Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ ΚΑΘΗΚΟΝ

 

π. Βαρνάβα Λαμπρόπουλου

εντεταλμένου της Ι. Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης

   Στο Γεροντικό1 διαβάζουμε για κάποιον αββά Ιάκω­βο, ο οποίος ζούσε σε μία σκήτη με δύο εκκλησίες. Την μία την είχαν οι ορθόδοξοι και την άλλη οι αιρετικοί «αποσχισταί». Ο αββάς Ιάκωβος κοινωνούσε στην εκκλησία των ορθοδόξων. Επειδή όμως είχε τη χάρη της ταπεινοφροσύνης τον αγαπούσαν όλοι, και ήθελαν όλοι να τον έχουν με το μέρος τους. Πήγαιναν οι ορθόδοξοι και του έλεγαν: «Πρόσεξε, αββά Ιάκωβε, μη σε απατήσουν οι αιρετικοί και σε ελκύσουν εις την κοινωνίαν αυτών». Πήγαιναν και οι αιρετικοί και του έλεγαν: «Αν κοινωνείς, αββά, με τους διφυσίτες, θα χάσεις την ψυχήν σου».

Ο καημένος ο π. Ιάκωβος, «ακέραιος ων και στενωθείς εκ των λεγομένων αυτώ εξ αμφοτέρων», βρέθηκε σε απορία. Και επειδή ήξερε ότι χωρίς την αλήθεια της πίστεως όλοι οι ασκητικοί του αγώνες θα πάνε χαμένοι, ότι δηλαδή η ορθή πίστη είναι το θεμέλιο της πνευμα­τικής ζωής, κλείστηκε στο κελλί του. Ντύθηκε τα εντάφια σάβανά του και κάνοντας αυστηρή νηστεία άρχισε να παρακαλεί τον Θεό να του αποκαλύψει ποιοι έχουν την αλήθεια. Και τόσο εξαντλήθηκε από τη νηστεία, που δεν μπορούσε να σηκωθή από το έδαφος. Σαράντα μέρες έμεινε σ’ αυτήν την κατάσταση. Τότε του παρουσιάζεται ο Χριστός και τον ρωτάει τι θέλει· Ο άγιος του απάντησε: «Δέσποτα, συ γνωρίζεις τι μου συμβαίνει». Και του εξέθεσε το πρόβλημά του. Και ο Χριστός του απάντησε: «Όπου ει, καλώς ει». (Όπου είσαι, καλά είσαι). Και αμέσως βρέθηκε ο αββάς προ των θυρών της αγίας Εκ­κλησίας των ορθοδόξων.

Δεν ξέρουμε αν και στη σημερινή εποχή θα χρησιμο­ποιούσε ο Χριστός την ίδια ποιμαντική, φέροντας τον γέροντα στην πόρτα μιας ορθόδοξης εκκλησίας. Είναι πλέον κοινό μυστικό ότι, το να βρεθή κάποιος έξω ή και μέσα σε μια ορθόδοξη εκκλησία, δεν αποτελεί εγγύηση ότι κατάλαβε που βρίσκεται η αλήθεια. Δεν πρέπει πια «να κοιμόμαστε από αυτό το πλευρό».

   Θα πρέπει πάντοτε να μας κρατάει σε εγρήγορση και αγωνία, αυτό που τόσο συχνά επαναλάμβανε ο μακαρι­στός π. Αντώνιος· ότι, δηλαδή, οι νεοφανείς αιρέσεις δεν έχουν σκοπό να αδειάσουν τις εκκλησίες μας. Δεν τους απασχολεί τόσο, το να μειώσουν τον αριθμό των εκκλησιαζομένων. Βασικός τους στόχος είναι το να δια­στρέφουν το φρόνημα των πιστών μας. Και να τους αφήσουν μέσα στις εκκλησίες μας με την ολέθρια ψευ­δαίσθηση ότι όλες οι θρησκείες το ίδιο είναι, ότι όλες οδηγούν στον ίδιο «Θεό», ο οποίος τελικά είναι (αυτό δεν το λένε καθαρά) ο αυτο-θεοποιημένος άνθρωπος· ο αυτόνομος άνθρωπος· ο άνθρωπος που νόμισε ότι κατάφερε να γίνει «Θεός» χωρίς τον Θεό.

Γι’ αυτό, ας το επαναλάβουμε, δεν θα ήταν ποιμαντι­κά σωστό — ιδιαίτερα σήμερα — να συστήσουμε σε κά­ποιον που ψάχνει για την αλήθεια, να μιμηθή το παρά­δειγμα του αββά Ιακώβου. Σήμερα παντού (και όχι μόνο στα εθνικά θέματα) απειλούμεθα από τη μόδα των «γκρίζων ζωνών» και των μεθοδευμένων συγχύσεων.

Επομένως, απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση, επαρ­κής κατάρτιση και συντονισμένη ποιμαντική δράση, ώστε η Μία, Αγία και Καθολική Εκκλησία να οριοθετεί σωστά και με σαφήνεια την Μία άπαξ παραδοθείσα Αλήθεια.

Το πρωταρχικό καθήκον του Ποιμένας το όρισε ο Αρχιποιμήν Χριστός, όταν εδικάζετο υπό του Πιλάτου. Όταν ο Πιλάτος τον ερώτησε: «Ουκούν βασιλεύς ει συ;» ο Χριστός απάντησε: «Εγώ εις τούτο γεγέννημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία» (Ιω. 18, 37).

Το ίδιο αποκάλυψε και στην συναγωγή της Ναζαρέτ, όταν διάβασε το γνωστό χωρίο από το βιβλίο του Ησαΐα: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ ου είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4, 18-19). Και εδώ, ο ευαγγελισμός των πτωχών, η ίασις των συντετριμμένων, η άφεσις των αιχμαλώτων και η ανάβλεψις των τυφλών, δεν έχουν καμμιά σχέση με το υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, αλλά με τη μαρτυ­ρία της Αλήθειας.

Δεν είναι λίγες οι φορές που ο Χριστός αναγκάστηκε να τονίσει την προτεραιότητα της μαρτυρίας της αληθείας στην ποιμαντική Του αποστολή, όταν έβλεπε ότι οι άνθρωποι παρεξηγούσαν το έργο Του και Τον θεωρούσαν, άλλοτε εθνάρχη και ελευθερωτή από την ρωμαϊκή κατοχή, άλλοτε επαναστάτη και άλλοτε κοι­νωνικό αναμορφωτή. Η πιο χαρακτηριστική ίσως πε­ρίπτωση ήταν εκείνη μετά τον χορτασμό των πεντακισχιλίων.

Ο όχλος ζητούσε εναγωνίως να βρη τον Χριστό, ο οποίος τους έπαιζε λίγο «κρυφτό». Και όταν τελικά Τον βρήκαν στην Καπερναούμ, τους πρόλαβε με τα λό­για: «Ψάχνετε να με βρήτε, όχι για τίποτε άλλο, αλλά γιατί χτες φάγατε καλά» (Ζητείτε με ότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε). Και μετά άρχισε να τους λέει κάτι παράξενα — για τους περισσότερους — λόγια. Τους μίλησε για βρώσιν μένουσαν και για βρώσιν απολλυμένην, τους είπε ότι «το μάνα δεν σας το έδωσε ο Μωυσής αλλά ο Πατέρας μου, ο οποίος σας δίνει και τον άρτο τον εκ του ουρανού τον αληθινό», και τελικά τους είπε ξεκάθαρα ότι «εγώ είμαι αυτός ο άρτος, ο άρτος της ζωής, ο άρτος ο ζων, ο εκ του ουρανού καταβάς». Και ότι μόνο «οποίος φάει το Σώμα μου και πιει το Αίμα μου θα έχει ζωήν αιώνιον».

Ο όχλος ακούγοντας αυτά άρχισε να δυσανασχετεί: «Σκληρός έστιν ούτος ο λόγος. Τις δύναται αυτού ακούειν;» Και άρχισαν σιγά-σιγά να φεύγουν. Στο τέλος έμειναν μόνο οι δώδεκα. Γυρίζει, λοιπόν, προς αυτούς ο Χριστός και τους λέγει: «Μη και υμείς θέλετε υπάγειν;» Μήπως κι εσείς θέλετε να πηγαίνετε; Δηλαδή, μήπως κι εσείς δεν καταλάβατε τον πρωταρχικό σκοπό της ελεύσεώς μου στον κόσμο, και νομίζετε ότι ήρθα να σας κο­ροϊδέψω δίνοντάς σας ένα κομμάτι ψωμί;

Ευτυχώς τότε ο Πέτρος του απάντησε: «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» (Ιω. 6,69).

Αυτά τα ρήματα ζωής αιωνίου ενεπιστεύθη ο Χρι­στός στους αγίους αποστόλους και στους διαδόχους, τους ποιμένες της εκκλησίας. Τους τα παρέδωσε όχι μό­νο για να τα διαφυλάττουν, αλλά και για να τα διαγγείλουν στα πρόβατα τα μη έχοντα ποιμένα.

Ο συντάκτης των Διαταγών των Αποστόλων, ο οποίος κατά τους παραλόγους2 ήταν μαθητής του αποστόλου Πέτρου, απευθύνει στους ποιμένες της εκκλησίας τα λόγια του προφήτη Ιεζεκιήλ: «Υιέ ανθρώπου, σκοπόν δώδεκα σε τω οίκω Ισραήλ, και ακούση εκ στόματός μου λόγον και διαφυλάξεις και διαγγελείς αυτόν παρ’ εμού»2 3.

Τα ίδια λόγια απευθύνει και ο απόστολος Παύλος προς τους πρεσβυτέρους της Εφέσου: «Προσέχετε ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού» (Πράξ. 20,28).

Σκοπόν δωδεκά σε, λέγει ο προφήτης Ιεζεκιήλ, επι­σκόπους έθετο, συνεχίζει την ίδια ορολογία ο απόστολος Παύλος, τονίζοντας και οι δύο την κύρια αποστολή του ποιμένος. Σκοπός η επίσκοπος είναι αυτός, που το έργο του είναι να φυλάει σκοπιά. Να φυλάει σκοπιά σε κάποια σύνορα. Και εν προκειμένη στα σύνορα μεταξύ αλήθειας και πλάνης.

Αν παραβιαστούν αυτά τα σύνορα, αν πάψουν να υπάρχουν σύνορα, αν πάψει να υπάρχει μάνδρα, τότε παύει να έχει νόημα και η θέση του ποιμένος. Ποιμήν και ποιμαντική μπορεί να υπάρξει μόνον όπου υπάρχει σαφώς οριοθετημένη μάνδρα. Δεν μπορούμε να μιλάμε για ποιμένα και ποιμαντική μέσα σε «ξέφραγο αμπέλι».

Το όλο ποιμαντικό έργο έχει υπόσταση, μόνον όταν εδράζεται επί της σαφώς οριοθετημένης αληθείας. Και επιτυγχάνει του σκοπού του, μόνον όταν παραδίδει ακέραια αυτήν την Αλήθεια στην πληρότητά της. Το ποιμαντικό έργο δεν μπορεί να βρη καμμία δικαίωση, εάν δεν προϋποθέτει την ΜΙΑ αλήθεια περί Θεού, ανθρώπου και κόσμου. Επομένως, η σαφής οριοθέτηση της Αληθείας δεν είναι απλώς ένας τομέας του ποι­μαντικού έργου — ή έστω ο κύριος τομέας του ποιμα­ντικού έργου — αλλά είναι το απαραίτητο θεμέλιο. Η αναγκαία προϋπόθεση του ποιμαντικού έργου.

Δεν υπάρχει άλλη προσφορά του ποιμαντικού έργου της εκκλησίας προς τον άνθρωπο (είτε είναι η κοινωνική πρόνοια, είτε η ηθική βελτίωση, είτε η κοινωνική εξυ­γίανση), η οποία να μπορεί από μόνη της να δικαιώσει το ποιμαντικό έργο και να του δικαιολογήσει κάποια θέ­ση μέσα στον κόσμο. Το ποιμαντικό έργο είναι ανα­γκαίο, όχι ως ένα από τα πολλά έργα που συμπαραστέ­κονται στον άνθρωπο στην περιπέτειά του, αλλά ως το μόνο έργο που μπορεί να αποκαλύψει και να οικειώσει τον άνθρωπο με την αλήθεια.

Η μοναδικότητα, το αναντικατάστατο, το ουσιαστικώς διάφορο της Εκκλησίας έναντι όλων των ανθρωπίνων θεσμών, ιδεολογιών, φιλοσοφιών και θρη­σκειών είναι ότι η Εκκλησία αποτελεί «τον στύλον και το εδραίωμα της Αλήθειας» (Α’ Τιμ. 3, 15), τον αυθε­ντικό φύλακα και φορέα της αποκαλυφθείσης Αλή­θειας. Κάθε άλλη βοήθεια προς τον άνθρωπο, η οποία δεν τον φέρει «εις επίγνωσιν της Αλήθειας», έστω κι αν τον βοηθάει σχετικά στη ζωή του (όπως η επιστήμη, η τε­χνική ή η φιλανθρωπία), τελικά δεν τον σώζει, γιατί δεν αποτελεί απάντηση στο υπαρξιακό του πρόβλημα.

Και εδώ πρέπει να τονίσωμε ότι είναι ντροπή για την Εκκλησία να καυχάται πρωτίστως και κυρίως για την συμβολή της στην πρόοδο των επιστημών και των τεχνών. Αλλοίμονο αν καμαρώνει πρώτα γι’ αυτό η Εκκλησία. Γιατί πρώτα-πρώτα δεν πρέπει να είμαστε σίγουροι, ότι αυτή η όντως υπαρκτή συμβολή — του δυ­τικού κυρίως Χριστιανισμού — στην εξέλιξη των επι­στημών και των τεχνών συνέβαλε τελικά στην Πρόοδο (το Π με κεφαλαίο) του ανθρώπου.

Ο γνωστός ιστορικός Toynbee έχει αντίθετη γνώμη. Λέει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του Σπουδή της Ιστορίας: «Το θαυμαστό, αλλά και τερατώδες οικοδόμημα της σύγχρονης τεχνολογίας εξακολουθεί να είναι κατα­φανώς ένα υποπροϊόν του δυτικού μοναχισμού. Θεμέ­λιό του είναι η πίστη στο καθήκον στην αξιοπρέπεια του σωματικού μόχθου· laborare est orare. Και πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο κτίσθηκε υπό των μοναχών ένας νέος Πύργος της Βαβέλ, μέσα στον οποίο αναπτύχθηκε θαυ­μάσια η αρρώστια του καταναλωτισμού»4.

Όση προκατάληψη ή έστω μονομέρεια κι αν κρύβουν οι διαπιστώσεις του Toynbee, δεν παύουν όμως να πε­ριέχουν την αναμφισβήτητη αλήθεια, ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να δίνει προτεραιότητα στο έργο της Μάρθας, αλ­λά στο έργο της Μαρίας.

Μερικοί, κάνοντας τον δικηγόρο της Μάρθας, επικα­λούνται Μεγάλους Βασίλειους με Βασιλειάδες και κοι­νωνική δράση. Σ’ αυτούς απαντάει πολύ χαριτωμένα ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Δεν θέλω να αναφέρω τη ζωή του Μεγάλου Βασιλείου πριν αρχίσει τις Βασιλειάδες», λέει σε μια επιστολή του ο π. Παΐσιος, «αλλά απλώς να πω τον λογισμό μου, τι θα έκανε ο Μέγας Βασίλειος, εάν ζούσε στην εποχή μας. Έχω την γνώμη, ότι θα έπιανε ξανά την σπηλιά και το κομποσχοίνι». Και καταλήγει ο Γέροντας με μια προτροπή προς τους Ποιμένες: «Άγιοι Πατέρες, αφήστε την κοι­νωνική πρόνοια στους λαϊκούς και κοιτάξτε να ασχοληθήτε με κάτι το πνευματικότερο5».

Πρέπει εδώ να θυμηθούμε και τον Ντοστογιέφσκυ. Εξήντα χρόνια τώρα και περισσότερο, η Ορθοδοξία διαλέγεται στον ευρωπαϊκό — και όχι μόνο — χώρο με τη δική του γλώσσα. Αλλά ο λόγος του Ντοστογιέφσκυ, που είναι αποδεκτός από τον δυτικό άνθρωπο, είναι ο λόγος της Θεολογίας. Δεν έχει την αφετηρία του στον Κοινωνισμό, στις κοινωνικές θεωρίες ή πρακτικές, α­λλά στο σαφώς οριοθετημένο ορθόδοξο δόγμα.

Μάλιστα σε σχέση με τις σύγχρονες καταστροφικές λα­τρείες, υπάρχει ένας πολύ χαρακτηριστικός διάλογος στο έργο του Ντοστογιέφσκυ Οι Δαιμονισμένοι, όπου γίνεται σαφής οριοθέτηση μεταξύ της ορθοδόξου ανθρωπολογίας και της ανθρωπολογίας της Νέας Εποχής (New Age).

Σε κάποιο σημείο λέει ο Κυρίλωφ: — Αυτός που θα διδάξει τους ανθρώπους πως όλοι είναι καλοί, πως όλοι έχουν δίκιο, αυτός θα τελειώσει την ιστορία του κόσμου.

Απαντάει ο Σταυρόγκιν: – Μα αυτός που το δίδαξε αυτό, ήλθε στον κόσμο και τον σταύρωσαν. Πρόκειται για τον Θεάνθρωπο Χριστό.

– Όχι, τον διακόπτει ο Κυρίλωφ. Λάθος κάνεις. Δεν δίδαξε τέτοια πράγματα ο Χριστός. Αυτός που θα έλθει, θα διδάξει ότι όλες οι θρησκείες οδηγούν στον Θεό. Και αυτός δεν θα έχει καμμιά σχέση με τον Θεάνθρωπο Χρι­στό. Γιατί θα είναι ο άνθρωπος-Θεός. Ο άνθρωπος, που θεοποίησε τον εαυτό του.

Αυτή είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Ντοστο­γιέφσκυ. Μια γλώσσα, καθαρά θεολογική. Μια γλώσσα που δίνει προτεραιότητα στην οριοθέτηση της αλήθειας και όχι σε «μελό» αγωνίες για την κοινωνική δικαιοσύ­νη.

Ας μην κρυβόμαστε. Η αρρώστια και ο καταθρυμματισμός του πεπτωκότος ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθεί με μαλακτικά ουμανιστικά επιθέματα. Είναι ανόητο να προσπαθείς να θεραπεύσεις ένα καρκινοπαθή δίνοντάς του ασπιρίνη. Θα το τονίσουμε και θα το επαναλάβουμε αρκετές φορές. Το πρόβλημα του ανθρώπου είναι πρόβλημα αλήθειας.

Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών εξεγέρσεων στο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας στην δεκαετία του ’60, οι Αμερικανοί φοιτητές κατήγγειλαν τη χρεωκοπία του Δυτικού Χριστιανισμού με τα εξής συγκλονιστικά λό­για:

Κύριοι, ο Θεός, για τον οποίο μας μιλάτε, δεν ζει. Και η ίδια η ζωή σας είναι νεκρή. Ένας Θεός που δεν αγγίζει την ύπαρξή μας, ένας Θεός που δεν έχει σχέση με το σώμα μας, μας είναι άχρηστος. Ο Θεός που μας σερ­βίρετε είναι απλώς ένας χρήσιμος για σας Θεός. Ένας Θεός που σας βολεύει. Τον χρησιμοποιείτε όποτε θέλετε, σαν ένα ναρκωτικό, όπως εμείς χρησιμοποιούμε την μα­ριχουάνα. Αν υπάρχει ο Θεός, ας έρθει να μας βρει εδώ που είμαστε. Αλλιώς δεν υπάρχει Θεός6.

Δεν ξέρουμε αν αυτά τα Αμερικανάκια είχαν ακούσει ποτέ ότι «ο Λόγος Σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1, 14). Ότι δηλαδή ο Θεός, όχι απλώς έχει κάποια σχέση με το σώμα μας, αλλά προσέλαβε το σώμα μας, για να το θεραπεύσει και για να το αναστήσει. Ίσως επίσης να μην είχαν ακούσει ότι ο Ένσαρκος Λόγος «κατήλθεν εν τοις κατωτάτοις της γης», δηλαδή κατέβηκε να μας βρη εκεί που είμαστε. Προφανώς και πολλά άλλα δεν θα είχαν ακούσει τα συμπαθή Αμερικανάκια μέσα σε μια χώρα που είναι η πατρίδα του συγκρητισμού και της εκκοσμίκευσης, ό­που το μόνο έγκλημα είναι το να μιλήσει κανείς περί συνόρων και περί οριοθετήσεων. Πρόσφατα, μάλιστα, ο βετεράνος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Ρέι Μπράντμπερι αποκάλυψε ότι έχει πάρει πολλά γράμ­ματα από «λειτουργούς του Υψίστου», οι οποίοι του εξομολογούνται, ότι συχνά στον άμβωνα — σε στιγμές αμηχανίας — διαβάζουν κομμάτια από βιβλία του. Και ότι οι πιστοί ανταποκρίνονται με ενθουσιασμό…7 Γιατί όχι άλλωστε!

Αυτά συμβαίνουν, όταν — όπως λέγαμε προηγουμέ­νως — η Εκκλησία, αντί να είναι σαφώς οριοθετημένη μάνδρα προβάτων, καταντήσει «αμπέλι ξέφραγο». Και είναι σαφές, ακόμη και από τα λόγια αμφισβήτησης των Αμερικανών φοιτητών, ότι σ’ αυτή την Οριοθέτηση, την κύρια γραμμή των συνόρων τη χαράσσει η Χρι­στολογία. Το χριστολογικό δόγμα. Σώζοντας την αλή­θεια του χριστολογικού δόγματος οι Πατέρες, ουσια­στικά σώζουν τις προϋποθέσεις της Ορθοδόξου Ποι­μαντικής. Και άρα τις προϋποθέσεις της σωτηρίας του ανθρώπου.

Μόνον εν Χριστώ «απολαμβάνομεν το ίδιον μέγε­θος», λέγει ο άγιος Ιγνάτιος Αντιόχειας8. Απολαμβά­νομε την κατά φύσιν λειτουργία και ελευθερία μας, και ως Εκκλησία και ως πρόσωπα. Παραποιώντας το δόγ­μα, παραποιείται και η Εκκλησιολογία. Ακυρώνεται κάθε έννοια ποιμαντικού έργου. Και τελικά καταθρυμ­ματίζεται και βασανίζεται ο άνθρωπος.

Το πρόβλημα, επομένως, του ανθρώπου; Αλήθειας. Όλα κρίνονται από την απάντηση στο καυτό ερώτημα «Ο Λόγος έγινε Σαρξ δοκήσει η αληθεία;» Δηλαδή έχου­με να κάνουμε με χειροπιαστές πραγματικότητες ή με φαντασιοπληξίες; Γιατί, όπως επισημαίνει ο στύλος της Ορθοδοξίας άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «ει δοκήσει και ουκ αληθεία γέγονεν άνθρωπος ο Κύριος, τότε δοκήσει και ουκ αληθεία σεσώσμεθα. Αλλά άπαγε — συνεχί­ζει ο άγιος πατήρ —. Ημείς της αληθούς σωτηρίας ετύχομεν και τευξόμεθα»9. Και έτσι μπορούμε να ασπαζό­μαστε με το στόμα μας τα όρια της πίστεώς μας. Τα όρια που — όπως έλεγε ο άγιος Ιγνάτιος — περιγράφουν σαφώς «το ίδιον μέγεθος» της σωτηρίας μας. Ψηλα­φούμε με τα χείλη μας τα σύνορα της σωστικής μάνδρας της Εκκλησίας μας.

Και αυτή η απτή εμπειρία ικανοποιεί μια αδιάβλητη ανθρώπινη ανάγκη. «Άνθρωπός είμι», λέει με ειλικρί­νεια ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «και σώμα περίκειμαι. Και γι’ αυτό ποθώ και σωματικώς ομιλείν και οράν τα άγια»10 11. Ποια διαφορά άραγε έχει αυτός ο ανθρώπινος πόθος του αγίου Ιωάννου από τον πόθο εκείνων των παιδιών στην Καλιφόρνια, που λαχταρού­σαν να τους μιλήσει κάποιος για ένα Θεό που έχει σχέση με το σώμα τους; Για ένα Θεό που δεν είναι πια «κακό» να θέλει κανείς να τον βλέπει και με τα σωματικά του μάτια. «Είδον οι απόστολοι τον Κύριον σωματικοίς οφθαλμοίς, συνεχίζει ο Δαμασκηνός. Και τους αποστό­λους είδον έτεροι. Και τους μάρτυρας έτεροι. Ποθώ, λοιπόν, κάγώ τούτους οράν ψυχή τε και σώματι».

Με αυτή την γλώσσα της άμεσης εμπειρίας μιλούσαν οι Πατέρες. Με μια γλώσσα, που δεν έχει σχέση ούτε με λαϊκισμούς, αλλά και ούτε με στείρους ακαδημαϊσμούς.

Ο θεολογικός ακαδημαϊσμός αποτελεί χωρισμό της θεολογίας από τη ζωή και την εμπειρία της Εκκλησίας. Οδηγεί στην αντικειμενοποίηση της εκκλησιαστικής αλήθειας, σε αφηρημένα διανοητικά σχήματα, με δογμα­τικό — δηλαδή αξιωματικό — χαρακτήρα.

Οδηγεί στην ξερή διατύπωση κάποιων θεωρητικών αρχών, που μπορεί να τις δέχεσαι σαν ιδεολογικές πε­ποιθήσεις, χωρίς η ζωή σου να μεταβάλλεται σε τίποτα. Έτσι χωρίζεται η θεολογική αλήθεια από τη ζωή και εξαντλείται σε μία εννοιολογική διατύπωση. Και, τελι­κά, καταντάει μια νοητική κατασκευή και ένα άψυχο ιδεολογικό σύστημα, που δεν μπορεί να έχει καμμιά σχέ­ση με «ρήματα ζωής αιωνίου».

Ούτε οι άγιοι Απόστολοι, ούτε οι άγιοι Πατέρες χρη­σιμοποίησαν ποτέ διανοουμενίστικο ύφος η διανοουμενίστικη γλώσσα, για να κηρύξουν τα «ρήματα ζωής αι­ωνίου». «Ο ακηκόαμεν, λέγει ο αυτόπτης του Λόγου ά­γιος Ιωάννης, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν περί του λόγου της ζωής- η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλομεν υμίν την ζωήν την αι­ώνιον» (Α’ Ιω. 1, 1 -2).

Και αυτή η καθαρά ποιμαντική γλώσσα, με την οποία οι άγιοι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες οριοθέτησαν την ορθόδοξη πίστη, δεν αφήνει περιθώρια για «γκρίζες ζώνες» στα σύνορα μεταξύ αληθείας και πλάνης. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν «αμφισβητούμενα εδάφη», όταν μιλάμε για αλήθεια γεγονότων και όχι για αληθοφάνεια κάποιων διανοητικών κατασκευών. Από την στιγμή που η Αλήθεια «σαρξ εγένετο», από την στιγμή που η Αλήθεια είναι συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο εν χρόνω και εν τόπω μπαίνει μέσα στην ιστορία, η Αλή­θεια μπορεί πλέον να οριοθετηθή με σαφήνεια μόνο από τους αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες, που εγνώρισαν αυτό το πρόσωπο. Και αφού αυτοί «ο εωράκασι μαρτυρούσι», εμείς απλώς «την μαρτυρίαν αυτών λαμβάνομεν» «μηδέν προστιθέντες και μηδέν αφαιρούμενοι».

Όσοι «την μαρτυρίαν αυτών (δηλαδή των αγίων Αποστόλων και των διαδόχων τους αγίων Πατέρων) ου λαμβάνουσι», εάν μεν είναι ποιμένες, εκπίπτουν του ποιμαντικού αξιώματος, εάν δε είναι λαϊκοί, αναθεματίζονται, ως μη δεχόμενοι την ΜΙΑΝ Αλήθειαν της Εκ­κλησίας και άρα ως μη ζώντες εν αυτή12.

Είναι γνωστό το περιστατικό με τον υποτακτικό τού αγίου Παϊσίου, ο οποίος κάποτε παγιδεύτηκε σε μια συ­ζήτηση με ένα Εβραίο. Και όταν ο Εβραίος εκήρυττε την κακοδοξία του, ότι ο Μεσαίας δεν έχει έλθει ακόμη, ο αφελής μοναχός τού απάντησε: «Ποιος ξέρει; Μπορεί να έχεις δίκιο». (Θυμηθήτε τα λόγια τού Κυρίλωφ από τους Δαιμονισμένους τού Ντοστογιέφσκυ). Όταν γύρι­σε ο καλόγερος στο μοναστήρι του, πήγε να βάλει μετά­νοια στον άγιο Παΐσιο. Αλλά ο άγιος τον αποστράφηκε και τού είπε ότι δεν τον γνωρίζει.

«Δεν μπορεί να είσαι συ ο υποτακτικός μου», τού είπε. «Εκείνος έχει βάπτισμα. Εσύ δεν έχεις. Η χάρη τού βαπτίσματος έφυγε από πάνω σου». Τρόμαξε ο τα­λαίπωρος υποτακτικός να συνειδητοποιήσει τις φοβε­ρές συνέπειες, που είχε γι’ αυτόν εκείνη η αβασάνιστη κουβέντα, που είπε στον Εβραίο, για να τον ξεφορτωθή: «Ποιος ξέρει; Μπορεί να έχεις δίκιο» (είχε πει στον Εβραίο). Και ο άγιος Παΐσιος τού έδωσε να καταλάβει ότι αυτή η «υπεκφυγή» ισοδυναμούσε με άρνηση του Χριστού. Και είχε ως φυσική συνέπεια τον αφορισμό του από την σωστική μάνδρα της Εκκλησίας. Δηλαδή την αυτοεκτόπισή του έξω από τα όρια της Εκκλησίας. Και την αυτο-αποκοπή του από το Σώμα του Χριστού.

Χρησιμοποιούμε τις λέξεις αυτο-εκτόπιση και αυτο-αποκοπή, για να τονίσουμε ότι ο αφορισμός δεν είναι μια απάνθρωπη ποινή και ο καρπός της εκδικητικής μα­νίας των ποιμένων προς εκείνους, που αλλοιώνουν την Αλήθεια, αλλά απλούστατα είναι η διαπίστωση και η επισήμανση εκ μέρους της Εκκλησίας, ότι οποίος θίγει την ακεραιότητα της πίστεως, αυτομάτως ευρίσκεται ε­κτός των συνόρων της σαφώς οριοθετημένης Κιβωτού της Αλήθειας. Και «αυτομάτως» σημαίνει ότι ο ίδιος ο φθορέας (όχι φορέας αλλά φθορέας) της Αλήθειας θέτει εαυτόν εκτός Εκκλησίας (για να χρησιμοποιήσουμε μια τρέχουσα έκφραση της πολιτικής).

Και για να γίνει αυτό, δεν χρειάζεται να παραφθείρει κανείς όλα τα δόγματα. Και ένα ιώτα ή μία κεραία να θί­ξει κανείς αρκεί, για να ακυρώσει ολόκληρο το Ευαγγέ­λιο. Πολύ παραστατικά το λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυ­σόστομος: «Όπως και στα βασιλικά νομίσματα, οποίος κόψη κάτι από την μορφή του βασιλιά καταστρέφει ολό­κληρο το νόμισμα και το καταντάει κίβδηλο, έτσι και ο της υγιούς πίστεως και το βραχύτατον ανατρέψας, τω παντί λυμαίνεται, επί τα χείρονα προϊόν από της αρχής. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος λέει ότι το Ευαγγέλιον ανέτρεψιν οι και μικρόν τι καινοτομούντες13».

Ο υποτακτικός του αγίου Παϊσίου με τα λόγια του προς τον Εβραίο «ποιος ξέρει· μπορεί να έχεις δίκιο» έδειξε μια απαράδεκτη ανεκτικότητα, η οποία στην ου­σία της ήταν προδοσία πίστεως. Η τόσο εύηχη λέξη ανε­κτικότητα ακριβώς λόγω του ευήχου της, είναι πολύ ύπουλη λέξη, και πολύ επικίνδυνη (για να μην πούμε θα­νατηφόρα), όταν ανακατεύεται στο καίριο έργο η ανεκτικότητα δεν είναι αρετή· είναι κατάρα. Και είναι να θρηνεί κανείς, όταν βλέπει ποιμένες να καυχώνται κιό­λας για μια τέτοια «ανεκτικότητα» που επιδεικνύουν στην ποιμαντική τους.

Θα ξαφνιαστούμε, αν διαβάσουμε, ότι και ο στυλοβάτης του άθεου υπαρξισμού Jean Paul Sartre δεν θεωρεί αρετή της Εκκλησίας αυτού του είδους την ανεκτικότη­τα. Στο αυτοβιογραφικό του έργο «Οι Λέξεις», έστω κι αν υποστηρίζει ότι οδηγήθηκε στην απιστία, όχι από τη σύγκρουση των δογμάτων, αλλά από την αδιαφορία του παππού του και της γιαγιάς του, λίγο πιο πάνω εξομο­λογείται ότι δεν μπορούσε να δεχθή έναν Χριστιανισμό, που οι μεγαλοαστοί τον είχαν καταντήσει πολύ α­νεκτικό· που toleranter14 τον είχαν κάνει να ανέχεται τα πάντα. Με άλλα λόγια επέτρεπαν να κόβει ο καθένας τον Θεό στα μέτρα του.

Τις ίδιες απόψεις είχε και ο συνάδελφος του Sartre, Albert Gamus, ο οποίος αηδιασμένος από αυτή την ανεκτικότητα γράφει κάπου στα Σημειωματάριά του: «Πι­στεύω όλο και περισσότερο, ότι δεν πρέπει να κρίνουμε τον Θεό με τα μέτρα και τα σταθμά αυτού του κόσμου· θα ήταν μια ανάρμοστη σπουδή γύρω από Αυτόν15». Και όταν κάποτε έπεσε στα χέρια του το βιβλίο του Λόσκυ Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, ο Ga­mus δήλωσε: «Αυτό είναι κάτι άλλο. Με αυτό μπορώ πια να συζητήσω. Επί τέλους τώρα μπορούμε να αρχί­σουμε να μιλάμε για τον Θεό16».

Να, λοιπόν, που ένα βιβλίο καθαρά Δογματικής Θεο­λογίας σωστά οριοθετημένης δεν απωθεί, δεν προκαλεί δυσφορία ούτε σε κάποιον που πριν λίγο δήλωνε, ότι ήταν άθεος. Γιατί η σωστή οριοθέτηση της πίστεως δεν παρουσιάζει το δόγμα ως ένα πειθαναγκασμό της σκέ­ψης σε δεδομένες αυθεντίες. Στην ορθόδοξη Θεολογία το δόγμα δεν αναφέρεται στη λογική και στη σκέψη. Γι’ αυτό και δεν συνεπάγεται ανελεύθερες δεσμεύσεις. Το δόγμα είναι η συμβολική διατύπωση μιας εμπειρικής πραγμα­τικότητας, που μόνο δια της «καρδίας» μπορεί να την προσεγγίσει ο άνθρωπος. Το περιβάλλον του δόγματος δεν είναι το επιστημονικό εργαστήριο, αλλά η φωτισμένη από την Χάρη του Θεού καρδιά του ανθρώπου.

Ο μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, έστω κι αν ήταν ακαδημαϊκός διδάσκαλος, επιμένει σ’ αυτή τη σχέση δόγματος και εμπειρίας, λέγοντας: «Πρέπει αυτό να το τονίσωμε για άλλη μια φορά: το δόγμα προϋποθέτει την εμπειρία της αλήθειας· και μόνο μέσα σ’ αυτήν την εμπειρία το δόγμα δικαιώνεται και αποκτάει νόημα για την ζωή του ανθρώπου. Και κάτι ακόμη συνεχίζει ο π. Γεώρ­γιος, τα δόγματα δεν εξαντλούν αυτήν την εμπειρία, α­κριβώς όπως η αποκάλυψη δεν εξαντλείται στις “λέξεις” ή στο “γράμμα” της Αγίας Γραφής. Η εμπειρία της Εκ­κλησίας είναι πιο περιεκτική και πληρέστερη από τη λε­κτική διατύπωση των δογματικών της κειμένων. Γι’ αυτό η Εκκλησία δεν προσπαθεί να αποκρυσταλλώσει την εμπειρία της σ’ ένα κλειστό σύστημα λέξεων ή εννοιών.

Αυτή όμως, καταλήγει ο Φλωρόφσκυ, «“ατέλεια” της γνώσεώς μας εδώ και τώρα, αυτό το άρτι γινώσκομεν εκ μέρους, ουδόλως εξασθενεί τον αυθεντικό χαρακτήρα των δογμάτων ούτε την σαφήνεια της οριοθετήσεως της Αλήθειας, την οποία εν πρώτοις τα δόγματα μας εξασφαλίζουν17».

Γι’ αυτό δεν θα συμφωνήσουμε με την γνώμη του επί­σης Ρώσου θεολόγου Melioranski, ο οποίος υποστηρίζει ότι «η Εκκλησία δεν δίνει κανένα καθορισμένο σχέδιο της Πόλης του Θεού στα μέλη της, αλλά μάλλον τους δί­νει το κλειδί, για να μπουν στην Πόλη του Θεού18». Όχι, δεν είναι έτσι. Τα δόγματα δεν είναι μόνο το κλειδί για να μπούμε στην Νέα Ιερουσαλήμ. Είναι συγχρόνως και το σαφέστατο σχέδιο οριοθέτησης της Νέας Ιερουσα­λήμ. Είναι και η σαφής περιγραφή των συνόρων της Πόλεως του Θεού.

Το κλειδί εισόδου δεν είναι τόσο τα ίδια τα δόγματα, όσο και η περί καθάρσεως και φωτισμού διδασκαλία της Εκκλησίας, δηλαδή η Ορθόδοξη Γνωσιολογία. Η Ορ­θόδοξη οδός Θεογνωσίας. Η πρώτη φάση του ποιμαντι­κού έργου της οριοθετήσεως της πίστεως είναι η διδα­σκαλία της ορθοδόξου γνωσιολογίας. Πριν αρχίσει ο ποιμένας να μιλάει — ας πούμε — για τη Χριστολογία ή την Τριαδολογία της Ορθοδοξίας, πρέπει να μάθει στους αμύητους τις προϋποθέσεις του ορθοδόξως θεολογείν, δηλαδή πως καθαρίζονται τα μάτια του ανθρώπου για να δη το Θεό. Πως θεραπεύεται η τύφλωση, την οποία προκαλούν «η κενόδος φιλαρχία, η φιληδονία, η φιλαργυρία, η ανθρωπαρέσκεια και η υπερηφάνεια», που — κατά τον άγιο Αναστάσιο τον Σιναΐτη — είναι οι γενεσιουργές αιτίες των αιρέσεων19.

Αν ο ποιμαινόμενος δεν καταλάβει ότι πρέπει να μπει σ’ αυτό το πρόγραμμα θεραπείας, τότε δεν έχει κανένα νόημα να του διδάξουμε εγκεφαλικά τη Δογ­ματική της Εκκλησίας. Για να γίνει σωστή οριοθέτηση ανάμεσα σε δύο χωράφια, πρέπει πρώτα να σκάψουμε, για να βγάλουμε τους πασσάλους του φράχτη από τη λάθος θέση, και μετά να ξανασκάψουμε, για να τους βάλουμε στη σωστή τους θέση.

Παρόμοια εικόνα χρησιμοποιεί και ο Μ. Βασίλειος, λέγοντας, ότι για να γράψεις πάνω σε κερί, πρέπει πρώ­τα να σβήσεις τους προηγούμενους χαρακτήρες. Όπως λέει, δεν είναι δυνατόν «εν κηρώ γράψαι, μη προκαταλεάναντα τους εναποκειμένους χαρακτήρες», έτσι δεν είναι δυνατόν «εν ψυχή δόγματα θεία παραθέσθαι, μη τας εκ του έθους προλήψεις αυτής εξελόντα20», δηλαδή δεν είναι δυνατόν να φυτέψεις στην ψυχή του ανθρώπου τα θεία δόγματα, αν πρώτα δεν ξεριζώσεις τις άλογες προλήψεις των παθών, που συνήθως από την πολυκαι­ρία έχουν ριζώσει βαθιά.

Χωρίς, λοιπόν, αυτό το σκάψιμο, χωρίς αυτό το κα­θάρισμα πάντοτε θα υπάρχουν «γκρίζες ζώνες». Πάντο­τε θα μας ταλαιπωρούν οι αμφισβητούμενες περιοχές. Και τελικά δεν θα γλυτώσουμε από το ενδεχόμενο του «ξέφραγου αμπελιού».

Ενώ, όταν ο άνθρωπος πρόθυμα ακολουθεί το θερα­πευτικό πρόγραμμα της καθάρσεως, θα μπορούμε ακό­μη και να διακινδυνεύσουμε την πρόωρη ένταξή του στην Εκκλησία, έστω κι αν ακόμη δεν έχει ασπασθή όλα τα ευσεβή δόγματα. Σας θυμίζω ένα ακραίο παράδειγμα τέτοιας οικονομίας. Πρόκειται για τον φιλόσοφο Συνέσιο, μετέπειτα επίσκοπο Κυρήνης, ο οποίος δεν μπο­ρούσε με τίποτε να «χωνέψει» τον περί Αναστάσεως λό­γον της Εκκλησίας.

Επειδή όμως βεβαιώθηκαν για την αγαθή του προαίρε­ση και για την καθαρότητα της ζωής του, («προς την άλλην του ανδρός καλοκαγαθίαν και το καθαρόν αφορώντες του βίου»), «έτι και αρχιερωσύνης ηξίωσαν». Όχι απλώς τον εβάπτισαν, αλλά και τον έκαναν και δεσπότη!

   Επιτρέψατέ μου μια παρένθεση: Φαντασθήτε, πόσο θα πόναγε η γλώσσα των συγχρόνων μας super-ορθοδόξων, αν γινόταν κάτι τέτοιο σήμερα! Τι θα άκουγαν οι χειροτονήσαντες τον Συνέσιο! Κλείνω την παρένθεση χωρίς περιττά σχόλια.

Τον αξίωσαν, λοιπόν, και αρχιερωσύνης, γιατί ήταν σίγουροι, ότι δεν υπήρχε περίπτωση, άνθρωπος με τέ­τοιες προϋποθέσεις, να μη δεχθή — αργά ή γρήγορα — και την τόσο θεμελιώδη διδασκαλία της Εκκλησίας περί Αναστάσεως. «Ουκ αν ούτω βιούς άνθρωπος, ουκ ελαμφθείη το της αναστάσεως φέγγος».

Και δεν έπεσαν έξω. «Της ελπίδος ουκ εψεύσθησαν». Πολύ σύντομα, χωρίς καμμιά απολύτως δυσκολία, δέ­χθηκε και το δόγμα της Αναστάσεως. «Ρόστα γαρ αυτώ και το της Αναστάσεως εις πίστιν αποκατέστη δόγμα21».

Πρέπει σ’ αυτό το σημείο να τονίσουμε, ότι η Ορθό­δοξη Ποιμαντική ποτέ δεν χρησιμοποίησε τα δόγματα και τους Κανόνες της Εκκλησίας ως «κανόνια», για να σκοτώσει τον άνθρωπο. Τα χρησιμοποίησε μόνο ως ιαματικά μέσα. Ως τρόπους θεραπείας. Η ποιμαντική αγωνία για την εύρεση και την σωτηρία των απολεσθέντων προβάτων ποτέ δεν επέτρεψε διαβαθμίσεις στην έν­νοια της Ορθοδοξίας. Δεν υπάρχει ορθοδοξία super και ορθοδοξία απλή. Υπάρχει μόνο η «άπαξ παραδοθείσα τοις αγίοις ΜΙΑ πίστις».

Οριοθέτηση της ορθοδόξου πίστεως σε καμμιά περί­πτωση δεν μπορεί να σημαίνει ότι δένουμε τον πεπτωκότα άνθρωπο σε μια Προκρούστεια κλίνη και αρχίζου­με να τον βασανίζουμε. Η οριοθέτηση της ορθοδόξου πίστεως δεν μπορεί να μοιάζει με ποδοσφαιρικό αγώνα, όπου μετράμε τα τέρματα που βάλαμε στους αιρετικούς.

Και είναι αξιοσημείωτο ότι αυτό το κατάλαβαν και κά­ποιοι αναρχικοί νεαροί και έγραψαν σ’ ένα τοίχο της Αθήνας το ειρωνικό μήνυμα «Ειδωλολάτρες – Χριστια­νοί, 7-0»!

Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε τα λόγια του αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, ο οποίος καταδικάζοντας την ποδοσφαιροποίηση του Αντιαιρετικού αγώνα, λέγει: «Ου γαρ νικήσαι ζητούμεν, αλλά προσλαβείν αδελφούς, ων τω χωρισμώ σπαρασσόμεθα22». Σκοπός μας δεν είναι να φωνάζουμε «γκολ» ή «τους φάγαμε». Σκοπός μας είναι να ξαναφέρουμε τα παραστρατημένα αδέλφια μας στο σπίτι. Στην Εκκλησία τού Χριστού.

Οριοθέτηση της πίστεως ποτέ δεν σημαίνει μισαλλο­δοξία. «Αν γαρ μισήσης, πως επιστρέψεις ραδίως τον πλανώμενον;» ρωτάει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και κάπου άλλου τονίζει: «Ουκ αυθεντίας δει τω διδασκάλω μόνον αλλά και προσήνειας πολλής23». Και προ­σήνεια σημαίνει κατά τον Χρυσορρήμονα Ιωάννη, ότι ο ποιμήν διδάσκει ακόμη και «τους αντιδιατιθεμένους εν ανεξικακία και πραΰτητι».

Αυθεντία, λοιπόν, και προσήνεια πρέπει να συμβαδί­ζουν. Αυθεντία και προσήνεια είναι τα δύο χέρια τού ποιμένος, με τα οποία εργάζεται για την σωτηρία των ανθρώπων. Με το ένα χέρι, την αυθεντία, κρατάει τους πασσάλους τού φράχτη γερά στη θέση τους, για να μη με­τατεθούν τα όρια της μάνδρας που τού εμπιστεύθηκε ο Χριστός. Και με το άλλο χέρι, την προσήνεια, αφ’ ενός κρατάει τα εντός της μάνδρας πρόβατα «εν νομή πίονι επί των ορέων Ισραήλ24», και αφ’ ετέρου βγάζοντας το αυτό το χέρι και έξω από την μάνδρα αγκαλιάζει και ξα­ναφέρνει μέσα τα πλανημένα πρόβατά του».

Αυτή ιδιαίτερα η έξω από την μάνδρα δραστηριότητα του ποιμένα απαιτεί ξεχωριστό ηρωισμό και τόλμη. Αν το πρόβατο είναι μέσα στα αγκάθια, δεν μπορείς να το γλυτώσεις, αν δεν ματώσεις κι εσύ τουλάχιστον τα χέρια σου. Στην Παρακλητική ψάλλομε ότι ο Αρχιποιμήν Χριστός «δακτύλους θείους ημάτωσε, φονικής χειρός τον Αδάμ εκλυτρούμενος25». Αν το πρόβατο έπεσε σε βόθρο, δεν μπορείς να το ανασύρεις, αν δεν υπομείνεις την αφόρητη δυσωδία που αναδίδει αυτός ο βόθρος. Αν το πρόβατο το άρπαξαν ληστές, δεν μπορείς να το γλυ­τώσεις από τα χέρια τους, αν δεν φας τουλάχιστον «με­ρικές» από αυτούς που το φυλάνε.

Παρόμοια εικόνα χρησιμοποιεί και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, παραλληλίζοντας τον ποιμένα με τον γιατρό: «Αν ο ιατρός μη ανάσχηται της σηπεδόνος των καμνόντων, ουκ απαλάττει της αρρωστίας αυτούς». Και συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης: «Όταν ένας γιατρός θέλει να βγάλει την σαπίλα της πληγής, δεν κοιτάει πως θα διατηρήσει τα χέρια του καθαρά, αλλά λερώνει τα χέρια του, προκειμένου να καθαρίσει τον άρρωστο. Και αν αυτός ο γιατρός δεν αποφεύγει να βυθίσει τα χέρια του στην βρωμιά της πληγής, που είναι ξένο σώμα, πες μου πως είναι δυνατόν εμείς να αποφύγουμε να κάνουμε κά­τι τέτοιο στο δικό μας το σώμα; Γιατί τι άλλο είναι τα πλανημένα πρόβατά μας, παρά σώμα δικό μας; Άρρωστο βέβαια και ακάθαρτο, αλλά δικό μας σώμα26»;

   Συγχωρείστε με σ’ αυτό το σημείο να θυμηθώ το οδη­γητικό παράδειγμα του μακαριστού πατρός Αντωνίου. Πως μπορεί να υπολογισθή η αντοχή αυτού του ποιμένα και ιατρού, ο οποίος τόσα χρόνια σκυμμένος πάνω στις πληγές που οι σύγχρονες αιρέσεις προκαλούν στα λογι­κά πρόβατα του Χριστού, υπέβαλλε τον εαυτό του στο αναγκαίο μα και φοβερό μαρτύριο να μελετάει — χάριν της οριοθετήσεως της πίστεως — και να ξεσκεπάζει όλον αυτόν τον ανυπόφορο βόθρο των κακοδοξιών και δαιμονικών ενεργειών;

Το γνωρίζομε όλοι, σεβαστοί πατέρες και αδελφοί, και μας το έδειξε και η φωτεινή πορεία του πατρός Αντωνίου: Η οριοθέτηση της πίστεως, όπως και κάθε ποιμαντικό έργο έχει κόστος· απαιτεί θυσίες. Είναι σταυρός. Γιατί δεν είναι πάλη «προς αίμα και σάρκα, αλ­λά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κο­σμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου» (Εφεσ. 6, 12).

Αλλά ας μη ξεχνάμε, ότι την Κυριακή της Ορθοδο­ξίας μνημονεύουμε μαζί με τους άθλους των μαρτύρων τους ονειδισμούς των Ομολογητών, οι οποίοι — κατά το Συνοδικό της Ορθοδοξίας — «συνεξυβρίσθησαν τω Χριστώ και συνεξουθενώθησαν». Και συνεχίζει το κεί­μενο με την προσευχή: «Μνήσθητι, Κύριε, του ονειδισμού των δούλων Σου».

   Ευχηθήτε, άγιοι πατέρες και αδελφοί: «Μνήσθητι, Κύριε και του ονειδισμού του δούλου Σου Αντωνίου Ιερέως. Αμήν».

1 Γεροντικό, έκδ. Αστέρος, σ. 123.

2 Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία Β’ σ. 33.

3 Διαταγαί Αποστόλων, Β’, VII.

4 Toynbee, Σπουδή τής Ιστορίας, Αθήναι 1970, σ. 607.

5 Γέροντος Παϊσίου, Επιστολές, σ. 20.

6 Σταυρός καί Ανάσταση.

7 Αφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 29-9-96.

8 Β.Ε.Π.2,282.

9 ΡΌ. 94, 1100Β.

10 Ρ.G. 94, 1264 Β(Ζ.

11 Ρ.G. 94, 1264 Βά.

12 πρβλ. ζ’ κανών Γ Οικουμ. Συνόδου.

13.P.G. 52,429.

14 J. P. Sartre, Les Mots, ρ. 79-82

15 A. Gamus, Σημειωματάρια, έκδ. Εξάντας, σ. 212.

16 Παπα-Φιλοθέου Φάρου, Η απόγνωση τής Δύσεως καί η ελπί­δα τής Ανατολής, Εκδ. Ακρίτας, σ. 75.

17 Γ. Φλωρόφσκυ, Δημιουργία καί Απολύτρωση, εκδ. Πουρνάρα, σ. 39-40.

18 Β.Μ. Melioranski, Διαλέξεις επί της ιστορίας τής αρχαίας χριστιανικής Εκκλησίας, Μόσχα 1910, σ. 931.

19 Ρ.G. 89, 89Ο-92Β.

20 Ρ.G. 32,225.

21.P.G. 66, 1041.

22 Ρ.G. 36,440Β

23 ΕΠΕ, 23,422.

24 Ιεζ. 34, 10.

25 Παρακλητική, ήχος Α’, Παρασκευή πρωί.

26 ΕΠΕ, 22,462.

 

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ