
«Καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ αἷµά µου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόµενον». (Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τὸ ποτήριον, ηὐχαρίστησε καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς καὶ ἔπιον ἀπὸ αὐτὸ ὅλοι. Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Τοῦτο, ποὺ πίνετε, εἶναι τὸ αἷµα µου, µὲ τὸ ὁποῖον ἐπικυροῦται ἡ νέα Διαθήκη καὶ τὸ ὁποῖον χύνεται πρὸς σωτηρίαν πολλῶν).
Ἡ θεία Κοινωνία εἶναι αὐτὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Ὁ ἴδιος τὸ εἶπε. Ὁ ἱερέας τί εἶναι; Ὁ ἀγωγός, ποὺ μεταφέρει τὴν Χάρη τοῦ Κυρίου καὶ μεταβάλλεται ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
«Δίνε τὴν πρέπουσα σημασία, τιμή καί ἀξία στήν ἱερωσύνη σου, γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία σου καί γιά τή σωτηρία τοῦ ποιμνίου σου. Μή προσβλέπεις σέ κανένα πρόσωπο -οὔτε στό πρόσωπό σου, οὔτε στίς ἁμαρτίες σου, οὔτε στὴν ἀναξιότητά σου. Νὰ προσβλέπης μόνο στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου τὴν εἰκόνα φέρεις καὶ τὸν ὁποῖο ἀντιπροσωπεύει ὡς μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων τὴν ὥρα τῆς ἱερουργίας. Νὰ ἀνήκης ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό σου τὴν ὥρα αὐτή. Τὶς ἁμαρτίες σου, τὶ πονηρὲς ἐνθυμήσεις καὶ τὶς ἄλλες ἐνέργειες τοῦ διαβόλου παράδωσέ τες γεμᾶτος συντριβὴ στὸν Κύριο, τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ παίρνει πάνω Του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου (πρβλ. Ἰω. 1:29). Καὶ μὴ ταράζεσαι ἀπὸ τὶς προσβολὲς τῶν πονηρῶν αὐτῶν ἐνθυμήσεων».
- Κάποτε ὁ Μέγας Βασίλειος παραβρέθηκε στὸν ἑσπερινὸ ἑνὸς χωριοῦ τῆς ἐπισκοπῆς του καὶ διέκρινε ὅτι ἔλειπε ὁ μπάρμπα Γιώργης, γνωστὸς γιὰ τὸν τακτικό του Ἐκκλησιασμό, ἀφοῦ δὲν ἔχανε οὔτε ἑσπερινό, οὔτε ὄρθρο.
Ρώτησε τὸν ἱερέα:
– Πάτερ Μιχαήλ, τὸν μπάρμπα Γιώργη δὲν βλέπω στὴν Ἐκκλησία, τί γίνεται μὲ αὐτόν, εἶναι καλά; Ἐδῶ εἶναι ἀκόμη ἢ ταξίδεψε;
– Ναί, Σεβασμιώτατε, ἔχει κάμποσο καιρὸ νὰ ἔλθη στὴν Ἐκκλησία…
– Γιατί δὲν ἔρχεται;
– Δὲν ξέρω τὸ γιατί.
– Καὶ δὲν ἐνδιαφέρθηκες νὰ μάθης, τί τοῦ συμβαίνει τοῦ ἀνθρώπου;
– Νὰ ὀλιγώρησα, δὲν ἐνδιαφέρθηκα…
Ἐκεῖ ποὺ συζητοῦσαν, νάσου ἕνας μικρὸς καὶ τοῦ λέει ὁ Ἅγιος:
– Πήγαινε παιδί μου στοῦ μπάρμπα Γιώργη τὸ σπίτι νὰ τοῦ πῆς, ὅτι εἶναι ὁ Δεσπότης στὴν Ἐκκλησία καὶ σὲ θέλει νὰ πᾶς ἐκεῖ…
Πράγματι ὁ μικρός, ἔφυγε, πῆγε καὶ εἰδοποίησε τὸν μπάρμπα Γιώργη. Ὁ μπάρμπα Γιώργης σὲ λίγο μὲ τὴν τραγιασκούλα του, μὲ τὴν μαγκουρίτσα του ἔρχεται στὴν Ἐκκλησία. Βάζει μετάνοια στὸν Δεσπότη.
– Μπάρμπα Γιώργη σὲ ἐνόχλησα, τοῦ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἤξερα ὅτι πάντοτε ἤσουνα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔμαθα ἀπὸ τὸν πατέρα Μιχαήλ, ὅτι ἔχεις καιρὸ νὰ ἔλθης στὴν Ἐκκλησία.
– Ἔ, ἔ, ναὶ Δέσποτά μου, ἔχω καιρὸ νὰ ἔλθω…
– Καλὰ εἶσαι; Γιατί συμβαίνει αὐτό;
– Καλὰ εἶμαι, ἀλλά…
– Δηλαδή, τί πάει νὰ πῆ ἀλλά;…
– Ἔ, νά… Ξέρετε Δέσποτα, ὅτι πρὶν 3 μῆνες, ἔγινε ἕνας φόνος στὸ χωριό;
– Τὸ ξέρω…
– Ξέρετε, ὅτι δὲν βρέθηκε ἀκόμα ὁ φονιάς;
– Καὶ αὐτὸ τὸ ξέρω…
– Καὶ ξέρετε ποιὸς εἶναι ὁ φονιάς;
– Αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω…
– Ὁ πάτερ Μιχαὴλ εἶναι ὁ φονιάς!!!
– Ὁ πάτερ Μιχαήλ; Ἐσὺ ἤσουν μπροστὰ καὶ τὸ λὲς αὐτό;
– Ναὶ ἤμουν!
– Καὶ πῶς ἔγινε φονιὰς ὁ πάτερ Μιχαήλ;
– Ἕνα βράδυ, μετὰ τὸν ἑσπερινό, ὁ μακαρίτης ψάλτης κάτι λογομάχησε μὲ τὸν πάτερ γιὰ τὸ τίποτα. Καὶ ὁ πάτερ Μιχαήλ, κρατοῦσε στὸ χέρι του, τὸ σουγιαδάκι του, τὸ μυτερό, ποὺ κάνει τὴν προσκομιδὴ στὸ Ἱερό. Δὲν ξέρω ἀκριβῶς τί κίνηση ἔκανε καὶ μὲ τὸν σουγιὰ τὸν κτύπησε στὴν καρδιὰ καὶ τὸν σκότωσε. Πῶς μπορῶ Σεβασμιώτατε νὰ πάρω ἀντίδωρο ἀπὸ τοῦ φονιᾶ τὸ χέρι; Δὲν λέω τίποτα, δὲν τὸν κατήγγειλα, ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἐλεήση, ὅμως μπορῶ ἐγὼ ποὺ ξέρω τὴν ἁμαρτία αὐτή…;
Κόκκαλο ὁ Μέγας Βασίλειος! Τί νὰ τοῦ πῆ, ὅτι μπορεῖ;
– Ὥστε ἔτσι, ἔ; τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος. Τότε ἔχεις δίκαιο μπάρμπα Γιώργη καὶ καταλαβαίνω τώρα γιὰ ποιὸ λόγο δὲν ἐρχόσουνα… Ὅμως σὲ παρακαλῶ, μία καὶ θὰ εἶμαι καὶ ἐγὼ αὔριο ἐδῶ καὶ θὰ λειτουργήσω, ἔλα στὴν Ἐκκλησία αὔριο.
– Θὰ ἔλθω Δέσποτά μου!
Ὁ μπάρμπα Γιώργης εἶχε συνήθεια, νὰ πηγαίνη στὴν Ἐκκλησία πρωΐ – πρωΐ πρὶν πάη ὁ παπάς. Ἔμπαινε μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ μετὰ ἔμπαινε ὁ π. Μιχαήλ.
Πράγματι – εἶχε καὶ 3 μῆνες νὰ πάη στὴν Ἐκκλησία – τὴν ἄλλη μέρα πῆγε στὴν Ἐκκλησία καὶ κάθισε δίπλα στὸ ἀναλόγιο.
Καὶ νάσου σὲ λίγο ἐμφανίζεται ὁ πάτερ Μιχαήλ, νὰ εἰσέρχεται στὸν ναὸ καὶ νὰ κατευθύνεται στὸ Ἱερό. Ἀλλὰ τρόμαξε μόλις τὸν εἶδε.
Διότι ὁ π. Μιχαὴλ ναὶ μὲν ἐρχότανε ἀμέριμνος καὶ ἀγέρωχος, ἔφερνε δὲ στὸν ὦμο του, τὸν μακαρίτη ποὺ εἶχε σκοτώσει! Χωρὶς ὅμως νὰ καταλαβαίνη ὁ παπάς, ὅτι φέρει στὴν πλάτη του τὸν σκοτωμένο.
Στὴ συνέχεια βλέπει τὸν παπὰ νὰ εἰσέρχεται στὸ Ἱερό, νὰ πηγαίνη στὴν ἱματιοθήκη, νὰ φοράη τὰ ἱερατικά του ροῦχα καὶ ἐκεῖ 2 ψηλοί, ὄμορφοι κύριοι, τοῦ παίρνουν ἀπὸ τὸν ὦμο τὸν μακαρίτη!
Αὐτός, ὁ μπάρμπα Γιώργης τρομαγμένος ὅπως ἦταν, μονολογοῦσε:
– Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ βλέπω;
Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶχε προσευχηθῆ προφανῶς στὸν Κύριο, νὰ τοῦ ἀνοίξη τὰ μάτια, νὰ ἰδῆ, πῶς ἔχουν τὰ θέματα, ὅταν εἶναι ἁμαρτωλὸς ὁ ἱερεὺς ἢ ὁ Ἀρχιερεὺς στὰ θέματα τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ πῶς οἰκονομοῦνται τὰ θέματα ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ὥστε οἱ ἄλλοι νὰ λαμβάνουν τὴ Χάρη καὶ αὐτοὶ (οἱ κληρικοὶ) νὰ δώσουν τὸ λόγο, ἐὰν δὲν μετανοήσουν στὴ συνέχεια.
Ὁ π. Μιχαὴλ ἄρχισε τὴ Θεία Λειτουργία, στὴν ὁποία ἔλαβε μέρος καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος στὸ τέλος ἔβγαλε καὶ λόγο. Αὐτὸς καρφωμένος σὰν κολόνα, παρακολούθησε μὲ μεγάλη προσοχὴ ὅλη τὴ Θεία Λειτουργία, ἔβλεπε ποὺ ὁ πατὴρ ἔλαμπε σὰν Ἄγγελος, ὅπως καὶ ὁ Δεσπότης καὶ περίμενε νὰ ἰδῆ τί θὰ γίνη ἐν τέλει. Ὅταν τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, βλέπει ὁ μπάρμπα Γιώργης τὸν π. Μιχαὴλ νὰ βγάζη τὰ ἄμφιά του καὶ νὰ βλέπη ταυτόχρονα, τοὺς 2 ἐκείνους νεαρούς, νὰ ἐναποθέτουν τὸν μακαρίτη στὸν ὦμο του καὶ νὰ βγαίνη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ πήγαινε γιὰ τὸ σπίτι.
Ὁ μπάρμπα Γιώργης κοκκάλωσε!
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὡς Ἅγιος, ἤξερε τὸ τί εἶδε αὐτός, ἤξερε τὸ τί συνέβη καὶ τὸν καλεῖ τὸν γέροντα καὶ τοῦ λέει μὲ ἱλαρότητα:
– Μπάρμπα Γιώργη, θὰ ἔρχεσαι ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα στὴν Ἐκκλησία;
– Δέσποτά μου, μ’ αὐτὰ ποὺ εἶδα, θὰ ἔρχωμαι…
– Μὴ λαμβάνεις λοιπὸν μπάρμπα Γιώργη τὴν ἁμαρτία τοῦ παπᾶ, διότι ἂν βάλη τὸν πετραχήλι καὶ τὰ ἄμφιά του, εἶναι Ἅγιος, ὅταν Λειτουργῆ. Γιατί ἡ ἱερωσύνη δὲν μολύνεται, δὲν ἁμαρτάνει. Νὰ ἔρχεσαι στὴν Ἐκκλησία, νὰ κοινωνᾶς καὶ νὰ παίρνης τὸ ἀντίδωρο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ π. Μιχαήλ.
– Ναὶ Δέσποτα καὶ ζητῶ συγγνώμη καὶ ἐξομολογοῦμαι, διότι δὲν ἤξερα ὅτι εἶναι ἅγιος ὁ ἱερεὺς ὅταν Λειτουργῆ. Δὲν ἤξερα πῶς ἔχουν τὰ πρά-γματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐγὼ ἔλεγα ὅτι παίρνω ἀπὸ τὸ ματωμένο χέρι τὸ ἀντίδωρο. Δὲν ἤξερα ὅτι παίρνω ἀπὸ τοῦ Ἀγγέλου τὸ χέρι τὸ ἀντίδωρο. Καὶ δὲν ἐρχόμουν…
Ἔτσι ὁ μπάρμπα Γιώργης, ἄρχισε νὰ πηγαίνη ξανὰ στὴν Ἐκκλησία.