Φώτης Κόντογλου - Ὁ Ἑκατόνταρχος Κορνήλιος
Ὁ
Κορνήλιος στάθηκε ὁ πρῶτος ἐθνικὸς ποὺ βαφτίσθηκε καὶ γίνηκε
χριστιανός, ἐνῶ πρωτύτερα ἤτανε βαφτισμένοι πολλὲς χιλιάδες Ἑβραῖοι.
Ἐπειδὴ οἱ ἀπόστολοι εἴχανε ἀκόμα τὴν ἰδέα πὼς μονάχα οἱ Ἰουδαῖοι ἤτανε
προσκαλεσμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους, μὲ ὅλο ποὺ
εἶχε παραγγείλει πρὶν νὰ ἀναληφθεῖ, νὰ πᾶνε καὶ νὰ διδάξουνε ὅλα τὰ
ἔθνη: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη».
Αὐτὸ δείχνει πόσο
κολλημένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος σὲ ὅ,τι ἔμαθε, ἀφοῦ κ᾿ οἱ μαθητάδες τοῦ
Χριστοῦ οἱ ἴδιοι, ἐπειδὴ ἤτανε δασκαλεμένοι ἀπὸ τὸ μωσαϊκὸ νόμο νὰ
πιστεύουνε πὼς μονάχα οἱ Ἰουδαῖοι εἶναι προορισμένοι ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ
σωθοῦνε, δὲν μπορούσανε νὰ καταλάβουνε πὼς γινότανε νὰ σωθοῦνε κ᾿ οἱ
ἄλλοι ἄνθρωποι, οἱ εἰδωλολάτρες, «τὰ ἔθνη».
Καὶ
περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους τὸ πίστευε ὁ Πέτρος, ποὺ ἤτανε
τόσο φανατικὸς Ἑβραῖος, ὥστε νὰ θαρρεῖ πὼς δὲν μποροῦσε νὰ σωθεῖ
ἄνθρωπος, ἂς γινότανε καὶ χριστιανός, χωρὶς τὴν περιτομὴ ποὺ κάνανε οἱ
Ἑβραῖοι. Αὐτὲς τὶς ἰδέες εἶχε ἀκόμα ὁ ἀθῶος ἅγιος Πέτρος, καθὼς κι᾿ οἱ
ἄλλοι ἅγιοι ἀπόστολοι, γιὰ τοῦτο ἔλεγε κι᾿ ὁ Χριστὸς στὸ μυστικὸ Δεῖπνο:
«Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ᾿ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι». Ἀλλὰ ἦρθε ἡ
μέρα νὰ ἀνοίξουνε τὰ μάτια τοῦ Πέτρου στὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ καταλάβει
πὼς ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, κι᾿ ὄχι μονάχα γιὰ
τοὺς Ἰουδαίους. Καὶ νὰ πῶς ἔγινε:
Ὕστερα
ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή, οἱ ἀπόστολοι ἀφοῦ φωτισθήκανε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα,
σκορπίσανε, ὁ καθένας ὅπου τὸν ἔστειλε ἡ μυστικὴ προσταγή. Ὁ Πέτρος,
ἀφοῦ πῆγε σὲ διάφορα μέρη τῆς Παλαιστίνης, κατέβηκε στὴ Γιάφα ποὺ τὴ
λέγανε ἑλληνικὰ Ἰόππη, γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ Γιάφα εἶναι μιὰ
πολιτεία χτισμένη στὸ παραθαλάσσιο, παμπάλαια, ἀφοῦ λένε πὼς χτίσθηκε
πρὶν ἀπὸ τὸν κατακλυσμό. Ἐκειπέρα λοιπὸν ζοῦσε μία κόρη καλὴ καὶ
προκομμένη ποὺ τὴ λέγανε Ταβιθᾶ, δηλ. Ζαρκάδι, καὶ ποὺ τὴν ἀγαπούσανε
ὅλοι γιὰ τὰ κεντήματα ποὺ ἔκανε καὶ γιὰ τὴ φρονιμάδα της. Μὰ ἀρρώστησε
καὶ πέθανε. Οἱ λίγοι χριστιανοί, ποὺ ἤτανε στὴ Γιάφα, στείλανε καὶ
παρακαλέσανε τὸν Πέτρο νὰ πάγει στὸ σπίτι τῆς Ταβιθᾶς. Καὶ κεῖνος πῆγε,
καὶ πιάσανε καὶ κλαίγανε οἱ χῆρες ποὺ εἴχανε μαζευθεῖ στὸ σπίτι της καὶ
τοῦ δείχνανε τὰ ἐργόχειρα ποὺ εἶχε κεντημένα ἡ Ταβιθᾶ. Κι᾿ ὁ Πέτρος τοὺς
εἶπε νὰ βγοῦνε ἔξω καὶ γονάτισε καὶ προσευχήθηκε, κ᾿ ἡ Ταβιθᾶ ἄνοιξε τὰ
μάτια της καὶ ἀνακάθισε στὸ κρεββάτι καὶ κοίταζε τὸν Πέτρο. Καὶ κεῖνος
φώναξε τὶς χῆρες καὶ τοὺς χριστιανοὺς καὶ τὴν παράδωσε ζωντανὴ κ᾿ ὕστερα
πῆγε στὸ σπίτι ποὺ τὸν φιλοξενούσανε. Αὐτὸ τὸ σπίτι ἤτανε κάποιου
Σίμωνα ταμπάκη, χτισμένο κοντὰ στὸ παραθαλάσσιο.
Μιὰ
μέρα, ὁ Πέτρος ἀνέβηκε ἀπάνω στὸ δῶμα γιὰ νὰ προσευχηθεῖ κοντὰ τὸ
μεσημέρι. Καὶ σὰν νὰ πεινοῦσε λιγάκι κ᾿ ἤθελε νὰ φάγει. Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ τοῦ
ἑτοιμάζανε κάτι νὰ φάγει, ἔπεσε σὲ ἔκσταση («ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν
ἔκστασις»), καὶ βλέπει τὸν οὐρανὸ ἀνοιχτὸν κι᾿ ἀπὸ πάνω του κάποιο
πρᾶγμα σὰν σεντόνι μεγάλο δεμένο ἀπὸ τὶς τέσσερες ἄκρες, νὰ κατεβαίνει
στὴ γῆ· καὶ μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ σεντόνι ἤτανε ὅλα τὰ τετράποδα καὶ τὰ θηρία
καὶ τὰ σερπετὰ τῆς γῆς καὶ τὰ πουλιὰ τ᾿ οὐρανοῦ. Κι᾿ ἄκουσε μία φωνὴ νὰ
τοῦ λέγει: «Σήκω, Πέτρε, κᾶνε τὸ σταυρό σου καὶ φάγε». Κι᾿ ὁ Πέτρος
ἀποκρίθηκε: «Ὄχι, κύριε, δὲν κάνω τέτοιο πρᾶγμα, γιατὶ ποτὲς δὲν ἔφαγα
τίποτα ἀπὸ ὅσα εἶναι ἀπαγορευμένα καὶ ἀκάθαρτα». Κι᾿ ἄκουσε πάλι γιὰ
δεύτερη φορὰ τὴν ἴδια φωνὴ νὰ τοῦ λέγει: «Αὐτὰ ποὺ καθάρισε ὁ Θεός, ἐσὺ
μὴν τάχεις γιὰ βρωμισμένα». Κι᾿ αὐτὸ γίνηκε τρεῖς φορές, δηλαδὴ τρεῖς
φορὲς κατέβηκε ἐκεῖνο τὸ σεντόνι καὶ πάλι ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ καὶ
χάθηκε. Κι᾿ ὁ Πέτρος σὰν ἦρθε στὸν ἑαυτό του, ἀποροῦσε κι᾿ ἔλεγε μέσα
στὸ νοῦ του, τί σημασία νὰ εἶχε τάχα τὸ σημεῖο ποὺ εἶδε. Καὶ δὲν
μποροῦσε νὰ τὸ καταλάβει.
Τώρα
ἂς πᾶμε σὲ μίαν ἄλλη πολιτεία, στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, ποὺ
βρισκότανε στὰ βορινὰ τῆς Γιάφας, καὶ κείνη παραθαλάσσια, στὰ ριζὰ τοῦ
βουνοῦ Ἑρμῶν. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἤτανε ἐπίσημη πολιτεία, κ᾿ εἴχανε
ἐκειπέρα τὸ στρατόπεδό τους οἱ Ῥωμαῖοι· λιγοστοὶ Ἑβραῖοι τὴν
κατοικούσανε. Ζοῦσε λοιπὸν σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος ἕνας Ῥωμαῖος ἀξιωματικὸς ποὺ
τὸν λέγανε Κορνήλιο, ἑκατόνταρχος τῆς σπείρας τῆς λεγόμενης Ἰταλικῆς,
ἄνθρωπος εὐσεβὴς καὶ φοβούμενος τὸ Θεό, μαζὶ μ᾿ ὅλο τὸ σπίτι του. Κ᾿
ἔκανε πολλὲς ἐλεημοσύνες στὸ λαό, καὶ προσευχότανε στὸ Θεὸ κάθε ὥρα.
Βλέπεις ὁ καλὸς ὁ ἄνθρωπος πὼς βγαίνει σ᾿ ὅποιο μέρος κι᾿ ἂν εἶναι! Ὁ
Κορνήλιος δὲν εἶχε ψεύτικη πίστη στὸ Θεό, ἀλλὰ εἰλικρινῆ καὶ γι᾿ αὐτὸ
θάτανε καὶ ταπεινός, καὶ ζητοῦσε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ μὲ πόνο ψυχῆς, μὲ ὅλο
ποὺ εἶχε μάθει ἀπὸ τοὺς γονιοὺς τοῦ νάχει γιὰ θεοὺς τὰ ψεύτικα τὰ
εἴδωλα. Μέσα σὲ χιλιάδες Ρωμαίους ποὺ καθόντανε στὴν Παλαιστίνη, ἕνας
μονάχα, ὁ μακάριος ὁ Κορνήλιος εἶχε καθαρὴ καρδιὰ καὶ ταπεινὸ φρόνημα,
γι᾿ αὐτὸ καὶ πίστευε ἀληθινὰ στὸ Θεὸ ποὺ δὲν τὸν γνώριζε, καὶ τὰ ἔργα
τοῦ ἤτανε καὶ κεῖνα καλὰ καὶ κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, πλὴν φανερὰ στὸ
Θεό.
Γι᾿
αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν εἶδε ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Γιὰ τοὺς τέτοιους
καθαρόψυχους, ποὺ λατρεύουνε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν καρδιά τους καὶ ποὺ τὸν
γυρεύουνε χωρὶς νάχουνε ἀκούσει τίποτα γιὰ δαῦτον, εἶπε ὁ Ἡσαΐας: «ὅτι
οἷς οὐκ ἀνηγγέλη περὶ αὐτοῦ, ὄψονται, καὶ οἱ οὐκ ἀκηκόασι, συνήσουσι»
(Ἡσ. νβ´, 15). Μιὰ μέρα ἐκεῖ ποὺ ἔκανε τὴν προσευχή του ὁ Κορνήλιος κατὰ
τὶς ἐννιὰ ὧρες τῆς μέρας, εἶδε σὲ ὅραμα, ἀλλὰ φανερά, ἕναν ἄγγελο νὰ
μπαίνει στὸ μέρος ποὺ προσευχότανε καὶ νὰ τοῦ λέγει «Κορνήλιε!». Κι᾿ ὁ
Κορνήλιος γύρισε καὶ τὸν κοίταξε καὶ φοβήθηκε, καὶ τοῦ εἶπε «Τί ὁρίζεις,
Κύριε;» Κι᾿ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Οἱ προσευχές σου κ᾿ οἱ ἐλεημοσύνες σου
ἀνεβήκανε σὲ μνημόσυνο μπροστὰ στὸ Θεό. Καὶ τώρα στεῖλε στὴ Γιάφα
κάποιους ἀνθρώπους νὰ προσκαλέσουνε τὸν Σίμωνα ποὺ τὸν λένε Πέτρο· αὐτὸς
εἶναι φιλοξενούμενος στὸ σπίτι ἑνὸς Σίμωνα ταμπάκη («οὗτος ξενίζεται
παρὰ τινι Σίμωνι βυρσεῖ») ποῦναι τὸ σπίτι τοῦ κοντὰ στὴ θάλασσα». Καὶ
χάθηκε ὁ ἄγγελος. Καὶ παρευθὺς ὁ Κορνήλιος φώναξε δυὸ ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες
τοῦ κ᾿ ἕνα στρατιώτη εὐσεβῆ ἀπὸ κείνους ποὺ εἶχε στὴν ὑπηρεσία του, κι᾿
ἀφοῦ τοὺς ἐξήγησε ὅλα ὅσα εἶδε κι᾿ ἄκουσε, τοὺς ἔστειλε στὴ Γιάφα.
Τὴν
ἄλλη μέρα πρὶν ἀπὸ τὸ μεσημέρι σιμώσανε στὴ Γιάφα καὶ πιάσανε καὶ
ρωτούσανε ποὺ εἶναι τὸ σπίτι τοῦ ταμπάκη ποὺ κάθεται ὁ Πέτρος. Κείνη τὴν
ἴδια ὥρα βρισκότανε ὁ Πέτρος ἀπάνω στὸ δῶμα τοῦ σπιτιοῦ κ᾿ εἶδε τὸ
σεντόνι νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ σὰν χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια του,
συλλογιζότανε τί νάθελε νὰ τοῦ πεῖ ὁ Θεὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ ὅραμα, καὶ δὲν
μποροῦσε νὰ καταλάβει. Ἐκεῖ ποὺ καθότανε συλλογισμένος, φτάξανε ἀπ᾿ ἔξω
ἀπὸ τὸ σπίτι κ᾿ οἱ ἀποστελάμενοι τοῦ Κορνήλιου, ρωτώντας ποὺ εἶναι τὸ
σπίτι. Καὶ σὰν τοὺς τὸ δείξανε, πήγανε στὴν αὐλόπορτα («ἐπέστησαν ἐπὶ
τὸν πυλώνα») καὶ φωνάξανε «Ἐδῶ κάθεται ὁ Σίμωνας ὁ Πέτρος;» Καὶ τότε ὁ
Πέτρος ποὺ συλλογιζότανε τὸ σεντόνι ποὺ εἶδε, μονομιᾶς σὰν νὰ τοῦ εἶπε
μία φωνή, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο: «Νά, σὲ ζητᾶνε τρεῖς ἄνθρωποι· μὴν πεῖς πὼς
εἶναι ἀλλόθρησκοι καὶ τοὺς διώξεις, ἀλλὰ νὰ ἀκούσεις τί θὰ σοῦ ποῦνε
καὶ νὰ κάνεις ὅ,τι σου ζητήσουνε· γιατὶ ἐγὼ τοὺς ἔστειλα σὲ σένα. Γιὰ
τοῦτο νὰ σηκωθεῖς καὶ νὰ κατεβεῖς ἀπὸ τὸ δῶμα καὶ νὰ πᾶς μαζί τους».
Τότε μονομιᾶς ὁ Πέτρος κατάλαβε τί νόημα εἶχε τὸ σεντόνι ποὺ εἶδε, καὶ
πὼς ἡ φωνὴ ποὺ τοῦ εἶπε νὰ φάγει καὶ νὰ πιεῖ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζωντανὰ ποὺ
ἤτανε μέσα στὸ σεντόνι, ἤθελε νὰ τοῦ δώσει νὰ καταλάβει πὼς γιὰ τὸ Θεὸ
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦνε στὸν κόσμο ἤτανε καθαρισμένοι καὶ
προσκαλεσμένοι στὴ σωτηρία τοῦ Εὐαγγελίου, κι᾿ ὄχι μονάχα οἱ Ἰουδαῖοι,
ὅπως νόμιζε ὁ Πέτρος κατὰ τὸ μωσαϊκὸ νόμο. Ἂν δὲν ἔβλεπε αὐτὸ τὸ σημεῖο
καὶ δὲν τοῦ τὸ ἐξηγοῦσε τὸ ἅγιο Πνεῦμα, δὲν θὰ πήγαινε στὸν εἰδωλολάτρη
τὸν Κορνήλιο.
Κατέβηκε
λοιπὸν κι᾿ εἶπε στοὺς τρεῖς ἀνθρώπους ποὺ χτυπούσανε στὴν πόρτα: «Ἐγὼ
εἶμαι αὐτὸς ποὺ ζητᾶτε· γιὰ ποιὰ αἰτία ἤρθατε;» Καὶ κεῖνοι τοῦ εἴπανε:
«Ὁ Κορνήλιος ὁ ἑκατόνταρχος, ἄνθρωπος δίκαιος καὶ φοβούμενος τὸ Θεό, ποὺ
τὸν γνωρίζει ὅλο τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων, εἶδε ἕναν ἄγγελο καὶ τοῦ
παράγγειλε νὰ στείλει νὰ σὲ προσκαλέσει στὸ σπίτι του καὶ νὰ ἀκούσει
λόγια του Θεοῦ ἀπὸ ἐσένα». Κι᾿ ὁ Πέτρος τοὺς εἶπε νὰ κοπιάσουνε μέσα καὶ
τοὺς φιλοξένησε.
Τὴν
ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ σηκώθηκε καὶ τράβηξε γιὰ τὴν Καισάρεια μαζὶ μὲ τοὺς
τρεῖς Ρωμαίους καὶ πήγανε μαζί τους καὶ κάποιοι χριστιανοὶ ποὺ ἤτανε ἀπὸ
τὴ Γιάφα, καὶ τὴν ἄλλη μέρα μπήκανε στὴν Καισάρεια. Κι᾿ ὁ Κορνήλιος
τοὺς περίμενε μὲ πόθο, ἔχοντας μαζεμένους στὸ σπίτι τοῦ τοὺς συγγενεῖς
του καὶ τοὺς πιὸ καλοὺς φίλους του. Καὶ κεῖ ποὺ ἔμπαινε ὁ Πέτρος στὸ
σπίτι, ἔδραμε ὁ Κορνήλιος κ᾿ ἔπεσε στὰ ποδάρια του καὶ τὸν προσκύνησε.
Κι᾿ ὁ Πέτρος τὸν σήκωσε λέγοντάς του: «Σήκω ἀπάνω· κ᾿ ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος
σὰν καὶ σένα». Καὶ κουβεντιάζοντας μαζί του, ἐμπῆκε μέσα κ᾿ ἧβρε
μαζευμένους τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του ἑκατόνταρχου. Καὶ τοὺς
εἶπε: «Ἐσεῖς γνωρίζετε πὼς εἶναι ἄνομο γιὰ κάθε Ἰουδαῖο νὰ
συναναστρέφεται μὲ ἀλλόφυλο καὶ νὰ πηγαίνει στὸ σπίτι του, ἀλλὰ ὁ Θεός
μου ἔδειξε νὰ μὴ λέγω ἀκάθαρτον κανέναν ἄνθρωπο.
Γιὰ
τοῦτο ἦρθα, χωρὶς νὰ φέρω κανένα ἀντιμίλημα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ
στείλατε νὰ μὲ φωνάξουνε. Λοιπὸν σᾶς ρωτῶ, γιὰ ποιὰ αἰτία μὲ φωνάξατε
νἄρθω;» Τότες ὁ Κορνήλιος εἶπε: «Ἀπὸ τέσσερες μέρες νήστευα· καὶ στὶς
ἐννιὰ ὧρες τῆς μέρας, ἔκανα τὴν προσευχή μου στὸ σπίτι μου. Καὶ νά,
στάθηκε μπροστά μου ἕνας ἄνθρωπος μὲ λαμπερὸ φόρεμα, καὶ μοῦ λέγει:
«Κορνήλιε, εἰσακούσθηκε ἡ προσευχή σου καὶ οἱ ἐλεημοσύνες σου βρήκανε
θύμηση μπροστὰ στὸ Θεὸ· στεῖλε λοιπὸν στὴ Γιάφα καὶ προσκάλεσε τὸν
Σίμωνα ποὺ τὸν λένε Πέτρο· αὐτὸς εἶναι μουσαφίρης στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνα
τοῦ ταμπάκη κοντὰ στὴ θάλασσα. Σὰν ἔρθει αὐτός, θὰ σοῦ μιλήσει».
Κάνοντας λοιπὸν τὴν παραγγελία του, ἔστειλα καὶ σὲ προσκάλεσα, κ᾿ ἐσὺ
καλὰ ἔκανες καὶ κόπιασες στὸ φτωχικό μας. Καὶ τώρα εἴμαστε ἐδῶ ὅλοι
ἐμεῖς μπροστὰ στὸ Θεό, γιὰ νὰ ἀκούσουμε ὅλα ὅσα σὲ πρόσταξε ὁ Θεὸς νὰ
μᾶς πεῖς». Κι᾿ ὁ Πέτρος ἄνοιξε τὸ στόμα τοῦ κ᾿ εἶπε: «Ἀληθινά,
καταλαβαίνω πὼς δὲν κοιτάζει ὁ Θεὸς τὸν ἕναν ἄνθρωπο διαφορετικὰ ἀπὸ τὸν
ἄλλον, ἀλλὰ σὲ κάθε ἔθνος, ὅποιος τὸν φοβᾶται καὶ κάνει τὸ θέλημά του,
τὸν δέχεται στὴν ἀγκαλιά του.
Γι᾿
αὐτό, εἶναι γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὁ λόγος ποὺ ἔστειλε στοὺς
Ἰσραηλίτες, δίνοντας τὸ εὐαγγέλιο (τὴν καλὴ τὴν εἴδηση) μὲ τὸν Ἰησοῦ
Χριστό. Ἐμεῖς γνωρίζουμε τὸ λόγο ποὺ κηρύχθηκε σ᾿ ὅλη τὴν Ἰουδαία
ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, ὕστερα ἀπὸ τὸ βάφτισμα ποὺ κήρυξε ὁ Ἰωάννης,
στ᾿ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, ποὺ τὸν ἔχρισε ὁ Θεὸς μὲ Πνεῦμα
ἅγιο καὶ μὲ δύναμη, καὶ ποὺ γύριζε εὐεργετώντας καὶ γιατρεύοντας ὅλους
ὅσους καταδυνάστευε ὁ διάβολος, γιατὶ ὁ Θεὸς ἤτανε μαζί του. Κ᾿ ἐμεῖς
εἴμαστε μάρτυρες σὲ ὅσα ἔκανε στὴν Ἰουδαία καὶ στὴν Ἱερουσαλήμ. Αὐτὸν
τὸν Ἰησοῦ τὸν θανατώσανε κρεμάζοντάς τον στὸ ξύλο, μὰ ὁ Θεὸς τὸν
ἀνάστησε τὴν τρίτη μέρα καὶ τὸν φανέρωσε ὄχι σ᾿ ὅλο τὸ λαό, ἀλλὰ σὲ
κάποιους μάρτυρες ποὺ ἤτανε ἀπὸ πρὶν χειροτονημένοι ἀπὸ τὸ Θεό, σ᾿ ἐμᾶς,
ποὺ καὶ φάγαμε μαζί του καὶ ἤπιαμε μαζί του ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνάστασή του
ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Καὶ μᾶς παράγγειλε νὰ κηρύξουμε στὸ λαὸ καὶ νὰ
βεβαιώσουμε πὼς αὐτὸς εἶναι ὁ διορισμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ κριτὴς ζωντανῶν καὶ
πεθαμένων. Γι᾿ αὐτὸν μαρτυροῦνε ὅλοι οἱ Προφῆτες πὼς θὰ λάβει στὄνομά
του συγχώρεση ἁμαρτιῶν τοῦ κάθε ἕνας ποὺ θὰ πιστέψει σ᾿ αὐτόν».
«Πᾶνος»