Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Ο Άδης και η κάθοδος του Χριστού σ’ αυτόν

 

Μιχάλης Μαυροφοράκης

Η προφητεία τού Ιωνά, Αγιογραφικές και Πατερικές μαρτυρίες

Η σημερινή εκπομπή έχει τίτλο: «Ο Άδης και η κάθοδος του Χριστού σ’ αυτόν». Το ζήτημα αυτό, έχει άμεση σχέση με όσα έχουμε αναφέρει στις προηγούμενες εκπομπές περί ψυχής και περί Άδου, και μάλιστα κατέχει από παλιά πολύ σημαντική θέση στη δογματική της Χριστιανικής Εκκλησίας.

  1. Σύντομη περίληψη τών προηγούμενων εκπομπών

Υπενθυμίζουμε ότι εξετάζουμε το ζήτημα του Άδου, στα πλαίσια της αναίρεσης της κακοδοξίας, ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, και επομένως είναι θνητή. Όσοι εσφαλμένα παραδέχονται κάτι τέτοιο, είναι επόμενο να προσπαθούν να αλλοιώσουν και την έννοια του Άδου, που για όλους τους άλλους (και σωστά), ήταν ο τόπος που δεχόταν τις ψυχές των νεκρών, όταν αυτές αποχωρίζονταν τα οικεία τους σώματα. Έτσι, αυτή η μερίδα, που συμπεριλαμβάνει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, τελείως αυθαίρετα και παράλογα, ισχυρίζονται ότι ο Άδης, είναι «ο κοινός τάφος του ανθρώπινου γένους», δηλαδή μια αόριστη και αφηρημένη έννοια, που στην ουσία στερείται κάθε λογικού περιεχομένου.

Με πολλούς τρόπους αποδείξαμε στις προηγούμενες εκπομπές, ότι η ψυχή του ανθρώπου έχει και την έννοια του αόρατου και νοερού και λογικού και προσωπικού και ενσυνείδητου συστατικού της ανθρώπινης φύσης, και ότι αυτή επιβιώνει του βιολογικού θανάτου, δηλαδή αποχωρίζεται από το άλλο συστατικό του ανθρώπου, (το σώμα), και μεταβαίνει σε έναν χώρο που ονομάζεται «Άδης», (τουλάχιστον στους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης). Εκεί συναντούσε τις υπόλοιπες, (ασώματες πλέον) ψυχές των νεκρών. Αυτό συνέβαινε ανεξαιρέτως σε όλες τις ψυχές δικαίων και αμαρτωλών, Ιουδαίων και Εθνικών, όλες δηλαδή χωρίς διάκριση, μετέβαιναν στη σκοτεινή και σιωπηλή φυλακή του Άδη, όπως μαρτυρεί η Παλαιά Διαθήκη στο σύνολό της. Και όλα αυτά τα διαπιστώσαμε αναλυτικά και με λεπτομέρεια, στις προηγούμενες εκπομπές.

  1. Η διδασκαλία τής Αγίας Γραφής και τών αγίων Πατέρων για την κάθοδο τού Κυρίου στον Άδη

Σήμερα, θα προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε στο συγκλονιστικό γεγονός, που άλλαξε αυτή την τραγική και αφόρητη πορεία των ψυχών προς τον Άδη. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και τον νίκησε, τον κατήργησε, και άλλαξε την ουσία του και το περιεχόμενό του. Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός, είναι η Κάθοδος του Χριστού στον Άδη. Γι’ αυτό και κατέχει εξέχουσα θέση στην διδασκαλία της πίστεώς μας, αλλά και στην υμνολογία και στην εικονογραφία της Εκκλησίας.

Ο θρίαμβος του θεανθρώπου Χριστού Ιησού, κατά του Άδου και του θανάτου, άρχιζε ακριβώς από εκεί, όπου οι εχθροί του νόμισαν ότι τον νίκησαν και τον εξαφάνισαν. Τα όργανα του ανθρωποκτόνου Διαβόλου, «ησφαλίσαντο τον  τάφον του Ιησού, σφραγίσαντες τον τάφον μετά της κουστωδίας» (Ματθαίος 27/κζ: 66). Αλλά εκείνη την ώρα, η νίκη που εκέρδισε ο Κύριος επί του σταυρού, επεκτεινόταν ήδη και στον Άδη. Όπως όλοι γνωρίζωμε, η αμαρτία όχι μόνο γεννά, αλλά και τρέφει τον θάνατο. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, χαρακτηριστικά λέγει: «οικεία τροφή και κατάλληλος θανάτου της αμαρτίας η φύσις. Εντεύθεν ετέχθη, (δηλαδή απ’ αυτήν εγεννήθη ο θάνατος), εντεύθεν ριζώθη, εντεύθεν και τρέφεται». Εάν λοιπόν βρισκόταν κάποιος τελείως αναμάρτητος, ο θάνατος δεν θα μπορούσε να τον κρατήσει δέσμιο. Και τέτοιος ακριβώς, υπήρξε κατά την ανθρώπινη φύση του, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, «ο οποίος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». (Α΄ Πέτρου 2/β: 22).

Όταν λοιπόν αδίκως και παράνομα τον δέχθηκε ο θάνατος στο σκοτεινό του βασίλειο, δηλαδή τον Άδη, όχι μόνο δεν μπόρεσε να τον κρατήσει, αλλά και κατακρίθηκε ως άδικος, και το βασίλειό του κατελήθη. Έτσι, στο πρόσωπο του Χριστού, δικαιώθηκε και λυτρώθηκε, ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, ο όλος άνθρωπος. Γι’ αυτό άλλωστε και παρενθετικά αναφέρουμε, ότι ο σταυρός του Κυρίου δεν θεωρείται πλέον ως ένα κοινό όργανο εκτελέσεως, αλλά αντίθετα, «το τρόπαιον της κατά της θανάτου τυρρανίδος», όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, ή ισοδύναμα «το σύμβολο της νίκης κατά του διαβόλου, και το μέσον δια του οποίο ο Χριστός εθριάμβευσε κατά των δαιμόνων. (Κολοσσαείς 2/β: 14,15).

Πέθανε λοιπόν ο Κύριος, και η παναγία ψυχή του χωρίστηκε από το πανάχραντο σώμα του, και κατέβηκε στον Άδη. Όσον αφορά το σώμα του Κυρίου, αυτό παρελήφθη από τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας και από τον Νικόδημο, και ενταφιάσθηκε σε καινό μνημείο, δηλαδή σε καινούργιο τάφο. Σύμφωνα με τους μέχρι τότε γνωστούς φυσικούς νόμους, το σώμα του Κυρίου μετά τον χωρισμό του από την ψυχή, έπρεπε να αρχίσει να αποσυντίθεται και να διαλύεται. Εν τούτοις, έμεινε απολύτως ανέπαφο και άφθαρτο. Συνέβη δηλαδή το πρωτοφανές και αξιθαύμαστο, το σώμα του Κυρίου στον τάφο, να μην ακολουθήσει τους τότε γνωστούς βιολογικούς νόμους της της φθοράς και της αποσύνθεσης, αλλά απεναντίας τους νίκησε, και στη θέση τους, εμφάνισε τον νόμο της αφθαρσίας. Έτσι, άλλαξε ριζικά το περιεχόμενο του θανάτου, όπως περιγράφει ωραιότατα ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λέγοντας: «Τότε, ύπνος ο των ανθρώπων θάνατος απεδεικνύετο. Διότι όπως ο ύπνος δεν φθείρει και δεν αποσυνθέτει το σώμα, έτσι και ο θάνατος στην περίπτωση του Χριστού. Το ίδιο γεγονός, δηλώνεται και εκδηλώνεται με την αφθαρσία των σκηνωμάτων των αγίων, στο βαθμό που η ευδοκία του Θεού και η Χάρις του επιτρέπουν.

Αυτό το γεγονός προβάλλεται ιδιαιτέρως και από την υμνολογία της Εκκλησίας, όπως για παράδειγμα από έναν ύμνο που ψάλλεται το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, που έχει ως εξής: «ταις μυροφόροις γυναιξί, παρά το μνήμα επιστάς, ο άγγελος εβόα. Τα μύρα της θνητής υπάρχει αρμόδια. Χριστός δε, διαφθοράς εδείχθη αλλότριος».

Και πάλι, παρόμοιος ύμνος της ιδίας ημέρας, λέγει: «Δια θανάτου το θνητόν, δια ταφής το φθαρτόν μεταβάλλεις. Αφθαρτίζεις γαρ θεοπρεπέστατα, απαθανατίζον το πρόσλημμα. Η γαρ σαρξ σου, διαφθοράν ουκ είδε Δέσποτα, ουδέ η ψυχή σου εις Άδου ξενοπρεπώς εγκαταλέλειπται».

Χαρακτηριστικά όμως τονίζει την σωτηριώδη αυτή αλήθεια, και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, λέγοντας: «Δια του θανάτου έστησεν, (δηλαδή εσταμάτησε) της φθοράς την ενέργειαν, και τούτο εστιν η του θανάτου κατάλυσις, το ανενέργητον γενέσθαι την φθοράν». Μετέτρεψε δηλαδή τον θάνατο σε ύπνο, όπως προηγουμένως αναφέραμε.

Αυτό όμως το γεγονός της αφθαρσίας του σώματος του Κυρίου στον τάφο, είχε προφητευθεί και από τον Δαυίδ, και επίσης διακηρύχθηκε και από τους πρωτοκορυφαίους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, με τα εξής λόγια: «Ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις Άδην, ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν» (Ψαλμός 16/ιστ: 10 και Πράξεις 2/β: 27, 31 και 13/ιγ: 35-37).

Παρατηρούμε όμως, ότι αυτή η σημαντική προφητεία που εκπληρώθηκε εξ ολοκλήρου στο πρόσωπο του Χριστού με τον θάνατο και την ανάστασή του, δεν αναφέρεται μόνον στο ένα συστατικό της ανθρωπίνης φύσεώς του, (στο σώμα), αλλά και στο άλλο, (στην ψυχή του), διότι λέγει, για μεν το σώμα του Χριστού, ότι θα παραμείνει ακέραιο, και δεν θα γνωρίσει τη φθορά και την αποσύνθεση, αλλά ταυτόχρονα αναφέρεται και στην ψυχή του, και λέγει ότι αυτή δεν θα εγκαταλειφθεί στον σκοτεινό Άδη. Γι’ αυτό όμως το ζήτημα, θα μιλήσουμε αμέσως τώρα.

Όπως και στο πρώτο μέρος της εκπομπής αυτής αναφέραμε, η σωστική αλήθεια περί της καθόδου του Χριστού στον Άδη, αποτελεί βασικό στοιχείο της διδασκαλίας της Χριστιανικής Εκκλησίας, από τις πρώτες κιόλας στιγμές της εμφάνισής της.

Αυτό μαρτυρεί και η αναφορά του Αποστόλου Πέτρου στο θέμα αυτό, μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, οπότε και εξ ονόματος όλων των μαθητών, ανέφερε στους Ιουδαίους τα εξής: «Ον (δηλαδή τον Χριστόν), ο Θεός ανέστησε, λύσας τας οδύνας του θανάτου, καθότι ουκ ην δυνατόν, κρατήσθαι αυτόν, (δηλαδή τον Χριστό), υπ’ αυτού», (δηλαδή υπό του θανάτου). Δαυίδ γαρ λέγει: (προφητικώς απευθυνόμενος εις αυτόν): προορώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διαπαντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ. Δια τούτο, ηυφράνθη η καρδία μου, και ηγαλλιάσατο η γλώσσα μου, έτι δε και η σαρξ μου κατασκηνώσει επ’ ελπίδι, ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις Άδην, ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν». Και συνεχίζει ο απόστολος Πέτρος, τονίζοντάς τους, ότι ο Δαυίδ δεν τα έλεγε αυτά για τον εαυτό του, επειδή και απέθανε, και ετάφη, και ο τάφος του υπήρχε μέχρι τις ημέρες του. Αλλά επειδή ο Δαυίδ ήταν προφήτης, αυτά τα λόγια τα έλεγε για τον Χριστό. Έτσι τους λέγει:  «Προϊδών ελάλησε περί της αναστάσεως του Χριστού, ότι ούτε εγκατελήφθη εις Άδην, ούτε η σαρξ αυτού είδεν διαφθοράν» (Πράξεις 2/β: 24-31).

Μια προσεκτική μελέτη των χωρίων αυτών, και ιδιαίτερα της προφητείας του Δαυίδ που εφαρμόζεται άμεσα στον Χριστό, φανερώνει δύο κινδύνους που ξεπεράσθηκαν από τον Χριστό: Έναν που αφορούσε το σώμα του, και έναν που αφορούσε την ψυχή του. «Ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις Άδην, ουδέ δώσεις τον όσιόν σου, ιδείν διαφθοράν».

Ο πρώτος κίνδυνος που αφορούσε την ψυχή του, ήταν η εγκατάλειψή του στον Άδη. Ο δεύτερος κίνδυνος που αφορούσε την σάρκα του, δηλαδή το δεύτερο συστατικό του ήταν η φθορά και η αποσύνθεση στον τάφο. Και οι δύο κίνδυνοι, έβρισκαν μέχρι τότε απόλυτη και σίγουρη εφαρμογή σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως. Αντίθετα, ο προφήτης εκφράζεται με πεποίθηση και βεβαιότητα για τον Χριστό, ότι θα υπερνικήσει και τους δύο, όπως και πράγματι συνέβη. Η ανάσταση του Χριστού, το κενό μνημείο, η εμφανίσεις στους μαθητές και τόσα άλλα, το βεβαιώνουν περίτρανα.

Διπλή λοιπόν η νίκη του Χριστού. Αφ’ ενός κατέλυσε το κράτος της φθοράς και εισήγαγε τον άνθρωπο στην εποχή της αφθαρσίας, και αφ’ ετέρου κατέβηκε στον Άδη, και δεν έμεινε εκεί εγκαταλελειμμένος, όπως όλοι οι άλλοι νεκροί μέχρι τότε, αλλά εξήλθε νικητής καταλύοντας το βασίλειο του θανάτου, και χαρίζοντας στον άνθρωπο το δώρο της αθανασίας.

Ο ίδιος απόστολος, θεωρεί την εις Άδου κάθοδο του Χριστού ως κάτι το γνωστό στους αναγνώστες της πρώτης του επιστολής, και γι’ αυτό αναφέρεται σε αυτό το γεγονός περιστασιακά, κάνοντας μία σύντομη αναφορά και λέγοντας τα εξής: «Ότι και ο Χριστός, άπαξ περί αμαρτιών έπαθεν, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγει τω Θεώ, θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι. Εν ο και τοις εν φυλακή πνεύμασιν πορευθείς εκήρυξε. Απειθήσασίν ποτε, ότε απεξεδέχετο η του Θεού μακροθυμία, εν ημέραις Νώε, κατασκευαζομένης Κιβωτού» (Α΄ Πέτρου 3/γ: 18-20).

Στο χωρίο αυτό, ο απόστολος Πέτρος, λέγοντας ότι «εν ο», δηλαδή «δια του Πνεύματος», και «τοις εν φυλακή πνεύμασιν πορευθείς εκήρυξεν»,  δηλώνει , σαφώς την εις Άδου κάθοδον του Κυρίου, και μάλιστα αναφέρεται στο κήρυγμα προς τις ψυχές των προαποθανόντων, όπως ακριβώς εκήρυξε νωρίτερα κατά την επίγειο οικονομία του στον κόσμο των ζώντων.

Είναι χαρακτηριστικό πως όλοι οι ερμηνευταί από τα αρχαία χρόνια, αποδίδουν τη φράση: «τα εν φυλακή πνεύματα», στις ψυχές που ευρίσκοντο φυλακισμένες στον Άδη. Σε όλους αυτούς, αντιτίθενται και πάλι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι κατασκευάζουν μια παράλογη και αυθαίρετη ερμηνεία, και λέγουν ότι τα εν φυλακή πνεύματα είναι δήθεν «πεπτωκότες άγγελοι», (δηλαδή δαίμονες), που εξέπεσαν κατά τις ημέρες του Νώε. Άραγε, τι σκοπό θα είχε το κήρυγμα του Χριστού στους δαίμονες; Απολύτως κανένα! Αντιθέτως όμως, έχει πολύ μεγάλη σημασία και νόημα, το κήρυγμα του Χριστού να μην περιορισθεί μόνο στους τότε ζωντανούς, αλλά να επεκταθεί και σε όλους τους προαποθανόντες ώστε ολόκληρη η ανθρωπότης, και να γνωρίσει το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, να λάβει θέση απέναντι στο ευαγγέλιο της σωτηρίας.

Την ίδια σωτηριώδη αλήθεια, της εις Άδου καθόδου του Κυρίου, την περιγράφει και ο Απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους 4/δ: 8,9: (ο Χριστός) «αναβάς εις ύψος, ηχμαλώτευσεν αιχμαλωσίαν. Έδωκε δώματα τοις ανθρώποις. Το δε «ανέβη» τι εστίν, ειμί ότι και κατέβη εις τα κατώτερα μέρη της γης;» Γνωρίζουμε ότι τα «κατώτερα μέρη της γης», είναι μια άλλη ονομασία για τον Άδη. Και στην προς Ρωμαίους επιστολή, λέγει: «Η δε εκ πίστεως δικαιοσύνη, ούτως λέγει: μη είπης εν τη καρδία σου, τις αναβήσεται εις τον ουρανόν, τουτέστιν Χριστόν καταγαγείν, (δηλαδή για να κατεβάσει από τον ουρανό τον Χριστό), ή τις καταβήσεται εις την Άβυσσον, τουτέστιν Χριστόν αναγαγείν;» (Ρωμαίους 10/ι: 6,7).

Ήδη γνωρίζουμε, ότι ο Άδης χαρακτηρίζεται στην Παλαιά Διαθήκη και ως «Άβυσσος». Έτσι είναι φανερή και εδώ η αναφορά του Αποστόλου στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη.

Στην ίδια επιστολή, ο Απόστολος Παύλος, στο 14ο κεφάλαιο, αναφέρει σε σχέση με τους νεκρούς τα εξής: «Εις τούτο γαρ Χριστός απέθεναν και έζησεν, ίνα και νεκρών και ζώντων κυριεύσει» (Ρωμαίους 14/ιδ: 9).

Εδώ αναφέρονται οι δύο κατηγορίες των ανθρώπων, στις οποίες ταξινομούνται ανάλογα με τη βιολογική τους κατάσταση. Χωρίζονται λοιπόν από τον Απόστολο, σε νεκρούς και ζώντες. Χώρος των νεκρών είναι ο Άδης. Και χώρος των ζώντων η γη. Και στο σημείο αυτό τονίζεται, ότι ο Χριστός επισκέφθηκε και τους δύο χώρους. Όχι μόνο τη γη, αλλά και τον Άδη, έτσι ώστε να είναι Κύριος, όχι μόνο των ζωντανών, αλλά και των νεκρών.

Το ίδιο αναφέρει και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη, όπου μεταφέρει τα λόγια του Κυρίου μας, λέγοντας: «Μη φοβού. Εγώ ειμι ο Πρώτος και ο Έσχατος και ο Ζων. Και εγενόμην νεκρός, και ιδού, ζων ειμί εις τους αιώνας των αιώνων. Και έχω τας κλεις (τα κλειδιά), του θανάτου και του Άδου» (Αποκάλυψις 1/α: 17,18).

Τα κλειδιά του θανάτου και του Άδου, τα απέκτησε ως άνθρωπος, όταν κατέβηκε με τη Θεία του ψυχή στο σκοτεινό βασίλειο του θανάτου, στον Άδη, και τον κατέλυσε, παίρνοντας και τα κλειδιά του, όπως ένας ισχυρός βασιλιάς κυριεύει πλήρως μια πόλη και περιέρχονται στην κατοχή του τα κλειδιά και των πλέον απόκρυφων και ασφαλών της σημείων.

  1. Ο προφήτης Ιωνάς για την εις Άδου κάθοδο τού Κυρίου

Όμως, εκτός όλων των άλλων, και αυτός ο Ίδιος ο Κύριος, προ της καθόδου του στον Άδη, προεφήτευσε γι’ αυτήν, και την παρέβαλλε με την τριήμερη παραμονή του προφήτου Ιωνά, στην κοιλία του κήτους που τον είχε καταπιεί. Είχε πει σαφώς τα εξής: «Ώσπερ γαρ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους, τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται ο Υιός του Ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθαίος 12/ιβ: 40).

Και πράγματι, ο προφήτης Ιωνάς, την «εν Άδου διατριβήν του Κυρίου προδιέγραψε», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, στον λόγον του «εις το Άγιο Πάσχα». Ας διαβάσουμε όμως το σχετικό απόσπασμα, από τον «14ο Κατηχητικό Λόγο» του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, ο οποίος έζησε τον 4ο μετά Χριστόν αιώνα. Θα επιχειρήσουμε να διαβάσουμε ολόκληρο το απόσπασμα, γιατί πιστεύουμε ότι είναι και ευρύτερα ωφέλιμο.

Το γενικότερο θέμα που ο άγιος Κύριλλος πραγματεύεται, είναι η ανάσταση του Χριστού, μέσα στα πλαίσια του οποίου αναφέρει τα εξής: (Διαβάζουμε από μετάφραση):

Μας φέρουν όμως, (οι αντιρρησίες Ιουδαίοι), και άλλο επιχείρημα. Ότι ο νεκρός νεκρός που ανέστησε τότε όντας στη ζωή ο προφήτης Ηλίας, είχε μόλις πεθάνει. Αποδείξτε μας λοιπόν, (λένε), ότι υπάρχει περίπτωση, να αναστηθεί νεκρός τριήμερος. Και αν είναι δυνατόν ποτέ, άνθρωπος που τον έθαψαν, να αναστηθεί μετά από τρεις ημέρες! Και την απόδειξη που ψάχνουμε να βρούμε για όλα αυτά, μας τη δίνει ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς, στα Ευαγγέλια, λέγοντας: «Όπως ο Ιωνάς ήταν στην κοιλιά του κήτους, τρεις ημέρες και τρεις νύχτες, έτσι θα μείνει και ο Υιός του Ανθρώπου, στην καρδιά της γης, τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. (Ματθαίος 12/ιβ: 40 και Ιωνάς 2/β: 1).

Καθώς δε εξέταζα τη διήγηση του Ιωνά, (συνεχίζει ο άγιος Κύριλλος στις κατηχήσεις του), βρήκα ότι η ζωή του έχει πολλά σημεία όμοια με τη ζωή του Χριστού. Δηλαδή ο Ιησούς, στάλθηκε από τον Πατέρα να κηρύξει μετάνοια, και ο Ιωνάς ανέλαβε μια τέτοια αποστολή. Μόνο που ο Ιωνάς, προσπάθησε να την αποφύγει από σχετική άγνοια. Ενώ ο Κύριος, με τη θέλησή Του ήλθε στη γη, για να μετανοήσουμε και να σωθούμε.

Ο Ιωνάς κοιμότανε στο πλοίο και ροχάλιζε, (Ιωνάς 1/α: 5). Ενώ στη θάλασσα είχε ξεσπάσει τρικυμία μεγάλη. Και ο Ιησούς πάλι, ενώ κατά το σχέδιο της Θείας Οικονομίας κοιμόταν, σήκωσε η θάλασσα μεγάλα κύματα, για να γνωρίσουν οι μαθητές, με τη θαυμαστή κατάπαυση των κυμάτων, την δύναμη αυτού που κοιμόταν.

Στον Ιωνά έλεγαν: «Συ τι ροχαλίζεις; Σήκω να παρακαλέσεις τον Θεό σου, μήπως και μας σώσει από την καταιγίδα!» (Ιωνάς 1/α: 6). Και εδώ λένε στον Δεσπότη: «Κύριε σώσε μας!» (Ματθαίος 8/η: 25). Εκεί: «παρακάλεσε το Θεό σου», και εδώ: «Σώσε». Και ο Ιωνάς τους είπε: «πάρτε με και ρίξτε με στη θάλασσα και θα κοπάσει η τρικυμία». (Ιωνάς 1/α: 12).

Εκείνος δε, επέπληξε τους ανέμους και τη θάλασσα και έγινε γαλήνη μεγάλη (Ματθαίος 8/η: 26). Και ο Ιωνάς ρίχτηκε στην κοιλιά το κήτους, ενώ ο Σωτήρας μας, κατέβηκε εκούσια, εκεί που είναι το νοητό κήτος του θανάτου, δηλαδή στον Άδη. Και κατέβηκε εκούσια, για να ξαναδώσει στη ζωή ο θάνατος, όσους είχε καταπιεί, σύμφωνα με αυτό που βρίσκουμε στη Γραφή: «Εγώ από τα χέρια του Άδη θα τους απαλλάξω, και από τα χέρια του θανάτου θα τους λυτρώσω» (Ωσηέ 13/ιγ: 14)

Αφού όμως φθάσαμε σ’ αυτό το σημείο του λόγου, ας εξετάσουμε ποιο από τα δύο είναι δυσκολότερο: Να αναστηθεί άνθρωπος που θάφτηκε στη γη, ή αυτός που κατέβηκε στην κοιλιά του κήτους, να μη σαπίσει, μετά από την τόσο μεγάλη θερμότητα που επικρατεί εκεί; (συμπληρώνουμε και από τα οξέα, κλπ). Ποιος δεν το ξέρει από τους ανθρώπους, ότι έχει τόσο υψηλή θερμοκρασία το εσωτερικό της κοιλιάς ενός ζώου, ώστε και κόκαλα αν καταπιεί θα σαπίσουν. Πώς λοιπόν ο Ιωνάς, όντας στην κοιλιά του κήτους, τρεις ημέρες και τρεις νύχτες δεν σάπισε; Ή, πώς, (αφού είναι στη φύση όλων των ανθρώπων, να μην μπορούν να ζήσουν χωρίς να αναπνέουν αέρα καθαρό, εκείνος έζησε τρεις ημέρες, χωρίς να αναπνέει τέτοιο αέρα;

Αλλά την έχουν έτοιμη την απάντηση οι Ιουδαίοι, και λένε: «Συνόδεψε τον Ιωνά η δύναμη του Θεού, καθώς κατέβαινε σπαράσσοντας προς τον Άδη. Δηλαδή, στο δούλο του τον αγαπητό, στέλνοντάς τη δύναμή του ο Κύρος, του παρέχει τη δυνατότητα να ζήσει. Και αυτός ο Ίδιος, δεν μπορεί άραγε να δώσει στον εαυτό Του αυτή τη δύναμη; Εάν είναι πιστευτό το του Ιωνά, τότε είναι πιστευτό και το του Ιησού. Εάν το του Ιησού είναι απίστευτο, τότε και το του Ιωνά είναι απίστευτο. Για μένα βέβαια και τα δύο είναι πιστευτά. Διότι πιστεύω ότι και ο Ιωνάς διαφυλάχθηκε, αφού όλα είναι δυνατά στον Θεό, (Ματθαίος 19/ιθ: 26) αλλά και ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, (Α΄ Κορινθίους 15/ιε: 20, και αλλού). Και έχω πολλές μαρτυρίες για την ανάσταση, και από τις Άγιες Γραφές, και από όσα έχει μέχρι σήμερα ενεργήσει ο αναστημένος Χριστός. Αυτός που ενώ κατέβηκε μονάχος τον Άδη, ανέβηκε πολλαπλάσιος, συντροφευμένος από πολλούς άλλους. Διότι Εκείνος, καταδέχθηκε να πεθάνει, για να αναστήσει πολλά σώματα πεθαμένων αγίων (Ματθαίος κζ/27: 52).

Τρομοκρατήθηκε ο θάνατος βλέποντας έναν νεκρό, που δεν έμοιαζε καθόλου στους άλλους νεκρούς, να έχει κατεβεί στον Άδη, και να μην είναι δεμένος με τα δεσμά, με τα οποία ήταν δεμένοι όσοι βρίσκονταν εκεί.

Για ποιο λόγο θυρωροί του Άδη, μόλις τον είδατε, ζαρώσατε από τον φόβο σας;» (Ιώβ 38/λη: 17 κατά τους Εβδομήκοντα). Τι φόβος ασυνήθιστος είναι αυτός που σας κυρίεψε; Έφυγε ο θάνατος, και με τη ντροπή του καταντροπιάστηκε για τη δειλία του. Έτρεχαν κοντά στον Κύριο οι άγιοι προφήτες, και ο Μωυσής ο νομοθέτης, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Δαυίδ, ο Σαμουήλ και ο Ησαϊας, καθώς και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο οποίος έδωσε κατά την επίγεια ζωή του μαρτυρία σε όλους γι’ αυτόν, και είπε: «Συ είσαι αυτός που πρόκειται να έλθη, ή περιμένουμε κάποιον άλλο ως λυτρωτή μας;» (Ματθαίος 11/ια: 3).

Λυτρώθηκαν όλοι οι δίκαιοι που τους είχε καταπιεί ο θάνατος. Διότι έπρεπε αυτός που προφητεύθηκε και κηρύχθηκε βασιλιάς του ουρανού και της γης από τους δικαίους αυτούς προφήτες, αυτός να γίνει και ο λυτρωτής όλων αυτών των καλών και πιστών κηρύκων του. Έπειτα, καθένας από τους δικαίους εκείνους, έλεγε: «Πού είναι θάνατε η νίκη σου; Πού είναι Άδη το κεντρί σου;» (Α΄ Κορινθίους 15/ιε: 55). Μας λύτρωσε λοιπόν αυτός, που νικώντας εσένα, χάρισε τη νίκη τη νίκη και σε όλους εμάς.

Ο προφήτης Ιωνάς, όταν προσευχόταν και έλεγε μέσα από την κοιλιά του κήτους: «Ικέτευσα τον Κύριο στη θλίψη μου», (Ιωνάς 2/β: 3 κλπ), μέσα από την κοιλιά του Άδη, λειτουργούσε σαν προτύπωση προφητική του Κυρίου μας και Σωτήρας μας Ιησού Χριστού. Και είναι βέβαιο ότι αυτά τα έλεγε βρισκόμενος μέσα στην κοιλιά του κήτους. Αλλά ενώ βρισκόταν μέσα εκεί, λέγει ότι βρίσκεται μέσα στον Άδη. Ακριβώς γιατί προτύπωνε τον Χριστό, που επρόκειτο να κατεβεί στον Άδη.

Ύστερα, μετά από κάποια λόγια, λέει, (εκπροσωπώντας τον Χριστό και προφητεύοντας καθαρότατα): «Βυθίστηκε η κεφαλή μου στις σχισμές των βουνών» (Ιωνάς 2/β: 6 κατά τους Εβδομήκοντα). Και όμως ήταν στην κοιλιά του κήτους. Σε ποια βουνά λοιπόν είσαι χωμένος; «Αλλά γνωρίζω τώρα, (λέγει), ότι αυτό που τώρα ζω, το ζω σαν προφητική προτύπωση, εκείνου που πρόκειται να ταφή στο μνήμα το λαξευτό στην πέτρα. Και όντας στη θάλασσα ο Ιωνάς, λέγει: «Κατέβηκα στην γη» (Ιωνάς 2/β: 7). Το λέει, επειδή με το πάθημά του, προτύπωνε προφητικά τον Χριστό, που κατέβηκε στην καρδιά της γης (Ματθαίος 12/ιβ: 40).

Και επειδή προείδε τα σχετικά με τους Ιουδαίους, που προσπάθησαν να μεταπείσουν τους στρατιώτες να πουν ψέματα, (ότι δήθεν έκλεψαν το σώμα Του οι μαθητές), (Ματθαίος 28/κη: 13), λέει: «Αυτοί που προσκυνούν τα μάταια και τα ψευδή, εμπράκτως παραιτήθηκαν από το να ζητούν το έλεος του Θεού. (Ιωνάς 2/β: 9). Διότι ήρθε εκείνος που τους ελεούσε και σταυρώθηκε, δίνοντας το αίμα του το τίμιο για τους Ιουδαίους και τους Εθνικούς, και μετά αναστήθηκε, και εκείνοι είπαν: «πέστε τους ότι έκλεψαν το σώμα». (Ματθαίος 28/κη: 13). Φανερώνοντας με αυτό τον τρόπο, ότι πραγματικά λατρεύουν την ψευτιά και την ατιμία.

Για την ανάστασή του όμως, αναφέρει και ο Ησαϊας, λέγοντας: «Εκείνος που ανεβάζει από τη γη και ανασταίνει τον ποιμένα των προβάτων τον μέγα». (Ησαϊας ξγ: 11 και Εβραίους 13/ιγ: 20). Πρόσθεσε «τον μέγα», για να μη θεωρηθεί ισότιμος με τους προηγούμενους ποιμένες.

Εδώ σταματούμε την ανάγνωση του αποσπάσματος από τις «Κατηχήσεις» του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων του 4ου αιώνα, που αναφέρεται στην «εις Άδου κάθοδο» του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και στην προφητική προτύπωση αυτού του γεγονότος, από την παραμονή του προφήτου Ιωνά στην κοιλία του κήτους.

Είναι βεβαίως φανερό, ότι όπως ακριβώς ο Ιωνάς αυτά τα τρία μερόνυκτα στο κήτος, όχι μόνο δεν ήταν ανύπαρκτος και εκμηδενισμένος, αλλά με πλήρη συνειδητότητα προσευχόταν με δοξολογίες και δεήσεις και προφητείες στον Θεό, έτσι και ο Κύριος, όταν κατέβηκε στον Άδη, δεν ήταν ανύπαρκτος και χωρίς συνειδητότητα, (άπαγε της βλασφημίας), αλλά αντιθέτως, επετέλεσε το σωτηριώδες και θεϊκό έργο, της λυτρώσεως των απ’ αιώνος νεκρών από τα δεσμά του Άδου και του θανάτου, του οποίου και το κράτος και την εξουσία κατέλυσε.

  1. Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος για την εις Άδου κάθοδο (110 μ.Χ.)

Πέραν όμως των μαρτυριών της Αγίας Γραφής, περί της καθόδου του Χριστού στον Άδη, τις οποίες μέχρι τώρα αναφέραμε, (και ελπίζουμε να προσθέσουμε και άλλες, αν ο Κύριος επιτρέψει, στην προσεχή εκπομπή), αυτό το τόσο σημαντικό ζήτημα της πίστεώς μας, μαρτυρείται έντονα, και από την προφορική ή γραπτή μαρτυρία της Εκκλησίας, ήδη από τους αποστολικούς χρόνους.

Ας αναφερθούμε σήμερα, απλώς ενδεικτικά σε μια τέτοια μαρτυρία, που περιέχεται στην προς Μαγνησιείς επιστολή του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου. Υπενθυμίζουμε επί τροχάδην, ότι ο άγιος Ιγνάτιος έζησε στα τέλη του 1ου αιώνα, και στις αρχές του 2ου. Ήταν επίσκοπος Αντιοχείας, και καταδικάσθηκε λόγω της πίστης του στον Χριστό, να ριχθεί στα θηρία στη Ρώμη. Τελείωσε τη ζωή του με μαρτυρικό θάνατο, γύρω στο 110 μ.Χ. Ήταν γεμάτος από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και ονομάσθηκε και «Θεοφόρος». Και έγραψε αρκετές επιστολές προς τους Χριστιανούς των διαφόρων πόλεων, μεταξύ των οποίων και την προς Μαγνησιείς, από όπου και διαβάζουμε:

«Δια τούτο υπομένωμεν, ίνα ευρεθώμεν μαθηταί Ιησού Χριστού, του μόνου διδασκάλου ημών. Πώς ημείς δυνησώμεθα ζήσαι χωρίς αυτού; (Πώς εμείς θα μπορούσαμε να ζήσουμε χωρίς Αυτόν;) ου (του οποίου) και οι προφήται, μαθηταί όντες τω Πνεύματι, (του οποίου και οι προφήτες, όντες πνευματικοί του μαθητές), ως διδάσκαλον αυτόν προσεδώκον, και δια τούτο, ον δικαίως ανέμενον, παρών, ήγειρεν αυτούς εκ νεκρών. (Δηλαδή, οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, όντες πνευματικοί μαθητές του Χριστού, τον προσδοκούσαν σαν διδάσκαλο. Και γι’ αυτό, αυτόν τον οποίο δικαίως ανέμεναν, όταν παρουσιάσθηκε, τους ήγειρε εκ νεκρών. (Αγίου Ιγνατίου, προς Μαγνησιείς, 9/θ: 2).

Αλλά πού οι προφήτες, νεκροί όντες, περίμεναν τον Χριστό; Και πού τους παρουσιάσθηκε και τους ανέστησε; Προφανώς και χωρίς καμία αμφιβολία, τον ανέμεναν στον Άδη. Όταν λοιπόν ο Χριστός εμφανίσθηκε στον Άδη, εζωοποίησε τους απ’ αιώνος νεκρούς που πίστεψαν στο κήρυγμά του, ή ακόμα περισσότερο, αυτούς που τον ανέμεναν ως πνευματικοί του μαθητές, όπως οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.

Παρατηρούμε λοιπόν, πως εκτός από την Αγία Γραφή, και τα κείμενα των αποστολικών πατέρων της Εκκλησίας που ανάγονται στο 100 περίπου μ.Χ., περιέχουν αυτή τη σημαντική διδασκαλία της πίστεώς μας, δηλαδή της καθόδου της ψυχής του Χριστού στον Άδη, όπου εκήρυξε κι εκεί το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, και λύτρωσε τους απ’ αιώνος δεσμίους, ενώ κατέλυσε ταυτόχρονα το κράτος του Άδου και του θανάτου.

Ας επανεξετάσουν λοιπόν την πίστη τους, όσοι αγνοούν ή απορρίπτουν αυτή την σωτηριώδη αλήθεια, παρασυρόμενοι από την άγνοια ή τις διδασκαλίες της πλάνης, και ας προσεγγίσουν το χαρμόσυνο και ελπιδοφόρο μήνυμα τής αναστάσεως, που ξεκινά ακριβώς από την κάθοδο του Χριστού στον Άδη.

 

Κατά τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου

Μιχάλης Μαυροφοράκης Σε άλλες ομιλίες αναφερθήκαμε εκτενώς στην αντίληψη περί Άδου που επικρατούσε στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και γενικότερα στην προ της σταυρικής θυσίας του Κυρίου μας περιόδου. Κατά τους χρόνους εκείνους, ο Άδης ήταν μια σκοτεινή φυλακή όπου οδηγούντο δέσμιες οι ψυχές των νεκρών, όταν κατά τον βιολογικό θάνατο αποχωρίζονταν τα οικεία τους σώματα ανεξαρτήτως αν οι ψυχές αυτές ήταν δικαίων ή αδίκων, Ιουδαίων ή Εθνικών, πιστών ή απίστων.

Βεβαίως υπήρχε τεράστια διαφορά στην κατάστασή τους, αναφορικά με τις προσδοκίες και τις ελπίδες τους, διότι οι μεν ψυχές των δικαίων και πιστών ανθρώπων, ανέμεναν τον Λυτρωτή και Σωτήρα να τις ελευθερώσει από τα αιώνια δεσμά του σκότους και του θανάτου, ενώ οι ψυχές των ανόμων ήταν βουτηγμένες στο σκοτάδι της απελπισίας.

Ο Λυτρωτής λοιπόν φάνηκε, και Αυτός δεν ήταν άλλος, από τον Ίδιο τον Κύριο του ουρανού και της γης, που δεν δίστασε να λάβει “δούλου μορφήν”, και να υποστεί σταυρικό θάνατο κατά σάρκα, ώστε να γίνει “Κύριος και του Άδου και του θανάτου”, να καταλύσει το κράτος τους, και να κηρύξει “ημέραν σωτηρίας” και στον κόσμο των “υποκάτω της γης”.

Αυτό επετελέσθη, “ίνα εν τω ονόματι του Ιησού, παν γόνυ κάμψει, επουρανίων, και επιγείων και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός” (Φιλιππισίους 2/β: 10,11), ή όπως περιγράφει ο απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης στο βιβλίο της Αποκαλύψεως, “παν κτίσμα ο (το οποίον ήταν) εν τω ουρανώ και επί της γης, και υποκάτω της γης, και της θαλάσσης, και τα εν αυτοίς πάντα, ήκουσα λέγοντας: Τω καθημένω επί τω θρόνω και τω Αρνίω, η ευλογία και η τιμή και η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. (Αποκάλυψις 5/ε: 13 και 20/κ: 13).

Ο Κύριος λοιπόν του ουρανού, έλαβε δούλου μορφήν, και ενωμένος με το πρόσλημμα της ανθρώπινης υποστάσεως, αποκαλύφθη και εκήρυξε το ευαγγέλιο της σωτηρίας, όχι μόνο στους εν σαρκί επί γης ζωντανούς, αλλά και στους προ-αποθανώντες νεκρούς στον Άδη, όταν κατέβηκε προς αυτούς ως άσαρκος ψυχή, προς τις άσαρκες ψυχές των νεκρών.

Στον περιορισμένο χώρο των άρθρων αυτής της σειράς, θα μεταφερθούμε σε κείμενα αρχαίων Χριστιανών συγγραφέων για να διαπιστώσουμε τη γνώμη και την αντίληψη της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, πάνω σε αυτό το τόσο σημαντικό ζήτημα της σωτηρίας του ανθρώπου.

Αρχίζουμε την περιήγησή μας, από τον λόγο του αγίου Επιφανείου, αρχιεπισκόπου Κύπρου, “Λόγος εις την Θεόσωμον ταφήν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και εις τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας, και εις την εν τω Άδη του Κυρίου κατάβασιν, μετά το σωτήριον πάθος, παραδόξως γενομένην. Το αγίω και μεγάλω Σαββάτω“. Υπενθυμίζουμε, ότι ο άγιος Επιφάνειος Κύπρου, έζησε από το 315 ως το 403 μ.Χ.

Ξεκινάμε την ανάγνωση του λόγου, ο οποίος βρίθει από εικόνες γεμάτες ποίηση και ομορφιά:

(Σημείωση της ΟΟΔΕ: Με μωβ χρώμα, σημαίνονται τα αποσπάσματα που διαβάσθηκαν στην εν λόγω εκπομπή, σχετικά με την εις Άδου κάθοδο, επειδή εμείς εδώ παραθέτουμε ολόκληρη την ομιλία, που δεν αναγνώσθηκε στην εκπομπή. Την παρακάτω ομιλία, λάβαμε σε ψηφιακή μορφή, από την ιστοσελίδα: “Οι δρόμοι της πίστης. Ψηφιακή Πατρολογία“, από την ενότητα για τις ομιλίες του αγ. Επιφανείου Κύπρου, και ειδικότερα από τη διεύθυνση της κατωτέρω ομιλίας

Ανάμεσα στο κείμενο, με διαφορετική γραμματοσειρά και κόκκινο χρώμα, μπορείτε να δείτε μεταφράσεις λέξεων ή φράσεων για όσους δεν κατανοούν καλά τα αρχαία, και υποβοηθητικά σχόλια και ερμηνεία αποσπασμάτων του λόγου του αγίου, όπως αναπτύχθηκαν στην ομιλία της εκπομπής αυτής).

Τι τούτο; σήμερον σιγή πολλή εν τη γη· σιγή πολλή και ηρεμία λοιπόν· σιγή πολλή, ότι ο Βασιλεύς υπνοί·

γη εφοβήθη και ησύχασεν, ότι ο Θεός σαρκί ύπνωσε, και τους απ’ αιώνος υπνούντας ανέστησεν. Ο Θεός εν σαρκί τέθνηκε, και ο άδης ετρόμαξεν. Ο Θεός προς βραχύ ύπνωσε, και τους εν τω άδη εξήγειρε.

Πού ποτε νυν εισιν αι προ βραχέος ταραχαί, και φωναί, και θόρυβοι κατά του Χριστού, ω παράνομοι; που οι δήμοι, και ενστάσεις, και τάξεις, και τα όπλα, και δόρατα; που οι βασιλείς και ιερείς και κριταί οι κατάκριτοι; που αι λαμπάδες και μάχαιραι και οι θρύλλοι οι άτακτοι; που οι λαοί, και το φρύαγμα, και η κουστωδία η άσεμνος; αληθώς όντως, επεί και όντως αληθώς λαοί εμελέτησαν κενά και μάταια.

Προσέκοψαν τω ακρογωνιαίω λίθω Χριστώ, αλλ’ αυτοί συνετρίβησαν· προσέρηξαν τη πέτρα τη στερεά, αλλ’ αυτοί συνετρίβησαν, και εις αφρόν τα κύματα αυτών διελύθησαν· προσέκοψαν τω αηττήτω άκμονι, και αυτοί κατεκλάσθησαν· ύψωσαν επί ξύλου την πέτραν της ζωής, και κατελθούσα αυτούς εθανάτωσεν· εδέσμησαν τον μέγαν Σαμψών ήλιον Θεόν· αλλά λύσας τα απ’ αιώνος δεσμά, τους αλλοφύλους και παρανόμους απώλεσεν. Έδυ Θεός ήλιος Χριστός υπό γην, και σκότος πανέσπερον Ιουδαίοις πεποίηκεν.

Σήμερον σωτηρία τοις επί γης, και τοις απ’ αιώνος υποκάτω της γης· σήμερον σωτηρία τω κόσμω, όσος ορατός, και όσος αόρατος. ∆ιττή (διπλή) σήμερον του ∆εσπότου παρουσία, διττή η οικονομία, διττή φιλανθρωπία, διττή η κατάβασις ομού και συγκατάβασις, διττή προς ανθρώπους επίσκεψις· απ’ ουρανού επί την γην, από της γης υποκάτω της γης ο Θεός παραγίνεται· πύλαι άδου ανοίγονται. Οι απ’ αιώνος κεκοιμημένοι, αγάλλεσθε· οι εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενοι, το μέγα φως υποδέξασθε.

Μετά των δούλων ο ∆εσπότης· μετά των νεκρών ο Θεός· μετά των θνητών η ζωή· μετά των υπευθύνων ο ανεύθυνος· μετά των εν σκότει το ανέσπερον φως· μετά των αιχμαλώτων ο ελευθερωτής· και μετά των κατωτάτων ο υπεράνω των ουρανών.

Χριστός επί γης, πεπιστεύκαμεν· Χριστός εν νεκροίς, συγκατέλθωμεν και θεάσωμεν και τα εκεί μυστήρια· γνώμεν κρυπτού κρυπτά υπό γην θαυμάσια· μάθωμεν πώς και τοις εν άδου επεφάνη το κήρυγμα.

Τι ουν; (τι λοιπόν;) πάντας απλώς σώζει επιφανείς εν άδη Θεός; Ουχί, αλλά κακεί (και εκεί) τους πιστεύσαντας. Χθές τα της οικονομίας, σήμερον τα της εξουσίας· χθές τα της ασθενείας, σήμερον τα της αυθεντίας· χθές τα της ανθρωπότητος, σήμερον τα της θεότητος ενδείκνυται. Χθές εραπίζετο, σήμερον τη αστραπή της θεότητος το του άδου ραπίζει οικητήριον· χθές εδεσμείτο, σήμερον αλύτοις δεσμοίς (με άλυτα δεσμά) καταδεσμεί τον τύραννον· χθές κατεδικάζετο, σήμερον τοις καταδίκοις ελευθερίαν χαρίζεται· χθές υπουργοί του Πιλάτου αυτώ ενέπαιζον, σήμερον οι πυλωροί του άδου ιδόντες αυτόν, έφριξαν.

Αλλά γαρ άκουσον του Χριστού πάθους τον λόγον ανώτερον· άκουσον, και ύμνησον· άκουσον, και δόξασον· άκουσον, και κήρυξον Θεού μεγάλα θαυμάσια· Πώς ο νόμος υποχωρεί· Πώς η χάρις επανθεί· Πώς οι τύποι παρέρχονται· Πώς αι σκιαί διαβαίνουσιν· Πώς ο ήλιος την οικουμένην πληροί· Πώς η Παλαιά πεπαλαίωται· Πώς η Καινή βεβαιούται· Πώς τα αρχαία παρήλθεν, και Πώς τα νέα επήνθησε.

∆ύο λαοί εν Σιών κατά του Χριστού πάθους καιρόν παραγεγόνασι· ο εξ Ιουδαίων ομού, και ο εξ εθνών· δύο βασιλείς, Πιλάτος και Ηρώδης· δύο αρχιερείς, Άννας και Καϊάφας· ίνα τα δύο ομού πάσχα γένωνται, το μεν καταπαυόμενον, το δε του Χριστού εναρχόμενον· δύο θυσίαι κατ’ αυτήν την εσπέραν επετελούντο· επειδή και σωτηρίαι, ζώντων λέγω και νεκρών,  επραγματεύοντο. Και ο μεν Ιουδαίος εδέσμει θύων αμνόν επί σφαγήν, ο δε εξ εθνών Θεόν εν σαρκί. Και ο μεν τη σκιά ητένιζεν· ο δε τω ηλίω Θεώ προσέτρεχε, Και οι μεν δήσαντες Χριστόν απεπέμποντο, οι δε εξ εθνών προθύμως αυτόν εδέχοντο. Και οι μεν κτηνόθυτον, οι δε θεόσωμον θυσίαν προσέφερον. Αλλ’ οι μεν Ιουδαίοι την εξ Αιγύπτου διάβασιν εμνημόνευον, οι δε εξ εθνών την εκ της πλάνης λύτρωσιν προεκηρύττοντο.

Και ταύτα που; εν Σιών τη πόλει του Βασιλέως του μεγάλου· εν ή ειργάσατο σωτηρία εν μέσω της γης, εν μέσω δύο ζώων γνωσθείς Ιησούς ο θεόπαις· εν μέσω Πατρός και Πνεύματος των δύο ζώων, ζωή εκ ζωής, φησί, ζωός γνωριζόμενος, και εν μέσω αγγέλων και ανθρώπων τη φάτνη τικτόμενος· και εν μέσω δύο λαών λίθος ακρογωνιαίος κείμενος· και εν μέσω νόμου και προφητών ομού κηρυττόμενος· και εν μέσω Μωϋσή και Ηλία επί του όρους οπτανόμενος· και εν μέσω των δύο ληστών Θεός τω ευγνώμονι ληστή γνωριζόμενος· και εν μέσω της παρούσης ζωής και της μελλούσης κριτής αιώνιος καθεζόμενος· και εν μέσω σήμερον ζώντων και νεκρών διττήν ζωήν και σωτηρίαν ποιησάμενος. ∆ιττήν πάλιν λέγω ζωήν, διττήν γέννησιν ομού και αναγέννησιν.

(Και περιγράφοντας με αντιθετικές εικόνες την “ένσαρκον οικονομίαν” του Χριστού, αναφέρει και τα εξής:)

Και άκουσον Χριστού διττού τόκου τα πράγματα, και κρότει τα θαύματα:

Άγγελος μεν τη Μαρία μητρικήν του Χριστού γέννησιν ευηγγελίσατο· άγγελος δε τη Μαρία τη Μαγδαληνή την εκ του τάφου φρικτήν αναγέννησιν ευηγγελίσατο.  Νυκτί Χριστός εν Βηθλεέμ γεννάται· νυκτί πάλιν εν τη Σιών αναγεννάται. Σπάργανα εις την γέννησιν καταδέχεται· σπάργανα και ενταύθα κατατυλίττεται. Σμύρναν γεννηθείς εδέξατο σμύρναν και εν τη ταφή και αλοήν καταδέχεται. Εκεί Ιωσήφ άνανδρος ανήρ της Μαρίας (δηλαδή ο άνδρας εκείνος που δεν ήταν άνδρας της) προσηγόρευται· αλλ’ ώδε Ιωσήφ ο εξ Αριμαθαίας κηδευτής της ζωής ημών αναδείκνυται. Εν Βηθλεέμ και εν φάτνη ο τόπος· αλλά και εν τω τάφω ως επί φάτνης ο τόπος. Πρώτοι πάντων ποιμένες την Χριστού ευηγγελίζοντο γέννησιν· αλλά και πρώτοι πάντων ποιμένες Χριστού μαθηταί ευηγγελίσθησαν του Χριστού την εκ νεκρών αναγγέννησιν. Εκεί, Χαίρε, ο άγγελος τη Παρθένω εβόησε· και ενταύθα, Χαίρετε, ο της μεγάλης βουλής άγγελος Χριστός ταις γυναιξί ανακέκραξεν. Εν τη πρώτη γεννήσει Χριστός μετά τεσσαράκοντα ημέρας εισήλθεν εις την επίγειον Ιερουσαλήμ, εις τον ναόν, και προσήγαγεν ως πρωτότοκος ζεύγος τρυγόνων Θεώ· (κατά τον Νόμο ως Πρωτότοκος) αλλά και εν τη εκ νεκρών αναστάσει Χριστός μετά τεσσαράκοντα ημέρας ανήλθεν εις την άνω Ιερουσαλήμ, όθεν ουκ εχωρίζετο, και εις τα όντως Άγια των αγίων ως πρωτότοκος άφθαρτος εκ νεκρών, και προσήγαγε τω Θεώ και Πατρί ως δύο αμώμους τρυγόνας, την ψυχήν και την σάρκα την ημετέραν· ον (τον οποίον) και υπεδέξατο, ως Συμεών τις, ο Παλαιός των ημερών Θεός και Πατήρ, ως εν αγκάλαις εν ιδίοις κόλποις απεριγράπτως.

Εάν δε μυθικώς ταύτα και ου πιστώς ακούης, κατηγορούσί σου αι άλυτοι σφραγίδες του ∆εσποτικού της αναγεννήσεως Χριστού μνήματος. Ώσπερ γαρ εσφραγισμένων των πανεμφύτων μητρανοίκτων κλείθρων της παρθενικής φύσεως Χριστός εκ Παρθένου γεγέννηται· ούτως αδιανοίκτων όντων των του τάφου σφραγίδων η Χριστού αναγέννησις πέπρακται.

Πώς δε εν τάφω και πότε, και υπό τίνων Χριστός η ζωή κατατίθεται, των ιερών λογίων ακούσωμεν. Οψίας γενομένης, φησίν, ήλθεν άνθρωπος πλούσιος τούνομα Ιωσήφ· ούτος τολμήσας εισήλθεν προς Πιλάτον, και ητήσατο παρ’ αυτού το σώμα του Ιησού. Εισήλθεν βροτός προς βροτόν, αιτούμενος λαβείν τον Θεόν· τον Θεόν των βροτών αιτείται· πηλός προς πηλού λαβείν τον πάντων πλαστουργόν· ο χόρτος παρά χόρτου κομίσασθαι το ουράνιον πυρ· η σταγών η οικτρά παρά σταγόνος οικτράς λαμβάνει την άβυσσον.

Τις ίδε; τις ήκουσε πώποτε; Άνθρωπος ανθρώπω τον ποιητήν των ανθρώπων χαρίζεται· άνομος των ανόμων τον όρον και του νόμου υπισχνείται χαρίζεσθαι· κριτής άκριτος ως κατάκριτον τον κριτήν των κριτών εις ταφήν αφίησιν.

Οψίας γενομένης, φησίν, ήλθεν άνθρωπος πλούσιος τούνομα Ιωσήφ. Όντως πλούσιος, πάσαν την σύνθετον του Κυρίου υπόστασιν κομισάμενος· αληθώς πλούσιος, ότι την διττήν ουσίαν του Χριστού παρά Πιλάτου έλαβε· και γαρ πλούσιος, ότι τον ατίμητον μαργαρίτην ηξιώθη κομίσασθαι. πλούσιος· βαλάντιον γαρ εβάστασε γέμον του θησαυρού της θεότητος. Πώς γαρ ου πλούσιος ο την του κόσμου ζωήν και σωτηρίαν κτησάμενος; Πώς δε ου πλούσιος Ιωσήφ, δώρον δεξάμενος τον πάντα τρέφοντα και πάντα δεσπόζοντα;

Οψίας γενομένης· ην γαρ λοιπόν δύσας εν άδη ο της δικαιοσύνης ήλιος. ∆ιό ήλθεν άνθρωπος πλούσιος τούνομα Ιωσήφ από Αριμαθαίας, ος ην κρυβόμενος, δια τον φόβον των Ιουδαίων. Ήλθε δε και Νικόδημος, ο ελθών προς τον Ιησούν νυκτός. Μυστήριον μυστηρίων απόκρυφον. ∆ύο κρυπτοί μαθηταί κατακρύψαι Ιησούν εν τάφω έρχονται, το κρυπτόν εν τω άδη μυστήριον του κρυπτού Θεού εν σαρκί δια της ιδίας κρύψεως διδάσκοντες. Έτερος δε τον έτερον υπερβάλλων τη προς Χριστόν διαθέσει. Ο μεν γαρ Νικόδημος εν τη σμύρνη, και εν τη αλόη μεγαλόψυχος· ο δε Ιωσήφ εν τη προς Πιλάτον τόλμη και παρησία αξιέπαινος. Ούτος γαρ πάντα φόβον αποριψάμενος, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον, αιτούμενος το σώμα του Ιησού· και εισελθών πανσόφως εχρήσατο, ίνα του ποθουμένου σκοπού εντός γένηται. ∆ιό ουκ εχρήσατο προς Πιλάτον κόμποις τισί και υψηλοίς ρήμασιν, ίνα μη εις οργήν τούτον εξάψας εκπέση της αιτήσεως· ουδέ λέγει προς αυτόν· ∆ος μοι το σώμα του Ιησού, του προ βραχέως τον ήλιον σκοτίσαντος, τας πέτρας ρήξαντος, και την γην δονήσαντος, και τα μνημεία ανοίξαντος, και το καταπέτασμα του ναού σχίσαντος. Ουδέν τοσούτον προς Πιλάτον λέγει. Αλλά τι; αίτησίν τινα οικτράν, και τοις πάσι μικράν. Ω κριτά, αιτούμενος παρά σου ελήλυθα αίτησιν πάνυ μικράν.

Και ούτως· ∆ος μοι νεκρόν προς ταφήν· το σώμα εκείνου του παρά σου κατακριθέντος Ιησού του Ναζαρινού, Ιησού του πτωχού, Ιησού του αοίκου, Ιησού του κρεμαμένου, του γυμνού, του ευτελούς, Ιησού του τέκτονος υιού, Ιησού του δεσμίου,  του αιθρίου, του ξένου, και επί ξενία αγνωρίστου, του ευκαταφρονήτου, και επί πάσι κρεμαμένου. ∆ος μοι τούτον τον ξένον· τι γαρ σε ωφελεί το σώμα τούτου του ξένου; ∆ος μοι τούτον τον ξένον· εκ μακράς γαρ ήλθεν ώδε της χώρας, ίνα σώση τον ξένον· κατήλθε γαρ εις την σκοτεινήν ανενέγκαι τον ξένον. ∆ος μοι τούτον τον ξένον· αυτός γαρ και μόνος υπάρχει ξένος. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, ούτινος την χώραν αγνοούμεν οι ξένοι. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, ούτινος τον πατέρα αγνοούμεν οι ξένοι. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, ούτινος τον τόπον και τον τόκον, και τον τρόπον αγνοούμεν οι ξένοι.  ∆ος μοι τούτον τον ξένον, τον ξένην ζωήν και βίον ζήσαντα επί ξένα. ∆ος μοι τούτον τον Ναζωραίον ξένον , τον μη έχοντα ώδε που την κεφαλήν κλίνη. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, τον ως ξένον επί ξένης άοικον, επί φάτνης τεχθέντα. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, τον εξ αυτής της φάτνης ως ξένον εξ Ηρώδου φυγόντα. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, τον εξ αυτών των σπαργάνων εν Αιγύπτω ξενωθέντα, ου πόλιν έχοντα, ου κώμην, ουκ οίκον, ου μονήν, ου συγγενή· επ’ αλλοδαπής δε χώρας τυγχάνει ούτος ο ξένος.

∆ος μοι, ω ηγεμών, τούτον τον επί ξύλου γυμνόν· σκεπάσω τον της εμής φύσεως σκεπάσαντα γύμνωσιν. ∆ος μοι τούτον τον νεκρόν ομού και Θεόν· σκεπάσω τον τας εμάς ανομίας καλύψαντα. ∆ος μοι, ω ηγεμών, νεκρόν, τον επί Ιορδάνου την εμήν αμαρτίαν ενθάψαντα. Υπέρ νεκρού παρακαλώ υπό πάντων αδικηθέντος, υπό φίλου πραθέντος, υπό μαθητού προδοθέντος, υπό αδελφών διωχθέντος, και υπό δούλου ραπισθέντος. Υπέρ νεκρού πρεσβεύω, του υπό των υπ’ αυτού εκ δουλείας ελευθερωθέντων κατακριθέντος, του υπ’ αυτού όξος ποτισθέντος, του υπό των ιαθέντων υπ’ αυτού τραυματισθέντος, του υπό των μαθητών καταλειφθέντος, και αυτής της μητρός αποστερηθέντος.

Υπέρ νεκρού, ω ηγεμών, δυσωπώ, του επί ξύλου κρεμαμένου αοίκου. Ου γαρ πάρεστι τούτω ου πατήρ επί γης, ου φίλος, ου μαθητής, ου συγγενής, ουκ ενταφιαστής· αλλ’ αυτός μόνος του μόνου μονογενής, εν κόσμω Θεός, και άλλος ουδείς.

Τούτων ούτως υπό Ιωσήφ προς Πιλάτον ειρημένων, εκέλευσεν ο Πιλάτος δοθήναι αυτώ το πανάγιον σώμα του Ιησού. Και ελθών επί τον Γολγοθά τόπον, καθείλε Θεόν εν σαρκί από του ξύλου, και τίθησιν επί γην· Θεόν εν σαρκί γυμνόν, και άνθρωπον ου ψιλόν. Και οράται κείμενος κάτω, ο πάντας ελκύσας άνω· και γίνεται προς βραχύ άπνους, η πάντων ζωή και πνοή· και οράται αόμματος, ο κτίσας τα πολυόμματα· και κείται ύπτιος, η πάντων ανάστασις· και νεκρούται σαρκί Θεός, ο τους νεκρούς ανιστών· και σιγά προς βραχύ η του Θεού λόγου βροντή· και αίρεται παλάμαις, ο την γην κατέχων δρακί.

Άρα γαρ, άρα, ω Ιωσήφ, αιτήσας και λαβών, οίδας ον είληφας; άρα προσελθών τω σταυρώ, καθελών Ιησούν, οίδας τίνα εβάστασας; Ει όντως οίδας ον κρατείς, νυν γέγονας πλούσιος. Πώς δε άρα και την θεόσωμον ταύτην και φρικωδεστάτην Ιησού επιτελείς κηδείαν; Επαινετός σου ο πόθος· αλλ’ επαινετώτερος ο της ψυχής σου τρόπος.

Άρα γαρ, άρα ου φρίττεις, ον τα χερουβίμ φρίττουσιν, επί χειρών βαστάζων; ή ποίω φόβω πάντως της θείας εκείνης σαρκός απογυμνοίς το λέντιον; Πώς δε δη ευλαβώς το όμμα κατέστελλες; ου φρίττεις ενατενίζων, ανακαλύπτων φύσιν σαρκός Θεού, του υπέρ φύσιν; Άρα γαρ, άρα, ειπέ μοι, ω Ιωσήφ, και προς ανατολάς καταθάπτεις νεκρόν, την ανατολήν των ανατολών; άρα δε και τοις σοίς δακτύλοις νεκροπρεπώς Ιησού κατακλείεις τα όμματα του τω αχράντω δακτύλω του τυφλού ανοίξαντος όμμα; άρα δε και το στόμα περικλείεις του το μογιλάλου ανοίξαντος στόμα; άρα δε και χείρας περιστέλλεις του εκτείναντος τας ξηρανθείσας χείρας; ή και τους πόδας νεκροπρεπώς καταδεσμείς του το βαδίζειν δόντος τοις ακινήτοις ποσίν; άρα και επί κλίνης αίρεις τον τω παραλύτω κελεύσαντα: Άρον σου τον κράβατον, και περιπάτει; άρα δε και μύρα κενοίς τω ουρανίω μύρω τα εαυτού κενώσαντι, και κόσμον αγιάσαντι; άρα και την θεόσωμον έτι αιμοροούσαν εκείνην Ιησού εκμάξαι τολμάς πλευράν, του την αιμοροούσαν ιασαμένου Θεού; άρα δε και ύδατι καταπλύνεις σώμα Θεού, του πάντας εκπλύναντος, και την κάθαρσιν δόντος;

Ποίας δε άρα και λαμπάδας υπανάψεις τω φωτί τω αληθινώ, τω φωτίσαντι πάντα άνθρωπον; ποίας δε και άσεις επιταφίους ωδάς τω ασιγήτως αινουμένω υπό πάσης ουρανίου στρατιάς; άρα δε και δακρυροείς ως νεκρόν τον δακρύσαντα, και νεκρόν τετραήμερον τον Λάζαρον αναστήσαντα; άρα δε και θρήνους ποιείς τω την χαράν πάσι διδόντι, και την λύπην της Εύας διαλύσαντι;

Όμως μακαρίζω σου τας χείρας, ω Ιωσήφ, υπουργησάσας, και ψηλαφησάσας έτι αιμοροούσας τας θεοσώμους Ιησού χείρας και πόδας· μακαρίζω σου τας χείρας προσεγγισάσας τη του Θεού αιμοροούση πλευρά, προ Θωμά του πιστού απίστου και επαινουμένου περιέργου· μακαρίζω σου το στόμα εμπλησθέν απλήστως και ενωθέν προς Ιησού το στόμα, και Πνεύματος αγίου εκείθεν πληρωθέν· μακαρίζω σου τους οφθαλμούς προστεθέντας τοις του Ιησού οφθαλμοίς, και το φως το αληθινόν εκείθεν μεταλαχόντας· μακαρίζω σου το πρόσωπον προσπελάσαν προς το του Θεού πρόσωπον· μακαρίζω σου τους ώμους βαστάσαντας τον πάντας βαστάζοντα· μακαρίζω σου την κεφαλήν εν ή προσήγγισεν Ιησούς πάντων κεφαλή· μακαρίζω σου τας χείρας, εν αις εβάστασας τον βαστάζοντα πάντα· μακαρίζω Ιωσήφ και Νικόδημον. Γεγόνασι γαρ προ των χερουβίμ Θεόν εν εαυτοίς υψώσαντες και φέροντες· γεγόνασι προ των εξαπτερύγων Θεού υπουργοί, ου πτέρυξιν, αλλά σινδόσι τον Κύριον καλύψαντες, και τιμήσαντες. Όν τα χερουβίμ τρέμουσι, τούτον επί των ώμων Ιωσήφ και Νικόδημος φέρουσι, και πάσαι αι των ασωμάτων τάξεις εξίστανται.

Ήλθε γαρ Ιωσήφ και Νικόδημος· ουκούν συνέδραμε πας και ο των αγγέλων θεόδημος· και προφθάνει χερουβίμ, και συντρέχει σεραφίμ, και συμβαστάζουσι θρόνοι,  και καλύπτουσι τα εξαπτέρυγα, και φρίττουσι τα πολυόμματα, ορώντα εν σαρκί Ιησούν αόμματον, και συγκαλύπτουσι δυνάμεις, και άδουσιν αι αρχαί, και φρίττουσιν αι τάξεις,  και εξίστανται πάσαι αι στρατιαί των μεταρσίων ταγμάτων, και θαμβούμεναι προς εαυτάς διαπορούσι, και λέγουσι· Τις ούτος ο φοβερός λόγος, και φόβος, και τρόμος, και τρόπος; τι τούτο το μέγα, και παράδοξον, και ακατάληπτον θέαμα; Ο άνω ημίν τοις ασωμάτοις ως Θεός γυμνός, αθεώρητος, κάτω βροτοίς γυμνός ευθεώρητος. Ω παρίστανται χερουβίμ μετ’ ευλαβείας, τούτον Ιωσήφ και Νικόδημος κηδεύουσι μετ’  αδείας.

(Και συνεχίζει το λόγο του για την κάθοδο του Κυρίου μας ο άγιος Επιφάνειος, με ρητορικές ερωτήσεις:)

Πότε κατήλθεν ο τα άνω μη λιπών; Πως εξήλθεν ο έσω ων; Πως ήλθεν επί γης ο τα πάντα πληρών; Πως εξέδυ ο πάντας λαθών; Ο άνω μετά Πατρός ως Θεός ανελλειπής,  κάτω μετά της μητρός ως βροτός αληθώς ανελλειπώς. Ο ου πώποτε ημίν εκφανείς, Πώς ανθρώποις ως άνθρωπος ομού και φιλάνθρωπος Θεός επιφαίνεται; Πώς ο αόρατος ωράθη; Πώς ο άϋλος εσαρκώθη; Πώς ο απαθής έπαθε; Πώς ο κριτής εις κριτήριον παρέστη; Πώς η ζωή θανάτου εγεύσατο; Πώς ο αχώρητος εν τάφω χωρείται; Πώς οικεί το μνήμα ο μη λιπών (Αυτός που δεν εγκατέλειψε) τον κόλπον τον πατρικόν; Πώς σπηλαίου πύλην εισέρχεται ο πύλας του παραδείσου ανοίξας, τας δε πύλας της Παρθένου μη διαρήξας, αλλά πύλας του άδου συντρίψας; ο πύλας επί Θωμά μη ανοίξας, αλλά πύλας της βασιλείας ανθρώποις διανοίξας, τας δε πύλας του τάφου και σφραγίδας αδιανοίκτους σώζων; Πώς δε εν νεκροίς λογίζεται ο εν νεκροίς ελεύθερος; Πώς το φως το ανέσπερον εν σκοτεινοίς και σκιά θανάτου παραγίνεται;

Πού πορεύεται; πού παραγίνεται ο υπό θανάτου κρατηθήναι μη δυνάμενος; Τις ο λόγος; τις ο τρόπος; τις η βουλή της εν τω άδη αυτού καταβάσεως; Τάχα τον Αδάμ τον κατάδικον και ημών σύνδουλον ανενέγκαι κατέρχεται; (Μήπως κατέρχεται για να σηκώσει τον Αδάμ;)

Όντως τον πρωτόπλαστον ως απολωλός πρόβατον επιζητήσαι πορεύεται. Πάντως και τους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους βούλεται επισκέψασθαι· πάντως τον αιχμάλωτον Αδάμ, και την συναιχμάλωτον Εύαν των οδυνών λύσαι πορεύεται ο Θεός, και υιος αυτής όθεν και υιος αυτού αναδέδεικται. Αλλά συγκατέλθωμεν, αλλά συγχορεύσωμεν, αλλά σπεύσωμεν, αλλά συσκιρτήσωμεν, αλλά προπέμψωμεν, αλλά ανυμνήσωμεν, αλλά ταχύνωμεν, Θεού καταλλαγάς προς ανθρώπους βλέποντες, καταδίκων απόλυσιν εξ αγαθού ∆εσπότου γινομένην. Πορεύεται γαρ ο φύσει φιλάνθρωπος εξάξαι (να βγάλει έξω) τους απ’ αιώνος δεσμίους εν ανδρεία και εξουσία πολλή, τους κατοικούντας εν τάφοις, ους κατέπιεν τυραννικώς ο πικρός και ακόρεστος θάνατος τυραννήσας, και εκ Θεού αποσυλήσας ομού τε και σωρεύσας, τοις άνω κατοικούσιν ελευθερώσας συναριθμήσαι.

Εκεί δέσμιος Αδάμ ο πρωτόπλαστος, και πρωτογέννητος πάντων κατωτάτων καταδίκων κατώτερος. Εκεί Άβελ ο πρωτόθυτος, (αυτός που θυσιάστηκε πρώτος) και πρωτοδίκαιος ποιμήν Χριστού ποιμένος τύπος της αδίκου σφαγής. Εκεί Νώε ο Χριστού τύπος, της μεγάλης κιβωτού Θεού Εκκλησίας κτιστής, της τα θηριώδη έθνη πάντα εκ κατακλυσμού ασεβείας δια περιστεράς, αγίου Πνεύματος, διασωσάσης, και τον ζοφερόν κόρακα (διάβολον) εκ ταύτης εξορισάσης. (τον εξώρισε) Εκεί Αβραάμ ο Χριστοπάτωρ θύτης, ο την ξιφάξιφον ομού, και θνητάθνητον Θεώ θύσας θυσίαν πανόλβιον. (Δηλαδή, εκεί είναι ο Αβραάμ, ο προπάτορας του Χριστού, που προσέφερε ως θύτης στον Θεό θυσία τρισμακάρια, τον γιο του Ισαάκ, με ξίφος, αλλά και χωρίς ξίφος, θυσιάζοντά τον, και θανατώνοντάς τον χωρίς να τον θανατώσει, επειδή επετέλεσε τη θυσία στην καρδιά του, και ο Θεός δεν επέτρεψε και την πραγματοποίησή της στον Ισαάκ) Εκεί κάτω δέσμιος Ισαάκ ο πάλαι δέσμιος Χριστό τύπος υπό Αβραάμ γενόμενος άνω. Εκεί Ιακώβ ενάδη κατώδυνος κάτω πριν δια Ιωσήφ κατώδυνος άνω. (δηλαδή στη γη) Εκεί Ιωσήφ ο δέσμιος, ο εν Αιγύπτω γεγονώς εν τω δεσμωτηρίω εις Χριστού τύπον δεσμώτης και δεσπότης. Εκεί Μωϋσής εν σκοτεινοίς κάτω, ο ποτέ εν τη θήκη εν σκοτεινοίς άνω. Εκεί ∆ανιήλ εν άδη τω λάκκω, ο εν τω λάκκω ποτέ των λεόντων άνω. Εκεί Ιερεμίας ως εν λάκκω βορβόρου, εν τω λάκκω του άδου και της φθοράς του θανάτου. Εκεί εν τω κοσμοδόχω κήτει του άδου κείται εις τύπον Ιωνάς Χριστού του αιωνίου και προαιωνίου Ιωνά του ζώντος εις αιώνα, και εις τους αιώνας των αιώνων και επ’ αιώνα. Και έτι εκεί ∆αβίδ ο Θεοπάτωρ, εξ ου το κατά σάρκα Χριστός.

Και τι λέγω ∆αβίδ και Ιωνάν και Σολομώντα; Εκεί και αυτός ο πολύς Ιωάννης, ο μείζων πάντων των προφητών, ως εν τη σκοτεινή μήτρα Χριστόν προκηρύττων τοις εν άδη άπασιν· ο διττός (διπλός) πρόδρομος, και κήρυξ ζώντων και νεκρών· ο εκ φυλακής Ηρώδου τη πανδήμω (γεμάτη κόσμο) φυλακή παραπεμφθείς του άδου όθεν των απ’ αιώνος δικαίων τε και αδίκων κεκοιμημένων.

Οι δε προφήταί τε και δίκαιοι άπαντες λιτάς αλήκτους κρυφιομύστως Θεώ εκείθεν προσέφερον, (προσέφεραν όλοι οι δίκαιοι και οι προφήτες στον Θεό μυστικά δεήσεις χωρίς τέλος) λύτρωσιν εξαιτούντες της πανωδύνου εκείνης και κατηφούς εχθροκράτου ζοφεράς, και πανεσπέρου παννυξίας.

Και ο μεν προς Θεόν έλεγε· Εκ κοιλίας άδου κραυγής μου άκουσον, φωνής μου· (Ιωνάς 2/β: 3), ο δ’ άλλος· Εκ βαθέων εκέκραξά σοι, Κύριε· Κύριε, εισάκουσον της φωνής μου· (Ψαλμός ρκθ:1,2), και άλλος· Επίφανον το πρόσωπόν σου, και σωθησόμεθα· (Ψαλμός οθ: 4), και έτερος· Ο καθήμενος επί των χερουβίμ, εμφάνηθι (Ψαλμός οθ:2)· και άλλος· Εξέγειρον την δυναστείαν σου, και ελθέ εις το σώσαι ημάς (Ψαλμός οθ:3)· και έτερος· Ταχύ προκαταλαβέτωσαν ημάς οι οικτιρμοί σου, Κύριε· (Ψαλμός οη: 8), και άλλος· ρύσαι την ψυχήν μου εξ άδου κατωτάτου· (Ψαλμός πε: 13), και έτερος· Κύριε, ανάγαγε εξ άδου την ψυχήν μου· (Ψαλμός κθ: 4) και άλλος· Μη εγκατάλιπε την ψυχήν μου εις άδην· (Ψαλμός ιε: 10), και έτερος· Αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου προς σε, Κύριε ο Θεός μου (Ιωνάς β: 7). Ων (των οποίων) δη απάντων υπακούσας ο πανοικτίρμων Θεός ο Χριστός ου δίκαιον κέκρικε (δεν έκρινε δίκαιο) τοις επ’ αυτού και μετ’ αυτόν της οικείας μεταδούναι μόνοις φιλανθρωπίας· αλλά και τοις προ της αυτού επιδημίας εν άδη κατεχομένοις, και καθημένοις εν σκότει, σκιά θανάτου.

∆ιό ανθρώπους μεν εν σαρκί όντας δια σαρκός εμψύχου ο Θεός Λόγος επεσκέψατο· ψυχαίς δε σωμάτων απηλλαγμέναις δια της ενθέου και αχράντου αυτού ψυχής εν άδη επέφανε, σώματος αλλ’ ου θεότητος απηλλαγμένης. Ουκούν σπεύσωμεν τω νώ, και επί τον άδην βαδίσωμεν, όπως ίδωμεν πώς εκεί ποτε τον τω κράτει κραταιόν κατά κράτος κρατεί του κράτους κρατοτύραννον, και λαώ πανστρατί τη αυτού αστραπή τας αθανάτους εκείνας των φαλάγγων αχειρί 43.456 χειρούται τάξεις· θύρας αθύρους άρας εκ μέσου, και πύλας αξύλους τω ξύλω του σταυρού Χριστός η θύρα κατακλάσας, ήλοις τε τοις ενθέοις μοχλούς αιωνίους συντρίψας και συνθλάσας· και δεσμοίς χειρενθέοις τας αλύτους αλύσεις ως κηρόν διαλύσας· και λόγχη τη θεοπλεύρω καρδίαν του τυράννου την άσαρκον διατρήσας. Εκεί συνέτριψε τα κράτη των τόξων, ότε τω σταυρώ τοξότας χειροθέους νευράς διέτεινε.

(Στη συνέχεια, μας προτρέπει να ακολουθήσουμε την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, για να παρακολουθήσουμε όσα συνέβησαν εκεί:)

∆ιό εάν μεθ’ ησυχίας ακολουθήσης Χριστώ, νυν όψη (τώρα θα δεις) που μεν τον τύραννον έδησε· που δε την τούτου κεφαλήν ανήρτησε· Πώς δε το δεσμωτήριον ανέσκαψε, που δε τους δεσμώτας εξήγαγε, πώς δε τον όφιν επάτησε, και πού την κάραν εκρέμασε· Πώς δε τον Αδάμ ηλευθέρωσε, και πώς την Εύαν ανέστησε, και πώς το μεσότοιχον έλυσε, και πώς τον πικρόν κατεδίκασε δράκοντα, και πώς τα αήττητα έστησε τρόπαια· που δε τον θάνατον εθανάτωσε, και πώς την φθοράν κατέφθειρε, και πού τον άνθρωπον εις το αρχαίον κατέστησεν αξίωμα.

Ο χθές τοίνυν οικονομικώς τας λεγεώνας των αγγέλων παραιτούμενος, και λέγων τω Πέτρω· Ου δύναμαι άρτι παραστήσαι πλείους ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων; σήμερον θεοπρεπώς ομού τε και πολεμικώς, και δεσποτικώς κάτεισι κάτω του άδου και θανάτου· και τύραννον δια θανάτου τας αθανάτους των ασωμάτων στρατευμάτων και ταγμάτων αοράτων ου δώδεκά τινας λεγεώνας, αλλά μυρίας μυριάδας και χιλίας χιλιάδας έχων αγγέλων,  εξουσιών, θρόνων αθρόνων, εξαπτερύγων, απτερύγων, πολυομμάτων, αομμάτων, ουρανίων ταγμάτων· άτε δη άτε ως οικείον ∆εσπότην, και βασιλέα προπεμπούσας, και δορυφορούσας, και τιμώσας Χριστόν· ου συμμάχους· άπαγε!

Ποίας γαρ και συμμαχίας ο παντοδύναμος επιδέεται Χριστός; Αλλ’ οφειλούσας ομού και φιλούσας τω εαυτών αεί παρίστασθαι ∆εσπότη τω Θεώ φερέγγειοί τινες δορυφόροι, οπλίται και σκηπτούχοι λαμπροί της θείας οξείς δεσποτικής σκηπτουχίας, νεύματι μόνω σπουδή τω θείω τάχει αλλήλας προφθανούσας, ομού εις έργον αγούσας τη κελεύσει την πράξιν, και τη νίκη κατεστεμμένας προς εχθρών και παρανόμων παρατάξεις. ∆ιό δη και κατιούσας τότε δρόμοις ομού τε και σύνδρομοι τω Θεώ και ∆εσπότη επί τα εν άδου και υπόγεια, και γης απάσης βαθύτερα, των απ’ αιώνος κεκοιμημένων υποχθόνια οικητήρια, εξάγων εν ανδρεία τους απ’ αιώνος πεπεδημένους.

(Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν, πώς περιγράφει τα γεγονότα της καθόδου του Χριστού στον Άδη ο άγιος Επιφάνειος, στηριζόμενος σε αγιογραφικές μαρτυρίες, και μαρτυρίες από τη ζωντανή παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας:)

Ως γουν τα παντόθυρα, και ανήλια, και πανέσπερα του άδου δεσμωτήρια και οικητήρια, καταδύσεις και σπήλαια η θεόδημος του ∆εσπότου κατέλαβεν αιγληφόρος παρουσία, προφθάνει πάντας Γαβριήλ αρχιστράτηγος· άτε δη άτε εξ έθους ων χαράς ευαγγέλια ανθρώποις φέρειν και ρήσίν τινα ισχυράν αρχαγγελικωτάτων και στρατηγικωτάτων λαμπράν και λεοντιαίαν φωνήν προς τας εναντίας δυνάμεις, και λέγει:

(Δηλαδή, μόλις κατεβαίνει ο ένδοξος και φωτοφόρος Δεσπότης με την ανθρώπινη ψυχή στις ανήλιες και σκοτεινές, και ερμητικά κλειστές φυλακές του Άδη, τον προλαβαίνει ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ, ο οποίος και συνηθίζει να προφθαίνει τα χαρμόσυνα Ευαγγέλια, και βρωντοφωνάζει με λαμπρή αρχαγγελικότατη φωνή προς τις ενάντιες δυνάμεις, αυτό που αναγράφεται προφητικά στον 23ο Ψαλμό κατά τους Εβδομήκοντα:)

Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών· μεθ’ ον (με τον οποίον) βοά και Μιχαήλ· Και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι (Ψαλμός κγ: 7). Είτα (έπειτα) και αι δυνάμεις φασίν· (λέγουν) Απόστητε, πυλωροί οι παράνομοι· είτα και εξουσίαι (αγγελικά τάγματα) μετ’ εξουσίας· Συντρίβητε, αι αλύσεις αι άλυτοι· και άλλος· Αισχύνθητε, εναντίοι πολέμιοι· και έτερος· Φοβήθητε, τύραννοι οι παράνομοι. Και καθάπερ επί τινος φοβεράς και αηττήτου παντοδυνάμου βασιλικής τροπαιούχου στρατού παρατάξεως φρίκη τις και τάραχος και φόβος κατώδυνος τοις του ακαταγωνίστου ∆εσπότου επιπίπτει εχθροίς· ούτω δη και επί τοις εν άδου εκείνοις και παραδόξου Χριστού εν τοις καταχθονίοις παρουσίας εξαίφνης εγένετο· άνωθεν αστραπής η αμαύρωσις των εναντίων του άδου δυνάμεων τας όψεις σκοτίζουσα και βροντοφώνων βοών ακουόντων και στρατών κελευόντων λέγοντας· (δηλαδή, μόλις επισυμβαίνει η ξαφνική και παράδοξη, και ένδοξη του Χριστού Παρουσία στο σκοτεινό Άδη, μια αστραπή από ψηλά μαυρίζει τις όψεις των εναντίων δυνάμεων, και ακούγονται κάποιες βροντόφωνες βοές στρατών που διατάζουν:) Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών. Ου γαρ ανοίξατε, (όχι μόνο να τις ανοίξετε) αλλ’ εξ αυτών θεμελίων ταύτας άρατε, (από τα ίδια τους τα θεμέλια να τις σηκώσετε) εκριζώσατε, μεταστήσατε εις το μηκέτι κλείεσθαι· (μετατοπίστε τις, ώστε να μην ξανακλειστούν ποτέ) Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών. Ουχ ως αδυνατούντος του παρόντος ∆εσπότου και θυρών κεκλεισμένων ότε κελεύει εισέρχεσθαι, (σηκώστε τις πύλες, όχι επειδή αδυνατεί ο παρών Δεσπότης να εισέλθει, όταν είναι κλειστές) αλλά δραπετοδούλως υμίν επιτρέποντος την των πυλών των αιωνίων έπαρσιν και μετάστασιν και κατάκλασιν. (αλλά σαν σε δούλους που δραπετεύουν, επιτρέπει για εσάς την απομάκρυνση των αιωνίων πυλών) ∆ιό ουδέ τοις δήμοις υμών, αλλ’ αυτοίς τοις δοκούσι παρ’ υμών είναι άρχουσιν, αυτοίς επιτρέπει λέγων: Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών. (γι’ αυτό δεν απευθύνεται σ’ εσάς που είσαστε άρχοντες και δούλοι, αλλά σ’ αυτούς που νομίζουν ότι είναι ανάμεσά σας άρχοντες, σ’ αυτούς επιτρέπει την απομάκρυνση των πυλών, διατάζοντάς τους) Υμών, αλλ’ ουκ άλλων τινών.

Λοιπόν άρχοντες. Ει γαρ και μέχρι του νυν των απ’ αιώνος κεκοιμημένων κακώς ήρξατε· αλλ’ ουκέτι λοιπόν αυτών, αλλ’ ουδ’ άλλων, αλλ’ υμών, αλλ’ ουδ’ αυτών υμών έσεσθε άρχοντες. (Δηλαδή, δεν θα είσαστε πλέον άρχοντες άλλων, αν και μέχρι τώρα κακώς κυβερνούσατε τους απ’ αιώνος κεκοιμημένους. Δεν θα είσαστε πλέον άρχοντες αυτών, ούτε άλλων, αλλά ούτε και των ιδίων σας των εαυτών) Πάρεστι γαρ (επειδή παρευρίσκεται) Χριστός η ουράνιος θύρα· Οδοποιήσατε τω επιβεβηκότι επί των του άδου δυσμών.  Κύριος όνομα αυτού, και του Κυρίου αι διέξοδοι των του θανάτου πυλών. (Φωνάζει λοιπόν, ν’ ανοίξουν τις πύλες σ’ Αυτόν που δεν τον συγκράτησαν τα δεσμά του Άδου, του οποίου το όνομα είναι Κύριος, μια και του Κυρίου είναι οι διέξοδοι των πυλών του θανάτου) Υμείς εποιήσατε τας εισόδους· τας διεξόδους αυτός ποιήσαι παραγέγονεν. (Εσείς φτιάξατε τις εισόδους των πυλών αυτών, ενώ ο Κύριος ήρθε για να ποιήσει τις διεξόδους τους) ∆ιό (γι’ αυτό) μη μέλλετε·

Άρατε πύλας και ταχύνατε· άρατε, και μη αναβάλλετε. Ει δε αναμένειν νομίζετε, αυταίς ταις πύλαις αχειρί (χωρίς χέρι) και αυτοματί αίρεσθαι επιτρέπομεν. Και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι.

Άμα (την ίδια στιγμή) αι δυνάμεις εβόησαν, άμα αι πύλαι επήρθησαν, άμα αι αλύσεις ελύθησαν, άμα οι μοχλοί κατεκλάσθησαν, άμα τα κλείθρα (τα κλειδιά) εξέπεσαν, άμα τα θεμέλια του δεσμωτηρίου εδονήθησαν, άμα αι εναντίαι δυνάμεις εις φυγήν ετράπησαν, έτερος έτερον συνωθούμενος, και άλλος προς άλλον συμποδιζόμενος, και έτερος τω ετέρω φεύγειν φθεγγόμενος· έφριξαν, εσαλεύθησαν, κατεπλάγησαν, εταράχθησαν, ηλλοιώθησαν,  εθροήθησαν, έστησαν ομού (μαζί) και εξέστησαν, ηπόρησαν ομού και ετρόμαξαν. Και ο μεν κεχηνώς ίστατο, ο δε τοις γόνασι το πρόσωπον συνεκάλυπτε· και άλλος πρηνής ανεπήγνυτο, και έτερος ωσεί νεκρός απεστηλούτο, και άλλος τω θάμβει κατείχετο, και έτερος ουρανίων ηλλοιωμένος κατέκειτο, και άλλος ενδότερον έφευγεν.

Εκεί γαρ τότε διέκοψε Χριστός εν εκστάσει κεφαλάς δυναστών· εκεί εσείσθησαν εν αυτώ, εκεί διήνοιξαν χαλινούς αυτών λέγοντες· Τις εστιν ούτος (Ποιος είναι αυτός) ο βασιλεύς της δόξης; τις εστιν ούτος ο τοσούτος, ο μετά τοσούτων (εννοεί το πλήθος των αγγελικών δυνάμεων) τοιαύτα ενταύθα επιτελών θαύματα; Τις ούτός εστιν ο βασιλεύς της δόξης, ο εν άδη ποιών νυν τα ουδέποτε εν άδη γενόμενα; τις ούτος ο εξάγων ένθεν (που βγάζει από εδώ) τους απ’ αιώνος κεκοιμημένους; τις εστιν ούτος ο λύσας και καταλύσας ημών των αηττήτων το θράσος και το κράτος, και εξάγων εκ της του άδου φυλακής τους απ’ αιώνος πεπεδημένους;

Πρός ους (προς τους οποίους) ανέκραζον αι του ∆εσπότου δυνάμεις λέγουσαι· Μαθείν βούλεσθε, (θέλετε να μάθετε) ω παράνομοι τύραννοι, τις εστιν ούτος βασιλεύς της δόξης; Κύριος κραταιός και δυνατός· Κύριος δυνατός και ισχυρός και αήττητος εν πολέμοις. Ούτος εκείνός εστιν ο εκ των ουρανίων αψίδων εξορίσας και απορίψας υμάς, ω δείλαιοι και παράνομοι τύραννοι!

Εκείνος ούτός εστιν ο εν ύδασι Ιορδάνου συντρίψας τας κεφαλάς των δρακόντων υμών. Ούτος εκείνός εστιν ο δια σταυρού στηλιτεύσας, και θριαμβεύσας, και νεκρώσας υμάς. Εκείνος ούτός εστιν ο δήσας, και ζοφώσας, και τη αβύσσω παραπέμψας υμάς. Ούτος εκείνός εστιν ο πυρί αιωνίω και γεέννη παραπέμπων και απολλών υμάς.  Λοιπόν μη μέλλετε, μηδέ αναμένετε, αλλά σπεύσατε, και τους δεσμίους εξάξατε, ους μέχρι και νυν κακώς κατεπίετε. Το γαρ υμέτερον κράτος λοιπόν καταλέλυται· η υμών τυραννίς λοιπόν πέπαυται· το υμέτερον φρύαγμα δεινώς κατήργηται· η υμών μεγαλαυχία εις τέλος εκλέλοιπεν· η υμών ισχύς πεπάτηται και απόλωλε.

Ταύτα αι δεσποτικαί του ∆εσπότου δυνάμεις ταις εναντίαις δυνάμεσιν έλεγον, ομού τε και κατέσπευδον. Και οι μεν το δεσμωτήριον (δηλαδή τον Άδη) εξ αυτών των θεμελίων κατέσκαπτον· οι δε τας εναντίας εξουσίας κατεδίωκον εκ των εξωτέρων ταμείων φευγούσας ενδότερον.  Και άλλοι τας καταδύσεις, και τα φρούρια, και τα σπήλαια διερεύνων, και έτρεχον. (Δηλαδή, στην αγγελική επέλαση στη σκοτεινή φυλακή του Άδη, οι δαιμονικές δυνάμεις, που μέχρι τότε ήταν εξουσιαστές του χώρου, έτρεχαν κυνηγημένοι προς τα ενδότερα και σκοτεινότερα μέρη του Άδη, όπως ανάγλυφα και με ζωηρά χρώματα μας περιγράφει ο άγιος Επιφάνειος) Και έτεροι άλλος άλλον άλλοθεν δέσμιον τω ∆εσπότη προσέφερον, και άλλοι τον τύραννον δεσμοίς αλύτοις έδεον, και έτεροι τους απ’ αιώνος δεσμίους απέλυον· και άλλοι επέταττον, και έτεροι υπούργουν ως τάχιστα· και οι μεν εισερχομένου του ∆εσπότου ενδότερον προέτρεχον, οι δε ως βασιλεί και Θεώ νικηφόρω παρείποντο.

(Και συνεχίζει το λόγο του ο άγιος Επιφάνειος, περιγράφοντας την απελευθέρωση του Αδάμ:)

Τούτων δη λοιπόν ούτως, αλλά και υπέρ τούτων εν τω άδη γινομένων τε και βοωμένων, θρυλλουμένων απάντων και σειομένων, ως η παρουσία του ∆εσπότου αυτά τα κατώτατα των κατωτάτων καταλαμβάνειν έμελλεν, (έμελλε να καταλάβει) ο Αδάμ εκείνος, ο πάντων ανθρώπων πρωτόκτιστος, και πρωτόπλαστος, και πρωτόθνητος ενδότερος πάντων, μετά πολλής της ασφαλείας δέσμιος κατεχόμενος, ήκουε των του ∆εσπότου ποδών προς τους δεσμίους εισερχομένων, και εγνώρισε την φωνήν αυτού εν τω δεσμωτηρίω περιπατούντος, (όπως κάποτε στον παράδεισο τον άκουσε “περιπατούντα εν τω Παραδείσω”-Γένεσις 3/γ: 8,) και στραφείς προς άπαντας τους συν αυτώ απ’ αιώνος δεσμίους φησί:

Φωνήν ποδών τινος ακούω προς ημάς εισερχομένου· (ακούω τα πόδια και την φωνή κάποιου που έρχεται προς εμάς,) και εάν όλως ενταύθα εκείνος παραγενέσθαι κατηξίωσεν, ημείς των δεσμών ηλευθερώθημεν· εάν όλως εκείνον μεθ’ ημών οψόμεθα, ημείς του άδου λυτρούμεθα.

Ταύτα και τα τοιαύτα του Αδάμ προς πάντας τους συγκαταδίκους αυτού λέγοντος, εισήλθεν ο ∆εσπότης προς αυτούς, το νικητικόν όπλον του σταυρού κατέχων. Όν (τον οποίον) ιδών ο Αδάμ ο πρωτόπλαστος, και τη εκπλήξει το στήθος τύψας, εβόησε προς πάντας, και είπεν: Ο Κύριός μου μετά πάντων!

Και αποκριθείς ο Χριστός, λέγει τω Αδάμ: Και μετά του πνεύματός σου· και κρατήσας αυτού της χειρός ανίστησι, λέγων: (και κρατώντας τον από το χέρι, τον ανέστησε λέγοντας:) Έγειρε, ο καθεύδων, και ανάστα εκ των νεκρών, και επιφαύσει σοι ο Χριστός (Εφεσίους 5/ε: 14) (Σήκω πάνω εσύ που κοιμάσαι, και αναστήσου από τους νεκρούς, και θα σε φωτίσει ο Χριστός). Εγώ ο Θεός σου, ο δια σε γενόμενος υιος σου, ο δια σε και τους από σου, (για εσένα και για τους απογόνους σου) νυν λέγων και κατ’ εξουσίαν επιτρέπων τοις εν δεσμοίς· Εξέλθετε, και τοις εν σκότει· Φωτίσθητε, (Ψαλμός 2/β: 3) και τοις κεκοιμημένοις· Ανάστητε·

Σοί διακελεύομαι: (Εσένα προστάζω:) Έγειρε, ο καθεύδων· ου γαρ δια τούτό σε πεποίηκα, ίνα εν άδη κατέχη δέσμιος. (δεν σε έπλασα γι’ αυτό, για να είσαι δέσμιος στον Άδη) Ανάστα εκ των νεκρών· εγώ ειμι η ζωή των νεκρών. Ανάστα, πλάσμα το εμόν, ανάστα, μορφή η εμή,  και κατ’ εικόνα εμήν γεγενημένη. Έγειρε, άγωμεν εντεύθεν· (Σήκω να φύγουμε από ‘δω) συ γαρ εν εμοί, καγώ εν σοί, εν και αδιαίρετον υπάρχομεν πρόσωπον· δια σε ο Θεός σου γέγονα υιος σου· δια σε ο ∆εσπότης, έλαβον την σήν μορφήν του δούλου· δια σε ο υπεράνω των ουρανών ήλθον επί γης και υποκάτω γης· δια σε τον άνθρωπον γέγονα ωσεί άνθρωπος αβοήθητος, εν νεκροίς ελεύθερος· δια σε τον από κήπου εξελθόντα από κήπου (εννοεί τον κήπο της Γεθσημανή) Ιουδαίοις παρεδόθην, και εν κήπω εσταυρώθην.

Ίδε του προσώπου μου τα εμπτύσματα, άπερ (τα οποία ακριβώς) δια σε κατεδεξάμην, ίνα σε αποκαταστήσω εις το αρχαίον εμφύσημα. Ίδε μου των σιαγόνων τα ραπίσματα, α κατεδεξάμην, ίνα σου την διαστραφείσαν μορφήν επανορθώσω εις το κατ’ εικόνα μου. Ίδε μου του νώτου την φραγγέλλωσιν, (τα μαστιγώματα  στην πλάτη) ην κατεδεξάμην, ίνα σκορπίσω των αμαρτιών σου το φορτίον το επί του νώτου κείμενον. Ίδε μου τας προσηλωθείσας χείρας εν τω ξύλω (του σταυρού) καλώς, δια σε τον εκτείναντα την χείρα εν τω ξύλω (το απαγορευμένο δένδρο στον παράδεισο) κακώς. Ίδε μου τους προσηλωθέντας, και ορυχθέντας τω ξύλω (του σταυρού) πόδας, δια τους σούς πόδας τους κακώς δραμόντας επί το ξύλον (που κακώς έτρεξαν προς το ξύλο του απαγορευμένου καρπού) της παρακοής τη έκτη ημέρα, ή η απόφασις γέγονεν, και την σήν ανάπλασιν, και παραδείσου άνοιξιν πεπόνημαι. (δηλαδή την 6η ημέρα συνετελέσθη η απόφαση της εξώσεώς σου από τον Παράδεισο, την 6η ημέρα της εβδομάδος, την ανάπλασή σου και το άνοιγμα του Παραδείσου ποίησα) Εγευσάμην δια σε χολήν, ίνα ιάσωμαί σοι  (για αν σου γιατρέψω) την δια βρώσεως εκείνης της γλυκείας πικράν ηδονήν. (γιατί πάντα πικρή είναι η ηδονή της γλυκειάς αμαρτίας) Εγευσάμην όξους, ίνα καταργήσω του σου θανάτου το δριμύ, και παρά φύσιν ποτήριον. Εδεξάμην σπόγγον, ίνα εξαλείψω το χειρόγραφόν σου της αμαρτίας. Εδεξάμην κάλαμον, ίνα υπογράψω ελευθερίαν τω γένει των ανθρώπων.

Ύπνωσα εν τω σταυρώ, και ρομφαία ενύχθην την πλευράν, δια σε τον εν παραδείσω υπνώσαντα, και την Εύαν εκ πλευράς εξενέγκαντα. Η εμή πλευρά ιάσατο το άλγος της πλευράς· ο εμός ύπνος εξάξει σε εκ του εν άδη ύπνου· η εμή ρομφαία έστησε την κατά σου στρεφομένην ρομφαίαν.

Λοιπόν έγειρε, άγωμεν εντεύθεν. Εξήγαγέ σε ο εχθρός από γης παραδείσου· αποκαθιστώ σε ουκέτι εν παραδείσω, αλλ’ εν ουρανίω θρόνω. Εκώλυσά σε του ξύλου του τυπικού της ζωής, αλλ’ ιδού αυτός εγώ ηνώθην σοι η ζωή. Έταξα τα χερουβίμ δουλοπρεπώς φυλάττειν σε· ποιώ τα χερουβίμ θεοπρεπώς προσκυνήσαί σε. Εκρύβης από Θεού ως γυμνός· αλλ’ ιδού έκρυψας εν εαυτώ Θεόν γυμνόν. Ενεδύθης τον της αισχύνης δερμάτινον χιτώνα· αλλ’ ενεδύθην Θεός ων τον της σής σαρκός αιμάτινον χιτώνα.

∆ιό εγείρεσθε, άγωμεν εντεύθεν, από του θανάτου εις την ζωήν, από της φθοράς εις αφθαρσίαν, από του σκότους εις το αιώνιον φως. Εγείρεσθε, άγωμεν εντεύθεν, από της οδύνης εις ευφροσύνην, από δουλείας εις ελευθερίαν, από φυλακής εις την άνω Ιερουσαλήμ, από των δεσμών επί την άνεσιν, από της κατοχής επί την του παραδείσου τρυφήν, από της γης εις τον ουρανόν. Επί τούτο γαρ απέθανον, και ανέστην, ίνα και νεκρών και ζώντων κυριεύσω.

Εγείρεσθε, άγωμεν εντεύθεν· ο γαρ Πατήρ μου ο ουράνιος το απολωλός εκδέχεται πρόβατον. Τα εννενήκοντα εννέα των αγγέλων πρόβατα τον σύνδουλον αναμένουσιν Αδάμ, πότε αναστή, και πότε ανέλθη και προς Θεόν επανέλθη. Χερουβικός θρόνος ηυτρέπισται· οι αναφέροντες οξείς τε και έτοιμοι· ο νυμφών παρεσκεύασται· εδέσματα έτοιμα· αι αιώνιοι σκηναί και μοναί έτοιμοι· οι θησαυροί των αγαθών ανεώχθησαν, η των ουρανών βασιλεία προ αιώνων ητοίμασται· α οφθαλμός ουκ οίδεν, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α αγαθά τον άνθρωπον περιμένουσι.

Ταύτα και τα τοιαύτα του ∆εσπότου λέγοντος, ανίστανται συν αυτώ ο εν αυτώ ηνωμένος Αδάμ, και συνανίσταται και η Εύα· και άλλα πολλά σώματα πίστει απ’ αιώνος κεκοιμημένα ανέστησαν κηρύττοντα του ∆εσπότου τριήμερον ανάστασιν, ην φαιδρώς, οι πιστοί, υποδεξώμεθα, και οψώμεθα, και περιπτυξώμεθα μετά αγγέλων χορεύοντες, μετά των ασωμάτων εορτάζοντες, ομού και συνδοξάζοντες τον υμάς εκ της φθοράς Χριστόν αναστήσαντα, και ζωοποιήσαντα· ω η δόξα, και το κράτος συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι· νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Έρευνα – ομιλία: Μιχάλης Μαυροφοράκης Απομαγνητοφώνηση: Ν. Μ. από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: “Ορθοδοξία και Αίρεση”, του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του. (Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 23-10-1992). Ακούστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό αρχείο MP3

Η μαρτυρία τής αρχαίας Εκκλησίας

 

  1. Η εις Άδου Κάθοδος μέσα από κείμενα της Καινής Διαθήκης (2ομισό του 1ου αιώνα)

Σταματήσαμε σ’ αυτό το τόσο σημαντικό κεφάλαιο της Χριστιανικής πίστεως, δηλαδή στην κάθοδο της θεανθρώπινης ψυχής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον Άδη, για δύο κυρίως λόγους:

Ο πρώτος, είναι ότι το αδιαμφισβήτητο ιστορικό αυτό γεγονός, που περιγράφεται με σαφήνεια από τις Άγιες Γραφές, αλλά και από ολόκληρη τη Χριστιανική γραμματεία, λατρεία και τέχνη, σε όλους τους αιώνες, αποστομώνει αυτούς που κακόδοξα ισχυρίζονται ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι ανύπαρκτη ως αόρατο συστατικό του ανθρώπου, και ότι ο Άδης είναι απλώς ο τάφος του.

Η κάθοδος της ψυχής του Χριστού στον Άδη, αποδεικνύει σαφώς και τελεσιδίκως, ότι και αόρατη ψυχή υπάρχει, μια και κατέβηκε μ’ αυτήν στον Άδη, και φυσικά Άδης, ως τόπος συγκέντρωσης των ασωμάτων ψυχών των κεκοιμημένων.

Σ’ αυτόν λοιπόν τον Άδη, κατέβηκε η ψυχή του Χριστού, αλλά δεν εγκατελείφθη εκεί, όπως μαρτυρεί η Αγία Γραφή σε πολλά σημεία.

Ο δεύτερος λόγος που εξετάζουμε τόσο αναλυτικά αυτό το γεγονός, είναι ότι αποτελεί βασικό στοιχείο της πίστεώς μας, και σημείο καμπής στην ιστορία του ανθρώπου. Μέχρι τότε, ο Άδης ήταν το σκοτεινό βασίλειο του θανάτου, το δεσμωτήριο των ψυχών που εγκατέλειπαν κατά τον θάνατο το σώμα, και αλυσοδένονταν με τα δεσμά του σκότους και της σιωπής. Όλοι οι άνθρωποι, ακολουθώντας το δρόμο του πεπτωκότος Αδάμ, οδηγούντο δέσμιοι δια του θανάτου στον Άδη, χωρίς καμία δυνατότητα επιστροφής. Όμως ο Χριστός, κατέλυσε με την κάθοδό του στον Άδη, το κράτος του διαβόλου και το βασίλειό του: «Επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκώς και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχεν των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήσει τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστιν τον διάβολο, και απαλλάξει τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας. Επειδή, (γράφει ο Απόστολος στην προς Εβραίους επιστολή), τα παιδία, (δηλαδή οι άνθρωποι), έγιναν μέτοχοι σαρκός και αίματος, και αυτός, (δηλαδή ο Χριστός), έλαβε από τα ίδια, (δηλαδή σάρκα και αίμα), ούτως ώστε με τον θάνατό του, να καταργήσει αυτόν που είχε το κράτος του θανάτου, (δηλαδή τον διάβολο), και να απαλλάξει τους ανθρώπους, (που για όλη τους τη ζωή ήταν υποκείμενοι δουλείας, εξ αιτίας του φόβου του θανάτου) (Εβραίους 2/β: 14,15).

Ο Χριστός λοιπόν, κατεβαίνει στον Άδη ως νικητής και όχι ως ηττημένος από τον διάβολο, ως ελεύθερος και όχι ως δεσμώτης. «Εν νεκροίς ελεύθερος», (ελεύθερος μεταξύ των νεκρών), (Ψαλμός πζ: 5 κατά τους Εβδομήκοντα), κρατώντας τον σταυρό σαν «τρόπαιο νίκης» εναντίον των σκοτεινών δαιμόνων, (Κολοσσαείς 2/β: 14,15), και όχι σαν φονικό όργανο και μέσον επωνείδιστου ατιμωτικού θανάτου. Κατέβηκε στον Άδη όχι ως δούλος, αλλά ως Κύριος και Εξουσιαστής. Γι’ αυτό και «έχει και τα κλειδιά του» (Αποκάλυψις 1/α: 18).

Με την κάθοδό του στον Άδη, με την παρουσία του φωτός στο χώρο του σκότους, το σκότος υποχώρησε. «Το φως εν τη σκοτία φαίνει. Και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιωάννης 1/α: 5).

Όπως και στη γη των ζώντων, «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει, φως είδε μέγα, και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου, φως ανέτειλεν αυτοίς». (Ματθαίος 4/δ: 16).

Και όπως το κήρυγμα του Χριστού στη γη των ζώντων, διήρεσε τους ανθρώπους, και άλλοι μεν τον εδέχθησαν, και μετεφέρθησαν δια της πίστεως, στη βασιλεία του Υιού του Θεού, και άλλοι πάλι τον απέρριψαν και διάλεξαν το βαθύτερο σκοτάδι, «διότι ήταν πονηρά τα έργα τους» (Ιωάννου 3/γ: 19). Έτσι και στον Άδη, η παρουσία του Κυρίου με ασώματη ψυχή, και το κήρυγμά του προς τις ασώματες ψυχές, επέφερε διαίρεση, και κατάλυση του Άδου, μια και οι ψυχές των πιστευσάντων, μετεφέρθησαν και αυτές στη βασιλεία του Χριστού, ενώ όσες έμειναν βυθίστηκαν σε βαθύτερο σκοτάδι και σε μεγαλύτερα βάσανα.

Ο Χριστός λοιπόν, «το φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον», (Ιωάννης 1/α: 9), με την παρουσία του όχι μόνο στα επίγεια, αλλά και στα καταχθόνια, ερύσατο τους πιστεύσαντας και εδώ και εκεί, εκ της εξουσίας του σκότους, «και μετέστησεν εις την βασιλεία του» (Κολοσσαείς 1/α: 13).

Αυτή βεβαίως η ενανθρώπιση και παρουσία του Υιού και Λόγου του Θεού, όχι μόνο στη γη των ζώντων, αλλά και στον Άδη, σ’ αυτό το δεσμωτήριο των ψυχών των απ’ αιώνος κεκοιμημένων, και η ταυτόχρονη κατάλυσή του, αποτελεί ένα συγκλονιστικό γεγονός στην ιστορία του ανθρώπου. Είναι λοιπόν φυσικό και επόμενο, αυτό το γεγονός να τονίζεται και να προβάλλεται ιδιαιτέρως, στη ζωή της Εκκλησίας.

Μέχρι τώρα, το έχουμε διαπιστώσει όχι μόνο από τα κείμενα των Αγίων Γραφών, όπου άλλοτε συνεσκιασμένα και μυστικά, και άλλοτε πάλι με κρυστάλλινη σαφήνεια προβάλλεται το γεγονός αυτό, αλλά και από άλλα κείμενα και λόγους των Χριστιανών διδασκάλων των πρώτων αιώνων.

  1. Η μαρτυρία του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου (50 – 113 μ.Χ.)

Όπως αναφέραμε και στην αρχή, ευελπιστούμε στη διάρκεια της σημερινής εκπομπής, να συμπληρώσουμε αυτόν τον κατάλογο και με άλλα αξιολογώτατα κείμενα, όχι μόνο των πρώτων αιώνων, αλλά μάλλον των πρώτων δεκαετιών της ύπαρξης της Χριστιανικής Εκκλησίας.

Θα αρχίσουμε με ένα πρωτοχριστιανικό κείμενο του 100 περίπου μ.Χ,, το οποίο αναφέρεται έμμεσα στο γεγονός της καθόδου του Χριστού στον Άδη, αλλά και στους προφήτες που τον περίμεναν εκεί, και στο κήρυγμά του, και στην ένωσή τους μαζί του, μέσω της πίστεως.

Ο συγγραφέας αναφέρει το γεγονός αυτό περιστασιακά, όπως άλλωστε και ο Απόστολος Πέτρος στις επιστολές του, θεωρώντας το ως κάτι το πολύ γνωστό και δεδομένο, γι’ αυτό άλλωστε και δεν το αναπτύσσει εκτενώς και με λεπτομέρεια, όπως θα έκανε, αν επρόκειτο για κάτι καινούργιο ή άγνωστο.

Το κείμενο που θα διαβάσουμε, είναι από την προς Φιλαδελφείς επιστολή του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, επισκόπου Αντιοχείας. Ο άγιος Ιγνάτιος έζησε περίπου στην περίοδο από το 50 μ.Χ. ως το 113 μ.Χ., οπότε και μαρτύρησε στη Ρώμη επί αυτοκράτορος Τραϊανού, αφού πρώτα τον οδήγησαν εκεί δέσμιο και με πεζοπορία για παραδειγματισμό, οι Ρωμαίοι Λεγεωνάριοι που τον φρουρούσαν.

Τόσο πολύ είχε προκαλέσει τον θαυμασμό για το Χριστιανικό του ήθος και την πίστη του, που συγκίνησε όχι μόνο τα Χριστιανικά πλήθη στο πέρασμά του, αλλά και αυτούς ακόμα τους ειδωλολάτρες, όπως για παράδειγμα τον περίφημο Λουκιανό, ο οποίος μάλιστα έγραψε και το διήγημα με τίτλο: «Περί της Περεγρίνου τελευτής», έχοντας σαν πρότυπο την μαρτυρική περιπέτεια του αγίου Ιγνατίου. Είναι πράγματι θλιβερό και αφόρητο, να υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να αποκαλούνται Χριστιανοί, οι οποίοι όχι μόνο έχουν άγνοια αυτών των φωτοφόρων στύλων της πίστεως, που με την ένθεη και άγια ζωή τους ακολούθησαν τον αγαπημένο τους Κύριο Ιησού μέχρι και αυτό το μαρτύριο, αλλά δυστυχώς τους κατασυκοφαντούν κιόλας, και ελαφρά τη καρδία τους καταδικάζουν ως αιρετικούς.

Ας διαβάσουμε λοιπόν, μετά απ’ αυτή τη σύντομη εισαγωγή, τον δεύτερο στίχο του 5ου κεφαλαίου της προς Φιλαδελφείς Επιστολής του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, η οποία γράφτηκε από την Τρωάδα της Μικράς Ασίας, σε μια μικρή στάση του ταξιδιού του αγίου, προς το μαρτύριο στη Ρώμη:

«Και τους προφήτας δε αγαπώμεν, δια το και αυτούς εις το Ευαγγέλιον κατηγγελκέναι, και εις αυτόν ελπίζει, και αυτόν αναμένει, εν ω και πιστεύσαντες εσώθησαν, εν ενότητι Ιησού Χριστού όντες, αξιαγάπητοι και αξιοθαύμαστοι άγιοι, υπό Ιησού Χριστού μεμαρτυρημένοι και συνηριθμημένοι εν τω Ευαγγελίω της κοινής ελπίδος».

Δηλαδή, σε απλούστερη γλώσσα, λέει τα εξής:

«Και τους προφήτες να αγαπάμε, διότι και αυτοί το Ευαγγέλιο προμήνυσαν, και αυτόν, (δηλαδή τον Χριστόν ανέμεναν, στον οποίο και αφού πίστεψαν σώθηκαν, μπαίνοντας στην ενότητα του Ιησού Χριστού, αξιαγάπητοι και αξιοθαύμαστοι άγιοι, μαρτυρημένοι από τον Ιησού Χριστό, και συναριθμημένοι στο Ευαγγέλιο της κοινής ελπίδας».

Οι ερμηνευτές της επιστολής, (Έλληνες και ξένοι), στηριζόμενοι και στα συμφραζόμενα, αλλά και στη γενικότερη τοποθέτηση του συγγραφέα, αποδίδουν τα λόγια του χωρίου αυτού στην ελπίδα και αναμονή των προφητών, όχι μόνο κατά την επίγεια ζωή τους, αλλά και στον Άδη, όπου και συνετελέσθη η πίστις και η σωτηρία τους. Διότι λέγει ο άγιος Ιγνάτιος, ότι οι προφήτες έλπιζαν στον Χριστό, και αυτόν ανέμεναν. Πού τον ανέμεναν; Στον Άδη, όπως είναι φανερό από την προς Μαγνησιείς επιστολή του ιδίου συγγραφέα, κεφάλαιο 9ο και στίχο 2, όπου διαβάζουμε:

«Πώς ημείς, δυνησώμεθα ζήσαι χωρίς αυτού; (δηλαδή του Ιησού Χριστού), ού (του οποίου) και οι προφήται, μαθηταί όντες τω Πνεύματι, ως διδάσκαλον αυτόν προσεδώκον; και δια τούτο, ον δικαίως ανέμενον, παρ’ ον ήγειρεν αυτούς εν νεκρών».

Δηλαδή τους λέει: «Πώς εμείς θα μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς τον Ιησού Χριστό, τον οποίο και οι προφήτες, όντας πνευματικοί μαθητές του τον προσδοκούσαν; Και γι’ αυτό, Αυτόν τον οποίο δίκαια ανέμεναν, όταν ήλθε, τους ήγειρε εκ νεκρών».

Εδώ ο άγιος Ιγνάτιος λέγει σαφώς τα εξής: Οι προφήτες προσδοκούσαν τον Ιησού Χριστό σαν διδάσκαλο. Προφανώς δεν τον προσδοκούσαν να τον δουν στην επίγεια ζωή τους, διότι πολλοί από αυτούς, είχαν προφητεύσει ότι θα ερχόταν εκατονταετίες αργότερα. Τον προσδοκούσαν λοιπόν ως διδάσκαλο στον Άδη.

Και αυτό γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο, από τα επόμενα, όπου λέγει, ότι «Δικαίως τον ανέμεναν, διότι όταν ήλθε, τους ήγειρε εκ νεκρών». Δηλαδή, ως ασώματες ψυχές, δίκαια τον περίμεναν, διότι όταν ήλθε, τους ανέστησε.

Πού ήλθε ο Χριστός, και τον είδαν και τον συνάντησαν οι προφήτες; Προφανώς όχι στη γη, αλλά στον Άδη. Και μάλιστα η εμφάνισή του και η παρουσία του εκεί, είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα και την ανάστασή τους.

Αυτό λοιπόν μας φανερώνει πιο συνοπτικά, και στο προηγούμενο χωρίο που διαβάσαμε, όπου μας λέγει, ότι οι προφήτες, ήλπιζαν και ανέμεναν τον Χριστό, και όταν ήλθε στον Άδη όπου ευρίσκοντο, τους εκήρυξε ως διδάσκαλος, πίστεψαν σε αυτόν, και σώθηκαν, ή ισοδύναμα «αναστήθηκαν», μια και ενώθηκαν δια της πίστεως με τον Χριστό, που είναι η ζωή και η ανάσταση των ανθρώπων.

Ας λάβουν λοιπόν αυτά σοβαρά υπ’ όψιν, όσοι κακόδοξα αλλά και από άγνοια λέγουν, ότι τα περί ψυχής και περί καθόδου τους Χριστού στον Άδη, είναι αιρετικές διδασκαλίες που ξεφύτρωσαν περί το 300 μ.Χ. Ας επανεξετάσουν τα πράγματα, διότι ακόμα και η ιστορία την οποία βεβαίως αγνοούν, τους διαψεύδει παταγωδώς! Η αλήθεια είναι ότι η διδασκαλία περί ψυχής και περί καθόδου του Χριστού στον Άδη, είναι ανέκαθεν άρρηκτα συνδεδεμένη με την αυθεντική, και ανόθευτη Χριστιανική πίστη, ενώ κάθε τι αντίθετο αντίθετα προς αυτήν, έχει τις ρίζες του στην αίρεση και στην πλάνη.

  1. Η μαρτυρία του Ιουστίνου του Μάρτυρος (110 – 165 μ.Χ.)

Ας προχωρήσουμε όμως, σε έναν άλλο πρωτοχριστιανικό συγγραφέα και απολογητή, που έζησε στην περίοδο μεταξύ 110 – 165 μ.Χ. Είναι ο Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυς, ο οποίος εμαρτύρησε το 165 μ.Χ., επί Μάρκου Αυριλίου.

Από τα πολλά συγγράμματα του Ιουστίνου σώζονται μόνο τρία, εκ των οποίων το ένα επιγράφεται: «Διάλογος προς Τρύφωνα», και περιέχει την συζήτηση σε μια συνάντηση μεταξύ του Ιουστίνου και του Εβραίου Νομοδιδασκάλου Ταρφών, περί το 135 μ.Χ.

Στον διάλογο αυτό, ο Ιουστίνος, προσπαθεί να πείσει με επιχειρήματα τον Εβραίο Τρύφωνα για τον Χριστιανισμό, και κυρίως να του αποδείξει τη θεότητα του Χριστού, και πώς αυτή προκύπτει μέσα από τα ίδια τους τα κείμενα, δηλαδή την Παλαιά Διαθήκη. Μάλιστα κατηγορεί τους συμπατριώτες του Τρύφωνα Εβραίους, ότι ελογόκριναν την Παλαιά Διαθήκη, και αφήρεσαν χωρία της, τα οποία ήταν σαφή και αποκαλυπτικά για τον Κύριο Ιησού Χριστό.

Μεταξύ λοιπόν άλλων, λέγει στο κεφάλαιο 72, παράγραφο 4, το εξής καταπληκτικό:

«Από των λόγων του αυτού Ιερεμίου, ομοίως ταύτα περιέκοψαν: «Εμνήσθη δε Κύριος ο Θεός από Ισραήλ των νεκρών αυτού, των κεκοιμημένων εις γην χώματος, και κατέβη προς αυτούς, ευηγγελίσασθαι αυτούς, το σωτήριον αυτού».

Εδώ ο Ιουστίνος, αφού προηγουμένως έχει ξεκινήσει να εκθέτει στον Τρύφωνα κάποια χωρία από τον Ιερεμία, που οι Εβραίοι διδάσκαλοι είχαν περικόψει, του αναφέρει και το εξής: «Εμνήσθη Κύριος ο Θεός από Ισραήλ των νεκρών αυτού, (δηλαδή αυτών που είχαν κοιμηθεί και είχα ταφεί στο χώμα), και κατέβη προς αυτούς, για να τους κηρύξει το Ευαγγέλιο της σωτηρίας». Και αυτό βεβαίως είναι που αναφέρει και ο Απόστολος Πέτρος, λέγοντας ότι «και τοις εν φυλακή πνεύμασι, πορευθείς εκήρυξεν» (Α΄ Πέτρου 3/γ: 19), και «ο Χριστός και νεκροίς ευηγγελίσθη» (Α΄ Πέτρου 4/δ: 6).

Παρατηρούμε λοιπόν, ότι η πίστη στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη, το κήρυγμα στους απ’ αιώνος νεκρούς που βρίσκονται εκεί, και η απελευθέρωση όσων βρίσκονταν δέσμιοι και πίστευσαν στον Χριστό, και τον εδέχθησαν σαν τον Κύριο και Λυτρωτή και Σωτήρα, ήταν κοινός τόπος ανάμεσα στους πιστούς της πρωτοχριστιανικής εποχής. Και αυτό ακριβώς είναι που ο Ιουστίνος με σαφήνεια εκθέτει στον Εβραίο νομοδιδάσκαλο Τρύφωνα, προσκομμίζοντας μάλιστα και μαρτυρίες από τον προφήτη για να το υποστηρίξει.

  1. Η μαρτυρία του Ειρηναίου (140 – 202 μ.Χ.)

Ας προχωρήσουμε όμως, σε μια ανάλογη μαρτυρία, προερχόμενη από την ίδια περίπου περίοδο: Τη διαβάζουμε στο 5ο βιβλίο του Ειρηναίου, κεφάλαιο 31.

Πριν όμως προχωρήσουμε στην ανάγνωση της περικοπής που μας ενδιαφέρει, σημειώνουμε ο Ειρηναίος έζησε από το 140 μ.Χ. ως το 202 περίπου, ήταν από τη Μικρά Ασία, μαθητής του Επισκόπου Σμύρνης Πολυκάρπου, και αργότερα πήγε στη Γαλλία, όπου και έγινε Επίσκοπος στη Χριστιανική κοινότητα της Λυών, διαδεχθείς τον Επίσκοπο Ποθηνό, όταν ο τελευταίος μαζί με πολλούς άλλους από το ποίμνιό του, υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο για την πίστη.

Ο Επίσκοπος Ειρηναίος λοιπόν, αναφέρει τα εξής: «Τώρα όμως, ο Χριστός, έμεινε τρεις ημέρες εκεί όπου ήσαν οι νεκροί, όπως λέει γι’ αυτόν ο προφήτης, «Εμνήσθη Κύριος Άγιος, των νεκρών αυτού, των προκεκοιμημένων εις γην χώματος, και κατέβη προς αυτούς, ρύσασθαι αυτούς, και σώσαι αυτούς». Και ο ίδιος ο Κύριος, λέγει: «Ώσπερ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους, τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται και ο Υιός του Ανθρώπου εν τη καρδία της γης» (Ματθαίος 12/ιβ: 40). Αλλά και ο Απόστολος λέγει, «Το δε ανέβη, τι εστίν, ειμή ότι και κατέβη κατώτερα μέρη της γης;» (Εφεσίους 4/δ: 9). Αυτό είπε και ο Δαυίδ προφητεύοντας για τον Χριστό: «Ερύσω, (ελύτρωσες) την ψυχήν μου, εξ Άδου κατωτάτου» (Ψαλμός 85: 13).»

Και στα λόγια του Επισκόπου Ειρηναίου είναι ξεκάθαρη και τεκμηριωμένη με αγιογραφικά χωρία, η κοινή πίστη των πρώτων Χριστιανών στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη, και η λύτρωση των μέχρι τότε δεσμίων νεκρών, όσων βεβαίως επίστευσαν στον Χριστό ως Λυτρωτή και Σωτήρα.

Πιστεύουμε πως το χωρίο που μόλις διαβάσαμε, είναι πολύ κατανοητό και σαφές, και νομίζουμε ότι δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση και σχολιασμό.

  1. Η μαρτυρία του Κλήμη του Αλεξανδρέως (150 – 215 μ.Χ.)

Ας εκμεταλλευθούμε λοιπόν το χρόνο της εκπομπής, για να διαβάσουμε και κάποια ακόμα πρωτοχριστιανικά κείμενα, που σχετίζονται με το θέμα μας. Το επόμενο απόσπασμα, προέρχεται από το 2ο κεφάλαιο Στρωματαίων, κεφάλαιο 9ο.

Οι Στρωματείς, είναι έργο του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως. Ο Κλήμης έζησε από το 150 μ.Χ., μέχρι το 215, και παρά το επώνυμό του «Αλεξανδρεύς», ήταν Αθηναίος. Έζησε όμως και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια, για το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.

Οι Στρωματείς, αποτελούν το 3ο έργο μιας Τριλογίας, που σκοπό είχε κατ’ αρχήν να προτρέψει, έπειτα να παιδαγωγήσει, και τέλος να διδάξει τον Χριστιανισμό, κυρίως στους Εθνικούς. Γι’ αυτό και τα δύο πρώτα έργα, ονομάζονται: «Προτρεπτικός», και το δεύτερο «Παιδαγωγός».

Το απόσπασμα λοιπόν που ακολουθεί, προέρχεται από το 3ο έργο της Τριλογίας, τους Στρωματείς, όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Ο Ποιμήν γνωρίζει ανθρώπους, τόσο από τα έθνη, όσο και από τους Ιουδαίους, οι οποίοι έζησαν, όχι μόνο πριν από την παρουσία του Κυρίου, αλλά και πριν από τον Νόμο, όπως ο Άβελ, ο Νώε και άλλοι δίκαιοι, οι οποίοι ευαρέστησαν τον Θεό. Λέει λοιπόν, ότι οι Απόστολοι και διδάσκαλοι που κήρυξαν το όνομα του Υιού του Θεού, όταν κοιμήθηκαν ότι κήρυξαν σ’ αυτούς, που είχαν πριν από αυτούς μεταβεί στον Άδη. Έπειτα προσθέτει, (εννοεί οι Ποιμήν): Αυτοί τους έδωσαν την σφραγίδα του κηρύγματος. Κατέβηκαν λοιπόν μαζί τους στο νερό, και πάλι ανέβηκαν, αλλά αυτοί οι Απόστολοι κατέβηκαν πνευματικά ζωντανοί, και πάλι ζωντανοί ανέβηκαν. Εκείνοι όμως που είχαν κοιμηθεί προηγουμένως, κατέβηκαν πνευματικά νεκροί, και ανέβηκαν πνευματικά ζωντανοί.

Δια του έργου των Αποστόλων λοιπόν, ζωοποιήθηκαν, και γνώρισαν το όνομα του Υιού του Θεού. Έτσι, ανέβηκαν μαζί τους, και βρήκαν τη θέση τους στην οικοδομή του πύργου, και μολονότι δεν είχαν πελεκηθεί, συνοικοδομήθηκαν στον Οίκο του Θεού. Γιατί εν δικαιοσύνη εκοιμήθησαν και σε μεγάλη αγνότητα. Μόνο τη σφραγίδα τούτη δεν είχαν. Γιατί όταν τα Έθνη που δεν έχουν νόμο, εκ φύσεως πράττουν τα του νόμου, αυτοί μολονότι δεν έχουν νόμο, είναι νόμος στους εαυτούς τους, κατά τον Απόστολο» (Ρωμαίους 2/β: 14).

Πόσο ανάγλυφα και παραστατικά, ο Κλήμης Αλεξανδρείας, παραθέτοντας μάλιστα και από τον Ποιμένα του Ερμά, (πρωτοχριστιανικό κείμενο του 90 – 140 μ. Χ.), μας περιγράφει το κήρυγμα των Αποστόλων, όχι μόνο στους ζωντανούς, αλλά και στους νεκρούς στον Άδη! Μας πληροφορεί μάλιστα, ότι ενώ οι Απόστολοι κατέβηκαν κατέβηκαν ζώντες πνευματικά στον Άδη, και φυσικά ανέβηκαν επίσης ζώντες, όσοι ήσαν δίκαιοι και θεοσεβείς, και προ του νόμου, και κατά τον νόμον, και Ιουδαίοι και Εθνικοί, αν και κατέβηκαν πνευματικά νεκροί, εν τούτοις, αφού άκουσαν τους Αποστόλους, και απεδέχθησαν το κήρυγμα πιστεύοντας στον Χριστό, δέχθηκαν και εκείνοι την σφραγίδα της σωτηρίας, και απελευθερώθηκα από τα δεσμά του Άδου και του θανάτου και ανέβηκαν ζωντανοί από αυτόν.

  1. Σύντομη επεξήγηση περί πνευματικής αναστάσεως, και ορατού σημείου της

Αλλά μερικοί θα ρωτήσουν: «Και πού πήγαν; Πού είναι σήμερα;»

Όπως θα εξηγήσουμε και σε επόμενη εκπομπή αναλυτικότερα, αυτό που συνέβη, δεν είναι η τελική ανάσταση, δηλαδή η ανάσταση των σωμάτων, αλλά η πρώτη ανάστασις, που αφορά την ψυχή του ανθρώπου, η οποία όταν ενωθεί με τη ζωή του Χριστού, λυτρώνεται από τον θάνατο της αμαρτίας, και ανίσταται πνευματικά.

Μάλιστα για την πιστοποίηση αυτού του συγκλονιστικού, και μεγαλειώδους και μαζικού αλλά αόρατου και μυστικού γεγονότος, ο Κύριος έδωσε σαν ορατό σημείο, τη μαζική ανάσταση πολλών από τους κεκοιμημένους δικαίους, όταν Εκείνος κατέβηκε στον Άδη και ανέστησε τις ψυχές των νεκρών, όπως περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος: «Και τα μνημεία ανεώχθησαν, και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθησαν. Και εξελθόντες εκ των μνημείων, μετά την έγερσιν αυτού εισήλθον εις την αγίαν πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς» (Ματθαίος 27/κζ: 52, 53).

Όλοι αυτοί λοιπόν που ευρίσκοντο στον Άδη, και απεδέχθησαν το κήρυγμα του Ευαγγελίου της σωτηρίας, και πίστευσαν στον Χριστό, αυτοί και συναριθμήθηκαν και συνενώθηκαν στο οικοδόμημα του σώματος του Χριστού, στη θριαμβεύουσα Εκκλησία.

Είναι φυσικό και επόμενο, η γνήσια και αληθής Χριστιανική διδασκαλία να ξεκαθαρίζει, και να δίνει απλές και λογικές απαντήσεις στα ζητήματα της δικαιοσύνης του Θεού, όπως για παράδειγμα στην προκειμένη περίπτωση, ξεκαθαρίζει το φλέγον και δυσεπίλυτο ζήτημα, του: τι γίνεται με τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, και ποια είναι η σχέση τους με τον Χριστό, και την Χριστιανική Εκκλησία, ή ακόμη χειρότερα, τι γίνεται με όλους αυτούς τους δικαίους και καλούς ανθρώπους που δεν γνώρισαν τον Χριστό ή τον δρόμο του, αλλά έζησαν αγνοώντας την αποκαλυμμένη αλήθεια και πίστη.

Αυτά βεβαίως τα ερωτηματικά, αποτελούν γόρδιους δεσμούς και θεολογικά αδιέξοδα, σε όσους κακόδοξα αρνούνται την ύπαρξη αοράτου νοεράς ψυχής, και αρνούνται επίσης την κάθοδο του Χριστού στον Άδη.

  1. Επιπρόσθετη μαρτυρία του Κλήμη του Αλεξανδρέως (150 – 215 μ.Χ.)

Στη συνέχεια θα διαβάσουμε ένα ακόμη τμήμα του έργου «Στρωματείς», γραμμένο από τον Κλήμη Αλεξανδρείας, που έζησε από το 150 μέχρι το 215 μ.Χ.

Το τμήμα αυτό, που θα διαβάσουμε αποσπασματικά, βρίσκεται στο 6ο βιβλίο και 6ο κεφάλαιο του έργου, και αναφέρει τα εξής:

«Γι’ αυτό ακριβώς ο Κύριος εκήρυξε και στους ευρισκομένους στον Άδη. Λέει λοιπόν η Γραφή: «Λέγει ο Άδης τη απωλεία: Είδος μεν αυτού ουκ είδομεν, (την μεν όψη του δεν είδαμε), φωνήν δε αυτού ηκούσαμεν (την φωνή του όμως την ακούσαμε) » (Ιώβ 28/κη: 28).

Δεν είναι ο τόπος, (εννοεί τον Άδη), που αφού έλαβε φωνή είπε τα παραπάνω. Εδώ πρόκειται για όσους κατατάχθηκα στον Άδη, και παρέδωσαν τους εαυτούς τους στην απώλεια, αυτοί είναι που αργότερα ανταποκρίθηκαν στη Θεία δύναμη και φωνή. Δεν δηλώνουν αυτά, ότι ο Κύριος ευαγγελίσθηκε και σ’ εκείνους, οι οποίοι είχαν απωλεσθεί στον Κατακλυσμό, και ήταν σε δεσμά, καθώς και σ’ αυτούς που ήταν σαν φυλακισμένοι και φρουρούμενοι;»

Και λίγο πιο κάτω συνεχίζει:

«Έτσι και οι Απόστολοι, και αυτοί μετά από τον Κύριο, ευαγγελίσθηκαν στους ευρισκομένους στον Άδη. Διότι νομίζω πως έπρεπε, όπως εδώ έτσι και εκεί, οι άριστοι από τους μαθητές, να γίνουν μιμητές του διδασκάλου. Ώστε, εκείνος μεν, (εννοεί οι Χριστός), να επαναφέρει σε επιστροφή τους εξ Εβραίων, τούτοι εδώ δε, (δηλαδή οι Απόστολοι), να φέρουν σε επιστροφή τα έθνη.

Νομίζω πως ο Σωτήρας ενεργεί, επειδή ακριβώς έργο του είναι να σώζει. Αυτό ακριβώς έκανε. Όσους ήθελαν να πιστέψουν σ’ αυτόν δια του κηρύγματος, όπου και αν βρέθηκαν, τους ήλκυσε σε σωτηρία. Για κανέναν άλλο λόγο δεν κατέβηκε στον Άδη, παρά να κηρύξει και εκεί».

Τι άλλο θα μπορούσε κανείς να προσθέσει σ’ αυτούς τους λόγους του πρωτοχριστιανικού συγγραφέα; Με πόση σαφήνεια και σταθερότητα, δεν εκθέτει το γεγονός της καθόδου του Χριστού στον Άδη, και το κήρυγμα του Ευαγγελίου εκεί, από τον ίδιο τον Χριστό και τους Αποστόλους;

Στα λόγια και αυτού του αρχαίου συγγραφέα, δεν υπάρχει ούτε ίχνος αμφιβολίας, ή ενδοιασμού, ή απορίας, αλλά αντιθέτως περιγράφει το γεγονός αυτό σαν ένα σταθερό, και μόνιμο, και αδιαμφισβήτητο και σίγουρο θεμέλιο της Χριστιανικής πίστης, έτσι όπως είχε παραδοθεί από τους Αποστόλους.

Πιστεύουμε πως είναι πλέον υπέρ-αρκετές οι πρωτοχριστιανικές μαρτυρίες που παρουσιάσαμε στο λίγο χρόνο της σημερινής εκπομπής, και που όλες συμμαρτυρούν, ότι το γεγονός της καθόδου του Χριστού στον Άδη, του κηρύγματος του Ευαγγελίου εκεί και της πνευματικής ανάστασης των ψυχών όλων των νεκρών που το απεδέχθησαν, ήταν κοινός τόπος, και όρος γενικής αποδοχής από όλους τους Χριστιανούς της αρχαίας Εκκλησίας, που ξεκινά από τους Αποστόλους, και επεκτείνεται στα αμέσως επόμενα χρόνια και εξής.

Όσοι λοιπόν κακόδοξα παραδέχονται αντίθετες, ή διαφορετικές διδασκαλίες, αυτοί έρχονται σε πλήρη σύγκρουση με την ιστορικά καταγραφείσα πίστη της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας.

Είναι λοιπόν άμεση και επιτακτική ανάγκη για όλους αυτούς, αφ’ ενός μεν να έρθουν σε επαφή με τις γνήσιες πηγές της πίστεως, και με τους αυθεντικούς φορείς και θεματοφύλακές της, που είναι οι Πατέρες και οι άγιοι της Εκκλησίας, και αφ’ ετέρου να επανεξετάσουν τις θέσεις τους, ώστε να βρουν τις αιτίες της πτώσεώς τους στην πλάνη και να μετανοήσουν. Να ακολουθήσουν δηλαδή τη συμβουλή τού Ιωάννη, που λέγει: «Μνημόνευε ουν πόθεν πέπτωκας, και μετανόησον» (Αποκάλυψις 2/β: 5).

Είναι λοιπόν μεγάλη πλάνη, και ιστορικό σφάλμα και ψέμα, να διδάσκουν πολλές αιρετικές ομάδες, ότι δήθεν η διδασκαλία περί αόρατης ψυχής που επιβιώνει του θανάτου, είναι προϊόν της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, και ότι δήθεν παρεισέφρυσε στη Χριστιανική Εκκλησία, όταν αυτή έγινε δήθεν «αποστατική», περί τα μέσα του 4ου αιώνα. Αντίθετα, διαπιστώσαμε σήμερα, ότι αυτή η διδασκαλία, και η προέκτασή της, με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη και το κήρυγμα στις ψυχές των νεκρών, ήταν ανέκαθεν βασική Χριστιανική διδασκαλία, και στην περίοδο των Αποστόλων, και στο τέλος του πρώτου αιώνα, και σε όλον τον 2ο αιώνα, και παραμένει έτσι μέχρι και σήμερα.

Επιπρόσθετα βέβαια, η μελέτη μας αυτή περί ψυχής, και περί της καθόδου του Χριστού στον Άδη, ρίχνει φως και σ’ ένα άλλο, πολύ σημαντικό, και αρκετά παρεξηγημένο από τους αιρετικούς ζήτημα, την «Πρώτη Ανάσταση», με την οποία ελπίζουμε (αν ο Κύριος επιτρέψει) να ασχοληθούμε σύντομα από αυτή την εκπομπή.

 


Απομαγνητοφώνηση: Ν. Μ. από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: “Ορθοδοξία και Αίρεση”, του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του. (Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 16-10-1992). Ακούστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό αρχείο MP3