Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΦΗΜΗΣ ΚΑΙ ΜΑΣΟΝΙΑ

 Ιωάννου Μηλιώνη

 ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ*

    ­πό τήν ἐ­πο­χή ἀ­κό­μη τοῦ Σέρ Φράν­σις Μπέϊκον (Sir Francis Bacon, 1561- 1626), πο­λι­τι­κοῦ καί θε­με­λι­ω­τῆ τῆς μα­σο­νί­ας στήν Ἀγ­γλί­α, πολ­λά πρό­σω­πα τῶν τε­χνῶν καί τῶν γραμ­μά­των πα­ρή­λα­σα­ν, δυ­στυ­χῶς, ἀ­πό τίς τά­ξεις της. Ἄν καί τά ὀ­νό­μα­τά τους ἀ­να­φέ­ρον­ται συ­χνά σέ κα­τα­λό­γους τῶν τε­κτο­νι­κῶν ἱ­δρυ­μά­των, στή χώ­ρα μας καί στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό, σπά­νια ἡ ἰ­δι­ό­τη­τά τους αὐ­τή δη­μο­σι­ο­ποι­εῖ­ται εὐρύ­τε­ρα, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά μή μπο­ροῦν νά δι­α­χω­ρί­σουν τή θέ­ση τους ἤ νά προ­φυ­λα­χτοῦν ἀ­κό­μη καί Ὀρ­θό­δο­ξοι χρι­στια­νοί, πού δέ θά ἦ­ταν δι­α­τε­θει­μέ­νοι νά ἐμ­πλα­κοῦν καί νά προ­βά­λουν τούς ἀν­θρώ­πους αὐ­τούς μέ τή δι­πλῆ ἰ­δι­ό­τη­τα, τοῦ τέ­κτο­να καί τοῦ δι­α­νο­ού­με­νου.

Στο­χεύ­ον­τας στήν ἐ­νη­μέ­ρω­ση γιά κά­ποι­α ἀ­π’ αὐ­τά τά πρό­σω­πα, θά πα­ρου­σι­ά­σου­με λί­γα στοι­χεῖ­α σχε­τι­κά μέ δύ­ο δι­ε­θνοῦς φή­μης προ­σω­πι­κό­τη­τες, πού ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με, καί πού τά ἔρ­γα τους στε­γά­ζον­ται σέ ὅ­λες τίς βι­βλι­ο­θῆ­κες τοῦ κό­σμου καί τυγ­χά­νουν τοῦ θαυ­μα­σμοῦ καί τῆς κοι­νῆς ἀ­πο­δο­χῆς.

Πρό­κει­ται γιά τούς Βρε­τα­νούς συγ­γρα­φεῖς: α) Σέρ Τζό­ζεφ Ράν­τγιαρντ Κί­πλινγκ (Sir Joseph Rudyard Kipling) καί β) Σέρ Ἄρ­θουρ Κό­ναν Ντόυλ (Sir Arthur Conan Doyle).

 

α) Σέρ Τζό­ζεφ Ράν­τγιαρντ Κί­πλινγκ, 1865–1936

Βρε­τα­νός συγ­γρα­φέ­ας καί ποι­η­τής, ἰ­δι­αί­τε­ρα γνω­στός γιά τό «Βι­βλί­ο τῆς ζούγ­κλας» (1894), τό μυ­θι­στό­ρη­μα «Κίμ» (1901) καί τό ποί­η­μα «Ἄν…» (1895). Τό 1907, τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε τό Νόμπελ Λο­γο­τε­χνί­ας, κα­θι­στῶν­τας τον τόν νεαρώτερο συγ­γρα­φέ­α πού κέρ­δισε τό βρα­βεῖ­ο αὐ­τό καί τόν πρῶ­το ἀγ­γλό­φω­νο κά­το­χο Νόμ­πελ Λο­γο­τε­χνί­ας.

Ὁ Κί­πλινγκ γεν­νή­θη­κε στή Βομ­βά­η τῆς Ἰν­δί­ας ἀ­πό τούς John Lockwood Kipling καί Alice MacDonald Kipling. Ὅ­πως ἦ­ταν συ­νή­θεια στή βρε­τα­νι­κή Ἰν­δί­α, αὐ­τός -6 χρό­νων- καί ἡ τρί­χρο­νη ἀ­δερ­φή του στάλ­θη­καν ἀ­π’ τούς γο­νεῖς τους στήν Ἀγ­γλί­α, στήν παν­σιόν τῆς Sarah Holloway καί τοῦ συ­ζύ­γου της, οἰ­κο­τρο­φεῖ­ο γιά παι­διά Βρε­τα­νῶν, πού ὑ­πη­ρε­τοῦ­σαν στήν Ἰν­δί­α. Τά δύ­ο παι­διά ἔ­ζη­σαν ἐ­κεῖ τά ἑ­πό­με­να ἕ­ξι χρό­νια (1871-1877) σέ συν­θῆ­κες πα­ρα­μέ­λη­σης καί κα­κῆς με­τα­χεί­ρι­σης. Στήν αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α του, 65 χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ὁ Κί­πλινγκ ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τήν ἐ­κεῖ δι­α­μο­νή του μέ φρί­κη, κι ἀ­να­ρρω­τι­έ­ται εἰ­ρω­νι­κά ἄν ὁ συν­δυα­σμός τῆς σκλη­ρό­τη­τας καί τῆς πα­ρα­μέ­λη­σης, πού ἔ­ζη­σε στά χέ­ρια τοῦ ζεύ­γους Holloway, ἐ­πι­τά­χυ­νε τήν ἐκ­δή­λω­ση τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ του τά­λαν­του.

Τό 1882, με­τά τήν πε­ρί­ο­δο στό οἰ­κο­τρο­φεῖ­ο, ὁ Κί­πλινγκ γυ­ρί­ζει στή Λα­χώ­ρη, στήν Ἰν­δί­α, ὅ­που ξε­κι­νᾶ ὡς συν­τά­κτης στή μι­κρή το­πι­κή ἐ­φη­με­ρί­δα The Civil & Military Gazette, ὅ­που κά­νει καί τά πρῶ­τα του βή­μα­τα στό χῶ­ρο τῆς ποί­η­σης.

Ἀρ­γό­τε­ρα, σάν ἀν­τα­πο­κρι­τής τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας Allahabad Pioneer τα­ξί­δε­ψε σ’ ὅ­λη τήν Ἰν­δί­α κι ἀ­σχο­λή­θη­κε μέ τήν πε­ζο­γρα­φί­α, ἐκ­δί­δον­τας ἕ­ξι μι­κρά βι­βλί­α τό 1888. Τήν πε­ρί­ο­δο ἐ­κεί­νη γρά­φτη­κε καί τό δι­ή­γη­μά του «Ὁ ἄν­θρω­πος πού θά γι­νό­ταν βα­σι­λιᾶς» (The Man Who Would Be King), πού θά μᾶς ἀ­πα­σχο­λή­σει στή συ­νέ­χεια.

Τόν ἑ­πό­με­νο χρό­νο, ὁ Κί­πλινγκ ἐ­πι­στρέ­φει στήν Ἀγ­γλί­α, περ­νῶν­τας ἀ­πό Βιρ­μα­νί­α, Κί­να, Ἰ­α­πω­νί­α καί Κα­λι­φόρ­νια, δι­α­σχί­ζον­τας τόν Ἀ­τλαν­τι­κό καί φθά­νον­τας στό Λον­δί­νο. Ἀ­πό τά πιό γνω­στά ποι­ή­μα­τά του ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς εἶ­ναι ἡ «Μπα­λάν­τα τῆς Ἀ­να­το­λῆς καί τῆς Δύ­σης».

Ἀ­κο­λου­θοῦν δι­α­δο­χι­κά: Ἡ ἐγ­κα­τά­στα­σή του στό Λον­δί­νο (1891), ὁ γά­μος του μέ τήν Carrie Balestier (1892), ἡ με­τεγ­κα­τά­στα­ση τοῦ ζεύ­γους στό Brattleboro τοῦ Vermont τῶν Η.Π.Α. καί ἡ γέν­νη­ση τῆς κό­ρης τους. Ἐ­κεῖ ἔρ­χε­ται στόν Κί­πλινγκ κι ἡ ἔμ­πνευ­ση γιά τό Μό­γλη, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τήν ἔκ­δο­ση δύ­ο σχε­τι­κῶν «βι­βλί­ων τῆς ζούγ­κλας» τό 1892 καί 1895.

Στό Brattleboro φι­λο­ξε­νεῖ καί τόν φί­λο του Σέρ Ἄρ­θουρ Κό­ναν Ντόϋλ, πού τό­σον αὐ­τός ὅ­σον καί ὁ Μό­γλης θά μᾶς ἀ­πα­σχο­λή­σουν ἐ­κτε­νῶς στή συ­νέ­χεια.

Μί­α ἀ­πό τίς κυ­ρι­ό­τε­ρες ἰ­δι­ό­τη­τες τοῦ Κί­πλινγκ ἦ­ταν ἡ συμ­με­το­χή του στόν τε­κτο­νι­σμό. Σύμ­φω­να μέ τό ἀγ­γλι­κό ἔν­τυ­πο «Masonic Illustrated» (Τε­κτο­νι­κά Εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­να), ὁ Κί­πλινγκ μυ­ή­θη­κε στόν Ἐ­λευ­θε­ρο­τε­κτο­νι­σμό πε­ρί τό 1885, νω­ρί­τε­ρα ἀ­πό τό ὅ­ριο τῶν 21 ἐ­τῶν, πού προ­βλε­πό­ταν γιά τήν εἰ­σα­γω­γή στή μα­σο­νί­α. Ἔ­γι­νε δε­κτός στή «Στο­ά Ἐλ­πί­δα καί Ἐγ­καρ­τέ­ρη­ση, Ἄρ. 782» (Hope and Perseverance Lodge No. 782) στή Λα­χώρη. Γρά­φον­τας ἀρ­γό­τε­ρα στούς Times, ἀ­να­φέ­ρει: «Ὑ­πῆρ­ξα “Γραμ­μα­τεύς” γιά κάμ­πο­σα χρό­νια στή Λαχώρη. Στή Στο­ά ὑ­πῆρ­χαν ἀ­δελ­φοί πού ἀ­νῆ­καν σέ τέσ­σα­ρα του­λά­χι­στον δόγ­μα­τα. Προ­τά­θη­κα ὡς “Μα­θη­τής” ἀ­πό ἕ­να μέ­λος, ἕ­ναν Ἰν­δό Βραχ­μά­νο, ἐ­πι­ψη­φί­στη­κα ὡς “Ἑταῖρος” ἀ­πό ἕ­ναν Μω­α­με­θα­νό καί ἀ­νῆλ­θα στό βαθ­μό τοῦ “Δι­δα­σκά­λου” μέ­σῳ ἑ­νός Ἄγ­γλου. Ὁ “Στε­γα­στής” μας ἦ­ταν ἕ­νας Ἰν­δός Ἑ­βραῖ­ος».

Ὁ Κί­πλινγκ δέν ἔ­λα­βε μό­νο τούς τρεῖς βαθ­μούς τῆς «Συμ­βο­λι­κῆς Στο­ᾶς», ἀλ­λ’ ἐ­πί­σης τούς «πα­ρά­πλευ­ρους» βαθ­μούς τοῦ «Δι­δα­σκά­λου Τέ­κτο­νος τοῦ Σή­μα­τος» (Mark Master Mason) καί τοῦ «Ναυ­τί­λου τῆς Βα­σι­λι­κῆς Κι­βω­τοῦ» (Royal Ark Mariner). Ὁ Κί­πλινγκ τό­σο πο­λύ ἀ­γά­πη­σε τή μα­σο­νι­κή του ἰ­δι­ό­τη­τα, ὥ­στε ἀ­πα­θα­νά­τι­σε τά τε­κτο­νι­κά «ἰ­δε­ώ­δη» στό γνω­στό ποί­η­μά του, «Ἡ Μη­τέ­ρα Στο­ά» (The Mother Lodge) κα­θώς καί στή νου­βέ­λα του «Ὁ ἄν­θρω­πος πού θά γι­νό­ταν βα­σι­λιᾶς», τήν ὁ­ποί­α θά σχο­λι­ά­σου­με ἀ­μέ­σως.

Στό δι­ή­γη­μα αὐ­τό, ὁ ἀ­φη­γη­τής τῆς ἱ­στο­ρί­ας, πού εἶ­ναι βρε­τα­νός δη­μο­σι­ο­γρά­φος στήν Ἰν­δί­α -ὁ Κί­πλινγκ πα­ρου­σιά­ζει τόν ἑ­αυ­τό του πα­ρα­λεί­πον­τας μό­νο τό ὄ­νο­μα- συ­ναν­τᾶ δύ­ο τυ­χο­δι­ῶ­κτες, τόν Daniel Dravot καί τόν Peachey Carnehan, πού ὑ­πῆρ­ξαν -με­τα­ξύ πολ­λῶν ἐ­παγ­γελ­μά­των- πρώ­ην λο­χί­ες τυ­φε­κι­ο­φό­ροι στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τῆς Αὐ­τῆς Με­γα­λει­ό­τη­τος. Χαί­ρε­ται τή συ­να­να­στρο­φή μα­ζί τους -ὅ­ταν μά­λι­στα ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ὅ­τι καί οἱ τρεῖς τους ἀ­νή­κουν στή μα­σο­νί­α-, ἀλ­λά στή συ­νέ­χεια τούς ἀ­πο­τρέ­πει ἀ­πό τό σχέ­διό τους νά ἐκ­βιά­σουν τόν Ἰν­δό ἡ­γε­μό­να (rajah) τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Λί­γους μῆ­νες ἀρ­γό­τε­ρα ἐμ­φα­νί­ζον­ται στό γρα­φεῖ­ο του, στή Λα­χώ­ρη, μέ ἕ­να νέ­ο σχέ­διο. Ἔ­χουν ἀ­πο­φα­σί­σει ὅ­τι ἡ Ἰν­δί­α δέν τούς χω­ρά­ει πιά. Σκο­πεύ­ουν νά πᾶ­νε στό μα­κρι­νό Kafiristan καί «νά γί­νουν βα­σι­λιᾶ­δες». Στή διά­ρκεια τοῦ ἐ­πι­κίν­δυ­νου τα­ξι­διοῦ, λέ­νε, ὁ Dravot θά μπο­ροῦ­σε νά πε­ρά­σει ὡς αὐ­τό­χθων, ἐ­νῶ ἔ­χουν καί εἴ­κο­σι τυ­φέ­κια Martini-Henry -τά κα­λύ­τε­ρα ἴ­σως τό­τε στόν κό­σμο. Σκο­πεύ­ουν νά βροῦν ἕ­να βα­σι­λιᾶ ἤ ἀρ­χη­γό κά­ποι­ας ἀ­πό τίς φυ­λές, νά τόν βο­η­θή­σουν νά νι­κή­σει τούς ἐ­χθρούς του καί στή συ­νέ­χεια νά ἀ­να­λά­βουν ἐ­κεῖ­νοι. Ζη­τοῦν ἀ­πό τόν ἀ­φη­γη­τή -τόν Κί­πλινγκ- βι­βλί­α ἤ χάρ­τες τῆς πε­ρι­ο­χῆς, σάν χά­ρη, ἀ­φοῦ εἶ­ναι «ἀ­δελ­φοί Ἐ­λευ­θε­ρο­τέ­κτο­νες», κι ἀ­φοῦ τούς χά­λα­σε τό σχέ­διο τοῦ ἐκ­βια­σμοῦ τοῦ rajah.

Δύ­ο χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, μιά ζε­στή κα­λο­και­ρι­νή νύ­χτα, ἕ­νας ἀ­νά­πη­ρος ζη­τιά­νος, ἕ­νας ἄν­θρω­πος τσα­κι­σμέ­νος, ντυ­μέ­νος μέ κου­ρέ­λια, σέρ­νε­ται στό γρα­φεῖ­ο τοῦ Κί­πλινγκ. Εἶ­ναι ὁ Carnehan καί δι­η­γεῖ­ται μιά ἐκ­πλη­κτι­κή ἱ­στο­ρί­α. Οἱ Dravot καί Carnehan κα­τά­φε­ραν πράγ­μα­τι νά γί­νουν βα­σι­λιᾶ­δες. Βρῆ­καν τούς Kafirs, τούς ἰ­θα­γε­νεῖς στό Kafiristan, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν λευ­κοί καί ξαν­θοί, μά­ζε­ψαν στρα­τό, κα­τέ­λα­βαν χω­ριά κι ὀ­νει­ρεύ­τη­καν τή δη­μι­ουρ­γί­α ἑ­νός ἑ­νια­ίου ἔ­θνους. Οἱ Kafirs πού ἦ­ταν εἰ­δω­λο­λά­τρες καί ὄ­χι μου­σουλ­μά­νοι, δέ­χτη­καν τόν Dravot σάν θε­ό -τό γιό τοῦ Με­γά­λου Ἀ­λε­ξάν­δρου. Οἱ Kafirs ἀ­σκοῦ­σαν μιά μορ­φή μα­σο­νι­κοῦ τε­λε­τουρ­γι­κοῦ καί οἱ δύ­ο τυ­χο­δι­ῶ­κτες ἤ­ξε­ραν μα­σο­νι­κά μυ­στι­κά, πού μό­νο ὁ ἀρ­χι­ε­ρέ­ας τους θυ­μό­ταν.

Τά σχέ­διά τους δι­α­ψεύ­σθη­καν, ὅ­ταν ὁ Dravot ἀ­πο­φά­σι­σε νά παν­τρευ­τεῖ μιά κο­πέ­λα Kafir. Τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη ἀ­πό τό γά­μο της μέ ἕ­να θε­ό, τό κο­ρί­τσι δαγ­κά­νει τόν Dravot ὅ­ταν αὐ­τός προ­σπα­θεῖ νά τή φι­λή­σει. Βλέ­πον­τας τον νά αἱ­μορ­ρα­γεῖ, ὁ ἀρ­χι­ε­ρέ­ας φω­νά­ζει ὅ­τι δέν εἶ­ναι θε­ός, πα­ρά ἄν­θρω­πος καί οἱ Kafirs τόν μέν Dravot γκρε­μί­ζουν σέ ἕ­να φα­ράγ­γι, τόν δέ Carnehan σταυ­ρώ­νουν ἀ­νά­με­σα σέ δύ­ο πεῦ­κα. Ὅ­ταν ὁ Carnehan ἐ­πέ­ζη­σε μέ­χρι τήν ἑ­πο­μέ­νη, οἱ Kafirs τό θε­ώ­ρη­σαν θαῦ­μα καί τόν ἄ­φη­σαν νά φύ­γει.

Στή σχε­τι­κή κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νί­α, τά πράγ­μα­τα ἐ­ξε­λίσ­σον­ται ἀ­κό­μη πιό παι­δα­ρι­ώ­δη. Ὁ Huston πα­ρου­σιά­ζει στήν ἀρ­χή τῆς ται­νί­ας τόν Κί­πλινγκ νά δί­νει στόν Dravot, ὅ­ταν ξε­κι­νοῦν γιά τό τα­ξί­δι τους, ἕ­να μα­σο­νι­κό μεν­τα­γιόν -τό κλα­σι­κό μέ τό δι­α­βή­τη, τό γνώ­μο­να καί τόν «ὀ­φθαλ­μό» στό μέ­σον ἀν­τί τοῦ «G»-, σάν γού­ρι. Τό μεν­τα­γιόν αὐ­τό κρε­μᾶ ὁ Dravot στό λαι­μό του, γιά νά ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ ἐ­κεῖ ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πό τόν ἀρ­χι­ε­ρέ­α, πού ἔκ­θαμ­βoς τούς ὁ­δη­γεῖ στήν ἱ­ε­ρή στή­λη ὅ­που «ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται» τό ἴ­διο σύμ­βο­λο χα­ραγ­μέ­νο στήν πέ­τρα ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τοῦ Με­γά­λου Ἀ­λε­ξάν­δρου.

Ἔ­τσι, ὁ ἀ­τυ­χής θε­α­τής ὁ­δη­γεῖ­ται στό ἀ­φε­λές συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι ὁ Μ. Ἀ­λέ­ξαν­δρος -Sikandar κα­τά τούς κα­τοί­κους τῆς πε­ρι­ο­χῆς- ὑ­πῆρ­ξε τέ­κτο­νας καί ἐ­πι­βρα­βεύ­ε­ται καί ἡ προ­σπά­θεια τοῦ Κί­πλινγκ νά μᾶς πεί­σει ὅ­τι ἡ μα­σο­νί­α ἕλ­κει δῆ­θεν τήν κα­τα­γω­γή ἀ­πό τά ἀρ­χαῖ­α χρό­νια καί δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἕ­να ἐ­φεύ­ρη­μα μέ σχε­τι­κά πρό­σφα­τη προ­έ­λευ­ση.

Κλεί­νον­τας τή σύν­το­μη ἀ­να­φο­ρά μας στό γνω­στό Βρε­τα­νό συγ­γρα­φέ­α, δέν πρέ­πει νά πα­ρα­λεί­ψου­με καί τά «βι­βλί­α τῆς ζούγ­κλας», τοῦ γνω­στοῦ μας Μό­γλη, τά ὁ­ποῖ­α πέ­ραν τῆς κυ­κλο­φο­ρί­ας τους σάν παι­δι­κά ἀ­να­γνώ­σμα­τα, ἐν­σω­μα­τώ­θη­καν αὐ­τού­σια καί στή δι­ε­θνῆ κί­νη­ση γιά παι­διά καί γιά νέ­ους, τή γνω­στή ὡς «Προ­σκο­πι­σμός».

Τά βι­βλί­α τοῦ Κί­πλινγκ εἰ­σή­χθη­σαν τό 1916 ἀ­πό τόν ἱ­δρυ­τή τοῦ Προ­σκο­πι­σμοῦ, Βρε­τα­νό Λόρ­δο Robert Baden-Powell στό νε­ο­ϊ­δρυ­θέν τμῆ­μα τῆς προ­σκο­πι­κῆς κί­νη­σης, γιά παι­διά 7 ἕ­ως 11 ἐ­τῶν, πού ὀ­νο­μά­στη­καν «Λυ­κό­που­λα» (Wolf Cubs) καί ἀ­πε­τέ­λε­σαν τό πρῶ­το σκέ­λος τοῦ Προ­σκο­πι­σμοῦ, πού εἶ­χε ἱ­δρυ­θεῖ ἤ­δη τό 1908.

Ὁ Sir Robert Baden-Powell ὑ­πῆρ­ξε στε­νός φί­λος τοῦ Κί­πλινγκ κα­θώς καί τοῦ Σέρ Ἄρ­θουρ Κό­ναν Ντόϋλ.

Τόν Προ­σκο­πι­σμό ἔ­φε­ρε στήν Ἑλ­λά­δα τό 1910, 2 χρό­νια με­τά τήν ἵ­δρυ­σή του στή Μ. Βρε­τα­νί­α, ὁ Ἀ­θα­νά­σιος Λευ­κα­δί­της (1872-1944), κα­θη­γη­τῆς Σω­μα­τι­κῆς Ἀ­γω­γῆς καί ἐ­πι­φα­νής Ἐ­λευ­θε­ρο­τέ­κτων. Λί­γα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα ἱ­δρύ­θη­καν Ὁ­μά­δες «Λυ­κό­που­λων» καί στή χώ­ρα μας. «Τό Βι­βλί­ο τῆς Ζούγ­κλας» τοῦ Κί­πλινγκ ὑ­πῆρ­ξε κι ἐ­δῶ τό βα­σι­κό ἐρ­γα­λεῖ­ο στήν ἐκ­παί­δευ­ση τῶν μι­κρῶν μας παι­δι­ῶν.

β) Σέρ Ἄρθουρ Κόναν Ντόυλ, 1859 – 1930

Σκω­τσέ­ζος για­τρός καί συγ­γρα­φέ­ας, δη­μι­ουρ­γός τοῦ γνω­στοῦ μας Σέρ­λοκ Χόλ­μς, μιά ση­μαν­τι­κή και­νο­το­μί­α στή συγ­γρα­φή ἀ­στυ­νο­μι­κῶν μυ­θι­στο­ρη­μά­των τήν ἐ­πο­χή του. Ὁ Ντόυλ ὑ­πῆρ­ξε πο­λυ­γρα­φό­τα­τός τά δέ ἔρ­γα του πε­ρι­λαμ­βά­νουν μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας, θε­α­τρι­κά ἔρ­γα, ρο­μαν­τι­κά δι­η­γή­μα­τα, ποί­η­ση, πραγ­μα­τι­κές ἱ­στο­ρί­ες καί ἱ­στο­ρι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Θε­ω­ρεῖ­ται ὁ δι­α­ση­μό­τε­ρος συγ­γρα­φεύς ἀ­στυ­νο­μι­κῶν μυ­θι­στο­ρη­μά­των.

Ὁ Ντόυλ γεν­νή­θη­κε στό Ἐ­διμ­βοῦρ­γο, στή Σκω­τί­α -τρί­το παι­δί ἀ­πό δέ­κα ἀ­δέλ­φια- ἀ­πό τόν Charles Altamont Doyle, Ἄγ­γλο Ἰρ­λαν­δι­κῆς κα­τα­γω­γῆς καί τήν Ἰρ­λαν­δή Mary Foley. Τό 1864 ἡ οἰ­κο­γέ­νεια, μιά τυ­πι­κή ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κή οἰ­κο­γέ­νεια, δι­α­λύ­θη­κε λό­γῳ τοῦ πα­τέ­ρα, πού ἦ­ταν ἀλ­κο­ο­λι­κός καί πέ­θα­νε ψυ­χα­σθε­νής, τό 1893, στό Dumfries τῆς Σκω­τί­ας.

Σέ ἡ­λι­κί­α 9 ἐ­τῶν ὁ Ντό­ϋλ στάλ­θη­κε στό Hodder Place, τό Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κό προ­πα­ρα­σκευ­α­στι­κό σχο­λεῖ­ο τῶν Ἰ­η­σου­ϊ­τῶν, στό Stonyhurst, στή συ­νέ­χεια πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα στό Κολ­λέ­γιο τοῦ Stonyhurst, ὅ­που ἔ­ζη­σε τά πέν­τε πιό δυ­στυ­χι­σμέ­να καί μο­να­χι­κά του χρό­νια, γιά νά κα­τα­λή­ξει στά 17 του χρό­νια σέ ἄλ­λο Ἰ­η­σουίτι­κο σχο­λεῖ­ο, τό «Stella Matutina» στό Feldkirch, τῆς Αὐ­στρί­ας. Τό τέ­λος τῶν σπου­δῶν του συμ­πί­πτει καί μέ τήν ἀ­πο­κή­ρυ­ξη ἐκ μέ­ρους του, τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ.

Σπου­δά­ζει ἰ­α­τρι­κή στό Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Ἐ­διμ­βούρ­γου (1876 – 1881), ἐ­νῷ πα­ράλ­λη­λα ἀρ­χί­ζει νά γρά­φει αὐ­το­τε­λεῖς μι­κρές ἱ­στο­ρί­ες (short stories). Στά εἴκοσί του χρό­νια εἶ­χε τή χα­ρά νά δεῖ τήν πρώ­τη του δη­μο­σί­ευ­ση στό ἑ­βδο­μα­δια­ῖο πε­ρι­ο­δι­κό «Chambers’s Edinburgh Journal».

Ὡς τε­λει­ό­φοι­τος θά ἐ­πι­σκε­φθεῖ τήν Ἀρ­κτι­κή, σάν για­τρός, μέ Γροι­λαν­δέ­ζι­κο φα­λαι­νο­θη­ρι­κό «Hope of Peterhead» καί με­τά τήν ἀ­πο­φοί­τη­σή του θά δι­ο­ρι­στεῖ «ἰα­τρός χει­ρουρ­γός» στό ἀ­τμό­πλοι­ο Mayumba σέ ἕ­να τα­ξί­δι στή Δυ­τι­κή Ἀ­φρι­κή.

Ἡ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κή του κα­ρι­έ­ρα δέ στέ­φθη­κε ἀ­πό ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐ­πι­τυ­χί­α. Θά μπο­ρού­σα­με μᾶλ­λον νά ποῦ­με ὅ­τι ἀ­πέ­τυ­χε οἰ­κτρά σάν για­τρός, ἄν καί ἔ­κα­νε πολ­λές προ­σπά­θει­ες πρός αὐ­τή τήν κα­τεύ­θυν­ση. Ὁ χρό­νος ὅ­μως τῆς ἀ­να­μο­νῆς γιά τήν πα­ρου­σί­α τοῦ ἐ­πί­δο­ξου πε­λά­τη κα­λύ­φθη­κε πλού­σια ἀ­πό τή συγ­γρα­φι­κή του ἀ­νάγ­κη μέ πλη­θώ­ρα ἔρ­γων.

Τό 1885 ὁ Ντόυλ παντρεύτηκε τή Louisa Hawkins, ἀ­δελ­φή ἑ­νός ἀ­πό τούς ἀ­σθε­νεῖς του. Ἔ­ζη­σε μα­ζί της 21 χρό­νια κι ἀ­πέ­κτη­σαν δύ­ο παι­διά. Τε­λι­κά, ἡ Louisa πέ­θα­νε ἀ­πό φυ­μα­τί­ω­ση τό 1906 κι ὁ Ντόυλ ξα­να­παν­τρεύ­τη­κε τήν ἑ­πό­με­νη χρο­νιά τή Jean Elizabeth Leckie μέ τήν ὁ­ποί­α ἀ­πέ­κτη­σε ἄλ­λα τρί­α παι­διά. Ἡ Jean πέ­θα­νε στό Λον­δί­νο τό 1940.

Τό 1890 ὁ Ντόυλ σπου­δά­ζει ὀ­φθαλ­μο­λο­γί­α στή Βι­έν­νη καί στή συ­νέ­χεια με­τα­κο­μί­ζει στό Λον­δί­νο, μέ στό­χο τήν ἄ­σκη­ση τῆς νέ­ας του εἰ­δι­κό­τη­τας. Ὅ­μως, ὅ­πως δη­λώ­νει καί στήν αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α του, οὔ­τε ἕ­νας ἀ­σθε­νής δέν πέ­ρα­σε τό κα­τώ­φλι τοῦ ἰ­α­τρεί­ου του. Αὐ­τό τοῦ ἔ­δω­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο γιά γρά­ψι­μο, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα οἱ ἱ­στο­ρί­ες τοῦ Σέρ­λοκ Χόλ­μς -τόν ὁ­ποῖ­ο πα­ρου­σί­α­σε γιά πρώ­τη φο­ρά στό μυ­θι­στό­ρη­μα «Σπου­δή σέ ἔν­το­νο κόκ­κι­νο» (Study In Scarlet), τό 1887, νά ἀ­πο­κτή­σουν ἕ­να φα­να­τι­κό κοι­νό. Ὡ­στό­σο, πα­ρ’ ὅ­λη τή συγ­γρα­φι­κή ἐ­πι­τυ­χί­α, ὁ Ντόυλ κα­τα­τρε­χό­ταν ἀ­π’ τήν ἰ­δέ­α ὅ­τι ὁ Χόλ­μς τόν πα­ρεμ­πό­δι­ζε ἀ­πό τοῦ νά ἀ­σχο­λη­θεῖ μέ ση­μαν­τι­κό­τε­ρα ἔρ­γα καί εἰ­δι­κά μέ τά ἱ­στο­ρι­κά του μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Ἔ­τσι ἀ­πο­φα­σί­ζει νά δώ­σει ἕ­να τέ­λος στόν ἥ­ρω­ά του καί τό 1893, ὁ Χόλ­μς καί ὁ κα­θη­γη­τής Μο­ριά­ρτυ (Moriarty) -ὁ ἐ­χθρός καί ἀν­τα­γω­νι­στής τοῦ Χόλ­μς- βρί­σκουν μα­ζί τόν θά­να­το στούς κα­ταρ­ρά­κτες Ρά­ϊ­χεν­μπαχ (Reichenbach Falls, Βέρ­νη, Ἐλ­βε­τί­α), στό μυ­θι­στό­ρη­μα «Τό τε­λευ­ταῖ­ο πρό­βλη­μα». Ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη ὅ­μως αὐ­τή πυ­ρο­δό­τη­σε μιά ἀ­πρό­βλε­πτη δη­μό­σια κα­τα­κραυ­γή. Ἔ­τσι ὁ Ντόυλ ἐ­ξα­ναγ­κά­ζε­ται νά ἐ­πα­να­φέ­ρει τόν ἥ­ρω­ά του τό 1901, στό μυ­θι­στό­ρη­μα «Τό σκυ­λί τοῦ Baskervilles». Ἔ­κτο­τε ὁ Σέρ­λοκ Χόλ­μς δι­έ­γρα­ψε στα­θε­ρή πο­ρεί­α, ἐμ­φα­νι­ζό­με­νος συ­νο­λι­κά σέ 56 δι­η­γή­μα­τα καί 4 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ἀλ­λά καί σέ πολ­λά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καί ἱ­στο­ρί­ες ἄλ­λων συγ­γρα­φέ­ων.

Ὁ Κό­ναν Ντόυλ ἀ­σχο­λή­θη­κε καί μέ τήν πο­λι­τι­κή. Πε­ρι­πε­τει­ώ­δης ἐξ ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­ας, κα­τε­τά­γη ὡς ἐ­θε­λον­τής στόν πό­λε­μο τῶν Μπό­ερς, τό 1900, καί ὑ­πη­ρέ­τη­σε στή Νό­τιο Ἀ­φρι­κή ὡς δι­οι­κη­τι­κό προ­σω­πι­κό στό νο­σο­κο­μεῖο Langman Field. Με­τά τόν πό­λε­μο τῶν Μπό­ερς καί τήν κα­τα­δί­κη τοῦ Ἡ­νω­μέ­νου Βα­σι­λεί­ου ἀ­πό ὅ­λο τόν κό­σμο, λό­γῳ τῆς ἀ­πα­ρά­δε­κτης ἀ­ποι­κι­ο­κρα­τι­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τῶν Βρε­τα­νῶν, ὁ Ντό­ϋλ συγ­γρά­φει ἕ­να φυλ­λά­διο μέ τί­τλο «Ὁ πό­λε­μος στή Νό­τιο Ἀ­φρι­κή: Αἴ­τια καί δι­ε­ξα­γω­γή του» (The War in South Africa: Its Cause and Conduct), ὅ­που ὡ­ραι­ο­ποι­εῖ τόν ρό­λο τοῦ Ἡ­νω­μέ­νου Βα­σι­λεί­ου στόν πό­λε­μο τῶν Μπό­ερς, τό ὁ­ποῖ­ο με­τα­φρά­στη­κε εὑρύ­τα­τα. Ἐ­πί­σης, τό 1900 συ­νέ­γρα­ψε καί τό βι­βλί­ο «Ὁ με­γά­λος πό­λε­μος τῶν Μπό­ερς» (The Great Boers War). Ἡ συγ­γρα­φή αὐ­τοῦ τοῦ πρώ­του φυλ­λα­δί­ου, πι­στεύ­ε­ται ὅ­τι εἶ­χε σάν ἀ­πο­τέ­λε­σμα τήν ἀ­να­κή­ρυ­ξη τοῦ Ντόυλ σέ ἱπ­πό­τη, τό 1902, καί τόν δι­ο­ρι­σμό του μέ τό ὀ­φί­κιο τοῦ «Ἀ­να­πλη­ρω­τῆ Ὑ­πο­λο­χα­γοῦ τοῦ Surrey» (Deputy-Lieutenant of Surrey).

Δύ­ο φο­ρές, στίς ἀρ­χές τοῦ 20ου αἰῶ­να, προ­σπά­θη­σε νά ἐ­κλε­γεῖ βου­λευ­τής μέ τό «Φι­λε­λεύ­θε­ρο Ἑ­νω­τι­κό Κόμ­μα» (Liberal Unionist Party), χω­ρίς ἐ­πι­τυ­χί­α. Συγ­χρό­νως συμ­με­τεῖ­χε στήν ἐκ­στρα­τεί­α γιά τή με­ταρ­ρύθ­μι­ση τοῦ κρά­τους τοῦ Κον­γκό, τό ὁ­ποῖ­ο βρι­σκό­ταν ὑ­πό τήν ἐ­πιρ­ρο­ή τῶν Βέλ­γων καί συ­νέ­γρα­ψε τό 1909 ἕ­να με­γά­λο σχε­τι­κό φυλ­λά­διο. Γε­νι­κά, οἱ ἐ­πι­λο­γές του ὑ­πῆρ­ξαν πάν­το­τε εὐ­θυ­γραμ­μι­σμέ­νες μέ τήν ἀ­ποι­κι­ο­κρα­τι­κή πο­λι­τι­κή τῆς Μ. Βρε­τα­νί­ας. Ἡ ἐ­να­σχό­λη­ση τῆς πε­ρι­ό­δου ἐ­κεί­νης μέ τήν Ἀ­φρι­κή, ὑ­πῆρ­ξε καί ἡ ἔμ­πνευ­ση γιά τό μυ­θι­στό­ρη­μά του «Ὁ χα­μέ­νος κό­σμος» (The Lost World), τό 1912.

Με­τά τόν θά­να­το τῆς συ­ζύ­γου του Λου­ί­ζας, τό 1906, τόν θά­να­το τοῦ γιοῦ του Κίνγκσλεϋ, λί­γο πρίν τό τέ­λος τοῦ Α’ Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου καί τούς θα­νά­τους τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του Ἄινες, τῶν δύ­ο κου­νιά­δων του καί δύ­ο ἀ­νηψι­ῶν του, λί­γο με­τά τόν πό­λε­μο, ὁ Ντόυλ βυ­θί­στη­κε σέ κα­τά­θλι­ψη. Πί­στε­ψε ὅ­τι θά βρεῖ στή­ρι­ξη στόν πνευ­μα­τι­σμό -στόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε ἐμ­πλα­κεῖ ἀ­πό τό 1885- καί τίς ὑ­πο­σχέ­σεις του γιά τή συ­νέ­χεια τῆς ὕ­παρ­ξης με­τά θά­να­τον. Ἀ­κό­μη, ἐ­νε­πλά­κη μέ τήν «Ἐ­θνι­κή Ἕ­νω­ση Πνευ­μα­τι­στῶν» (Spiritualists’ National Union), πού ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι «ἀ­πο­δέ­χε­ται τίς δι­δα­σκα­λί­ες καί τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἀ­πό τή Να­ζα­ρέτ» καί ὑ­πῆρ­ξε μέ­λος τῆς πα­ρα­φυ­σι­κῆς ὀρ­γά­νω­σης «Λέ­σχη τῶν Φαν­τα­σμά­των» (The Ghost Club), πού ἑ­στι­ά­ζε­ται στή δῆ­θεν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή με­λέ­τη τῶν ὑ­πο­τι­θέ­με­νων πα­ρα­φυ­σι­κῶν δρα­στη­ρι­ο­τή­των, μέ στό­χο τήν ἀ­πό­δει­ξη ἤ δι­ά­ψευ­ση τῆς ὕ­παρ­ξης πα­ρα­φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων.

Προ­ϊ­όν­τα τῆς πε­ρι­ό­δου αὐ­τῆς εἶ­ναι τό βι­βλί­ο του «Ὁ Ἐρ­χο­μός τῶν Νε­ρά­ϊ­δων» (The Coming of the Fairies), τό 1921, ὅ­που φαί­νε­ται προ­φα­νῶς πε­πει­σμέ­νος γιά τήν γνη­σι­ό­τη­τα τῶν πέν­τε φω­το­γρα­φι­ῶν τῶν «Νε­ρά­ϊ­δων τοῦ Cottingley» (Cottingley Fairies), πού ἀ­πο­δεί­χθη­καν φάρ­σα λί­γες δε­κα­ε­τί­ες ἀρ­γό­τε­ρα. Ὁ Ντόυλ ἀ­να­πα­ρά­γει στό βι­βλί­ο του τό θέ­μα καί προ­σπα­θεῖ νά θε­με­λι­ώ­σει τά σχε­τι­κά μέ τή φύ­ση καί τήν ὕ­παρ­ξη νε­ρά­ϊ­δων.

Δεύ­τε­ρο ἔρ­γο τῆς πε­ρι­ό­δου ἐ­κεί­νης εἶ­ναι τό μυ­θι­στό­ρη­μα «Ἡ Χώ­ρα τῆς Ὁ­μί­χλης» (The Land of Mist), τό 1926, μέ τό γνω­στό ἥ­ρω­ά του, κα­θη­γη­τή Challenger.

Σ’ ἕ­να ἀ­κό­μη βι­βλί­ο του, τό «Ἡ Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Πνευ­μα­τι­σμοῦ» (The History of Spiritualism), τό 1926, ὁ Ντόυλ ἐ­ξαί­ρει τά «ψυ­χι­κά» φαι­νό­με­να καί τήν «ὑ­λο­ποί­η­ση πνευ­μά­των», πού «πα­ρή­γα­γαν» τά δι­ά­ση­μα, στίς ἀρ­χές τοῦ 20ου αἰῶνα, δι­ά­με­σα (μέν­τιουμ) Eusapia Palladino καί Mina (Margery) Crandon.

Μί­α ἀ­κό­μη δι­α­ση­μό­τη­τα τῆς ἐ­πο­χῆς του, μέ τήν ὁ­ποί­α δι­α­τή­ρη­σε ὁ Ντόυλ δυ­να­τή, ἀλ­λά σύν­το­μη φι­λί­α, ὑ­πῆρ­ξε καί ὁ Χά­ρι Χουν­τί­νι (Harry Houdini), ὁ κα­σκαν­τέρ, «Ἀ­με­ρι­κα­νός μά­γος», πού ὑ­πῆρ­ξε φα­να­τι­κός ἀν­τί­πα­λος τοῦ πνευ­μα­τι­στι­κοῦ κι­νή­μα­τος τή δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1920, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας πολ­λές ἀ­πό τίς ἀ­πά­τες τοῦ χώ­ρου. Πα­ρ’ ὅ­τι ὁ Χουν­τί­νι ἐ­πέ­με­νε ὅ­τι στόν πνευ­μα­τι­σμό χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν πα­ρα­πλά­νη­ση καί ἐ­ξα­πά­τη­ση, ὁ Ντόυλ ἦ­ταν πε­πει­σμέ­νος ὅ­τι κι ὁ ἴ­διος ὁ Χουν­τί­νι κα­τεῖ­χε ὑ­περ­φυ­σι­κές δυ­νά­μεις, μιά ἄ­πο­ψη πού πα­ρου­σί­α­σε στό βι­βλί­ο του «Τό Χεῖ­λος τοῦ Ἀ­γνώ­στου» (The Edge of the Unknown), τό 1931, με­τά τόν θά­να­το τοῦ κα­σκαν­τέρ. Ἡ ἐ­πι­μο­νή τοῦ Ντόυλ ὑ­πέρ τοῦ πνευ­μα­τι­σμοῦ καί ἡ δη­μό­σια ἀν­τι­πα­ρά­θε­σή του μέ τόν Χουν­τί­νι ὑ­πῆρ­ξε καί τό τέ­λος τῆς φι­λί­ας τῶν δύ­ο ἀν­δρῶν.

Ἡ τό­ση ἀ­φο­σί­ω­ση καί ἐμ­μο­νή τοῦ Ντόυλ στόν πνευ­μα­τι­σμό, ὑ­πῆρ­ξε προ­φα­νῶς καί τό κί­νη­τρο γιά τήν ἔν­τα­ξή του στόν Ἐ­λευ­θε­ρο­τε­κτο­νι­σμό. To ἐν­δι­α­φέ­ρον του το­πο­θε­τεῖ­ται με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 1885 καί 1888, ὅ­ταν συμ­με­τεῖ­χε σέ μί­α σει­ρά πνευ­μα­τι­στι­κῶν συ­νε­δρι­ῶν (Seance) στό σπί­τι ἑ­νός τῶν ἀ­σθε­νῶν του. Ἄν καί ὁ Ντόυλ ὑ­πῆρ­ξε ἐξ ἀρ­χῆς κρι­τι­κός καί ὡς πρός τό «τε­λε­τουρ­γι­κό» τυ­πι­κό κι ὡς πρός τή νο­η­μο­σύ­νη τῶν συμ­με­τε­χόν­των, τε­λι­κά πα­γι­δεύ­τη­κε καί τό 1887 προ­σχώ­ρη­σε στή μα­σο­νί­α, ἀλ­λά καί στήν «Ἑ­ται­ρεί­α Ψυ­χι­κῶν Ἐ­ρευ­νῶν» (Society for Psychical Research), δι­α­κη­ρύσ­σον­τας πλέ­ον δη­μό­σια τό ἐν­δι­α­φέ­ρον του γιά τόν ἀ­πο­κρυ­φι­σμό.

Ἡ εἰσ­δο­χή του ἔ­γι­νε στή «Στο­ά Φοῖ­νιξ, Ἀρ. 257» (Phoenix Lodge No 257) στίς 26 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1887, στό Southsea τοῦ Hampshire, σέ ἡ­λι­κί­α 27 ἐ­τῶν. Ὁ ὀρ­θο­λο­γι­σμός καί ἡ πε­ρι­έρ­γειά του, κα­θώς καί ὁ ἀρ­νη­τι­σμός, πού προ­φα­νῶς κου­βα­λοῦ­σε μέ­σα του ἀ­πό τά παι­δι­κά κι ἐ­φη­βι­κά του χρό­νια κον­τά στούς Ἰ­ησουί­τες, ὑ­πῆρ­ξαν οἱ κύ­ρι­ες αἰ­τί­ες τῆς ἐμ­πλο­κῆς του.

Εἶ­ναι λο­γι­κό νά ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ὁ Ντόυλ προ­σῆλ­θε στή μα­σο­νί­α ἐλ­πί­ζον­τας νά ἀ­να­κα­λύ­ψει στοι­χεῖ­α γιά τόν πνευ­μα­τι­σμό πού τοῦ ἦ­ταν ἤ­δη ἔμ­μο­νη ἰ­δέ­α. Ἔ­τσι δι­ῆλ­θε γρή­γο­ρα τούς βαθ­μούς τῆς «Συμ­βο­λι­κῆς Στο­ᾶς». Σέ ἕ­να μῆνα δι­ῆλ­θε τόν βαθ­μό τοῦ «Ἑ­ταί­ρου», ἐνῷ τόν ἑ­πό­με­νο μῆνα «ἠ­γέρ­θη» στό βαθ­μό τοῦ «Δι­δα­σκά­λου».

Πα­ρά τήν ἀ­στρα­πια­ία ἀ­νέ­λι­ξή του στή μα­σο­νί­α, ὁ Ντόυλ δέ βρῆ­κε ἐ­κεῖ ἄ­με­σα τά ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κά δε­δο­μέ­να πού πε­ρί­με­νε, κα­θώς οἱ τρεῖς πρῶ­τοι βαθ­μοί εἶ­ναι βαθ­μοί πει­ρα­μα­τι­σμοῦ καί προ­σαρ­μο­γῆς στίς τε­κτο­νι­κές δι­δα­σκα­λί­ες, στίς τε­λε­τουρ­γί­ες καί τίς δο­ξα­σί­ες, ὅ­που ὁ μυ­η­μέ­νος συ­νη­θί­ζει στά σύμ­βο­λα καί στά τυ­πι­κά κι ἄν εἶ­ναι δε­κτι­κός, πα­ρα­μέ­νει, ἄν ὄ­χι ἀ­πο­χω­ρεῖ.

Ἔ­τσι, δέν δρα­στη­ρι­ο­ποι­ή­θη­κε ἐ­κεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο καί τό 1889 ἀ­πε­χώ­ρη­σε ἀ­πό τή Στο­ά. Ἄς ἀ­να­ζη­τή­σου­με τήν αἰ­τί­α…

Τό 1888 ὁ Ντόυλ ἐ­ξέ­δω­σε τό τρί­το του μυ­θι­στό­ρη­μα «Τό μυ­στή­ριο τοῦ Cloomber» (The Mystery Of Cloomber). Ἦ­ταν τό πρῶ­το μυ­θι­στό­ρη­μά του μέ ἄ­κρως πα­ρα­φυ­σι­κή (paranormal) ὑ­πό­θε­ση, σχε­τι­κή μέ τή με­τα­θα­νά­τια ἐκ­δί­κη­ση τρι­ῶν Βου­δι­στῶν μο­να­χῶν. Ἦ­ταν τό πρῶ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα μέ συγ­κε­κρι­μέ­νες ἀ­να­φο­ρές στόν πνευ­μα­τι­σμό καί ἡ δι­ά­ψευ­ση τῆς ἐλ­πί­δας του νά βρεῖ καί­ρια ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κά στοι­χεῖ­α στίς τε­λε­τουρ­γί­ες τῶν τρι­ῶν πρώ­των βαθ­μῶν τῆς μα­σο­νί­ας, πού θά εἶ­χαν πρα­κτι­κή ἐ­φαρ­μο­γή στή συγ­γρα­φή του. Ἔ­τσι ἐ­ξη­γεῖ­ται καί ἡ πα­ραί­τη­ση τό 1889, πού ὅ­μως δέν ὑ­πῆρ­ξε καί τό τέ­λος τῆς τε­κτο­νι­κῆς του κα­ρι­έ­ρας, κα­θώς συ­νέ­χι­σε νά συμ­με­τέ­χει σέ δι­ά­φο­ρες Στο­ές ὡς ἀ­δελ­φός «ἐν ὕ­πνῳ» μέ­χρι τήν ἐ­πα­νέν­τα­ξή του στή Στο­ά τῆς εἰσ­δο­χῆς του, τό 1902. Ἔ­κτο­τε, ἔ­λα­βε δι­ά­φο­ρες δι­α­κρί­σεις πρίν τήν τε­λι­κή ἀ­πο­χώ­ρη­σή του ἀ­πό τόν Ἐ­λευ­θε­ρο­τε­κτο­νι­σμό, τό 1911.

Εἶ­χε προ­η­γη­θεῖ, κα­τά τήν πα­ρα­μο­νή του στή Νό­τιο Ἀ­φρι­κή, τό 1900, ἡ ἔν­το­νη δρα­στη­ρι­ο­ποί­η­σή του ὑ­πό τήν τε­κτο­νι­κή του ἰ­δι­ό­τη­τα. Δι­α­βά­ζου­με στό ἔν­τυ­πο «Masonic Illustrated» («Τε­κτο­νι­κά Εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­να»), σχε­τι­κά: «Ἐν μέ­σῳ δι­ε­ξα­γω­γῆς τοῦ πο­λέ­μου, αὐ­τός (ὁ Κό­ναν Ντόυλ) συμ­με­τεῖ­χε στήν ἀ­ξέ­χα­στη “Προ­σω­ρι­νή Στο­ά” στό Bloemfontein μα­ζί μέ τόν ἀ­δελ­φό Ράν­τγιαρντ Κί­πλινγκ». Ὅ­μως ἡ συμ­με­το­χή αὐ­τή ἀμ­φι­σβη­τή­θη­κε ἀρ­γό­τε­ρα.

Μέ τήν ἐ­πι­στρο­φή του στήν Ἀγ­γλί­α, τό 1901, σέ μί­α σει­ρά δι­α­λέ­ξε­ων, πού δό­θη­καν στή Σκω­τί­α, ὁ Ντόυλ ἐγ­κω­μιά­ζει τίς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τῶν μα­σό­νων στόν πό­λε­μο τῆς Ἀ­φρι­κῆς. Τό ἴ­διο συ­νέ­βη καί ὅ­ταν ἡ στο­ά τοῦ Ἐ­διμ­βούρ­γου, Ἀρ. 1, τοῦ Σκω­τι­κοῦ τύ­που (Lodge of Edinburgh, No 1) τόν ἀ­να­κή­ρυ­ξε τι­μη­τι­κό μέ­λος της.

Πέ­ραν τῶν ἀ­νω­τέ­ρω, ὁ Ντό­ϋλ προ­βάλ­λει τόν Ἐ­λευ­θε­ρο­τε­κτο­νι­σμό μέ ποι­κί­λους τρό­πους στή συγ­γρα­φή του, χω­ρίς οἱ ἀ­να­φο­ρές αὐ­τές νά ἀ­φο­ροῦν ὅ­λες τόν Sherlock Holmes.

Στό μυ­θι­στό­ρη­μα «Ἡ Κοι­λά­δα τοῦ Φό­βου» (The Valley of Fear), τό 1915, γί­νε­ται ἀ­να­φο­ρά στό «Ἀρ­χαῖ­ο Τάγ­μα τῶν Freemen» ἤ «Στο­ά Scowers, Ἀρ. 341» (The Scowers Lodge No 341) στήν κοι­λά­δα Vermissa τῶν Η.Π.Α.

Ἄλ­λες ἀ­να­φο­ρές ὑ­πάρ­χουν στό μυ­θι­στό­ρη­μα «Ὁ Χα­μέ­νος Κό­σμος» (The Lost World) τό 1912, καί στό μυ­θι­στό­ρη­μα «Ἡ Χώ­ρα τῆς Ὁ­μί­χλης» (The Land of Mist), τό 1926, ὅ­που ὁ Κα­θη­γη­τής Challenger, χα­ρα­κτη­ρί­ζον­τας ὑ­πο­τι­μη­τι­κά ἕ­ναν ἄλ­λο χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ βι­βλί­ου, ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κά ἀ­να­φέ­ρει: «Εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­π’ αὐ­τούς πού πε­ρι­πλα­νῶν­ται στά σκο­τει­νά ὅ­ρια τῆς μα­σο­νί­ας, μι­λών­τας ψι­θυ­ρι­στά κι εὐ­λα­βού­με­νοι μυ­στή­ρια, ὅ­που μυ­στή­ρια δέν ὑ­φί­σταν­ται. Ἀν­τί­θε­τα, ὁ πνευ­μα­τι­σμός, μέ τά τό­σο ζων­τα­νά καί ὑ­πέ­ρο­χα μυ­στή­ριά του, εἶ­ναι γι’ αὐ­τόν κά­τι τό ἀ­νά­ξιο, ἐ­πει­δή ἔ­φε­ρε πα­ρη­γο­ριά στόν ἁ­πλό ἄν­θρω­πο. Ἀ­ρέ­σκε­ται στό νά δι­α­βά­ζει κεί­με­να πά­νω στό Palladian Cultus, τόν «Ἀρ­χαῖ­ο καί Ἀ­πο­δε­δειγ­μέ­νο Σκω­τι­κό Τύ­πο» καί τίς μορ­φές τοῦ μπα­φο­μέτ. Ὁ Ἔ­λι­φας Λέ­βι εἶ­ναι ὁ προ­φή­της του».

Οἱ ἀ­νω­τέ­ρω ἀ­να­φε­ρό­με­νες εἶ­ναι λί­γες ἀ­πό τίς πε­ρι­πτώ­σεις, κα­θώς ὑ­πάρ­χουν πλη­θώ­ρα ἀ­να­φο­ρές πε­ρί μα­σο­νί­ας καί πνευ­μα­τι­σμοῦ στό ἔρ­γο τοῦ Σέρ Ἄρ­θουρ Κό­ναν Ντόυλ· κά­ποι­ες ἐγ­κω­μι­α­στι­κές, κά­ποι­ες οὐ­δέ­τε­ρες.

Κλεί­νον­τας τήν ἔ­ρευ­νά μας αὐ­τή, δι­α­πι­στώ­νου­με ὅ­τι γνω­στές προ­σω­πι­κό­τη­τες -ἀλ­λά καί ὁ κα­θέ­νας- εὔ­κο­λα πα­ρα­σύ­ρον­ται κι ἐν­τάσ­σον­ται στή μα­σο­νί­α ἤ σέ πα­ρό­μοι­ες ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κές ἐ­να­σχο­λή­σεις ὅ­ταν δέν ἔ­χουν ἕ­να ἰ­σχυ­ρό θε­μέ­λιο κά­τω ἀ­π’ τά πό­δια τους· εἰ­δι­κά, ἄν βι­ώ­σουν μιά προ­βλη­μα­τι­κή παι­δι­κή ἡ­λι­κί­α. Ὅ­μως χρει­ά­ζε­ται τό θε­μέ­λιο· κι αὐ­τό εἶ­ναι μό­νο ἡ Μί­α Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κή καί Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, δη­λα­δή ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Τό θε­μέ­λιο αὐ­τό προ­ϋ­πο­θέ­τει τό Ἅ­γιο Βά­πτι­σμα καί τή βι­ω­μα­τι­κή συμ­με­το­χή στή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ὑ­πάρ­χουν κι ἄλ­λες χρι­στι­α­νι­κές ὁ­μο­λο­γί­ες κι ὑ­πάρ­χουν κι ἄλ­λες θρη­σκεῖ­ες, αἱ­ρέ­σεις καί πα­ρα­θρη­σκεῖ­ες. Μί­α ὅ­μως εἶ­ναι ἡ Ἀ­λή­θεια, ὁ Χρι­στός, ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός ὁ ἀ­πό Να­ζα­ρέτ, πού εἶ­ναι ἡ Κε­φα­λή, μέ Σῶ­μα Του τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Μό­νο ὁ Χρι­στός σώ­ζει καί μό­νο μέ­σα στή Ἐκ­κλη­σί­α Του ὑ­πάρ­χει ἡ σω­τη­ρί­α. Ἄν τό παι­δί, ἀ­κό­μα ἀ­π’ τήν κοι­λιά τῆς μά­νας του, δέν τά ζή­σει ὅ­λα αὐ­τά, εἶναι ἀμ­φί­βο­λη ἡ ἐ­ξέ­λι­ξή του στή ζω­ή καί πι­θα­νή ἡ ἐμ­πλο­κή του στόν ἀ­πο­κρυ­φι­σμό, στήν πα­ρα­θρη­σκεί­α, στήν «ἄλ­λη θρη­σκεί­α». Οἱ ἄν­θρω­ποι πέ­φτου­με· οἱ πτώ­σεις, συ­χνές. Ὅ­μως, ὁ Χρι­στός σώ­ζει καί τούς πε­σμέ­νους, ἀρ­κεῖ νά θέ­λουν νά ση­κω­θοῦν!

 


http://en.wikipedia.org/wiki/Occult_theories_about_Francis_Bacon

Συ­χνά σέ πα­ρό­μοι­ους κα­τα­λό­γους ἀ­να­φέ­ρον­ται, με­τά θά­να­τον, ψευ­δῶς καί γνω­στές προ­σω­πι­κό­τη­τες, πού δέν εἶ­χαν σχέ­ση μέ τή μα­σο­νί­α, μέ στό­χο τήν προ­βο­λή της, ὅ­τι δῆ­θεν κά­θε ση­μαί­νων ἄν­θρω­πος ὑ­πῆρ­ξε τέ­κτων.

http://en.wikipedia.org/wiki/Rudyard_Kipling

Πρό­κει­ται γιά τά 2 βι­βλί­α τοῦ γνω­στοῦ «Μό­γλη», πού εἶχαν με­γά­λη δι­ά­δο­ση, πολ­λές με­τα­φρά­σεις, κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές ται­νί­ες καί πα­ρου­σί­α ἀ­κό­μη καί σάν cartoons.

Πρό­κει­ται γιά τό γνω­στό «If»…, πού ὅ­λοι μας γνω­ρί­ζου­με στό πρω­τό­τυ­πο ἤ σέ με­τα­φρά­σεις: «If you can keep your head when all about you, Are losing theirs and blaming it on you; …» (http://www.pegas.gr/agon/if.htm) καί σέ με­τά­φρα­ση: «Ἄν νά κρα­τᾶς μπο­ρεῖς τό λο­γι­κό σου, σάν γύ­ρω σου ὅ­λοι τό ‘χα­σαν καί σέ κα­τη­γο­ροῦν γι’ αὐ­τό, …».

Σέ ἑλ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση ἀ­πό τίς ἐκ­δό­σεις «Ἄ­γρα». Γυ­ρί­στη­κε ἐ­πί­σης τό 1975 σέ ται­νί­α ἀ­πό τόν John Huston μέ πρω­τα­γω­νι­στές τούς Sean Connery, Michael Caine καί Christopher Plummer.

Tyler. Βαθ­μός ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοῦ τῆς στο­ᾶς, ἐ­πι­τη­ρη­τοῦ τῆς «ἀ­σφα­λεί­ας» τῶν συ­νε­δρι­ά­σε­ων.

Οἱ τρεῖς βαθ­μοί τῆς «Συμ­βο­λι­κῆς Στο­ᾶς» τοῦ Ἐ­λευ­θε­ρο­τε­κτο­νι­σμοῦ εἶ­ναι: 1. «Μα­θη­τής», ὁ βαθ­μός τοῦ νε­ο­ει­σελ­θόν­τος Ἐ­λευ­θε­ρο­τέ­κτο­νος, 2. «Ἑ­ταῖ­ρος», ὁ βαθ­μός τοῦ «δι­ελ­θόν­τος» Ἐ­λευ­θε­ρο­τέ­κτο­νος, καί 3. «Δι­δά­σκα­λος», ὁ βαθ­μός τοῦ «ἐ­γερ­θέν­τος» Ἐ­λευ­θε­ρο­τέ­κτονος.

Ση­με­ρι­νό Nuristan, ἀ­να­το­λι­κή ἐ­παρ­χί­α τοῦ Ἀφ­γα­νι­στάν, ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­το τήν ἐ­πο­χή τοῦ Κί­πλινγκ.

http://en.wikipedia.org/wiki/Robert_Baden-Powell

http://en.wikipedia.org/wiki/Cub_Scout

Στο­ά «Σκεν­δέρ­μπε­ης». http//tektonismos.blogspot.gr/2007/11/1800-1950.html

http://en.wikipedia.org/wiki/Arthur_Conan_Doyle

Stella Matutina: «πρω­ι­νό ἄ­στρο». Προ­σο­χή: νά μή συγ­χυ­θεῖ μέ τό ὁ­μώ­νυ­μο μυ­η­τι­κό μα­γι­κό τάγ­μα τοῦ «Ἑρ­μη­τι­κοῦ Τάγ­μα­τος τῆς Χρυ­σῆς Αὐ­γῆς» (Hermetic Order of the Golden Dawn) τῶν ἐ­λευ­θε­ρο­τε­κτό­νων William Robert Woodman, William Wynn Westcott, καί Samuel Liddell MacGregor Mathers, ὅ­που «μα­θή­τευ­σε» καί ὁ Ἄ­λι­στερ Κρό­ου­λι.

Πο­λε­μι­κές ἐ­πι­χει­ρή­σεις τῆς Βρε­τα­νι­κῆς ἀ­ποι­κι­ο­κρα­τί­ας εἰς βά­ρος τῶν Ὀλ­λαν­δι­κῆς κα­τα­γω­γῆς πλη­θυ­σμῶν τῆς Νοτίου Ἀ­φρι­κῆς (1879–1915). Μέ τό ὄ­νο­μα Μπό­ερς (Boers) ὑ­πο­δη­λώ­νον­ταν ἀρ­χι­κά οἱ ἀ­πό­γο­νοί τῶν πρώ­των κτη­νο­τρό­φων πού μι­λοῦ­σαν τή γλώσ­σα Ἀ­φρι­κά­ανς στά σύ­νορα τοῦ ἀ­να­το­λι­κοῦ ἀ­κρω­τη­ρί­ου στή Νότιο Ἀ­φρι­κή κα­τά τόν 18ο αἰῶνα. Βλ. καί http://en.wikipedia.org/wiki/Second_Boer_War. Στούς πο­λέ­μους αὐ­τούς εἶ­χε πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο κι ὁ Λόρ­δος Robert Baden-Powell, ἀ­π’ ὅ­που καί ἐμ­πνεύ­σθη­κε τή δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ Προ­σκο­πι­σμοῦ.

Τι­μη­τι­κός τί­τλος στό Ἡ­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο, στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τῆς Α. Μ. τῆς Βα­σι­λίσ­σης. Βλ. και http://www.surreylieutenancy.org/deputylieutenant.html

Βλ. πε­ρι­ο­δι­κό «Δι­ά­λο­γος» τ. 55, σσ. 21-29.

http://en.wikipedia.org/wiki/Spiritualists%27_National_Union

http://en.wikipedia.org/wiki/The_Ghost_Club

http://en.wikipedia.org/wiki/Cottingley_Fairies. Τό ἱ­στο­ρι­κό ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν Elsie Wright καί Frances Griffiths, ἐ­ξα­δέλ­φων, 16 καί 10 ἐ­τῶν ἀν­τί­στοι­χα, κα­τοί­κων τοῦ Cottingley, πλη­σί­ον τοῦ Bradford Ἀγ­γλί­ας, πού τό 1917 ἔ­στη­σαν μί­α φάρ­σα τραβῶν­τας 5 φω­το­γρα­φί­ες, ὅ­που πε­ρι­ε­λάμ­βα­ναν χάρ­τι­νες «νε­ρά­ϊ­δες». Τό θέ­μα ἔ­τυ­χε με­γά­λης δη­μο­σι­ό­τη­τας καί ἐκ­με­τάλ­λευ­σης ἀ­πό δι­ά­φο­ρους κύ­κλους καί ἀ­πα­σχό­λη­σε ἐ­πί ἔ­τη τήν κοι­νή γνώ­μη τῆς ἐ­πο­χῆς.

http://en.wikipedia.org/wiki/Eusapia_Palladino

http://en.wikipedia.org/wiki/Mina_Crandon

http://en.wikipedia.org/wiki/Harry_Houdini

http://en.wikipedia.org/wiki/List_of_Freemasons#D

http://www.freemasons-freemasonry.com/beresiner10.html

Ἀρ­χιμ. Γρη­γο­ρί­ου Κων­σταν­τί­νου, «Μα­σο­νί­α: Θρη­σκεί­α; Αἵ­ρε­ση; ἤ Φι­λαν­θρω­πι­κό Σω­μα­τεῖ­ο;» καί http://antiairetikos.blogspot.gr/2012/07/blog-post_22.html

http://en.wikipedia.org/wiki/The_Mystery_of_Cloomber

«Ἅ­παν­τα Σέρ­λοκ Χόλ­μς», Ἔκδ. Σύγ­χρο­νοι Ὁ­ρί­ζον­τες, σσ. 377-468.

Σύ­στη­μα νε­ο­σα­τα­νι­σμοῦ δι­α­μορ­φω­μέ­νο ἀ­πό τόν ἀ­πο­κρυ­φι­στή Albert Pike κ. ἄ. Βλ. καί http://www.sacred-texts.com/evil/dwf/dwf04.htm

Πα­γα­νι­στι­κή θε­ό­τη­τα, θε­ω­ρού­με­νη ὅ­τι πα­ρι­στά­νει τόν Σα­τα­νᾶ. Προ­έρ­χε­ται ἀ­πό ὁ­μο­λο­γί­ες τῶν Να­ϊ­τῶν, στή διά­ρκεια ἀ­νά­κρι­σής τους ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Ἐ­ξέ­τα­ση, τόν 14ο αἰῶνα. Ὁ­ρι­στι­κο­ποι­ή­θη­κε εἰ­κα­στι­κά ἀ­πό τόν Eliphas Levi.

Eliphas Levi, ψευ­δώ­νυ­μό τοῦ Alphonse Louis Constant (1810-1875), Γάλ­λου ἀ­πο­κρυ­φι­στή συγ­γρα­φέ­α ἀ­σχο­λού­με­νου μέ τήν «τε­λε­τουρ­γι­κή μα­γεί­α». Ἀ­πο­κα­λεῖ­ται καί «ὁ τε­λευ­ταῖ­ος τῶν μά­γων».

* Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διάλογος» σε δυο μέρη στα τεύχη 69 & 70 αλλά λόγω μεγέθους με περικοπές. Στη σελίδα μας δημοσιεύεται ολόκληρο.