Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

«Ἡ μετάνοια εἶναι χωνευτήρι τῆς ἁμαρτίας»

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

«καὶ στραφείς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ, καὶ ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, ὡς εἶπεν αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι ἀπαρνήσῃ με τρίς· καὶ ἐξελθών ἔξω ὁ Πέτριος ἔκλαυσε πικρῶς» (Λουκ. κβ΄ 61,62).

(: Τὴ στιγμὴ ἐκείνη στράφηκε ὁ Κύριος καὶ κοίταξε ἐκφραστικὰ τὸν Πέτρο. Κι ὁ Πέτρος θυμήθηκε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ὅπως τοῦ τὰ εἶχε πεῖ: Προτοῦ λαλήση ὁ πετεινός, θὰ μὲ ἀρνηθῆς τρεῖς φορές. Τότε βγῆκε ὁ Πέτρος ἔξω ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ ἀρχιερατικοῦ μεγάρου καὶ ἔκλαψε πικρὰ). Αὐτὸ εἶναι ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια.

• Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει: «Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι πηγὴ σωτηρίας καὶ ἔπαθλο μετανοίας. Γιατί ἡ μετάνοια εἶναι θεραπευτικὸ ἰατρεῖο τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι δῶρο οὐράνιο, δύναμη θαυμαστή, χάρη ποὺ νικᾶ τὶς συνέπειες τῶν νόμων. Γι’  αὐτὸ δὲν ἀπορρίπτει τὸν πόρνο, δὲν διώχνει τὸν μοιχό, δὲν ἀποστρέφεται τὸν μέθυσο, δὲν σιχαίνεται τὸν βλάσφημο, οὒτε τὸν ἀλαζόνα, ἀλλ’ ὅλους τούς μεταβάλλει. Γιατί ἡ μετάνοια εἶναι χωνευτήρι τῆς ἁμαρτίας».

• Στὸ Γεροντικὸ βλέπουμε ἕνα ὡραῖο παράδειγμα μετανοίας: «Ἕνας Ἀδελφὸς ἐξωμολογήθηκε στὸν Ἀββᾶ Σισώη: – Ἔπεσα, Πάτερ. Τί νὰ κάνω τώρα; – Σήκω, τοῦ εἶπε μὲ τὴ χαρακτηριστική του ἁπλότητα ὁ Ἅγιος Γέροντας. – Σηκώθηκα, Ἀββᾶ, μὰ πάλι ἔπεσα στὴν καταραμένη ἁμαρτία, ὡμολόγησε μὲ θλίψη ὁ Ἀδελφός. – Καὶ τί σ’ ἐμποδίζει νὰ ξανασηκωθῆς; – Ὥς πότε; ρώτησε ὁ Ἀδελφός. – Ἕως ὅτου σὲ βρῆ ὁ θάνατος ἢ στὴν πτώση ἢ στὴν ἔγερση. Δὲν εἶναι γραμμένο «ὅπου εὑρῶ σε ἐκεῖ καὶ κρινῶ σε»; ἐξήγησε ὁ Γέροντας. Μόνο εὔχου στὸν Θεὸ νὰ βρεθῆς τὴν τελευταία σου στιγμὴ σηκωμένος μὲ τὴν ἁγία μετάνοια».

* * *

Μία διδακτικὴ καὶ ὠφέλιμη ἱστορία περὶ μετανοίας ἀντιγράφουμε ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ὅσιος Θεόφιλος»: «Κάποτε ὁ Θεὸς κάλεσε τοὺς Ἀγγέλους Του καὶ τοὺς ἀνέθεσε μία ἀποστολή. Τοὺς εἶπε νὰ κατέβουν στὴ γῆ καὶ ὅ,τι καλὸ βροῦν, ἀπὸ πράξεις, συμπεριφορές, καλωσύνες, γεγονότα, νὰ τὸ φέρουν στὸ θρόνο Του. Οἱ Ἄγγελοι χαρούμενοι καὶ μὲ πολλὴ προθυμία ἄνοιξαν τὰ φτερά τους καὶ πέταξαν σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς.

Ἔψαξαν παντοῦ. Γύρισαν ὅλα τὰ μέρη. Παρατηροῦσαν τοὺς ἀνθρώπους, ἔβλεπαν γεγονότα καὶ περιστατικὰ ποὺ συνέβαιναν. Καὶ προσπαθοῦσαν νὰ βροῦν τὸ καλύτερο πρᾶγμα, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν ἱκανοποιημένοι καὶ χαρούμενοι στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ.

Σιγὰ- σιγὰ ἄρχισαν νὰ ἐπιστρέφουν. Ὁ καθένας τους ἔφερνε καὶ ἀπὸ κάτι. Ὅλοι ἦταν μὲ γεμᾶτα τὰ χέρια. Ἄλλος κρατοῦσε μία ἐλεημοσύνη, ἄλλος μία θερμὴ προσευχή. Ἄλλος τὸν κόπο ἀπὸ τὴν γηροκόμηση ἑνὸς ἡλικιωμένου προσώπου, ἄλλος ἐπίσκεψη σὲ ἀσθενῆ καὶ ἀνήμπορο. Κάποιοι ἄλλοι, ποὺ εἶχαν βρεθεῖ σὲ ἀσκητικοὺς τόπους, ἔφεραν ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες τῶν ἀσκητῶν, αὐστηρὲς νηστεῖες, ὄμορφες ὑπακοές.

Καὶ καθὼς ὁ καθένας ἔφερνε μὲ χαρὰ καὶ ἐναπέθετε στὰ πόδια τοῦ Θεοῦ τὶς καλωσύνες ποὺ εἶχε συλλέξει, ἔφτασε καὶ ἕνας Ἄγγελος, ὁ ὁποῖος ἔδειχνε πὼς κρατοῦσε κάτι πολὺ μικρό, ἴσως καὶ ἀσήμαντο. Πάντως, κάτι εἶχε καλὰ κλεισμένο μέσα στὶς δύο χοῦφτες τῶν χεριῶν του. Μόλις ἔφτασε στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ γονάτισε καὶ ἄνοιξε μὲ προσοχὴ τὰ δυό του χέρια. Τότε ὁ Θεὸς τὸν ρώτησε: «Τί μοῦ ἔφερες ἐσύ;». Καὶ ὁ Ἄγγελος ἀποκρίθηκε: «Συν­άντησα ἕνα ἄνθρωπο ἁμαρτωλό, ὁ ὁποῖος μετάνιωσε εἰλικρινὰ γιὰ τὴν ἄνομη καὶ ἁμαρτωλὴ ζωή του καὶ ἔχυνε ἄφθονα δάκρυα, ζητώντας συγχώρεση. Πῆρα ἕνα δάκρυ καὶ τὸ ἔφερα νὰ Σοῦ τὸ προσφέρω!».

Τότε ὁ Θεὸς κάλεσε ὅλους τούς Ἀγγέλους κοντά Του καὶ τοὺς εἶπε: «Ἀληθινά, ὅλοι σας μοῦ φέρατε ὄμορφα καὶ ἁγιασμένα πράγματα ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τῶν ἀνθρώπων κάτω στὴν γῆ. Ὅμως, τὸ πιὸ σπουδαῖο, τὸ ἀνώτερο, τὸ πιὸ εὐλογημένο ἦταν αὐτὸ πού μοῦ ἔφερε αὐτὸς ὁ τελευταῖος Ἄγγελος. Τὸ δάκρυ τῆς μετανοίας!