ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΦΑΝΗ-ΑΛΗΘΩΣ ΕΦΑΝΗ
Κατάλληλος χαιρετισμός γιά τά Ἅγια Θεοφάνεια
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ
(15/01/2021)
1. Χριστός ἐτέχθη – Χριστός ἐφάνη – Χριστός ἀνέστη
Ἀκούγοντας καί ψάλλοντας αὐτές τίς ἡμέρες τούς θαυμάσιους ὕμνους τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, παρατηρήσαμε ὅτι συχνά οἱ ὑμνογράφοι ὡς κεντρικό θεολογικό καί σωτηριῶδες μήνυμα τῆς ἑορτῆς παρουσιάζουν τήν φανέρωση, τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στόν Ἰορδάνη. Πράγματι ὁ Χριστός μετά τήν Γέννησή Του ἐπί τριάντα χρόνια παρέμεινε ἄγνωστος καί ἀφανής, κρυβόταν μέσα στό ἄσημο περιβάλλον τῆς Ναζαρέτ, ὑπό τήν ἀνθρώπινη ἐπίβλεψη τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ καί τήν στοργική φροντίδα τῆς μητέρα Του, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας. Ἡ φανέρωσή Του στόν Ἰορδάνη, γιά νά βαπτισθεῖ ἀπό τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο μέ τήν παρουσία πλήθους ἀνθρώπων, ἀποτελεῖ μέγιστο σωτηριῶδες γεγονός, ἰσάξιο καί ἰσότιμο τῆς Γέννησης καί τῆς Ἀνάστασης, συνδεόμενο ἄρρηκτα μαζί τους. Τί θά ὠφελοῦσε ἀληθινά ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, ἄν εἶχε παραμείνει διά βίου ἄγνωστος στήν Ναζαρέτ; Πῶς θά προσείλκυε τόν θαυμασμό τῶν Ἰουδαίων μέ τήν μοναδικά ἀξεπέραστη διδασκαλία Του καί τά θεϊκῆς δύναμης καί ἐξουσίας θαύματα, πού ἀμφότερα ἐκίνησαν τό μῖσος καί τόν φθόνο τῶν ἀρχόντων, ἄν δέν φανερωνόταν στόν Ἰορδάνη καί δέν ἐπιτελοῦσε στή συνέχεια τό σωτηριῶδες ἔργο του καί τήν νίκη του ἐναντίον τοῦ θανάτου μέ τήν θριαμβευτική ζωηφόρο Ἀνάσταση;
Ὀρθότατα οἱ Χριστιανοί ἔχουν ἀναγάγει, τό «Χριστός ἀνέστη» σέ θριαμβευτικό νικητήριο ὕμνο κατά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα, καί τό τροπάριο «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας», ἐπαναλαμβανόμενο πολλάκις, κυριαρχεῖ στήν ὑμνογραφία ἐπί σαράντα ἡμέρες μέχρι τήν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Παλαιότερα ἐπί σαράντα ἡμέρες ἦταν καί ὁ συνήθης καθημερινός χαιρετισμός τῶν Χριστιανῶν, ἐνῶ τώρα πού ψυχράνθηκε ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό ἐλάχιστοι τηροῦν τήν πατροπαράδοτη αὐτή συνήθεια· οἱ περισσότεροι τήν περιορίζουν στήν Διακαινήσιμη Ἑβδομάδα, καί ἄλλοι δέν τήν χρησιμοποιοῦν καθόλου. Ἀντίθετα θά μπορούσαμε νά χρησιμοποιοῦμε τό «Χριστός ἀνέστη» καθ᾽ ὅλη τή διάρκεια τοῦ ἔτους, μιμούμενοι τόν μεγάλο Ρῶσο Ἅγιο, τόν ὅσιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, ὁ ὁποῖος ὅποιον Χριστιανό συναντοῦσε καί σέ ὅλες τίς περιόδους τοῦ ἔτους τόν χαιρετοῦσε λέγοντας «Χριστός ἀνέστη χαρά μου», καί λαμποκοποῦσε ἀπό χαρά τό ἱλαρό καί πρόσχαρο πρόσωπό του. Μπροστά στήν θανατοφοβία πού μᾶς ἔχουν ἐνσπείρει μέ τήν καθημερινή τρομοκράτηση τοῦ Κορωνοϊοῦ, ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ θανάτου καί ἡ προσδοκία καί τῆς δικῆς μας ἀνάστασης εἶναι καλό ἀντίδοτο καί μᾶς δίνει κουράγιο καί ἐλπίδα: «Χριστός ἀνέστη», λοιπόν «Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος».
Κατ᾽ ἀπομίμηση τοῦ «Χριστός ἀνέστη – Ἀληθῶς ἀνέστη» ἐδῶ καί ἀρκετό καιρό χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς συνειδητούς πιστούς ὡς χριστουγεννιάτικος χαιρετισμός τό «Χριστός ἐτέχθη – Ἀληθῶς ἐτέχθη», ἔστω καί ἄν τά μεθέορτα τῶν Χριστουγέννων διαρκοῦν λίγες ἡμέρες μέχρι τήν παραμονή τῆς Πρωτοχρονιᾶς (31 Δεκεμβρίου), γιατί τήν ἄλλη μέρα ἑορτάζεται ἡ Περιτομή τοῦ Χριστοῦ καί ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τό «Χριστός ἐτέχθη» εἶναι ἐπανάληψη τοῦ χαρμόσυνου μηνύματος πού εὐαγγελίσθηκε ὁ ἄγγελος πρός τούς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ τήν νύκτα τῆς Γεννήσεως, ὅταν τούς εἶπε: «Μή φοβεῖσθε· ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος, ἐν πόλει Δαβίδ»1. Σέ πολλούς χριστουγεννιάτικους ὕμνους ἔχει περάσει τό χαρμόσυνο αὐτό ἀγγελικό μήνυμα· μνημονεύουμε ἐνδεικτικά μερικούς πού δικαιολογοῦν τήν χρήση τοῦ «Χριστός ἐτέχθη – Ἀληθῶς ἐτέχθη», ὡς χριστουγεννιάτικου καθημερινοῦ χαιρετισμοῦ, ὡς λειτουργίας μετά τήν λειτουργία, ὥστε ὅλη ἡ ζωή μας νά γίνει μία διαρκής καί ἀδιάκοπη ἐξύμνηση καί λατρεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως πράττουν στόν οὐρανό οἱ ἀσώματες ἀγγελικές δυνάμεις, οἱ ἄγγελοι, τούς ὁποίους μιμοῦνται κατά τό ἀνθρωπίνως δυνατόν ἐπί γῆς οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές, ἀλλά καί κάποιοι εὐλογημένοι στόν κόσμο πιστοί. Στόν Ὄρθρο λοιπόν τῶν Χριστουγέννων μετά τό Εὐαγγέλιο καί τόν πεντηκοστό (Ν´) Ψαλμό ψάλλεται τό τροπάριο: «Τά σύμπαντα σήμερον χαρᾶς πληροῦνται Χριστός ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου». Στά μεγαλυνάρια ἐπίσης πού ψάλλονται πρίν ἀπό τά τροπάρια τῆς ἐνάτης (θ´) ᾠδῆς, σέ ἕνα ἀπό αὐτά λέγεται: «Σήμερον πᾶσα κτίσις ἀγάλλεται καί χαίρει, ὅτι Χριστός ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου Κόρης».
Εἶναι δέ δικαιολογημένη ἡ χαρά καί ἡ ἀγαλλίαση πού μεταδίδουν οἱ ὕμνοι, ἀλλά καί ὁ χαιρετισμός «Χριστός ἐτέχθη – Ἀληθῶς ἐτέχθη», διότι ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀποτελεῖ μοναδικό παγκοσμίων διαστάσεων καί συνεπειῶν γεγονός, τό ὁποῖο ἐχώρισε στά δύο τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, εἰς τήν πρό Χριστοῦ (π.Χ.) καί τήν μετά Χριστόν (μ.Χ.) ἐποχή, ὅσο καί ἄν ἀντίχριστες καί ἀντίθεες δυνάμεις προσπαθοῦν νά σβήσουν ἤ νά μειώσουν τίς ἀνακαινιστικές καί φιλάνθρωπες συνέπειες τῆς διδασκαλίας καί τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ στήν βελτίωση καί πνευματική τελείωση τῶν ἀνθρώπων, στήν ἀνθρωπιστική κίνηση, ὅπως θά ἔλεγαν κοσμικοί ἱστορικοί καί ἠθικολόγοι. Ὁ κόσμος καί ὁ πολιτισμός ἄλλαξαν ριζικά πρός τό καλύτερο μετά τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ μοναδικός διαχρονικά παράγων πού μπορεῖ ἀποδεδειγμένα μέχρι καί σήμερα νά βελτιώσει, νά ἀλλάξει τούς ἀνθρώπους, γι᾽ αὐτό καί οἱ τοῦ Ἀντιχρίστου προσπαθοῦν αὐτήν τήν συνεχιζόμενη Νέα Ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, νά τήν ἀντικαταστήσουν μέ τήν ψευδώνυμη «Νέα Ἐποχή» τοῦ Ἀντιχρίστου, καί νά ἐπαναφέρουν τόν ἄνθρωπο στήν αἰχμαλωσία τοῦ κακοῦ, τῆς ἁμαρτίας, στόν φόβο τοῦ θανάτου, ὡς Νέα Τάξη πραγμάτων, μέ τούς ἀνά τήν οἰκουμένη ὑπηρέτες τοῦ Διαβόλου. Εἶναι συντριπτικά ἀληθινή καί ἐμπειρικά ἀποδεδειγμένη ἡ ἐκτίμηση τοῦ μεγάλου θεολόγου, φιλοσόφου καί μεγίστου ποιητοῦ καί ὑμνογράφου, Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, στό κορυφαῖο καί κλασσικό δογματικό του ἔργο «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἐκεῖ σέ σχετικό κεφάλαιο ἐκθέτει τί ἔπραξε ὁ Θεός γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων πρό Χριστοῦ, «δι᾽ ὧν τό σπουδαζόμενον ἦν ἡ τῆς ἁμαρτίας ἀναίρεσις, πολυσχεδῶς χεθείσης καί καταδουλωσαμένης τόν ἄνθρωπον καί πᾶν εἶδος κακίας ἐπισωρευσάσης τῷ βίῳ, καί ἡ πρός τό εὖ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου ἐπάνοδος». Ὁ μόνος τρόπος, λοιπόν, γιά νά νικηθεῖ ἡ ἁμαρτία, πού εἶχε ὑποδουλώσει τόν ἄνθρωπο καί πλημμύρισε τόν κόσμο μέ κάθε εἶδος κακίας, ὥστε νά ἐπανέλθει εἰς τό «εὖ εἶναι»,ἀφοῦ δοκιμάσθηκαν ὅλα τά ἄλλα, ἦταν νά ἔλθει ὁ ἴδιος ὁ Θεός στήν γῆ, νά γίνει ἄνθρωπος. Αὐτό σημαίνει ὅτι χωρίς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν γῆ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, χωρίς τό «Χριστός ἐτέχθη», ὁ ἄνθρωπος αἰχμαλωτίζεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί γεμίζει ἡ ζωή μας ἀπό κάθε εἶδος κακίας, ὅπως συμβαίνει δυστυχῶς καί στήν ἐποχή μας, κατά τήν ὁποία διώχνουμε τόν Χριστό σιγά-σιγά καί προετοιμάζουμε τήν κυριαρχία τοῦ Διαβόλου. Γι᾽ αὐτό καί ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τά Χριστούγεννα, τό «Χριστός ἐτέχθη», εἶναι τό καλύτερο, τό πιό καινούργιο μήνυμα, ἡ πιό καινούργια εἴδηση γιά ὅλες τίς ἐποχές καί γιά τή δική μας, ὅπως λέγει ὁ μεγάλος Σαββαΐτης Ἅγιος: «Καί Θεός ὤν τέλειος, ἄνθρωπος τέλειος γίνεται, καί ἐπιτελεῖται τό πάντων καινῶν καινότατον, τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον»2. Αὐτό ἐκφράζουν καί οἱ πρό τοῦ Συναξαρίου τῶν Χριστουγέννων στίχοι πού λέγουν γιά τό θαῦμα τῆς ἐκ Παρθένου Γέννησης τοῦ Χριστοῦ: «Θεός τό τεχθέν, ἡ δέ Μήτηρ Παρθένος· Τί μεῖζον ἄλλο καινόν εἶδεν ἡ κτίσις;» Δηλαδή, αὐτό πού γεννήθηκε εἶναι Θεός, καί ἡ Μητέρα ἔμεινε παρθένος. Τί ἄλλο καινούργιο πιό μεγάλο εἶδε ἡ κτίση;
Ἐπειδή λοιπόν τό «Χριστός ἀνέστη – Ἀληθῶς ἀνέστη», ἐπί πολλούς αἰῶνες, καί τό «Χριστός ἐτέχθη – Ἀληθῶς ἐτέχθη», ἐπί πολλές δεκαετίες, υἱοθετήθηκαν ἀπό πολλούς πιστούς ὡς κατάλληλοι ἐκκλησιαστικοί χαιρετισμοί γιά τίς ἑορτές τοῦ Πάσχα καί τῶν Χριστουγέννων, θά ἦταν καλό τό ἴδιο νά γίνει καί γιά τήν μεγάλη Δεσποτική ἑορτή τῶν Θεφανείων ἤ Ἐπιφανείων ἤ τῶν Φώτων. Νά συνηθίσουμε οἱ Χριστιανοί κατά τό χρονικό διάστημα ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς (6 Ἰανουαρίου) μέχρι τήν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς (14 Ἰανουαρίου), ἐπί ἐννέα ἡμέρες δηλαδή, νά χαιρετοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ τόν κατάλληλο χαιρετισμό «Χριστός ἐφάνη – Ἀληθῶς ἐφάνη». Αὐτό θά εἶναι μία θεάρεστη ὁμολογητική στάση ἔναντι ὅσων φροντίζουν νά ἀπαξιώσουν καί νά ὑποτιμήσουν τίς χριστιανικές ἑορτές· ἰδιαίτερα προσπαθοῦν νά μήν ἀκούγεται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ἔχει ἀποτρεπτική δύναμη, διώχνει δηλαδή τούς δαίμονες καί ἀποτρέπει τίς βλαπτικές τους ἐνέργειες. Ἤδη συστηματικά προσπαθοῦν οἱ τῆς ψευδώνυμης «Νέας Ἐποχῆς» νά μήν ἀκούγεται οὔτε ἡ λέξη «Χριστούγεννα», πού ἐμπεριέχει τό ὄνομα Χριστός, γιατί δαιμονίζονται, καί ἀντί αὐτῆς βρίσκουν ἄλλα ὑποκατάστατα. Ἀντί π.χ. τῆς εὐχῆς «Καλά Χριστούγεννα», χρησιμοποιοῦν τό «Καλές γιορτές» καί ἄλλα. Ὅσο λοιπόν ὁ Διάβολος μέ τά ὄργανά του προσπαθεῖ νά σβήσει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί νά μειώσει τίς μεγάλες ἑορτές Του, ἐμεῖς θά πράττουμε τό ἀντίθετο καί θά φωνάζουμε θριαμβευτικά, «Χριστός ἐτέχθη», «Χριστός ἐφάνη», «Χριστός ἀνέστη», καυχώμενοι γιατί ὡς Χριστιανοί φέρουμε τό ὄνομά Του καί εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό δέν μᾶς λέγει ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος Παῦλος, πού ἀγάπησε τόν Χριστό περισσότερο ἀπό ὅλους, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος3, ἀλλά καί οἱ λοιποί Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί Ἅγιοι Πάντες, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ἔχυσαν καί τό αἷμα τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; «Ἐμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». «Τήν ἐπιθυμίαν ἔχων εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι». «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;»4.
2. Λειτουργική καί Πατερική θεμελίωση τοῦ «Χριστός ἐφάνη».
Ἡ ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων πού γράφτηκε ἀπό μεγάλους Ἁγίους Πατέρες καί Διδασκάλους, τούς ἀδελφούς Ἰωάννη Δαμασκηνό καί Κοσμᾶ Μαϊουμᾶ, τόν Μελωδό, τόν πατριάρχη Σωφρόνιο Ἱεροσολύμων, τούς πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό καί Ἀνατόλιο καί πολλούς ἄλλους εἶναι κυριολεκτικά γεμάτη ἀπό ἐκφράσεις, ὅπως: «ὁ Χριστός ἀναδείκνυται, ὁ Θεός ἐπιφαίνεται», «ἑορτή τῆς θείας Ἐπιφανείας», «ὅθεν σου δοξάζομεν τήν ἐπιφάνειαν», «ἰδού ἐπέφανε Κύριος», «φῶς τοῖς ἐν νυκτί καθημένοις ἐπεφάνη», «δόξα, Χριστέ τῇ ἐπιφανείᾳ σου», «ὑμνοῦμεν, Ἰησοῦ εὐεργέτα, πάντες τήν σήν ἐπιφάνειαν», «Χριστός ἡ σωτηρία ἐπεφάνη φωτισμόν δωρούμενος», «εὐλογημένος ὁ φανείς Θεός ἡμῶν δόξα σοι», «ὦπται τοῖς ἐπί γῆς μετά σαρκός τό Θεῖον», «Χριστός ἐφάνη ἐν Ἰορδάνῃ ἁγιάσαι τά ὕδατα», «Πνεῦμα φόβου Θεοῦ, τοῦ ἐπιφανέντος Χριστοῦ», «σύ με ἁγίασον Δέσποτα τῇ ἐπιφανείᾳ σου», «δεῦτε ὑπαντήσωμεν τῷ φανέντι Δεσπότη», «ὁ ἐπιφανείς Θεός ἐλέησον ἡμᾶς», «ἐπιφανέντος σου ἐν Ἰορδάνῃ Σωτήρ», «Θεός Λόγος ἐπεφάνη ἐν σαρκί τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων», «ὅτε τῇ ἐπιφανείᾳ σου ἐφώτισας τά σύμπαντα», «ἦλθες ἐφάνης τό φῶς τό ἀπρόσιτον», «Τριάδος ἡ φανέρωσις ἐν Ἰορδάνῃ γέγονεν». Θά παραθέσουμε μόνον δύο πολύ γνωστούς ὕμνους ἀπό τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, ὅπου τό ἐπεφάνη καί τό ἐφάνη ἠχεῖ στίς ἀκοές ὅλων μας. Στό ἐξαποστειλάριο ψάλλουμε: «Ἐπεφάνη ὁ Σωτήρ, ἡ χάρις ἡ ἀλήθεια, ἐν ρείθροις τοῦ Ἰορδάνου καί τούς ἐν σκότει καί σκιᾷ καθεύδοντας ἐφώτισε· καί γάρ ἦλθεν ἐφάνη, τό φῶς τό ἀπρόσιτον». Στό πρῶτο τροπάριο τῶν Αἴνων ψάλλουμε: «Φῶς ἐκ φωτός ἔλαμψε τῷ κόσμῳ, Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ ἐπιφανείς Θεός· τοῦτον λαοί προσκυνήσωμεν».
Πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι «Θεοφάνεια» ὀνομαζόταν ἀρχικά ἡ ἑορτή τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὅμως συνεορταζόταν μέ τήν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, στίς 6 Ἰανουαρίου, ὁπότε ἐννοιολογικά ἐκάλυπτε ἡ ὀνομασία καί τίς δύο ἑορτές, τήν φανέρωση δηλαδή τοῦ Θεοῦ καί κατά τήν Γέννηση καί κατά τήν Βάπτιση. Ἀκόμη καί ὅταν χωρίσθηκαν οἱ δύο ἑορτές, καί ὁριστικοποιήθηκε ὁ ἑορτασμός τῆς Γέννησης στίς 25 Δεκεμβρίου τῆς δέ Βάπτισης στίς 6 Ἰανουαρίου, ἐξακολουθοῦσαν πολλοί νά ὀνομάζουν Θεοφάνεια τά Χριστούγεννα, τήν ἑορτή τῆς Γέννησης. Αὐτό φαίνεται ὁλοκάθαρα στήν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, ὁ ὁποῖος ταυτίζει τά Θεοφάνεια μέ τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως φαίνεται καί μόνο ἀπό τόν τίτλο τοῦ σχετικοῦ ἑορταστικοῦ Λόγου του «Εἰς τά Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος», πού ἀρχίζει μέ τό «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε· Χριστός ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε»5, λόγια πού δανείσθηκε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελωδός, γιά νά συνθέσει τόν εἱρμό τῆς πρώτης (α´) ᾠδῆς τοῦ πεζοῦ κανόνος τῶν Χριστουγέννων. Δικαιολογεῖ ὁ ἴδιος στήν ἀρχή τοῦ Λόγου, γιατί χρησιμοποιεῖ γιά τά Χριστούγεννα δύο ὀνομασίες, δηλαδή Θεοφάνεια καί Γενέθλια: «Τά δέ νῦν Θεοφάνια, ἡ πανήγυρις εἴτουν Γενέθλια· λέγεται γάρ ἀμφότερα, δύο κειμένων προσηγοριῶν ἑνί πράγματι. Ἐφάνη γάρ Θεός ἀνθρώποις διά γεννήσεως… Ὄνομα δέ τῷ φανῆναι μέν Θεοφάνια, τῷ δέ γεννᾶσθαι Γενέθλια»6. Τόν ἑπόμενο ἑορταστικό Λόγο πού ἀναφέρεται στήν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τόν τιτλοφορεῖ «Εἰς τά Ἅγια Φῶτα», ἐνῶ σέ κάποια χειρόγραφα ὑπάρχει καί ὁ τίτλος «Εἰς τό Ἅγιον Βάπτισμα»7.
Ἴσως γιά τόν λόγο αὐτό, τῆς χρήσης δηλαδή τοῦ ὅρου «Θεοφάνεια» γιά τήν ἑορτή τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀρχή ἀπέφυγαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νά τόν χρησιμοποιοῦν καί γιά τήν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή ὅμως ἡ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Βάπτιση ἦταν ἐμφανέστερη καί ἐντονώτερη, χρησιμοποίησαν παραπλήσιο ὅρο καί ὀνόμασαν τήν Βάπτιση, «Ἐπιφάνια» τοῦ Χριστοῦ, ἐμφάνιση, φανέρωση τοῦ Χριστοῦ. Ὀλίγα, χρόνια μετά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἐκφωνεῖ Ὁμιλία «Εἰς τήν Γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ὅπου μᾶς λέγει ὅτι ἡ ἑορτή ὀνομάζεται Ἐπιφάνεια8. Τελικῶς πάντως οἱ ὅροι «Θεοφάνια» καί «Ἐπιφάνια» ταυτίσθηκαν καί προστέθηκε καί τρίτη ὀνομασία, τά «Φῶτα», ἑορτή τῶν Φώτων, μέ παραπλήσια ἐννοιολογική σημασία, τήν ὁποία ὅμως δέν θά ἀναπτύξουμε ἐδῶ. Ἐπεκράτησε πάντως ὁ ὅρος Θεοφάνεια γιά τήν ἑορτή τῆς Βάπτισης τοῦ Χριστοῦ. Θά προσθέσουμε τό χαρακτηριστικό τροπάριο τῆς ἑορτῆς πού ψάλλεται μετά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ὄρθρου καί τόν πεντηκοστό (Ν´) Ψαλμό, τό ὁποῖο ἀντιγράφει τό ἀντίστοιχο τῶν Χριστουγέννων πού παραθέσαμε. Ἐκεῖ ὁ ὑμνογράφος γράφει: «Χριστός ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου». Ἐδῶ: «Χριστός ἐφάνη ἐν Ἰορδάνῃ». «Τά σύμπαντα σήμερον ἀγαλλιάσθω· Χριστός ἐφάνη ἐν Ἰορδάνῃ». Τήν ἔννοια τῆς φανερώσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐπιφανείας, ἐνισχύει καί ἡ ἐπιλογή τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς ἑορτῆς ἀπό τήν Πρός Τίτον Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅπου βέβαια γίνεται λόγος γενικῶς περί τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ ἡ ὁποία «ἐπεφάνη», ταιριάζει ὅμως καί γιά τήν ἑορτή τῶν Φώτων, ὅπου ἐμφανῶς ἐπέλαμψε ὁ Χριστός: «Τέκνον Τίτε, ἐπεφάνη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις»9. Κατά τούς εἰδικούς ἡ προσθήκη τῆς προθέσεως «ἐπί» στό ρῆμα «φαίνομαι», ἐπιφαίνομαι καί ἐπεφάνη, σημαίνει τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ γιά βοήθεια, καί τήν λάμψη φωτός μέσα στό σκοτάδι10, πού ταιριάζει ἀπόλυτα μέ τήν αἰφνίδια φανέρωση καί ἐμφάνιση τοῦ κατ᾽ ἐξοχήν Φωτός, τοῦ Χριστοῦ, μέσα στό σκοτάδι τῆς πρό Χριστοῦ ἀνθρωπότητος. Ἄς δοῦμε ὅμως, πῶς «ἐφάνη» ἤ «ἐπεφάνη» ὁ Χριστός στόν Ἰορδάνη, πῶς ἔγινε ἡ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Βάπτισή Του στόν Ἰορδάνη ἀπό τόν Ἰωάννη.
3. Πῶς φανερώθηκε ὁ Χριστός ὡς Θεός καί Σωτήρας στόν Ἰορδάνη;
Ἡ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ καί Σωτήρα κατά τήν Βάπτισή Του στόν Ἰορδάνη ἔγινε κατά διπλό τρόπο, σύμφωνα καί μέ τήν διπλῆ Του φύση, ὡς Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Τόν φανέρωσαν καί ἡ γῆ καί ὁ οὐρανός. Ἀπό τῆς πλευρᾶς τῆς γῆς, τῶν ἀνθρώπων, τόν φανέρωσε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, καί ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ οὐρανοῦ ὁ Θεός Πατήρ, μέ τήν φωνή πού ἀκούσθηκε ἀπό τόν οὐρανό κατά τήν Βάπτιση του, «Σύ εἰ ὁ Υἱός μου, ὁ ἀγαπητός, ἐν σοί ηὐδόκησα», ἀλλά καί μέ τήν κάθοδο ἐπ᾽ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «σωματικῷ εἴδει ὡσεί περιστεράν»11.
Δέν θά παραθέσουμε ἐδῶ συστηματικά τίς πολλές μαρτυρίες τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ μέ τίς ὁποῖες ὑπέδειξε στόν λαό τόν Χριστό ὡς Λυτρωτή καί Μεσσία, τήν στιγμή μάλιστα πού εἶχε σχηματισθῆ γιά τόν ἴδιο ἡ ἐντύπωση καί ἡ ἐκτίμηση πώς αὐτός ἦταν ὁ Χριστός. Στήν σχετική ἐρώτηση τοῦ ἱερατείου τῶν Ἱεροσολύμων «σύ τίς εἶ», σύ ποιός εἶσαι, «ὡμολόγησεν ὅτι οὐκ εἰμί ἐγώ ὁ Χριστός». Ὁ Χριστός εἶναι ἀνάμεσά μας, εἶπε, ἄγνωστος ἀκόμη, τοῦ ὁποίου ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος νά λύσω τά κορδόνια ἀπό τά ὑποδήματά του. Ὅταν μάλιστα μετά τήν Βάπτιση τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Χριστός, Τόν ἔδειξε μέ τό δάκτυλό του καί εἶπε: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Ἀποκαλύπτει ὅτι οὔτε ὁ ἴδιος εἶχε γνωρίσει τόν Χριστό, ἀλλά μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἦλθε στόν Ἰορδάνη καί ἐβάπτιζε, μόνο καί μόνο γιά νά φανερώσει στόν κόσμο τόν Θεάνθρωπο Σωτήρα καί Λυτρωτή. Τοῦ ἀποκαλύφθηκε μάλιστα ὅτι κατά τήν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ θά κατέλθει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί θά μείνει ἐπάνω Του. Ἐπιβεβαιώνει ὅτι εἶναι αὐτόπτης μάρτυρας ὅλων αὐτῶν, ἀπό τά ὁποῖα προκύπτει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ: «Κἀγώ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾽ ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραήλ, διά τοῦτο ἦλθον ἐγώ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων. Καί ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τό Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστεράν ἐξ οὐρανοῦ, καί ἔμεινεν ἐπ᾽ αὐτόν. Κἀγώ οὐκ ἤδειν αὐτόν, ἀλλ᾽ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ᾽ ὅν ἄν ἴδης τό Πνεῦμα καταβαῖνον καί μένον ἐπ᾽ αὐτόν οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Κἀγώ ἑώρακα καί μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ»12. Κατά τήν μεθεπομένη ἡμέρα πάλιν ἔδειξε τόν Χριστό σέ δύο ἀπό τούς μαθητές του καί εἶπε: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ», μέ συνέπεια νά ἀκολουθήσουν τόν Χριστό οἱ δύο, ἕνας ἀπό τούς ὁποίους ἦταν ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφός τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Μέ βάση μάλιστα τίς μαρτυρίες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας φανερώνει περιχαρής στόν ἀδελφό του ὅτι βρήκαμε τόν Μεσσία. «Εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τόν ἀδελφόν τόν ἴδιον Σίμωνα καί λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν· ὅ ἔστι μεθερμηνευόμενον Χριστός»13. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφερόμενος συνοπτικά καί ἐπιγραμματικά στό ἔργο καί στήν ἀποστολή τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ μᾶς λέγει ὅτι ἐστάλη καί προετοιμάσθηκε ἀπό τόν Θεό, μόνο καί μόνο γιά νά φανερώσει τόν Χριστό, νά δώσει μαρτυρία, βεβαίωση γιά τόν Χριστό: «Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι᾽ αὐτοῦ. Οὐκ ἦν ἐκεῖνος τό φῶς, ἀλλ᾽ ἵνα μαρτυρήσει περί τοῦ φωτός»14.
Κατά τήν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ στόν Ἰορδάνη ἔχομε ὄχι μόνον τήν φανέρωση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, ἀλλά συνολικά τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως μᾶς διδάσκει θαυμάσια τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, ἀπευθυνόμενο πρός τόν Χριστό, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ὁποῖο ἔμφοβος καί γεμᾶτος δισταγμό ἐβάπτισε ὡς ἄνθρωπο ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής. Ἦταν καί αὐτό μία φανέρωση τοῦ Χριστοῦ, ὡς τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησης, τοῦ γάρ Γεννήτορος ἡ φωνή προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητόν σε Υἱόν ὀνομάζουσα· καί τό Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανείς Χριστέ ὁ Θεός, καί τόν κόσμον φωτίσας δόξα σοι». Στά ἁπλοελληνικά μᾶς λέγει ὁ ὕμνος: Ὅταν βαπτιζόσουν στόν Ἰορδάνη Κύριε, φανερώθηκε ὅτι πρέπει νά προσκυνοῦμε τήν Ἁγία Τριάδα· διότι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ Πατρός πού σέ ἐγέννησε ἔδινε μαρτυρία γιά σένα, ὀνομάζοντάς σε ἀγαπητόν Υἱόν· καί τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τήν μορφή περιστερᾶς βεβαίωνε τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Πατρός. Σέ σένα Χριστέ καί Θεέ, πού φανερώθηκες καί ἐφώτισες τόν κόσμο, ταιριάζει ἡ δόξα.
Ὅπως ἤδη εἴπαμε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σέ ὁμιλία του στήν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἀποφεύγει νά χρησιμοποιήσει τόν ὅρο «Θεοφάνεια», πού ἐχρησιμοποιεῖτο γιά τά Χριστούγεννα, ἀλλά χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «Ἐπιφάνεια». Αὐτό δίνει καί μία ἐξήγηση γιά τό ὅτι στήν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων κυριαρχοῦν τά «ἐπεφάνη» «ἐπιφανέντι», «ἐπιφάνεια», μαζί μέ τά «ἐφάνη», «φανέντι», κ.τ.λ. Ἐξηγεῖ ἁπλᾶ καί πειστικά, ὅπως πάντοτε, ὁ χρυσορρήμων Ἅγιος, γιά ποιό λόγο δέν ὀνομάζεται «Ἐπιφάνεια» ἡ ἡμέρα κατά τήν ὁποία γεννήθηκε, ἀλλά ἡ ἡμέρα κατά τήν ὁποία βαπτίσθηκε: «Ἀλλά τίνος ἕνεκεν οὐχί ἡ ἡμέρα καθ᾽ ἥν ἐτέχθη, ἀλλ᾽ ἡ ἡμέρα καθ᾽ ἥν ἐβαπτίσθη, ἐπιφάνεια λέγεται;». Καί ἡ ἀπάντηση, πειστικώτατη, δικαιολογεῖ καί τό δικό μας ἐδῶ ἐγχείρημα νά καθιερωθεῖ ὡς ἐκκλησιαστικός χαιρετισμός γιά τά Φῶτα τό «Χριστός ἐφάνη – Ἀληθῶς ἐφάνη». Μᾶς λέγει λοιπόν ὅτι ἡ ἑορτή λέγεται Ἐπιφάνεια, διότι ὁ Χριστός φανερώθηκε στούς πολλούς, ὄχι ὅταν γεννήθηκε, ἀλλά ὅταν βαπτίσθηκε· μέχρι τήν Βάπτιση ἦταν ἄγνωστος στούς πολλούς: «Ἐπειδή οὐχ ὅτε ἐτέχθη, τότε πᾶσιν ἐγένετο κατάδηλος, ἀλλ᾽ ὅτε ἐβαπτίσατο· μέχρι γάρ ταύτης ἠγνοεῖτο τῆς ἡμέρας τοῖς πολλοῖς». Στή συνέχεια ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἀπαριθμεῖ τρία βαπτίσματα, α) τό Ἰουδαϊκό, β) τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου καί γ) τό Χριστιανικό, καί ἀφοῦ ἀναλύει τί προσφέρει τό κάθε ἕνα ἀπό αὐτά, συμπεραίνει ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔλαβε κανένα ἀπό αὐτά τά βαπτίσματα, διότι δέν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ἀπό μετάνοια, οὔτε ἀπό ἄφεση ἁμαρτιῶν οὔτε ἀπό τήν χορηγία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού προσφέρουν ἀντίστοιχα τά τρία αὐτά βαπτίσματα. Ὁπότε στό εὔλογο ἐρώτημα, τότε γιατί βαπτίσθηκε ὁ Χριστός, ἀφοῦ δέν βαπτίσθηκε οὔτε κατά τό Ἰουδαϊκό, οὔτε κατά τό Προδρομικό, οὔτε κατά τό Χριστιανικό Βάπτισμα, ἀπαντᾶ ὅτι βαπτίσθηκε γιά δύο λόγους. Ὁ πρῶτος καί βασικός πού ἐνδιαφέρει καί ὅσα ἐδῶ παρουσιάζουμε εἶναι ὅτι ὁ Χριστός βαπτίσθηκε γιά νά γνωρισθεῖ, γιά νά φανερωθεῖ στούς πολλούς: «Ἵνα γνωρισθῇ τοῖς πολλοῖς». Δέν ἦταν εὔκολο, λέγει, νά γυρνάει ὁ Βαπτιστής ἀπό σπίτι σέ σπίτι καί ἀπό συναγωγή σέ συναγωγή καί νά λέγει, ὁρίστε αὐτός εἶναι ὁ Χριστός. Ἐνῶ, ἐπειδή ὅλος ὁ κόσμος, ἀπό ὅλες τίς πόλεις εἶχε ξεχυθῆ στόν Ἰορδάνη γιά νά ἀκούσει τόν φημισμένο ἐρημίτη καί νά βαπτισθεῖ, ἐκεῖ νά δεχθεῖ ὁ Ἰωάννης, ὅταν ἦλθε ὁ Χριστός νά βαπτισθεῖ, «τήν ἄνωθεν σύστασιν τήν διά τῆς φωνῆς τοῦ Πατρός, τήν διά τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Πνεύματος τῆς ἐν εἴδει περιστερᾶς», καί αὐτήν τήν οὐράνια σύσταση καί μαρτυρία νά τήν μεταφέρει, νά τήν φανερώσει στά συρρέοντα στόν Ἰορδάνη πλήθη. Ὁ δεύτερος λόγος γιά τόν ὁποῖο βαπτίσθηκε ὁ Χριστός, κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο εἶναι αὐτός, τόν ὁποῖο εἶπε ὁ Χριστός στόν Πρόδρομο, ὅταν ἐκεῖνος δίσταζε νά τόν βαπτίσει καί ἔλεγε ὅτι ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτισθῶ ἀπό σένα καί σύ ἔρχεσαι νά βαπτισθεῖς ἀπό μένα. Τότε ὁ Χριστός τοῦ εἶπε: «Ἄφες ἄρτι· οὕτω γάρ πρέπον ἐστίν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην»15,δηλαδή ἄφησέ τα τώρα αὐτά, γιατί πρέπει ἐμεῖς νά ἐκτελέσουμε κάθε ἐντολή. Ὁ Ἰωάννης εἶχε πάρει ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά βαπτίζει, δέν ἦταν δική του ἐφεύρεση τό Βάπτισμα. Καί ὅπως ὁ Χριστός τηροῦσε καί τίς ἄλλες ἐντολές ἔτσι ἔπρεπε νά τηρήσει καί τήν πρόσφατη ἐντολή τοῦ Βαπτίσματος: «Ὥσπερ οὖν περιετέμνετο καί θυσίαν ἀνήνεγκε καί σάββατα ἐτήρησε καί ἑορτάς ἐπλήρωσεν Ἰουδαϊκάς, οὕτω καί τοῦτο τό λειπόμενον προσέθηκε, τό πεισθῆναι προφήτῃ βαπτίζοντι»16.
Ἐπίλογος: Ἐπανερχόμαστε στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ
Σέ ἕνα τροπάριο τῶν Αἴνων τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, γραμμένο ἀπό τόν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Γερμανό τόν Α´, ἀκοῦμε ὅτι μέ τήν φανέρωση τοῦ Χριστοῦ στόν Ἰορδάνη τελειώνει ἡ περίοδος τοῦ σκότους, τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ, καί ἀρχίζει ἡ περίοδος τοῦ Φωτός: «Φῶς ἐκ φωτός ἔλαμψε τῷ κόσμῳ Χριστός, ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ ἐπιφανείς Θεός· τοῦτον λαοί προσκυνήσωμεν». Αὐτό παραπέμπει στόν Πρόλογο τοῦ Κατά Ἰωάννην Ἁγίου Εὐαγγελίου, ὅπου ἐκεῖ ὁ Λόγος, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός, παρουσιάζεται ὡς φορεύς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καί τοῦ φωτός, ὡς ἡ Ζωή καί τό Φῶς: «Ἐν αὐτῷ ζωή ἦν, καί ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων. Καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν… Ἦν τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον»17.
Δυστυχῶς μερικοί προτιμοῦν νά ζοῦν καί νά παραμένουν στό σκοτάδι τῆς πρό Χριστοῦ ἐποχῆς. Προσπαθοῦν νά σβήσουν τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν μετά τήν Βάπτισή Του ὁ Χριστός ἄρχισε τό ἔργο Του μέ κέντρο τήν Καπερναούμ, τήν παραλιακή πόλη τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος, τότε ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος διαπιστώνει ὅτι ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα, πού ἔλεγε ὅτι ἐκεῖ στά ὅρια τῶν φυλῶν Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ, κοντά στήν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ζοῦν καί πολλοί εἰδωλολάτρες, ὅπως ἀκούσαμε στήν εὐαγγελική περικοπή τῆς προηγούμενης Κυριακῆς, τῆς Κυριακῆς μετά τά Φῶτα, τότε λοιπόν «ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καί τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς»18. Μέ τήν λοίμωξη τοῦ Κορωνοϊοῦ ὅσοι κάθονται μέσα στό σκότος, καί τούς ἀρέσει τό σκότος, μετέβαλαν καί τήν Ἑλλάδα τῶν Φώτων σέ χώρα καί σκιά θανάτου. Τρομοκρατοῦν καθημερινά τόν κόσμο μέ τόν φόβο τοῦ θανάτου καί δέν τόν ἄφησαν οὔτε τά Θεοφάνεια νά ἐκκλησιασθεῖ, νά ἁγιασθεῖ, νά φωτισθεῖ, νά ἀκούσει γιά τό Φῶς, γιά τά Φῶτα, νά ξεχάσει τό σκοτάδι τῆς θανατοφοβίας καί τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ. Κάθε χρόνο πού ἀκούγεται αὐτή ἡ εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς μετά τά Φῶτα, πού μνημονεύσαμε, ἐνθυμοῦμαι ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας αὐτό τοῦ προφήτη Ἠσαΐα «ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει». Γράφει ὅτι εἶναι ἄλλο πρᾶγμα νά κάθεσαι μέσα στό σκοτάδι καί ἄλλο νά βαδίζεις μέσα στό σκοτάδι. Ὅταν βαδίζεις, ὑπάρχει ἐλπίδα νά βγεῖς· ὅταν ὅμως κάθεσαι, δέν ὑπάρχει ἐλπίδα νά βγεῖς: «Καί γάρ ἐν ἐσχάτοις τά ἀνθρώπινα ἦν πρό τῆς Χριστοῦ παρουσίας. Οὐδέ γάρ ἐβάδιζον ἐν σκότει, ἀλλ᾽ ἐκάθηντο ἐν σκότει· ὅπερ σημεῖον ἦν τοῦ μηδέ ἐλπίζειν αὐτούς ἀπαλλάττεσθαι· ὥσπερ γάρ οὐδέ εἰδότας, ποῦ δεῖ προβῆναι, οὕτω καταληφθέντες ὑπό τοῦ σκότους ἐκάθηντο, μή δυνάμενοι μηδέ στῆναι λοιπόν»19.
Καί πάλι τά ἀνθρώπινα εἶναι σέ ἔσχατο σημεῖο κατάπτωσης. Ἡ Ἑλλάδα τῶν Φώτων καλοκάθεται μέσα στή σκοτία τῆς ἄλλοτε χριστιανικῆς καί τώρα ἀποχριστιανισμένης Δύσης. Ὅσοι γευθήκαμε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας δέν θά ἀφήσουμε νά μᾶς καταλάβει τό σκότος. Καί γιά ὅσους ἀπό τούς ὁμοφύλους καί ὁμοδόξους, ἰδιαίτερα τούς ἄρχοντες, πολιτικούς καί ἐκκλησιαστικούς, κάθονται μέσα στό σκοτάδι τῆς Χριστομαχίας καί Ἐκκλησιομαχίας, εὐχόμαστε νά σηκωθοῦν, νά σταθοῦν παλληκαρίσια (στῆναι) καί νά ἀρχίσουν νά βαδίζουν πρός τό Φῶς. Θά τούς περιμένουμε μέ χαρά, ὥστε τοῦ χρόνου καί τά ἑπόμενα χρόνια, ἐλεύθεροι ἀπό τό σκότος νά γιορτάσουμε ὁλόφωτα τά Φῶτα καί νά χαιρετήσουμε ἀλλήλους μέ τόν χαιρετισμό «Χριστός ἐφάνη – Ἀληθῶς ἐφάνη».
- 1. Λουκᾶ 2, 10-12.
- 2. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 45, PG 94, 981-984. ΕΠΕ 1, 278-282.
- 3. Περί Ἱερωσύνης 3, 7, PG 48, 645: «Οὐδείς μᾶλλον Παύλου τόν Χριστόν ἠγάπησεν, οὐδείς μείζονα ἐκείνου σπουδήν ἐπεδείξατο, οὐδείς πλείονος ἠξιώθη χάριτος».
- 4. Γαλ. 6, 14. Αὐτόθι 2, 20. Φιλιπ. 1, 23. Ρωμ. 8, 35.
- 5. Λόγος 38, Εἰς τά Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, ΕΠΕ 5, 36-71.
- 6. Αὐτόθι 38, 3, ΕΠΕ 5, 38-39.
- 7. Λόγος 39, Εἰς τά Ἅγια Φῶτα, ΕΠΕ 5, 72-113.
- 8. PG 49, 351-362.
- 9. Τίτ. 2, 11-14· 3, 4-7.
- 10. Βλ. Π. Ν. Τρεμπελα, Ὑπόμνημα εἰς τάς Ἐπιστολάς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τόμος δεύτερος. Ἐπιστολαί: Πρός Γαλάτας – Πρός Φιλήμονα, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 2003, σελ. 437.
- 11. Ματθ. 3, 16-17. Μάρκ. 1, 11. Λουκᾶ 3, 22.
- 12. Ἰω. 1, 19-34.
- 13. Αὐτόθι 1, 35-42.
- 14. Ἰω. 1, 6-8.
- 15. Ματθ. 3, 15.
- 16. PG 49, 365-369.
- 17. Ἰω. 1, 4-5. 1, 9.
- 18. Ματθ. 4, 12-17.
- 19. Εἰς Ματθ. Ὁμ. 14, 1, PG 57, 217.
https://katanixi.gr/christos-efani-alithos-efani/
Δεῖτε καί: Γιατί λέμε Χριστός ετέχθη και απαντάμε Αληθώς ετέχθη;