Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

'Η ζωή τοῦ Γέροντος Παϊσίου ἀπό τήν Σκήτη Σύχλα

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

ὑπό π. Κωνσταντίνου Κόμαν

῞Οταν ἐγώ ἐπῆγα στήν Συχαστρία κατά τά ἔτη 1974-1975, τό Μοναστήρι εἶχε μεγάλη φήμη ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως χάρις στήν παρουσία κυρίως τριῶν Πατέρων: Τοῦ π. Παϊσίου, τοῦ π. Κλεόπα καί τοῦ π.'Ιωήλ. 'Ο ἀντιπροσωπευτικώτερος ὅλων ἦτο ἀναμφίβολα ὁ π. Κλεόπας, ὁ ὁποῖος ὡμιλοῦσε συχνά στά πλήθη τῶν πιστῶν πού ἤρχοντο γιά προσκύνημα, ἀκόμη καί σ'αὐτούς τούς δύσκολους καιρούς τοῦ διωγμοῦ τῆς 'Εκκλησίας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ π. Βικτωρῖνος ὡς στάρετς τῆς Μονῆς, ἔκανε ὅ,τι ἠμποροῦσε, γιά νά ἐμποδίση μέ κάθε νόμιμο μέσο, ὁποιαδήποτε ἀνάμειξι τοῦ Συμβουλίου κρατικῆς 'Ασφαλείας μέ τίς ἐδαφικές ἐκτάσεις τῆς Μονῆς. ῎Ετσι ἐξασφάλισε, τήν εἰρηνική διαβίωσι τῶν Πατέρων καί ἀδελφῶν, ὑπομένοντας ὄχι ὀλίγες φορτικές ἐνοχλήσεις καί ἔρευνες τῶν κρατικῶν 'Οργάνων στήν Μονή.

῎Αν ὁ π. Κλεόπας ἦτο ὁ πιό δημοφιλής στίς σχέσεις του μέ τούς Χριστιανούς, πού ἤρχοντο ἀπό κάθε γωνιά τῆς Χώρας γιά νά θεραπευθοῦν ψυχικά, ὁ π. Παῒσιος ἐσεμνύνετο, διότι ἦτο Πνευματικός τῶν ἄλλων δύο Πατέρων. 'Οσάκις τά πλήθη τῶν προσκυνητῶν κατέκλυζαν τήν Μονή, ὁ π. Παῒσιος ἀναχωροῦσε στήν "Συχαστρία" τῆς Συχαστρίας, τήν Σκήτη Σύχλα. Τό ἔκαμε αὐτό διότι ἦτο προχωρημένης ἡλικίας καί ἀναζητοῦσε κἄποτε-κἄποτε ν' ἀποφεύγη τούς ὑπερβολικούς  κόπους, πού τοῦ προκαλοῦσε ἡ διαρκής ἐπαφή μέ τό πλῆθος τῶν προσκυνητῶν. 'Εκεῖνο τόν καιρό, ἡ καλύβη πού εὑρίσκετο κάτω ἀπό τόν βράχο, χωρίς ἀμφιβολία, φαίνεται ὅτι τοῦ ἐταίριαζε περισσότερο ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο τόπο. 'Ο τόπος ἐκεῖνος, σοῦ δίνει τήν ἐντύπωσι ὅτι εὑρίσκεται στό ἄκρο τοῦ κατωκημένου τόπου τῆς ἐρήμου, ἀλλά καί τοῦ κόσμου· στό σύνορο τῆς ἐρήμου τῶν βράχων καί δασῶν καί τῆς καρποφόρου πνευματικῆς ἐρήμου τῆς παντοτεινῆς συγκατοικήσεως μέ τόν Θεό. 'Εκεῖνο τόν καιρό, ὅπως καί τώρα, αὐτή ἡ καλύβη ἦτο ὁ τόπος συναντήσεώς του μέ τόν κόσμο. Σοῦ δίνει ἀκόμη τήν ἐντύπωσι ὅτι εἶναι τρόπον τινά τό κατώφλιο γιά τόν λαό μας, ἀπ' ὅπου θά διέλθη γιά νά προσεγγίση τόν μυστικό κόσμο τῆς ἁγιότητος, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι προσεγγίζεται πιό εὔκολα ἀπ' ἐκεῖ.

῞Οταν ἀργότερα τόν συναντήσαμε στήν Συχαστρία, μοῦ φαινόταν ὅτι εὑρισκόταν ὡς ἐξόριστος ἐν μέσῳ τοῦ κόσμου. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τώρα πιά εἶναι ἡλικιωμένος καί σωματικά ἐξασθενημένος καί κατέβηκε στήν Μονή γιά νά τοῦ προσφέρωνται εὐκολώτερα οἱ ἀπαραίτητες περιποιήσεις. Πιστεύω ὅτι ἡ περιοχή τῆς Σύχλας  ταιριάζει περισσότερο σ' ἕνα Πατέρα πού κάθεται ὑπομονετικά στό "κατώφλι" τῆς ὑποδοχῆς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, σ' ἕνα Πατέρα πού πέρασε ἀπ' ἐκεῖ, κι ἀνήκει  σ' ἕνα κόσμο πού ἠμπορεῖ νά προσεγγίζη τόν Θεό, μέσῳ μιᾶς ἁγιασμένης βιοτῆς. Γι' αὐτό, μοῦ φαίνεται πιό ταιριαστό, πρός διάκρισι καί ἀναγνώρισι τοῦ ὀνόματός του, νά ὀνομάζεται ὁ Γέροντας: "Πατήρ Παῒσιος τῆς Σύχλας".

῞Οταν τόν ἐγνώρισα ἦτο ἀρκετά γηρασμένος. *Ητο ἕνας ὥριμος ἀββᾶς γιά ὅλες τίς ἐποχές καί τίς ἡλικίες τῶν ἀνθρώπων. ῞Ενας ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἡ φυσική κατάστασις ἦτο ἐκείνη τοῦ  στοργικοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε ἕνα παρελθόν νεότητος ἤ ἕνα ἐλλειπές μέλλον, ἀλλά τά γεράματα πού εἶχαν στολισθῆ ἀπό τήν καρποφορία τῶν ἀγαθῶν ἔργων καί τίς ἀνεκλάλητες ἀρετές του.

'Ασφαλῶς ὅμως ὁ Πατήρ ἦτο βέβαια κι αὐτός κἄποτε  ἕνα παιδάκι! Κατέβηκε ἀπό τήν "γλυκειά Βουκοβίνα". Γεννήθηκε στίς 20 'Ιουνίου 1897, στό χωριό Στροέστι, τῆς Κοινότητος Λούνκα, τοῦ νομοῦ Μποτοσάνι. ῞Οταν βυθίσθηκε στήν κολυμβήθρα τήν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς του, ὁ ἱερεύς Γεώργιος Μπερτσέα, τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα πού εἶχαν ἐκλέξει οἱ γονεῖς του: Πέτρος. Τό γεγονός αὐτό δείχνει τήν μεγάλη πίστι τους, καθότι τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα ἑνός ἀπό τούς δύο μεγάλους 'Αποστόλους, τούς ὁποίους τιμοῦσαν στό σπίτι τους καί οἱ Χριστιανοί κτυποῦσαν τήν πόρτα τους γιά νά τούς εὐχηθοῦν...

'Ο πατέρας του ὠνομάζετο 'Ιωάννης καί ἦτο ὀρεσίβιος σ' ὅλη τήν ζωή του, μέχρι τά γεράματά του. 'Η μητέρα του ὠνομάζετο Αἰκατερίνη, ἀλλά στό σπίτι τήν ἀποκαλοῦσαν Κατίνκα. Θά γράψη μέ πολλή συγκίνησι στά γεράματά του τούτη τήν ἐπιστολή: "Πόσο βλέπω τώρα μέ τά νοερά μου μάτια πῶς μέ κρατοῦσε ἡ μητέρα μου στήν ἀγκαλιά της καί μέ δίδασκε τά τῆς πίστεως!. . . 'Αγαπημένη μητερούλα μου! Διότι κανένα ὄνομα δέν εἶναι τόσο ἀκριβό σ'αὐτή τήν γῆ, ἀπό τό ὄνομα τῆς μητέρας! Αὐτή μέ γέννησε καί μέ ἀνέθρεψε μέχρι νά καταλάβω τόν ἑαυτό μου. Θά 'πρεπε νά τήν ἀγαπῶ καί νά τήν μνημονεύω πάντοτε καί γιά τήν πολύτιμη ἀξία τῆς ψυχῆς της νά προσεύχωμαι στόν Θεό". ῎Αλλα τρία ἀγόρια καί μιά κόρη προηγήθηκαν στό σπίτι τῶν γονέων του. 'Ο Πετρος ἦτο ὁ "Βενιαμίν" τῆς οἰκογενείας.

Σύμφωνα μέ διηγήσεις τοῦ π. Παϊσίου στήν οἰκογένεια 'Ολάρου ἐδέσποζε μιά χριστιανική ἀτμόσφαιρα. Δέν ὑπῆρχαν διαπληκτισμοί καί ὕβρεις. *Ησαν ἁπλοϊκοί ἄνθρωποι πού ἀνέθρεψαν τά παιδιά τους πρῶτα μέ τό παράδειγμα τῆς ζωῆς τους καί ὀλιγώτερο μέ τά λόγια τους. Οἱ μορφές τῶν γονέων του σκιαγραφοῦνται ὑποβλητικά σ' αὐτές ἐδῶ τίς γραμμές: "'Ο πατέρας ἐγνώριζε τήν Παράκλησι τῆς Θεοτόκου ἀπό στήθους, καθώς καί ἄλλες προσευχές. Προσευχόταν μέ δυνατή φωνή γιά νά τόν ἀκοῦμε ὅλοι μας. ῎Ελεγε, ὅπως ὁ ἱερεύς: "Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν!" καί κτυποῦσε μέ τήν γροθιά του τό στῆθος του. 'Η μητέρα μου ἦτο ἀγαπημένη μέ ὅλο τόν κόσμο καί πολλές φορές μᾶς ἔλεγε: "Νά εἶσθε κοινωνικοί γιά νά μή ἀποδίδουμε ντροπή ἀντί τιμή!"

Τό χωριό Στροέστι ἐκεῖνο τόν καιρό ἦτο ἕνα χωριό μέ πατριαρχική ζωή, στό ὁποῖο κρατοῦσαν μέ ἁγιωσύνη τίς παλιές τους παραδόσεις. Οἱ γέροντες ἄφηναν τά μουστάκια τους καί διατηροῦσαν τά μαλλιά τους, ἐνῶ τά παιδιά μικρά-μεγάλα τούς χαιρετοῦσαν καθημερινά μέ τό "καλημέρα".

Στήν κατάλληλη πλέον ἡλικία του ὁ πατέρας του τόν ἔστειλε στό σχολεῖο, καί τόν παρέδωσε στήν φροντίδα τοῦ διδασκάλου Σάνδρου. 'Εκεῖνο τόν καιρό λειτουργοῦσαν στό χωριό του μόνο τρεῖς τάξεις καί στά τρία αὐτά χρόνια ὁ Πέτρος βραβεύθηκε. Στό τέλος τοῦ σχολικοῦ ἔτους, οἱ ἄλλοι μαθητές τοῦ τραγουδοῦσαν: "῎Εκανες ὑπακοή, ἔμαθες, στεφάνι ἐπῆρες!" Τά βραβεῖα, πού ἐδίδοντο, ἦσαν βιβλία μέ τούς Βίους τῶν 'Αγίων. Διαβάζοντας ὁ νεαρός Πέτρος τούς Βίους τῶν 'Αγίων, τοῦ ἦλθε ὁ λογισμός νά πάη σέ μοναστήρι. Τοῦ ἄρεσε ἰδιαίτερα ἡ ζωή τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ 'Ηγιασμένου. 'Επί πλέον, ἐπειδή ἦτο "ἄτακτος" (ὅπως μοῦ ἔλεγε τό 1984) εἶχε εὕρει ἀγάπη καί στοργή ἀπό τήν ἐκκλησία. Στήν ἀρχή ἡ μαννούλα του τόν καθησύχαζε λέγοντάς του: "'Αγαπητό μου παιδί μή πηγαίνεις στόν μοναχισμό, διότι εἶναι βαρύς ὁ κανόνας τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας καί τῶν μετανοιῶν· εἶδα ἐγώ ἕνα μοναχό πού εἶχε ἀδυνατίσει τόσο πολύ ὥστε προσηύχετο ὡς ἑξῆς: "Κύριε, ἄν ἔχω μπροστά μου ἡμέρες νά ζήσω γιά τήν σωτηρία μου, ἄφησέ με νά ζήσω ἀκόμη· ἄν δέν ἔχω, πάρε με κοντά Σου!"

'Υπήκουσε στήν μητέρα του καί ἐπῆγε νά ἐκπληρώση τήν στρατιωτική του θητεία. Συμμετεῖχε λίγο στόν πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο στό μέτωπο τῆς Οὐγγαρίας. Τό σύνθημα τῶν στρατιωτῶν στίς μάχες ἦτο: "Παιδιά, τό μάτι στόν ἐχθρό, τό αὐτί στόν διοικητή καί μπροστά μας ὁ Θεός! "Προσηύχετο στόν Θεό νά τόν λυτρώση ἀπό τούς κινδύνους γιά νά ἠμπορέση νά γίνη μοναχός. Σάν πληρωμή γιά τήν ὑπηρεσία του στόν στρατό, τό κράτος τοῦ ἔδωσε πέντε ἑκτάρια (50 στρέμματα) χωράφια, τά ὁποῖα αὐτός διεμοίρασε στά μεγαλύτερα ἀδέλφια του, ὅταν ἀνεχώρησε γιά τήν Σκήτη Κοζάντσεα (σύμφωνα μέ ἀναμνήσεις τοῦ π. Κλεόπα γιά τόν π. Παῒσιο). Στό μέτωπο τοῦ πολέμου ἦτο καί ὁ ἀδελφός του Γεώργιος. ῞Οταν ἐτελείωσε ὁ πόλεμος, ἡ μητέρα τους ἔβγαινε καθημερινά στήν πόρτα καί τούς ἐπερίμενε. 'Εγνώριζε ὅτι πολλοί πεθαίνουν στόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ἀπό τόν παγετό καί διάφορες ἀσθένειες. ῞Οταν ὁ Γεώργιος ἔφθασε στό σπίτι ἦτο πάρα πολύ ἀργά. Οἱ γονεῖς τους, πού ἔβγαιναν στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τους ἀναμένοντας τήν ἔλευσί τους, εἶχαν ἀποθάνει!

Τό ἔτος 1912, ὁ Πέτρος ἐνθυμούμενος τήν ζωή τοῦ ὁσίου Σάββα τοῦ 'Ηγιασμένου, ἀπό τήν παιδική του ἡλικία εἰσῆλθε στήν Σκήτη Κοζάντσεα, κάτω ἀπό τήν ἡγουμενία τότε τοῦ ἱερομονάχου Βλαδιμήρου Μποντέσκου. 'Η Σκήτη δέν ἦτο πολύ μακριά ἀπό τήν γεννέτειρά του καί ὁ Πέτρος τήν ἐπισκεπτόταν συχνά ἀπό μικρός, ὁσάκις ἐπήγαινε προσκύνημα ἐκεῖ μέ τούς γονεῖς του. Πνευματκός του ὡρίσθηκε ἀπό τόν 'Ηγούμενο ὁ ἱερομόναχος π. Καλλίνικος Σούτσου, ὁ ὁποῖος ἦτο μεγάλος ἀγωνιστής καί ἐργάτης τῆς προσευχῆς. Αὐτός τόν ἐσήκωνε τίς νύκτες γιά τίς 'Ακολουθίες, λέγοντάς του: "῎Αϊντε, πᾶμε στήν ἐκκλησία, διότι ὁ θερισμός εἶναι πολύς καί οἱ ἐργάτες ὀλίγοι!" Καί προσέθετε ὁ π. Παῒσιος χωρίς ν' ἀπουσιάζουν καί τά μοναχικά του ἀστεῖα: "Στενοχωριόμουν ὅταν ἐσηκωνόμουν τόσο ἐνωρίς, ἀλλά, ὅταν ἐπήγαινα στόν ὄρθρο, εὕρισκα τόν Γέροντά μου νά μέ περιμένη στό κατώφλιο τῆς ἐκκλησίας ἤ νά περπατάη γύρω ἀπ'αὐτήν".

Τόν 'Ιούνιο τοῦ 1922, σέ ἡλικία 25 ἐτῶν, ἐκάρη μοναχός ἀπό τόν πρωτοσύγκελλο Βλαδίμηρο, μᾶλλον βιαστικά, λόγῳ κάποιας ἀσθενείας του, καί ἔλαβε τό ὄνομα Παῒσιος. 'Εκεῖνο τόν καιρό σκεπτόταν νά φύγη γιά ἡσυχαστής στά βουνά Νεάμτς, πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν πραγματοποίησε, διότι δέν ἦτο θέλημα Θεοῦ. Τότε ἡ σκήτη Κοζάντσεα λειτουργοῦσε ἰδιόρρυθμα. Στόν νεαρό μοναχό δόθηκε στήν ἀρχή σάν διακόνημα κάθε ἐργασία πού γινόταν στήν αὐλή τῆς Σκήτης, ἀλλά καί στό μαγειρεῖο ἐργάσθηκε κατά τήν μαρτυρία τοῦ π. Κλεόπα. Μετά ἀπό ἕνα διάστημα διωρίσθηκε βοηθός τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, δεδομένου ὅτι τοῦ ἄρεσε νά παραμένη πολλές ὧρες μέσα στήν ἐκκλησία. Στά πρῶτα μοναχικά του χρόνια δέν ἀπουσίαζαν καί μερικοί πειρασμοί, προερχόμενοι ἀπό τήν νεανική του ὑπερηφάνεια. Εἶχε ἐκρήξεις ὀργῆς καί ἐπαναστατοῦσε μέσα του, λόγῳ μερικῶν δυσκολιῶν στά διακονήματα, φθάνοντας ἐνίοτε στόν λογισμό νά τά ἐγκαταλείψη ὅλα καί νά ἐπιστρέψη  στόν κόσμο.

Τό 1923 ἀπέθανε ὁ πατέρας του.

Τό ἔτος 1925 ἔκανε μιά ἐπίσκεψι στά Μοναστήρια τοῦ νομοῦ Νεάμτς, φθάνοντας καί μέχρι τήν σκήτη Σύχλα, ὅπου καί περέμεινε περισσότερες ἡμέρες. 'Εκεῖνο τόν καιρό ἡ περιοχή τῆς Σύχλας ἦτο γεμάτη ἀπό ἡσυχαστές. Τότε, γεννήθηκε στήν καρδιά τοῦ νεαροῦ Παϊσίου ὁ πόθος τῆς ἐρημικῆς ζωῆς. Προσπάθησε νά μετακομίση στό μοναστήρι Συχαστρία (1930-32), ἀλλ' ἀπέτυχε διότι, μή ἔχοντας τήν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ του, ὁ στάρετς τῆς μονῆς Συχαστρία ἱερομ. 'Ιωαννίκιος Μορόϊ δέν ἤθελε νά τόν κρατήση. Σ' αὐτή τήν κατάστασι εὑρισκόμενος, εὑρῆκε ἕνα μικρό ξέφωτο κοντά στήν σκήτη Κοζάντσεα, ὅπου ἀναχωροῦσε συχνά γιά προσευχή καί ἡσυχία. Μιά φορά, ἐνῶ προσηύχετο, ἄκουσε ἕνα οὐράνιο χορό πού ἔψαλλε ἐκκλησιαστικούς ὕμνους, πρᾶγμα τό ὁποῖο τό διερμήνευσε σάν θεϊκό σημεῖο ὅτι ἐκεῖ ἔπρεπε νά κτίση μιά μικρή ἐκκλησία. Τοποθέτησε σ' ἐκεῖνο τόν χῶρο ἕνα σταυρό ἀπό βελανιδιά καί, ἀφοῦ ἔλαβε τήν εὐλογία τοῦ μητροπολίτου Μολδαβίας ἐκείνου τοῦ καιροῦ Σεβ. κ. Ποιμένος Γκεωργκέσκου, ἵδρυσε μιά μικρή ἐκκλησία πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Μηνᾶ. ῞Οταν τό 1930 ἦλθε ὡς ἡγούμενος στήν Σκήτη ἕνας νέος ἱερομόναχος, τοῦ ἔδωσε εὐλογία νά κτίση πλησίον τῆς ἐκκλησίας καί τρία κελλιά.'Ακόμη τοῦ ἐπέτρεψε μερικές νύκτες νά μένη ἐκεῖ. Γύρω ἀπό τά κελλιά ἔφτιαξε καί κῆπο, ἐφύτευσε δένδρα καί κληματαριές. Κάθε ἡμέρα ἐπιτελοῦσε τό διακόνημά του στήν Σκήτη καί τό βραδάκι ἀναχωροῦσε γιά τό ἐρημητήριό του. 'Αλλά καί μέσα στό σπίτι εἶχε κτίσει κι ἕνα μικρό παρεκκλησάκι.

'Επί 18 χρόνια, δηλ. μέχρι τό 1948, ἔζησε ὁ π. Παῒσιος μ' αὐτό τόν τρόπο. 'Εφρόντιζε τούς γέρους καί ἀσθενεῖς μέχρι τόν θάνατό τους καί, ἀφ' ὅτου χειροτονήθηκε ἱερεύς, τούς κοινωνοῦσε καί τῶν 'Αχράντων Μυστηρίων. Γι' αὐτό ἕνας ἀπό τούς μοναχούς, ὁ 'Ιλαρίων Μπολοβάν τοῦ εἶπε: "Πάτερ Παῒσιε, ἡ ὁσιότης σου εἶσαι πατέρας καί μητέρα μου!" Τό ἔτος 1933, σέ ἡλικία 36 ἐτῶν ἔλαβε τό μέγα καί ἀγγελικό Σχῆμα μέ τόν λογισμό ν' ἀναχωρήση γιά τήν ἐρημική ζωή. Στό ἐρημητήριό του, προπαντός τίς νύκτες, ζοῦσε πνευματικές χαρές, ἀλλά περισσότερες αἰσθανόταν στήν ἐκκλησία κατά τήν Θεία Λειτουργία. ῞Οσον ἀφορᾶ αὐτή τήν περίοδο ὁ π. Παῒσιος ἔλεγε τά ἑξῆς: "Δέν εἶχα πολύ μεγάλους πειρασμούς ἀπό τόν διάβολο, διότι δέν τόν στενοχωροῦσα πολύ". 'Ωστόσο ἀγωνιζόταν μέ τούς γνωστούς ἑπτά πειρασμούς, ἤ τά ἑπτά θανάσιμα ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα τόν πολεμοῦσαν κυρίως στήν σάρκα. Τά νικοῦσε ὅμως μέ τήν προσευχή, τήν ταπείνωσι καί τήν ὑπομονή. Αὐτά τά πνευματικά ὅπλα, δοκιμασμένης ἀξίας, τά συνιστοῦσε ἐπίσης σ' ὅλη τήν ζωή του, σ' αὐτούς πού ζητοῦσαν τίς συμβουλές του.

'Απ' αὐτή τήν περίοδο ξεκίνησε ἕνας στενός πνευματικός δεσμός μέ τόν π. Κλεόπα 'Ηλίε, ὁ ὁποῖος διήρκεσε σ' ὁλόκληρη τήν ζωή του, διότι ἦτο δεσμός καρδιακός. Τό φθινόπωρο τοῦ 1935 ὁ π. Κλεόπας ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν στρατό, ἐπέρασε ἀπό τήν σκήτη Κοζάντσεα νά πάρη τήν εὐλογία τῶν ἐκεῖ ἀσκουμένων πατέρων. Μέχρι τότε δέν ἦτο μοναχός, ἀλλά ἤδη εἶχε ἀποφασίσει νά πάη στήν Συχαστρία, ὅπου ἦσαν καί οἱ τάφοι τῶν δύο μεγαλυτέρων κατά σάρκα ἀδελφῶν του, πού εἶχαν τελειώσει τήν ζωή τους ἐκεῖ ὡς μοναχοί. Πρίν ἀποχωριστοῦν οἱ δύο τότε θεοσεβεῖς νεαροί, ἔβαλαν μεταξύ τους ἀπό τρεῖς μετάνοιες καί ὁ μεγαλύτερος, ὁ π. Παῒσιος, προσφάτως καρείς μοναχός εἶπε τήν ἑξῆς προσευχή ὡς ἔνδειξι παντοτεινῆς μεταξύ τους φιλίας: "Κύριε, Κύριε, εὐλόγησον αὐτήν τήν ὑπόσχεσί μας νά παραμείνουμε ἑνωμένοι ἐν πνεύματι ἀγάπης σ'αὐτόν τόν αἰῶνα, ἀλλά καί στόν μέλλοντα. 'Εάν θ' ἀποθάνω ἐγώ πρῶτος, νά στέκεται αὐτός (π. Κλεόπας) στό κεφάλι μου, ἐνῶ, ἄν ἀποθάνη αὐτός πρίν ἀπό μένα, νά εἶμαι ἐγώ κοντά του. 'Αμήν". Τελικά ὁ Θεός θέλησε νά στέκεται ὁ π. Κλεόπας δίπλα στόν κοιμηθέντα φιλαδελφό του, τόν π. Παῒσιο 'Ολάρου.

Θά κάνουμε μιά στάσι στήν ζωή τοῦ π. Παϊσίου γιά ν'ἀκούσουμε τί θαυμαστά περιστατικά συνέβησαν σ'αὐτό τόν τόπο πού ἔζησε: "'Εγώ, διηγεῖται ὁ ἴδιος, ἐστεκόμουν κἄποτε στό μπαλκόνι τοῦ κελλιοῦ στήν σκήτη Κοζάντσεα. Μπροστά μου ὑψωνόταν ἕνας λόφος, δίπλα ἀπό τόν ὁποῖον περνοῦσε ἕνας δρόμος γιά τήν πεδιάδα. Κάποια ἡμέρα περνοῦσαν ἀπ' αὐτό τόν δρόμο πολλοί ἄνθρωποι φορτωμένοι. 'Ανάμεσά τους ἦτο κι ἕνας πτωχός ἄνθρωπος μέ τό κάρρο φορτωμένο πού τό τραβοῦσαν δύο βόδια. Σ' ἕνα ἀνήφορο δέν μποροῦσαν τά βόδια νά περπατήσουν. 'Εκεῖνος τά κτυποῦσε καί μέ κάθε τρόπο τά παρακινοῦσε νά βαδίσουν. Τά καημένα τά βόδια γονάτισαν κάτω. 'Εγώ ὄντας τότε στό χαγιάτι, ἔπεσα στά γόνατα καί, ὅσο μποροῦσα, τά "ἔσπρωχνα" ἀπό μακριά λέγοντάς τους: "῎Αϊντε βοϊδάκια μου, σηκωθῆτε! ῎Αϊντε, μέ τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου!" Φωνάζοντας ἔτσι ἀπό μακριά, βλέπω ξαφνικά τά δαμαλάκια νά σηκώνονται καί νά περπατοῦν. 'Εγώ χαρούμενος, εἶπα: "Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι".

Τό ἔτος 1943 χειροτονήθηκε διάκονος, ἐνῶ τό 1947 ἱερεύς ἀπό τόν ἐπίσκοπο Βαλέριο Μογγλάν. 'Επίσης τότε διωρίσθηκε καί ἡγούμενος τῆς σκήτης Κοζάντσεα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι εἶχαν φθάσει μερικά παράπονα στήν Μητρόπολι 'Ιασίου γιά τούς διοικοῦντας τήν Σκήτη τότε καί ἐξ αἰτίας τους, ἀποφασίσθηκε ἡ χειροτονία καί ὁ διορισμός του στήν ἡγουμενία τῆς Σκήτης. 'Αφοῦ ἐπέστρεψε στήν ἐρημική καλύβη του, γρήγορα τήν ἀπεχαιρέτισε καί μπῆκε στήν Σκήτη ν'ἀναλάβη τά καθήκοντα τῆς ἡγουμενίας του. ῎Ελεγε ὁ ἴδιος: "Στήν θέσι τῆς ἡσυχίας καί τῆς εἰρήνης τῆς καρδιᾶς μου, ἔβαλα τώρα τήν ταραχή καί τίς ὑλικές ἀπασχολήσεις". 'Ως ἡγούμενος παρέμεινε μόνο ἕξι μῆνες, διότι συνέβησαν μερικές παρεξηγήσεις στήν ἀδελφότητα τῆς Σκήτης, καί ἀνεχώρησε.

Τό ἔτος 1948, σύμφωνα μέ μαρτυρίες τοῦ ἰδίου Πατρός, ἤ μᾶλλον τό φθινόπωρο τοῦ 1947, κατά τίς ἀφηγήσεις τοῦ π. 'Ιωαννικίου Μπάλαν καί π. Κλεόπα, μπῆκε στό μοναστήρι Συχαστρία, τό ὁποῖον ἐδιοικεῖτο ἀπό τόν π. Κλεόπα. 'Η κοινοβιακή ζωή φαινόταν πολύ κατάλληλη σ' ἕνα ἀληθινό μοναχό, ὅπως τόν π. Παῒσιο. 'Εκεῖνο τόν καιρό ἡ Συχαστρία κρατοῦσε μιά ἀληθινή κοινοβιακή τάξι. Οἱ πατέρες δέν εἶχαν τίποτε στά κελλιά τους παρά μόνο τό κρεββάτι τους, μερικά διδακτικά βιβλία καί προσευχητάρια. ῞Ολοι οἱ μοναχοί ἦσαν ὑποχρεωμένοι νά ἔρχωνται στόν ὄρθρο, ἐνῶ αὐτός πού ἀπουσίαζε, δέν ἔτρωγε ἐκείνη ἡμέρα. 'Ο τότε ἡγούμενος π. Κλεόπας ἔδωσε κελλί στόν π. Παῒσιο πλησίον τῆς ἐκκλησίας καί τοῦ ἀνέθεσε τό διακόνημα τῆς ἐξομολογήσεως τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς καί τῶν Χριστιανῶν, πού ἤρχοντο στήν Μονή. 'Εάν τοῦ ἀπέμενε ὀλίγος χρόνος, ἐργαζόταν στούς κήπους. Παρότι ἦτο νεοχειροτόνητος, δέχθηκε κι ἔγινε Πνευματικός πατήρ ὁλοκλήρου τῆς 'Αδελφότητος μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Οἱ ἄνθρωποι τόν ἀποκαλοῦσαν "Γέρο-Παῒσιος ὁ ἐρημίτης". Στήν ἀκμή τῶν σωματικῶν του δυνάμεων ἠμποροῦσε νά ἐξομολογῆ 30-50 ἄνθρώπους τήν ἡμέρα, ἐνῶ στίς μεγάλες νηστεῖες καί παραμονές τῶν ἑορτῶν ἔφθανε τούς ἑκατό, καθήμενος μέχρι καί 15 ὧρες στήν καρέκλα. Συνήθως ἔτρωγε μιά φορά τήν ἡμέρα, ἀφοῦ ἐτελείωνε τήν ἐξομολόγησι τῶν ἀνθρώπων. Μετά τό φαγητό, δέν ἐξωμολογοῦσε πλέον. Τίς νύκτες κοιμόταν τίς μεσονύκτιες ὧρες εἴτε σ' ἕνα ξύλινο κρεββάτι, εἴτε στό σκαμνάκι του. Στόν ἐλεύθερο χρόνο του, ἐργαζόταν πρόθυμα στούς κήπους, διότι ἔτσι ἔννοιωθε τόν νοῦ του ἐλεύθερο γιά τήν ἄσκησι τῆς ἐσωτερικῆς του προσευχῆς. Αὐτοί πού τόν ἐγνώρισαν ὁμολογοῦν ὅτι καθ' ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας εὑρισκόταν σέ κάποια ἐργασία, σωματική ἤ πνευματική.

Τό φθινόπωρο τοῦ 1949 μαζί μέ ἄλλους 21 μοναχούς καί δοκίμους (κατά τήν μαρτυρία τοῦ π. Κλεόπα 30) ἀκολούθησε τόν π. Κλεόπα στό μοναστήρι Σλάτινα, κτητορικό ἔργο τοῦ ἡγεμόνος 'Αλεξάνδρου Λαπουσνεάνου, κατ' ἐντολήν τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, γιά νά ἀναδιοργανωθῆ καί ἐκεῖ ἡ μοναχική ζωή. 'Ο π. Παῒσιος ἐπῆρε κελλί δίπλα στό παρεκκλήσιο τοῦ μητροπολίτου Βενιαμίν Κωστάκε καί ἠσχολεῖτο μέ τήν ἐξομολόγησι. 'Ο π. Κλεόπας, μετά ἀπό μερικά χρόνια ἔλεγε γι' αὐτόν "Δέν εἶχε χρόνο οὔτε νά φάγη. . . Κανείς δέν γνώριζε πόσο καί πῶς προσηύχετο, τί πνευματικά ἔργα ἐπιτελοῦσε καί τί μυστήρια ζοῦσε".

'Εκείνη τήν περίοδο ἔμεινε γιά μισό χρόνο στήν σκήτη Ραρέου, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶτο ἀπό τήν Μονή Σλάτινα. 'Επειδή ὁ π. Παῒσιος ἐπιθυμοῦσε τήν ἡσυχία γιά τήν ἄσκησι τῆς προσευχῆς, ὁ ἡγούμενος τοῦ ἔδωσε εὐλογία νά μείνη  σ' ἕνα κελλί ἔγκλειστος δοκιμαστικά ἐπί μία ἑβδομάδα. Τό πῶς ζοῦσε ὁ Γέροντας, τό μαθαίνουμε καλλίτερα ἀπό ἕνα περιστατικό πού συνέβη τό 1984 καί ἀποτελεῖ μιά μεγάλη πνευματική του ἐμπειρία. "῎Εμεινα κλεισμένος μέσα στό κελλί μιά ἑβδομάδα. Κατόπιν μέ ἐρώτησε ὁ ἡγούμενος ἐάν ἐξοικειώθηκα μέ τήν προσευχή. Τοῦ εἶπα ὅτι δέν ἠμπόρεσα νά τήν συνηθίσω. ῞Οταν μέ ἄκουσε, στενοχωρήθηκε καί μοῦ εἶπε: "Εἶσαι ἕνα βάζο μικρό καί ἄδειο! Μεῖνε ἀκόμη στό κελλί μιά ἑβδομάδα γιά νά διδαχθῆς τήν νοερά προσευχή". ῎Εμεινα ἐγώ ἀκόμη μιά ἑβδομάδα καί τό Σάββατο, ὅταν μέ ἐρώτησε, γιά νά μήν τόν λυπήσω πάλι, τοῦ εἶπα ὅτι τήν ἔμαθα τήν εὐχή. Αὐτός χαρούμενος μοῦ πρότεινε νά τήν διδάξω καί στούς ἄλλους. 'Εγώ ὅμως οὔτε τώρα (1984) δέν ἔμαθα νά προσεύχωμαι νοερῶς, διότι δέν ἔχω πνευματική ζωή καί δέν ἀγαπῶ τόν Κύριο, ὅσο πρέπει."

Τό ἔτος 1951 ἀποφασίσθηκε ἡ ἀποστολή τοῦ π. Κλεόπα στό μοναστήρι Νεάμτς μαζί μέ ἑκατό μοναχούς (70 ἀπό τήν Σλάτινα καί 30 ἀπό τήν Συχαστρία). Αὐτή ὅμως ἡ πρόθεσις τοῦ Μητροπολίτου προκάλεσε πολλές ἀντιδράσεις. 'Ο π. Παῒσιος προσηύχετο νά γίνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τελικά αὐτή ἡ ἀποστολή δέν πραγματοποιήθηκε.

Τήν ἄνοιξι τοῦ 1954 (ὁ π. Κλεόπας λέγει τήν ἄνοιξι τοῦ 1953) ἐπέστρεψαν στό μοναστήρι Συχαστρία. 'Η περίοδος πού ἄρχιζε ἀπ' αὐτό τό ἔτος ἦτο ἡ πλέον καρποφόρα στήν μοναχική του ζωή.

Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1972-1985 ἡσύχαζε στήν σκήτη Σύχλα, στήν "Συχλούλα μας" ὅπως συνήθιζε νά τήν ὀνομάζει μέ συγκίνησι ὁ Γέροντας σέ μιά ἐπιστολή του. 'Ενῶ ἀπό τό 1973 ἄρχισε νά στενοχωριέται διότι ἀδυνάτιζε ἡ ὅρασίς του. 'Από τό 1976, ὅπως ὡμολογοῦσε ὁ ἴδιος ἦτο σχεδόν τυφλός.

Μετά τό 1985 κατέβηκε πάλι στήν Συχαστρία, ὅπου οἱ συνθῆκες ἦσαν εὐκολώτερες γιά τήν περιποίησί του. 'Υπέφερε ἐξ αἰτίας τοῦ ποδιοῦ του πού τό εἶχε σπάσει παλαιότερα. 'Η ἀρρώστεια πού λέγεται καταρράκτης τοῦ εἶχε ἀφαιρέσει σχεδόν ὅλο τό φῶς τῶν ματιῶν του. ῎Ελεγε ὁ ἴδιος: "Γιά μένα εἶναι πάντοτε νύκτα καί ὁ χρόνος δέν κυλάει εὔκολα. . . ". 'Εν τῶ μεταξύ ἄρχισε καί νά μήν ἀκούη. 'Από τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1986 ἔμενε ἐξαπλωμένος στό κρεββάτι. Οἱ ἀδελφοί πού τόν διακονοῦσαν προέβλεψαν κι ἔδεσαν ἀπό κάποιο δοκάρι ἕνα σχοινί μέ τήν βοήθεια τοῦ ὁποίου ὁ Γέροντας σηκωνόταν  ἀπό τό κρεββάτι, ὅταν ἦτο μόνος του. Συνωμιλοῦσε ὀλιγώτερο μέ τούς ἀνθρώπους καί παντοτεινά μέ τόν Θεό. Προσηύχετο μυστικά, ἡμέρα καί νύκτα στό συνηθισμένο σκαμνί του, τό ὁποῖο ἦτο καί κρεββάτι καί τραπέζι καί τόπος ἀσκήσεως καί κάθισμα γιά τούς πιστούς πού ἤρχοντο νά ἐξομολογηθοῦν. 'Εδιάβαζε καθημερινά τά ἀγαπητά του βιβλία πού εἶχε κοντά του: Τήν 'Αγία Γραφή, τό Ψαλτήριο, τό Γεροντικό, τούς Βίους τῶν 'Αγίων καί ἄλλα συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων. Τά βράδυα συνήθως ἔτρωγε ὀλίγα χόρτα. Τόν μοναχικό του κανόνα, παρότι λόγῳ γηρατειῶν καί ἀσθενειῶν του, ἦτο περιωρισμένος, τόν ἐπιτελοῦσε ἀδιάκοπα. Συνήθιζε νά λέγη τήν εὐχή "Κύριε 'Ιησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό", τήν εὐχή τῆς Παναγίας μας "'Υπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς" καί τήν εὐχή πρός τόν ὅσιο Παῒσιο, τοῦ ὁποίου ἔφερε τό ὄνομα "῞Οσιε πάτερ Παῒσιε, πρέσβευε ὑπέρ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ". 'Ομοίως ἐπεκαλεῖτο τόν ἅγιο Σπυρίδωνα καί τήν ἁγία Βερονίκη. ῞Οταν τίς ἐτελείωνε, τίς ἄρχιζε πάλι ἀπό τήν ἀρχή. 'Εάν τοῦ ἀπέμενε χρόνος, συνέχιζε νά ἐξομολογῆ, νά συμβουλεύη, νά εὐλογῆ τούς μοναχούς καί τούς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι τό θεωροῦσαν εὐλογία νά περάσουν ἔστω καί δίπλα ἀπό τό κατώφλι τοῦ κελλιοῦ του. Θεωροῦσε ὅτι τίποτε δέν εἶναι τόσο δύσκολο στόν κόσμο, ὅσο νά καθοδηγῆ κάποιος ψυχές στήν σωτηρία. 'Επίστευε ἐπίσης ὅτι ἡ ἀσθένεια ἀπό τήν ὁποία ὑπέφερε τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του δέν ἦτο τίποτε ἄλλο παρά μιά ἐπίσκεψις τοῦ Θεοῦ, διότι ἴσως νά δέθηκε μέ κάτι πού δέν ἔπρεπε νά δεθῆ καί λύθηκε μέ κάτι πού δέν ἔπρεπε νά λυθῆ. Λόγῳ τῶν πολλῶν του δοκιμασιῶν ἐπαρηγορεῖτο μέ τήν νοερά καί καρδιακή προσευχή, ὅπως ἔλεγε στόν διακονητή του, τόν π. Γεράσιμο. "'Ο Γέροντας δέν ἐγνώριζε βέβαια τήν πνευματική βαθμίδα στήν ὁποία εὑρίσκετο, ὅπως φαίνεται ἀπό μιά προσωπική του ἐξομολόγησι, τό καλοκαίρι τοῦ 1987: "'Εγώ ἔζησα κάποιες ἐμπειρίες τῆς καρδιακῆς προσευχῆς στήν σκήτη Ραρέου, ἀλλά τώρα οὔτε ἐγώ δέν ὑπάρχω! ῎Εκαμα περισσότερα κακά ἔργα παρά καλά. 'Ελπίζω ὅμως  στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ". ῞Οταν ἐρωτήθηκε ἄν φοβᾶται τόν θάνατο, ἀπήντησε ἄδολα: "Πῶς νά μή φοβᾶμαι, ἐφ' ὅσον εἶμαι ἁμαρτωλός;"

Παρ' ὅλες τίς σωματικές του κακώσεις καί δοκιμασίες, ὑποδεχόταν κἄπου-κἄπου καί ὁμάδες Χριστιανῶν, ἱερέων, μοναχῶν κι ἀπό ἄλλα Μοναστήρια, τούς ὁποίους νουθετοῦσε μέ σύντομες συμβουλές καί τούς εὐλογοῦσε. Στόν Πνευματικό του ἔλεγε: "Μέ φέρνουν στόν σταυρό κι ἐγώ εἶμαι στήν ὑποδοχή τοῦ Σωτῆρος". Εἶχε ἀξιωθῆ τοῦ χαρίσματος τῶν δακρύων, τό ὁποῖον ἐπεδίωκε πάντοτε καί τό ἀπέκρυπτε ἀπό τούς ἄλλους.

Ζοῦσε ἀκόμη ὅταν συνέβησαν τά γεγονότα τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 1989 μέ τήν ἐπανάστασι τοῦ λαοῦ καί τοῦ στρατοῦ ἐναντίον τοῦ κομμουνιστικοῦ πολιτεύματος τῆς Χώρας. 'Η ἐξήγησις τήν ὁποία ἔδωσε παραμένει μέ τήν φράσι "ἀνάβασις καί ἀναγέννησις". Καί τώρα, μετά ἀπό δέκα περίπου χρόνια ἀπό ἐκείνη τήν ἐπανάστασι διαπιστώνουμε πόσο σωστά εἶχε προβλέψει ὁ Γέροντας τούς καιρούς πού θά ἔλθουν. ῎Ελεγε τά ἑξῆς: "Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο σημεῖο ὅτι θά ἔλθη εἰρήνη ἐπάνω στήν γῆ. Συνετρίβη ἡ κεφαλή τοῦ δράκοντος (κομμουνισμοῦ), ἀλλά ἡ ἐπίδρασίς του περέμεινε καί διασκορπίσθηκε σ'ὅλο τόν κόσμο μέ τήν οὐρά του".

῞Οταν τήν ἄνοιξι τοῦ 1990 μερικοί ἐσκέπτοντο νά ἐκλεγῆ πατριάρχης τῆς 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας τῆς Ρουμανίας ὁ π. Κλεόπας, ὁ Γέροντας Παῒσιος προσευχήθηκε καί εἶπε ὅτι ὁ π. Κλεόπας δέν θά ἀναχωρήση ἀπ' ἐδῶ διότι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα νά παρηγορῆ καί νά εἰρηνεύη τούς ἀνθρώπους καί τίς συνοδεῖες τῶν μοναχῶν.

Μετετέθη πρός Κύριο τίς πρωϊνές ὧρες τῆς 18ης 'Οκτωβρίου τοῦ 1990 σέ ἡλικία 94 ἐτῶν. Καί τό Σάββατο, 20η τοῦ μηνός ἔγινε ἡ ταφή του στό Κοιμητήριο τῆς Μονῆς Συχαστρία. Τόν κατευόδωσαν ἕνα μεγάλο πλῆθος μοναχῶν καί λαϊκῶν πού ἦλθαν ἀπό διάφορα μέρη τῆς Χώρας. 'Επί κεφαλῆς τῆς συνοδείας τῶν ἱερέων ἦτο ὁ ἴδιος ὁ μητροπολίτης Μολδαβίας, Σεβ. κ. Δανιήλ Τσιομποτέα. 'Η 'Ακολουθία τῆς κηδείας εἶχε μιά πανηγυρική καί ἐλπιδοφόρα ἀτμόσφαιρα. 'Από τότε μέχρι τώρα, μέ τήν φροντίδα πατέρων τῆς Μονῆς, δέν ἔσβησε τό καντήλι στόν τάφο τοῦ π. Παϊσίου. 'Ο τάφος του εἶναι πλέον τόπος προσκυνήματος τῶν εὐλαβῶν Χριστιανῶν.

῎Αφησε στούς μαθητές του μιά διαθήκη ἀγάπης, ἡ ὁποία μπορεῖ νά γίνη διαθήκη γιά τόν ὁποιοδήποτε Χριστιανό, πού θά τήν ἀγαπήση μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. 'Ιδού τά λόγια του: "Νά κάνουμε κι ἐμεῖς αὐτό πού διδάξαμε στούς ἄλλους καί κάθε τι πού κάνουμε στήν ζωή μας νά γίνεται γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον, διότι "ἡ ἀγάπη καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν". Αὐτή τήν διαθήκη ἀφήνω σ' ὅλα τά πνευματικά μου παιδιά, δηλ. διαθήκη ἀγάπης, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Σωτῆρας μας Χριστός: "'Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις" ('Ιωάννου 13, 35).

'Ιδού τί ἔγραψε ὁ π. Κλεόπας, μετά τήν ἀναχώρησι τοῦ Πνευματικοῦ του Πατρός στόν Κύριο: "Τέτοιος ἦτο ὁ π. Παῒσιος: Ταπεινός, σιωπηλός, πρᾶος, σοφός στά λόγια του, πολύ ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος. Πάντοτε συνιστοῦσε τήν εἰρήνη μέ ὅλους καί ἀγαποῦσε τήν ἡσυχία. Δέν τοῦ ἄρεσε νά ζῆ ἀνάμεσα σέ πολλούς κι ἔκρυβε τίς μοναχικές του ἀσκήσεις. Κανείς δέν ἐγνώριζε πότε προσηύχετο στό κελλί του, τί ἐργασία ἔκανε μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά του, πόσο ἔτρωγε τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ του καί πόσο ἐκοιμᾶτο. 'Εκτός ἀπό τήν ἡσυχία, ἀγαποῦσε πολύ καί τά πνευματικά του παιδιά, τά ὁποῖα δεχόταν πατρικά στήν έξομολόγησι ὁποιαδήποτε ὥρα καί ἡμέρα, ἀκόμη καί τήν νύκτα κι ἐφρόντιζε μέ κάθε τρόπο γιά τήν σωτηρία τους. Δέν ἦτο πολύ αὐστηρός στά ἐπιτίμια, κρατοῦσε λογαριασμό γιά τήν ψυχική κατάστασι τοῦ καθενός καί ἦτο πρᾶος μέ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος 'Εφραίμ ὁ Σῦρος ὅτι "ἡ μορφή τῆς μετανοίας εἶναι μόνον ἡ πραότητα". Μέ τήν συγχωρητικότητα, τήν ὑπομονή καί τήν πραότητά του ἐκέρδισε χιλιάδες ψυχές γιά τόν παράδεισο, θυσιάζοντας καθημερινά τόν ἑαυτό του γιά τούς ἄλλους". 

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου