Μ.Δ.Ε Δογματικής Θεολογίας
Η Εκκλησία, ως το μυστηριακό σώμα του Χριστού, έχει δεδομένη, αδιάσπαστη και αμετάβλητη τη ζωή της, η οποία ως διαχρονική αλήθεια, παραδίδεται αναλλοίωτα στο πέρασμα του συμβατικού ροώδους χρόνου. Αρραγές θεμέλιο ενότητας της Εκκλησίας αποτελεί η παραδοθείσα πίστη, η δογματική έκφραση της οποίας οριοθετεί τη γνησιότητα του αγιοπνευματικού βιώματος της εν μετοχή γνώσης του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε διαφοροποίηση από το ενοειδές της πίστεως, σηματοδοτεί ένα διαφορετικό βίωμα, το οποίο δεν ανήκει στην Εκκλησία αλλά στον κόσμο. Σε αυτήν όμως την περίπτωση η θεολογία της Εκκλησίας μετατρέπεται σε ένα σύνολο απόψεων περί Θεού, οι οποίες όμως κατ’ ουσίαν ουδόλως περιγράφουν τον Θεό, αλλά μάλλον τα διάφορα είδωλά Του, τα οποία κατασκεύασε ο σκοτισμένος άνθρωπος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του σκοτισμού του. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο και κάθε αίρεση αποτελεί εν τέλει μία συνεπή ειδωλολατρεία. Αυτός είναι ο λόγος που αιτιολογεί τον τρόπο, βάσει του οποίου το σώμα της Εκκλησίας στη διαχρονία του, μέσω των δογματικών του αισθητηρίων, αντιλαμβάνεται και ακολούθως αντιμετωπίζει κάθε τέτοια εκτροπή.
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787), η οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει με εκκλησιαστικό τρόπο την αίρεση της εικονομαχίας και τις ποικίλες συνέπειές της. Πριν όμως προβεί στη θεολογική τεκμηρίωση του εξεικονισμού του προσώπου του Χριστού και των αγίων Του, προέβη στη διερεύνηση του ζητήματος της αποκατάστασης ή μη της αρχιερωσύνης των μετανοημένων πρώην αιρετικών εικονομάχων επισκόπων, ζήτημα το οποίο εξετάστηκε στη βάση της συμφωνίας αυτών με την πίστη και την παράδοση της Εκκλησίας.
Μελετώντας κανείς τα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου αντιλαμβάνεται αμέσως την θεολογική σοβαρότητα, με την οποία η Εκκλησία αντιμετώπισε την εικονομαχική πρόκληση. Δεν επιχείρησε να συμβιβάσει καταστάσεις με μεθόδους κοινωνικής συμφιλίωσης, αλλά ενήργησε θεραπευτικά επί τη βάσει συγκεκριμένων εκκλησιολογικών κριτηρίων. Ο αμιγώς εκκλησιαστικός χαρακτήρας των ενεργειών της Συνόδου, την κατέστησε έκτοτε ως σημείο αναφοράς στον τρόπο αποδοχής αιρετικών και σχισματικών κληρικών[1].
Είναι σημαντικό να τονιστεί, ότι εξαρχής δεν τέθηκε ως στόχος η απροϋπόθετη - αριθμητική απλώς- ενσωμάτωση των εικονομάχων επισκόπων, ώστε σε δεύτερο επίπεδο να επιχειρείται ερασιτεχνικά η εύρεση βολικής και κατά το δυνατόν πειστικής επιχειρηματολογίας, αλλά η πορεία ήταν ακριβώς η αντίθετη. Όσοι επίσκοποι μετανόησαν για την δογματική τους εκτροπή, έχοντας δεδομένη τη χειροτονία τους εντός της Εκκλησίας και όχι σε χαρισματικά ανυπόστατες (καταδικασμένες συνοδικά) ομάδες, εξετάστηκαν ως προς το φρόνημα, εξακριβώθηκε το ειλικρινές των προθέσεών τους και έπειτα ανέγνωσαν λίβελλο κατά της αιρέσεως, όπου εκτός των άλλων δεσμεύονταν να μην ταλαιπωρήσουν εκ νέου την Εκκλησία με διασπαστικές κινήσεις και αιρετικές διδασκαλίες.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, σύσσωμα και ομόψυχα, αποφάνθηκε για το θετικό της αποδοχής των μετανοημένων πρώην αιρετικών επισκόπων. Εν συνεχεία, το συνοδικό σώμα αποδέχθηκε υπό άλλη διατύπωση πλέον τους ανωτέρω αρχιερείς: «Ὁ θεὸς καλῶς ἤνεγκε τοὺς ὀρθοδόξους»[2], ώστε όλοι από κοινού, να ακροαστούν τις επιστολές πίστεως των λοιπών πατριαρχικών θρόνων και εν συνεχεία να προχωρήσουν στο λοιπό έργο της Συνόδου, αυτό της αποσαφήνισης της θεολογίας της εικόνας και της καταδίκης της εικονομαχίας· της επιβεβαίωσης και ανάδειξης δηλαδή της ενιαίας παράδοσης, η οποία επιχειρήθηκε, από πλευράς των αιρετικών, να τεθεί στο περιθώριο.
Οι εν λόγω επίσκοποι έγιναν εν τέλει δεκτοί δίχως αναχειροτονία, βάσει της χειροτονίας που έλαβαν στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας, συνεπώς της υπαρκτής, υποστατής αρχιερωσύνης τους. Αν η βασικότατη αυτή προϋπόθεση θεωρητικά απουσίαζε, τότε προφανέστατα η Σύνοδος δεν θα είχε κανέναν λόγο και καμία εκκλησιολογική βάση να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο, αυτό της εξέταση του φρονήματος, εφόσον οι αιτούντες θα βρίσκονταν στις τάξεις των λαϊκών.
Το ίδιο ακριβώς εκκλησιολογικό πλαίσιο και την ίδια ακριβώς αντιμετώπιση, ως προς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, συναντά κανείς σε έναν λίβελλο του 1464[3] προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο Α΄. Ο εν λόγω λίβελλος αφορούσε δήλωση μετανοίας ενωτικών κληρικών, οι οποίοι είχαν αποδεχθεί την ψευδο-σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας «καί τό συμπέρασμα ἐκείνης τῆς συνόδου, ἥγουν τήν ἔνωσιν μετά λατινικῶν δογμάτων καί τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης (σημ. ημ. προσθήκη του filioque στο σύμβολο Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως) καί τῶν ἄλλων ὧν ὁ ἐκεῖσε ὅρος διαλαμβάνει…»[4]. Μάλιστα δε, στο κείμενο που παραδίδει το χειρόγραφο Ξενοφώντος 70, προκύπτει ότι υπήρχε και διαμορφωμένο τυπικό αποδοχής για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις, το οποίο συνέγραψε ο πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, «περί τῶν ἀπό προαιρέσεως ἀρνησαμένων καί πάλιν ἐπιστρεφόντων»[5]. Στο σώμα του συγκεκριμένου τυπικού είναι πυκνές και επαναλαμβανόμενες οι αναφορές προς τον αποστατήσαντα κληρικό περί επιστροφής και διά μετανοίας «ἐπανόδου αὐτοῦ ἀπό τῆς φθοροποιοῦ πλάνης» με την ρητή ερώτηση: «άποβάλλῃ τήν πλάνην εἰς ἥν ηὐτομόλησας ἤ ἐβιάσθης;», που πρόδηλα προϋποθέτουν την ύπαρξη υποστατής ιερωσύνης πριν την προσχώρηση αυτού στην λατινική αιρετική διδασκαλία.
Επειδή ακριβώς η εξέταση του ζητήματος αποδοχής μετανοημένου κληρικού προϋποθέτει απαραίτητα υποστατή χειροτονία, ο λίβελλος δεν αναφέρεται σε λατίνους κληρικούς, αλλά αποκλειστικά σε ορθόδοξους κληρικούς που λατίνισαν. Επ’ αυτού αναφέρεται ρητά στον λίβελλο: «…τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας τῶν Γραικῶν (Ορθόδοξη Εκκλησία) αποκεκομμένος καί ἐκκήρυκτος οφθείην, ἐν ᾖ καί ἐγεννήθην καί ἀνετράφην καί ἱερώθην καί ἤν ἁγίαν καί ὀρθόδοξον καί φρονῶ καί κηρύττω».
Απολογείται ο μετανοημένος ότι «εἰ γάρ ἔδοξα κἀκεῖνα τά λατινικά παραδέξασθαι, ἀλλ' ὡς σύμφωνα νομίσας τοῖς πρεσβευομένοις παρά τῶν Γραικῶν ἐκκλησίας ὀρθοδόξοις δόγμασιν, ὡς οἱ ἐκεῖσε ταῦτα δόξαντες κρίνειν αὐτά ἀπεφήναντο, ταῦτα παρεδεξάμην». Έπειτα αναφέρεται στην συνειδητοποίηση και παραδοχή του σφάλματος στο οποίο υπέπεσε, γεγονός που βιώνει ως αβάστακτο βάρος: «τήν δέ ἀπό τῆς ἀγίας τοῦ Χριστοῦ καθολικῆς καί ὀρθοδόξου ἐκκλησίας τῶν Γραικῶν ἐκκοπήν οὐ φορητήν ἡγούμενος», που τον οδήγησε στην διατύπωση του αιτήματος προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και την περί αυτού σύνοδο «ἵνα μοι εὐεργετήσῃ συγγνώμην ἐφ' οἶς ἐπλανήθην καί ἒστερξα καί ἐφρόνησα μέχρις οὖ εἶπον καιροῦ καί δωρήσηταί μοι παραδοχήν ἐν τῇ ἁγία τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία καί συγχώρησιν τῆς ἱερωσύνης καί τό ἐνεργεῖν αὐτήν».
Κατόπιν τούτων αναφέρεται ότι η σύνοδος των πανιερωτάτων αρχιερέων αιτήθηκε την κατάθεση έγγραφης ομολογίας, στην οποία αναφέρονται τα εξής δεσμευτικά: «μετά πάσης μου γνώμης καί προαιρέσεως ἐπί μάρτυρι τῷ θεῷ καί τοῖς ἁγίοις ἀγγέλοις καί πᾶσι τοῖς ἁγίοις, ὁμολογῶ καρδίᾳ καί στόματι χωρίς τινός ὑποκρύψεως καί τοῦ ἄλλα μέν φρονεῖν, ἄλλα δέ λέγειν, καί φρονῶ καθώς ὁμολογεῖ ἄνωθεν ἡ ἁγία καθολική ἐκκλησία τῶν Γραικῶν, ὅτι ὁ πατήρ ἄναρχος καί ἀναίτιος, αἴτιος δέ τοῦ υἱοῦ καί τοῦ πνεύματος, τοῦ μέν γεννητῶς, τοῦ δέ ἐκπορευτῶς [...] τοῦ υἱοῦ φωνῆς μηδόλως εἰσαγούσης τόν υἱόν αἴτιον εἶναι ἤ καθ' ἑαυτόν, ἤ μετά τοῦ πατρός, ὡς εἶναι τόν υἱόν καί τόν πατέρα [...] καί ἀλλόκοτον ὑπόληψιν [...] καί μίαν ἀρχήν τοῦ πνεύματος. Τοῦτο γάρ τῆς λατινικῆς ὅν δόξης ἀποβάλλλομαι καί ἀθετῶ καί ἀποστρέφομαι, τούς δέ τοῦτο φρονοῦντας ἀκοινωνήτους ἔχω καί ἀποβλήτους καί πόρρω τῆς τῶν χριστιανῶν ὀρθοδόξου πίστεως· διά τοῦτο καί τήν ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκην κακῶς καί ἀθέσμως ὀμολογῶ γεγονέναι καί ἀποκηρύττω καί ἄλλον πᾶν ἔθος τῆς τῶν Λατίνων ἐκκλησίας ἀθετῶ καί ἀποστρέφομαι καί πάντα κατά τῆς ἡμετέρας ἐκκλησίας παρά τινων γεγονότα συγγράμματα καί τῆς δόξης καί τῶν ἐθῶν αὐτῆς ἀθετῶ καί ἀποστρέφομαι· καί ἄλλην πᾶσαν καί παντοίαν αἵρεσιν ἀποβληθεῖσαν καί ἀναθεματισθεῖσαν παρά τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν ἐπτά συνόδων καί τῶν τοπικῶν ἀναθεματίζω καί αὐτός καί ἀποστρέφομαι , ὥσπερ καί τήν κακοδοξίαν Βαρλαάμ τε καί Ἀκινδύνου καί τῶν ὁμοφρόνων αὐτοῖς· ἐξέχομαι δέ ὁλοσχερῶς τῶν εὐαγγελικῶν καί ἀποστολικῶν καί πατρικῶν δογμάτων καί διδαγμάτων. Δοξάζων καί φρονῶν ὅσα ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ τῶν Γραικῶν ἐκκλησία δοξάζει καί φρονεῖ, ταύτην μου τήν ὁμολογίαν ὅλῳ νῷ καί ὑπογράφων, παραδίδωμι τῷ παναγιωτάτῳ μου δεσπότῃ καί αὐθέντη τῷ οἰκουμενικῷ πατριάρχῃ, καί δι' αὐτοῦ τῇ ἁγίᾳ καθολικῇ καί ἀποστολικῇ ἐκκλησίᾳ, μεθ' ἧς καί βιώσαιμι καί ἀποβιώσαιμι τῇ τοῦ θεοῦ ἰσχύι ἐνδυναμούμενος πρεσβείαις της θεοτόκου. ἀμήν».
Από το περιεχόμενο του λιβέλλου καθίσταται σαφές, ότι η αποδοχή της πίστεως της Εκκλησίας είναι το μόνο θεμέλιο οποιασδήποτε ενότητας και το αδιαπραγμάτευτο χαρακτηριστικό του ανήκειν στην Εκκλησία[6]. Η οποιαδήποτε διαφοροποίηση από την καθολικότητα της πίστεως τοποθετεί τον φορέα της εκτός της Εκκλησίας, ακόμη κι αν θεσμικά φαίνεται κάτι διαφορετικό. Αυτό άλλωστε ομολόγησε και ο επίσκοπος Αγκύρας Βασίλειος, καταθέτοντας έγγραφη ομολογία ενώπιον της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, αιτούμενος να γίνει εκ νέου δεκτός στην κοινωνία της Καθολικής Εκκλησίας, από το φρόνημα της οποίας σαφώς είχε διαφοροποιηθεί: «Ὅθεν καὶ ἐγὼ Βασίλειος ἐπίσκοπος πόλεως Ἀγκύρας προαιρούμενος ἑνωθῆναι τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ Ἀδριανῷ τε τῷ ἁγιωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης καὶ Ταρασίῳ τῷ μακαριωτάτῳ πατριάρχῃ τοῖς τε ἁγιωτάτοις ἀποστολικοῖς θρόνοις, λέγω δὴ Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ τῆς ἁγίας πόλεως, ἀλλὰ μὴν καὶ πᾶσι τοῖς ὀρθοδόξοις ἀρχιερεῦσί τε καὶ ἱερεῦσι…»[7].
Επιπρόσθετα, ο πατριάρχης Γεννάδιος, σε επιστολή που αποστέλλει προς τον σιναΐτη μοναχό Ιωακείμ τον Φεβρουάριο του 1455, παρουσιάζει με ακρίβεια το εμπροϋπόθετο πλαίσιο της αποδοχής και αποκατάστασης, βάσει του οποίου η Εκκλησία πάντοτε θεραπεύει και ειρηνεύει παρόμοιες καταστάσεις, με έμφαση στο φρόνημα του ιερέως: «Ἐάν ἔλθη τις ἱερομόναχος, ἤ κοσμικός ἱερεύς, ἤ διάκονος ἀπό τῆς Κρήτης, ἤ τῆς Πελοποννήσου, ἤ τῶν ἄλλων νήσων τοῦ γένους ἡμῶν ἔχετε δέ ἀμφιβολίαν τινά ἤ περί τοῦ χειροτονήσαντος αὐτόν, μή ποτε ἐφρόνει τά τῶν Λατίνων, ἤ περί αὐτοῦ τοῦ ἱερωμένου, μή ποτε συνελειτούργησεν ἤ ἐμνημόνευσέ τινα ἀπ' ἐκείνου τοῦ μέρους, ἤ ἐάν τι γινώσκητε καί φανερῶς, ὅμως θέλει νά καρτερήσῃ εἰς τό μοναστήριον ὁ τοιοῦτος καί ποιήσῃ μετάνοιαν καί δώσῃ ὁμολογίαν καί ὑπόσχεσιν, καί τότε δέχεσθε αὐτόν εἰς ἱερέα καί συλλειτουργεῖτε αυτῷ. Καί τοῦτο οὐ λέγομεν μόνον διά τήν χρείαν τοῦ μοναστηρίου, ἀλλά καί διά τήν ἀλήθειαν καί τάξιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ· ὅπερ ἐποιήσαμεν καί ἡμεῖς εἰς τό πατριαρχεῖον, ὅτι πάντας τούς τοιούτους, ὅσοι ἔδωκαν ὁμολογίαν, ἐδεξάμεθα αὐτῶν τήν μετάνοιαν, καί εἰρηνεύσαμεν τόν κόσμον»[8].
Στις ανωτέρω διαφορετικές μεν περιπτώσεις και καταστάσεις, εντοπίζεται πανομοιότυπο το εκκλησιολογικό πλαίσιο αποδοχής της μετάνοιας και εκκλησιαστικής αποκατάστασης ιερέων και επισκόπων που εξέπεσαν της Εκκλησίας. Το ανωτέρω πλαίσιο, εντός του οποίου υπάρχουν και λειτουργούν κριτήρια και προϋποθέσεις, αποτελεί την παγιωμένη πρακτική της Εκκλησίας να ενεργεί θεραπευτικά στις διαβρωμένες καταστάσεις, όντας η συνεπής έκφραση της ορθόδοξης εκκλησιολογίας. Ο τρόπος αυτός, ο οποίος δεν δύναται να αναγνωρίσει έγκυρα και υποστατά μυστήρια εκτός του σώματος της Εκκλησίας, συνιστά την ενέργεια της Εκκλησίας επί τη βάσει της ταυτότητας και της φύσεώς της, «πράγμα το οποίο φανερώνει σε κάθε περίπτωση το τι είναι και το τι δεν είναι Εκκλησία. Και αυτό, διότι τα μυστήρια και η κοινωνία των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος αποτελούν αποκλειστικό “κτήμα” και περιεχόμενο του μυστηριακού σώματος του Χριστού, δεδομένου ότι η Εκκλησία είναι πάντοτε περιέχουσα και ποτέ περιεχόμενο»[9].
Τέλος, πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, ότι η εν γένει συνοδική πράξη αναφέρεται σε αποκατάσταση και όχι σε αναγνώριση της ιερωσύνης, σε αντίθεση με ό,τι εντέχνως συνηθίζεται σήμερα να χαρακτηρίζεται ως απόδοση “υπόστασης” και κανονικότητας στην κατά τα άλλα ανυπόστατη ιερωσύνη. Είναι άλλο πράγμα το αντικανονικό και άλλο το ανυπόστατο, παρά την συχνά παρατηρούμενη συνειδητή ή ασυνείδητη ταύτιση των δύο όρων και καταστάσεων.
[1] Επ’ αυτού βλ. την σχετική μελέτη, Βασίλειος Ι. Τουλουμτσής, Το Εκκλησιολογικό πλαίσιο και οι προϋποθέσεις αποδοχής των αιρετικών σύμφωνα με τα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Η πίστη ως θεμέλιο ενότητας της Εκκλησίας, Αθήνα 2022.
[2]Πρᾶξις γ΄, E. Lamberz, Acta conciliorum oecumenicorum, Series secunda, volumen tertium: Concilium universale Nicaenum secundum, Pars Prima, Concilii actiones I-III, Berlin - Boston: De Gruyter, 2008, (= Lamberz Ι), σελ. 232.
[3] Για επιπλέον στοιχεία βλ. σχετικώς την σπουδαία μελέτη, Αρχιμ. Νεκταρίου Δ. Καρσιώτη, Η Σύνοδος Φερράρας -Φλωρεντίας από της υπογραφής του όρου ενώσεως έως και της καταργήσεώς αυτού, Αθήνα 2020, σελ. 482. Όπως αναφέρεται στην μελέτη του π. Νεκταρίου, ο λίβελλος αυτός βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Νεκτάριο πριν το έτος 1669 και αντιγράφηκε από τον διάκονό του Δοσίθεο.
[4] Βλ. Αρχιμ. Νεκταρίου Δ. Καρσιώτη, Η Σύνοδος Φερράρας -Φλωρεντίας, σελ. 483. Πρβλ. Νεκταρίου Ιεροσολύμων, Περί τῆς ἀρχῆς τοῦ πάπα ἀντίρρησις, Ἰάσιον 1682, σελ. 231-232.
[5] Για την μεταγραφή του χειρογράφου βλ. Marie-Hélène Blanchet, Une acolouthie inédite pour la réconciliation des apostats attribuée au patriarche Gennadios II Édition princeps et commentaire, The Patriarchate of Constantinople in Context and Comparison, edited by Christian Gastgeber, Ekaterini Mitsiou, Johannes Preiser – Kapeller and Vratislav Zervan, Austrian Academy of Sciences Press, Vienna 2017, p. 183 – 196.
[6] Στον αντίποδα της παρούσας θεμελιώδους αρχής περί ουσιαστικής εκκλησιαστικής ενότητας στέκουν οι αρχές και οι προοπτικές της οικουμενικής θεολογίας, οι οποίες κάνουν λόγο για «ενότητα εν τη ετερότητι και μέσω της ετερότητας» και συναφώς για την αποδοχή δογματικής ποικιλίας. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα οι διάφορες χριστιανικές ομολογίες αποτελούν τις ιδιαίτερες εκφράσεις των εκκλησιών-μελών της μίας Εκκλησίας επί τη βάσει ενός δογματικού μινιμαλισμού και με απόλυτη προτεραιότητα την κοινωνία μεταξύ των Εκκλησιών υπό το σύνθημα του Y. Congar, «ενότητα στην πίστη και ετερότητα στις διατυπώσεις». Για περισσότερα βλ. Rosino Gibellini, Η Θεολογία του εικοστού αιώνα, μτφρ. Παναγιώτης Αρ. Υφαντής, εκδ. Άρτος Ζωής, σελ. 607-648.
[7] Πρᾶξις α΄, Lamberz Ι, σελ. 50.
[8] Γενναδίου του Σχολαρίου, Άπαντα τα ευρισκόμενα, επιμ. L. Petit. – X. Siderides – M. Jugie, Oeuvres Complètes de Gennade Scholarios, τόμ. 4, έκδ. Maison de la Bonne Presse, Paris 1935, σελ. 206.
[9] Βασίλειος Ι. Τουλουμτσής, Το Εκκλησιολογικό πλαίσιο και οι προϋποθέσεις αποδοχής των αιρετικών σύμφωνα με τα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, σελ. 12.