Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειας, Βίος καί λόγοι Ἁγ. Πορφυρίου, Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου

«Ὕπαγε ὁ παῖς σου ζει»[1]. Μέ ἕναν λόγο Του ὁ Κύριος, ἐθεράπευσε αὐτόν τόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο καί βλέπουμε πώς ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν. Εἶναι Αὐτός ὁ Ὁποῖος προνοεῖ καί φροντίζει γιά τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς, καί θά πρέπει μέ πολλή εὐγνωμοσύνη νά στεκόμαστε μπροστά στήν φροντίδα τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἔχει γιά τόν καθένα ἰδιαιτέρως. Κι ὅταν ὁ Θεός μᾶς δίνει ὑγεία, νά Τόν εὐχαριστοῦμε, ἀλλά καί ὅταν μᾶς δίνει ἀσθένειες πρέπει νά Τόν εὐχαριστοῦμε, γιατί καί οἱ ἀσθένειες εἶναι πρός ὠφέλεια τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, πρός αἰώνιο ζωή καί σωτηρία.

«Ὁ Κύριος ἔκτισεν ἐκ γῆς φάρμακα», λέει στήν Σοφία Σειράχ, «καί ἀνήρ φρόνιμος οὐ προσοχθιεῖ αὐτοῖς»[2]. Ὁ Κύριος ὅρισε νά φυτρώνουν φαρμακευτικά βότανα ἀπό τήν γῆ, καί ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος δέν τά ἀποστρέφεται. Ὁ Κύριος μᾶς θεραπεύει καί μέ τήν ἐνέργειά Του ἀπευθείας, ἀλλά καί μέσῳ τῶν διαφόρων φαρμακευτικῶν βοτάνων, καί μέσῳ τῶν ἰατρῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι καί αὐτοί δικά Του δημιουργήματα. Ὅμως πρέπει νά γνωρίζουμε καί τήν σχέση πού ἔχει ἡ ἁμαρτία μέ τήν ἀσθένεια. Λέγει πάλι στή Σοφία Σειράχ, «ὁ ἁμαρτάνων ἔναντι τοῦ ποιήσαντος αὐτόν ἐμπέσοι εἰς χεῖρας ἰατροῦ»[3]. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἁμαρτάνει ἐνώπιον τοῦ Δημιουργοῦ του, θά ἀσθενήσει καί θά περιέλθει στά χέρια τοῦ ἰατροῦ.

«Ὁ φοβούμενος ἐντολή», λέγει πάλι στίς Παροιμίες, «οὗτος ὑγιαίνει»[4]. Ἐκεῖνος δηλαδή πού σέβεται καί τηρεῖ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, αὐτός εἶναι καί ὑγιής σωματικά καί ψυχικά. Βεβαίως ὅταν ὁ Θεός παραχωρεῖ μιά ἀσθένεια, δέν σημαίνει βέβαια πάντοτε ὅτι αὐτή εἶναι ἀποτέλεσμα ἁμαρτίας. Μπορεῖ νά εἶναι καί γιά νά δοξασθεῖ ὁ ἀσθενῶν φανερώνοντας τήν ὑπομονή του, ὅπως ἔγινε στήν περίπτωση τοῦ Ἰώβ, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἤτανε δίκαιος κατά πάντα, ἀσθένησε μέ φοβερή ἀσθένεια, ὄχι βεβαίως γιά νά παιδαγωγηθεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά γιά νά φανερωθεῖ ἡ μεγάλη του ἀρετή, ἡ μεγάλη του ὑπομονή καί ἡ μεγάλη του ἀγάπη πρός τόν Θεό.

«Εὐχαριστῶ τόν Θεό», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «πού μοῦ ἔδωσε πολλές ἀρρώστιες. Πολλές φορές τοῦ λέω: Χριστέ μου, ἡ ἀγάπη Σου δέν ἔχει ὅρια! Τό πῶς ζῶ εἶναι ἕνα θαῦμα! Μέσα στίς ἄλλες μου ἀρρώστιες ἔχω καί καρκίνο στήν ὑπόφυση», λέει ὁ Ἅγιος. «Δηλαδή δημιουργήθηκε ἐκεῖ ὄγκος πού μεγαλώνει καί πιέζει τό ὀπτικό νεῦρο. Γι' αὐτό τώρα πιά δέν βλέπω. Πονάω φοβερά. Προσεύχομαι ὅμως, σηκώνοντας τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ μέ ὑπομονή. Εἴδατε τήν γλώσσα μου πού ἔχει μεγαλώσει; Εἶναι καί αὐτό ἀπό τόν καρκίνο πού ἔχω στό κεφάλι, κι ὅσο πάω θά γίνομαι χειρότερα. Θά μεγαλώσει κι ἄλλο, θά δυσκολεύομαι νά μιλήσω. Πονάω πολύ, ὑποφέρω, ἀλλά εἶναι πολύ ὡραία ἡ ἀρρώστια μου. Τήν αἰσθάνομαι ὡς ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ! Κατανίγομαι καί εὐχαριστῶ τόν Θεό. Εἶναι γιά τίς ἁμαρτίες μου. Εἶμαι ἁμαρτωλός καί προσπαθεῖ ὁ Θεός νά μέ ἐξαγνίσει»[5]. Ὅλα αὐτά βέβαια τά λέει ὁ Ἅγιος ἀπό ὑπερβάλλουσα ταπείνωση. Καί δέν εἶχε μόνο αὐτή τήν ἀσθένεια, τόν καρκίνο στήν ὑπόφυση, ἀλλά εἶχε καί ἔμφραγμα μυοκαρδίου, ὅπως ἀποκαλύπτει ὁ γιατρός του Γεώργιος Παπαζάχος, εἶχε χρόνια νεφρική ἀνεπάρκεια, ἕλκος δωδεκαδακτύλου μέ ἐπανειλημμένες γαστρορραγίες, εἶχε καταρράκτη πού χειρουργήθηκε, μέ ἀποβολή τοῦ φακοῦ καί τύφλωση, εἶχε ἔρπητα ζωστῆρα στό πρόσωπο, σταφυλοκοκκική δερματίτιδα στό χέρι, βουβωνοκήλη μέ συχνή περίσφιξη, χρόνια βρογχίτιδα, ἀδένωμα τῆς ὑποφύσεως στό κρανίο. Ὅλα αὐτά τά ὑπέμενε μέ θαυμαστή καρτερία καί μέ δοξολογία.

«Ὅταν ἤμουν δεκαέξι χρονῶν, παρακαλοῦσα τόν Θεό», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «νά μοῦ δώσει μιά βαριά ἀρρώστια, νά πονάω γιά τήν ἀγάπη Του καί νά Τόν δοξάζω μέσα ἀπό τόν πόνο. Γιά μεγάλο διάστημα ἔκανα αὐτή τήν προσευχή, ἀλλά ὁ γέροντάς μου μοῦ εἶπε ὅτι αὐτό εἶναι ἐγωισμός καί ὅτι ἔτσι ἐκβιάζω τόν Θεό. Ὁ Θεός ξέρει τί θά κάνει. Ἔτσι δέν τήν συνέχισα. Δεῖτε ὅμως πού ὁ Θεός δέν λησμόνησε τό αἴτημά μου καί μοῦ ἔδωσε αὐτή τήν εὐεργεσία μετά ἀπό τόσα χρόνια»[6]. Αὐτό πού οἱ κοσμικοί ἐμπαθεῖς ἄνθρωποι τό βλέπουν ὡς δυστυχία, καί πολλές φορές ὡς ἐγκατάλειψη ἤ ὡς τιμωρία ἀπό τόν Θεό, ὁ Ἅγιος τό ἔβλεπε ὡς εὐεργεσία, ὡς ἐπίσκεψη Θεοῦ καί ὡς προσπάθεια τοῦ Θεοῦ γιά νά τόν καθαρίσει ἀπό τίς διάφορες, ὅπως ἔλεγε, ἁμαρτίες του.

«Τώρα δέν παρακαλῶ τόν Θεό νά μοῦ πάρει αὐτό πού Τοῦ ζήτησα. Χαίρομαι», λέει ὁ Ἅγιος, «πού τό ἔχω, γιά νά γίνω κι ἐγώ συμμέτοχος στά πάθη Του ἀπό τήν πολλή μου ἀγάπη. Ἔχω τήν παιδεία τοῦ Θεοῦ. «Ὅν ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει»[7]»[8], δηλαδή παιδαγωγεῖ. Ἔτσι πρέπει κάθε ἄνθρωπος, κάθε πιστός χριστιανός νά αἰσθάνεται τίς ἀσθένειες, τίς ἀρρώστιες του, ὡς ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ, ὡς παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ, ὡς μία προσπάθεια τοῦ Θεοῦ νά τον βοηθήσει νά σωθεῖ.

«Ἡ ἀρρώστια μου», ἔλεγε ὁ Ἅγιος, «εἶναι μιά ἰδιαίτερη εὔνοια τοῦ Θεοῦ, πού μέ καλεῖ νά μπῶ στό μυστήριο τῆς ἀγάπης Του καί μέ τήν δική Του τήν Χάρη προσπαθῶ νά ἀνταποκριθῶ». Δέν ζητάει ἀπό τόν Θεό νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τήν ἀσθένεια, ἀλλά νά τοῦ δώσει τήν Χάρη Του ὥστε νά ἀνταποκριθεῖ σωστά στήν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, νά μήν λιγοψυχήσει, νά μήν γογγύσει, νά μήν γκρινιάξει, ἀλλά νά περάσει αὐτή τήν δοκιμασία ἀναμαρτήτως καί μέ εὐγνωμοσύνη στόν Θεό. «Ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος. Θά μοῦ πεῖτε: «Ὅλα αὐτά πού σοῦ ἀποκαλύπτει ὁ Θεός δέν σέ κάνουν ἄξιο;». Αὐτά μέ κατακρίνουν», λέει ὁ Ἅγιος. «Γιατί αὐτά εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τίποτε δικό μου»[9]. Ἐννοοῦσε τά ποικίλα του χαρίσματα, μάλιστα τό διορατικό, τό προορατικό χάρισμα, τίς ἀποκαλύψεις πού δεχόταν καί ὅλα αὐτά πού θαύμαζε ὁ κόσμος, ὁ Ἅγιος τά ἔβλεπε ὡς ἕνα χρέος ἀπέναντι στόν Θεό. Γι' αὐτό ἔλεγε, ὅλα αὐτά μέ κατακρίνουν, γιατί εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί ὄχι δικά μου κατορθώματα, καί θά ἔπρεπε ἐγώ νά ἔχω φιλοτιμηθεῖ καί νά εἶμαι πολύ πιό ὑψηλά πνευματικά.

«Ὁ Θεός», λέει ὁ Ἅγιος, «μοῦ ἔδωσε πολλά χαρίσματα, ἀλλά ἐγώ δέν ἀνταποκρίθηκα, φάνηκα ἀνάξιος. Τήν προσπάθεια, ὅμως, οὔτε μιά στιγμή δέν τήν ἄφησα. Ἴσως ὁ Θεός μου δώσει τή βοήθειά Του, γιά νά δοθῶ στήν ἀγάπη Του»[10]. Βλέπουμε πώς ὁ Ἅγιος ἔχει αὐτομεμψία, ἀλλά ἔχει καί αὐτοσυνειδησία ὅτι δέν σταμάτησε τήν προσπάθεια. Ἄλλωστε αὐτό ζητάει ὁ Θεός ἀπ' ὅλους μας. Νά μήν σταματᾶμε τόν ἀγῶνα τόν πνευματικό. Ἀσχέτως,ἐάν προοδεύουμε, ἄν εἴμαστε στάσιμοι ἤ ἄν γινόμαστε καί χειρότεροι. Γι' αὐτό λέει ὁ Ἅγιος, δέν προσεύχομαι νά μέ κάνει ό Θεός καλά, προσεύχομαι νά μέ κάνει καλό.

«Εἶμαι βέβαιος ὅτι ό Θεός τό ξέρει ὅτι πονάω. Προσεύχομαι, ὅμως, γιά τήν ψυχή μου, νά μοῦ συγχωρέσει τά παραπτώματά μου. Φάρμακα δέν παίρνω, οὔτε πῆγα γιά ἐγχείρηση, οὔτε γιά ἐξετάσεις, οὔτε θά δεχτῶ ἐγχείρηση. Θά ἀφήσω τόν Θεό νά κανονίσει. Τό μόνο πού κάνω εἶναι νά προσπαθῶ νά γίνω καλός. Αὐτό νά εὔχεσθε γιά μένα. Ἤ Χάρις τοῦ Θεοῦ μέ κρατάει. Προσπαθῶ νά δίνομαι στόν Χριστό, νά πλησιάζω τόν Χριστό, νά ἑνώνομαι μέ τόν Χριστό. Αὐτό ἐπιθυμῶ. Δέν τό ἔχω, ὅμως, κατορθώσει. Δέν τό λέω αὐτό ἀπό ταπείνωση. Ἀλλά δέν χάνω τό θάρρος μου. Ἐπιμένω, προσεύχομαι νά μοῦ συγχωρέσει ό Θεός τίς ἁμαρτίες μου. Ἔχω ἀκούσει ἀπό πολλούς νά λένε: «Δέν μπορῶ νά προσευχηθῶ». Ἐγώ», λέει ὁ Ἅγιος, «δέν τό ἔχω πάθει αὐτό. Μόνο τήν ἡμέρα τῆς παρακοῆς μου στό Ἅγιον Ὄρος τό εἶχα πάθει αὐτό»[11]. Ὅταν εἶχε παρακούσει τούς Γεροντάδες του πού τοῦ εἶχαν πεῖ νά μήν διαβάσει ἕνα βιβλίο, γιατί δέν ἦταν ἀκόμα ὁ καιρός. Ἐκεῖνος ὅμως τό πῆρε ἐν τῇ ἀπουσίᾳ τους καί τό ξεφύλλισε, κι ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή κόπηκε ἡ προσευχή μέσα του, καί κατάλαβε ὅτι εἶχε κάνει λάθος.

«Δέν μέ ἀπασχολεῖ πόσο θά ζήσω», λέει ὁ Ἅγιος, «καί ἄν θά ζήσω. Αὐτό τό ἔχω ἀφήσει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Συμβαίνει πολλές φορές νά μή θέλει κανείς νά θυμᾶται τόν θάνατο. Εἶναι γιατί ἐπιθυμεῖ τή ζωή. Αὐτό εἶναι ἀπό μιά ἄποψη ἔνδειξη τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς». Ἡ ψυχή καί ὁ ἄνθρωπος δέν φτιάχτηκε γιά νά πεθάνει, ἀλλά γιά νά ζήσει αἰώνια. Ὁ Ἅγιος πολύ ὡραῖα τό λέει, ὅτι δέν μέ νοιάζει ἄν ἐδῶ σέ αὐτή τήν ζωή θά ζήσω καί γιά πόσα χρόνια θά ζήσω ἤ ἄν γρήγορα θά φύγω. Γιατί, ὅπως λέει στήν συνέχεια, ἐπαναλαμβάνοντας τό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή: «ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν»[12]. Εἴτε ζοῦμε εἴτε πεθαίνουμε, ἀνήκουμε στόν Κύριο. Καί θά πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο ὅσα χρόνια κι ἄν μᾶς δώσει ἐδῶ στήν πρόσκαιρη αὐτή ζωή. Γιατί ἡ ζωή δέν τελειώνει μέ τόν βιολογικό θάνατο, ἀλλά συνεχίζεται αἰώνια μετά ἀπό αὐτόν.

«Ὁ θάνατος», λέει ὁ Ἅγιος, «εἶναι μιά γέφυρα πού θά μᾶς πάει στόν Χριστό. Μόλις κλείσουμε τά μάτια μας, θά τ' ἀνοίξουμε στήν αἰωνιότητα. Θά παρουσιαστοῦμε μπροστά στόν Χριστό. Στήν ἄλλη ζωή θά ζοῦμε «ἐκτυπότερον» τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ»[13]. Κι αὐτό εἶναι πού καθιστᾶ τόν πιστό χριστιανό ἄφοβο καί ἀτρόμητο μπροστά στόν θάνατο, ἡ ἐλπίδα γιά τήν μέθεξη τῆς αἰώνιας χαρᾶς καί μακαριότητας.

Γι' αὐτό ἔλεγε κι ἕνας ἐκκλησιαστικός συγγραφέας ἀρχαῖος, ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας, «νά φοβόμαστε ὄχι τήν ἐξωτερική ἀσθένεια, ἀλλά τά ἁμαρτήματα ἐξαιτίας τῶν ὁποίων προῆλθε ἡ ἀσθένεια. Νά φοβόμαστε τήν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, καί ὄχι τοῦ σώματος. Νά φοβόμαστε τήν ἁμαρτία, γιατί ἡ ἁμαρτία μπορεῖ νά μᾶς στερήσει τήν αἰώνια χαρά καί μακαριότητα»[14].

«Νά φιλοσοφεῖς τήν ἀρρώστια», λέει καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «καί νά τήν θεωρεῖς παιδαγωγία, γιά τό συμφέρον σου. Ἄφησε τό σῶμα νά πάσχει τά δικά του, ἀφοῦ ὁπωσδήποτε, ἤ τώρα ἤ ἀργότερα, θά διαλυθεῖ σύμφωνα μέ τόν φυσικό νόμο. Τήν ψυχή ὅμως κράτα την ψηλά καί μέ τούς λογισμούς νά βρίσκεσαι μαζί μέ τόν Θεό.

Πονῶ στήν ἀρρώστια μου», ἔλεγε πάλι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «πονῶ ἀλλά χαίρομαι. Ἡ χαρά αὐτή εἶναι ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ πού γεμίζει τήν ψυχή τοῦ δοκιμαζόμενου πιστοῦ, γι' αὐτό καί εἶναι ἀνεξήγητη γιά τόν ἄνθρωπο πού δέν πιστεύει στόν Χριστό»[15].

«Ὁ Θεός δίνοντας μιά κακιά ἀρρώστια στόν ἄνθρωπο», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «τοῦ κόβει τήν ἁμαρτία. Ἔτσι ἤ θά ἔχει ἐλαφρότερη κόλαση ἤ θά σωθεῖ, ἄν μετανοήσει. Ἄν ἐπισκεφτεῖς γιατρό», λέει πάλι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «καί θελήσεις νά ρωτήσεις, θά μάθεις ὅτι ὅλες σχεδόν οἱ ἀρρώστιες ἔχουν αἰτία τήν πολυφαγία. Ἀπό ποῦ γεννιοῦνται οἱ παντός εἴδους ἀρρώστιες καί οἱ διαστροφές τῶν μελῶν; Δέν εἶναι ἀπό αὐτό; Ἀπό τό ὅτι δηλαδή ξεπερνώντας τήν ἀνάγκη, φορτώνουμε μέ βαρύ φορτίο τήν κοιλιά μας;».

«Ὥσπερ ὄξος ἕλκει ἀσύμφορον, οὕτως προσπεσόν πάθος ἐν σώματι καρδίαν λυπεῖ»[16]. Ὁπωσδήποτε ἡ ἀρρώστια στενοχωρεῖ, λυπεῖ τόν ἄνθρωπο συνήθως, ὅπως τό ξύδι, λέει στίς Παροιμίες, εἶναι ἐπιβλαβές καί προκαλεῖ πόνο ριπτόμενο σέ ἀνοικτή πληγή, ἔτσι καί μιά ἀπροσδόκητη σωματική ἀσθένεια φέρνει λύπη στήν καρδιά. Ἄν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔχει πίστη στόν Θεό, στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πολύ εὔκολα ξεπερνάει αὐτή τήν ὀδύνη καί τόν πόνο τῆς ἀσθένειας.

Ἄς παραδειγματιστοῦμε ἀπό τίς Ἅγιες Γραφές καί ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες καί ἄς μήν βαρυγκωμοῦμε καί ἄς μήν γκρινιάζουμε ὅταν ἀσθενοῦμε καί ὅταν πονᾶμε, ἀλλά ἄς δοξάζουμε τόν Θεό πού μᾶς ἐπισκέπτεται καί φροντίζει μέσῳ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά μᾶς καθαρίσει ἀπό τό δηλητήριο τῆς ἡδονῆς πού ἔχει μπεῖ μέσα μας λόγῳ τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μας, νά μᾶς καταστήσει ἄξιους μέ αὐτή τήν ὀδύνη νά δεχτοῦμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν Χάρη Του, καί νά σωθοῦμε καί νά μετάσχουμε στήν αἰώνια χαρά καί μακαριότητα.

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Πρβλ. Ἰωάν. 4, 50.

[2] Σοφ.Σειρ. 38, 4.

[3] Σοφ.Σειρ. 38, 15.

[4] Παρ. 13, 13.

[5] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).

[6] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[7] Ἑβρ. 12, 6.

[8] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[9] Ὅ.π.

[10] Ὅ.π.

[11] Ὅ.π.

[12] Ρωμ. 14, 8.

[13] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.



[16] Παρ. 25, 20.