Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου
Αθηνα 31. 1. 1966
Περίοδος Δ ́ – Ἔτος ΛΗ ́ Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2348
Τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε ἑορτή. Εἶνε ἡ ἡμέρα τῶν γραμμάτων, τῆς χριστιανικῆς παιδείας· ἑορτάζουν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι.
Δὲν εἶνε εὔκολο νὰ ὑμνήσῃς «τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητος»(ἀπολυτ.). Εἴμαστε νᾶνοι μπροστὰ σὲ γίγαντες.
Τί νὰ ἐξάρουμε ἀπὸ τὸ βίο καὶ τὴ δρᾶσι τους; τὴν οἰκογένεια – τὶς μητέρες τους; τὴ φιλομάθεια ἢ τὴ σοφία τους; τὴ ῥητορικὴ δεινότητα ἢτὴ συγγραφική τους ἱκανότητα; τὴ φιλία ποὺ τοὺς ἕνωνε; τὴν ἄσκησί τους ἐν «σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς»(Ἑβρ. 11,38); ἢ τὴ φιλανθρωπικήτους δρᾶσι; Θὰ μπορούσαμε νὰ λάβουμε ὡς θέμα· οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὡς τέκνα, ἢ ὡς φοιτηταί, ἢ ὡς μοναχοί, ἢ ὡς ἐπίσκοποι, ἢ ὡς διανοούμενοι, ἢ ὡς ἐπιστήμονες, ἢ ὡς παιδαγωγοί. Ἀφήνω ὅμως αὐτὰ τὰ θέματα καὶ ἐκλέγω τοῦτο· «Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὡς ἀγωνισταί».
Ἀγωνίστηκαν! ὅλη ἡ ζωή τους ἦταν ἀγώνας·κατὰ τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας, κατὰ τῆς πλάνης καὶ τῶν αἱρέσεων, κατὰ τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καὶ τῆς εἰδωλολατρίας, κατὰ τῶν ἀρειανῶν καὶ τῶν πνευματομάχων· ἐναντίον αὐτοκρατόρων καὶ βασιλισσῶν, ἐναντίον ἀδίκων κριτῶν καὶ ἀσπλάχνων πλουσίων, ἐναντίον κάθε κακίας καὶ διαφθορᾶς. Δὲν εἶπα τίποτα.
Ὁ σκληρότερος ἀγώνας, ποὺ τοὺς κατέβαλε –πέθαναν σὲ μικρὴ σχετικῶς ἡλικία– ἦταν κατὰ τῆς διαφθορᾶς μέσα στὸν ἐκκλησιαστικὸ ὀργανισμό· ἐναντίον συναδέλφων τους κακῶν ποιμένων, ποὺ μπῆκαν στὰ ἐνδότερα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ «θύσουν καὶ ἀπολέσουν»(Ἰω. 10,10). Ναί· ὁ πόθος τους νὰ δοῦν τὴν Ἐκκλησία καθαρὴ ἀπὸ στοιχεῖα ἀνάξια καὶ φαῦλα, αὐτὸ ἔφθειρε τὶς δυνάμεις τους.
Ἂς πλησιάσουμε ὅμως στὸν στίβο τους.
* * *
– Καὶ πρῶτα ὁ μέγας Βασίλειος (330-387 μ.Χ.).
Ἡ ἐκλογή του ὡς ἐπισκόπου Καισαρείας δὲν ἔγινε εὔκολα. Ὅταν κενώθηκε ὁ θρόνος κακοὶ ἐπίσκοποι κατέβαλαν προσπάθεια, μὲ χρήμα τα καὶ πολιτικὰ πρόσωπα καὶ γυναῖκες, νὰ ἐκλεγῇ ἕνας δικός τους ἄνθρωπος. Ἀλλὰ ὁ λαὸς δὲν ἔμεινε ἀδιάφορος καὶ ἀμέτοχος, κινήθηκε. Σηκώθηκαν καὶ πῆγαν στὴ Ναζιανζό, βρῆκαν ἐκεῖ τὸ γέροντα ἐπίσκοπο Γρηγόριο (90 ἐτῶν, πατέρα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θεολόγου), τὸν ἔφεραν ἀπὸ ἀπόστασι 30 χιλιομέτρων μέσα ἀπὸ βουνὰ στὰ χέρια, πάνω σὲ φορεῖο· καὶ ἡ δική του ψῆφος ἔκανε τὴν πλάστιγγα νὰ κλίνῃ ὑπὲρ τοῦ μεγάλου Βασιλείου· ἔτσι ἐξελέγη ὁ ἅγιος, χωρὶς νὰ τὸ ζητήσῃ, μὲ διαφορὰ λίγων ψήφων.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ μέγας Βασίλειος, ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος Καισαρείας, ἔκανε βαθειὰ τομὴ στὸν ἐκκλησιαστικὸ ὀργανισμό. Στὴν πρώτη ἐγκύκλιο – κανόνα ποὺ ἐξέδωκε καὶ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς χωρεπισκόπους «Περὶ τῶν ὑπηρετῶν Ἐκκλησίας», ἐπειδὴ ἡ μάνδρα τοῦ Κυρίου γέμισε ἀπὸ λύκους καὶ τὰ θυσιαστήρια ἀπὸ ἱερεῖς ἀναξίους, γράφει· «καθαρίσατε τὴν ἐκκλησίαν τοὺς ἀναξίους αὐτῆς ἀπελαύνοντες»(καν. ΠΘ ́· Ἁμ. Ἀλιβιζάτου, Οἱ ἱ. κανόνες, ἔκδ. Ἀπ. Διακονίας 19973, σ. 524).
Ἀγωνίστηκε ἐπίσης γιὰ νὰ ἐπανδρώσῃ τὴν ἐπισκοπή του μὲ ἄνδρες ἀκεραίους. Δὲν χειροτονοῦσε εὔκολα· ὁ ὑποψήφιος κληρικὸς ἔπρεπε νὰ περάσῃ ἀπὸ κρισάρα. Ὄχι χτὲς Γιάννης καὶ αὔριο παπα-Γιάννης. Δὲν ἀπέβλεπε σὲ προσόντα τυπικά, μόρφωσι καὶ διπλώματα. Τὸν κάλεσαν κάποτε σὲ κάποιο μοναστήρι νὰ χειροτονήσῃ ἕναν ἱερομόναχο, καὶ τότε ἐκεῖ ἐπανελήφθη ἕνα ἐπεισόδιο τῆς παλαιᾶς διαθήκης (βλ. Α ́ Βασ. 16,1-13). Ὅπως ὁ προφήτης Σαμουὴλ ἀπὸ τοὺς 8 γυιοὺς τοῦ Ἰεσσαὶ ἐξέλεξε ὡς κατάλληλο ὄχι κάποιον ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀλλὰ τὸ μικρότερο, τὸν Δαυῒδ ποὺ ἔβοσκε τὰ πρόβατα, ἔτσι ὁ μέγας Βασίλειος ἐξέλεξε ὄχι ἄλλον ἀπὸ τοὺς ὑποψηφίους ἀλλὰ ἕνα ταπεινὸ καλόγερο ποὺ ἦταν ὁ μάγειράς τους.
Ἕνας συνάδελφος τοῦ μεγάλου Βασιλείου, ὁ Τυάνων Ἄνθιμος (βλ. Θ.Η.Ε. τ. 2ος, στ. 770. P.G. 32,477·37,95 κ.ἑ.), πλεονέκτης καὶ φιλάργυρος, κατέλαβε –διὰ πολιτικῶν μέσων καὶ τοῦ αὐτοκράτορος– μία λίμνη τῆς μητροπόλεως Καισαρείας, ἀπὸ τὴν ὁ ποία ζοῦσε πλῆθος φτωχῶν. Ὁ μέγας Βασίλειος τὸν πολέμησε· τοῦ ἀπηγόρευσε νὰ πλησιάζῃ στὴ μητρόπολί του. Τότε χειροτόνησε ἐπίσκοπο Σασίμων, μικρῆς πόλεως κοντὰ στὰ Τύανα, τὸν ἀδελφικό του φίλο Γρηγόριο, γιὰ νὰ εἶνε ἐκεῖ πρόμαχος κατὰ τῆς κακοηθείας καὶ πλεονεξίας τοῦ Ἀνθίμου.
Ὅπλο τῶν μαχητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν ἀντιαιρετικὸ ἀγῶνα, π.χ. τῶν χιλιαστῶν, ἀποτελεῖ πάντοτε τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου Βασιλείου Περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος(βλ. P.G. 32,67-218). Ἀπηχεῖ τὸν πόνο του γιὰ τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ· τὸ τέλος του εἶνε ἕνας θρῆνος γιὰ τὴν ἀθλιότητα τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων.
Μνημεῖο στὴν πατερικὴ γραμματεία ἀποτελοῦν καὶ οἱ 6 Ἐπιστολαὶ τοῦ μεγάλου Βασιλείου πρὸς τὸν μέγα Ἀθανάσιο(βλ. P.G. 32, [ξα ́]416,[ξς ́]422, [ξζ ́]425, [ξθ ́]429, [π ́]456, [πβ ́]457). Διότι, ὅταν αὐτὸς ἀνελάμβανε τὸν ἀγῶνα, τότε ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἀπεσύρετο καὶ τοῦ παρέδιδε τὴ σκυτάλη. Σ ̓ αὐτὸν λοιπὸν ἀπευθύνεται καὶ τοῦ λέει· Γέροντα, κινδυνεύουμε, τρέξε νὰ μᾶς βοηθήσῃς!
-Τώρα, ἀγαπητοί μου, ἂς ἔλθουμε στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Ναζιανζηνό (328-391 μ.Χ.).
Ἦταν ὁ πιὸ φιλήσυχος ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας. «Πελεκὰν ἐρημικός»(Ψαλμ. 101,7), ἐραστὴς τῆς ἡσυχίας καὶ φιλοσοφίας, περνοῦσε ὧρες ὁλόκληρες προσευχόμενος. «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον»(P.G. 36,16), ἔλεγε· ὅτι δηλαδὴ πρέπει νὰ νιώθουμε τὴν προσευχὴ πιὸ ἀπαραίτητη κι ἀπ ̓ τὴν ἀναπνοή μας. Ἐν τούτοις δὲν ἦταν ἀδιάφορος γιὰ τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας οὔτε ἔμενε ἀμέτοχος στὰ διαδραματιζόμενα· ἀγωνιοῦ σε καὶ ἀγωνιζόταν.
Εἶχε ὑψηλὴ ἰδέα γιὰ τὴν ἱερωσύνη. Εἶνε, λέει, «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν»(βλ. P.G. 35,425a). Μόνο ἄνδρες ἐξαγνισμένοι καὶ πεφωτισμένοι πρέπει νὰ πλησιάζουν τὰ ἅγια· πρῶτα κανεὶς νὰ φωτιστῇ κ ̓ ἔπειτα νὰ φωτίσῃ, πρῶτα ν ̓ ἁγιασθῇ ὁ ἴδιος κ̓ ἔπειτα ν’ ἁγιάσῃ ἄλλους, πρῶτα νὰ πλησιάσῃ τὸ Θεὸ καὶ κατόπιν νὰ ὁδηγήσῃ ἄλλους πλησίον του(βλ. P.G.35,480b). Αὐτὰ ἔλεγε καὶ πίστευε, καὶ γι ̓ αὐτὸ ἀπέφευγε ὁ γίγαντας αὐτὸς νὰ γίνῃ ἱερεύς. Διὰ τῆς βίας τὸν ἔσυραν οἱ κάτοικοι τῆς Ναζιανζηνοῦ νὰ γίνῃ ἱερεύς, διὰ τῆς βίας τὸν ἔσυρε ὁ μέγας Βασίλειος νὰ τὸν κάνῃ ἐπίσκοπο Σασίμων, διὰ τῆς βίας καὶ ὁ λαὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸν κάλεσε νὰ γίνῃ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως.
Ἕνα ὅμως ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς του παρερμηνεύεται. Κάποιοι ψευδοευλαβεῖς λένε ὅτι,ἂν φωνάξῃς διαμαρτυρόμενος ἐναντίον παρανομούντων κληρικῶν, θὰ κολαστῇς. Ὅταν λοιπὸν ἦταν ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ὁ ἅγιος Γρηγόριος, παρουσιάστηκε ἕνα «κάθαρμα» –ἔτσι τὸν ὀνομάζει ὁ ἴδιος–, ὁ Μάξιμος ὁ κυνικός. Αὐτός, περιβαλλόμενος ἀπὸ διεφθαρμένους κόλακες, ἤθελε νὰ τοῦ πάρῃ τὸ θρόνο. Μὲ χρήματα ποὺ διέθετε πῆρε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια 7 δεσποτάδες, πέρασαν τὰ Δαρδανέλλια καὶ ἄραξαν κρυφὰ στὸ Βόσπορο, μὲ σκοπὸ τὴν ἄλλη μέρα νὰ τὸν χειροτονήσουν σὲ μία ἀρειανικὴ ἐκκλησία. Κανείς δὲν τὸ ἤξερε, οὔτε ὁ αὐτοκράτορας οὔτε ὁ Γρηγόριος. Τό ̓μαθε μία πιστὴ Χριστιανή, εἰδοποίησε καὶ μαζεύτηκαν οἱ ὀρθόδοξοι. Μπῆκαν στὸ ναὸ ὅπου βρίσκονταν οἱ πληρωμένοι Αἰγύπτιοι ἀρχιερεῖς, καὶ μόλις ἦταν ἕτοιμοι νὰ χειροτονήσουν ἀκούστηκε γιὰ τὸ Μάξιμο ἰσχυρὴ φωνή «Ἀνάξιος»! Καὶ ἐνῶ ἔπρεπε νὰ σταματήσῃ ἡχειροτονία, ἐκεῖνοι ἀγνοοῦσαν τὶς φωνές. Τότε οἱ ὀρθόδοξοι ὁρμοῦν καὶ τοὺς κυνηγοῦν στοὺς δρόμους. Αὐτοί, καταδιωκόμενοι ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἄντρες καὶ γυναῖκες μὲ τὶς ῥόκες ποὺ φώναζαν «ἀνάξιος», κατέφυγαν – ποῦ· σ ̓ ἕνα πλυσταριό, γιὰ νὰ τελειώσῃ ἐκεῖ ἡ χειροτονία τοῦ Μαξίμου!
Ἂν ζοῦσε τότε κάποιος ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ψευτοευλαβεῖς, θὰ τοὺς ἔλεγε φανατικούς. Ἐκεῖνοι ὅμως πονοῦσαν τὴν Ἐκκλησία περισσότερο κι ἀπὸ τὸ σπίτι τους καὶ ἡ φωνή τους ἦταν φωνὴ τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε «Μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου»(Ἰω. 2,16).
Ναί, ἔτσι ἔδρασαν τότε ἐκεῖνοι. Καὶ δὲν μ ̓ ἐνδιαφέρει πῶς κρίνουν τὴν ἐνέργειά τους μερικοὶ σημερινοὶ θεολόγοι· μ ̓ ἐνδιαφέρει πῶς τὴν κρίνει ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βασίλειος Γ ́(1846-1929). Αὐτὸς προηγουμένως χρημάτισε τελευταῖος ἐπίσκοπος Ἀγχιάλου(1889-1906). Στὴν Ἀγχίαλο λοιπὸν σὰν σήμερα, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, μίλησε γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ ἀναφέρει τὸ περιστατικὸ αὐτό. Ἐὰν τότε, λέει, στὴν Κωνσταντινούπολι δὲν ξεσηκωνόταν ὁ λαός, ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως θὰ ἦταν ὄχι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀλλὰ ὁ Μάξιμος.
Τέτοιος λαός, τέτοιοι ἐπίσκοποι! Οἱ καλοὶ κληρικοὶ δὲν ἀναδεικνύονται τυχαῖα. Ἐὰν δὲν γίνετε ἀγωνισταὶ σὰν ἐκείνους, μὴν παραπονεῖστε ἐναντίον ἱερέων καὶ ἀρχιερέων. Ἀγωνισθῆτε ν ̓ ἀποκτήσετε καλοὺς ποιμένες. Ἀγωνίστηκε λοιπὸν ὁ ἅγιος Γρηγόριος· ἀλλὰ ὁ σπουδαιότερος ἀγώνας του ἦταν στὴν Β ́ Οίκουμενικὴ Σύνοδο(Κων/πολις 381 μ.Χ.), στὴν ὁποία θεολόγησε καὶ προήδρευε ἐν μέσῳ ἀσθενειῶν καὶ πολλῶν δυσκολιῶν. Ἡ πλειοψηφία τῆς συνόδου ἦταν βέβαια ὑπὲρ αὐτοῦ· ἀλλ ̓ αὐτός, εὐαίσθητη ψυχή, ποὺ δὲν ἄντεχε σὲ προσωπικὲς ἀντεγκλήσεις, ὅταν εἶδε νὰ δημιουργῆται ταραχὴ γύρω ἀπ ̓ τὸ ὄνομά του, εἶπε· Ἀδελφοί, ἂν εἶμαι ἐγὼ ὁ αἴτιος τῆς ταραχῆς, ῥίξτε με στὴ θάλασσα σὰν τὸν Ἰωνᾶ, γιὰ νὰ γαληνεύσῃ ἡ Ἐκκλησία. Ἀποχαιρετῶ βασίλεια καὶ ἄρχοντες, φίλους καὶ ἐχθρούς. «Κέκμηκα(=κουράστηκα) καὶ λόγῳ καὶ φθόνῳ μαχόμενος…»(λόγ. μβ ́ Συντακτήριος εἰς τὴν τῶν ρν ́ ἐπισκόπων παρουσίαν· P.G. 36,481b-c).
Καὶ ἔφυγε στὴν ἔρημο τὸ ἀηδόνι, «τρυγὼν ἡφιλέρημος»(μην. Σεπτ. κγ ́ ὄρθρ. κάθ.), γιὰ νὰ περάσῃ ἐκεῖτὴν ὑπόλοιπη ζωή του μὲ προσευχὴ καὶ ἄσκη-σι, νὰ γράψῃ ἐπιστολὲς καὶ ποιήματα. Κάπου ἐκεῖ λέει μὲ θλῖψι· Ἔμεινα μόνος, ἀσθενής, καὶ τὸ γῆρας πλησιάζει· οἱ φίλοι προδίδουν, τὰ ἐκκλησιαστικὰ μένουν ἀφρόντιστα…· «ὁπλοῦς ἐν νυκτί, πυρσὸς οὐδαμοῦ, Χριστὸς καθεύδει». Λοιπόν, τί ὑπολείπεται; ἐκεῖνο ποὺ θὰ σταματήσῃ τὰ κακὰ εἶνε ὁ θάνατος(ἐπιστ. Π ́ [80ή], Εὐδοξίῳ ῥήτορι· P.G. 37,153c. Ε.Π.Ε. 7,152)· ν ̓ ἀπαλλαγῶ ἀπ ̓ αὐτὴ τὴν ἀθλιότητα καὶ νὰ πάω στὸν οὐρανό. «Ὦ πάντων ἐπέκεινα» Κύριε!(ἔπη ΚΘ ́ [29], Ὕμνος εἰς Θεόν·P.G.37,507a), ποὺ εἶσαι ὑπεράνω τοῦ «τρίτου οὐρανοῦ»(Β ́ Κορ. 12,2), στὸν κόσμο τῆς αἰωνιότης· ὦ ψυχή, ὦ κριτήριο, ὦ κόλασις αἰωνία!… Ἔτσι ζοῦσαν οἱ πατέρες, ὄχι γιὰ χρήματα καὶ ἐπίγειες δόξες· τὴν αἰωνιότητα διψοῦσαν ἀπὸ παιδιά.
Ἂς δοῦμε τέλος τὸν ἀγῶνα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου(354-407 μ.Χ.).
Ὡς υἱὸς σπουδαίου στρατιωτικοῦ –παίζει ῥόλο ἡ κληρονομικότης– ὁ Ἰωάννης κληρονόμησε τὸ ἀγωνιστικὸ πνεῦμα. Δώδεκα χρόνια ἐργάστηκε στὴν Ἀντιόχεια. Ἀλλὰ κάποια μέρα, χωρὶς αὐτὸς νὰ ξέρῃ τίποτε, μία αὐτοκρατορικὴ ἅμαξα τὸν ἅρπαξε βιαίως καὶ τὸν πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολι. Εἶχε χηρεύσει ὁ θρόνος· ἦταν ἐποχὴ ποὺ ὁ λαὸς εἶχε λόγο στὴν ἐκλογὴ τῶν ἐπισκόπων καὶ ὅλοι ζητοῦσαν αὐτόν. Ἔτσι ὁ Ἀρκάδιος ἔφερε στὸ θρόνο τὸ Χρυσόστομο. Ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης δὲν ἦταν ὁ ψευτοευγενὴς ποὺ λέει καλημέρα καὶ στὸν ἄγγελο καὶ στὸν διάβολο· δὲν ἦταν ὁ τύπος ποὺ συμβιβάζεται εὔκολα· εἶδε ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικὸς ὀργανισμὸς εἶνε γεμᾶτος πύον καὶ καρκινώματα, πῆρε τὴ μάχαιρα καὶ σὰν ἰατρὸς ἔκανε χειρουργικὴ ἐπέμβασι ἐναντίον τῆς κακοηθείας καὶ τῆς διαφθορᾶς.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὰ μοναστήρια ἄδειασαν· καλόγεροι νεώτατοι, ἀντὶ νὰ προσεύχωνται, κατέβηκαν στὴν πόλι, ἔπιασαν σχέσεις μὲ πλουσίους καὶ ἄρχοντες, καὶ τὸ χειρότερο συγκατοικοῦσαν μὲ καλογριές· ἦταν τὸ διαβόητο σκάνδαλο τῶν «συνεισάκτων». Ὁ Χρυσόστομος, ἁγνὸς ἀσκητής, δίνει ἐντολή, ὅλοι αὐτοὶ νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλι. Δὲν ἦταν εὔκολο, εἶχαν ῥιζώσει. Ἐκεῖνος ὅμως πολέμησε τὴ διαφθορὰ καὶ ἀκολασία τῶν μοναχῶν. Ἔδωσε ἀκόμη μάχη ἐναντίον τῆς πλεονεξίας καὶ τῆς πολυτελείας πλουσίων ἀλλὰ καὶ κληρικῶν ποὺ ντύνονταν στὸ μετάξι. Ἀπηγόρευσε στοὺς ῥασοφόρους νὰ κυκλοφοροῦν ἔτσι, κι ὁ ἴδιος ἔδιωξε ἀπ ̓ τὸ ἐπισκοπεῖο ἀκριβὰ ἔπιπλα, τάπητες, καταπετάσματα. Ἀρκέστηκε σ ̓ ἕνα ἁπλὸ κρεβάτι κ ̓ ἕνα λιτὸ πιάτο τροφῆς. Διέταξε νὰ ἐκποιηθῇ ὅ,τι πολυτελὲς καὶ τὰ χρήματα νὰ διατεθοῦν γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς.Ὑπερασπίστηκε τοὺς φτωχούς. Ὅταν κάποτε ἔγινε σεισμὸς στὴν Κωνσταντινούπολι κ ̓ ἔτρεμαν ὅλοι σὰν τὰ φύλλα καὶ ἡ αὐτοκράτειρα Εὐδοξία ἔπεσε καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεό, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ εἶπε· Θέλετε νὰ σᾶς πῶ τὴν ἀλήθεια; Χθὲς σείστηκαν τὰ πάντα. Ἂν μὲ ρωτήσετε ποιός ἦταν ἡ αἰτία, σᾶς λέω· τὰ ἀνάκτορα, οἱ ἄδικοι πλούσιοι, οἱ ἄσπλαχνοι πλεονέκτες! ἐξ αἰτίας τους ὁ Θεὸς σείει τὸ Βόσπορο. Κι ἂν πάλι μὲ ρωτήσετε ποιός μᾶς ἔσωσε, σᾶς ἀπαντῶ· οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ ἄσημοι, χάριν αὐτῶν σωθήκαμε· μποροῦσε ὁ «ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται» (Ψαλμ.103,32) νὰ κουνήσῃ λίγο ἀκόμα τὴ γῆ καὶ νὰ μὴ μείνῃ τίποτε· σ ̓ αὐτοὺς χρωστᾶμε τὴ ζωή μας. Μᾶς ἔσεισε γιὰ τὴν ἀσπλαχνία τῶν πλουσίων, καὶ μᾶς ἔσωσε γιὰ τὴν ἀρετὴ τῶν φτωχῶν. Ἀλλὰ δὲν εἶπα τὸ σπουδαιότερο.
Ὁ μεγάλος ἀγώνας τοῦ Χρυσοστόμου ἦταν γιὰ κάθαρσι τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ φαύλους κληρικούς. Ἔμαθε, ὅτι στὴν Ἔφεσο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας γίνεται χριστεμπόριο· πουλᾶνε ἱερὰ σκεύη, μάρμαρα, ἱερὰ μυστήρια, τὴ θεία κοινωνία. Ζήτησε γι ̓ αὐτὰ ἔγγραφη καταγγελία. Ὅταν τὴν ἔλαβε, χωρὶς ἀναβολὴ μπαίνει σὲ πλοῖο ἐν καιρῷ χειμῶνος, ταξιδεύει μὲ κίνδυνο καὶ φτάνει Δεκέμβριο μῆνα στὴν Ἔφεσο. Ἀποβιβάζεται καὶ ἀρχίζει τὸ δύσκολο ἔργο. Στήνει δικαστήριο, κάνει ἀνακρίσεις, οἱ κατηγορίες ἀποδεικνύονται ἀληθινές· καὶ τότε μέσα σὲ μία μέρα καθαιρεῖ ὡς σιμωνιακοὺς 13 ἐ πισκόπους! Ὁ λαὸς τοῦ ζητεῖ διάδοχο ἀρχιεπίσκοπο στὴν Ἔφεσο· ὁ Χρυσόστομος πηγαίνει καὶ βρίσκει ἕναν ἀσκητὴ ποὺ νήστευε καὶ προσευχόταν, τὸν παίρνει μὲ τὴ βία, τὸν παρουσιάζει στοὺς πιστούς, καὶ τότε καὶ οἱ πέτρες φώναξαν «ἄξιος». Ἔτσι, μὲ τέτοιους ἀγῶνες, πάει μπροστὰ ἡ Ἐκκλησία. Ἐπιστρέφοντας περνάει καὶ ἀπὸ τὴ Νικομήδεια. Ἐκεῖ ἕνας ἐπίσκοπος, ὁ Γερόντιος (390-400 μ.Χ.), ἔκανε τὸ μάγο! καὶ διὰ τῆς μαγείας καὶ τῆς ἀστρολογίας ἀπατοῦσε τὸ λαό. Κατόπιν ἐξετάσεως καὶ κανονικῆς διαδικασίας τὸν κα-θαιρεῖ καὶ αὐτόν. Τέλος, μετὰ ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴ μακρὰ καὶ δύσκολη ἀποστολή, ἐπιστρέφει στὴν Κωνσταντινούπολι κατάκοπος. Στὸ διάστημα ὅμως τῆς ἑπτάμηνης ἀπουσίας του οἱ ῥαδιοῦργοι θριάμβευσαν. Κι ὅταν ἐπανῆλθε, βλέπει τὰ πνεύματα ἀλλοιωμένα· ἄνθρωποι ποὺ τὸν σέβονταν μεταστράφηκαν, τ ̓ ἀνάκτορα ὑπέκυψαν σὲ αὐλοκόλακες. Αὐτοί, κυρίως ὅσοι θίγονταν (οἱ καθῃρημένοι, συγγενεῖς καὶ φίλοι τους), ἀντιδροῦσαν μὲ δολοφονικὲς διαθέσεις (πετοῦσαν ξύλα, γίνονταν ἐπεισόδια). Ἀλλὰ στὸ πλευρὸ τοῦ ἱεράρχου ἦταν ὁ πιστὸς λαός, ἕτοιμος νὰ τὸν ὑπερασπιστῇ. Γι ̓ αὐτὸ στρατιῶτες τὸν συνέλαβαν κρυφά, τὸν ὡδήγησαν στὴν παραλία τοῦ Βοσπόρου καὶ τὸν πέρασαν ἀπέναντι μὲ βάρκα. Τὴ νύχτα αὐτὴ οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἔκλεισαν μάτι· ζητοῦσαν τὸν ποιμένα, φώναζαν, ἔβαλαν φωτιές… Ἀλλ ̓ ἐνῷ αὐτὸς ἦταν ἤδη μακριά, ἔγινε σεισμός, σείστηκαν τὰ ἀνάκτορα, οἱ βασιλεῖς φοβήθηκαν καὶ μετανοημένοι τὸν ἐπανέφεραν στὸ θρόνο του. Ἦταν ἕνας θρίαμβος.
Μὰ δὲν κράτησε πολύ. Γιατὶ ὁ Χρυσόστομος δὲν ὑποχώρησε, συνέχισε τὸν ἀγῶνα, καὶ σὲ λίγο ἀκούστηκε πάλι ἡ φωνὴ ῥαδιούργων ἐπισκόπων· Νὰ φύγῃ ὁ Χρυσόστομος! Καὶ τελικὰ αὐτοὶ ἐπικράτησαν.
Δὲν τὸν νίκησαν τὰ ἀνάκτορα καὶ ἡ Εὐδοξία, τὸν νίκησαν οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι. Μαζεύτηκαν σὲ σύνοδο λῃστρικὴ παρὰ τὴν Δρῦν(403 μ.Χ.) ἑβδομήντα ἐγκολπιοφόροι μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας, ἔστησαν κατηγορητήριο μὲ 29 κατηγορίες(!) καὶ ἀποφάσισαν νὰ καθαιρεθῇ. Τέλος στρατιῶτες περικύκλωσαν τὴν ἀρχιεπισκοπὴ καί, γιὰ νὰ μὴ χυθῇ αἷμα, ὁ Χρυσόστομος παραδόθηκε καὶ ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν πίσω πόρτα, δεύτερη φορὰ γιὰ τὴν ἐξορία, ὅπου θὰ κοιμηθῇ μαρτυρικῶς. Γι ̓ αυτὸ ἔγραψε ἐκεῖνα τὰ βαρειὰ λόγια· «Οὐδὲν δέ δοικα (=τίποτα δὲν φοβήθηκα) ὡς τοὺς ἐπισκό- πους, πλὴν ὀλίγων»(ἐπιστ. πρὸς Ὀλυμ π. ΙΔ ́, δ ́·P.G. 52,617).
Τί νὰ προσθέσω; τὰ δάκρυα καὶ τὸ θρῆνο τοῦ λαοῦ; τὴν ἐξορία ποὺ διῄρκεσε δύο χρόνια(406-407 μ.Χ.); τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὰ βάσανα ἑ νὸς ἀσθενοῦς 52 ἐτῶν; Ὅταν ἔφτασε στὰ Κόμανα, ἕνα ἐρημικὸ χωριὸ στὰ σύνορα τῆς Ἀρμενίας κοντὰ στὸ Ἀραράτ, ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ, κατάκοπος κ ̓ ἐγκαταλελειμμένος ἀπ ̓ ὅλους ὁ ἡρωικὸς ἱεράρχης, ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ τάφος τοῦ ἱερομάρτυρος Βασιλίσκου ἐπισκόπου Κομάνων. Στὸν ὕπνο του ἐμφανίζεται ὁ ἅγιος Βασιλίσκος καὶ τοῦ λέει· «Θάρρος, ἀδελφέ Ἰωάννη, γιατὶ αὔριο θά ̓μαστε μαζί». Τὴν ἑπομένη ἡμέρα, ἀδύναμος νὰ συνεχίσῃ τὴν πορεία, γύρισε στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου, κοινώνησε γιὰ τελευταία φορὰ καὶ ἔκλεισε τὰ μάτια του μὲ τὰ λόγια «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
* * *
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, δὲν γίνονταν ἀγῶνες, ἐπίσκοποι θὰ ἦταν· στὴν Καισάρεια ὄχι ὁ Βασίλειος ἀλλὰ ὁ Τυάνων Ἄνθιμος, στὴν Κωσταντινούπολι ὄχι ὁ Γρηγόριος ἀλλὰ ὁ Μάξιμος ὁ κυνικός, καὶ στὸ θρόνο τοῦ Χρυσοστόμου κάποιος τοῦ Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας.
Μία σκέψι θὰ κάνω καὶ τελειώνω. Κάντε μιὰ ὑπόθεσι· ἐὰν ζοῦσαν στὶς ἡμέρες μας οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, τί θὰ ἔκαναν; θὰ συμμαχοῦσαν, ἀσκηταὶ αὐτοὶ καὶ ἀκτήμονες, μὲ τοὺς πλουσίους καὶ ἰσχυροὺς καὶ κοσμικόφρονες; Ἁμαρτωλοὶ ποῦ φύγωμεν!
Ὁ Βασίλειος θὰ ἔλεγε «Καθαρίστε τὴν Ἐκκλησία».
Ὁ Γρηγόριος θὰ ἔψαλλε τὰ θρηνωδέστερα ποιήματά του γιὰ τὴ σημερινὴ κατάντια. Καὶ ὁ Χρυσόστομος θὰ καθαιροῦσε περισσότερους ἀπὸ ὅσους καθῄρεσε τότε. Ἐδῶ δὲν χρειάζεται οἶκτος. Ἡ Ἐκκλησία μας νοσεῖ βαρύτατα, δὲν θεραπεύεται παθολογικῶς, πρέπει νὰ μπῇ στὸ χειρουργεῖο καὶ νὰ γίνῃ ἀποκοπὴ σεσηπότων μελῶν. Δυστυχῶς δὲν ὑπάρχουν σήμερα Χρυσόστομοι, Γρηγόριοι καὶ Βασίλειοι. Μανάδες ποὺ μ ̓ ἀκοῦτε, δουλέψτε στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν σας, νὰ μᾶς δώσετε νέους Χρυσοστόμους καὶ νέους Βασιλείους καὶ νέους Γρηγορίους. Οἱ λίγοι καλοὶ ἐπίσκοποι ποὺ ὑπάρχουν δειλιάζουν, δὲν ἔχουν σθένος νὰ συγκρουσθοῦν.Τρέμουν μήπως καθαιρεθοῦν ἀπὸ τοὺς κακούς. Λησμονοῦν, ὅτι μία τέτοια καθαίρεσις εἶνε τίτλος τιμῆς. Καθῃρημένος πέθανε ὁ Χρυσόστο μος, ἀλλὰ ἡ δόξα του μένει αἰωνία. Χίλιες φορὲς νὰ καθαιρεθῶ ἀπὸ τέτοιους ἐπισκόπους καὶ νὰ πάω στὴν ἔρημο νὰ κλαίω τ ̓ ἁμαρτήματά μου, παρὰ νὰ μένω συμβιβασμένος μὲ τὴν κακοήθεια καὶ τὴ διαφθορά.
Οἱ θεῖοι πατέρες ἀγωνίστηκαν. Σήμερα οἱ κληρικοὶ δὲν ἔχουν φρόνημα ἀγωνιστικό. Τί μέλλει γενέσθαι; Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν Ἐκκλησία πέφτει στὸ λαό. Ἀδελφοί μου! ἀγωνιστήκαμε, θ ̓ ἀγωνιστοῦ -με καὶ πάλι· μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτός, μὲ ἐπιμονὴ καὶ σταθερότητα, μέχρι ἐσχάτων, μὲ σύνθημα «Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ»(Σ. Σειρ. 4,28).
Ὡς πρὸς ἐμένα –δὲν γνωρίζω τί μὲ περιμένει (ἔρημος, ἐξορία, θάνατος)– δὲν παραδίδω τὰ ὅπλα· θ ̓ ἀγωνισθῶ μέχρι τέλους, γιὰ νὰ δοῦμε μία Ἐκκλησία ὑψηλὴ καὶ ἁγία. Μ ̓ ἐνθουσιάζει ὅτι, στὸν τίμιο ἀγῶνα τῆς καθάρσεως τῶν ἱερῶν θυσιαστηρίων, θὰ ἔχουμε ἀπὸ τὰ οὐράνια τὴν εὐλογία τοῦ μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν γιὰ μία ζῶσα καὶ ἐλευθέρα Ἐκκλησία· ἀμήν
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος