«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὁ μέγας Ἱεραπόστολος τῶν ψυχῶν μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δέν θά παύση διά μέσου τῶν αἰώνων, σέ κάθε ἐποχή καί σέ κάθε ὀρθόδοξο κράτος ν᾿ ἀναδεικνύει ἀξίους ἐργάτας καί διδασκάλους γιά τήν διαποίμανσι τοῦ ποιμνίου Του. Ὅλοι αὐτοί οἱ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου μέ τόν γραπτό λόγο τους, μέ τήν ἁγία καί νηπτική ζωή τους μέ τόν θερμουργό ζῆλο τους δαπανῶνται καθημερινά διά τόν ἐρχομό τῆς Bασιλείας τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς. Πιό συγκεκριμένα κοπιάζουν νά ὁμιλήσουν μέ τήν βοήθεια τῆς θεία Χάριτος στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ὅπου ἰδιαίτερα εὐαρεστεῖται νά κατοικῆ ὁ Φίλος καί Ἰατρός τῶν ψυχῶν μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ὁ μακαριστός ρουμᾶνος ἱεραπόστολος τῶν τελευταίων χρόνων, ἀρχιμ. π. Ἰωαννίκιος Μπάλαν, δέν ἐπρόκειτο ποτέ νά γνωρισθῆ μέ τόν Ἑλληνικό λαό, ἐάν δέν εἶχε ὁ ἴδιος τήν θεία φώτισι νά στείλη τό 1977 τό βιβλίο του «Ρουμανικό Γεροντικό», ὀγκώδης τόμος 600 σελίδων, σέ ὅλες τίς Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Τήν χρονιά ἐκείνη ἤμουν, ἐνθυμοῦμαι, βοηθός τοῦ γραμματέως τῆς Μονῆς μας τοῦ σοφοῦ Γέροντος Ἀνδρέου. Ἦλθε τό βιβλίο στά χέρια μου καί ἐνημέρωσα τόν σεβαστόν μας Γέροντα, τόν π. Γεώργιο, ὅτι ἦλθε ἕνα ρουμάνικο βιβλίο στό γραφεῖο.Ἐπιγράφεται «Pateric Romanesc». Σίγουρα τοῦ εἶπα θά ἔχει ρουμάνους ἁγίους. Μέχρι τότε δέν ἤξερα ὅτι ὑπάρχουν Ἅγιοι καί σέ ἄλλες Χῶρες. Ἀλλά αὐτή ἡ ἀποστολή τοῦ βιβλίου μέ χαροποίησε καί γρήγορα συνεπέρανα ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει κι ἄλλους Ἁγίους σέ ἄλλα κράτη τοῦ κόσμου. Μπῆκε μέσα στήν καρδιά μου μία φλόγα. Ἐσκεπτόμουν πῶς θά ἠμπορέσουμε κι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες νά γνωρίσουμε τήν ζωή, τά θαύματα καί τήν διδασκαλία αὐτῶν τῶν Ρουμάνων Ἁγίων; Κανείς μέχρι τότε δέν ἤξερε ρουμανικά στό Ἅγιον Ὄρος. Δέν ὑπῆρχαν οἱ σημερινοί πατέρες στήν ρουμανική Σκήτη τοῦ Λάκκου ν᾿ ἀσχοληθοῦν μέ μεταφράσεις. Ἀλλά καί στήν Ρουμανική Σκήτη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου τῆς Λαύρας ζοῦσαν τότε 20 περίπου μοναχοί μέ δύσκολες συνθῆκες διαβιώσεως, χωρίς ν᾿ ἀσχολοῦνται μέ μεταφράσεις βιβλίων.
Ὁ Θεός ἐνεργοποίησε τήν φλόγα πού ἔβαλε μέσα στήν καρδιά μου καί μέ ὤθησε νά μάθω τά ρουμανικά, παρότι δέν ἤξερα μέχρι τότε οὔτε μία λέξι. Ἔτρεξα μέ ἐνθουσιασμό στόν Γέροντά μου:
-Γέροντα, δόστε εὐλογία νά μάθω ρουμανική, γιά νά μεταφράσω αὐτό τό βιβλίο.
-Ὄχι, τώρα, γιατί ἔχουμε πολύ κόσμο στό μοναστήρι καί πολλές δουλειές. Ἄφησε γιά τό φθινόπωρο.
Ἦλθε κάποτε τό φθινόπωρο καί πάλι μέ χαρά καί πόθο στόν Γέροντα:
-Γέροντα, ὅπως μοῦ εἴπατε, ἦλθε τό φθινόπωρο, δόστε μου εὐλογία νά πάω στήν Ρουμανική Σκήτη τοῦ προδρόμου νά ἐρωτήσω τόν Καθηγούμενο π. Πετρώνιο πῶς θά μάθω τά ρουμανικά.
-Ὄχι τώρα, ἦλθε χειμῶνας. Ἄφησε γιά τήν ἄνοιξι τοῦ ἄλλου ἔτους.
Μέ πολλή ὑπομονή περίμενα πότε νά ἔλθη ἡ ἄνοιξις. Κάποτε ἦλθε. Τελείωσε καί ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα. Καί ἐγώ πάλι χαρούμενος καί μέ πολλές ἐλπίδες στόν Γέροντά μου ἔτρεξα νά τοῦ ὑπενθυμίσω τήν ὑπόσχεσι, νά ἐκθέσω καί πάλι τήν ἐπιθυμία μου.
-Γέροντα, εὐλογεῖτε. Ὅπως μοῦ εἴπατε ἀπό τό προηγούμενο φθινόπωρο, ὅτι τώρα τήν ἄνοιξι θά μέ στείλετε στήν Ρουμανική Σκήτη γιά νά μάθω ἀπό τόν π. Πετρώνιο τά ρουμανικά. Ἔχω τήν εὐλογία σας νά πάω ἐκεῖ;
-Τώρα, βρέ παιδί μου, ἔρχονται πολλοί προσκυνητές καί εἶσαι ἀρχοντάρης, τί θά γίνη μέ τό Ἀρχονταρίκι καί τόν κόσμο; Ἄφησε τόν ἑπόμενο φθινόπωρο.
Συγκρατῶ, ὅσο ἠμπορῶ, τίς νεανικές μου αὐθόρμητες κινήσεις τῆς ψυχῆς μου γιά νά μή θυμώσω καί ὀργισθῶ ἐναντίον τοῦ Γέροντός μου καί ἀναχωρῶ γιά τό διακόνημά μου. Μετρῶ τούς μῆνες καί κατόπιν τίς ἡμέρες. Πλησιάζει ἐπί τέλους τό ἄλλο φθινόπωρο. Ἀρχές Ὀκτωβρίου τοῦ 1982 τρέχω καί πάλι στό κελλί του.
-Γέροντα, ὅπως εἴπαμε καί παλαιότερα, τήν εὐλογία σας γιά νά μάθω τά ρουμανικά.
-Ἔπιασαν γρήγορα τά κρῦα καί θά κρυώσης. Ἄφησε τό θέμα γιά τήν ἄλλη χρονιά.
Δέν κρατήθηκα πλέον ἄλλο. Μέ μία ἀπότομη ψυχική ἔξαψι τόν ἐρώτησα πολύ ὀργισμένος:
-Θά μέ ἀφήσετε ἐπί τέλους ἤ ὄχι. Γιατί μέ κοροϊδεύετε;
-Πήγαινε σήμερα στήν Σκήτη. Ἐάν ἔχη πλοῖο φῦγε σήμερα.
Μετά ἀπό ἀναγκαστική ὑπομονή τριῶν περίπου ἐτῶν, ἀπέσπασα τήν εὐλογία του καί ἔτρεξα στήν Ρουμανική Σκήτη.
Συναντήθηκα μέ τόν π. Πετρώνιο. Ἐκεῖνος ἐχάρη καί μοῦ ἔδωσε ἕνα μικρό ρουμανοελληνικό λεξικό καί μία ρουμάνικη γραμματική τοῦ δημοτικοῦ τους σχολείου. Ἔμεινα κοντά τους μία ἑβδομάδα καί ἐπέστρεψα στήν Μονή μου.
Μέ τήν βοήθεια τώρα τοῦ λεξικοῦ, ψάχνοντας μία μία λέξι ἀπό τήν ρουμανική Γραμματική προσπάθησα νά μάθω τούς ὀνοματικούς καί ρηματικούς ὅρους καί τύπους καί κλίσεις ὀνομάτων καί ρημάτων. Γιά νά καταλάβω κἄπως τήν ρουμανική Γραμματική κουράσθηκα κάθε μέρα νά ψάχνω στό λεξικό γιά τήν σημασία τῶν λέξεων ἐπί τρεῖς μῆνες. Ἐνόμισα ὅτι εἶμαι ἕτοιμος νά μεταφράσω.
Ἐπῆρα στά χέρια μου τό ὀγκῶδες Ρουμανικό Γεροντικό καί κάθε λέξι πού εὕρισκα σέ κάθε φράσι, ἔψαχνα στό λεξικό νά μάθω τήν σημασία της. Εὕρισκα τήν σημασία ὅλων τῶν λέξεων μιᾶς προτάσεως καί ἔγραφα στά ἑλληνικά χωρίς ὅμως νά βγάζω νόημα. Ὅμως συνέχισα νά γράφω στά ἑλληνικά τίς προτάσεις ἔστω καί χωρίς νά καταλαβαίνω τά νοήματα. Μετά ἀπό 5 μῆνες ἔβγαιναν τά νοήματα ἀπό τήν μετάφρασι. Τελείωσα τήν μετάφρασι τοῦ Γεροντικοῦ. Καί μετά ἐγύρισα πάλι ἀπό τήν ἀρχή γιά νά ἀποκαταστήσω τίς ἀσυνάρτητες καί ἀκατανόητηες προτάσεις πού ἔγραφα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κουράσθηκα πολύ. Ἀλλά μέσα μου ἕνας ἱερός ζῆλος μέ εἶχε κυριεύσει καί δέν μέ ἄφηνε σέ ἡσυχία, οὔτε στήν ἐγκατάλειψι αὐτῆς τῆς προσπαθείας μου.
Τό δεύτερο βιβλίο πού μετέφρασα ἦσαν τά κατανυκτικά Ποιήματα τοῦ νέου ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου, ρουμάνου στήν καταγωγή, συμμοναστοῦ τοῦ π.Πετρωνίου Προδρομίτου στήν μονή Νεάμτς Ρουμανίας τό 1930. Τόν πρόλογο στήν ἔκδοσι τῶν Ποιημάτων τοῦ Ὁσίου, τόν ἔγραψε ὁ π. Πετρώνιος, ὁ ὁποῖος ἐνθυμεῖται τήν ἀρετή καί τόν μοναχικό ζῆλο τοῦ νεαροῦ τότε Ἠλία Ἰακώβου.
Μία νέα διακαής ἐπιθυμία ἐμφυτεύεται μέσα στήν καρδιά μου. Νά ἐπισκεφθῶ τώρα τούς ἱερούς τόπους, τά ἀσκητήρια, τίς σπηλιές καί τίς μονές τόσων ρουμάνων Ἁγίων πού μετέφρασα. Ἤθελα νά ἰδῶ ποῦ εἶναι ἡ σπηλιά τῆς Ὁσίας Θεοδώρας τῆς Σύχλας καί ἀπό ποιά ἀπόστασι τά πουλιά τῆς μετέφεραν ψίχουλα ἀπό τά ψωμιά τῆς τραπέζης τοῦ φαγητοῦ τῆς Μονῆς Συχαστρίας. Ποῦ εἶναι τό «Ἅγιον Ὄρος», τῆς Ρουμανίας, πού λέγεται στήν γλῶσσα τους Τσεαχλέου; Ποῦ εἶναι ἡ πέτρινη σπηλιά τοῦ Ὁσίου Δανιήλ τοῦ ἡσυχαστοῦ, Πνευματικοῦ πατρός τοῦ ἁγίου Στεφάνου τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος τῆς Μολδαβίας κατά τόν 15-16 αἰῶνα; Ἤθελα νά μάθω ποῦ ἔζησε αὐτός ὁ ἅγιος ἡγεμών, ὁ ὁποῖος ἔκτισε 48 ἐκκλησίες καί μοναστήρια, κατ᾿ ἐντολήν τοῦ Γέροντός του, ὁσίου Δανιήλ τοῦ ἡσυχαστοῦ, μετά ἀπό κάθε νίκη του πού θά διεξάγη κατά τῶν τούρκων.
Ἔξω ἀπό τό κελλί μου, εὑρίσκεται μέχρι σήμερα μία μαρμάρινη ἐντοιχισμένη ἐπιγραφή στήν ὁποία εἶναι γραμμένα σέ κυριλλική γραφή τά ἑξῆς λόγια: «Εὐλογία τοῦ ἐλεήμονος ἡγεμόνος Στεφάνου». Ἤξερα ὅτι ἡ μεσαία πτέρυγα τῆς Μονῆς μας μαζί μέ τόν πύργο εἶναι κτισμένα, μετά τήν πρώτη πυρκαϊά τῆς μονῆς μας τοῦ 1497, ἀπό τόν προστάτη τῶν Ὀρθοδόξων τότε ἅγιο ἡγεμόνα Στέφανο τόν Μέγα.
Ἐπιθυμοῦσα λοιπόν νά μεταβῶ στήν Χώρα αὐτῶν τῶν ρουμάνων ἁγίων νά γνωρίσω ἀπό κοντά τά μοναστήρια τους, τόν χριστιανικό πολιτισμό τους, τόν ὀρθόδοξο λαό τους καί ἐπιστρέφοντας νά διηγηθῶ εἰς τήν Μονή μου καί στόν Ἑλληνικό λαό, ποιά εἶναι ἡ Χώρα τῆς Ρουμανίας.
Πράγματι ὁ Γέροντάς μου εὐλόγησε αὐτήν τήν προσκυνηματική μου πορεία. Ἀρχές Ὀκτωβρίου τοῦ 1984, ἡλικίας τότε 32 ἐτῶν, ἐπέρασα τά ἑλληνικά σύνορα καί μπῆκα στό ἔδαφος τῆς Σερβίας καί κατόπιν τῆς Ρουμανίας. Μετά ἀπό 24 ὧρες ταξιδίου μέ τό λεωφορεῖο ἔφθασα στό Βουκουρέστιο. Εἶχα τηλεφωνήσει ἐκ τῶν προτέρων καί τόν π. Ἰωαννίκιο καί τόν διάκονο Σεβαστιανό Μπάρμου, τόν ὁποῖον εἶχα συναντήσει κάποτε στήν ρουμανική σκήτη. Ἦλθε ἡ γυναίκα τοῦ διακόνου Σεβαστιανοῦ καί μέ μετέφερε στό ἱερατικό οἰκοτροφεῖο «Caminul preoţesc» τοῦ Πατριαρχείου. Τό ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας ἦλθε μέ τό τραῖνο ἀπό τήν μον΄πη Μπίστριτσα τῆς Μολδαβίας καί ὁ π. Ἰωαννίκιος.
Ἦτο ἡ πρώτη συνάντησίς μας καί ἡ πρώτη γνωριμία μας, ἡ ὁποία ἔμελλε νά γίνη ἡ ἀπαρχή μιᾶς ἀδελφικῆς φιλίας καί ἐν Χριστῶ συνεργασίας γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν γνωριμία τῶν δύο ὀρθοδόξων λαῶν μας.
Τήν ἄλλη ἡμέρα μ᾿ ἐπῆγε καί ἐπροσκύνησα τό ἄφθαρτο καί εὐωδιάζον Λείψανο τοῦ Ὁσίου Δημητρίου Μπασαράμπη, πού εἶναι σέ εἰδική ἐξέδρα μέσα ἀριστερά στόν καθεδρικό ναό τοῦ Βουκουρεστίου. Κατόπιν ἐπισκεφθήκαμε τόν τότε πατριάρχη μακαριστό Ἰουστῖνο Μωϋσέσκου καί ἐπήραμε τήν εὐλογία του. Τήν ἄλλη ἡμέρα ἐφύγαμε μέ τό τραῖνο γιά τήν πόλι Πιάτρα Νεάμτς. Ἀπόστασις περίπου 500 χιλιομέτρων. Ὁ μακαριστός Γέροντας πόσα μοῦ ἐδιηγεῖτο στήν διαδρομή γιά τήν ὀρθόδοξη Ρουμανία, γιά τά μοναστήρια της, γιά τόν λαόν της, γιά τόν ὁποῖον μοῦ ἔλεγε: «Ἐμεῖς εἴμεθα ἁμαρτωλοί, ἀλλά ἔχουμε χρυσό λαό».
Ἐφθάσαμε στήν Πιάτρα Νεάμτς καί μέ τό λεωφορεῖο τῆς γραμμῆς ἐπήγαμε στήν μονή Μπίστριτσα, ὅπου ἐμνόναζε τότε ὁ ἴδιος. Ἦτο μία συνοδεία ἀπό πολλούς παλαιούς πατέρες καί ἡγούμενο τόν ἀρχιμ. π. Κυπριανό. Ἐνθυμοῦμαι διάκονος τότε ἦτο ἕνας μικρόσωμος νεαρός, ὁ π. Σεραφείμ, τόν ὁποῖον ἐφέτος (2010) τόν συνάντησα ὡς ἡγούμενο στήν μονή Μπισερικάνι.
Ἔμεινα στήν μονή αὐτή 10 ἡμέρες. Ἰδιαίτερα ἐντυπωσιάσθηκα τήν ἡμέρα της Κυριακῆς. Ἤρχοντο κατά δεκάδες οἱ ἄνθρωποι στήν ἐκκλησία ἀπό τήν γειτονική πόλι μαζί μέ τά παιδάκια τους, ντυμένοι ἁπλοϊκά καί μᾶλλον πτωχά. Ἐστεκόμουν στό δεξιό ἀναλόιγιο καί παρακολουθπυσα τούς μοναχούς ψάλτες καί τούς χριστιανούς πού ἔμπαιναν μέ τάξι, σεμνότητα, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ. Ὅλοι τούς κρατοῦσαν στά χέρια τους ἀπό ἕνα κερί, τό μνημόνιο μέ τά ὀνόματα ζώντων καί νεκρῶν καί κάποιο νόμισμα. Προσκυνοῦσαν μέ τρεῖς ἐδαφιαῖες μετάνοιες τόν Ἅγιο τῆς ἡμέρας στό δεξιό προσκυνητάριο καί κατόπιν προσκυνοῦσαν τήν θαυματουργή Εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης, δῶρο τοῦ αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Μανουήλ τοῦ Παλαιολόγου στόν ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας καί κτίτορα τῆς μονῆς Ἀλέξανδρον τόν Καλόν τό 1407. Κατόπιν περνοῦσαν κάτω ἀπ᾿ αὐτήν γιά νά εὐλογηθοῦν καί μετά νά προσκυνήσουν καί τόν ἅγιο Γεώργιο, πού ἡ εἰκόνα του εἶναι ὄπισθεν τῆς μεγάλης εἰκόνος τῆς Ἁγίας Ἄννης. Μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς ἔκλαιγαν. Ἐπηρεασμένος ἄκλαιγα κι ἐγώ μαζί τους.
Στήν θεία Λειτουργία μετά τούς μοναχούς ψάλτες, ἔψαλλε πολυφωνική χορωδία ἀπό ἁπλοϊκούς ἄνδρες καί γυναῖκες. Ὁ π. Ἰωαννίκιος μέ κάλεσε νά μπῶ στό ἱερό Βῆμα. Δέν δέχθηκα. Ἔμεινα ἔξω στό στασίδι μου γιά νά ἀπολαμβάνω ἐκείνη τήν ἱερά μυσταγωγία. Ἤθελα νά βλέπω τά εὐλαβικά καί ταπεινά πρόσωπά τους, τίς μετάνοιες πού μέ περισσή εὐλάβεια ἔκαναν μπροστά στίς ἅγιες εἰκόνες. Συμμετεῖχα στόν πόνο τους καί μαζί τους ἔκλαιγα κι ἐγώ.
Σιγά σιγά ἐγέμισε ἡ ἐκκλησία ἀπό πιστούς χριστιανούς. Κατά τήν Μεγάλη Εἴσοδο δημιουργήθηκε τό ἀδιαχώρητο. Ἐντεταλμένοι ἀδελφοί ὡς εὐταξίες, ἄνοιγαν διάδρομο γιά νά περάση τό ἱερατεῖο μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἡγούμενο π. Κυπριανό καί τούς ἄλλους 6-7 κληρικούς. Ἔβλεπα τώρα κάτι τό ἀσυνήθιστο στήν Ἑλλάδα. Ὁ ἅγιος ἡγούμενος ἀκουμβοῦσε τήν βάσι τοῦ ἁγίου Ποτηρίου ἐπάνω ἀπό τά κεφάλια τῶν πλησιεσρέρων πρός αὐτῶν χριστιανῶν. ὅλοι οἱ χριστιανοί σκυμμμένοι κάτω καί ἄλλο γονατισμένοι. Ἔφθασε ἡ πομπή μέχρι τήν ἔξοδο τοῦ ἐπιμήκους ναοῦ. Στήν ἐπιστροφή ἄλλο πρωτοφανές καί συγκινητικό θέαμα μέ ἐξέπληξε. Στό μέσον τοῦ ναοῦ, ἀπ᾿ ὅπου θά περνοῦσε ἡ πομπή τῶν ἱερέων μέ τά Ἅγια Δισκοπότηρα, εἶχαν ἐξαπλώσει κάτω μέ πολλή ἁπλότητα καί φυσικότητα πολλοί ἄνθρωποι, ἀδιακρίτως φύλλου, ὁ ἕνας δίπλα στόν ἄλλον σέ σημεῖο πού νά μήν ἠμποροῦν νά ἀδρασκελίσουν ἀπό ἀνάμεσά τους οἱ λειτουργοί ἱερεῖς. Κάποιοι ἄλλοι χριστιανοί βοηθοῦσαν τούς ἱερεῖς γιά νά μή πατήσουν κάποιον καί τοῦ δημιουργήσουν κάποια πληγή στό σῶμα του.
Τό θεάμα, πέραν ἀπό τόν ἐξωτερικό ἐντυπωσιασμό του εἶναι καί βαθυτάτη ἔκφρασις τοῦ θρησκευτκοῦ συναισθήματος τοῦ λαοῦ γιά τήν πίστι τοῦ ὁποίου σιμνήνεται σήμερα «Ρουμανική Ἐκκλησία. Διαισθάνεται κανείς τό μεγαλεῖο τῆς θρησκευούσης ψυχῆς πού ἀπαλλαγμένη ἀπό τά ὑποκριτικά σχήματα καί τίς ἐπίπλαστες ταπεινώσει;, ὁμιλεῖ μέ τά Θεῖα Πρόσωπα, μέ τόν οὐράνιο κόσμο ἁπλᾶ, ταπεινά, αὐθὀρμητα, ἀδελφικά. Αὐτή ἡ ἀδελφωσύνη Μονῆς καί χωριοῦ, μον αχῶν καί χριστιανῶν εἶναι ἡ ἔμπρακτος διδασκαλία τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ πού φέρει σέ ὅλους μας τό μήνυμα τῆς ἀγάπης καί τῆς πνευματικῆς ἑνότητος.
Στό τέλος τῆς Λειτουργίας ὁ π. Ἰωαννίκιος μετά τό κήρυγμά του, ἀνεκοίνωσε κάτι καί γιά τήν ἐλαχιστότητά μου καί γιά τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖον ἦλθα στήν Ρουμανία.
Τό ἱεραποστολικό ἔργο τῆς Μονῆς τό ἔχουν ἀναλάβει οἱ ἱερομόναχοι Πνευματικοί, οἱ ὁποῖοι, ἐκτός ἀπό τά μοναχικά τους καθήκοντα, προσφέρονται μέ ζῆλο καί στήν διακονία τοῦ πλησίον. Εἶναι ἡλίου φαεινώτερον ὅτι τήν πρώτη θέσι κατέχει ἀνάμεσά τους ὁ π. Ἰωαννίκιος. Τόν ἔβλεπα στήν διακονία του νά εἶναι μία ἀσυνήθους ζήλου φλογερή ἱεραποστολική προσωπικότητα. Φλογερός στά κηρύγματά του, ἀκούραστος στίς συναντήσεις καί συζητήσεις μέ τούς χριστιανούς καί στοργικός στούς νέους μοναχούς καί στήν νεολαία γενικώτερα.
Ἐκείνη τήν ἡμέρα εἶχε τρόπον τινά ἁρπαγῆ ὁ νοῦς μου καί αἰσθανόμουν ὅτι ζοῦσα σέ πρωτοχριστιανκές ἐποχές. Ἀλλά καί ὅλοι οἱ μοναχοί μέ ἐντυπωσίασαν γιά τήν παραδοσιακή τους ἐνδυμασία, τήν εἰρηνική καί ὁσιακή τους μορφή, τήν ἀκριβῆ ἀνάγνωσι ὅλων τῶν Ἀκολουθιῶν καί γιά ὅλη τήν ἀγγελική τους πολιτεία.
Ἀπό τήν ἄλλη ἡμέρα ὁ φίλος μου πλέον καί ἀγαπητός μου ἀδελφός π. Ἰωαννίκιος μέ τήν ἁπλότητα μικροῦ παιδιοῦ, τήν καλωσύνη καί τήν στοργή του μέ παρέλαβε γιά ἕνα κοντινό προσκύνημα στήν γειτονική ἐκείνη περιφέρεια.
Σκήτη Ταρκέου.
Ἀπό τήν μονή Μπίστριτσα μέ πολύτιμο προστάτη καί εὐγενικό ἀδελφό τόν π. Ἰωαννίκιο ἐφύγανμε μέ κάποιο ἰδιωτικό αὐτοκίνητο μέ κατεύθυνσι τήν σκήτη Ταρκέου. Ἀπεῖχε περί τά 20 χιλιόμετρα. Περιβαλλόταν ἀπό θεόρατα ἔλατα καί καταπράσινη τήν βλάστησι. Ἱδρύθηκε τό 1833, ὅπως μοῦ ἔλεγε ὁ π. Ἰωαννίκιος, ἀπό τόν μεγάλο ἡσυχαστή Ἀβράμιο. Μοῦ ἔκαμε ἐντύπωσι ὅτι ἡ ἐκκλησία τό καμπαναριό, τά οἰκήματα, οἱ ἀποθῆκες εἶναι ὅλα κατασκευασμένα μέ ξύλα. Ἡ πλοκή καί τό δέσιμο τῶν ξύλων ἰδιαίτερα στήν ἐκκλησία μέ ἐντυπωσίασαν. Κάτι τό ὁποῖον δέν ὑπάρχει στήν Ἑλλάδα. Τιμᾶται στήν μνήμη τῶν Ἁγίων Πάντων. Ἡ Λειτουργία ἐδῶ, ὅπως μᾶς εἶπαν, γίνεται δύο φορές τήν ἑβδομάδα. Τότε ἡγούμενος ἦτο ὁ μοναχός Εὐφρόσυνος.
Πλησίον τῆς Σκήτης, σ᾿ ἕνα ἐρημικό καλλί, πού εἶναι βυθισμένο στό πράσινο μέσα σέ μία κοιλάδα εὑρίσκεται ὁ ἡσυχαστής ἱερομόναχος Θεοφάνης. Ὅπως μᾶς ἔλεγε, διηκόνησε 40 χρόνια τήν σκήτη σάν ἡγούμενος καί μετά ἀποσύρθηκε στήν ἐρημία γιά νά ἀποκτήση καί τούς καρπούς τῆς ἡσυχίας, πού εἶναι ἡ νοερά καί καρδιακή προσευχή καί ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἦτο ἡλικίας 86 ἐτῶν. Εἶχε πρόσωπο γαλήνιο, ροδοκόκκινο, λόγῳ τῆς καθαρᾶς ἀ;τμοσφαίρας καί ἔκδηλη τήν παρουσία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ βστό πρόσωπό του. Μᾶς ὑποδέχθηκε μέ χψαρά καί ἁπλότητα. Τό κερασμά του ἦτο λευκό πηκτό μέλι καί δροσερό νερό.
Τόν ἐρώτησε ὁ π. Ἰωαννίκιος γιά νά ὠφεληθπω κι ἐγώ:
Ποιό εἶναι τό ἔργο τοῦ ἡσυχαστοῦ, πάτερ Θεοφάνη;
-Προσευχή καί νηστεία, πάτερ Ἰωαννίκιε.
-Ἔχετε πειρασμούς ἀπό τόν διάβολο;
-Ναί, μοῦ προκαλεῖ θορύβους, κυρίως τήν νύκτα, ἀλλά νικᾶται ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, πού καίει στήν καρδιά μου.
Ἐγώ τόν ἐρώτησα τί νά εἰπῶ στούς μοναχούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅταν ἐπιστρέψω κι ἐκεῖνος, ἀντί ἄλλης ἀπαντήσεως, ἔτρεξε γοργά καί μᾶς .ἔφερε ἕνα δικό του χειρόγραφο, ὅπου εἶχε γράψει κείμενα γιά τό μεγαλεῖο τοῦ Ἄθωνος. Ἐκάθισε καί μᾶς τό ἐδιάβαζε.
Ἐπήραμε τήν εὐχή του καί ἐφύγαμε πολύ ὠφελημένοι ἀπό τήν ἀκτινοβολία τοῦ ἱεροῦ προσώπου του. Ὁ π. Ἰωαννίκιος μέ ὡδήγησε στήν καλύβα ἑνός ἄλλου ἡσυχαστοῦ τοῦ π. Νικοδήμου. Τό ἑτοιμόρροπο καί μικκροσκοπικό κελλάκι του εὑρισκόταν 500 χρόνια μακριά ἀπό τό κελλί τοῦ π. Θεοφάνους. Εἶναι μέσα στήν κοιλάδα καί μόλις δύο μέτρα ὑψηλότερα ἀπό τά ὁρμητικά νερά τοῦ χειμάρρου.
Ἦταν ἀπόγευμα, τό κρῦο αἰσθητό καί ὁ Γέρο-Νικόδημος καθισμένος δίπλα στήν κτιστή του σόμπα, ἑτοίμαζε τό ἀλάδωτο ρύζι του. Μπαίνοντας μέσα μετά δυσκολίας ἐχωρέσαμε 4 ἄτομα. (Ἦλθε μαζί μας καί ὁ ἡγούμενος τῆς Σκήτης). Δέν εἴδαμε κρεββάτι, παρά μία σανίδα μέχρις ἑνός μέτρου, πού εἶχε ἐπάνω ἔνα χαλάκι, δίπλα ὀλίγα βιβλία, κοντά ἕνα τραπεζάκι καί πάνω ἀπό τήν σομπά κρεμόταν ἕνα μεγάλο πριόνια γιά τό μκόψιμο τῶν ξύλων.
Ὁ π. Νικόδημος ἦτο φοβερά ἀδύνατος, ὑψηλός, μέ τά μαλλιά του ρηγμένα στούς ὤμους του, φοροῦσε καί γυαλιά καί στεκόταν ὄρθιος καί μᾶς ὡμιλοῦσε.
Ὁ π. Ἰωαννίκιος τόν ἐρώτησε:
-Πῶς θ᾿ ἀποκτήσουμε, δάκρυα μετανοίας ἐμεῖς οἱ κοινοβιάτες, πάτερ Νικόδημε;
-Παιδί μου, εἶναι πολύ δύσκολο αὐτό Θέλει πολλή ταπείνωσι. Νά ἔχετε τήν μνήμη τοῦ θανάτου καί τῶν βασάνων τῆς κολάσεως, διότι ἀπ᾿ αὐτά προκαλεῖται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ λύπη γιά τίς ἁμαρτίες μας καί ἡ ἐκροή τῶν δακρύων. Ἀπ᾿ αὐτά κατασκηνλων ει στήν καρδιά μας ἡ ἁγία ταπείνωσις καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Τό ἀσκητικό του πρόσωπο ἐξέφραζε μία ὑπερκόσμια χάρι. Ἦταν εἰρηνικό, ἑλκυστικό καί σέ ἀνέπαυε χωρίς ἐπιφυλάξεις νά τόν πλησιάσης καί νά ὠφεληθῆς ἀπό τήν συντροφιά καί συνομιλία μαζί του. Φεύγοντας μᾶς κατευώδωσε μέχρι τόπέρασμα τοῦ ποταμοῦ, γιά νά μή κολλήσουμε στήν λάσπη καί δέν ἐπέστρεψε ὀπίσω μέχρις ὅτου ἐμεῖς χαθήκαμε ἀπό τά μάτια του. Μᾶς εὐλόγησε ἀπό μακριά καί μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι θά προσεύχεται γιά τήν σωτηρία μας.
Ὁ π. Νικόδημος, μοῦ ἔλεγε ὁ π. Ἰωαννίκιος, δέν εἶναι ἔνας τυχαῖος ἄνθρωπος. Ἦταν πρώην καθηγητής τοῦ θεολογικοῦ σεμιναρίου τῆς μονῆς Νεάμτς, συγγραφεύς δοκιμώτατος, ἔμπειρος Πνευματικός καί εὐλαβής λειτουργός. Στά 79 χρόνια του ἀφιέρωσε τά ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του στό ἡσυχαστικό πολίτευμα γιά νά ἑτοιμασθῆ γιά τό μεγάλο καί ἀνεπίστροφο ταξίδι πρός τούς οὐρανούς.
Μέ συνοδό καί πάλιν τόν ἀγαπητό π. Ἰωαννίκιο ἐπισκεφθήκαμε τό φράγμα Μπικάζ, πού εὑρίσκεται στό βουνό Τσεαχλέου. Τό τεχνητό αὐτό φράγμα, πού ἔλεγε ὁ φύλακας ἄγγελός μου π. Ἰωαννίκιος ἔχει βάθος 100 μέτρα, τό ὕψος τοῦ εἶναι 120 μέτρα, τό μῆκος του 300 καί τό μῆκος τῆς σχηματισθείσης λίμνης 35 χιλιόμετρα. Ἀπό ἐκεῖ ἀντικρύσαμε τό ὀγκῶδες καί μεγαλόπρεπο ὄρος Τσεαχλέου, τό ὁποῖον ἔχει ὕψος 1910 μέτρα, ἐνῶ ἡ βάσις του 30 χιλ. καί τό ὀροπέδιο πού σχηματίζεται στήν κορυφή του χιλ. Μοῦ ἔλεγε τά ἑξῆς γι᾿ αὐτό τό ὄρος ὁ π. Ἰωαννίκιος:
Εἶναι τό ἁγιώτερο ὄρος τῶν ρουμάνων, γι᾿ αὐτό καί λέγεται «Ἄθως τῆς Ρουμανίας».
Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου