Την ώρα που είτε εσύ προσωπικά κάτι παθαίνεις ή νιώθεις κάτι να συμβαίνει μέσα στην ύπαρξή σου, είτε παθαίνει κάποιος συγγενής σου, κάποιος δικός σου ή γενικότερα κάποιος τρίτος λίγο πιο πέρα, όμως πάλι εσύ προσωπικά όχι απλώς στενοχωριέσαι για έναν άλλο, αλλά νιώθεις να φθάνει σ’ εσένα ο πόνος του – διότι μια μάνα, για παράδειγμα, μπορεί η ίδια να μην πάσχει, αλλά, καθώς βλέπει το παιδί της να πάσχει, υποφέρει η ίδια, σαν να πάσχει αυτή· όπως επίσης ένας αδελφός, όταν βλέπει την αδελφή του, τον αδελφό του να πάσχει, ή κάποιος άλλος, όταν βλέπει ένα συγγενή του – την ώρα λοιπόν που συμβαίνει ό,τι κι αν συμβαίνει, αν το δεις μέσα στην πρόνοια, μέσα στην οικονομία του Θεού, μέσα στην αγάπη του Θεού, αυτό έχει μεγάλη αξία, γιατί τελικά θα βγει μόνο καλό για την ψυχή σου.
Μην το δεις απλώς θεωρητικά, ότι ναι μεν το ξέρει ο Θεός, αλλά είναι κάπου μακριά και σαν να σε περιφρονεί ή να σε αγνοεί, οπότε μένεις πάλι μέσα στην κατάστασή σου να κλαις τη μοίρα σου. Όχι, όχι. Να πιστέψεις ότι το επιτρέπει ο Θεός, το οικονομεί ο Θεός για το καλό σου. Ακόμη και στη χειρότερη περίπτωση να πεις: «Το ξέρει ο Θεός, το επιτρέπει ο Θεός». Να βάλεις τα δυνατά σου να το πεις.
Την ώρα δηλαδή που πονάς τόσο, σαν να σε σχίζουν με μαχαίρι, ή την ώρα που σου συμβαίνει κάτι ανάλογα οδυνηρό – καθώς μέσα στην οδύνη σου, μέσα σε όλο αυτό που ζεις, κοντεύεις να τα χάσεις, μπορεί ακόμη και να λιποθυμήσεις, αλλά όταν συνέλθεις και συνειδητοποιήσεις την κατάστασή σου, πάλι αρχίζει ο πόνος – την ώρα εκείνη να πεις: «Το ξέρει ο Θεός, το επιτρέπει ο Θεός». Μάλιστα, πρέπει να τονίσουμε ότι καμιά φορά ένας πόνος πνευματικός, ένας πόνος ψυχικός είναι κάτι πολύ περισσότερο από τον πόνο που προκαλεί μια μαχαιριά στο σώμα. Ό,τι και να είναι πάντως αυτό, να το γιατρέψεις δεν μπορείς· να το διορθώσεις δεν μπορείς. Προσέξτε το αυτό. Μιλούμε για τις περιπτώσεις εκείνες, οι οποίες δεν ξεπερνιούνται ούτε με παρηγοριές ούτε με φάρμακα ούτε με τίποτε. Τι φάρμακα μπορεί να πάρει κανείς, όταν σουβλίζεται βαθιά μέσα η ψυχή του;
Δεν μπορείς λοιπόν να το θεραπεύσεις· δεν μπορείς να το πάρεις έτσι σαν να μην υπάρχει. Υπάρχει. Μπορείς όμως να το ξεπεράσεις. Όχι με την έννοια ότι το αφήνεις και φεύγεις – γιατί, όπου και να πας, αυτό θα έρθει μαζί σου – αλλά με την έννοια ότι πιστεύεις πως το επιτρέπει ο Θεός, το οικονομεί ο Θεός και ξέρει ο Θεός το γιατί. Είναι πάνσοφος ο Θεός, είναι πανάγαθος, φιλάνθρωπος και όλο αγάπη. Δεν κάνει λάθη και περιβάλλει τον άνθρωπο με τέτοια αγάπη, που ούτε καν μπορεί να την υποψιαστεί ο άνθρωπος· τέτοια αγάπη έχει ο Θεός για το πλάσμα του.
Την ώρα εκείνη λοιπόν, εάν έτσι τα πάρεις τα πράγματα, εάν έτσι πιστέψεις και αφεθείς στη χάρη του Θεού, στην αγάπη του, στην πρόνοιά του, εάν αφεθείς στο όλο αυτό μυστήριο του Θεού, όσο κι αν ο ίδιος ο πόνος και η όποια κατάσταση σε τραβούν να βουλιάξεις εκεί μέσα, εκείνη την ώρα γίνεται τέτοια γιατρειά στην ψυχή, που δεν θα γινόταν με τίποτε άλλο. Έρχεται τέτοιο καλό στην ψυχή, έρχεται τέτοια αυτογνωσία, έρχεται τέτοια γνώση του Θεού, της πρόνοιάς του, της αγάπης του – γνώση με την έννοια της εμπειρίας – που το βλέπεις ότι δεν θα ερχόταν με τίποτε άλλο. Και μόνο καθώς επέτρεψε ο Θεός να γίνει αυτό που έγινε, ήρθε αυτό το καλό. Το βλέπεις, το διαπιστώνεις.
Και να μου επιτρέψετε να πω σ’ αυτό το σημείο ότι όποιος μάθει έτσι να ενεργεί και έτσι να τα παίρνει τα πράγματα, οπωσδήποτε θα νιώσει αυτό που θα πω· οπωσδήποτε δηλαδή θα πει: «Θεέ μου, οδυνηρότερο πράγμα δεν πέρασα στη ζωή μου. Θεέ μου, αυτό σε κανέναν άνθρωπο να μην αφήσεις να συμβεί. Αλλά, Θεέ μου, με τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να γίνει το καλό που έγινε μέσα στην ψυχή μου. Αυτή η ταπείνωση, αυτή η μετάνοια, αυτή η διάθεση να πέσω ενώπιόν σου και να σε προσκυνήσω, με τίποτε άλλο δεν θα ερχόταν. Αυτή η επικοινωνία και η ένωσή μου μαζί σου με τίποτε άλλο δεν θα γινόταν».
Αρχίζει να μυρίζει μέσα στην ψυχή, αν επιτρέπεται να πούμε έτσι, σωτηρία. Όλα εκείνα που λέμε θεωρητικά ότι είναι σωτηρία, ότι μας σώζει ο Θεός, αρχίζει και τα βλέπει κανείς προχωρώντας έτσι. Νιώθει, αισθάνεται, οσφραίνεται σωτηρία. Και γι’ αυτό, παρά το ότι το καθετί από αυτά τα δύσκολα πάντοτε είναι κάτι – πάλι ο Θεός τα οικονομεί έτσι – για το οποίο θα έλεγε ο άνθρωπος να μην έρθει, αν ήταν δυνατό – όπως είπε ο Κύριος: «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο» – όμως έτοιμος είναι να πει κανείς, όπως είπε ο Κύριος: «Πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ» (Ματθ. 26:39).
Εάν αρχίσουμε έτσι να βλέπουμε τη ζωή, την καθημερινότητα, εάν αρχίσουμε έτσι να βλέπουμε όλα αυτά που μας συμβαίνουν, εάν αρχίσουμε έτσι να πλησιάζουμε τον Θεό και να νιώθουμε να μας πλησιάζει ο Θεός, εάν αρχίσει να γίνεται ένα τέτοιο έργο μέσα μας, καταλαβαίνουμε όλοι μας ότι πολλή και σπουδαία εργασία έχουμε να κάνουμε. Και μέσα από αυτά σκαλί-σκαλί οδηγείται η ψυχή μας στη σωτηρία.
Το αφήνουμε εντελώς στον Θεό πόσο θα διαρκέσει αυτό, πόσο θα κρατήσει, και τι ζορίσματα θα περάσουμε. Το αφήνουμε στον Θεό, αλλά εμείς, επαναλαμβάνω, έχουμε τη σιγουριά, τη βεβαιότητα – ο Κύριος μας βεβαιώνει – ότι μας οδηγεί στη σωτηρία.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Το μυστήριο του πόνου”, Γ’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2010, σελ. 136.