάθος τοῦ ἀτομικισμοῦ, τῆς διαστάσεως τῆς ὑποστάσεως. Τελικὰ ὅμως ταυτίζεται μὲ τὸ ἔσχατον καὶ μέγιστον πάθος τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν διάστασιν τῆς ὑποστάσεως, τὸν θάνατον. Ἡ βιολογικὴ σύστασις τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου δεσμευμένη εἰς τὴν βάσιν της μὲ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς «φύσεώς» της, καταλήγει εἰς τὴν διαιώνισιν τῆς «φύσεως» αὐτῆς μὲ τὴν δημιουργία σωμάτων, δηλαδὴ ὑποστατικῶν ἑνοτήτων ποὺ βεβαιώνουν τὴν ταυτότητά τους ὡς διάστασιν ἀπὸ τὰς ἄλλας ἑνότητας ἢ ὑποστάσεις. Τὸ σῶμα ποὺ γεννᾶται ὡς βιολογικὴ ὑπόστασις, ἐνεργεῖ ὡς φρούριον, κάποιο ἐγώ, ὡς νέον «προσωπεῖον», ποὺ ἐμποδίζει τὴν ὑπόστασιν νὰ γίνει πρόσωπον, νὰ βεβαιωθῆ δηλαδὴ ὡς ἀγάπη καὶ ἐλευθερία. Τὸ σῶμα τείνει εἰς τὸ πρόσωπον, ἀλλὰ ὁδηγεῖ εἰς τὸ ἄτομον. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι τὸ ὅτι, διὰ νὰ βεβαιώση πλέον ὁ ἄνθρωπος τὴν ὑπόστασίν του, δὲν χρειάζεται τὴν σχέσιν (τὴν ὀντολογικὴν καὶ ὄχι ἁπλῶς ψυχολογικὴ) μὲ τοὺς γονεῖς του: ἀντιθέτως ἡ διακοπὴ τῆς σχέσεως αὐτῆς ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν τῆς αὐτοβεβαιώσεώς του”.[37]

 

ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΝ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΕΙΣ ΟΛΟΥΣ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΡΙΖΟΝΤΑΙ ΟΤΙ Η ΦΥΣΙΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ

 

Εἴμαστε ὅμως σίγουροι ὅτι αὐτὸ ποὺ διατύπωσε μὲ πομπώδη τρόπο ὁ Σεβασβιώτατος Περγάμου δὲν τὸ εἶχαν διανοηθεῖ καὶ διατυπώσει αἱρετικοὶ στὸν παρελθόν; Ὄντως οἱ ἀρειανοὶ γιὰ παράδειγμα, πίστευαν, ἑρμηνεύοντας ὅπως νόμιζαν τὸν Ἀριστοτέλη, ὅτι: πᾶν φυσικὸν πάντως καὶ ἠναγκασμένον, ὅτι δηλαδὴ ἡ φύση εἶναι ἀναγκαστική, σὲ ὑποχρεώνει νὰ εἶσαι αὐτὸ ποὺ εἶσαι καὶ ἡ φύση κινεῖται πάντοτε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Καὶ γιατί λοιπὸν ἐκμεταλλευόντουσαν ἔτσι τὸν Ἀριστοτέλη; Ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὁ μόνος ἄκτιστος εἶναι ὁ Πατέρας καὶ ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ προϊόντα τῆς Θείας θελήσεως, ὅπως ἀκριβῶς εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Πατέρας, σύμφωνα μὲ αὐτούς, ἤθελε νὰ γεννήσει τὸν Υἱὸν καὶ τὸν γέννησε μὲ τὴν θέλησή Του. Ἑπομένως ὁ Υἱός, ὡς προϊόν, εἶναι ἕνα κτίσμα καὶ δὲν ἔχει ἄκτιστη φύση. Γιατί ἡ θέληση, ὅπως εἴδαμε, εἶναι μία ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ ἀκτίστου Πατρὸς καὶ παράγει κτίσματα. Οἱ ὀρθόδοξοι ὅμως ἔλεγαν ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι προϊὸν τῆς θελήσεως, ἀλλὰ τῆς φύσεως τοῦ Πατρός. Δηλαδὴ ὁ Πατὴρ τὸν γεννάει κατὰ φύσιν (φυσικὰ) καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν θέλησή Του. Ἀπὸ τὴν μοναδικὴ κοινὴ θέληση τοῦ Πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων δύο προσώπων, πηγάζει ὁ ὁρατὸς καὶ ἀόρατος κόσμος. Ἄλλο λοιπὸν γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους σήμαινε τὸ ρῆμα γεννῶ καὶ ἄλλο τὸ ποιῶ. Τὸ γεννῶ εἶναι ὑποστατικὸ ἰδίωμα ἀκοινώνητο τοῦ Πατρός, τὸ ποιῶ ὅμως εἶναι ἐνέργεια καὶ ἀνήκει καὶ στὰ τρία πρόσωπα, γιατί ἀνήκει στὰ κοινά, ποὺ ἔχουν στὸν ἴδιο βαθμὸ καὶ τὰ τρία πρόσωπα τῆς Παναγίας Τριάδος.

Οἱ Ἀρειανοὶ ὅμως ὅταν ἄκουσαν ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους νὰ λένε ὅτι ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱὸν κατὰ φύσιν (φυσικὰ) καὶ Αὐτὸς δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θελήσεως τοῦ Πατρός, σκανδαλίσθησαν καὶ ἀντέδρασαν ὡς ἑξῆς. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν εἶναι προϊὸν τῆς θελήσεως ὁ Υἱός, ὁ Πατέρας, ἔλεγαν, εἶναι ἀναγκασμένος ἀπὸ τὴν φύση Του νὰ Τὸν γεννᾶ. Ἑπομένως τὸ κατὰ φύσιν γι’ αὐτοὺς ἦταν συνώνυμο μὲ τὸ κατ’ ἀνάγκην. Δηλαδὴ πᾶν φυσικὸν πάντως καὶ ἠναγκασμένον. Νομίζοντας ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σκέψης θὰ στριμώξουν τοὺς ὀρθοδόξους, ἔκαναν μία δύσκολη ἐρώτηση: πῶς ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱόν; ἆραγε ἐπειδὴ Τὸν θέλει; Ἢ μήπως Τὸν γεννάει φυσικά; Ἂν ἀπαντοῦσε κάποιος, ἐπειδὴ Τὸν θέλει θὰ τοῦ ἀπαντοῦσαν: ἄρα ὁ Υἱὸς εἶναι προϊὸν τῆς θελήσεως, δηλαδὴ κτίσμα, τὸν ἔκτισε ὁ Πατὴρ πρὶν ἀπὸ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ βέβαια ὑπῆρχε χρόνος ποὺ ὑπῆρχε ὁ Πατὴρ ἄνευ τοῦ Υἱοῦ (ἦν ποτὲ ὅτε οὐκ ἦν). Ἂν ἀπαντοῦσε κάποιος ὅτι Τὸν γεννᾶ φυσικά, γιατί δὲν ὑπῆρχε ποτὲ καιρὸς ποὺ ὑπῆρχε ὁ Πατὴρ ἄνευ τοῦ Υἱοῦ (οὐκ ἦν ποτὲ ὅτε οὐκ ἦν), τότε θὰ τοῦ ἔλεγαν. Ἄρα εἶναι ἀναγκασμένος νὰ Τὸν γεννᾶ χωρὶς νὰ Τὸν θέλει, ἁπλῶς ἡ φύση Του Τὸν ἀναγκάζει νὰ Τὸν γεννήσει. Σ’ αὐτὴν τὴν δύσκολη ἐρώτηση πρῶτος ἀπάντησε ὁ μέγας Ἀθανάσιος, μὲ πολὺ ἀποτελεσματικὸ τρόπο καὶ αὐτὴν τὴν ἀπάντηση τὴν συναντᾶμε σ’ ὅλους βέβαια τοὺς Πατέρες: ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι φυσικὸς Υἱὸς καὶ ὄχι κατὰ θέληση, μήπως νομίζετε ὅτι εἶναι Υἱὸς ἀθέλητος ἀπὸ τὸν Πατέρα καί, εἶναι Υἱὸς μὴ θέλοντος τοῦ Πατρός; ὄχι βέβαια! Ἀντιθέτως εἶναι Υἱὸς ἐπιθυμητὸς καὶ ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα καί, ὅπως αὐτὸς λέγει, ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν Υἱὸν καὶ ὅλα τὰ δείχνει σ’ αὐτόν. Καὶ ὅπως ὁ Πατὴρ δὲν ἄρχισε νὰ εἶναι καλὸς ἀπὸ θέληση καὶ εἶναι καλὸς ὄχι ἐνάντια στὴν θέληση καὶ πρόθεσή Του, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς δὲν ἄρχισε νὰ ὑπάρχει ἀπὸ θέληση, δὲν ὑπάρχει ὅμως παρὰ τὴ θέληση, οὔτε ἐνάντια στὴν πρόθεσή Του. Γιατί ὅπως ἐπιθυμεῖ τὴν δική Του οὐσίαν ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς ὁμοούσιος Αὐτοῦ, δὲν εἶναι ἀνεπιθύμητος εἰς Αὐτόν. Τὸν θέλει καὶ τὸν ἀγαπᾶ ὁ Πατὴρ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ θέλειν τοῦ Θεοῦ, κάποιος ἂν σκέπτεται μὲ εὐσέβεια, δὲν πρέπει νὰ τὸ ἐννοήσει χωρὶς βούληση. Καὶ βέβαια ὁ Υἱὸς ἀγαπήθηκε καὶ θελήθηκε μὲ τὴν ἴδια θέληση ἀπὸ τὸν Πατέρα ποὺ καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀγαπᾶ καὶ θέλει καὶ τιμᾶ τὸν Πατέρα, καὶ μία εἶναι ἡ θέληση τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Ἔτσι λοιπὸν πρέπει νὰ θεωρήσουμε τὸν Πατέρα ἐν τῷ Υἱῷ. Κανένας λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ νομίζει ὅτι ἡ θέληση στὸν Θεὸ προηγεῖται ἀπὸ τὴν φύση, σύμφωνα μὲ τὸν Οὐαλεντῖνον. Ἀσφαλῶς δὲν ὑπάρχει τίποτε ἐνδιάμεσο μεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, δηλαδὴ κάτι σὰν θέληση. Γιατί βέβαια θὰ ἦταν τρελλὸς αὐτὸς ποὺ εἰσάγει μεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ θέληση καὶ σκέψη.[38]

Δηλαδὴ ὁ Μέγας αὐτὸς Πατὴρ μᾶς λέει ὅτι ἡ φύση δὲν εἶναι ἀναγκαιότητα καὶ ἐξηγεῖ τὸ γιατί. Κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ αὐθορμητισμὸς τῆς φύσεως δὲν ἐλέγχεται οὔτε καθορίζεται ἀπὸ τὴ θέληση, ἀλλὰ ὑπέρκειται τῆς θελήσεως. Ἔτσι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι ἀγαθοί, ὄχι γιατί τὸ διάλεξαν καὶ τὸ θέλησαν, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐθορμήτως, ἀνάρχως καὶ ἐλευθέρως ἡ φύση τους ἐκδηλώθηκε ἔτσι,[39] γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ δὲν ὑπάρχει ἀναγκαιότητα οὔτε στὸν Θεό, οὔτε στὸν ἄνθρωπο. Καὶ βέβαια δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἐνδιάμεση θέληση, ἀκριβῶς γιατί ἡ φύση εἶναι αὐθόρμητη, ἀλλὰ ὁ αὐθορμητισμὸς αὐτὸς τῆς φύσεως, δὲν εἶναι οὔτε κατὰ τῆς θελήσεως, οὔτε καὶ ἀκούσιος[40].

Συνεχίζοντας ὁ μέγας αὐτὸς Πατήρ, τονίζει, μὲ ἰδιαίτερο τρόπο, ὅτι κοινὴ καὶ μία εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι μία ἡ θέληση καὶ ἡ ἀγάπη, μὲ τὴν ἴδια θέληση καὶ ἀγάπη ποὺ ὁ Πατέρας ἀγαπᾶ καὶ θέλει τὸν Υἱὸν μὲ τὴν ἴδια θέληση καὶ ὁ Πατὴρ ἀγαπιέται καὶ θέλεται ἀπὸ τὸν Υἱόν. Καταλαβαίνουμε λοιπὸν ὅτι στὴν Παναγία Τριάδα δὲν ὑπάρχει ὁ ἐρῶν καὶ ὁ ἐρώμενος, δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ ἀγαπάει καὶ αὐτὸς ποὺ ἀγαπιέται. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη εἶναι κοινὴ καὶ μοναδική, μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη ποὺ ὁ Πατὴρ ἀγαπάει τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη ἀγαπιέται καὶ ἀπὸ τοὺς δύο[41]. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν καμμιὰ ἀμοιβαιότητα στὴν Παναγία Τριάδα: γι’ αὐτὸ εἶναι ἕνας ὁ Θεὸς μὲ τρία πρόσωπα ποὺ τὰ πάντα τὰ ἔχουν κοινά, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀκοινώνητα ὑποστατικὰ ἰδιώματα. Δηλαδὴ ἡ φύση εἶναι αὐθόρμητη, αὐτεξούσια (μὲ ἐλευθέρα θέληση) καὶ ἑκούσια.

Ἀργότερα ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἐπαναλάβουν αὐτὴν τὴν ἀπάντηση τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου καὶ θὰ καταλήξουν ὅτι: ὄχι μόνο ἡ θεία καὶ ἄκτιστη φύση εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ ἀναγκασμό, ἀλλὰ καὶ ἡ νοερὰ καὶ κτιστή. Καὶ αὐτὸ εἶναι φανερό. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι κατὰ φύση ἀγαθὸς κατὰ φύση δημιουργὸς καὶ κατὰ φύση Θεός, ὅλα αὐτὰ δὲν ὑπόκεινται στὴν ἀνάγκη. Ἄλλωστε ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ εἰσαγάγει στὸν Θεὸ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη;[42] καὶ ὁ Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς λέει: ἂν τὸ φυσικὸ ἦταν ἀναγκασμένο τότε καὶ ὁ Θεὸς ποὺ φυσικὰ εἶναι Θεὸς ,φυσικὰ ἀγαθὸς καὶ φυσικὰ δημιουργός, θὰ ἦταν ἀναγκασμένος νὰ εἶναι Θεὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ δημιουργός. Ἑπομένως ἂν κάποιος ἁπλῶς διανοηθεῖ νὰ πεῖ ποτὲ κάτι τέτοιο αὐτὸ συνιστᾶ ἐσχάτη βλασφημία, γιατί ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ εἰσαγάγει στὸν Θεὸ αὐτὴν τὴν ἀνάγκη;… βέβαια ὁ μακάριος Κύριλλος, στὸ τρίτο κεφάλαιο πρὸς τὶς μέμψεις τοῦ Θεοδωρήτου, μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ περιττὰ πράγματα διασαφηνίζοντας μὲ μεγάλη ἀκρίβεια ὅτι κανένα φυσικὸ δὲν εἶναι ἀκούσιο στὴν νοερὴ φύση[43]. Καὶ ὅποιος θέλει νὰ μάθει περὶ τούτου ἂς πάρει νὰ διαβάσει αὐτὸ τὸ κεφάλαιο.[44]

 

ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

Ὁ Σεβασμιώτατος Περγάμου εἰκάζει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας εἶχε τὴν ἴδια μὲ αὐτὸν τοποθέτηση, ἐσκέπτετο μὲ τὸν ἴδιο μεταπατερικό, οἰκουμενιστικὸ τρόπο -ποὺ τόσα ὀφείλει στὸν ὑπαρξισμὸ τοῦ Heidegger-. Συμπεραίνει λοιπὸν ὅτι ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἅ. Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας πίστευε ὅτι ἡ φύση εἶναι ἀναγκαστική, τότε τὸ ἄτομο θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀναγκαιότητα μὲ σκοπὸ νὰ γίνει πρόσωπον, νὰ βρεθεῖ δηλαδὴ σὲ πλέγμα σχέσεων ποὺ θὰ βεβαιώνει σὲ κάθε ἱστορικὴ στιγμὴ τὸ γεγονὸς τῆς κοινωνίας, ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου, ἀνεξαρτήτως βεβαίως ὀρθοδοξίας καὶ ὀρθοπραξίας. Αὐτὸς λοιπὸν ἦταν ὁ λόγος, πάντα κατὰ τὸν Σεβασμιώτατον Περγάμου, ποὺ “ὁ Ἰγνάτιος ἀνέπτυξε μὲ ἔμφαση τὴν θεωρία ὅτι ἡ σωτηρία καὶ ἡ πνευματικὴ ἢ αἰώνια ζωὴ πραγματοποιοῦνται καὶ βιώνονται μέσῳ τῆς πιστῆς κοινωνίας μὲ τὸ εὐχαριστιακὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σῶμα αὐτὸ μορφοῦται μέσα στὴν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συγκεντρώνει ὅλους τοὺς πιστοὺς ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ προεστῶτος, τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης, τοῦ ἐπισκόπου, ποὺ τὸν περιστοιχίζει ὁ σύλλογος τῶν πρεσβυτέρων καὶ τὸν βοηθοῦν οἱ διάκονοι. Ὁ Ἰγνάτιος διατεινόταν ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἔχει μία σχέση μὲ τὸν Θεό, τὸν χορηγὸ τῆς αἰωνίας ζωῆς, ἐκτὸς ἂν ὑπάρχει διαρκὴς συμμετοχὴ σ’ αὐτὴν τὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα καὶ ἑπομένως, ἂν ὑπάρχει ὑπακοὴ στὴν κεφαλή της, δηλαδὴ στὸν ἐπίσκοπο. Σὲ πρώτη ματιὰ οἱ ἀπόψεις αὐτὲς τοῦ Ἰγνατίου φαίνονται νὰ εἰσάγουν στὴν πραγματικότητα κάποιο εἶδος σακραμενταλισμοῦ… ὁ Ἰγνάτιος δὲν ἔβλεπε τὴν Εὐχαριστία ὡς ἕνα ἀντικείμενο ποὺ περιέχει στὴν φύση του ὑπερφυσικὲς δυνάμεις ἀθανασίας. Γι’ αὐτὸν ἡ Εὐχαριστία εἶναι κυρίως ἕνα γεγονὸς κοινωνίας, μία σύναξη… Τὸ νόημα λοιπὸν τῆς ἔκφρασης φάρμακον ἀθανασίας στὸ πλαίσιο τῆς θεολογίας τοῦ Ἰγνατίου εἶναι ὅτι ἡ αἰώνια ζωὴ δὲν πηγάζει ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο τῆς Εὐχαριστίας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴ στὸ γεγονὸς τῆς κοινωνίας, τῆς σύναξης τῆς κοινότητας. Ὑπὸ τὸ πνεῦμα αὐτὸ πρέπει νὰ καταλάβουμε καὶ τὴν ἔμφαση ποὺ δίνει ὁ Ἰγνάτιος στὸν ἐπίσκοπο, ὡς οὐσιώδη προϋπόθεση γιὰ τὴ συμμετοχὴ κάποιου στὴν αἰώνια ζωή. Ὅποιος δείχνει ἀνυπακοὴ στὸν ἐπίσκοπο, δείχνει ἀνυπακοὴ στὸν Θεὸ ἢ στὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὁ ἐπίσκοπος κάθεται στὴ θέση τοῦ Θεοῦ ἢ εἶναι ὁ τύπος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι ποὺ περιφρονοῦν τὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα καὶ τὴν κεφαλή της, τὸν ἐπίσκοπο, εἶναι ἀλαζόνες καὶ ἀποκόπτονται αὐτόματα ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἡ ἰδιαίτερη σπουδαιότητα τοῦ ἐπισκόπου ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητας, καὶ ὄχι σ’ ἕνα ἀξίωμα ποὺ κατέχει ὡς μεμονωμένο ἄτομο. Ὅπως καὶ ἡ ἴδια Εὐχαριστία τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου εἶναι ἕνα σχεσιακὸ λειτούργημα· καὶ τὰ δύο εἶναι κρίσιμης σημασίας γιὰ τὴν παρουσία τῆς ἐσχατολογικῆς κοινότητας ἐδῶ καὶ τώρα στὴν ἱστορία.”[45]

Στὴν πραγματικότητα ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας δὲν εἶχε ποτὲ ἀκούσει οὔτε γιὰ ἀναγκαιότητα φύσεως, οὔτε γιὰ σχέσεις προσώπων, οὔτε γιὰ γεγονότα κοινωνίας, οὔτε βέβαια φανταζόταν τὸν κάθε ἐπίσκοπο ἐξ αἰτίας τῆς χειροτονίας εἰς τόπον καὶ τύπον Χριστοῦ, χωρὶς νὰ εἶναι θεοφόρος ἢ χριστοφόρος. “Καί πρέπον ἐστὶ μὴ μόνον καλεῖσθαι Χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ εἶναι. Οὐ γὰρ τὸ λέγεσθαι, ἀλλὰ τὸ εἶναι μακάριον ποιεῖ. Εἴ τινες ἐπίσκοποι μὲν λέγουσι, χωρὶς δὲ αὐτοῦ πάντα ποιοῦσι· τοῖς τοιούτοις ἐρεῖ καὶ αὐτὸς ὃς καὶ ἀληθινὸς καὶ πρῶτος ἐπίσκοπος, καὶ μόνος φύσει ἀρχιερεύς. Τί μὲ καλεῖτε Κύριε, Κύριε, καὶ οὐ ποιεῖτε ἃ λέγω; Οἱ γὰρ τοιοῦτοι οὐκ εὐσυνείδητοι, ἀλλ’ εἴρωνές τινες καὶ μόρφωνες εἶναί μοι φαίνονται. Ἐπεὶ οὖν τέλος τὰ πράγματα ἔχει, καὶ πρόκειται ζωὴ ἡ ἐκ φυλακῆς, καὶ θάνατος ὁ ἐκ παρακοῆς, καὶ ἕκαστος τῶν ᾑρημένων εἰς τὸν τόπον τοῦ εὑρεθέντος μέλλει χωρεῖν, φύγωμεν τὸν θάνατον, καὶ ἐκλεξώμεθα τὴν ζωήν· δύο γὰρ λέγω χαρακτῆρας ἐν ἀνθρώποις εὑρίσκεσθαι·καὶ τὸν μὲν νομίσματος, τὸν δὲ παραχαράγματος. Ὁ Θεοσεβὴς ἄνθρωπος νόμισμά ἐστι ὑπὸ Θεοῦ χαραχθέν· ὁ ἀσεβὴς ψευδώνυμον νόμισμα κίβδηλον, νόθον, παραχάραγμα, οὐχ ὑπὸ Θεοῦ, ἀλλ’ ὑπὸ διαβόλου ἐνεργηθέν· οὐ δύο φύσεις ἀνθρώπων λέγω, ἀλλὰ τὸν ἕνα ἄνθρωπον, ποτὲ μὲν Θεοῦ, ποτὲ δὲ διαβόλου γίνεσθαι. Ἐὰν εὐσεβῆ τις ἄνθρωπος Θεοῦ ἐστι· ἐὰν δὲ ἀσεβῆ τίς, ἄνθρωπος τοῦ διαβόλου, οὐκ ἀπὸ τῆς φύσεως, ἀλλὰ ὑπὸ τῆς ἑαυτοῦ γνώμης γινόμενος”[46]. Πράγματι δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ πιστέψει στ’ αὐτιά του ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος, ἂν ἄκουγε τὸν Ζ. νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι κατὰ τὴν εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία ἐκεῖνο ποὺ μετράει εἶναι μόνο τὸ γεγονὸς τῆς κοινωνίας, ἄνευ ὀρθοδοξίας καὶ ὀρθοπραξίας. “Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου, οἱ οἰκοφθόροι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν. Εἰ δὲ οἱ τοὺς ἀνθρωπίνους οἴκους διαφθείροντες θανάτῳ καταδικάζονται, πόσῳ μᾶλλον ἡ τὴν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν νοθεύειν ἐπιχειροῦντες αἰωνίαν τίσουσιν δίκην, ὑπὲρ ἧς σταυρὸν καὶ θάνατον ὑπέμεινεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ τοῦ Θεοῦ μονογενὴς Υἱός; οὗ τὴν διδασκαλίαν ὁ ἀθετήσας, λιπανθεὶς καὶ παχυνθεὶς εἰς γέενναν χωρήσει. Ὁμοίως δὲ καὶ πᾶς ἄνθρωπος ὁ τὸ διακρίνειν παρὰ Θεοῦ εἰληφώς. Κολασθήσεται, ἀπείρῳ ποιμένι ἐξακολουθήσας καὶ ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ δεξάμενος. Τὶς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;ἢ Χριστοῦ πρὸς Βελίαρ; ἢ μερὶς πιστοῦ πρὸς ἄπιστον; ἢ ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; Φημὶ δὲ κἀγώ· Τὶς κοινωνία ἀληθείας πρὸς ψεῦδος; ἢ δικαιοσύνης πρὸς ἀδικίαν; ἢ δόξης πρὸς ψευδοδοξίαν;”[47]Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Ἰγνάτιος ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ὀρθοδοξία καὶ ὀρθοπραξία καὶ πρωτίστως ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος θὰ ἔπρεπε νὰ προηγεῖται τῶν ἄλλων ὡς πρὸς τὰ πνευματικὰ χαρίσματα, ἂν θέλει νὰ λέγεται ἐπίσκοπος καὶ ὄχι ψευδοπροφήτης. Ὁ ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος ἦταν γιὰ τὸν Ἰγνάτιον ἐγγύηση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωή, ὁ ὁποῖος προφύλαγε τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ σὰν λύκοι ἤθελαν νὰ κατασπαράξουν τὸ ποίμνιο: “Καὶ ὑμῖν δὲ πρέπει μὴ καταφρονεῖν τῆς ἡλικίας τοῦ ἐπισκόπου· ἀλλὰ κατὰ γνώμη Θεοῦ Πατρός, πᾶσαν ἐντροπὴν αὐτῷ ἀπονέμειν, καθὼς ἔγνων καὶ τοὺς ἁγίους πρεσβυτέρους, οὐ πρὸς φαινομένην ἀφορώντας νεότητα, ἀλλὰ πρὸς τὴν ἐν Θεῷ φρόνησιν· ἐπείπερ οὐχ οἱ πολυχρόνιοί εἰσι σοφοί, οὐδὲ οἱ γέροντες ἐπίστανται σύνεσιν· ἀλλὰ πνεῦμά ἐστιν ἐν βροτοῖς. Δανιὴλ μὲν γὰρ ὁ σοφός, δωδεκαετὴς γέγονε κάτοχος τῷ θείῳ Πνεύματι, καὶ τοὺς μάτην τὴν πολιὰν φέροντας πρεσβύτας, συκοφάντας καὶ ἐπιθυμητὰς ἀλλοτρίου κάλλους ἀπήλεγξε· Σαμουὴλ δὲ παιδάριον ὂν μικρόν, τὸν ἐννενηκονταετῆ Ἠλεὶ διελέγχει, τοῦ Θεοῦ προτετιμηκότα τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας· ὡσαύτως καὶ Ἰερεμίας ἀκούει πρὸς τοῦ Θεοῦ. Μὴ λέγε ὅτι νεώτερός εἰμι. Σολομῶν δέ, καὶ Ἰωσίας· ὁ μὲν δωδεκαετὴς βασιλεύσας, τὴν φοβερὰν ἐκείνην καὶ δυσερμήνευτον ἐπὶ ταῖς γυναιξὶ κρίσιν ἕνεκα τῶν παίδων ἐποιήσατο· ὁ δὲ ὀκταετὴς ἄρξας τοὺς βωμοὺς καὶ τὰ τεμένη κατέρριπτε καὶ τὰ ἄλση κατεπίμπρα· δαίμονι γὰρ ἦν, ἀλλ’ οὐ Θεῷ ἀνακείμενα· καὶ τοὺς ψευδιερεῖς κατέσφαττεν ὡς ἂν φθορέας καὶ ἀπατεῶνας ἀνθρώπων, ἀλλ’ οὐ θειότητος λατρευτάς· τοιγαροῦν οὐ τὸ νέον εὐκαταφρόνητον, ὅτ’ ἂν Θεῷ ἀνακείμενον ἦ· ἀλλ’ ὁ τὴν γνώμην μοχθηρὸς κἄν πεπαλαιωμένος ἢ ἡμερῶν κακῶν. Νέος ἦν ὁ χριστοφόρος Τιμόθεος· ἀλλὰ ἀκούσατε οἷα γράφει αὐτῷ ὁ διδάσκαλος· Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω, ἀλλὰ τύπος γένου τῶν πιστῶν, ἐν λόγῳ ἐν ἀναστροφῇ. Πρέπει οὖν ἐστι καὶ ὑμᾶς ὑπακούειν τῷ ἐπισκόπῳ ὑμῶν, καὶ κατὰ μηδὲν αὐτῷ ἀντιλέγειν· οὐ γὰρ τουτονὶ τὸν βλεπόμενον πλανᾶ τις, ἀλλὰ τὸν ἀόρατον παραλογισθῆναι. Τὸ δὲ τοιοῦτο οὐ πρὸς ἄνθρωπον, ἀλλὰ πρὸς Θεὸν ἔχει τὴν ἀναφοράν. Τῷ γὰρ Σαμουὴλ λέγει ὁ Θεός· οὐ σὲ παρελογίσαντο, ἀλλ’ ἐμέ. Καὶ Μωσής φησιν· οὐ γὰρ καθ’ ἡμῶν ὁ γογγυσμός, ἀλλὰ κατὰ Κυρίου τοῦ Θεοῦ. Οὐδεὶς ἔμεινεν ἀτιμώρητος, ἐπαρθεὶς κατὰ τῶν κρειττόνων… Χρὴ οὖν καὶ ὑμᾶς αἰδεῖσθαι τοὺς κρείττονας”[48].

Εἶναι λογικὸν λοιπόν, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Ἰγνάτιος στὸ κείμενο ποὺ παραθέσαμε, ὅτι, σ’ ἕνα ἐπίσκοπο ποὺ ἔχει τὴν ὀρθόδοξον πίστιν καθὼς καὶ πράττει τὰ τοῦ Χριστοῦ, σ’ ἕνα ἐπίσκοπον ὁ ὁποῖος δὲν ζεῖ κατὰ τὸ γνωμικό του θέλημα, ἀλλὰ ζεῖ ἐν αὐτῷ ὁ Κύριος, ἀνεξαρτήτως ἡλικίας, ὑπερέχοντας τῶν πιστῶν (κρείττων) καὶ ὁδηγώντας αὐτούς, θὰ πρέπει πάντες οἱ χριστιανοὶ νὰ ὑπακούουν χωρὶς καμμία ἀμφιβολία, γιὰ νὰ γίνουν σὰν καὶ αὐτὸν “θεοφόροι, πνευματοφόροι, ναοφόροι, ἁγιοφόροι κατὰ πάντα κεκοσμημένοι ἐν ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Θεοῦ, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν, δι’ οὗς ἀγαλλιώμενος ἠξιώθην, δι’ ὧν γράφω προσομιλῆ­σαι τοῖς ἁγίοις τοῖς οὖσιν ἐν Ἐφέσῳ, τοῖς πιστοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Χαίρω οὖν ἐφ’ ἡμῖν, ὅτι μὴ τῇ ματαιότητι προσέχετε οὐδὲν κατὰ σάρκα ἀγαπᾶτε, ἀλλὰ κατὰ Θεόν”[49]. Ποτὲ ὁ Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας καὶ ποτὲ κανεὶς Πατὴρ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας δὲν ζητοῦσαν ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο νὰ ὑπακούσει σὲ αἱρετικὸ ἐπίσκοπον. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ δὲν κατάλαβε ὁ ἐκλιπὼν Μητροπολίτης εἶναι ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι δὲν ἐξαλείφθησαν, ὑπάρχουν ἀκόμη τὴν σήμερον καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ θεωρεῖται ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος καὶ νὰ ἀσπάζεται μὲ εὐλάβεια τὴν δεξιὰν τοῦ πάπα, ἵνα λάβη ἐξ αὐτοῦ τὴν σωτηρίαν, ἐπειδὴ τὸν θεωρεῖ ἐπίσκοπον καὶ μάλιστα παγκόσμιον πρῶτον, μὴ δυνάμενον νὰ πέσει εἰς αἵρεσιν, καθάπερ καὶ ὁ καθ’ ἡμᾶς Πρῶτος, κατὰ τὴν ζηζιούλιον θεωρίαν, ὁ Πατριάρχης τῆς Νέας Ρώμης: “Μὴ πλανᾶσθε ταῖς ἑτεροδοξίαις, μηδὲ μύθοις ἐνέχετε, καὶ γενεαλογίαις ἀπεράντοις καὶ Ἰουδαϊκοῖς τύφοις. Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα. Εἰ γὰρ μέχρι νῦν κατὰ νόμον Ἰουδαϊκὸν καὶ περιτομὴν σαρκὸς ζῶμεν, ἀρνούμεθα τὴν χάριν εἰληφέναι. Οἱ γὰρ θειότατοι προφῆται κατὰ Ἰησοῦν Χριστὸν ἔζησαν διὰ τοῦ­το καὶ ἐδιώχθησαν, ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τῆς χάριτος εἰς τὸ πληροφορηθῆναι τοὺς ἀπειθοῦντας ὅτι εἷς Θεὸς ἐστι ὁ παντοκράτωρ, ὁ φανερώσας ἑαυτὸν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ, ὅς ἐστι αὐτοῦ Λόγος, οὐ ρητός, ἀλλ’ οὐσιώδης· οὐ γάρ ἐστι λαλιᾶς ἐνάρθρου φώνημα, ἀλλ’ ἐνεργείας θεϊκῆς οὐσίας γεννητὴ ὃς πάντα κατευαρέστησε τῷ πέμψαντι αὐτόν”[50], καὶ συνεχίζει: “Ἐάν τις Θεὸν νόμου καὶ προφητῶν κηρύττῃ ἕνα, Χριστὸν δὲ ἀρνῇται Υἱὸν εἶναι Θεοῦ, ψεύτης ἐστίν, ὡς καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ὁ διάβολος, καὶ ἐστὶν ὁ τοιοῦτος τῆς κάτω περιτομῆς ψευτοϊουδαῖος. Ἐὰν τὶς ὁμολογῆ Χριστὸν Ἰησοῦν Κύριον, ἀρνῆται δὲ τὸν Θεὸν τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν οὐκ εἶναι λέγων τὸν οὐρανοῦ καὶ γῆς ποιητήν, Πατέρα τοῦ Χριστοῦ· ὁ τοιοῦτος ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἔστηκεν, ὡς καὶ ὁ Πατὴρ αὐτοῦ ὁ διάβολος, καὶ ἔστιν ὁ τοιοῦτος Σίμωνος τοῦ Μάγου, ἀλλ’ οὐ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μαθητής. Ἐάν τις λέγῃ μὲν ἕνα Θεόν, ὁμολογῇ δὲ καὶ Χριστὸν Ἰησοῦν ψιλὸν δὲ ἄνθρωπον εἶναι νομίζῃ τὸν Κύριον, οὐχὶ Θεὸν μονογενῆ, καὶ σοφίαν, καὶ Λόγον Θεοῦ, ἀλλ’ ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος αὐτὸν μόνον εἶναι νομίζῃ· ὁ τοιοῦτος ὄφις ἐστίν, ἀπάτην καὶ πλάνην κηρύττων ἐπ’ ἀπωλείᾳ ἀνθρώπων· καὶ ἔστιν ὁ τοιοῦτος πένης τὴν διάνοιαν, ὡς ἐπικαλεῖται Ἐβίων. Ἐάν τις ταῦτα ὁμολογῇ, φθορὰν δὲ καὶ μολυσμὸν καλῇ τὴν νόμιμον μίξιν, καὶ τὴν τῶν παίδων γέννεσιν, ἢ τινὰ τῶν βρωμάτων βδελυκτά· ὁ τοιοῦτος ἔνοικον ἔχει τὸν δράκοντα τὸν ἀποστάτην. Ἐάν τις Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα ὁμολογῇ, καὶ τὴν κτίσιν ἐπαινῇ, δόκησιν δὲ λέγῃ τὴν ἐνσωμάτωσιν, καὶ τὸ πάθος ἐπαισχύνεται· ὁ τοιοῦτος ἤρνηται τὴν πίστιν οὐχ ἧττον τῶν χριστοφόνων Ἰουδαίων. Ἐάν τις ταῦτα μὲν ὁμολογῇ, καὶ ὅτι Θεὸς Λόγος ἐν ἀνθρωπίνῳ σώματι κατῴ­κει, ὤν ἐν αὐτῷ ὁ Λόγος, ὥσπερ καὶ ψυχὴ ἐν σώματι, διὰ τὸ ἔνοικον εἶναι Θεόν, ἀλλ’ οὐχὶ ἀνθρωπείαν ψυχήν· λέγῃ δὲ τὰς παρανόμους μίξεις ἀγαθόν τι εἶναι, καὶ τέλος εὐδαιμονίας ἡδονὴν τίθηται· οἷος ὁ ψευδώνυμος Νικολαΐτης· οὗτος οὔτε φιλόθεος, οὔτε φιλόχριστος εἶναι δύναται ἀλλὰ φθορεὺς τῆς οἰκείας σαρκός, καὶ διὰ τοῦτο τοῦ ἁγίου Πνεύματος κενός, καὶ τοῦ Χριστοῦ ἀλλότριος. Οἱ τοιοῦτοι πάντες, στῆλαί εἰσι καὶ τάφοι νεκρῶν· ἐφ’ οἷς γέγραπται μόνον ὀνόματα νεκρῶν ἀνθρώπων. Φεύγετε οὖν τὰς κακοτεχνίας, καὶ ἐνέδρας τοῦ Πνεύματος τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τοῦ αἰῶνος τούτου, μήποτε οἱ θλιβέντες ἐξασθενήσητε ἐν τῇ ἀγάπῃ· ἀλλὰ πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ γίγνεσθε ἐν ἀμερίστῳ καρδίᾳ καὶ ψυχῇ θελούσῃ, σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῦντες, [51] πάντοτε τὰ αὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν δοξάζοντες, ἔν τε ἀνέσει, καὶ κινδύνοις, καὶ ἐν λύπαις, καὶ ἐν χαρμοναῖς».[52]

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ὁ ἐκλιπὼν Σεβασμιώτατος Περγάμου στὴν προσπάθειά του νὰ ἀναδείξει ὡς κατ’ ἐξοχὴν ὀρθόδοξον, τὴν εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία τοῦ πρωτείου, ἀπορρίπτει ὡς αἱρετικὴ τὴν ἀσκητικὴ ἐκκλησολογία καὶ ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ ὑπάρξει σωτηρία ἄνευ τῆς σωτηριώδους χειρὸς τοῦ Πρώτου.[53] Κατὰ συνέπεια σύμφωνα μὲ τὸν Ζηζιούλα ὅποιος δὲν κοινωνεῖ μὲ τὸν Πρῶτον τίθησιν ἑαυτὸν ἐκτὸς Ἐκκλησίας: ὁ ἐπίσκοπος ὡς Πρῶτος, ὁ Πρῶτος τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὁ Καθολικὸς Πρῶτος, ἀνεξαρτήτως ὀρθοδοξίας καὶ ὀρθοπραξίας, ἀποτελεῖ τὴν πλέον οὐσιώδη προϋπόθεση γιὰ τὴν συμμετοχὴ κάποιου στὴν αἰώνια ζωή, γιατί ἄνευ αὐτῆς δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ γεγονὸς τῆς κοινωνίας, ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξη[54]: «Ὅποιος δείχνει ἀνυπακοὴ στὸν ἐπίσκοπο, δείχνει ἀνυπακοὴ στὸν Θεὸ ἢ στὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὁ ἐπίσκοπος κάθεται στὴ θέση τοῦ Θεοῦ ἢ εἶναι ὁ τύπος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι ποὺ περιφρονοῦν τὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα καὶ τὴν κεφαλή της, τὸν ἐπίσκοπο, εἶναι ἀλαζόνες καὶ ἀποκόπτονται αὐτόματα ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἡ ἰδιαίτερη σπουδαιότητα τοῦ ἐπισκόπου ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητας, καὶ ὄχι σ’ ἕνα ἀξίωμα ποὺ κατέχει ὡς μεμονωμένο ἄτομο».[55] Αὐτὸ ὅμως, ὅπως εἴδαμε, ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τοὺς Πατέρες καὶ τὸν Ἰγνάτιον Ἀντιοχείας, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν μόνον τὸν ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο ὡς ἀληθῆ ἐπίσκοπον καὶ ὄχι τὸν κάθε ἐπίσκοπον ἐξαιτίας τῆς χειροτονίας του[56]. Ὁ ἐπίσκοπος ὡς πρόσωπον, ἀνεξαρτήτως πίστεως, καὶ πλήρως ἀπελευθερωμένος ἐκ τῆς ἀναγκαιότητος τῆς φύσεώς του, δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ πραγματοποιήσει τὸ γεγονὸς τῆς κοινωνίας-ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Ζ., γιατί ἡ κοινωνία εἰς τὴν ὁποίαν ἀνεφέροντο οἱ Πατέρες καὶ ὁ Ἰγνάτιος δὲν εἶναι κοινωνία προσώπων, ἀλλὰ κατὰ χάριν κοινωνίαν μετὰ τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.

Κατὰ συνέπεια, ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία θεώσεως, ἀλλὰ καὶ τὸ θεραπευτήριον, ὅπου διὰ τῆς ὑπακοῆς εἰς τοὺς χαρισματικοὺς ἐπισκόπους θεραπεύει καὶ ὁδηγεῖ τὸν κάθε πιστὸ μὲ ἀσφάλεια εἰς τὸν Χριστόν, τὸν μόνον ἱκανὸ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπον. Τὴν κατὰ χάριν κοινωνίαν μετὰ τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ὁ Ζ. τὴν ἀπορρίπτει ὡς αἱρετικὴ -ἀπορρίπτοντας ὅλους τοὺς Πατέρες καὶ Οἰκουμενικὲς συνόδους- γιατί ἡ φύση κατ’ αὐτὸν δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μία ἀναγκαιότητα ποὺ τὸ ἄτομο θὰ πρέπει νὰ ξεπεράσει, γιὰ νὰ γίνει πρόσωπον καὶ νὰ βρεθεῖ σὲ ἕνα ἀδιάκοπο πλέγμα σχέσεων. Ὡς συνέπεια αὐτοῦ τοῦ τρόπου σκέψεως ἡ φύση καταργεῖται καὶ τὰ πρόσωπα -κτιστὰ καὶ ἄκτιστα- διαθέτουν τὸ καθένα ἀπὸ μία δική τους θέληση, ἐλευθερία καὶ ἐνέργεια καὶ μποροῦν ἀπ’ εὐθείας νὰ κοινωνοῦν ἄνευ τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν. Ἐδῶ βλέπουμε πιὰ ξεκάθαρα ὅτι ἂν υἱοθετηθεῖ ἡ “Ζηζιούλιος” θεώρησις τότε καταργεῖται ἕνα δόγμα σημαντικὸ γιὰ τοὺς Πατέρες ποὺ βάσει αὐτοῦ τοῦ δόγματος πολέμησαν ὅλες τὶς αἱρέσεις.

Οἱ Πατέρες ἰσχυρίζοντο ὅτι στὴν Παναγία Τριάδα ὑπάρχουν τὰ φυσικὰ καὶ τὰ ὑποστατικά, ἢ μὲ ἄλλα λόγια τὰ κοινὰ καὶ τὰ ἀκοινώνητα ἢ ἀλλοιῶς οἱ ἑνώσεις καὶ οἱ διακρίσεις. Στὴν Παναγία Τριάδα, κατὰ πρῶτον, ἐπειδὴ δὲν ἐφαρμόζουμε τὴν φιλοσοφικὴ μέθοδο καὶ δὲν κάνουμε ὀντολογία, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ὑπάρξει μία ὀντολογικὴ προτεραιότητα τῶν ἑνώσεων ἔναντι τῶν διακρίσεων ἢ τῶν διακρίσεων ἔναντι τῶν ἑνώσεων. Κατὰ δεύτερον γιὰ κάθε τι ποὺ ἀναφερόμαστε στὴν Παναγία Τριάδα, (δόξα, βασιλεία, μεγαλοπρέπεια καὶ πολλὰ ἄλλα παρόμοια) πρέπει νὰ δοῦμε ποῦ ἀνήκει. Οἱ περιπτώσεις εἶναι δύο: ἢ θὰ ἀνήκει στὰ φυσικὰ-κοινὰ-ἑνώσεις ἢ θὰ ἀνήκει στὰ ὑποστατικὰ-ἀκοινώνητα-διακρίσεις. Ποιὰ εἶναι ἡ διαφορά; Ἂν ἀνήκει στὰ φυσικὰ-κοινὰ-ἑνώσεις τότε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἀνήκει καὶ στὰ τρία πρόσωπα, ἂν ὅμως ἀνήκει στὰ ὑποστατικὰ-ἀκοινώνητα-διακρίσεις, τότε ἀνήκει μόνο σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία καὶ τὰ ὑπόλοιπα δύο δὲν τὸ ἔχουν. Ἂς πάρουμε ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε. Τὸ ἐκπορεύειν ποῦ ἀνήκει; Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ἀνήκει στὰ φυσικὰ-κοινὰ-ἑνώσεις, τότε θὰ τὸ ἔχουν κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὰ τρία πρόσωπα. Ἀλλὰ ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι τὸ ἔχει μόνο ὁ Πατήρ, εἶναι μία ὑποστατικὴ ἰδιότης τοῦ Πατρὸς καὶ δὲν κοινωνεῖται, οὔτε στὸν Υἱὸ οὔτε στὸ Πνεῦμα. Ἄρα τὸ ἐκπορεύειν ἀνήκει στὰ ὑποστατικὰ-ἀκοινώνητα, εἶναι μία ὑποστατικὴ ἰδιότης τοῦ Πατρός. Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπο μποροῦμε νὰ ἐρωτήσουμε, τὸ πέμπειν ποῦ ἀνήκει; Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ἀνήκει στὰ ὑποστατικὰ σὲ ποιὰ ὑπόσταση θὰ ἀναφερθεῖ; Στὸν Πατέρα; Ἀλλὰ ἂν τὸ πέμπειν ἀνήκει στὸν Πατέρα, πρωτίστως θὰ ἦταν συνώνυμο τοῦ ἐκπορεύειν καὶ κατὰ δεύτερον θὰ ἀνῆκε στὰ ὑποστατικὰ-ἀκοινώνητα ἑπομένως ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἀποκλείονται. Ἂν αὐτὸ ἦταν ἀλήθεια θὰ σήμαινε ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα δὲν μποροῦν νὰ ἀποστείλουν τὸ Πνεῦμα, πρᾶγμα ἀδύνατον. Κατὰ συνέπεια τὸ πέμπειν ἀνήκει στὰ κοινὰ-ἑνώσεις-φυσικὰ (εἶναι κοινὴ ἐνέργεια τοῦ Πατρός, Υἱοῦ καὶ Πνεύματος) ποὺ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο διαθέτουν καὶ οἱ τρεῖς. Ἑπομένως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, νοούμενο ὄχι ὡς ἡ Ὑπόστασις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ ὡς ἡ κοινὴ τῶν τριῶν ὑποστάσεων ἄκτιστος Ἐνέργεια, τὸ ἀποστέλλει ὁ Πατήρ, τὸ ἀποστέλλει ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἀποστέλλει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἐπειδὴ ἀνήκει στὰ κοινά. Ὁ Αὐγουστῖνος καὶ οἱ Λατῖνοι δὲν μπόρεσαν νὰ καταλάβουν αὐτὸ τὸ δόγμα τῶν Πατέρων γι’ αὐτὸ συγχέουν τὸ ἐκπορεύειν μὲ τὸ πέμπειν καὶ δημιουργοῦν τὴν αἵρεση τοῦ Filioque.

Ἐκκλησιολογία, Τριαδολογία καὶ Χριστολογία ἀλλοιώνονται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπὸ τὸν ἐκλιπόντα Σεβασμιώτατον Περγάμου, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ τὴν ὀρθόδοξον παράδοσιν εἰς μίαν μεταπατερικὴ ἐποχὴ ποὺ δὲν ἔχει τίποτε τὸ κοινὸ μὲ αὐτὸ ποὺ μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ἀπὸ τοὺς Πατέρας ὡς ὀρθοδοξία.

Σήμερον ποὺ τόσο πολλὰ ἐπαινετικὰ λόγια γράφονται ἀπὸ “συστημικές” γραφίδες γιὰ τὸν ἐκλιπόντα Περγάμου, συμφώνως πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς σημερινῆς –ἀποδομητικῆς– ἐποχῆς, τὸ γεγονὸς παραμένει ὅτι ἤδη ἔχει συναντηθεῖ μὲ τὸν θάνατο ὁ Μητροπολίτης Περγάμου καὶ βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ, γιὰ νὰ δώσει λόγο τῶν πράξεων, ἀλλὰ καὶ τῶν δογμάτων αὐτοῦ, τὰ ὁποῖα παρέσυραν –καὶ δυστυχῶς– θὰ παρασύρουν ἀνθρώπους εἰς τὴν αἵρεσιν. Ἄνοιξε τοὺς ἀσκοὺς τοῦ Αἰόλου (μᾶλλον, τοῦ Διαβόλου) καὶ καλλιέργησε ἕνα πνεῦμα θεολογικῆς ἐλευθεριότητος, ποὺ ὁ κάθε “θεολογῶν” μπορεῖ νὰ βλασφημεῖ κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων αὐτοῦ, καὶ ὅλο αὐτὸ νὰ ὀνομάζεται “θεολογία”. Ἀλλὰ δὲν θὰ πρέπει ποτὲ νὰ ξεχνιέται ὅτι ὅλες οἱ αἱρέσεις ἀπέθαναν, ἀργὰ ἢ γρήγορα, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἱδρυτοῦ των καὶ ἐν προκειμένῳ δὲν πρόκειται νὰ ὑπάρξει ἐξαίρεση…

Ἂς τὸν συγχωρέσει ὁ Θεός, γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ἀλαζονεία, τὸ θεμελιωδέστερο ἐκ τῶν παθῶν, ποὺ ὁδηγεῖ μακρὰν τοῦ Θεοῦ, ἕως καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀγγέλους…

* Γράφει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής·  Ὁ μὲν οὖν Σεβῆρος οὕτως ἔχων περὶ Χριστοῦ τοῖς οἰκείοις συντέθνηκε δόγμασιν. PG 91,  572 Β  Ἢ  στὸ βιβλίο ἡ θεολογία τῆς φύσεως σελίδα 204 μετάφραση Πετροπoύλου Ἠλία Ἐπιμέλεια Μαξίμου Λαυριώτη  Ἐκδόσεις Ἁρμὸς Ἐπιστολὴ ιε΄/ Ἁγίου Μαξίμου ὁμολογητοῦ περὶ κοινοῦ καὶ ἰδίου τουτέστιν οὐσίας καὶ ὑποστάσεως  πρὸς Κοσμᾶν τὸν θεοφιλέστατον διάκονον Ἀλεξανδρείας  PG 91 544 C12-576 D6.

Σημειώσεις:       

[36] Βλέπε ἄνωθεν σελίδα 9. [37] antifono.gr Published: Monday, 11 October 2010. 08:00. σελίδα 309. [38] Μέγας Ἀθανάσιος Κατὰ Ἀρειανῶν III ( PG 26 , 461-464, 66 C-A ) «Ἄρ’ οὖν ἐπεὶ φύσει καὶ μὴ ἐκ βουλήσεώς ἐστιν ὁ Υἱός, ἤδη καὶ ἀθέλητός ἐστι τῷ Πατρί, καὶ μὴ βουλομένου τοῦ Πατρὸς ἐστιν ὁ Υἱός; Οὐμενοῦν ἀλλὰ καὶ βουλόμενός ἐστι ὁ Υἱὸς παρὰ τοῦ Πατρὸς καί, ὡς αὐτὸς φησιν, Ὁ Πατὴρ φιλεῖ τὸν Υἱὸν καὶ πάντα δείκνυσιν αὐτῷ. Ὡς γὰρ τὸ εἶναι ἀγαθὸς οὐκ ἐκ βουλήσεως μὲν ἤρξατο, οὐ μὴ ἀβουλήτως καὶ ἀθελήτως ἐστὶν ἀγαθός· ὃ γάρ ἐστι, τοῦτον καὶ θελητὸν ἐστι αὐτῷ· οὕτω καὶ τὸ εἶναι τὸν Υἱόν, εἰ καὶ μὴ ἐκ βουλήσεως ἤρξατο, ἀλλ’ οὐκ ἀθέλητον, οὐδὲ παρὰ γνώμην ἐστὶ αὐτῷ. Ὥσπερ γὰρ τῆς ἰδίας ὑποστάσεώς ἐστι θελητής, οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς ἴδιος ὤν αὐτοῦ τῆς οὐσίας, οὐκ ἀθέλητός ἐστι αὐτῷ. Θελέσθω καὶ φιλείσθω τοίνυν ὁ Υἱὸς παρὰ τοῦ Πατρός· καὶ οὕτω τὸ θέλειν καὶ τὸ μὴ ἀβούλητον τοῦ Θεοῦ τὶς εὐσεβῶς λογιζέσθω. Καὶ γὰρ ὁ Υἱὸς τῇ θελήσει ᾗ θέλεται παρὰ τοῦ Πατρός, ταύτῃ καὶ αὐτὸς ἀγαπᾶ καὶ θέλει καὶ τιμᾶ τὸν Πατέρα· καὶ ἕν ἐστι θέλημα τὸ ἐκ Πατρὸς ἐν Υἱῷ, ὡς καὶ ἐκ τούτου θεωρεῖσθαι τὸν Υἱὸν ἐν τῷ Πατρί, καὶ τὸν Πατέρα ἐν τῷ Υἱῷ. Μὴ μέντοι κατὰ Οὐαλεντῖνον προηγουμένην τις βούλησιν ἐπεισαγέτω· μηδὲ μέσον τις ἑαυτὸν ὠθείτω τοῦ μόνου Πατρὸς πρὸς τὸν μόνον Λόγον, προφάσει τοῦ βουλεύεσθαι. Μαίνοιτο γὰρ ἄν τις μεταξὺ τιθεὶς Πατρὸς καὶ Υἱοῦ βούλησιν καὶ σκέψιν”. [39] “Ὅμοιον γὰρ ὡς εἰ ἐλέγετο. Ἠδύνατο καὶ μὴ εἶναι ἀγαθὸς ὁ Πατήρ. Ἀλλ’ ὥσπερ ἀγαθὸς ἀεὶ καὶ τῇ φύσει, οὕτως ἀεὶ γεννητικὸς τῇ φύσει ὁ Πατήρ.” Μέγας Ἀθανάσιος Κατὰ Ἀρειανῶν III (PG 26 , 464, 66 Β). [40] “Ὡς γὰρ καὶ ἐπὶ τοῦ ἀπαυγάσματος ἄν τις εἴποι καὶ τοῦ φωτός, ὅτι τὸ ἀπαύγασμα οὐκ ἔχει μὲν βούλησιν προηγουμένην ἐν τῷ φωτί· ἔστι δὲ φύσει αὐτοῦ γέννημα θελόμενον παρὰ τοῦ φωτός του καὶ γεννήσαντος αὐτό, οὐκ ἐν σκέψει βουλήσεως, ἀλλὰ φύσει καὶ ἀληθείᾳ· οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ ὀρθῶς ἂν τις εἴποι, ὅτι ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ καὶ θέλει τὸν Υἱὸν καὶ ὁ Υἱὸς ἀγαπᾶ καὶ θέλει τὸν Πατέρα”. Μέγας Ἀθανάσιος Κατὰ Ἀρειανῶν III (PG 26 , 464, 66 C). [41] βλέπε ἀνωτέρω σημείωσιν 35 ὅπου ὁ Μέγας Ἀθανάσιος μᾶς ἀναφέρει ὅτι ἡ ἀγάπη Πατρὸς καὶ Υἱοῦ εἶναι φυσικὴ καὶ μία. [42] Ἰω. Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς ὀρθοδόξου πίστεως, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη 1989 σελίδα 269. [43] Κύριλλος. Apologeticus contra Theodoretum pro XII capitibus, III, PG 76, 401D. [44] Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Disputatio cum Pyrrho, Διάλογος μετὰ Πύρρου PG 91, 293-296. Ἐδῶ ὁ Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα στὴν Χριστολογία καὶ θεολογία τοῦ Σεβασβιωτάτου Περγάμου. [45] Ἰωάννης Ζηζιούλας Α. Ἐκκλησιολογικὰ Μελετήματα. Ἐκδόσεις Δόμος. Ἀθήνα 2016. Ἄρθρο. Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ. Κεφ. Τὸ Βάπτισμα καὶ ἡ Εὐχαριστία. Σελὶς 157 158. [46] Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Ἐπιστολὴ πρὸς Μαγνησίους PG 5 ,761,764 ΙV,V. [47] Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους, PG 5, 749, XVI. [48] Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Ἐπιστολὴ πρὸς Μαγνησίους, PG 5, ΙΙΙ 757, 760, 761. [49] Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους, PG 5, 741. [50] Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Ἐπιστολὴ πρὸς Μαγνησίους, PG 5 ,765 VIII. [51] Ἐδῶ ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ κάνει μία σύγκριση τῶν λεγομένων τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου μετὰ τῶν λεγομένων τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου, ἂν κοιτάξει τὴν σελίδα 2 ἄνωθεν, ὅπου ὑπάρχει παραπομπὴ τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζεται: Ἡ φύσις ὅμως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαχθῆ ἡ ταυτότης αὐτῆς βασιζόμενοι στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως. [52] Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Ἐπιστολὴ πρὸς Φιλαδελφεῖς, PG 5 829, 832 Ι. [53] Ἄρα μόνο κτιστὴ σωτηρία εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ οὔτε ὑπάρχουν ἄκτι