Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

Μάξιμος ο Ομολογητής και η αίρεση του μονοθελητισμού

 

Τού Αρχιμ. Μαξίμου Ματθαίου

Μάξιμος ο Ομολογητής
και η αίρεση του μονοθελητισμού

“Τόν δι οίκτον γενόμενον, ως ευδόκησεν, άνθρωπον, εν δυσί θελήσεσιν, ενεργείαις τε, κατανοούμενον, Οσιε, εκήρυξας Μάξιμε, αποφράττων μιαρών, τα απύλωτα στόματα,μονοθέλητον, μονενέργητον τούτον δοξαζόντων…”

(Στιχηρό προσόμοιο του Εσπερινού)

  Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναδείχθηκε μέγας υπέρμαχος της ορθοδόξου πίστεως, εναντιωθείς σε αποφάσεις αυτοκρατόρων και πατριαρχών, οι οποίοι χάριν πολιτικών σκοπιμοτήτων προχώρησαν σε ενέργειες δημιουργίας αιρετικών δοξασιών και υπερασπίσεως αιρετικών ομάδων και λαών και συγκεκριμένα των μονοφυσιτών, προκειμένου να τους προσεταιρισθούν, νοθεύοντας το ορθόδοξο δόγμα και την εξ αυτού απορρέουσα δυνατότητα ανθρωπίνης λυτρώσεως και σωτηρίας, την οποία μας εχάρισε η Θεία Ενανθρώπιση του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.

Ως γνωστόν η Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος (451) κατεδίκασε την αίρεση του μονοφυσιτισμού, το αυτό έπραξε και η Ε΄ εν Κωνστανινουπόλει (553).

Παρά τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και τους αυστηρούς νόμους των αυτοκρατόρων, ο μονοφυσιτισμός δεν εξαλείφθηκε και έτσι οι περιοχές της Συρίας, Παλαιστίνης, Αιγύπτου, Μεσοποταμίας και Αρμενίας παρέμειναν χωρισμένες από το κέντρο της αυτοκρατορίας, συνέστησαν δε εκκλησίες αποκομμένες από την κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Κατά τον έβδομο αιώνα, εποχή της αραβικής εξαπλώσεως, των περσικών και αβαρικών επιδρομών, η αυτοκρατορία αντιμετωπίζει μείζον πρόβλημα με τις ανατολικές μονοφυσιτικές περιοχές, από τις οποίες προερχόταν κατά μέγα μέρος και το στράτευμα του αυτοκράτορος.
Ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος (610-641), Αρμένιος στην καταγωγή και ο πατριάρχης Σέργιος (610-638), Σύρος, μεγάλοι ηγέτες και οι δύο (διάσωση ΚΠόλεως από την πολιορκία Περσών και Αβάρων το 626 και επανάκτιση του Τιμίου Σταυρού το 630), για να μη χάσει η αυτοκρατορία τις ανατολικές επαρχίες, θέλησαν να συγκρατήσουν τους μονοφυσιτικούς πληθυσμούς με θεολογικές εκφράσεις οικειότερες προς τον δικό τους τρόπο κατανοήσεως του ανθρώπου και του κόσμου.

Επί μεγάλο χρονικό διάστημα ανεζητείτο και εκυοφορείτο λύση, που να συμβιβάζει το ορθόδοξο – κατά τον όρο της Χαλκηδόνος – δόγμα, με τις μονοφυσιτικές απόψεις προς όφελος της αυτοκρατορίας.

Η λύση που επινοήθηκε ήταν ο μονοθελητισμός και, ως συνέπειά του, ο μονοενεργητισμός, του οποίου εισηγητής υπήρξε ο πατριάρχης Σέργιος, υποστηρικτής ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος και εκφραστής ο, διαδεχθείς στον πατριαρχικό θρόνο τον Σέργιο, Πύρρος (638-642, 654).

 Σέργιος και Πύρρος συντάσουν την “Έκθεση”, μονοθελητικού περιεχομένου, προκειμένου να επιτευχθεί η ένωση των μονοφυσιτικών εκκλησιών της ανατολής με την αυτοκρατορία, που δημοσιεύθηκε το 638 με την υπογραφή του Ηρακλείου και επικύρωθηκε από ενδημούσα στην Κωνσταντινούπολη Πατριαρχική Σύνοδο, που συνεκάλεσε ο Πύρρος, για να υποστηρίξει τις μονοθελητικές απόψεις.
Όμως η λύση αυτή αντί να αποκαθιστά μια ισορροπία, όπως επεδιώκετο, έφερε τον χριστιανικό κόσμο της αυτοκρατορίας ένα βήμα πιο κοντά στον μονοφυσιτισμό. Κι αυτό γιατί με την μία θέληση -και μία ενέργεια- εν Χριστώ, υπερισχύει της ανθρωπίνης Του θελήσεως και ενεργείας η θεία θέληση και ενέργεια, η ανθρώπινη καταργείται, κι έτσι η ανθρωπότης του Χριστού παύει να συμμετέχει στην σωτηρία του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος παραμένει σχεδόν όπου βρισκόταν πριν να γεννηθεί ο Θεάνθρωπος, παθητικά υποταγμένος στο θείο θέλημα, χωρίς να μπορεί με ελεύθερη βούληση να αποφασίσει ως ξεχωριστή προσωπικότητα τη σωτηρία του. Το έργο της ενανθρωπήσεως μένει στο χώρο του συμβόλου και όχι της αληθινής εν ελευθερία ζωής.

Η εφεύρεση του μονοθελητισμού και μονοενεργητισμού, ως “ορθόδοξη” λύση, δεν διέφερε από την αίρεση του μονοφυσιτισμού. Ολα αυτά δεν τα υπολόγισαν οι εισηγητές του μονοθελητισμού, στην προσπάθειά τους να δώσουν πολιτική λύση στο μεγάλο πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν.

 Ο μοναχός Μάξιμος (580-662), όμως, γνωρίζει καλά τις διαστάσεις του προβλήματος.

Έλληνας εκ Κωνσταντινουπόλεως, γόνος επιφανούς βυζαντινής οικογένειας, με μεγάλη εγκυκλοπαιδική και ιδιαιτέρως φιλοσοφική παιδεία, σε ηλικία 30 ετών ανέλαβε τα καθήκοντα του πρώτου γραμματέως του Ηρακλείου, γρήγορα όμως απεσύρθη και εκάρη μοναχός στη μονή Φιλιππικού στη Χρυσούπολη. Μετά δε δεκαετή παραμονή εκεί, εμόνασε επί διετία στη μονή Αγίου Γεωργίου της Κυζίκου και το 626 εξ αιτίας της επιδρομής Περσών και Αβάρων έφυγε στην Αφρική, όπου και συνδέθηκε με το μοναχό Σωφρόνιο, μετέπειτα Πατριάρχη Ιεροσολύμων, πολέμιο του μονοθελητισμού. Στην Καρχηδόνα, συναντάται με τον εκθρονισμένο Πατριάρχη Πύρρο, ο οποίος είχε καταφύγει εκεί μετά τον θάνατο του Ηρακλείου (642).

Ο Μάξιμος σε δημόσια συζήτηση με τον έκπτωτο Πύρρο το 645 (J.P.Minge, Patrologia Graeca, τ.91, σ. 287-354), και σε επιστολή του “προς Μαρίνον τον οσιώτατον πρεσβύτερον” στην Κύπρο, την οποία έγραψε το ίδιο έτος (J.P.Minge, Patrologia Graeca, τ.91, σ. 9-38), διατυπώνει με εντυπωσιακή ευκρίνεια τα επιχειρήματά του εναντίον του μονοθελητισμού και του μονοενεργητισμού.

Ομολογεί τις δύο εν Χριστώ θελήσεις, την θεία και την ανθρωπίνη, και μας παρουσιάζει τις άμεσες συνέπειες του ορθοδόξου δόγματος στη σωτηρία και λύτρωση του ανθρώπου, κάτι που μας ενδιαφέρει άμεσα στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Με βάση τις απόψεις των μεγάλων Πατέρων και τις αποφάσεις των Οικουμενικών συνόδων καταδεικνύει την συγκεκαλυμμένη “ορθοδόξως” αίρεση. “Ημείς δε τοις αγίοις Πατράσιν επόμενοι, φαμέν, ότιπερ αυτός (ο Χριστός) ο των όλων Θεός, ατρέπτως γενόμενος άνθρωπος, ου μόνον ως Θεός ο αυτός καταλλήλως τη αυτού θεότητι ήθελεν, αλλά και ως άνθρωπος ο αυτός καταλλήλως τη αυτού ανθρωπότητι (ήθελεν)” (297Β). Δεν είναι δυνατόν, τονίζει, και να παραμένουμε σταθεροί στις αποφάσεις και τον δογματικό όρο της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου περί των δύο εν Χριστώ φύσεων – “Ένα και τον αυτόν Χριστόν υιόν, Κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον” – και να ενώνουμε τα θελήματα και τις ενέργειες σ ένα.

Δεν χωρίζονται οι φύσεις από τις ιδιότητες. “Ει το λέγειν τας φύσεις άνευ της εκάστη προσούσης ιδιότητος, ή Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον τον Χριστόν, άνευ των της τελειότητος γνωρισμάτων, αναθεματιζέσθωσαν αι σύνοδοι και προ τούτων οι Πατέρες. Ου μόνον τας φύσεις, αλλά και την εκάστης φύσεως ιδιότητα, ομολογείν ημίν νομοθετήσαντες. Και ου μόνον Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον τον αυτόν, αλλά και της τελειότητος τα γνωρίσματα, τουτέστιν, ορατόν και αόρατον τον αυτόν και ένα λέγοντες, θνητόν και αθάνατον, φθαρτόν και άφθαρτον, απτόν και αναφή, κτιστόν και άκτιστον. Και κατ αυτήν την ευσεβή έννοιαν, και δύο ευσεβώς θελήματα του αυτού και ενός εδογμάτισαν” (300ΑΒ).

Και “ήθελεν” ο Χριστός, βεβαίως, και υπέταξε εκουσίως την ανθρώπινη θέληση στον Θεό και Πατέρα, και δεν ήθελε παρά εκείνο που ο Θεός θέλει. Αυτός είναι ο δρόμος και για τον άνθρωπο, να προσβλέπει προς τον Χριστό ως προς τύπο και υπογραμμό της δικής του θελήσεως (Α΄ Πέτρ. β΄ 21) και να τον μιμείται ελευθέρως. “῾Ο αυτός (Χριστός) όλος ην Θεός μετά της ανθρωπότητος, και όλος ο αυτός άνθρωπος μετά της θεότητος · αυτός ως άνθρωπος, εν εαυτώ και δι εαυτού το ανθρώπινον υπέταξε τώ Θεώ και Πατρί, τύπος ημίν εαυτόν άριστον και υπογραμμόν διδούς προς μίμησιν, ίνα και ημείς προς αυτόν ως αρχηγόν της ημών αφορώντες σωτηρίας, το ημέτερον εκουσίως προσχωρήσωμεν τώ Θεώ, εκ του μηκέτι θέλειν παρ ό αυτός θέλει” (305D) (Πρβλ. ῾Εβρ. β΄ 10, ιβ΄ 2).

Στην επιστολή προς Μαρίνον ορίζει την έννοια της θελήσεως και της βουλήσεως ως εξατομικευμένης και ελλόγου θελήσεως του ανθρώπου, η οποία αποφασίζει για το περιεχόμενό της με μια άνευ προηγουμένου ελευθερία. Εκεί αναφαίνεται ο νέος τύπος του θέλοντος ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν συνειδητοποιεί πια τη θέλησή του ως ελκόμενη από το αντικείμενό της και τις ιδιότητές του (Αριστοτέλης), αλλά μ ένα τρόπο αυστηρά προσωπικό.

Στη συζήτηση μετά Πύρρου διευκρινίζει ότι, η μεν φυσική θέληση είναι κοινή σε όλους, αλλά το “πώς θέλειν”, ο τρόπος δηλ. της χρήσεως, είναι προσωπικός και μάλιστα δημιούργημα του θέλοντος, ως αποτέλεσμα της πνευματικής εσωτερικής καλλιέργειας και ωριμότητος και της υποταγής – υπακοής στο θέλημα του Θεού. “Ου ταυτόν το θέλειν και το πώς θέλειν· ώσπερ ουδέ το οράν και το πώς οράν. Το μεν γάρ θέλειν, ώσπερ και το οράν, φύσεώς (εστι)· και πάσι τοίς ομοφυέσι και ομογενέσι προσόν· το δε πώς θέλειν, ώσπερ και το πώς οράν, τουτέστι θέλειν περιπατήσαι, και μη θέλειν περιπατήσαι, και δεξιά οράν, ή αριστερά, ή άνω, ή κάτω, ή προς επιθυμίαν, ή κατανόησιν των εν τοίς ούσι λόγων, τρόπος εστί της του θέλειν και οράν χρήσεως, μόνω τώ κεχρημένω προσόν, και των άλλων αυτόν χωρίζον, κατά την κοινώς λεγομένην διαφοράν” (293Α). Το οράν εδώ ως αίσθηση κατ εξοχήν οικεία στο νοείν, σημαίνει σχεδόν ό,τι και το θέλειν.

Ο θέλων άνθρωπος έχει εκ των προτέρων αποφασίσει ότι το βλέμμα του έχει σκοπό να επιθυμήσει το αντικείμενο ή αντιθέτως να δει μέσα σ αυτό την εκπεφρασμένη βούληση του Δημιουργού και ο σκοπός αυτός είναι μόνο αυτού του θέλοντος και κανενός άλλου. Έτσι αναδεικνύεται η μοναδικότης του θέλοντος και εν συνεχεία του πράττοντος ανθρώπου. Πώς όμως αυτή η σαφήνεια της μοναδικότητος εκάστου μπορεί να υποταχθεί παθητικά – ανενεργά – στη θεία θέληση, που θα ήθελε και θα ενεργούσε τα εαυτής ερήμην του “κεχρημένου”, δηλαδή της συγκεκριμένης ανθρωπίνης προσωπικότητος; “Θέλησις γάρ το αυτεξούσιον είναι” (301C) λέει στον Πύρρο.

Και πώς μπορεί να καταργηθεί το αυτεξούσιο;

 Ο νέος τύπος του θέλοντος ανθρώπου, που είναι ο νέος άνθρωπος, ο ανακαινισμένος εν Χριστώ, είναι ο αποσπασμένος από τις αισθήσεις, ο ελεύθερος εσωτερικά. Η ψυχή του ανθρώπου επιλέγει ελευθέρως ή να ζήσει αληθινά, ελεύθερα και αιώνια ή να παραδώσει την ελευθερία της, ως ευκαιρία για αληθινή ζωή, και να υποκλιθεί σε τυράννους γνωστούς και δοκιμασμένους, τα πάθη, τη ζωή του κακού ως έξη (αμέλεια καλού ορίζει το κακό ο Μάξιμος), τη φθοροποιό τυραννίδα του διαβόλου.

 Η θέληση του Θεού και των ανθρώπων, βεβαίως, έχουν κοινό σκοπό, τη σωτηρία των όλων: “πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι” (Α΄ Τιμ. β΄ 4). Αλλά δεν είναι μία η θέληση του Θεού και των ανθρώπων, παρ όλο που είναι ένα το θεληθέν και από το Θεό και από τους ανθρώπους, η σωτηρία των σωζομένων. “Ει γάρ του μεν Θεού το θέλημα φύσει σωστικόν, το δε των ανθρώπων φύσει σωζόμενον, ταυτόν ουκ αν είη ποτέ, το φύσει σώζον και το φύσει σωζόμενον · κάν είς αμφοτέρων σκοπός, η σωτηρία των όλων καθέστηκεν · υπό μεν Θεού προβεβλημένη, υπό δε των αγίων προηρημένη” (25Β).

 Ο Θεός προβάλλει το θέλημά Του, οι άνθρωποι -οι άγιοι- το προαιρούνται με το δικό τους θέλημα.Ετσι, λοιπόν, ο Χριστός παρέχει σε όλους τους ανθρώπους τη δυνατότητα, όπως το ανθρώπινο θέλημα του και οι απορρέουσες ενέργειές του, να γίνωνται τόπος, υλοποίηση και τρόπος υπάρξεως του είναι. Αν καταργείται το ανθρώπινο θέλημα και οι ενέργειες του Θεανθρώπου, πώς μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί;
 
Συμπερασματικά:

“Είς ούν εκ δύο φύσεων ο Χριστός, θεότητός τε και ανθρωπότητος, μονογενής Λόγος και Υιός και Κύριος της δόξης· εν αίς γνωρίζεται και αίς αληθώς υπάρχων πιστεύεται, δύο τε φυσικάς και γενικάς, και των εξ ων ήν συστατικάς κινήσεις, ήγουν ενεργείας έχων, ων αποτελέσματα τα κατά μέρος ήν ενεργήματα, εξ αυτού τε προβαλλόμενα, και υπ αυτού τελειούμενα, χωρίς τομής των εξ ων υπήρχε, και της οιασούν δίχα συγχύσεως. Ου γάρ υπομένει τομήν ή σύγχυσιν ο μηδέποτε τροπαίς υποκείμενος, και πάσι τοίς ούσι την τε του είναι και πώς είναι διαμονήν τε και σύστασιν παρεχόμενος” (36D).

 Οι ορθόδοξες αυτές θέσεις, είναι η μεγάλη προσφορά του Αγίου Μαξίμου στην πνευματική ιστορία της ανθρωπότητος.Ο Πύρρος, αφού εξήντλησε όλα τα αντίθετα επιχειρήματα και αφού επείσθη από την καθαρότητα της σκέψεως του Αγίου Μαξίμου συνεπικουρουμένης από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, υποσχέθηκε ότι θα δηλώσει έμπρακτα τη μετάνοιά του στη Ρώμη ενώπιον του Πάπα, πράγμα το οποίο και έκανε. Μεταμελήθηκε όμως αργότερα και επανήλθε στις προηγούμενες αιρετικές απόψεις του, επέστρεψε δε και στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως για λίγους μήνες (654) επί του ομόφρονος αιρετικού αυτοκράτορος Κώνσταντος του Β΄ (641-668), εγγονού του Ηρακλείου, ο οποίος εξέδωσε τον “Τύπον”, διάταγμα υπερασπίζον την αίρεση του μονοθελητισμού.

 Στα τέλη του 645 ο Μάξιμος μετέβη στη Ρώμη μαζί με τους μαθητές του, δύο Αναστασίους, Θεόδωρον και Ευπρέπιον, όπου έπεισε τον Πάπα Μαρτίνο τον Α΄ να συγκαλέσει Σύνοδο. Από κοινού αποφάσισαν τη σύγκληση της Συνόδου του Λατερανού του 649, η οποία κετεδίκασε την αίρεση των μονοθελητών, τα αιρετικά διατάγματα των αυτοκρατόρων – την Εκθεση του Ηρακλείου και τον Τύπο του Κώνσταντος του Β΄ – και ανεθεμάτισε τους υπαιτίους και αρχηγούς της αιρέσεως Σέργιο και Παύλο πατριάρχας ΚΠόλεως, Κύρο Αλεξανδρείας, Μακάριο Αντιοχείας και Θεόδωρο επίσκοπο Φαράν. Την ενέργεια αυτή ο αιρετικός αυτοκράτορας Κώνστας ο Β΄ την θεώρησε στάση και διέταξε τη σύλληψη του Πάπα Μαρτίνου, και κατόπιν του Μαξίμου και των μαθητών του, οι οποίοι το 653 ωδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.

 Ο Άγιος Μάξιμος μετά από πιέσεις, ανακρίσεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια (κόψιμο της γλώσσης και της δεξιάς χειρός) και διαδοχικές εξορίες, εκοιμήθη τη 13η Αυγούστου του 662 στο φρούριο Σχίμαρι της Λαζικής και ετάφη στη Μονή του Αγίου Αρσενίου.

 Τα αυτά έπαθαν και οι μαθητές του εξόριστοι σε φρούρια της Θράκης και ο Αγιος Μαρτίνος Πάπας Ρώμης, ο ῾Ομολογητής, ο οποίος εκοιμήθη το 655, εξόριστος στη Χερσώνα.῾Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος του 680/681, η οποία συνεκλήθη στη Κωνσταντινούπολη, βασιλεύοντος Κωνσταντίνου Δ΄ του Πωγωνάτου (668-685), με τη συμμετοχή εκατόν εβδομήκοντα Πατέρων, κατεδίκασε τον μονοθελητισμό και μονοενεργητισμό και τους επιφανέστερους εκπροσώπους τους, τον επίσκοπο Φαράν Θεόδωρο, τον πάπα Ρώμης Ονώριο Α΄, τους πατριάρχες ΚΠόλεως Σέργιο, Παύλο, Πύρρο και Πέτρο, τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Κύρο, τον Αντιοχείας Μακάριο και Στέφανο τον μαθητή του, και Πολυχρόνιο τον νηπιόφρονα γέροντα “τους τολμήσαντας έν θέλημα και μίαν ενέργειαν δογματίσαι έχειν μετά την σάρκωσιν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν· ούς μετά των συμφρονούντων αυτοίς εξέκοψε της Εκκλησίας και ανεθεμάτισεν η αγία αύτη σύνοδος · δύο θελήματα φυσικά, και δύο ενεργείας ομοίως έχειν μετά την σάρκωσιν δογματίσασα, και κυρώσασα, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ουκ εν διαιρέσει προσώπων, αλλ’ ότι ουδεμία φύσις των δύο φύσεων επί Χριστού αθέλητος ήν, ή ανενέργητος, ίνα μη, των ιδιωμάτων τούτων εκατέρας της φύσεως αναιρουμένων, της ενεργείας και της θελήσεως, και αι φύσεις, ων εισιν ιδιώματα, συναναιρείσθαι δοκώσιν” (Ζωναράς).

 Η Αγία μας Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Μαξίμου, του Ομολογητού, την 21η Ιανουαρίου (τιμητική μνήμη μέσα στο μήνα των Μεγάλων Πατέρων), τη 13η Αυγούστου, ημέρα της κοιμήσεώς του (που το Συναξάρι εσφαλμένως αναγράφει μνήμη της μεταθέσεως του Λειψάνου του;) και την 20ή Σεπτεμβρίου μετά των μαθητών του Αναστασίου, Αναστασίου ετέρου, Θεοδώρου και Ευπρεπίου και του Αγίου Μαρτίνου, Πάπα Ρώμης, του Ομολογητού (η μνήμη του Αγίου Μαρτίνου, τιμάται και χωριστά τη 13η Απριλίου).