Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

Θεραπευτική τοῦ νοός (Νοῦς – Ἀνατομία, Νοσολογία καί ἡ θεραπευτική του)

 


π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου

 Θεραπευτική τοῦ νοός

(Νοῦς – Ἀνατομία, Νοσολογία καί ἡ θεραπευτική του)

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Πανελλήνια Ἕνωση Γονέων, στήν Ἁγία Παρασκευή τοῦ ὁμωνύμου προαστίου Ἀθηνῶν, τήν Κυριακή στίς 14 Ἀπριλίου 2013.

     Τόν τίτλο τόν εἴδατε πιστεύω καί μιλάει γιά τή θεραπευτική τοῦ νοός. Κάνει πρῶτα κάτι διαπιστώσεις. Πρῶτα διαπιστώνει τήν ἀνατομία τοῦ νοός καί μετά λέει νοσολογία καί θεραπευτική τοῦ νοός. Θά τά ἀναλύσω αὐτά τά πράγματα ἱστάμενος βασικά, δηλαδή ἀκολουθώντας, τήν Πατερική θεολογία καί τολμῶ νά πῶ πώς σήμερα εἶναι μία ἀκόμα εὐκαιρία, γιατί, ὅλα αὐτά πού θά πῶ σήμερα, κατά τήν Πατερική θεολογία προσεγγίζονται ἀπό τήν ἑρμηνεία πού δίνουν οἱ Πατέρες στό σημερινό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσατε, τοῦ δαιμονισμένου. Ἐκεῖ γίνεται μία λεπτολόγα ἀνάλυση καί προσδιορισμός τοῦ κειμένου τοῦ ἴδιου, τί εἶναι ἀκόμα καί ὁ δαιμονισμός, πέρα ἀπό τήν κατάληψη ἀπό τό δαιμόνιο. Θά τό δεῖτε στήν πορεία. Βέβαια, τίποτε δέν εἶναι σύμπτωση, ἀλλά τό ἐπέτρεψε ὁ Θεός σήμερα νά κάνουμε αὐτήν τήν ὁμιλία, ὅταν ἦταν αὐτό τό Εὐαγγέλιο. Θά τό δοῦμε στήν πορεία. Λοιπόν, τώρα, θά κάνουμε, ἄς ποῦμε, μιά ἰατρική διαπίστωση, θά κάνουμε τήν ἀνατομία τοῦ νοός, ὅπως τή λένε οἱ Πατέρες. Καί μετά ἀφοῦ κάνουμε ἀνατομία, ἄν ὑπάρχει ἀρρώστια σέ ἕνα ὄργανο στό ὁποῖο κάνουμε τήν τομή, μετά προσδιορίζουμε τί ἀρρώστια ὑπάρχει καί μετά προσδιορίζουμε τί θεραπεία θά κάνουμε καί θά ὁρίσουμε.

Νά πῶ δυό λόγια , πού εἶναι πάρα πολύ οὐσιαστικό νά τό ξέρουμε καί εἶναι μιά γενική γνώση μέν, ἀλλά οὐσιαστική, πού πιστεύω καί οἱ Χριστιανοί μας πρέπει νά τή γνωρίσουν ἀφοῦ εἶναι Πατερική θεολογία. Τίποτα δέν εἶναι κρυμμένο, τίποτα δέν εἶναι δύσκολο. Καί πρέπει οἱ Χριστιανοί μας νά ξέρουν λίγο τί εἶναι ἡ ψυχή. Λίγα πράγματα ξέρει ὁ καθένας γιά τήν καρδιά, πολύ λίγα, ἀλλά ξέρει μερικά πράγματα, κυκλοφορεῖ τό αἷμα, τούς κόλπους. Λίγα πράγματα ξέρει γιά τό στομάχι του. Ἔτσι, ἁπλά πράγματα. Χωρίς νά γίνουνε γνωσιοκράτες, ἀλλά εἶναι πολύ οὐσιαστικό, ἀφοῦ μᾶς ἀφορᾶ, νά ξέρουμε καί τά βασικά ὄργανα τῆς ψυχῆς μας, ἀκολουθώντας καί τή θεολογία τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού μιλάει γιά πολύ βαθιές ἔννοιες καί λέει: «Κοιτάξτε αὐτά δέν τά λέω γιά μερικούς εἰδικούς ἤ γιά τούς μοναχούς, τά λέω γιά ὅλους τούς Χριστιανούς». Καί ἐγώ θά τολμήσω, λοιπόν, νά κάνω ἕναν περίπατο μαζί σας, μέ λίγα λόγια νά προσδιορίσω τί εἶναι αὐτό πού λέμε πνευματικά ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Θά τά λέω ὅσο μπορῶ πιό ἁπλά καί πιό συγκεκριμένα, γιά νά τά προσδιορίζω καί μετά ἄν χρειαστεῖ θά μέ ρωτήσετε.

Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου: ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχή καί σῶμα, καί τά δύο εἶναι κτιστά. Ὁ Θεός τά ἔκανε. Εἴμαστε τώρα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν βλέπουμε τό σῶμα, λέμε τί ἔχει τό σῶμα; Λειτουργίες: ἡ πεπτική, ἡ ἀναπνευστική, ἡ καρδιακή ‒ οἱ λειτουργίες τοῦ σώματος. Πολύ ὡραῖα. Κατά τά ἴδια τά μέτρα, ἐπειδή εἶναι ἴδιος ὁ Δημιουργός, δίνει ἴδιες δομές, ἔχει ὄργανα καί ἡ ψυχή. Πολύ ἁπλό δέν εἶναι; Ποιά εἶναι τά ὄργανα τῆς ψυχῆς; Τά προσδιορίζουμε γενικά σέ δύο βασικά ὄργανα, τά ὁποῖα ἔχουνε ποικιλίες, ἀλλά εἶναι δύο ὄργανα. Κρατῆστε, ἔχουμε δύο ὄργανα τῆς ψυχῆς. Τό ἕνα εἶναι ὁ νοῦς καί τό ἄλλο εἶναι ἡ καρδιά. Προσέξτε: «νοῦς» καί «καρδιά» ‒ ὄχι μόνο ἐγκέφαλος, ὄχι μόνο ἡ βιολογική καρδιά ‒ εἶναι πνευματικοί ὅροι. Εἶναι, λοιπόν, δύο ὄργανα. Σαφέστατα τό λέω γιά νά μήν πεῖτε μετά δέν καταλάβαμε. Νοῦς καί καρδιά εἶναι δύο ὄργανα καί ἔχουνε μία σχέση. Θά δοῦμε τώρα, τί εἶναι ὁ νοῦς. Αὐτό μᾶς ἐνδιαφέρει βασικά, αὐτό θά προσδιορίσουμε. Ἀλλά, πρέπει νά τό συνδέσω καί μέ τήν καρδιά γιά νά εἴμαστε μέσα στό πλαίσιο. Θά δοῦμε, λοιπόν, πῶς ἀρρωσταίνει ὁ νοῦς. Νά δοῦμε πρῶτα τούς πρώτους ὁρισμούς. Γιά νά γίνω κατανοητός, ἀκολουθῶ πάντοτε τήν Πατερική μέθοδο, πού γιά τέτοια θέματα ἔπαιρναν παραδείγματα, κατ᾽ ἀνάγκη παραδείγματα. Καί ὁ Χριστός δεκάδες παραδείγματα καί παραβολές χρησιμοποίησε γιά νά καταλάβουμε πολλά πράγματα. Γιά νά καταλάβουμε τή σπορά στήν καρδιά μας, ἔκανε τόν σποριά πού σπέρνει. Ἄρα, καί ἐμεῖς παίρνουμε παραδείγματα, γιά νά καταλάβουμε πολύ βαθιά πράγματα.

Προσέξτε, λοιπόν, τό ἑξῆς. Δύο τά ὄργανα, νοῦς καί καρδιά. Ποιός τά ἔφτιαξε αὐτά; Ὁ Θεός. Ἄρα, εἶναι Ἐκεῖνος ὁ Δημιουργός. Ἄρα, ἔχουμε τό νοῦ καί τήν καρδιά καί τό Δημιουργό. Θά δώσω, τώρα, ἕνα παράδειγμα πού δέν εἶναι ἀκριβές. Πάντοτε, τά παραδείγματα εἶναι «λίγα». Καί μάλιστα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει: «Προσέξτε, γιά τέτοια θέματα κατ᾽ ἀνάγκη τά παραδείγματα, ἀλλά ποτέ ἕνα παράδειγμα δέν εἶναι ἀκριβές». Πράγματι! Ἀλλά θά πῶ ἕνα παράδειγμα, μήπως μέ καταλάβετε. Θά πάρω ἕνα παράδειγμα εὔληπτο, ἀπό τή δική μας γνώση, ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου. Ἄς πάρω ἕνα σπίτι, μιά πολυκατοικία, πού πρέπει νά θερμανθεῖ. Τί κάνουμε ἐκεῖ; Βάζουμε ἕνα λέβητα. Στό λέβητα μέσα θά βάλουμε τό πετρέλαιο, θά καίει τό πετρέλαιο καί ὅλα τά δωμάτια θά θερμαίνονται. Πάρτε, λοιπόν, τό ἑξῆς παράδειγμα. Ποιά εἶναι ἡ πρώτη κίνηση; Κάποιος πρέπει νά ζητήσει πετρέλαιο, γιά νά γεμίσει ὁ λέβητας. Κάποιος θά πάει στήν ἑταιρεία, στό πρατήριο καί θά πεῖ: «θέλω πετρέλαιο». Κάποιος, λοιπόν, στρέφεται κάπου καί ζητάει κάτι. Καί ἐφόσον ἡ ἑταιρεία ἀνήκει σέ αὐτόν τόν κόσμο, δέν θά πεῖ ὄχι, ἀφοῦ εἶναι ἑταιρεία πού χρειάζεται νά πουλήσει πετρέλαιο. Γι᾽ αὐτό ζεῖ καί ὑπάρχει. Ἔ, θά δώσει πετρέλαιο. Ποῦ θά πάει τό πετρέλαιο; Στό λέβητα. Τί θά γίνει ὁ λέβητας; Θά θερμανθεῖ. Καί θά θερμανθεῖ ὅλο τό σπίτι. Μές στή θέρμανση αὐτή, θά θερμανθοῦν καί ὅλα τά διαμερίσματα.

Ἀκοῦστε τώρα. Πρῶτα σκεπτόμαστε ὅτι θέλουμε πετρέλαιο. Χρειάζεται νοῦς. Νοῦς! Ἄρα, θά τό σκεφτεῖ κάποιος καί θά ζητήσει ἀπό κάπου τό πετρέλαιο. Ἀπό ποῦ θά τό ζητήσει; Ποιός μπορεῖ νά θρέψει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου; Μόνο ὁ Θεός! Ἄρα, θά στραφεῖ στόν Θεό, πού θά τροφοδοτήσει ‒ἡ πύρινη Ἀγάπη πάντοτε τροφοδοτεῖ‒ τόν ἄνθρωπο μέ αὐτό τό καύσιμο. Ποῦ πάει τό καύσιμο; Στό λέβητα, πού εἶναι ἡ καρδιά. Ὁ νοῦς ζητάει τό πετρέλαιο, ἀπευθύνεται στόν Θεό· ἐκεῖ στρέφεται, δέν θά πάει κάπου ἀλλοῦ, δέν θά πάει στό περίπτερο πού πουλάει μόνο σοκολάτες καί ἐφημερίδες. Ἄν στραφεῖς ἐκεῖ θά βρεῖς λύση. Κρατῆστε, λοιπόν, στρέφομαι στόν Θεό καί ὅλα αὐτά εἶναι παρμένα ἀπό τήν Πατερική θεολογία, πού ἀξιοποιοῦν τά κείμενα τῆς Γραφῆς. Ὅταν λέει ὁ Χριστός: «Ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἀρετή;», «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας…» (Μάρκ. 12:30). Εἶναι αὐτή ἡ στροφή πρός τόν Θεό. Βασικό μέγεθος. Ποῦ στρέφεσαι; Στόν Θεό, γιά νά γεμίσεις ἀπό καύσιμα.

Στό σημερινό εὐαγγελικό κείμενο, ρωτάει ὁ πατέρας τοῦ δαιμονισμένου, λέει: «Μπορεῖς νά κάνεις κάτι;». Καί λέει ὁ Χριστός: «τό θέμα εἶναι νά μπορῶ ἐγώ; Ἄν μπορεῖς ἐσύ νά πιστέψεις», τοῦ λέει. Εἶναι ἡ στροφή· προσέξτε, τό «πιστεύεις» εἶναι ἡ στροφή στόν Θεό, ὄχι ἡ θεωρητική πίστη. Βλέπετε μιά πτυχή τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Μπορεῖς νά πιστέψεις; Νά ζητήσεις ἀπό τήν ἑταιρεία τοῦ πετρελαίου; Παίρνεις, λοιπόν… Ὁ Θεός χορηγεῖ, ἐπειδή εἶναι δωρεοδότης. Καί ποῦ χορηγεῖ τή δωρεά Του; Ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἡ ἀποθήκη, γιά νά ζεσταθοῦμε. Καί ὁ ἄνθρωπος γεμίζει. Αὐτό πού λέμε: «Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός» (Ψαλμ. 50:12). Ἡ καρδιά τῶν Πατέρων εἶναι ὁ χῶρος ὅπου ἀποθηκεύεται ‒οἱ λέξεις φτωχές‒ ἀλλά ἀποθηκεύεται, μπαίνει τό καύσιμο καί ὅπου ζεσταίνει ὅλο τόν ἄνθρωπο.

Ἕνα ἁπλό σχῆμα, σᾶς ἔδωσα, νά ξέρουμε τί εἶναι ἡ καρδιά καί τί εἶναι ὁ νοῦς. Ἐμᾶς, τώρα, μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι πάρα πολύ κεντρικό σημεῖο. Δηλαδή, θά ζητήσω πετρέλαιο; Καί ἄν δέν ζητήσω εἶμαι κουτός. Ἤ μήπως ζητῶ πετρέλαιο ἀπό λάθος μέρος; Ἤ παίρνω πετρέλαιο πού ἔχει λάθος σύνθεση καί δέν λειτουργεῖ σωστά; Τό κείμενο λέει: «Ἀγαπήσεις ‒πρώτη ἐντολή‒ ἐξ ὅλης καρδίας, ἐξ ὅλης ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας». Καθαρό πράγμα. Ἀπό ἐκεῖ μόνο ζητᾶς. Βασικό μέγεθος. Πιστεύεις;… Παρενθετικός λόγος: στό σημερινό Εὐαγγέλιο τό παιδί ἦταν δαιμονισμένο, ἀλλά ὁ Χριστός λέει στόν πατέρα ἐσύ νά πιστέψεις. Θά ἔλεγε κάποιος: «Μά, δέν ἦταν αὐτός δαιμονισμένος». Πάλι ὁ λόγος ὁ Πατερικός. Προσέξτε, πόσο πανέμορφος εἶναι. Λέει, ἄν τό παιδί σου εἶναι μικρό, καί δέν ξέρει πώς ὅταν κρυώνει πρέπει νά βάλει κουβέρτα, ἐσύ θά μεριμνήσεις νά τοῦ βάλεις κουβέρτα. Ἄν δέν τοῦ βάλεις, τό παιδί θά ἀρρωστήσει. Ὄχι ἐσύ. Ἄρα, δέν κάλυψες τό παιδί σου. Γιά μερικούς πού λένε: «Μά, τί φταίει τό παιδί πού εἶναι δαιμονισμένο;». Καί λέει τό κείμενο: «παιδιόθεν». (Μάρκ. 9:21) Ἄρα, θά πεῖ κάποιος, ποῦ εἶναι ἡ εὐθύνη τοῦ παιδιοῦ; Μπορεῖ ἕνα παιδί νά δαιμονιστεῖ; Εἶναι τό λειτουργικό κοίταγμα. Δέν εἶμαι ἐγώ καί ὁ Θεός, μόνο. Εἶναι ὅλη ἡ κοινωνία, τό λειτουργικό κοίταγμα. Εἶχες ἔγνοια γιά τό παιδί σου νά καλυφθεῖ; Βλέπεις, τό παιδί ‒πού δέν ἤξερε‒ δέν καλύφθηκε πνευματικά. Αὐτό δαιμονίζεται, ὁ πατέρας τώρα γκρινιάζει. Καί ὁ Χριστός ζητάει ἀπό τόν πατέρα νά πιστέψει. «Πιστεύεις;», τοῦ λέει. Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία ἡ μεγάλη.

Νά λοιπόν τώρα, ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά, κάτι προσδιόρισα. Τί συμβαίνει τώρα μέ τή λειτουργία τοῦ νοός, πού εἶναι κεντρικό στοιχεῖο. Τί εἶναι τό κεντρικό στοιχεῖο; Ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅταν μιλᾶνε γιά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πτώση ποιά εἶναι; Ὅτι ἔφυγε μακριά ἀπό τόν Θεό. Δέ στρέφεται πρός τόν Θεό, αὐτό εἶναι μακριά. Ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών. Ἐδῶ εἶναι, βλέπετε, τό πρατήριο τοῦ πετρελαίου. Ἐγώ δέν πάω καί πάω στό περίπτερο. Εἶναι πανταχοῦ παρών ὁ Θεός, ἀλλά ἐμεῖς δέν στρεφόμαστε. Λένε οἱ Πατέρες, λοιπόν, «Τί ἔπαθαν οἱ πρωτόπλαστοι;». Ἔπαθαν, λέει, προσέξτε -κοινός ὅρος γιά ὅλους τούς Πατέρες- «σκοτισμό τοῦ νοός». Σκοτίστηκε τό μυαλό τους καί ἀντί νά ζητᾶνε πετρέλαιο ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει, πῆγαν ἀλλοῦ καί στραφήκανε. Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου: ἐσκοτισμένος νοῦς. Ἄν, λοιπόν, πεῖ κάποιος πῶς ἦρθε ἡ ἁμαρτία, ἐσκοτισμένος νοῦς. Ἕνας μεθυσμένος δέν ξέρει ποῦ νά πάει τό αὐτοκίνητο. Τό πάει στό γκρεμό. Ἄρα, ὁ νοῦς εἶναι ἡ βασική αἰτία. Καί τί μπῆκε στό νοῦ μέσα; Μπῆκε ὁ πειρασμός. Ὁ πειρασμός δέν ἔχει καμία δύναμη. Οὐδεμία δύναμη δέν ἔχει. Ὁ Θεός εἶναι ἡ Δύναμη. Ἀλλά, ἅμα ἁμαρτήσουμε πρός τόν Θεό, ὁ πειρασμός μᾶς ἐπηρεάζει. Πάντοτε κάνει προτάσεις ὁ πειρασμός. Ἐδῶ τόλμησε τόν Χριστό νά πειράξει. Ἄρα, ὁ νοῦς, πού εἶναι ἕνα ὄργανο τῆς ψυχῆς, ἔρχεται καί προσβάλλεται ἀπό τόν πειρασμό. Βασικό μέγεθος. Καί ὁ νοῦς σκοτίζεται. Γιατί σκοτίζεται; Γιατί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό. Θά ἀρχίσω νά διαβάζω, γιατί εἶναι πολύ σπουδαῖο, δέν μπορῶ νά ἀγνοήσω τά Πατερικά κείμενα· ὄχι ἁπλῶς νά γίνετε πολύ βαθεῖς γνῶστες, ἀλλά νά μπεῖτε σέ αὐτό τό πανηγύρι τοῦ Πατερικοῦ λόγου, πού εἶναι τόσο πλουραλιστικός, τόσο πλούσιος, τόσο σπουδαῖος. Καμιά φορά, λέμε, τί χάνουμε πού δέν ξέρουμε τούς Πατέρες.

Ἀρχίζω νά διαβάζω Πατέρες. Λέει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος: «κενωθέντος τοῦ ἀνθρώπου τῆς τοῦ Θεοῦ ἐννοίας, εἰς τά οὐκ ὄντα ἀποστρέφεται». Ὅταν ἄδειασε τοῦ ἀνθρώπου ὁ νοῦς ἀπό τήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ, τότε ποῦ πῆγε; Στά «οὐκ ὄντα». Πῆγε ἐκεῖ πού δέν ὑπῆρχε νά πάρει πετρέλαιο. Φοβερός ὁ λόγος. Ἤ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει: «ἐξ αὐτοῦ», ἐκ τοῦ Θεοῦ, «πᾶν ἀγαθόν ἀγαθύνεται», πᾶν ἀγαθόν καί «καθόσον ἐξ αὐτοῦ μακρύνεται» ‒ὅλα τά ἀγαθά ἀπό τόν Θεό εἶναι‒ καί καθ᾽ ὅσον ὁ νοῦς ἐξ αὐτοῦ, ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἀπομακρύνεται, ποῦ ἔγινε; «ἐν τῷ κακῷ γέγονεν». Φεύγει ἀπό τόν Θεό καί ἀποκτᾶ στό νοῦ του μιά διαστροφή.

Τό ἴδιο πράγμα, λέει ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος μέ ἄλλα λόγια: «Ἄν ὑστερήσει ἡ ψυχή ἀπό τό Πνεῦμα, ὁ ἄνθρωπος παραμένει ψυχικός καί σαρκικός». εἶναι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος, καί λέει: «Τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει αὐτήν τή δύναμη». Ὁ Θεός τί χορηγεῖ στό νοῦ καί στήν καρδιά; Τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτό ζοῦμε στήν Ἐκκλησία. Ἄν αὐτό ὑστερήσει, λέει, ἡ ψυχή ἀπό τό Ἅγιο τό Πνεῦμα, ὁ ἄνθρωπος παραμένει ψυχή· ἔχει ψυχή. Ἀλλά μιά ψυχή πού δέν τροφοδοτεῖται, εἶναι ὁ ψυχικός ἄνθρωπος. «Ψυχικός» ‒ ὁ ἄνθρωπος τῆς ψυχῆς. Βλέπετε, πολλές φορές λένε, ἀκοῦμε στίς τηλεοράσεις καί ραδιόφωνα: «τώρα θά κάνουμε ἐκπομπή μέ πνευματικούς ἀνθρώπους». Πνευματικός ἄνθρωπος εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ζεῖ στήν Ἐκκλησία κοντά στή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μπορεῖ νά εἶναι καί ἕνας καλλιτέχνης, ἀλλά ὄχι μόνο οἱ καλλιτέχνες καί οἱ ἠθοποιοί νά εἶναι πνευματικοί ἄνθρωποι. Μπορεῖ νά εἶναι καί ἕνας καροτσέρης στό δρόμο καί ἕνας ὁ ὁποῖος καθαρίζει τούς δρόμους, ἄν εἶναι κοντά στήν Ἐκκλησία. Βλέπετε, διαστράφηκε ὁ ὅρος «πνευματικός ἄνθρωπος». Γιατί φεύγει μακριά ἀπό τόν Θεό καί ὁ νοῦς του πιά δέν στρέφεται στόν Θεό. Καί μάλιστα πανέμορφα γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή: «ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καί ἐσκοτίσθη ἀσύνετος αὐτῶν καρδία» (Ρωμ. Α´, 21). «Ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς». Προσέξτε τή λέξη «διαλογισμός». Σχεδόν πάντοτε, εἰδικά στήν Καινή Διαθήκη, ἡ λέξη «διαλογισμός» χρησιμοποιεῖται ὑπό κακή ἔννοια. Λέει ὁ Χριστός, ὅταν βλέπουν κάποιοι ὅτι θά θεραπεύσει τόν παράλυτο: οἱ «διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν» (Μάρκ. 2:6). Καί λέει ὁ Χριστός: «Τί διαλογίζεσθε;». Βλέπετε δέν εἶναι ἡ λέξη «λογισμός», «δια-λογισμός». Ἡ διάσπαση τοῦ νοός. Ἀξιοποιῆστε το καί γιά τά αἱρετικά τά θέματα. Διαλογισμός. Εἶναι ἄμεση ἡ πρόσβαση. Δια-λογισμός. Λέξη ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται πάντοτε μέ ἕναν τρόπο ἀρνητικό ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Καί ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος καταλήγει , ἐνῶ εἶναι ἔτσι φτιαγμένος, ἔτσι νά στρέφεται στόν Θεό, ὁ νοῦς του νά πηγαίνει νά ζητάει ἀπό τόν Θεό τή βοήθεια ‒ «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου». Καί αὐτό εἶναι ἡ πίστη, πού εἶναι αὐτή ἡ κίνηση πρός τά ἐκεῖ. Αὐτό τό ἀγνοήσαμε.

Καί πᾶμε στήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «τήν τῆς οἰκείας αἰτίας ἐνόσησεν ἄγνοιαν». Ποιά εἶναι ἡ ἀρρώστια τῶν ἀνθρώπων; δέν γνωρίζουν τό γεγονός, πού εἶναι ὁ Θεός κοντά τους. Ἡ νόσος ποιά εἶναι; Ἡ ἄγνοια. Ποιά ἡ γνώση; Τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἡ γνώση ἄλλων πραγμάτων. ἄγνοια τοῦ Θεοῦ· ἐκεῖ ἀρρώστησαν. Καί λένε οἱ Πατέρες πανέμορφα, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέει, ποιά ἦταν ἡ πρώτη γνώση τοῦ ἀνθρώπου; Ποιά ἦταν; Νά γνωρίζει τόν Θεό. Μετά τήν πτώση, ἡ πρώτη γνώση πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος ποιά εἶναι; Γνωρίζει ὅτι εἶναι γυμνός. Τό πρῶτο πράγμα πού καταλαβαίνει ὁ πρωτόπλαστος. Γυμνός τί; Ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί τότε (Γένεση 3:7), «διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ». Τότε νόμιζε πώς γνωρίζει, καί τότε δέν γνωρίζει πιά. Ἐνῶ, ἔχει τόν Θεό μπροστά Του. Τόν εἶχε μπροστά στά μάτια του. Ὁ νοῦς του ἦταν καθαρός, ὁ νοῦς του δέν ἦταν βρώμικος, δέν ἦταν σκοτισμένος. Ξέρει, βλέπει τόν Θεό, γνωρίζει τόν Θεό. Μετά τήν πτώση πρώτη γνώση εἶναι ἡ γύμνια του. Ποιά εἶναι ἡ γύμνια; Πού ἔχει γυμνωθεῖ ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί μάλιστα πανέμορφα, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής ‒σπουδαῖα τά κείμενα του τά ἀσκητικά‒ λέει, βλέπει αὐτό ὁ διάβολος, ὅτι ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπό τόν Θεό καί βάζει πάνω μας, στό νοῦ μας, ἐκεῖ στή διάνοια, στό νοῦ, τρεῖς γίγαντες. Μιλάει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος γιά τρεῖς γίγαντες. Λέει, πρῶτος γίγας, γίγας πού πλέον σέ πολεμάει καί σέ σκοτώνει: Ἄγνοια Θεοῦ, Λήθη Θεοῦ, Ραθυμία. Πρῶτο, δέν ξέρω τόν Θεό· δεύτερο, λήθη Θεοῦ, δέν ξέρω ποῦ δίνουν τό πετρέλαιο καί τό ξεχάσω δέν μπορῶ νά πάρω πετρέλαιο· καί ραθυμία -δέν βαριέσαι τώρα… Οἱ τρεῖς γίγαντες, κρατῆστε τους, γιά τόν πνευματικό σας ἀγῶνα: Λήθη Θεοῦ, Ἄγνοια Θεοῦ, Ραθυμία. Καί προσέξτε, ἐπειδή ἡ στροφή πρός τόν Θεό εἶναι συνεχής, μιλᾶμε γιά τήν ἀδιάλειπτο προσευχή. Δέν εἶναι ἕνα κατόρθωμα. Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι ἡ συνεχής στροφή τοῦ νοῦ πρός τόν Θεό.

Γι᾽ αὐτό βλέπετε, βασικά ὄργανα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, λειτουργοῦν ἀδιαλείπτως. Σταματήσατε ποτέ νά ἀνασαίνετε; Σταμάτησε ποτέ ἡ καρδιά σας νά χτυπάει; Σταμάτησαν οἱ βασικές λειτουργίες σας; Ὄχι. Ἔτσι ἔφτιαξε τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός, γιά τίς βασικές, ὀργανικές κινήσεις τῆς ὑπάρξεώς μας νά ὑπάρχει τό ἀδιαλείπτως λειτουργεῖν. Δέν θά τό ἔκανε γιά τά πνευματικά; Καί αὐτό τό ἀκατανόητο γιά ἐμᾶς, τό «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» εἶναι τό πιό δυνατό καί φυσικό, τό ὁποῖο δέν τό κάνουμε, ὅπως ἐγώ τρώω, κοιμᾶμαι, παίζω, κάνω κουβέντα μαζί σας. Σταμάτησε ἡ καρδιά μου; Αὐτό εἶναι τό ἐπιδιωκόμενο, πού δέν εἶναι ἄθλημα, εἶναι τό «ἀλίμονο ἐάν δέν τό κάνουμε!». Ὅλη ἡ ὕπαρξή μου νά εἶναι στραμμένη στόν Θεό. Ὅταν αὐτό ξεχαστεῖ πιά, δέν πάρω πετρέλαιο ἀπό ἐκεῖ πού πρέπει, πῶς θά ζεσταθεῖ ὁ ὀργανισμός; Προσέξτε, ἔρχομαι λίγο στό κείμενο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἄν κάποιος τό ἄκουγε τό πρωί, καί κάνει ἐκεῖ τό κείμενο, προσέξτε, λεπτεπίλεπτες ἀναλύσεις. Λέει πῶς συμπεριφερόταν ὁ δαιμονισμένος. Προσέξτε, τρομερά στοιχεῖα. Πρῶτον, λέει, πνεῦμα ἄλαλον, δέν μιλοῦσε. Καί ὁ Χριστός λέει, καί κωφόν καί ἄλαλον. Ἄλαλο δέ μιλάω, κωφό δέν ἀκούω. Αὐτό τί σημαίνει; Μιά ἀκοινωνησία. Ἀκοινωνησία. Δέν εἶχε πάθει κάτι. Ἄλλο πράγμα νά ἔχεις μιά βλάβη ὀργανική στό κέντρο τῆς ὁμιλίας, δέν μπορεῖς νά μιλήσεις. Μπορεῖς νά γίνεις ἅγιος. Δέν εἶχε κοινωνία, δέν ἄκουγε, καί κάτι πάρα πολύ οὐσιαστικό, οὐσιαστικότατο αὐτή τή στιγμή, σέ αὐτό τό καίριο σημεῖο: Αὐτός ὁ δαιμονισμένος, ὅταν βλέπει τόν Χριστό, πέφτει κάτω καί χτυπιέται. Δηλαδή, δέν ἀντέχει τόν Θεό. Καί ταυτόχρονα, τρεῖς ἐξωτερικές ἐνέργειες. Τό κείμενο λέει, ἔφρισσε, ἔφριζε ὁ δαιμονισμένος, ταυτόχρονα ἐξηραίνετο, κάτι, μία ἀκινησία πάθαινε, ἄφριζε. Προσέξτε, ὅλο μαζί! Ἄν τό ἄκουγε κάποιος εἰδικός, κατά τά μέτρα πού ξέρει, τά ἀνθρώπινα μεγέθη, θά ἔλεγε ‒προσέξτε‒ «μανιοκατάθλιψη» θά ἔλεγε. Καί ὡς προσδιορισμός θά ἦταν σωστός, δηλαδή: μανία (φρίσσω, θυμώνω, χτυπιέμαι κάτω, ἀφρίζω) καί κατάθλιψη, ἀπομόνωση. Μπορεῖ νά προσδιορίσει, λοιπόν, τό ὅτι εἶναι μανιοκατάθλιψη, ἀλλά δέν ξέρει ἀπό ποῦ προῆλθε. Γιατί ὅλος ὁ ἄνθρωπος, ἔφυγε μακριά ἀπό τόν Θεό, δέν εἶναι κοντά στόν Θεό. Ἄλλο νά πάθει μιά βλάβη στό σῶμα του, θά ἦταν ἕνα ἀπό ὅλα αὐτά. Ἐδῶ εἶναι ὅλα μαζί. Καί μάλιστα τό στοιχεῖο τό ὅτι βλέπει τόν Χριστό καί πέφτει κάτω, δέν ἀντέχει τόν Χριστό. Εἶναι καίριοι αὐτοί οἱ προσδιορισμοί. Ἄρα, θά ἔλεγα καί ἐγώ, ὡς ἐκδήλωση, ναί εἶναι μανιοκατάθλιψη. Γιατί προῆλθε; Πῶς θεραπεύεται αὐτή ἡ νόσος τοῦ νοός; Προῆλθε γιατί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό.

Εἴμαστε πάλι στό νοῦ, τώρα. Ὁ νοῦς ὅσο φεύγει μακριά ἀπό τόν Θεό, ἀρχίζει καί διαστρέφεται. Καί, ξέρετε, ὁ νοῦς εἶναι φτιαγμένος γιά νά ἔχει ἡδονή. Ὁ Θεός ἔτσι τόν ἔκανε. Αὐτό πού λέμε ὁ παράδεισος, τά μελλοντικά ἀγαθά, αὐτό πού ζοῦμε κοντά στόν Θεό στήν Ἐκκλησία, εἶναι μία ἡδονή. Ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο ἡδονές. Μᾶς ἔκανε τήν πρόταση, γιά νά μποροῦμε νά τρῶμε, τό φαγητό νά ἔχει γεύση. Εἰδάλλως, μπορεῖ νά μήν τό σκεφτόμασταν· ἀλλά ἔχει κάτι πού μᾶς προκαλεῖ νά πᾶμε νά φᾶμε. Ἄρα, ὅπως ἔτσι εἶναι τό σωματικό, καί στά πνευματικά ἔβαλε μιά ἡδονή νά χαιρόμαστε ἐκεῖ. Λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος, μία μόνο ἡδονή ὑπάρχει, τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἡ στροφή τῆς ψυχῆς πρός τόν Λόγον, τόν Χριστό. Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἡδονή. Ἄρα, ὁποιαδήποτε σχέση ἀνθρώπινη πού ἔχει ἡδονή, εἶναι ἡδονή τέτοια ‒ στροφή πρός τόν Θεό. Καί λένε πανέμορφα οἱ Πατέρες, ‒τά λέω μέ δικά μου λόγια‒ λένε ἔρωτας χωρίς τόν Χριστό, εἶναι μιά ἡδονή χωρίς περιεχόμενο. Γι᾽ αὐτό ἡ Ἐκκλησία δένει ἄμεσα αὐτή τή στροφή στό Χριστό, μέ ὁποιοδήποτε ἐρωτικό γεγονός. Ὅλα τά ἄλλα πού λέει ὁ κόσμος, εἶναι περιττολογία καί, συγχωρέστε με δηλαδή, εἶναι λίγο σαχλαμάρες. Λένε ἔρωτας, τί σημαίνει ἔρωτας; Χωρίς αὐτήν τή στροφή στόν Θεό, ἄν πάρεις αὐτήν τήν ἡδονή, τά ἄλλα εἶναι περιστασιακές ἡδονές. Καί ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὀνομάζει αὐτή τήν ἡδονή τήν ἐρωτική χωρίς τόν Χριστό, τή λέει φιλαυτία. Εἶναι βαθύτατοι ὁρισμοί πού πρέπει ὁποιοιδήποτε ἀσχολοῦνται παιδαγωγικά μέ αὐτά τά πράγματα, λίγο νά τά ξέρουν, ἔτσι; Κι ἀντί νά καλλιεργοῦν λάθος ἡδονές, νά καλλιεργοῦν τή στροφή στόν Θεό γιά νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤ τό παιδί μας. Ἀκόμη νά καταλάβει καί τόν ἄλλον. Δέν ἀρνούμεθα τό ἐρωτικό στοιχεῖο ‒τό παίρνω σάν παράδειγμα, ὡς ἡδονή‒ ἀλλά ἀρνούμεθα τήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ, πού παραμένουν «ξηλωμένοι» ἀπό τόν Θεό. Ἄρα εἶναι φιλαυτία.

Ἡ σωματική ἐρωτική ἡδονή, χωρίς στροφή πρός τόν Θεό εἶναι διαστροφή καί παρά φύση πράξη. Γι᾽ αὐτό, ἄν ξέρετε τήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ προφήτης Δανιήλ καλεῖται ‒διαβάστε Δανιήλ 9:23‒ «ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν». Τί ἐπιθυμιῶν; Αὐτή ἡ καίρια ἡδονή νά στρέφεται στόν Θεό, καί τό προβάλει τόσο ἔντονα. Ἀνήρ ἐπιθυμιῶν, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ ἐπιθυμία; Ἐπι-θυμία, προσέξτε, ἀκόμα καί τά ἑλληνικά: Θυμικό, λειτουργία τῆς ψυχῆς. Ἡ θύμηση ἐπί ‒ κάτι παραπάνω. Καί ὁ Μέγας Βασίλειος λέει, ἐπιθυμία χωρίς Θεό, «ἐπιθυμία νόσος ἐστί ψυχῆς». Ἡ ἐπιθυμία χωρίς Χριστό, χωρίς Θεό, χωρίς τή στροφή τοῦ νοός στόν Θεό, τή θεραπευτική τοῦ νοός, εἶναι ἀρρώστια. Προσέξτε τί λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ὁ ἄνθρωπος, λέει, στήν κατάσταση πρίν ἀπό τήν πτώση ‒ἀκοῦστε τί λέει‒ ἀγνοοῦσε τόν πόνο. Δηλαδή, ἄν τόν τρυποῦσε ἀγκάθι δέν θά πονοῦσε;… Ἀκοῦστε τί λέει. Ἀγνοοῦσε τόν πόνο, λόγω τῆς τέρψεως πού τοῦ ἔδινε ὁ Θεός ἀπό τήν ἕνωση πού εἶχε ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό. Εἶναι τέτοια ἡ τέρψη, πού δέν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τοῦ πόνου. Δέν καταργεῖται τό τρύπημα τοῦ ἀγκαθιοῦ, ἀλλά δέν ὑπάρχει πόνος. Ἄρα, ἀκόμα καί ὁ πόνος ὁ ἰσχυρός, ἡ ἀπελπισία, εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν Θεό.

Εἶναι πολύ ὁριακές ἔννοιες πού πιστέψτε με, ὄχι ἐπειδή τά λέμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, εἶναι κρίμα ὅσοι ἀσχολοῦνται ἔστω ἐπαγγελματικά, θύραθεν, μέ τά θέματα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τουλάχιστον, ἄν ἔχουν τόση γνώση καί ἐμπειρία τοῦ πράγματος, νά πᾶνε λίγο παλαιότερα. Μήν ξεκινᾶνε ἀπό τά ἀπαυγάσματα τῆς ψυχοθεραπευτικῆς καί ἀπό τόν Φρόυντ καί τά λοιπά. Νά πᾶνε παλιά, νά πᾶνε πίσω, νά πᾶνε στό Μάξιμο, νά πᾶνε στό Μᾶρκο τόν Ἀσκητή. Νά μελετήσουν αὐτά τά κείμενα, καί ἄν ἡ σημερινή ἐμπειρία ἔχει κάτι νά τούς πεῖ, νά τούς πεῖ. Ἀλλά αὐτά τά κείμενα γιατί τά πετᾶς; Ἄν τό λένε ἐπιστήμη ‒ὅπως εἶναι‒ ἐπιστήμη σημαίνει γνώση ὅλου τοῦ ἐπιστητοῦ ἀντικειμένου. Δέν ἔχουν πάει σέ αὐτά τά κείμενα, πού εἶναι τόσο καίρια καί ἀγνοοῦν τόν ἄνθρωπο. Γιατί ἡ Ἐκκλησία, αὐτά τά ἔχει σάν καίρια σημεῖα; Γιατί τά ἐφαρμόζεις καί ἔχεις τό ἀποτέλεσμα. Τί σημαίνει; Ἐπιστήμη, τί εἶναι ξέρετε; Κάνω κάτι, διαχρονικά, 2000 χρόνια τό κάνω, τό κάνω σέ ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου, καί ἔρχεται τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Ἄν λοιπόν, πάρω ἕνα φάρμακο, καί τό ἐφαρμόζω 2000 χρόνια, σέ ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου, καί ἔρχεται πάντα ἡ θεραπεία, εἶναι ἐπιστήμη. Αὐτό εἶναι ἐπιστήμη. Ἡ ὁρολογία τῆς Ὀρθοδοξίας μας, στή θεραπευτική τῆς ψυχῆς, εἶναι ἐπιστήμη. Αὐτή εἶναι ἡ ἐπιστήμη. Γιατί γίνεται διαχρονικά, γίνεται σέ ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου καί τό ἀποτέλεσμα πάντοτε εἶναι θεραπευτικό. Ἄν αὐτό δέν εἶναι ἐπιστήμη, τί εἶναι ἐπιστήμη; Ἡ ὁποία κάνει καί προσδιορισμούς τῶν ὀργάνων, βλέπετε. Δηλαδή δέν κάνω ἀνατροπή τῶν γεγονότων, λέω τήν ἀλήθεια. Ἀφοῦ ἔτσι ἐφαρμόζεται.

Μέσα, λοιπόν, σέ αὐτήν τήν ἱστορία τοῦ νοός πού στρέφεται, βλέπετε, στόν Θεό, πάλι τό σχῆμα στρέφομαι στόν Θεό, νά πάρω πετρέλαιο, θερμαίνεται ὅλος ὁ χῶρος, καί ἡ καρδιά θερμαίνεται καί βλέπετε μέσα σέ ὅλη τήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς πού θερμαίνεται εἶναι ἡ ψυχή, ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά. Θερμάνθηκε μέ τό «λέβητα», μέ τήν καρδιά. Τί θερμαίνεται; Θερμαίνεται καί ὁ νοῦς. Εἶναι αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες «κυκλική κίνηση». Ἐγώ πάω στόν Θεό, ζητάω πετρέλαιο, δίνει πετρέλαιο στό καζάνι, τήν καρδιά, ἡ καρδιά θερμαίνει ὅλο τό σπίτι, μές στό σπίτι θερμαίνεται καί ὁ νοῦς. Νοῦς, Θεός, καρδιά. Καί ἀρχίζει ἡ καρδιά πιά καί θερμαίνεται καί αὐτό τό λένε οἱ Πατέρες «κυκλική κίνηση». Ἔτσι. Ἡ ὁρολογία εἶναι πρῶτα ἀπό τόν Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀλλά εἶναι πολύ σωστή. Καί μάλιστα ἐκεῖνος καί σχηματικά ὅταν ἔκανε προσευχή, καθότανε σέ ἕνα σκαμνάκι καί ἔκανε ἕναν κύκλο ‒ τόν εἶπαν μάλιστα ὀμφαλοσκόπο… κάτι κουταμάρες. Καί ὅλος ὁ ἄνθρωπος κάνει αὐτήν τήν κίνηση. Καί λένε οἱ Πατέρες, πάω στόν Θεό, ὁ Θεός μέ τροφοδοτεῖ, ἡ καρδιά μου καί ἡ καρδιά ζεσταίνει καί τό νοῦ καί πάλι κυκλική κίνηση. Καί ἀλίμονο, λέει, ἄν φύγει ὁ νοῦς μακριά, ἄν πετάξει. Ἄν δέν πάει στόν Θεό καί πάει κάπου ἀλλοῦ. Ἄν πετάξει μιά ἀκτίνα φωτός, θά πάει στό σύμπαν. Πρέπει νά γίνει μιά ἐπαναφορά, ἡ λεγόμενη κυκλική κίνηση. Κρατῆστε τήν προσευχούλα, ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι δωρεοδότης, μᾶς θερμαίνει τήν καρδιά καί ἐπειδή ἡ καρδιά θερμάνθηκε, ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό. Ἐπειδή ἡ καρδιά θερμάνθηκε, θερμαίνεται καί ὁ νοῦς καί σέ ἐνισχύει πιό πολύ στήν προσευχή καί πιό πολύ στήν προσευχή. Καί αὐτό παίρνει (γίνεται) ἕνα σύστημα, δέν εἶναι αὐτόματο μέν, ἀλλά λειτουργεῖ μέ ἕνα μοναδικό τρόπο. Κρατῆστε καί τήν κυκλική κίνηση.

Τό θυμικό, προσέξτε, θυμικό. Τό θυμικό εἶναι ὁρολογία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἀλλά, στούς Πατέρες ἔχει πάρει μιά καίρια ἔννοια. Εἶναι θύμηση. Τί λέμε γιά τά κομπιοῦτερ; Λέμε μνήμη. Θύμηση, μνήμη. Τί εἶναι αὐτό πού ἔχει τό κομπιοῦτερ; Ἔχει μιά μνήμη. Εἶναι βαλμένη μές στό κομπιοῦτερ. Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, ἔχει μέσα του, μέσα στά κύτταρά του, τό θυμικό, πού θυμᾶται πάντα τόν Θεό. Τό κομπιοῦτερ ἔχει μνήμη. Ἄν καταστραφεῖ, δέν εἶναι κομπιοῦτερ πιά. Ἔχουμε, λοιπόν, μέσα μας τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό ἔχει βάλει ὁ Θεός μέσα μας. Ὑπάρχει αὐτό. Εἶναι θέμα πῶς θά ἐνεργοποιηθεῖ. Θά ἐνεργοποιηθεῖ ἄν ζεσταθεῖ τό καζάνι καί τά λοιπά καί τά λοιπά.

Προσέξτε, λέει τό ἑξῆς ὁ Ἅγιος Εὐάγριος. Πρέπει, λέει, ὅταν προσεύχεσαι, νά εἶσαι στραμμένος στόν Θεό. Μήν κάνεις στροφή σέ ἄλλα πράγματα. Καί λέει ὁ Ἅγιος Ἀββᾶς ὁ Ἠσαΐας, ὑπάρχει ἕνα μίσος ‒ μίσος σέ ὁτιδήποτε ἄλλο. Ἄν ἐντυπώνεις τό νοῦ σου κάπου ἀλλοῦ καί στρέφεσαι ἐκεῖ, ἄν τό θυμικό δέν εἶναι αὐτή ἡ λειτουργία τῆς μνήμης, τότε αὐτοκαταργούμαστε. Προσέξτε, τώρα, τή λέξη μνήμη. Εἶναι πολύ σπουδαία ἡ μνήμη καί τό συνέδεσα μέ τό κομπιοῦτερ, βέβαια, ἀλλά εἶναι τό παράδειγμα πάρα πολύ καλό καί ἔχουμε μνήμη Θεοῦ. Αὐτή ἡ μνήμη εἶναι πού μᾶς κάνει καί σκεφτόμαστε μακριά. Τά ζῶα δέν σκέφτονται γιά αὔριο, γιά μεθαύριο. Ἔχουν ἔνστικτα μόνο. Ἐμεῖς γιατί μάθαμε νά σκεφτόμαστε αὔριο καί μεθαύριο; Καί μπορεῖ αὐτό νά γίνει φαντασία μετά, νά γίνει ἀρρώστια. Νά φαντάζομαι στό παιδί μου ‒καί κάνουμε λάθος ἀγωγή‒ «ἐσύ θά γίνεις πρωθυπουργός». Ἐσύ, τό κορίτσι θά παντρευτεῖς ἕνα βασιλόπουλο. Εἶναι μέλλον, λανθασμένο μέλλον.

Οἱ Πατέρες λένε: «Ὁ Θεός ἔδωσε ἀπό τά ἐν τῇ Γῇ ὄντα του στό ἐν τῇ Γῇ λογικό ὄν» ‒μόνο ὁ ἄνθρωπος εἶναι, στόν οὐρανό εἶναι οἱ Ἄγγελοι καί ἄλλες δυνάμεις‒ «ἔδωσε τή μνήμη, νά σκέφτεται τό αὔριο, γιά ἕνα λόγο. Γιά νά σκέπτεται τόν Παράδεισο». Γι᾽ αὐτό ἔχουμε μνήμη, γιά νά μποροῦμε νά πᾶμε παρακάτω. Ποιό εἶναι τό μέλλον μας; Θά γίνουμε βασιλιάδες, θά γίνουμε πρωθυπουργοί; Τί θά γίνουμε; Δέν τό ξέρουμε. Ἀλλά εἶναι μία ἡ σίγουρη μνήμη: Τί θά γίνει παρακάτω, πού ὁ Θεός δέν τελειώνει. Ἡ μνήμη τοῦ ὅτι εἴμαστε ἀτέλειωτοι καί θά ζήσουμε αἰώνια. Ἄρα, κάνουμε διαστροφή τῆς μνήμης καί λανθασμένη ἀγωγή. Νά τολμήσω νά πῶ, ἀκόμα καί ὁλόκληρο τό οἰκοδόμημα τῆς παιδείας μας λάθος μνῆμες καλλιεργεῖ στά παιδιά. Γιατί σπουδάζει τό παιδί; Μέ τί προοπτική; Τί σκέπτεται γιά τό αὔριο; Πόσο μεγάλος θά γίνει; Πόσα χρήματα θά βγάλει; Πῶς θά καταξιωθεῖ; Ἄν ἔρθουν μόνα τους, νά ᾽ναι καλῶς. Ἀλλά ἄν αὐτή εἶναι ἡ μνήμη καί ἡ προοπτική, ὅλη ἡ παιδεία εἶναι λανθασμένη. Γι᾽ αὐτό ἡ παιδεία εἶναι ταραγμένη καί ποτέ δέν θά γίνει μή ταραγμένη. Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἀντιδρᾶ στή λανθασμένη λειτουργία τῆς μνήμης. Γι᾽ αὐτό παιδιά κουράζονται πολύ, εἶναι ἐξαντλημένα καί εἶναι ἀπογοητευμένα ἀπό τό σχολεῖο. Δέν καταλαβαίνουν τό γιατί. Ἀλλά, ξέρουν ὅτι κάτι δέν τούς ἱκανοποιεῖ, ὅτι κάτι δέν τούς τρέφει.

Εἶναι πολύ σπουδαῖες οἱ ἀναλύσεις τῶν Πατέρων. Μᾶς βάζουνε σέ μιά ἔκπληξη μπροστά σέ τέτοια γεγονότα. Λέει, ὅσον ἀφορᾶ αὐτή τήν παθολογία, κάτι ὄμορφο ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης. Λέει: Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει πολύ. Καί ἐπειδή μᾶς ἀγαπάει, μᾶς ἔκανε ὅπως εἶναι Ἐκεῖνος, κατ᾽ εἰκόνα Του ‒ κατά Χάρη, βέβαια. Τί μᾶς ἔκανε; Νά γίνουμε Θεοί, κατά Χάριν. Καί ἐπειδή μᾶς ἀγαπᾶ πολύ, μᾶς δίνει ὅ,τι ἔχει Ἐκεῖνος. Τί μᾶς δίνει; Τί μεγαλύτερο; Νά γίνουμε θεοί. Τί εἶναι ὁ Θεός; Λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ‒τί φοβερά κείμενα!‒ λέει, κοιτάξτε, ὁ Θεός ἕνα πράγμα ξέρουμε, ὅτι εἶναι ἐλεύθερος, εἶναι ἀνεξάρτητος, δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τίποτα, δέν δεσμεύεται ἀπό τίποτα. Ἀκοῦστε, τώρα, τή φράση: «Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Θεός εἶναι ἐλεύθερος καί ὅλα πού ἔχει Ἐκεῖνος μᾶς τά δίνει, μᾶς κάνει καί ἐμᾶς τόσο ἐλεύθερους καί τόσο ἀνεξάρτητους. Τόσο ἐλεύθερους, πού μποροῦμε νά Τοῦ ποῦμε καί «ὄχι δέ σέ θέλουμε». Ἡ ἐλευθερία εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, λέει. Καλλιεργεῖται, ἄν καλλιεργήσω τό θυμικό καί τή στροφή πρός τόν Θεό. Ἀλλά ἡ ἐλευθερία παραμένει! Ξέρετε, τί σπουδαῖο θέμα εἶναι αὐτό, τῆς ἐλευθερίας; Μέ ποιό μέσο ἕναν ἄνθρωπο πού κάνει ἀντικοινωνικές ἐνέργειες τόν σταματᾶς; Μέ ποιό μέσο ἕνα παιδί πού μεγάλωσε, μέ ποιά μέσα ἀνελευθερίας τό σταματᾶς; Χειρότερος θά γίνεται. Ὅσο πιό πολύ ὑπάρχουν τά ΜΑΤ, τόσο περισσότερο πετᾶνε γκαζάκια οἱ διαδηλωτές. Ἀντιδροῦν, γιατί καταλαβαίνουν ὅτι κάτι τούς περιορίζει τήν ἐλευθερία. Εἶναι πολύ μεγάλο αὐτό τό θέμα γιά τήν παιδεία. Ἀλλά, μιά παιδεία πού λέει κάντε ὅ,τι θέλετε, χωρίς νά καλλιεργεῖ αὐτό τό νοῦ πρός τόν Θεό, τό θυμικό τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ, τότε πράγματι θά βγάλει καταστροφικούς ἐπαναστάτες. Ἰσόθεος ἐστί, λένε οἱ Πατέρες, κατά τό αὐτεξούσιον, προσέξτε, ἰσόθεος ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό κατά τό αὐτεξούσιον. Ἰσόθεος, γι᾽ αὐτό καί μόνο. Αὐτή ἡ ἐλευθερία φαίνεται καταστροφική καί εἶναι ἡ λύση πολλές φορές τοῦ προβλήματος καί λέει «ὁ Θεός εἶναι ἡ πηγή πάσης ἀρετῆς». Ἄν δέν στραφεῖς σέ Αὐτόν, δέν κάνεις τίποτε. Βλέπετε, «ἡ παθολογία τῆς ἐλευθερίας» λέγεται αὐτό. Πάλι θέμα μνήμης…

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, αὐτό πού σᾶς εἶπα πρίν ἀπό λίγο: «μνήμην ἔσχομεν ἵνα Ἐκεῖνον φέρωμεν». Γι᾽ αὐτό, λέει, ἔχουμε μνήμη. Χωρίς Χριστό, τί νά κάνω τή μνήμη ἐγώ; Ἐπειδή θυμᾶμαι ὅτι αὔριο θά πάω στή δουλειά μου; Θυμᾶμαι τά οἰκονομικά γεγονότα, τί γίνεται στήν ἱστορία, τί ἔγινε παλιά. Ἐρώτημα καί πάλι παιδαγωγικό: Τί κάνει ἡ παιδαγωγία στά παιδιά μας; Τούς μαθαίνει πράγματα. Καί μάλιστα τούς λέει νά τά ἀποστηθίζουνε. Μιά μνήμη φορτική. Γιατί; Χωρίς τό κέντρο ‒«μνήμην ἔσχομεν ἵνα τόν Χριστόν φέρωμεν»‒ μιά μνήμη πιά χωρίς Χριστό, τί κάνει αὐτή ἡ παιδεία; Φόρτιση γνώσεων; Τρομερά ἐρωτήματα εἶναι αὐτά, πού λυπᾶμαι γιατί δέν κατατίθενται σέ ἕνα τραπέζι βαθύ παιδαγωγικῆς θεραπευτικῆς τῶν πραγμάτων. Αὐτός εἶναι ἄνθρωπος. Μνήμη Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει, λέει, μνήμη γιά νά θυμόμαστε τά πάθη μας. Καί φτάνουμε στό χωρίο, τό γνωστό χωρίο, τό πολύ γνωστό: «µνηµονευτέον Θεοῦ µᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον». Εἶναι ὅπως ἀναπνέουμε, ἄλλο τόσο λειτουργεῖ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Μέγας Βασίλειος: «Τουτέστιν τοῦ Θεοῦ ἐνοίκησις τό διά τῆς μνήμης ἐνιδρυμένον ἔχειν ἐν ἑαυτῷ τόν Θεόν». Τί σημαίνει κατοικία τοῦ Θεοῦ σέ ἐμᾶς; Λέμε ὁ Θεός θά εἶναι μαζί μας. Τί εἶναι αὐτό ὡς ὁριστικό γεγονός, πρακτικό στή ζωή μας; Εἶναι αὐτό τό «ἐνιδρυμένον ἔχειν ἐν ἑαυτῷ τόν Θεόν», νά ἔχεις πάνω σου ἱδρυμένο τόν Θεό. Εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Χριστός, θά γίνετε ναοί Θεοῦ ζῶντες. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια. Αὐτή ἡ μνήμη σέ κάνει νά ἔχεις ἐνιδρυμένο ἐπάνω σου τόν Θεό. Λέει ὁ Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς: «Μνήμη Θεοῦ, λήθη κόσμου» Ποιοῦ κόσμου; Τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου. Αὐτό πού λέει ὁ Χριστός: «ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω. 15:19). Τούς βάζει νά ξεχάσουνε τόν ἁμαρτωλό αὐτόν κόσμο. Ἐξελεξάμην, καί τώρα πού ἐξελεξάμην, «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» (Ματθ. 28:19). «Ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. 10:16). Ἀλλά ἕνα πράγμα νά ξεχάσετε ‒ἐδῶ χρειάζεται λήθη, ἡ λήθη τῆς ἁμαρτίας‒ γιατί ὅσο ὑπάρχει μνήμη τῆς ἐνεργοποιημένης ἁμαρτίας, δέν καθαρίζει ὁ νοῦς, παραμένει ἐσκοτισμένος. Αὐτή ἡ μνήμη εἶναι πάρα πολύ οὐσιαστική.

Καί πάλι ὁ Ἅγιος Μάξιμος: «Ὁ Θεός ἀνείδεος καί ἀδιαμόρφωτος», χωρίς σχῆμα καί μορφή, τό ξέρουμε αὐτό, χωρίς σχῆμα καί μορφή. Ὁ πειρασμός, λέει, κάνει τό ἀντίθετο. Χρησιμοποιεῖ σχήματα, γιά νά εἰσβάλλει πάνω μας. Σχήματα, βάζει σχήματα. Εἶναι αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες, ὅταν κάνετε προσευχή, μήν προσπαθεῖτε νά φτιάξετε εἰκόνες, νά φτιάχνετε κάτι φαντασίες. Ὁ Θεός δέν μπαίνει σέ σχήματα. Ὁ διάβολος μπαίνει σέ σχήματα καί φέρνει μνήμη, λήθη, ὄνειρα, πολλά πράγματα. Καί μέ τή μνήμη τοῦ Θεοῦ ἀποκαθιστοῦμε τούς κακούς λογισμούς. Τή νοσολογία πιά τοῦ νοός, τήν ὁρίζουν οἱ Πατέρες. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης: Ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ εἶναι, λέει ‒τέρμα‒ ἡ νόσος τῆς ψυχῆς καί τῆς λογικῆς. Ἡ μνήμη τοῦ ἀνθρώπου, μετά τή λήθη τοῦ Θεοῦ διαιρεῖται καί διαχέεται καί κατακερματίζεται ἀπό λογισμούς. Ἐάν ξεχάσω τόν Θεό, ἡ μνήμη γίνεται κομμάτια. Δια-λογισμός. Γι᾽ αὐτό ἔχουμε ἀγωνία. Τί θά κάνουμε ἐδῶ; Τί θά κάνουμε ἐκεῖ; Τί θά κάνουμε ἐκεῖ;

Καί λένε οἱ Πατέρες, τώρα, μιλᾶνε γιά τήν παθολογία τῆς φαντασίας. Ἡ φαντασία· γι᾽ αὐτό μιλᾶμε, ὅπως εἴπαμε καί πρίν ἀπό λίγο, γιά τόν ἀπλανή νοῦ. Μήν ἔχεις φαντασίες περιττές. Ἡ μόνη φαντασία ποῦ εἶναι; Ὁ Παράδεισος, ὁ Χριστός, ἡ Ἀγάπη, ἡ Σωτηρία, ὅλα τά ὄμορφα. Καί αὐτό τό λένε οἱ Πατέρες «εὐπρεπή φαντασία». Καί λένε καί πάλι οἱ Πατέρες, μόνο μέ τήν εὐπρεπή φαντασία πού εἶναι στραμμένη στόν Θεό καί σκέφτεται τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, τότε μπορεῖς νά ἔχεις ‒προσέξτε, παρεμβαίνουνε στά ὄνειρα‒ καλά ἐνύπνια. Δέν ἀρνοῦνται οἱ Πατέρες καί ἡ Γραφή τά ἐνύπνια, ἐφόσον ὅμως ἔχεις γιατρεμένη τή φαντασία. Ἄν ἡ φαντασία εἶναι ἄρρωστη, τό ξέρει αὐτό ὁ διάβολος καί μπαίνει ἀκόμα καί στόν ὕπνο καί διακόπτει τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Γιατί δέν ἔχεις εὐπρεπή φαντασία. Καί σήμερα ἡ φαντασία διακόπτει συνέχεια τήν κοινωνία μέ τόν Θεό.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, λέει, ὁ ἄνθρωπος «κατά στέρησιν τῆς τοῦ Θεοῦ φαντασίας ἑαυτοῖς ἐπινοεῖν ἤρξετο καί ἀναπλάττειν τά οὐκ ὄντα». Ἐπειδή ξέχασε τή φαντασία τοῦ Θεοῦ, τό σίγουρο δηλαδή, τότε ἀναπλάτει τά οὐκ ὄντα. Αὐτό πού εἶναι ὑποθέσεις. Καί λίγο παρακάτω μέσα ἀπό αὐτή τή θεραπευτική πιά τοῦ νοός, τή στροφή τοῦ νοῦ στόν Θεό, μιλᾶνε οἱ Πατέρες γιά τήν παθολογία τῶν αἰσθήσεων. Οἱ αἰσθήσεις δόθηκαν, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, γιά νά κατανοοῦμε τόν Θεό. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις. Προσέξτε, πῶς σέ ὅλα τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει αἰσθητό γεγονός. Βάπτισμα μέ νερό, ψωμί καί κρασί στή Θεία Κοινωνία, λάδι στό Εὐχέλαιο, ἀκόμη καί στήν Ἐξομολόγηση βάζεις τό χέρι σου, τό πετραχήλι, πάνω στήν κεφαλή τοῦ μετανοοῦντος. Εἶναι μιά πράξη ζωῆς. Οἱ αἰσθήσεις δόθηκαν, γιά νά κατανοοῦμε τόν Θεό. Καί τονίζει καί πάλι ὁ Χρυσόστομος: «Ὀφθαλμός ἐδόθη γιά νά βλέπω τήν κτίσιν νά δοξάζει τό Δεσπότη». Νά βλέπω τήν κτίσιν, τό πουλάκι πού κελαηδάει, χωρίς νά τό καταλάβει δοξάζει τόν Θεό. Τό φυλλαράκι τοῦ δέντρου, πού ἀνθίζει τώρα τήν Ἄνοιξη, δοξάζει τόν Θεό.

Ἀκόμη καί τό κείμενο τῆς Β᾽ Πρός Κορινθίους, μιλάει γιά εὐωδία Χριστοῦ. (Β᾽ Κορινθίους 2:15: «Χριστοῦ εὐωδία»). Κάτι βγαίνει, μιά εὐωδία Χριστοῦ στά πράγματα μέσα. Καί στή γεύση: «Γεύσασθε καί ἴδετε, ὅτι χρηστός ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 33:9). Μέσα ἀπό ὅλες τίς αἰσθήσεις, λειτουργεῖ ἡ στροφή πρός τόν Θεό. Καί ὅλο τό σῶμα εἶναι ναός πιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ αἰσθήσεις τώρα, ἀντί νά ὑπηρετοῦν τόν Θεό, ὑπηρετοῦν τήν προσωπική ἀπόλαυση. ἡ διαστροφή, γιατί πιά ὁ νοῦς δέν στρέφεται στόν Θεό. Δέν θερμαίνεται ὁ ὀργανισμός, καί ὁ ὀργανισμός πάει νά ζήσει καί ποῦ νά στραφεῖ; Δέν ἔχει τίποτε. Οὔτε πετρέλαιο γιά νά καύσει. Ἔχει ψυχρανθεῖ. Καί ἔτσι ἔρχονται τά πάθη πού εἶναι νοσήματα τῆς ψυχῆς.

Καί μιλοῦν , γιά τή διπλή κίνηση τῆς ἐσωτερικῆς μεταστροφῆς, σέ αὐτό τό σχῆμα πιά: νοῦς, Θεός, καρδιά. Μιλοῦν γιά τή διπλή κίνηση τῆς ἐσωτερικῆς μεταστροφῆς. Ἀπομάκρυνση ἀπό τό κακό, στροφή πρός τόν Θεό. Δύο πράγματα ἀπαιτοῦν. Φεύγεις ἀπό τό κακό, στρέφεσαι στόν Θεό. Καί πάλι τό σημερινό Εὐαγγέλιο: «Μπορεῖς νά τό γιατρέψεις τό παιδί μου;». Φίλε, ἐσύ ἐμένα ρωτᾶς; Τό θέμα δέν εἶναι ἄν μπορῶ, ἄν ἐσύ πιστεύεις. «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι», λέει (Μάρκ. 9:23). Νά κάνεις τή θεραπευτική διπλή κίνηση. Ἀφήνεις τό κακό -πού τόσο καιρό καλλιεργοῦσες, ἀπ᾽ ὅ,τι φαίνεται καί τό παιδί σου μακριά ἀπό τόν Θεό- καί στρέφεσαι σέ Ἐμένα. Πιστεύεις; Ναί. Χωρίς αὐτήν τήν ἰσορροπία, ἔρχονται μετά ὅλα τά πάθη.

Οἱ Πατέρες, μάλιστα, δέν ἔχω καιρό νά τό ἀναλύσω, κάνουν μιά συστηματική ἀνάλυση τῶν παθῶν. Καί ἔχουν μιά κατάταξη τῶν παθῶν. Ξεκινᾶνε ἀπό τά πάθη πού εἶναι ἐξωτερικά καί πᾶνε σέ βαθύτερα. Ἁπλῶς τά ἀπαριθμῶ, ὅλα αὐτά εἶναι αἰτία πού ἀπομακρύνθηκε ὁ νοῦς μας ἀπό τόν Θεό. Ξεκινᾶνε, λένε, ἀπό σωματικά πάθη, πού εἶναι ἡ γαστριμαργία, ἡ πορνεία, ἡ φιλαργυρία, ἡ πλεονεξία, ἡ ὀργή. Καί μετά ἀκολουθεῖ ἡ κενοδοξία καί ἡ ὑπερηφάνεια. Βλέπετε πρῶτα, γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, πλεονεξία. Καί ἀκολουθοῦν πιό ψηλά, βαθιά πάθη, κενοδοξία καί ὑπερηφάνεια. Τά πρῶτα, βλέπετε, γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, πλεονεξία ἔχουν ἕνα ἐξωτερικό μέγεθος. Ἀπό τά ἐξωτερικά ξεκινᾶς. Καί μετά σιγά σιγά, ἡ ἀρρώστια μπαίνει μέσα. Βλέπετε, ἄν τώρα ἔχει σκόνη, ἐδῶ, σ᾽ αὐτό τό χῶρο, καί ἐγώ δέν βάλω κάποια γυαλιά νά προστατεύομαι ἀπό τή σκόνη, θά μποῦνε οἱ σκόνες μές στά μάτια μου ἤ θά μποῦνε στό στόμα μου. Ἄρα, πρέπει νά μποῦνε δικλίδες στίς αἰσθήσεις. Αὐτό πού πέρασε πιά, χωρίς δικλίδες, πάει κατευθείαν στό νοῦ, ὁ νοῦς τό ἐπεξεργάζεται. Ἄν ὅμως, δέν στρέφεται στόν Θεό, αὐτό πάει παρακάτω. Καί πάει μές στήν καρδιά καί μένει. Ἄν ἀφήσω κάτω τήν πόρτα ἀνοιχτή καί δέν βάλω κάτι νά φρουρεῖ τήν πόρτα, θά μποῦν ποντίκια. Δέν ὑπάρχει κανείς νά προσέχει. Τά ποντίκια πᾶνε στό ὑπόγειο καί κρύβονται στό ὑπόγειο, καί ἄντε νά τά βγάλεις μετά. Εἶναι σχήματα τῶν Πατέρων αὐτά. Καί ὁ νοῦς τί ἔκανε; Ἤτανε ἀφύλακτος. Καί οἱ αἰσθήσεις ἀφύλαχτες, καί ὁ νοῦς. Ἡ φυλακή τοῦ νοός. Ὁρολογία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη, τῶν Πατέρων μέν, ἀλλά τό σχηματοποιεῖ στό ἔργο του «Περί φυλακῆς τῶν αἰσθήσεων». Πάλι ὁ νοῦς. Καί ἔτσι, οἱ λογισμοί εἶναι ἤ διάθεση γιά τόν Θεό ἤ διάθεση γιά δαιμονική ἐνέργεια. Αὐτοί εἶναι οἱ λογισμοί. Καί οἱ λογισμοί εἶναι στό νοῦ μας. Δέν μπορεῖ νά μήν ἔχουμε νοῦ. Δέν κυνηγοῦμε ἕνα νιρβάνα κατά τά μέτρα τοῦ βουδισμοῦ, νά ξεχάσουμε τά πάντα. Ἀλίμονο! Αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει. Στρεφόμαστε συνέχεια στόν Θεό, καί ἤ πᾶμε στόν Θεό ἤ λειτουργοῦμε δαιμονικά. Καί ἀναφέρω καί μερικά χωρία ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, πανέμορφα: «Μακάριος ἀνήρ ὅς ὑπομένει πειρασμόν» (Ἰακ. 1:12). Πειρασμούς θά ἔχεις. Τί φίλτρα ἔβαλες νά ἀντιστέκεσαι; Τί φίλτρα ἔβαλες στό νοῦ σου;

Τί λένε πάλι οἱ Πατέρες; Ποιό εἶναι τό πρῶτο στάδιο τῆς ἁμαρτίας; Ὁ πειρασμός. Ποῦ πάει; Ἐδῶ. Ὅπως στόν πρωτόπλαστο, στήν Εὔα, ἐδῶ. Αὐτό δέν εἶναι ἁμαρτία. Ἔρχεται ὁ πειρασμός. Λένε πάλι οἱ Πατέρες, ἄν τό κουβεντιάσεις καί πεῖς νά τό σκεφτῶ, ἄρχισε ἡ πρώτη ἁμαρτία. Πού λέγεται συνδυασμός. Καί ἄν λές «ἄ, ὡραῖο πράγμα εἶναι αὐτό νά τό σκεφτῶ», ἄρχισες τήν κουβέντα μέ τό διάβολο. Ἡ προσβολή δέν εἶναι ἁμαρτία. ἡ κουβέντα μέ τό διάβολο εἶναι τό πρῶτο στάδιο τῆς ἁμαρτίας. Τό τρίτο , τήν κάνεις τήν ἁμαρτία. Τό τέταρτο , τήν κάνεις καί ἄλλες φορές καί γίνεται πάθος. Καί μετά ἀρχίζει ἡ ἀντίστροφη πορεία. Μπῆκε πιά τό ποντίκι στήν ἀποθήκη, μπῆκε στήν καρδιά, θά μετανιώσεις, θά τό βγάλεις, θά καθαρίζεις τό νοῦ σου ‒θεραπεία τοῦ νοός‒ στρεφόμενος στόν Θεό καί μετά θά βάλεις φίλτρα στίς αἰσθήσεις. «Μακάριος ἀνήρ ὅς ὑπομένει πειρασμόν». Καί ὁ Ἅγιος Ἀμμωνᾶς λέει, ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τούς πειρασμούς, τί κάνει; Δίνει φοβερή ἰσχύ καί δύναμη στούς ἀνθρώπους, λέει. Ἡ δύναμη εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κοντά στήν Ἐκκλησία, ἄν εἶσαι. Ἀλλιῶς, δέν γίνεται κάπου ἀλλοῦ. Ἀλλιῶς, δέν νικῶνται οἱ πειρασμοί. Καί ἄλλοι νά μᾶς λένε ὅ,τι θέλουνε. Καί ἄς λένε πώς αὐτός ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται μέ ἀρρωστημένο μυαλό καί τά λοιπά. Αὐτό τό ἐξέτασαν καθόλου;

«Οὐδείς ἀπείραστος», λέει ὁ Μέγας Ἀντώνιος, «δυνήσεται εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Δέν σημαίνει ὅτι θέλουμε πειρασμούς. Ἀλλά, θέλουμε δέν θέλουμε, αὐτόν τόν πόλεμο θά τόν περάσουμε. Πῶς ξεπερνιέται ὁ πόλεμος; Πάλι μέ αὐτήν τήν ἱστορία. Ὁ νοῦς πού στρέφεται στόν Θεό καί ζητάει τή Χάρη Του. Καί ἀρχίζουν πιά οἱ ἀσκητικές μέθοδοι, ἡ νήψη (φυλακή τῶν αἰσθήσεων), ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχή, ἡ ἐγρήγορση, συνεχῶς. Καί ἀποκτοῦμε τότε αὐτό πού λέει ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Ἱεροσολύμων. Ἔκανε ἕνα ἐρώτημα ὅταν ἔρχονταν πειρασμοί καί ἔλεγε: «Εἶσαι δικός μας ἤ ἀπό τούς ἐχθρούς;». Γιατί καμιά φορά μέ μιά γλύκα. Σοῦ λένε: «Ἐντάξει, ἀγάπησε αὐτόν τόν ἄνθρωπο». Ὁ γλυκός πειρασμός. Τί σημαίνει ἀγαπῶ; Ὠφελιμισμός, χρήση, ἐκμετάλλευση τοῦ ἄλλου; Τό τονίζει ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος. Εἶναι μεγάλοι ἀσκητές αὐτοί καί δέν τούς ἔχουμε διαβάσει. Νά ρωτᾶς «εἶσαι δικός μας ἤ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων;» Ἀκόμη καί ἕνας λεγόμενος καλός λογισμός, γιατί τόν ἔχεις; Ἔχεις ἕναν καλό λογισμό, γιά νά κάνεις μιά δουλειά. Νά σπουδάσεις κάτι. Γιατί; Εἶναι δικός μας ἤ κακός; Ἐδῶ εἶναι τό ἐπικίνδυνο σημεῖο. Γιατί νά γίνει αὐτό; Ποιό εἶναι τό ἀποτέλεσμα αὐτοῦ; Θά λειτουργήσει ὡς πρός τόν Θεό, ὡς θεραπευτική τῆς κοινωνίας, ἤ ἐγωιστικά; Καί ἔρχεται ἐδῶ καί πάλι νά πεῖ ὁ Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Ὅταν τά πάθη καταστραφοῦν, ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος στή φυσική ὑγεία τοῦ νοός». Τί εἶναι τά πάθη πιά; Ὁ νοῦς εἶναι φτιαγμένος νά στρέφεται στόν Θεό, ἐκεῖ μόνο στρέφεται καί ὅ,τι κάνει, τό κάνει γιά τή δόξα Του.

Θυμηθεῖτε σήμερα καί πάλι στό Εὐαγγέλιο αὐτό πού κάνει ὁ Χριστός. Λέει τό κείμενο ‒ φοβερό εἶναι τό κείμενο, δέν τό προσέχουμε‒ λέει, ὁ Χριστός εἶδε ὅτι συνέτρεχε, ὄχλος. Ὅπου γίνει ξέρετε ἕνα γεγονός, τρέχουν οἱ ἄνθρωποι νά δοῦν τί γίνεται. Μαζεύονταν γύρω Του νά δοῦν τί γίνεται. Τό βλέπει ὁ Χριστός αὐτό καί ‒ἄς τό πῶ ἔτσι‒ βιάζεται νά τελειώσει. Δέν ἤθελε νά γίνει σαματάς, ὀχλοκρατία καί διαφήμιση. Διαφημιστική φανέρωση. Ἔτσι θά καταστραφεῖ ὁ νοῦς σου, μέ τή φανέρωση τή διαφημιστική. Καί ὄχι μόνο αὐτό. Ὁ Χριστός μετά φεύγει καί πάει στή Γαλιλαία. Προσέξτε τό κείμενο πάλι τοῦ Εὐαγγελίου. Δέν πῆγε ἀπό τόν κλασικό δρόμο, παρέδραμεν, πῆγε ἀπό παράδρομο. Νά μήν δημιουργήσει ὀχλοκρατικές ἐντυπώσεις γιά τά πράγματα. Πόσο πολύ μάθαμε στά παιδιά μας, τό χειροκρότημα, τήν καταξίωση, τραγικά πράγματα, πού δέν τά καταλάβαμε. Στεναχωριέμαι κάθε φορά, πού τά καλύτερα παιδιά μας, τούς μαθητές μας, τούς βάζουμε νά εἶναι σημαιοφόροι στήν παρέλαση. Τούς καταστρέφουμε. Διαφημίζουμε τό πόσο καλοί εἶναι. Καί ἐκεῖ ἔρχεται ἕνας ψαλμός, νά ὁρίσει μέ ἕνα δικό του τρόπο τή σχιζοφρένεια, πού εἶναι ὁ χωρισμός τοῦ νοῦ ἀπό τήν καρδιά. Ὁ νοῦς στρέφεται στόν Θεό, δέν στρέφεται ἡ καρδιά στόν Θεό. Δέν παίρνεις πετρέλαιο, δέν ἐνισχύεται ἡ καρδιά. Αὐτό εἶναι σχιζοφρένεια: Νά μήν στραφεῖς στόν Θεό, νά πάρεις πετρέλαιο ἀπό ἀλλοῦ. Ἀπό τό περίπτερο δέν θά πάρεις πετρέλαιο, θά πάρεις τσίχλες. Καί ἡ καρδιά θά μείνει χωρίς πετρέλαιο. Αὐτό γιά τή γνώση τῆς Γραφῆς εἶναι σχιζοφρένεια. «Ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καί ἔτεκεν ἀνομίαν» (Ψαλμ. Ζ´, 14). Καί ὅλη αὐτή ἡ κίνηση, (τρέχω νά ἐνισχυθῶ καί τά λοιπά), ὠδίνησεν ἀδικίαν ‒δέν θά βγεῖ κάτι δίκαιο‒ συνέλαβε πόνον καί ἔτεκεν ἀνομίαν. Τελικά ἀνομία βγαίνει καί πίσω ἀπό ὅλα αὐτά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἡ θεραπεία τοῦ νοός.

Δεν σᾶς εἶπα πράγματα παράξενα. Ὅσο μποροῦσα ὅλη αὐτήν τήν Πατερική θεολογία, σέ μιά πράξη ζωῆς. Μέ ἁπλά λόγια, ὅσο μποροῦσα. Καί αὐτή εἶναι ἡ θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό νοῦ. Ὁ νοῦς ὁ διαλυμένος τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Κοντά στήν Ἐκκλησία τά ἔχουμε ὅλα. Αὐτό ζήσαμε. Κάθε φορά, στή Λειτουργία μέσα αὐτό ζοῦμε, κάθε φορά, ἔ; «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου». Τό εἶπαν οἱ Ἀρχάγγελοι ὅταν ἔπεφτε ὁ διάβολος, «Στῶμεν καλῶς, μετά φόβου», τίποτα ἄλλο. Ἐκεῖ στραμμένοι, ἐκεῖ στραμμένοι!


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

. «ἀκόλουθον ἦν κενωθέντας τούς ἀνθρώπους τῆς περί Θεοῦ ἐννοίας καί εἰς τά οὐκ ὄντα ἀποστραφέντας» («Λόγος περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου»).

.w w w . f l o g a . g r / ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΤΟΥ ΝΟΟΣ !