Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

ΜΗ ΚΡΙΝΕΤΕ ΙΝΑ ΜΗ ΚΡΙΘΗΤΕ....


Ἀδέλφια μου, ἀνοίξετε τ᾿ αὐτιά σας, τά μυαλά σας
ν᾿ἀκούσετε τί ὁ Χριστός μᾶς λέγει κάθε ἡμέρα:
Ἄν θέλετε στόν οὐρανό νά πᾶτε κατ᾿ εὐθεῖαν,
χωρίς Κριτές, συνέδρια, χωρίς ταλαιπωρίαν
ἀνοῖξτε τ᾿ Εὐαγγελιστοῦ, Ματθαίου τ᾿ Ἀποστόλου
τό ἕβδομο κεφάλαιο, τήν συνταγή θά βρῆτε.
Ἰδού προσέξτε, Ἀδελφοί, μή κρίνετε κανέναν
γιά νά περάσετε κι ἐσεῖς στόν οὐρανό μιά ἡμέρα.
Ἔλα, Ψυχή μου μόνοι μας νά δοῦμε τόν καθρέπτη
πού μᾶς ἐχάρισ᾿ ὁ Χριστός, ὁ μόνος Νομοθέτης.
Γιά πές, ἔζησες ποτέ, ἔστω καί μιά ἡμέρα
ἤ καί μιά ὥρα χωρίς ποτέ τούς ἄλλους νά δικάσης;
Ἔφρόντισες τά αἴσχη σου μόνο ν᾿ ἀντικρύζης
τό πάτωμα τοῦ κελλίου σου μέ δάκρυα νά ραντίζης;
Ἤ παντελῶς ἐξέχασες πώς εἶσαι παναθλία,
γεμάτη πάθη, ἐγωϊσμό, πορνεία κι ἀσωτία;
Πές μου ζητῶ εἰλικρινά ἐσένα νά ἀκούσω,
ταπείνωσες τά μοῦτρα σου ἐνώπιον τοῦ Κτίστου;
Τά βλέμματά σου ἔστρεψες τό χάος σου νά ἴδης
ἤ ἔσπευσες στήν γειτονιά ἄλλους νά κατακρίνης;
Μήπως εἰς τό κελλίον σου, ἄφησες τό μυαλό σου
νά βλέπη τ᾿ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων ἀδελφῶν σου
κι ἄρχισες τό συνέδριο μόνη σου νά δικάζης
νά ρίπτης εἰς τήν κόλασι κι ἄλλους νά ἀθωώνης;
Μήπως καί γιά τόν Γέροντα ἤ τόν Πνευματικόν σου
ἔστησες δικαστήριο καί κρίνης μέ τό μυαλό σου
πώς εἶναι τάχα ἀμελεῖς, πώς δέν σέ ἀγαπᾶνε,
πώς τρῶνε, ξεκουράζονται καί ὅλο περπατᾶνε;
Πώς ντύνονται μεταξωτά, πώς ζοῦνε σάν πασάδες
κι ἔχουν τούς Καλογήρους τους μόνο δουλευταράδες;
Πώς ἕνεκ᾿ ἀμελείας τους, ὧρες πολλές κοιμοῦνται
κι Ἀκολουθίες ἄφησαν καί μέ τόν κόσμο ζοῦνε;
Πώς τρέχουν στά Μετόχια, κλέβουν περιουσίες,
κάνουν αὐτό πού θέλουνε γιατ᾿ εἶναι αὐθεντίες;
Ἀλλοίμονο, ἀλλοίμονο, Ψυχή μου παναθλία,
ποιός σοὔδωσε δικαίωμα τόν Γέροντα νά κρίνης;
Αὐτόν σοῦ ἔδωσ᾿ ὁ Χριστός στόν τόπο τόν δικόν Του
κι ὀφείλεις μόνο ὑπακοή χωρίς ἐπεξηγήσεις,
χωρίς ποτέ τίς πράξεις του σέ ἄλλους νά σχολιάζης.
Μήπως ἐσυκοφάντησες ψευδῶς καί ἀσυστόλως
καί ταραχές ἐπέφερες μέσα στούς ἀδελφούς σου;
Μήπως ποτέ προκάλεσες διαπληκτισμούς, Ψυχή μου,
κι ἐνόχους κατωνόμασες ἑτέρους ἀδελφούς σου;
Μήπως Χριστοῦ χαρίσματα πού εἶδες εἰς τούς ἄλλους
δεινῶς τά κατεδίκασες τονίζοντας πώς ἄλλος
δέν εἶναι ἀπό σένα ναί, σπουδαῖος καί μεγάλος;
Μήπως κρυφά στόν Γέροντα ὡμίλησες μέ πάθος
ἐνάντια στόν ἀδελφό νά τόν ἐξολοθρεύσης
καί ἐκ τῆς Μάνδρας τοῦ Χριστοῦ κακῶς νά ἐκδιώξης;
Σκέψου καί κλαῦσον, ὦ Ψυχή, πώς, ὅταν κατακρίνης,
ἀνθρωποκτόνος γίνεσαι, ὅπως σωστά μᾶς λέγει,
ὁ μαθητής κι Ἀπόστολος τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης.
Μιά ἱστορία κάποτε ἀπ᾿ τό Γεροντικό μᾶς λέγει,
πώς κάποιος Γέροντας ἰδών ἕτερον νά πορνεύη
εἶπε τόν λόγον: Ἄσχημα ἔπραξεν ὁ καϋμένος.
Τότε ἐφάνη Ἄγγελος, τόν ρώτησε ποῦ θέλεις,
νά κατατάξω, Γέροντα, ἐκεῖνον τόν ἀδελφόν σου;
Ἐκεῖνος κατενόησε τό κρῖμα του ὁ τάλας
κι ἀμέσως ἐγονάτισε, συγγνώμην ἐζητοῦσε.
Ἀκοῦστε κι ἐσεῖς βρέ ἀδελφοί, στόν κόσμον κατοικοῦντες
τήν προσοχήν σας στρέψατε εἰς τήν καρδιάν σας μόνον.
Ζητῆστε καί θά εὕρετε τόν μόνο δολοφόνο
αὐτόν νά καταπνίξετεμ νά ρίξετε στόν δρόμον.
Γνωρίζετε πώς ἕτερος τοῦ σατανᾶ δέν εἶναι
πού τήν ψυχήν σας δυνατά θολώνει καί σκλαβώνει.
Δέν σᾶς ἀφήνει καί ἐσᾶς νά δῆτε πώς σαρώνει
καί διώχνει ἀπό μέσα σας τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἐρώτησα στόν Ἄθωνα κάποιον σοφό Πατέρα,
τό τί θά κάνω, Γέροντα, τούς ἄλλους κατακρίνω;"
Παιδίμου, ἀπογύμνωσι θά πάθης τοῦ Χριστοῦ μας,
θά φύγη πιά ἡ Χάρις Του, θά ζῆς σάν τά γουρούνια.
Ἄν ἀγαπᾶς εἰλικρινά, αὐτόν πού κατακρίνεις,
τά χέρια σου ὕψωσε ψηλά κάνε τήν προσευχή σου
κι ἔτσι βοηθᾶς τόν ἀδελφό καί εἶναι πρός τιμήν σου.
Ἄν σήμερα τοῦ ἀδελφοῦ τίς πράξεις ἐκδικάζεις
σκέψου ἴσως καί αὔριο καί σύ αὐτά νά κάνης.
Ἔχεις πολύν ἐγωϊσμόν γι᾿ αὐτό καί κατακρίνεις,
ζητεῖς ὅλοι νά πράττουνε ὅ,τι ἐσύ νομίζεις.
Δέν ἔχεις ἀγάπη, βρέ Ψυχή, δέν ἔχεις καλωσύνη
καί θεωρεῖς πώς μόνο σύ ἔχεις μεγαλωσύνη.
Ὅ,τι οἱ ἄλλοι σοῦ εἰποῦν ἤ κάτι σοῦ προτείνουν
χωρίς συζήτησι εὐθύς ὅλα τ᾿ ἀπορρίπτεις
μέ διαμάχες δυνατές, ἐνίοτε μέ ὕβρεις
καί ἐπιμόνως ἀπαιτεῖς ἐσέ ν᾿ ἀκολουθήσουν.
Μάθε, καλέ μου Ἀδελφέ, εἶσαι δυστυχισμένος
δέν ἔχεις φίλους, συγγενεῖς, δέν ἐκτιμᾶς κανέναν,
καί στήν ψυχήν σου κάθεται ὁ σατανᾶς σάν τέρας.
Νομίζεις καί φαντάζεσαι πώς μόνο σύ ὑπάρχεις,
πώς ὅλα τά χαρίσματα ἐσύ μόνο διαθέτεις
πώς ὁ Χριστός μας ἔσφαλε φτιάχνοντας κι ἄλλο κόσμο,
ἐφ᾿ ὅσον ὅλους γύρω σου δεινῶς τούς κατακρίνεις
πῶς εἶναι ἀνθρωπάρια, ἔντομα καί τσιμπούρια.
Ἔλα, Ψυχή μου, πρόσπεσον στόν Κτίστη μετά φόβου,
καί δός του τό δικαίωμα Αὐτός νά ἐκδικάζη
τά τῶν ἀνθρώπων πταίσματα Αὐτός νά διορθώνη,
νά εὐλογῆ, νά συγχωρῆ, ὅλους νά συμβουλεύη.
Αὐτός τόν κόσμον ἔπλασε, Αὐτός θά τόν παιδεύση,
Αὐτός θά κρίνη καί ἐμᾶς ἤ θά μᾶς συγχωρήση,
ἐάν τήν κρίσιν φύγωμεν κατά τῶν ἀδελφῶν μας...
Ζήτει τό θεῖον ἔλεος ν᾿ ἀπαλλαγῆς τοῦ πάθους,
τόν ἑαυτόν σου ὕβρισον, δίκασον ὅπως θέλεις
καί βλέπε τά χαρίσματα μόνον τῶν ἀδελφῶν σου.
Κάθησε σύγκρινε σαὐτόν μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους
σκέψου περίπου τά ἑξῆς ταπείνωσι νά εὕρης:
Βλέπε, Χριστέ μου πώς ἐγώ δέν ἔχω παρθενία,
ἐνῶ ὁ τάδε ἀδελφός πού τόν μισῶ ὁ τάλας,
εἶναι διαμάντι ἔξοχο, πολύτιμο, καθάριο.
Ἐγώ δέν ἔχω ὀμορφιά, οὔτε φωνή νά ψάλλω,
ἐνῶ ὁ ἀδελφούλης μου ἀστράπτει ἀπό χάρι
καί ἀηδόνι στήν φωνή, ψάλλει μετά ἀγγέλων.
Νομίζω, ἄν ὑψώνουμε τόν ἀδελφόν μπροστά μας
κι ἑκούσια ταπεινώνουμε τήν ἀθλιότητά μας
θά εὕρωμε ταπείνωσι γνησία καί ἁγία
καί τότε ὁ Φιλάνθρωπος θά μᾶς χαρίση κι ἄλλα
χαρίσματα πνευματικά καί δόξα στά οὐράνια. Ἀμήν.
Μ.Δ.Γ.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου