+ π.Αντωνίου Αλεβιζόπουλου
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
1. Ιστορία
Η κίνηση αυτή αναπτύχθηκε στην «πνευματική ατμόσφαιρα», που σχηματίσθηκε στην Ελλάδα από την δραστηριότητα ξένων «ιεραποστόλων», οι οποίοι έδρασαν από την εποχή της απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό και ενισχύθηκε με την άφιξη προσφύγων μετά την μικρασιατική καταστροφή.
Όμως η πρώτη κοινότητα ιδρύθηκε στη δεκαετία του 1960 από τον Μάρκο Μπούσιο, ο οποίος γεννήθηκε σε οικογένεια ευαγγελικών και σπούδασε στην Αμερική στο «Providence Bible School». Το 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα και ίδρυσε σωματείο με τίτλο «Αδελφότης Μαθητών Χριστού» (1964), που εκινείτο σε ευρύτερο διαδογματικό ευαγγελικό επίπεδο.
Τελικά το 1972 ελήφθη άδεια λειτουργίας ευκτήριου οίκου και σχηματίσθηκε η «Ευαγγελική Βαπτιστική Εκκλησία» (Χαλκοκονδύλη 27) σαν ιδιαίτερη και ανεξάρτητη εκκλησία, στα πλαίσια της Παγκόσμιας Βαπτιστικής κίνησης.
Η κοινότητα περιλαμβάνει (1988) περί τα 70 άτομα.
Το βάπτισμα γίνεται στο όνομα της Αγίας Τριάδος με μία κατάδυση. Όμως σε μερικές κοινότητες γίνεται με ραντισμό. Η αναγνώριση του βαπτίσματος που γίνεται σε άλλες χριστιανικές ομολογίες ή και του νηπιοβαπτισμού, ποικίλλει στις διάφορες κοινότητες.
Πρωταρχική σημασία για την κίνηση έχει ο λόγος, η πρόσκληση να ακούσει κανείς το κήρυγμα. Όμως στο θέμα της σωτηρίας υπάρχουν διάφορες τάσεις: Μερικές κοινότητες πιστεύουν στον απόλυτο προορισμό· άλλες στην ελεύθερη βούληση του άνθρωπου και άλλες στον προορισμό δια μέσου της πρόγνωσης του Θεού.
Το «Κυριάκο Δείπνο» αποτελεί ανάμνηση του πάθους του Χριστού και ταυτόχρονα κοινωνία με τον Χριστό και τους εκλεκτούς Του· γι’ αυτό και λαμβάνουν μέρος μόνον οι «αναγεννημένοι».
Σχετικά με την εσχατολογία η γερμανική «Βαπτιστική Κατήχηση» (ερώτηση 88) φαίνεται πως αναγνωρίζει το χιλιασμό. Όμως οι χιλιαστικές τάσεις δεν αναφέρονται στην ομολογία του 1945.
2. Διδασκαλία
Στην «Ομολογία Πίστης» αυτής της ομάδας αναφέρεται: «Πιστεύομεν ότι η εκκλησία είναι σώμα βεβαπτισμένων πιστών, ενωθέντων δια διαθήκης και κοινωνίας του ευαγγελίου…, ότι οι λειτουργοί της είναι κεχειροτονημένοι ποιμένες ή πρεσβύτεροι…, ότι η όλη αποστολή της εκκλησίας ευρίσκεται εις την Μεγάλην Εντολήν: πρώτον να κάνη μαθητάς· δεύτερον να οικοδομήση την εκκλησίαν τρίτον να διδάξη…». Υποστηρίζομεν ότι η επί μέρους εκκλησία έχει το απόλυτον δικαίωμα της αυτοδιοικήσεως, ελευθέρα από πάσης επεμβάσεως οιασδήποτε Ιεραρχίας ατόμων ή οργανισμών». Όμως οι «εκκλησίες» συνεργάζονται μεταξύ τους, αλλά «έκαστη εκκλησία είναι ο μόνος και αποκλειστικός κριτής της συνεργασίας της»· σε όλα τα ζητήματα, «τακτικής, διοικήσεως, πειθαρχίας και δραστηριότητος» έχει «απόλυτον και κυρίαρχον θέλησιν».
Ο ποιμένας της ομάδας Μάρκος Μπούσιος, σε επικοινωνία μας (9.11.1988) υπογράμμισε πως η Εκκλησία έχει και την ορατή της πλευρά και εκφράζεται στην τοπική κοινότητα. Όμως η τοπική κοινότητα αποτελείται από μικτό πλήθος αναγεννημένων και μη αναγεννημένων. Αναγεννημένοι (σαν άτομα) υπάρχουν και σε άλλες, μη βαπτιστικές κοινότητες. Η «κυρίαρχη θέληση» της κάθε κοινότητας αναφέρεται και σε δογματικά ζητήματα. Η κάθε κοινότητα ερμηνεύει δεσμευτικά για τον εαυτό της τη Γραφή και δεν υπόκειται σε αποφάσεις υπερκοινοτικής αυθεντίας για οποιοδήποτε ζήτημα.
Σχετικά με τη σωτηρία, η ομάδα αυτή κηρύττει τον προορισμό δια της πρόγνωσης, δηλαδή ο Θεός προγνωρίζει ότι ο άνθρωπος θα δεχθεί τη χάρη και τον προορίζει για σωτηρία. Στην «Ομολογία» αναφέρεται: «Πιστεύομεν εις την εκλεκτικήν χάριν του Θεού- ότι αι ευλογίαι της Σωτηρίας προσφέρονται δωρεάν εις πάντας δια του Ευαγγελίου· ότι είναι άμεσο καθήκον παντός άνθρωπου να τας αποδεχθή δια της μετανοίας και της πίστεως· και τίποτε δεν εμποδίζει την σωτηρίαν και του μεγαλυτέρου αμαρτωλού επί της γης πλην της ιδίας αυτού ενυπαρχούσης εξαχρειώσεως και εκουσίας απορρίψεως του ευαγγελίου».
«Δεν περιμένει ο Χριστός τίποτε άλλο από σένα παρά να παραδεχτείς ότι είσαι αμαρτωλός, να μετανοήσεις και με την καρδιά σου να του πεις: ‘Χριστέ μου πιστεύω ότι για μένα πέθανες… Σε δέχομαι για Σωτήρα μου και σε ευχαριστώ’. “Αν το κάνεις αυτό, ο Χριστός θα σε συγχωρήσει, θα στείλει το Πνεύμα Του το Άγιο στην καρδιά σου, το οποίο θα σε αναγεννήσει και θα σε κάνει παιδί του Θεού» (Μπούσιου, Ετοιμάσου 8). «Μπορείς να δεχτείς με πίστη τον Χριστό για προσωπικό σου Σωτήρα ΤΩΡΑ. Όπου κι αν βρίσκεσαι μπορείς να Τον επικαλεσθείς με προσευχή και Αυτός θα σε ακούσει και θα σε σώσει» (Μπούσιου, Το ναυάγιο 22).
Η σωτηρία ταυτίζεται με την αναγέννηση, που είναι «στιγμιαία και όχι προοδευτική» και πραγματοποιείται «κατά τρόπον υπερβαίνοντα την ανθρωπίνην αντίληψιν, ουχί εκ θελήματος ανδρός, άλλ’ εξ ολοκλήρου και αποκλειστικώς δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος».
Η πίστη, η μετάνοια και η προσευχή με σκοπό να γίνει ο Χριστός προσωπικός σωτήρας, συντελούν στην στιγμιαία σωτηρία (αναγέννηση). «Πιστεύομεν ότι η μετάνοια και η πίστις είναι υποχρεώσεις καθώς επίσης και αδιαχώριστοι χάριτες», με αποτέλεσμα να ελεγχθεί ο αμαρτωλός και να ζητήσει το έλεος του Θεού· «συγχρόνως αποδέχεται εκ καρδίας τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και δημοσίως ομολογεί αυτόν ως σωτήρα του».
Στην επικοινωνία μας ο Μ. Μπούσιος συνόψισε πως η σωτηρία πρέπει να διέλθει τα στάδια της μετάνοιας, της πίστης, της αποδοχής του Χριστού σαν Σωτήρος και της ομολογίας. Η σωτηρία (αναγέννηση), αν πραγματικά συντελέσθηκε, είναι αμετάκλητη. Αν κάποιος αμαρτήσει, τότε παιδαγωγείται με τις διάφορες θλίψεις. Δεν του αφαιρείται όμως η σωτηρία. Όταν κανείς σωθεί μία φορά, είναι για πάντα σωσμένος.
Το βάπτισμα είναι σύμβολο· αποτελεί έκφραση της σωτηρίας, που ήδη υπάρχει και εάν προηγηθεί, επαναλαμβάνεται. Το βάπτισμα είναι ακόμη «όρος προς συμμετοχήν εις το προνόμιον και δικαίωμα της εκκλησίας και εις το δείπνον του Κυρίου». Η ευχαριστία αποτελεί μόνο ανάμνηση και τελείται μόνο για τα μέλη της κοινότητας. Η κίνηση αναγνωρίζει την πολιτική εξουσία με την έννοια του Ρωμ. ιγ’ 1.
Ο Χριστός πρόκειται να έλθει «εις δύο διακεκριμένος φάσεις, αρπαγήν και επιφάνειαν προς απολύτρωσιν, κρίσιν και βασιλείαν». Η «πρώτη ανάσταση» κηρύττεται ως ανάσταση των σωμάτων, η οποία θα γίνει σε δύο φάσεις. Στην αρχή θα αναστηθούν οι κεκοιμημένοι δίκαιοι· οι ζώντες δίκαιοι «θα αρπαγούν». Θα ακολουθήσουν επτά χρόνια «μεγάλης θλίψης»· θα εμφανιστεί ο αντίχριστος και θα ζητήσει από τους Ισραηλίτες να τον προσκυνήσουν. Όσοι μετανοήσουν και φονευθούν, θα αναστηθούν μετά τα επτά χρόνια. Αυτή θα είναι η δεύτερη φάση της «πρώτης ανάστασης». Ο Χριστός θα κατέβη τότε με τους αγίους, θα στήσει το θρόνο της δόξης, για να κρίνει όλα τα έθνη με βάση τη συμπεριφορά τους έναντι των «ελαχίστων», που είναι οι 144.000 Εβραίοι μάρτυρες, που θα επιστρέψουν στον Χριστό. Η κρίση θα γίνει στο κατά γράμμα όρος των ελαιών. Εκεί θα χωρισθούν τα πρόβατα από τα ερίφια· τα πρόβατα θα κληρονομήσουν τη χιλιετή βασιλεία.
Στη χιλιετή βασιλεία οι άνθρωποι θα γεννούν παιδιά· θα έχουν το κακό μέσα τους, αλλά δεν θα μπορούν να το εκδηλώσουν. Όμως στο τέλος θα ελευθερωθεί ο Σατανάς από την άβυσσο και θα πλανήσει τα έθνη· θα τα διεγείρει εναντίον του Χριστού. Δεν θα μπορέσει όμως να υπερισχύσει. Θα νικηθεί και θα ριφθεί στην κόλαση του πυρός. Τότε θα στηθεί ο μεγάλος θρόνος, θα αναστηθούν οι άδικοι και θα σταθούν μπροστά σ’ αυτόν. Θα ακολουθήσει η γενική κρίση. Οι δίκαιοι θα αμειφθούν με αιώνια ζωή και οι άδικοι θα κολασθούν. Τότε θα φανεί η νέα γη και οι νέοι ουρανοί και θα αρχίσει η αιώνια βασιλεία.
3. Θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Εκκλησία των αναγεννημένων
Μιλήσαμε ήδη για την Εκκλησία σαν Σώμα Χριστού αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχει την ορατή πλευρά επάνω στη γη.
Η αγία Γραφή προϋποθέτει την ύπαρξη Εκκλησίας ορατής και συγκεκριμένης. Ήδη στην εκλογή των δώδεκα αποστόλων (Λουκ. στ’ 13) και στη διαβεβαίωση του Χριστού πως με τη δική Του χάρη θα παραμείνουν πιστοί, παρ’ όλους τους πειρασμούς (Λουκ. κβ’ 32. Ίω. ιζ’ 15. Α’ Κορ. ι’ 13), εκφράζεται το θέλημα του Θεού για την Εκκλησία Του, που διατηρούσε ορατές ιεραρχικές δομές (Ρωμ. ιβ’ 4-8), πως δεν θα παύσει ποτέ να υπάρχει (Ματθ. ιστ’ 18), να εγγυάται την αλήθεια (Α’ Τιμ. γ’ 15) και να οικοδομεί τους πιστούς πάνω στο δικό της θεμέλιο (Εφεσ. δ’ 4-6).
Αυτή η Εκκλησία δεν αποτελείται μόνο από αγίους, αλλά και από αμαρτωλούς. Σ’ αυτήν υπάρχει ο «σίτος», μαζί με τα «ζιζάνια» (Ματθ. ιγ’ 24-30. 36-43)· αυτό είναι επιθυμία του ίδιου του Χριστού, που είναι κεφαλή της Εκκλησίας (Ματθ. γ’ 29). «Ποιος είσαι εσύ, που κρίνεις ξένον δούλον; Εις τον ίδιον Κύριον ίσταται ή πίπτει», όμως θα σταθεί, γιατί ο Θεός είναι ικανός «να στήση αυτόν» (Ρωμ. ιδ’ 4).
Η «βασιλεία των ουρανών», δηλαδή η Εκκλησία, παρομοιάζεται στη γη με «δίκτυον», που συνάγει «από παντός είδους». Ο χωρισμός των καλών από των «αχρείων» θα γίνει «εν τη συντέλεια του αιώνος», όχι πριν από αυτήν (Ματθ. ιγ’ 47-50).
Η αγία Γραφή υπογραμμίζει πως μπορεί κανείς να έχει ορθή πίστη και να είναι αμαρτωλός (Ματθ. κγ’ 1-3), όπως επίσης μπορεί να παρουσιάζει εξωτερικά «αγία ζωή» και να είναι ψευδο-διδάσκαλος και ψευδοπροφήτης (Ματθ. κδ’ 23. Β’ Κορ. ια’ 13-15). Γι’ αυτό και συνίσταται ο συνδυασμός και των δύο· της ορθής πίστης και της αγίας ζωής. Η αντίληψη για μια «εκκλησία των καθαρών» έχει καταδικασθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η ελευθερία των επί μέρους κοινοτήτων
Μιλήσαμε για τη διοίκηση της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων και για τη θέση της απέναντι στην κοσμική εξουσία (βλ. σελ. 129-131).
Η απόλυτη αυτονομία των επί μέρους κοινοτήτων, ακόμη και σε θέματα πίστης και ζωής, είναι ασυμβίβαστη με το πνεύμα της Εκκλησίας της Καινής Διαθήκης, στην οποία θέλει να επιστρέψει η κίνηση των βαπτιστών.
Από το βιβλίο: ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ, ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ