Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Οἱ διῶκτες και οἱ διωκόμενοι ἤ Πῶς ἐπεκράτησε ὁ Χριστιανισμός

 

Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας

Κατευθυνόμενη προπαγάνδα καί σύγχυση

Ἡ προπαγάνδα, πού συστηματικά ἀσκεῖται στίς μέρες μας ἀπό διάφορες πλευρές, δημιουργεῖ συνήθως τέτοια σύγχυση, ὥστε πολλοί ἀπό μᾶς κινδυνεύουμε νά ξεχάσουμε ἀκόμη καί τά αὐτονόητα. Σέ πολλές περιπτώσεις τό ἀποτέλεσμά της εἶναι ἡ πλήρης διαστροφή τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας ἔντεχνα κατευθυνόμενης καί μεθοδευμένης προπαγάνδας εἶναι οἱ ἰσχυρισμοί τῶν γνωστῶν ἀρχαιολατρῶν τῆς ἐποχῆς μας (ὁπαδῶν τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρίας καί τῆς ἀναβίωσής της), ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἐπικράτησε μέ τή βία!, ὅτι ἐπεβλήθη μέ αὐτοκρατορικά διατάγματα!, ὅτι ἐξεδίωξε τήν ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία!, ὅτι οἱ Χριστιανοί κατέστρεψαν τά ἀρχαῖα μνημεῖα (βλ. τεῦχ. 37 τοῦ ἐντύπου μας)!, ὅτι διέπραξαν φοβερά ἐγκλήματα (προβάλλεται κατά κόρον ἡ μοναδική ἴσως περίπτωση τῆς δολοφονίας τῆς φιλοσόφου Ὑπατίας στήν Ἀλεξάνδρεια. 

Ἄν ὑπῆρχε καί ἄλλο τέτοιο γεγονός, θά ἦταν προφανῶς πασίγνωστο μέσω τῆς σύγχρονης προπαγάνδας: βλ. καί τεῦχ. 66 τοῦ ἐντύπου μας)! καί πολλά ἄλλα. Ἡ ἀρχαία εἰδωλολατρία προβάλλεται συνήθως ὡς «ὄμορφος κόσμος, ἠθικός, ἀγγελικά πλασμένος», ὁ δέ Χριστιανισμός ὡς σκοταδισμός, φανατισμός, μισαλλοδοξία καί ὀσπισθοδρόμηση. Ἡ ἐπιχειρούμενη διαστροφή περιβάλλεται ἀκόμη καί ἐπιστημονικό μανδύα: γίνεται ἐπιλεκτική χρήση τῶν πηγῶν ἤ κάποιων μεμονωμένων μαρτυριῶν γιά ὅ,τι συμφέρει τήν προπαγάνδα, ἐνῶ ἀγνοεῖται ἐντελῶς ὁ κύριος ὄγκος τῶν πηγῶν, ὁ ὁποῖος συνήθως μαρτυρεῖ γιά τό ἀντίθετο.

Ἐπειδή ἡ ἀναζήτηση καί ἡ προβολή τῆς ἀλήθειας εἶναι χρέος ὅλων μας, θά ὑπενθυμίσουμε στό τεῦχος αὐτό κάποια στοιχεῖα πολύ γνωστά ἀπό τήν ἱστορία τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ, τά ὁποῖα κινδυνεύουν νά ξεχαστοῦν, ἀπαντώντας παράλληλα σέ ἐρωτήματα, ὅπως: Ποιοί εἶναι οἱ διῶκτες καί ποιοί οἱ διωκόμενοι στή συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τόν ἀρχαῖο εἰδωλολατρικό κόσμο; Ποιοί ἐπέβαλαν μέ τή βία θρησκευτικές ἀντιλήψεις καί πρακτικές; Ποιοί προέβησαν σέ συστηματικούς διωγμούς ἐναντίον συνανθρώπων τους μέ ἄλλη πίστη; Ποιοί διέπραξαν φοβερά ἐγκλήματα, χύνοντας τό αἷμα ἑκατομμυρίων Μαρτύρων; Πῶς καί γιατί ἐπεκράτησε, τελικά, ὁ Χριστιανισμός;

Ἡ πραγματικότητα τῶν Διωγμῶν

Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Χριστιανισμός γεννήθηκε στούς κόλπους τοῦ μονοθεϊστικοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ἀλλ’ ἀναπτύχθηκε καί διαδόθηκε στό εἰδωλωλατρικό περιβάλλον τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου, ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ λατρεία τοῦ Δωδεκάθεου καί κάποιων νεότερων θεοτήτων, πού προστέθηκαν σ’ αὐτό. Κατά τή γέννησή του ἀντιμετωπίστηκε ὡς ἰουδαϊκή αἵρεση. Οἱ Ἰουδαῖοι προφανῶς δέν ἀντελήφθησαν ποιός ἀκριβῶς ἦταν ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γι’ αὐτό ἐσταύρωσαν τόν «Κύριον τῆς Δόξης» (Α’ Κορ. 2,8). Ἡ Θυσία καί τό Μαρτύριο ἦταν ἐξ ἀρχῆς χαρακτηριστικά τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ταυτόχρονα ὁ πρῶτος Μάρτυρας τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί οἱ Ἐπιστολές τοῦ ἀπ. Παύλου, ὁ Ἰουδαϊσμός ἦταν ὁ πρῶτος θεσμός, πού ἐδίωξε τήν Ἐκκλησία, θεωρώντας την ὡς ἀπειλητική αἵρεση.

Παρόμοια ἦταν καί ἡ στάση τοῦ ἐθνικοῦ (εἰδωλολατρικοῦ) κόσμου. Οἱ ἐθνικοί κατηγοροῦσαν τούς Χριστιανούς γιά «θυέστεια δεῖπνα» (δῆθεν μετάληψη αἵματος στή Θεία Εὐχαριστία) καί «οἰδιπόδειες μίξεις» (γάμους μεταξύ «ἀδελφῶν», ὅπως ἀποκαλοῦντο οἱ Χριστιανοί μεταξύ τους). Ἡ σύγκρουση μέ τή ρωμαϊκή πολιτεία ἦταν ἀναπόφευκτη ἀπό τή στιγμή πού οἱ Χριστιανοί ἀρνοῦντο πεισματικά νά προσφέρουν θυσίες καί θυμίαμα (ἀναγνωρίζοντας θεῖες ἰδιότητες) στόν αὐτοκράτορα καί στούς θεούς, πού ἐκεῖνος ἀναγνώριζε. Μή λησμονοῦμε ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ ἑκάστοτε Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, πέραν τοῦ ὅτι διεκδικοῦσε γιά τόν ἑαυτό του θεῖες ἰδιότητες, ἦταν ὁ κατ’ ἐξοχήν ἐκφραστής καί ἐκπρόσωπος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας, κατεῖχε δέ καί τό ἀξίωμα τοῦ «Μέγιστου Ἀρχιερέα» («Pontifex Maximus») τῶν εἰδώλων καί μετεῖχε ἐνεργά στίς λατρευτικές ἐκδηλώσεις. (Ἄς θυμηθοῦμε καί τό μετέπειτα ἐγχείρημα τοῦ Ἰουλιανοῦ, 361-363 μ.Χ., ὁ ὁποῖος τόσο ἐπαινεῖται ἀπό τούς σύγχρονους ἀρχαιολάτρες καί ὁ ὁποῖος προσπάθησε ἀκριβῶς νά μιμηθεῖ τό παράδειγμα τῶν προκατόχων του αὐτοκρατόρων διωκτῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ). Ἔτσι ὁ Χριστιανισμός πολύ νωρίς πέρασε στήν παρανομία: οἱ Χριστιανοί ἐδιώκοντο μόνο γιά τό ὄνομά τους (nomen ipsum)! μόνο ἐπειδή δήλωναν ὅτι εἶναι Χριστιανοί!

Ἡ ἀφορμή γιά τήν ἔναρξη τῶν μεγάλων Διωγμῶν, πού συγκλόνησαν τήν Ἐκκλησία γιά δυόμισι περίπου αἰῶνες (64-313 μ.Χ.), δόθηκε ὅταν ὁ παράφρων αὐτοκράτορας Νέρων (54-68 μ.Χ.) κατηγόρησε τούς Χριστιανούς γιά τή μεγάλη πυρκαγιά στή Ρώμη τό 64 μ.Χ. Πλῆθος Χριστιανῶν ὁδηγήθηκε τότε στό μαρτύριο, μεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ Πρωτοκορυφαῖοι ἀπόστολοι Πέτρος καί Παῦλος. Τό παράδειγμα τοῦ Νέρωνα μιμήθηκαν οἱ αὐτοκράτορες Δομιτιανός (81-96), Τραϊανός (98-117), Ἀνδριανός (117-138), Ἀντωνῖνος (138-161), Μᾶρκος Αὐρήλιος (161-180) καί Μαξιμίνος (235-238). Οἱ Χριστιανοί ὑφίσταντο φρικτά βασανιστήρια καί ἐθανατώνοντο μέ τή ρίψη τους στήν πυρά ἤ στά θηρία ἤ μέ ἐπωνείδιστο σταυρικό θάνατο. Μόνο ὅσοι ἦσαν ρωμαῖοι πολῖτες εἶχαν τήν «τύχη» νά θανατώνονται μέ ξίφος. Τότε μαρτύρησαν οἱ ἅγιοι Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας (107), Πολύκαρπος Σμύρνης (156) κ.ἄ.. Τήν περίοδο αὐτή οἱ Χριστιανοί ἐδιώκοντο μέ βάση τή νομοθεσία περί μυστικῶν ἑταιρειῶν: ὁ Χριστιανισμός ἐθεωρεῖτο «collegium illicitum» («ἀπαγορευμένη ἑταιρεία»).

Κάποιοι αὐτοκράτορες ἐπέδειξαν ἀνεκτικότερη στάση, ὅμως κατά τόν γ’ καί δ’ μ.Χ. αἰῶνα οἱ διωγμοί γενικεύτηκαν μέ μεγαλύτερη ἔνταση σέ ὁλόκληρη τήν αὐτοκρατορία. Οἱ αὐτοκράτορες αὐτῆς τῆς περιόδου θεωροῦσαν τήν ἐπίσημη θρησκεία ὡς παράγοντα ἑνότητας τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ ἐθνική θρησκεία (εἰδωλολατρία) προβαλλόταν ὡς οὐσιώδες στοιχεῖο τοῦ μεγαλείου της. Ἔτσι ὁ Δέκιος (249-253), ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους διῶκτες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐπέβαλλε μέ διάταγμά του (249) τή συμμετοχή ὅλων τῶν ὑπηκόων σέ γενική θυσία. Ὁ Χριστιανισμός καταδικάστηκε πλέον ὡς «religio illicita» («ἀπαγορευμένη θρησκεία») καί νέοι ἀπηνείς διωγμοί ἄρχισαν. Γνωστοί ἐπίσκοποι, συνοδευόμενοι ἀπό κληρικούς τους καί πολυάριθμους πιστούς, ἀναγκάστηκαν νά ἐγκαταλείψουν τίς πόλεις τους γιά νά ἀποφύγουν τίς διώξεις τῶν ἀρχῶν, ὅπως οἱ ἅγιοι Κυπριανός Καρθαγένης (200-258) καί Διονύσιος Ἀλεξανδρείας (248-264). Τά βασανιστήρια ἦταν τόσο φρικτά, ὥστε λίγοι κατόρθωναν νά ἀντέξουν. Ὁ διωγμός ἀνέδειξε πλῆθος Μαρτύρων, ἀλλά δημιούργησε καί πλῆθος «πεπωκότων» (lapsi), δηλ. ἀρνητῶν τοῦ Χριστοῦ. Κάποιοι ἔσπευδαν νά προμηθευθοῦν ἤ νά ἐξαγοράσουν ψευδείς βεβαιώσεις (libeli) ὅτι θυσίασαν στά εἴδωλα, γιά νά ἀποφύγουν τό μαρτύριο («λιβελλοφόροι» ἤ «δηλωσεῖες»), ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, τούς ἀντιμετώπισε κι αὐτούς ὡς «πεπτωκότες». Τήν ἴδια περίπου τακτική ἐφάρμοσε ὁ διάδοχος τοῦ Δεκίου Βαλεριανός (253-260). Ἀκολούθησε περίοδος εἰρήνης ἐπί Γαλλιηνοῦ (260-268) καί Διοκλητιανοῦ (284-305), ὅμως ὁ Διοκλητιανός, 19 ὁλόκληρα χρόνια μετά τήν ἄνοδό του στόν θρόνο, ἀποφάσισε νά ἐξαπολύσει τόν τελευταῖο καί σκληρότερο διωγμό ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν (303), ἐκδίδοντας τέσσερα σχετικά διατάγματα. Μέ τό πρῶτο διέτασσε α) τήν κατεδάφιση ὅλων τῶν χριστιανικῶν Ναῶν, πού εἶχαν ἐν τῷ μεταξύ οἰκοδομηθεῖ, β) τήν καύση ὅλων τῶν χριστιανικῶν βιβλίων, γ) τήν καθαίρεση ἀπό κάθε τιμή καί διάκριση ὅσων Χριστιανῶν κατεῖχαν τιμητικές θέσεις καί δ) τή στέρηση τῆς ἐλευθερίας (φυλάκιση) ὅλων τῶν Χριστιανῶν διοικητικῶν ὑπαλλήλων. Τό δεύτερο διάταγμα ὅριζε τή φυλάκιση ὅλων τῶν ἡγετῶν (κληρικῶν) τῆς Ἐκκλησίας καί τό τρίτο ὑποχρέωνε τούς φυλακισμένους πλέον Χριστιανούς νά προσφέρουν θυσίες στά εἴδωλα. Τό τέταρτο διάταγμα, τέλος, γενίκευε τήν ἀπαίτηση ἀπό ὅλους νά προσφέρουν θυσίες παντοῦ, σέ κάθε πόλη καί χωριό τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ Ἐκκλησία ἄρχισε καί πάλι νά καταγράφει χιλιάδες Μαρτύρων, ἀλλά καί πεπτωκότων. Ὁ ἀριθμός τῶν Χριστιανῶν Μαρτύρων εἶναι ἀνυπολόγιστος. Κάποιοι μιλοῦν γιά πολλά ἑκατομύρια. Ἤδη ἡ πρός Ἑβραίους ἐπιστολή, κείμενο τῆς πρώϊμης χριστιανικῆς περιόδου (65-70 μ.Χ., πρίν τή γενίκευση τῶν Διωγμῶν), κάνει λόγο γιά «νέφος μαρτύρων» (Ἑβρ. 12,1).

Ἤδη, ὅμως, τό κλῖμα εἶχε ἀρχίσει νά μεταβάλλεται αἰσθητά ὑπέρ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ λαός τῆς αὐτοκρατορίας παρακολουθοῦσε στήν ἀρχή μέ ἀδιαφορία καί ἀργότερα μέ συμπάθεια πρός τούς Χριστιανούς τήν ἄφρονα πολιτική τῶν ρωμαϊκῶν ἀρχῶν. Οἱ Διωγμοί ἔληξαν ἐπίσημα μέ τό περίφημο Διάταγμα τῆς ἀνεξιθρησκείας, πού συνυπέγραψαν στά Μεδιόλανα (Μιλᾶνο) τό 313 μ.Χ. οἱ αὐτοκράτορες Μέγας Κων/νος (306-337) καί Λικίνιος (308-323). Στήν Ἐκκλησία ἔπνευσε ἐπί τέλους ἄνεμος ἐλευθερίας. Τό 324 ὁ Μέγας Κων/νος ἔγινε μονοκράτορας. Μολονότι εὐνόησε φανερά τόν Χριστιανισμό, δέν ἔλαβε κανένα ἀπολύτως μέτρο ἐναντίον τῆς ἀρχαίας θρησκείας, μάλιστα διατήρησε τόν τίτλο τοῦ «Μέγιστου Ἀρχιερέα» ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία εἰσέρχεται πλέον δυναμικά στή χριστιανική της φάση. Ἡ ἀρχαία εἰδωλολατρία, ἄν καί διατηρεῖται στούς ἑπόμενους αἰῶνες, σταδιακά παρακμάζει καί τελικά ἐξαφανίζεται, χωρίς νά ἀπαιτηθεῖ κάποια ἄνωθεν πρός τοῦτο ἐπιβολή.

Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορική πραγματικότητα γιά τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀπό τήν ὁποία, μποροῦμε εὔκολα νά ἀντιληφθοῦμε ποιοί εἶναι οἱ διῶκτες καί ποιοί οἱ διωκόμενοι, ποιοί διέπραξαν ἐγκλήματα, ποιοί χρησιμοποίησαν βία καί ποιοί διαστρέφουν σήμερα τήν ἀλήθεια (Γιά τούς Διωγμούς βλ. Κ. Παπαρηγόπουλου, Ἱστορία Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, βιβλ. 8, ἔκδ. Γαλαξία, 2001, σ. 126-132, Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, τ. Α’, Ἀθῆναι 19942, σ. 114-139, Ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας, τ. 1, σ. 526-579 κ.ἄ)

Ἡ μαρτυρία τῶν Συναξαρίων τῆς Ἐκκλησίας

Χαρακτηριστική μαρτυρία γιά τήν ἔκταση τῶν Διωγμῶν καί τῶν ἐγκλημάτων εἰς βάρος τῶν πρώτων Χριστιανῶν παρέχουν τά ἱερά Συναξάρια, ὅπου καθημερινά ἀναφέρονται περιπτώσεις Μαρτύρων πού τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία. Ἐκτός ἀπό τούς γνωστούς μεγάλους Μάρτυρες, καταγράφεται ἕνα πλῆθος μικρότερων Μαρτύρων, ἀλλά καί μαρτύρια οἰκογενειῶν, παιδιῶν, νηπίων, γερόντων κ.ἄ. Πιό ἐντυπωσιακές εἶναι οἱ περιπτώσεις μεγάλων ὁμάδων Χριστιανῶν Μαρτύρων. Τά Συναξάρια δέν ἀποτελοῦν, βέβαια, ἱστορικές πηγές. Ὅσοι θεωροῦν ὑπερβολικούς τούς ἀριθμούς πού παρέχουν σέ κάποιες περιπτώσεις, ἄς τά ἐκλάβουν τουλάχιστον ὡς ἁπλές ἐνδείξεις γιά τήν ἔκταση τῶν γεγονότων τῆς ἐποχῆς. Παραθέτουμε τίς πιό χαρακτηριστικές περιπτώσεις ὁμαδικῶν μαρτυρίων, ὅπως ἀκριβῶς καταγράφονται στά ἱερά Συναξάρια.

7 Φεβρουαρίου: «Μνήμη τῶν ἁγίων χιλίων Μαρτύρων καί τριῶν (1.003), οἰκετῶν τῶν τεσσάρων Προτικτόρων, τῶν ἐν Νικομηδείᾳ μαρτυρησάντων».

20 Φεβρουαρίου: «Μνήμη τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Σαδώκ ἐπισκόπου, καί τῶν σύν αὐτῷ τελειωθέντων τόν ἀριθμὸν ἑκατόν εἰκοσιοκτώ (128)».

5 Μαρτίου: «Ὁ ἅγιος Μάρτυς Ἀρχέλαος καί οἱ σύν αὐτῷ ἑκατόν τεσσαράκοντα δύο (142) Μάρτυρες ξίφει τελειοῦνται».

9 Μαρτίου: «Μνήμη τῶν ἁγίων μεγάλων Τεσσαράκοντα (40) Μαρτύρων, τῶν ἐν Σεβαστείᾳ τῇ πόλει μαρτυρησάντων».

18 Μαρτίου: «Οἱ ἅγιοι μύριοι (10.000) Μάρτυρες, τούς αὐχένας τμηθέντες, τελειοῦνται» (μαρτήρησαν στήν Νικομήδεια).

23 Μαρτίου: «Μνήμη τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Νίκωνος καί τῶν αὐτοῦ μαθητῶν, ἑκατόν ἐνενηκονταεννέα (199) Μαρτύρων».

24 Μαΐου: «Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Μελετίου τοῦ στρατηλάτου καί τῶν σύν αὐτῷ, Ἰωάννου, Στεφάνου, Σεραπίωνος τοῦ Αἰγυπτίου, Καλλινίκου τοῦ μάγου, κομήτων καί Τριβούνων δώδεκα (12), γυναικῶν τριῶν (3), Μαρκιανῆς, Παλλαδίας καί Σωσάννης, νηπίων δύο (2), Κυριακοῦ καί Χριστιανοῦ, καί τῶν σύν αὐτοῖς μαρτυρησάντων χιλιάδων ἕνδεκα καί διακοσίων ὀκτώ (11.208). Τελεῖται δέ ἡ σύναξις πάντων τούτων, εἰς τόν ναόν τοῦ ἁγίου μάρτυρος Πλάτωνος τόν εὑρισκόμενον εἰς τά προαύλια τά ὀνομαζόμενα τοῦ Δομνίου».

2 Ἰουνίου: «Οἱ ἅγιοι τριάκοντα ὀκτώ (38) Μάρτυρες, ἐν λουτρῷ βληθέντες, τῆς θύρας ἐμφραγείσης τελειοῦνται».

1 Ἰουλίου: «Οἱ ἅγιοι δισχίλιοι (2.000) Μάρτυρες ξίφει τελειοῦνται».

10 Ἰουλίου: «Μνήμη τῶν ἁγίων τεσσαράκοντα πέντε (45) Μαρτύρων τῶν ἐν Νικοπόλει τῆς Ἀρμενίας μαρτυρησάντων».

27 Ἰουλίου: «Οἱ ἅγιοι πεντήκοντα τρεῖς (53) Μάρτυρες, οἱ ἐκ τῆς Θράκης, ἐν τῇ θαλάσσῃ τελειοῦνται».

19 Αὐγούστου: «Μνήμη τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἀνδρέου τοῦ Στρατηλάτου, καί τῶν σύν αὐτῷ τελειωθέντων δισχιλίων πεντακοσίων ἐνενήκοντα τριῶν (2.593)».

4 Σεπτεμβρίου: «Ὁ ἅγιος Βαβύλας, ὁ ἐν Ἀντιοχείᾳ διδάσκαλος, σύν τοῖς ὑπ᾿ αὐτόν ὀγδοήκοντα τέσσαρσι (84) παισί, ξίφει τελειοῦται».

6 Σεπτεμβρίου: «Οἱ ἅγιοι ἑκατόν τέσσαρες καί χίλιοι (1.104) στρατιῶται, καί ἡ ἁγία Καλοδότη, ξίφει τελειοῦνται».

29 Σεπτεμβρίου: «Μνήμη τῶν ἁγίων ἑκατὸν πεντήκοντα (150) Μαρτύρων τῶν ἐν Παλαιστίνῃ, καί τῶν ἁγίων Μαρτύρων Τρύφωνος, Τροφίμου καί Δορυμέδοντος, καί τῆς ἁγίας Μάρτυρος Πετρωνίας».

30 Σεπτεμβρίου: «Οἱ ἅγιοι χίλιοι (1.000) Μάρτυρες, ξίφει τελειοῦνται».

10 Ὀκτωβρίου: «Μνήμη τῶν ἁγίων διακοσίων (200) Μαρτύρων, τῶν συναναιρεθέντων τῷ ἁγίῳ Εὐλαμπίῳ».

12 Ὀκτωβρίου: «Οἱ ἅγιοι ἑβδομήκοντα (70) Μάρτυρες, ξίφει τελεοῦνται».

14 Ὀκτωβρίου: «Οἱ ἅγιοι τεσσαράκοντα (40) Μάρτυρες οἱ ἐξ Αἰγύπτου καί Παλαιστίνης ξίφει τελειοῦνται».

Πῶς ἐπικράτησε ὁ Χριστιανισμός

Ὁ Χριστιανισμός εἶναι στήν οὐσία του κλήση σέ ἐλευθερία: «ἐπ’ ἐλευθερία ἐκλήθητε» (Γαλ. 5,13) καί «τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καί μή πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ. 1,1). Στό κλίμα αὐτό τῆς «ἐλευθερίας τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,21) δέν ἔχει θέση οὔτε ἡ βία, οὔτε ἡ καταπίεση, οὔτε ὁ ἐξαναγκασμός. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν» (Μαρκ. 8,34) καί «ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν» (Ἀποκ. 3,20). Γι’ αὐτό καί ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία, σέ ἀντίθεση μέ θρησκεῖες ὅπως ἡ ἀρχαία εἰδωλολατρία (Διωγμοί) καί τό Ἰσλάμ (ἐπιβολή τῆς πίστεως «διά πυρός καί σιδήρου»), οὐδέποτε χρησιμοποίησε βία γιά νά ἐπιβάλλει τή διδασκαλία της ἤ νά προσηλυτίσει μέλη, ἀφοῦ κάθε ἄσκηση βίας καταργεῖ τήν «ἐν Χριστῷ» ἐλευθερία. Βία ἀσκήθηκε μόνο σέ περιπτώσεις ἔκπτωσης τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τήν αὐθεντικότητά του, δηλ. ἐκτός Ὀρθοδοξίας (Μεσαίωνας, Ἱερά Ἐξέταση, Σταυροφορίες, σύγχρονες «χριστιανικές» αἱρέσεις).

Στό πλαίσιο αὐτό τίθεται τό ἐρώτημα: Πῶς καί γιατί ἐπεκράτησε, τελικά, ὁ Χριστιανισμός; Στό καίριο αὐτό γιά τήν ἱστορία τῶν πολιτισμῶν ἐρώτημα πολλοί ἐπιχείρησαν νά ἀπαντήσουν. Διατυπώθηκαν ἀπόψεις γιά ὑπεροχή τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὑπεροχή τῆς χριστιανικῆς «ἠθικῆς», παροχή ἱκανοποιητικῶν ἀπαντήσεων σέ ἀγωνιώδη ἐρωτήματα καί ἀναζητήσεις τῆς ἐποχῆς, διαμόρφωση κατάλληλου «πνευματικοῦ» κλίματος, συγγένεια μέ πολιτιστικά καί θρησκευτικά ρεύματα τῆς ἐποχῆς κ.λ.π. Προφανῶς ὅλ’ αὐτά ἰσχύουν, ἀλλά δέν ἀποτελοῦν τούς κυριώτερους λόγους ἐπικράτησης τοῦ Χριστιανισμοῦ. Π.χ. ἡ ὑπερέχουσα καί συγροτημένη διδασκαλία συγκινοῦσε μόνο ἕναν περιορισμένο ἀριθμό λογίων τῆς ἐποχῆς καί «ἠθικά» ὑποδείγματα ὑπῆρχαν πάμπολλα ἐκτός τοῦ Χριστιανισμοῦ. Φρονοῦμε ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἐπικράτησε γιά πιό πρακτικούς λόγους:

– Ἐπικράτησε ἐπειδή οἱ ἅγιοι Μάρτυρες σταύρωναν τά εἴδωλα, τά ὁποῖα κατακρημνίζονταν μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια τῶν παρευρισκομένων, δηλ. ἐπικράτησε ἐπειδή ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ κατατρόπωνε τή δύναμη τοῦ διαβόλου.

– Ἐπικράτησε ἐπειδή τά λείψανα τῶν ἁγίων Μαρτύρων θαυματουργοῦσαν, εὐωδίαζαν καί παρέμεναν ἄφθαρτα, ὡς σύμβολα αἰωνιότητας καί σημεῖα τῆς «ἐν Χριστῷ» κατάργησης τοῦ θανάτου.

– Ἐπικράτησε ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία περιεβλήθη «ὡς πορφύραν καί βύσσον» τά αἵματα τῶν Μαρτύρων της, ὅπως τονίζει χαρακτηριστικά ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνολογία.

– Ἐπικράτησε ἐπειδή οἱ Χριστιανοί στήν προσωπική τους ζωή εἶχαν νικήσει διά τοῦ Χριστοῦ τόν κατ’ ἐξοχήν ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου, τόν θάνατο, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπιδεικνύουν ἀξιοθαύμαστη τόλμη μπροστά στό μαρτύριο καί νά ἔχουν ὑπερβεῖ τόν φόβο τοῦ θανάτου (πρβλ. Ἑβρ. 2,15).

– Ἐπικράτησε ἐπειδή οἱ Διδάσκαλοι τοῦ Χριστιανισμοῦ (Ἀπόστολοι, Μάρτυρες, Πατέρες) ἐπικύρωναν τή διδασκαλία τους μέ θαυμαστά σημεῖα πού ἐνεργοῦσε μέσῳ αὐτῶν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρεται στό Εὐαγγέλιο (Μάρκ. 16,20).

– Ἐπικράτησε ἐπειδή ὁ ζωντανός λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀνακαινιστική του δύναμη μετέβαλλε ριζικά τίς ψυχές καί τίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων (Χριστιανῶν), ἀναδεικύοντάς τους «φῶτα» τοῦ κόσμου καί μέτοχους «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχῆς».

– Ἐπικράτησε σέ τελευταία ἀνάλυση ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἀποτελεῖ φαινόμενο τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά παρουσία τῆς «Βασιλείας τοῦ Θεοῦ» ἐντός τοῦ παρόντος κόσμου.

Μέ βάση τά παραπάνω γίνεται κατανοητό ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν ἦσαν κάποιοι ἔξωθεν ἐπιβουλεῖς ἤ «ἐχθροί» (ποιοῖ ἄραγε;), πού κατέκτησαν μέ τή βία τούς ἀρχαίους Ἕλληνες προγόνους μας, ὅπως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ἡ σύγχρονη νεοειδωλολατρική προπαγάνδα, ἀλλά οἱ ἴδιοι οἱ πρόγονοί μας, οἱ ὁποῖοι, ἀναγνωρίζοντας τήν ὑπεροχή τῆς «νέας θρησκείας», ἐγκατέλειψαν αὐθόρμητα τήν πλάνη τῶν εἰδώλων, μετέτρεψαν τούς ναούς τους σέ χριστιανικούς καί ἄρχισαν νά λατρεύουν τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς μόνο ἀληθινό Θεό.

  (Ἄρθρο ἀπό τό ἔντυπο «Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις»

τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 68, Μάϊ. – Ἰουν. 2010).