ΑΓΓΕΛΟΣ ΝΗΣΙΩΤΗΣ
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Υπάρχουν δύο εκδοχές περί της συγγενικής σχέσεως αυτών προς τον Κύριον, ή ότι ήσαν εξάδελφοί του ή ότι ήσαν τέκνα του Ιωσήφ εκ του γάμου του μετά τίνος γυναικός, μεθ’ ης έζησε προ της μνηστείας του μετά της Θεοτόκου και ότι η δευτέρα γνώμη είναι επικρατέστερα.
Το ζήτημα τούτο δεν μας σαφηνίζει η Κ. Διαθήκη, διότι εν τη αποστολική εποχή η προσοχή των Αποστόλων και των χριστιανών απερροφήθη τελείως από το πρόσωπον του Κυρίου, πάντα δε τα περιβαλόντα Αυτόν πρόσωπα αναφέρονται περιστατικώς.
Η Εκκλησία κατά τους διαρρεύσαντας μετά τον πρώτον αιώνας ευρέθη προ πολλών ενστάσεων και ανέπτυξε το θέμα τούτο. Ιδίως αι συζητήσεις περιεστράφησαν περί το πρόσωπον της Θεοτόκου και συμφώνως προς τας παραδόσεις πεφωτισμένοι υπό του Αγ. Πνεύματος εδογμάτισαν περί της αειπαρθενίας της Θεοτόκου από της Γ’ εν Εφέσω Οικουμενικής Συνόδου (451).
Ούτως η Εκκλησία απέκρουσε τας ιδέας των Αντιδικομαριανιτών και των Παυλικιανών, παρ’ ων, σκορπισθέντων εις την Δύσιν μετά την άλωσιν της ΚΠόλεως, έλαβον τα επιχειρήματα των οι κατά τον 16ον αιώνα προελθόντες Προτεστάνται. Ούτοι ανέπτυξαν πολλήν φιλολογίαν περί τα ζητήματα ταύτα, πολεμούντες την Εκκλησίαν δια την τιμήν, με την οποίαν περιέβαλεν αύτη την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Ιδίως πολέμησαν το Αειπάρθενον της Θεοτόκου βασιζόμενοι εις την φράσιν «αδελφοί του Κυρίου».
Είναι αληθές, ότι φέρονται «αδελφοί» του Κυρίου εν τοίς Ευαγγελίοις και εν άλλοις βιβλίοις της Κ. Διαθήκης. Το πληρέστερον κείμενον περί των αδελφών του Κυρίου ευρίσκεται παρά τω Ευαγγελιστή Μάρκω (6, 1-3). Εις την περικοπήν αυτήν αναφέρεται, ότι ο Κύριος επεσκέφθη κατά τον δημόσιόν Του βίον την Ναζαρέτ και δίδασκεν εις την συναγωγήν και «πολλοί ακούοντες εξεπλήσσοντο λέγοντες, Πόθεν τούτω ταύτα ; και τις η σοφία η δοθείσα αυτώ ; ότι και δυνάμεις δια των χειρών αυτού γίνονται; Ουχ ούτος εστιν ο τέκτων, ο υιός Μαρίας, αδελφός δε Ιακώβου και Ιωσή και Ιούδα και Σίμωνος; και ουκ εισίν αι αδελφαί αυτού προς ημάς;»
Εγαυρίασαν οι Προτεστάνται με αυτό το χωρίον, δια να πολεμήσουν το Αειπάρθενον της Θεοτόκου, αλλ’ αυτό το χωρίον τα τέκνα δεν αποδίδει εις την Μαρίαν, με την οποίαν έπρεπε να συνδέσουν τα ονόματα, ως τέκνα Μαρίας, αλλά συνδέονται προς το «ούτος», κείμενον μακρότερον εν τη φράσει’ αλλ’ ούτε εν τη φράσει ταύτη, ούτε εις άλλο χωρίον γραφικόν λέγονται τέκνα Ιωσήφ. Μόνον παρουσιάζονται ως αδελφοί του Ιησού. Εκ τούτου συμπεραίνομεν, ότι δεν είναι και τέκνα του Ιωσήφ εκ προτέρου γάμου του. Διότι δεν έχομεν τοιαύτην μαρτυρίαν. Άλλως τε εν τη Κ. Διαθήκη φαίνεται πανταχού ως μεριμνών ο Ιωσήφ μόνον δια την Παρθένον και το παιδίον Ιησούν. Εις την Βηθλεέμ παρουσιάζεται συνοδεύων μόνον την Παρθένον και είτα και το «παιδίον» Ιησούν είναι ελεύθερος να μεταβή με τους δυο εις την Αίγυπτον, και εις τον Ναόν, παρουσιάζεται μόνον με αυτούς μετά 40 ημέρας από της γεννήσεως και όταν ο Ιησούς ήτο δωδεκαετής. Η δε Θεοτόκος δεν έχει κανένα προστάτην, δια τούτο και παραθέτει αυτήν ο Κύριος από του Σταυρού εις τον Ιωάννην με την φράσιν «Ιδού η Μήτηρ σου».
Η ιδέα, ότι ήσαν τέκνα του Ιωσήφ υπήρχεν από των πρώτων αιώνων. Την φήμην ταύτην περιέσωσεν ο Ωριγένης (190-250) γραφών «φασί δε τινες είναι τέκνα Ιωσήφ εκ γυναικός συνωκηκυίας πρότερον μετ’ αυτού», ήτοι προ της μνηστείας του μετά της Θεοτόκου. Η φράσις όμως αύτη δεικνύει, ότι ήτο μία φήμη, την οποίαν δεν αποδέχεται ο Ωριγένης, φασί τινες, μερικοί λέγουν, αλλ’ ο ίδιος παρατρέχει την φήμην μη διακινδυνεύων να την επιβεβαιώση ούτε να την διαψεύση. Διατί άρα γε ; Ίσως εφοβείτο να μη κλονίση το κύρος των δυο Καθολικών επιστολών του Ιακώβου και του Ιούδα εις εποχήν, κατά την οποίαν ο Κανών της Κ. Διαθήκης δεν είχε λάβει επίσημον αναγνώρισιν. Ως γνωστόν ο Κανών της Κ. Δ. με τα υπάρχοντα 27 βιβλία ανεγνωρίσθη από την εν Λαοδικεία Σύνοδον (361).
Ο Θεοδώρητος ο Κύρου λέγει τα εξής περί τούτου του θέματος, «Αδελφός του Κυρίου εκαλείτο μεν, ουκ ην δε φύσει. Ούτε μην ως τινες υπειλήφασι, του Ιωσήφ υιός ετύγχανεν ων, εκ προτέρου γάμου γενόμενος, αλλά του Κλωπά μεν ην υιός, του δε Κυρίου ανεψιός, μητέρα γαρ είχε την αδελφήν της του Κυρίου μητρός» (ερμηνεία προς Γαλάτας Τ 82, Σ 467).
Ο Ιερώνυμος καλεί τον μνήστορα Ιωσήφ Παρθένον, αναφέρει δε, ότι από των ψευδευαγγελίων των επιγραφομένων του Πέτρου και του Ιακώβου περισσοί εδελεάσθησαν και είπον, ότι ο μνήστωρ Ιωσήφ με την Έσκαν επαιδοποίησε τους λεγομένους αδελφούς του Κυρίου. (Ιερώνυμος παρά Δοσιθέω εις τον βίον Ιακώβου του Αδελφοθέου).
Αφ’ ου λοιπόν κατά τον β’ αιώνα δεν υπήρχε πεποίθησις εάν ήσαν τέκνα Ιωσήφ, νομίζομεν ότι πρέπει να είμεθα πολύ εφεκτικοί εις το να αναγνωρίσωμεν, ότι ήσαν τέκνα Ιωσήφ οι αδελφοί του Κυρίου.
Αλλά πως θα ερμηνευθή τότε το «αδελφοί του Κυρίου». Η λέξις αδελφός παρ’ εβραίοις εσήμαινε και τον εξάδελφον και πάντα συγγενή. Ο Αβραάμ ομιλών εις τον Λωτ δια τας έριδας των ποιμένων των λέγει, ότι δεν είναι πρέπον οι ποιμένες μας να ερίζουν δια τα συμφέροντά μας «ότι άνθρωποι αδελφοί έσμεν ημείς». (Γεν. ιγ’, 8). Γνωρίζομεν δε ότι ο Λωτ ήτο ανεψιός του Αβραάμ.
Ότι δε αι λέξεις αδελφός και αδελφή έχουν την έννοιαν του συγγενούς φαίνεται εκ της φράσεως «Ειστήκεισαν δε παρά τφ Σταυρώ του Ιησού η μήτηρ αυτού και η αδελφή της μητρός αυτού Μαρία η του Κλωπά» (Ιωάν. ιθ’, 25). Κατά τους πλευστούς ερμηνευτάς Μαρία η του Κλωπά λέγεται αδελφή της Θεοτόκου. Εάν παραδεχθώμεν τούτο, τότε ήσαν συνονόματοι αι δυο αδελφαί; Τα ονόματα δίδονται, δια να διακρίνωνται εν τη οικογενεία τα παιδιά– «άρα, η αδελφή της μητρός αυτού», σημαίνει συγγενή.
Είναι δε βεβαιότατον τούτο, διότι γνωρίζομεν, ότι η Θεοτόκος εγεννήθη εξ επαγγελίας και είναι μονογενής θυγάτηρ Ιωακείμ και της Άννης και δεν είχεν ούτε αδελφούς ούτε αδελφάς και δια τούτο παρεδόθη μετά την ενηλικίωσιν της εις τον εξάδελφόν της Ιωσήφ τον υιόν του Ιακώβου αδελφού του Ηλί (Ελιακείμ-Ιωακείμ). Λαμβάνοντες δε υπ’ όψιν, ότι σαφώς η Μαρία η του Κλωπά εν τω ευαγγελίω του Ιωάννου εις το παράλληλον χωρίον του Ματθαίου (27, 56) λέγεται ως του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, οι οποίοι καλούνται αδελφοί του Κυρίου υπό των Ναζαρηνών, δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, ότι ούτοι ήσαν δεύτεροι εξάδελφοι του Κυρίου, αφού η Μαρία η σύζυγος του Κλωπά ήτο πρώτη εξαδέλφη (ίσως) της Θεοτόκου. Έχομεν δε πληροφορίαν, ότι «οι αδελφοί αυτού ουκ επίστευον αυτώ». Φαίνεται, ότι υπήρχε διάστασις εις την οικογένειαν του Κλωπά ή Κλεόπα. Ίσως είναι ο Κλεόπας ο συνοδεύσας τον Κύριον εις Εμμαούς την πρώτην ημέραν της Αναστάσεώς Του. Η εμφάνισις αυτή, την οποίαν θα διηγήθη ο Κλεόπας εις τα τέκνα του και η επακολουθήσασα εις τον Ιάκωβον (ώφθη Ιακώβω) επεβλήθησαν και επί των αδελφών, ίνα πιστεύσωσι και καταλάβωσι θέσιν μεταξύ των Αποστόλων, ώστε να θεωρήται ο Ιάκωβος ως εις εκ των τριών «στυλών» της εν Ιεροσολύμοις Εκκλησίας. Ούτω και η επιστολή του εθεωρήθη αποστολική και κατελέχθη εις τον Κανόνα της Κ. Διαθήκης, όπως και η του Ιούδα.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» 10/1952
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ