Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2022

Στη μνήμη των αγίων Πελαγίας και Ταϊσίας

 


Επειδή σήμερα είναι η εορτή της οσίας μητρός ημών Πελαγίας, που έζησε αμαρτωλή ζωή, ύστερα όμως έγινε αγία, και της αγίας Ταϊσίας που επίσης έζησε αμαρτωλή ζωή, είχαμε πει να αναφερθούμε λίγο στο θέμα το ηθικό.

Οπωσδήποτε, εκείνο το οποίο τονίζεται στον βίο αυτών των δύο γυναικών είναι η μετάνοιά τους και όχι φυσικά η αμαρτία τους. Αλλά για να φανεί η μετάνοιά τους, η Εκκλησία παρουσιάζει πρωτίστως την προτέρα τους ζωή. Όμως εμείς δεν μπορούμε να μην προσέξουμε ότι σήμερα συμβαίνει ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί απ’ αυτής της απόψεως στην κοινωνία μας, ακόμη και μεταξύ των χριστιανών.

Όπως είπαμε και άλλη φορά, το θέμα δεν είναι μόνο ότι αμαρτάνουν σήμερα οι άνθρωποι, αλλά αμαρτάνουν χωρίς καμιά συναίσθηση ότι αμαρτάνουν. Αμαρτάνουν, χωρίς να πηγαίνει ο νους τους ότι μπορεί να είναι αμαρτία αυτό το οποίο κάνουν. Αμαρτάνουν, σαν να κάνουν το πιο φυσικό πράγμα, σαν να κάνουν το πιο σωστό πράγμα, σαν να κάνουν ό,τι καλύτερο. Αυτό είναι το χειρότερο από όλα στις ημέρες μας και που είναι χαρακτηριστικό των ημερών μας.

Και άνθρωποι ακόμη που γνωρίζουν τον Χριστό, γνωρίζουν το Ευαγγέλιο, που είναι μέσα στην Εκκλησία και δεν θα ήθελαν να χαλάσουν τις σχέσεις τους με τον Θεό, δεν θα ήθελαν σε καμιά περίπτωση, π.χ., να τους αφορίσει η Εκκλησία, να τους αποκόψει η Εκκλησία, να τους πετάξει πέρα, δεν θα ήθελαν να μην είναι χριστιανοί, μου κάνει εντύπωση ότι και τέτοιοι άνθρωποι όχι απλώς αμαρτάνουν, αλλά αμαρτάνουν μ’ αυτό το πνεύμα: σαν να μην είναι τίποτε σημαντικό αυτό, τίποτε βαρύ.

Θα ήθελα να τονίσω ότι κανένας μας να μην αφήσει τον εαυτό του, χωρίς να τον τακτοποιήσει γενικώς ως προς όλες τις αμαρτίες – αυτά τα λέμε και τα ξαναλέμε – αλλά και ως προς αυτές τις αμαρτίες, τις σαρκικές. Και η τακτοποίηση δεν γίνεται απλώς με το να πω: «Να, έκανα κι αυτό και μετανοώ, Θεέ μου», αλλά η τακτοποίηση γίνεται, αν η μετάνοια είναι βαθιά, είναι αληθινή, όπως ακριβώς στις δύο αυτές άγιες γυναίκες. Να σκεφθείς και να πεις: «Εγώ στη ζωή μου έκανα κι αυτά τα πράγματα. Και βέβαια μετενόησα, επέστρεψα· αλλά άραγε η μετάνοιά μου ήταν και είναι όπως τη θέλει ο Θεός;»

Θυμάμαι, σε μια ειδική περίπτωση που υπήρχε τέτοιου είδους αμαρτία, κατά τη συνήθεια που έχω το καθετί να το βλέπω όχι μόνο αρνητικά αλλά και θετικά – αυτό νομίζω είναι το πνεύμα της Εκκλησίας – έλεγα στον άνθρωπο αυτό: ό,τι έγινε, έγινε. Δεν ξεγίνεται. Εκείνο όμως που μένει τώρα είναι ν’ αξιοποιηθεί αυτή η πτώση, ν’ αξιοποιηθεί αυτή η αμαρτία, να βγει καλό απ’ αυτό.

Αν εσύ, του έλεγα, σ’ όλη σου τη ζωή θυμάσαι αυτή την πτώση – όχι για να κολλάει ο νους εκεί· αυτό το απαγορεύουν οι Πατέρες. Τα σαρκικά αμαρτήματα ποτέ δεν πρέπει να τα ξαναθυμάται κανείς, αλλά γενικώς να θυμάται ότι αμάρτησε, ότι έπεσε – εάν εσύ σ’ όλη σου τη ζωή θυμάσαι ότι: «εγώ έκανα κι αυτό, εγώ πρέπει να κλαίω σ’ όλη μου τη ζωή και να πενθώ σ’ όλη μου τη ζωή και να οδύρομαι σ’ όλη μου τη ζωή», ξέρεις τι καλό θα σου κάνει αυτό; Εάν όντως σ’ όλη σου τη ζωή, μόλις βλέπεις τον εαυτό σου να πάει λίγο να ξεθαρρέψει, εσύ χρησιμοποιείς το πάθημά σου και ταπεινώνεις τον εαυτό σου, θα δεις ότι θα είσαι ταπεινός, έτσι που δεν θα ήσουν, αν δεν είχε γίνει αυτό. Θα είσαι ταπεινός, θα είσαι μετανοημένος και θα έχεις τη Χάρι του Θεού και θα σωθείς.

Έτσι τακτοποιούνται τα σαρκικά αμαρτήματα. Όχι απλώς «ε, να, έκανα και αυτό», αλλά χρειάζεται αληθινή μετάνοια. Μετάνοια η οποία καρφώνεται εκεί στην ψυχή και μένει για πάντα· μέχρι τέλους. Να φύγεις απ’ αυτό τον κόσμο έχοντας γενικώς τη μετάνοια στην ψυχή σου, αλλά και ειδικά για τα αμαρτήματά σου αυτά. Μετά άγιος γίνεσαι. Άγιος. Όπως έγιναν αυτές οι δύο γυναίκες.

 Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 133 (αποσπάσματα).