Μέ ἀφορμή τά ὅσα εἶπε ὁ Μητροπολίτης Νέας Ἰωνίας, ἀναπαράγουμε τήν πρωθύστερη ἀπάντηση πού ἔδωσε ὁ μακαριστός π. Κ. Στρατηγόπουλος.
Ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ πατρός Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,
«Ἡ διαστροφή τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί ἡ θεραπεία της κατά τήν Ὀρθόδοξη παράδοση»
Διαβάστε ὁλόκληρη τήν ὁμιλία τοῦ π. Κωνσταντίνου ἐδῶ.
«Λοιδορούμενοι,
εὐλογοῦμεν», μᾶς κοροϊδεύουν καί τούς εὐλογοῦμε. «Βλασφημούμενοι,
παρακαλοῦμεν», μᾶς βλασφημοῦν καί ἐμεῖς προσευχόμαστε. Καί λέει ἐδῶ πέρα
ὁ Μέγας Βασίλειος: «πῶς ὀφείλει νά εὐλογεῖ ὁ ὀνειδιζόμενος ἤ τί νά
παρακαλεῖ ὁ βλασφημούμενος;». Ὑπάρχει τώρα αὐτή ἡ κατάσταση καί ὁ ἄλλος
σοῦ λέει «εἶσαι γελοῖος, εἶσαι ἠλίθιος, εἶναι βλακεία αὐτά τά ὁποῖα
κάνετε, εἶναι κουταμάρες αὐτά πού λέτε στόν κόσμο»· καί ἐδῶ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί νά εὐλογοῦμεν καί νά παρακαλοῦμεν.
Λέει
ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπαντώντας -βλέπετε ἀρχίζει ἡ θεραπευτική καί αὐτοῦ
ἀκόμα πού σέ βρίζει. Γι᾽ αὐτό σᾶς εἶπα πρίν ἀπό λίγο, δέν τούς λέω
διεστραμμένους, λέω διαστροφή τήν πράξη τους. Γιά νά ἀρχίσω τήν ἱστορία
αὐτή τό «ὀνειδιζόμενοι, εὐλογοῦμεν καί βλασφημούμενοι,
παρακαλοῦμεν» καί αὐτό τό ὅτι δέν τόν λέω διεστραμμένο καί ἐλπίζω ὅτι
θά μετανιώσει, εἶναι στό χῶρο τοῦ «εὐλογοῦμεν» καί τοῦ «παρακαλοῦμεν».
Δέν θεωρῶ ὅτι ἔχει τελειώσει ἡ ζωή του δηλαδή καί εἶναι ὁριστικά ἕνας
διαβολοποιημένος ἄνθρωπος· κι αὐτό μιά προσευχή εἶναι κι αὐτό μιά
παράκληση εἶναι καί αὐτό εἶναι μιά ἀποδοχή τῆς δυνατότητάς του νά
ἀλλάξει ὁλόκληρη ἡ ζωή του.
Κάνει
μιά πολύ σπουδαία ἐδῶ ἀνάλυση μέ αὐτές τίς δυό λέξεις. Τό πρῶτο εἶναι
τό «εὐλογοῦμεν» καί μετά εἶναι τό «παρακαλοῦμεν». Βλέπετε τή δική μας
ἀντίδραση ἤ ἀντίσταση, καταθέτουμε λόγο ἀληθείας γιά τά πράγματα, δέν
λέμε ἔτσι εἶναι σωστά τά πράγματα πού γίνονται, ἀλλά ἡ πρακτική μας
ἔκφραση σέ αὐτούς οἱ ὁποῖοι κάνουν αὐτή τή διαστροφή, τήν ὁποιαδήποτε
διάδοση τέτοιων ἐννοιῶν δαιμονικῶν, μπαίνουμε στό «εὐλογοῦμεν» καί
«παρακαλοῦμεν».
Προτάσσει
τό «εὐλογοῦμεν» καί μετά πάει στό «παρακαλοῦμεν». Εἶναι αὐτό καί μιά
μικρή κλίμακα μέ δυό σκαλοπάτια. Τό «εὐλογοῦμεν» ἐδῶ πέρα τό ἐξήγησα ὅτι
ἐμεῖς δέν ἔχουμε κάτι μαζί μέ αὐτούς τούς ἀνθρώπους καί ἔτσι τούς
φερόμαστε μέ καλό τρόπο, δηλαδή δέν τούς κάνουμε κάτι κακό, δέν
ἐπιδιώκουμε τό κακό τους. Ἄλλο πού ἔχω αὐτή τή θέση τῶν πραγμάτων, γιατί
εἶναι βιβλική θέση καί δέν εἶναι δική μου θέση κι ἄλλο τό ὅτι ἐγώ
«εὐλογοῦμεν». Δέν παύω νά εὐλογῶ ὅλο τόν κόσμο.
Αὐτοί
θέλουν νά εὐλογηθοῦν καί ἀπό τήν Ἐκκλησία, γι᾽ αὐτό τό λέω. Ζητοῦν καί ἡ
Ἐκκλησία νά τούς εὐλογεῖ τώρα. Γιατί νά σέ εὐλογήσω; Ἐγώ σέ εὐλογῶ,
ἀλλά μέ ἄλλο τρόπο. Ἐσύ θέλεις νά σέ εὐλογήσω γιά νά κάνεις νόμο τήν
ἁμαρτία σου· κι ἐγώ θέλω νά σέ εὐλογήσω καί σέ εὐλογῶ πάντοτε, γιά νά
βρεῖς σκοπό τῆς ζωῆς σου, γιατί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς σου μέσα ἀπό τέτοιο
πράγμα δέν θά βρεθεῖ. Βλέπετε εἶναι ἄλλη προοπτική. Δηλαδή ἀπαντῶ στήν
ἀπαίτησή τους τώρα, πού λένε, ἤδη ἡ ἐκκλησία στήν τάδε χώρα εὐλογεῖ τό
«γάμο» τῶν ὁμοφυλοφίλων. Τί εὐλογεῖ; Τούς δαιμονίζει τούς ἀνθρώπους, δέν
τούς εὐλογεῖ. Σωστά πράγματα εἶναι αὐτά;
Τό
εἶπαν, τό λένε συνέχεια, πότε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά γίνει τόσο
προχωρημένη, νά εὐλογήσει τούς ὁμοφυλοφίλους. Εἶναι πιά ἔλλειμμα
ἐγκεφάλου, δέν μπορῶ νά πῶ κάτι ἄλλο. Δέν θά μοῦ πεῖς ἐμένα τί θά κάνω,
ναί ἐγώ σέ εὐλογῶ, δέν εὐλογῶ ὅμως τήν τραγωδία σου· εὐλογῶ τή θεραπεία
σου καί εὐλογῶ νά βρεῖς τό δρόμο σου. Λένε ἡ Ἐκκλησία δέν μᾶς εὐλογεῖ,
μᾶς θεωρεῖ καταραμένους ἐμᾶς, μᾶς ἀποκλείει· νά ἡ Ἐκκλησία τοῦ
ἀποκλεισμοῦ καί τῆς ἱερᾶς ἐξετάσεως. Μά τί λένε; Ὅ,τι τούς κατέβει στό
κεφάλι θά λένε; Ναί σέ εὐλογῶ, γιά νά ἀλλάξει τό μυαλό σου καί νά
θεραπευτεῖς δηλαδή, νά βρεῖς τόν τρόπο τῆς ζωῆς σου. Νά εὐλογήσω αὐτό τό
ὁποῖο σκέπτεσαι; Σάν νά πεῖ τό παιδί σου, μαμά θέλω νά πάω νά κλέψω
τσίχλες ἀπό τό περίπτερο, μέ εὐλογεῖς; Τί θά τοῦ πεῖς; Μπράβο παιδάκι
μου, σέ εὐλογῶ. Καί θά πεῖ, τί μαμά εἶσαι ἐσύ πού δέν μέ εὐλογεῖς;
Καταραμένο μέ θέλεις, ἔ;
Ἕνα
πράγμα εἶμαι ἐγώ σίγουρος, ξέροντας τή θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας μας:
αὐτός ἔχει θολωμένο μυαλό, ἐφόσον ζεῖ μιά διαστροφή, ἐπειδή εἶναι αὐτό
κάτι ἰδιωτικό του. Δέν τό λέει πουθενά, δέν τό δημοσιεύει, δέν τό
διαφημίζει ὅπως οἱ ἄλλοι, πού εἶναι οἱ συνδικαλιστές τῆς ἱστορίας αὐτῆς.
Καθόλου. Τό κρύβει γιά τόν ἑαυτό του. Δέν μπορεῖ νά εἶναι καλός
ὑπουργός οὔτε μπορεῖ νά εἶναι καλός καθηγητής -κατά τά μέτρα τῆς
ὁλότητας δηλαδή, τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ κοιτάγματος- γιατί δέν ἔχει καθαρό
μυαλό. Δέν εἶναι τά πράγματα τόσο ἁπλά.
Ἡ
Ἐκκλησία δέν τιμωρεῖ, τό ξέρετε, ἀπό τό Πηδάλιο αὐτό λέμε. Θέλει νά
θεραπεύσει καί τόν ἁμαρτάνοντα καί τόν περίγυρό του, δηλαδή. Δέν εἶναι
ἁπλῶς ἕνα κουσούρι πού εἶναι προσωπικό του. Στήν Ἐκκλησία δέν ἔχουμε
«εἶναι προσωπικό δεδομένο, ἀφῆστε με νά τό ἔχω· νά ἔχω ἕνα προσωπικό
ἐρωτικό βίτσιο καί νά εἶμαι ἕνας πολύ καλός ἱεροκήρυκας». Νά σᾶς λείψει ὁ
ἱεροκήρυκας ἀπό τήν ἐνορία σας; Νά σᾶς λείψει αὐτός πού τρέφει τόσους
φτωχούς; Νά σᾶς λείψει αὐτός πού εἶναι τόσο καλός σέ τόσα-τόσα καλά;
Μά
πῶς θά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος; Ἄς μήν ἀκούσουν ὁλόκληρες γειτονιές κήρυγμα·
καί νά μή φᾶνε οἱ πεινασμένοι φαγητό, ἄν αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν πρόκειται
νά σωθεῖ. Ἔτσι μετρᾶμε; Μέ ἀριθμητικά μέσα; Αὐτό, κάτι πῆγε νά γίνει
γύρω ἀπό αὐτή τήν ἱστορία. Καί σηκώθηκε ἕνας ἄλλος ἱεράρχης καί εἶπε:
«τί τρέλες λέτε τώρα ἐκεῖ πέρα; Τί θά πεῖτε ἐκεῖ πέρα;». Μιά ἱστορία γιά
δραματικές καταστάσεις εἶναι αὐτή, ἀλλά δέν μποροῦμε νά δεχόμαστε αὐτά,
τουλάχιστον μέσα στό χῶρο τῆς δικῆς μας ζωῆς καί τῆς Ἐκκλησίας. Δέν
ὑπάρχουν ἐδῶ πέρα προσωπικά δεδομένα. Τό Πηδάλιο εἶναι σαφές, εἶναι
θεραπευτικό. Ἐγώ δέν θέλω νά τιμωρηθεῖ κανείς, ἀλλά θέλω νά
χρησιμοποιηθεῖ τό Πηδάλιο, γιά θεραπεία τοῦ ἁμαρτάνοντος καί τοῦ λαοῦ·
αὐτό μήν τό ξεχνᾶμε. Ὅταν ὅλα αὐτά τά ξεχάσουμε, καταλήγουμε πιά σέ
τέτοιες κοσμικές καταστάσεις.
Καί
βλέπετε ἦταν τό πρῶτο αὐτό τό στοιχεῖο τό «εὐλογοῦμεν», πού δέν
μποροῦμε νά εὐλογήσουμε κανέναν τέτοιο «γάμο» διαστροφικό καί μετά πᾶμε
στό ἄλλο τό στοιχεῖο, αὐτό τό στοιχεῖο τό «παρακαλοῦμεν», πού τόσο ὡραῖα
τό ἀναλύει ἐδῶ πέρα ὁ ἀπόστολος Παῦλος· πού εἶναι θέμα καρδιᾶς λέει τό
«παρακαλοῦμεν», πρός ἐνίσχυσιν καρδίας, ὥστε νά βεβαιωθεῖ περί τῆς
ἀληθείας. «Παρακαλεῖτε τόν λαόν μου» λέει ὁ Θεός. Βλέπετε; Νά στερεωθεῖ ὁ
λαός στήν καρδιά του, νά ἔχει «παρακαλοῦμεν», νά στερεωθοῦν, νά ἔχουν
παράκληση. Παράκλητος εἶναι τό Ἅγιο τό Πνεῦμα.
Γι᾽
αὐτό ἐμεῖς τήν ὥρα πού μᾶς διώκουν, τήν ὥρα πού μᾶς ὀνειδίζουν, ἐμεῖς
παρακαλοῦμεν. Βλασφημούμενοι, παρακαλοῦμεν. Μᾶς βλασφημεῖ καί ἐμεῖς τί
παρακαλοῦμεν; Δέν παρακαλοῦμε, σέ παρακαλῶ μήν βλασφημεῖς, δέν λέμε
τέτοιο πράγμα. Ἐμεῖς παρακαλοῦμε νά ἔρθει ὁ Παράκλητος πάνω του κι ὅπως
ἔρθει ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά φωτίσει τόν ἄνθρωπο καί νά ἀλλάξει
ζωή· γι᾽ αὐτό ἐμεῖς βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν.
Καί
εὐλογοῦμε, λοιπόν, ὄχι τό «γάμο» του καί εὐλογοῦμε τόν ἄνθρωπο νά βρεῖ
τό σκοπό τῆς ζωῆς του καί βλασφημούμενοι, πού γελᾶνε μαζί μας γιά τίς
ντεμοντέ ἀντιλήψεις πού ἔχουμε -ἔτσι μοῦ εἶπαν κάποιοι «ἔχετε πολύ
καθυστερημένες ἰδέες, πάτερ, ἀνήκετε στόν τρίτο αἰώνα». Λέω «κι ἄν ἦταν
στόν τέταρτο πείραζε; Θά ἤμουν μέ τόν ἅγιο Χρυσόστομο. Καλά θά ἤμουν καί
τότε». Καί μοῦ λέει: «μή μᾶς φέρνεις πιό κοντά στό σήμερα». Μά τί λέτε,
καλέ; Τέτοιες τρέλες ἀκούω κάθε μέρα, τέτοιες τρέλες ἀκούω.
Καί
πῶς περνᾶνε οἱ τρέλες; Μερικά πράγματα θεωροῦνται πιά αὐτονόητα καί
ἐμεῖς πού λέμε κάτι ἄλλο μᾶς θεωροῦν ντεμοντέ. Δέν μέ πειράζει νά εἶμαι
ντεμοντέ, δέν μέ θίγει καί τό χαίρομαι πάρα πολύ. Ἐξάλλου τά ροῦχα πού
βλέπετε εἶναι ντεμοντέ, φοράω τά ράσα τῆς παλιᾶς ἐποχῆς, δέν μέ
πειράζει. Εἶμαι δηλωμένος ντεμοντέ. Σύμφωνοι; Ἀλλά ζῶ στή σημερινή ἐποχή
καί πρέπει αὐτό πού λένε ἐκεῖνοι εἶναι ντεμοντέ, νά τό κάνω σήμερα
βαθιά θεραπευτικό. Καί ἄν ἡ θεραπευτική μου εἶναι πολύ σύγχρονη γιά τίς
δεκάδες ψυχασθένειες καί τά γεμάτα ψυχιατρεῖα, νά ρωτήσω: γιατί εἶμαι
ντεμοντέ ἐγώ;
Ἄν
ἔχω θεραπευτικές προτάσεις γιά ὅλους αὐτούς, πού εἶναι μαζεμένοι γύρω
στό χῶρο μου, μέ τά χαπάκια καί τό χῶρο τῆς θεραπείας τῆς ψυχασθένειας,
νά ρωτήσω, γιατί εἶμαι ἐγώ ντεμοντέ; Ἐπειδή βλέπουν τά ροῦχα μου καί
βλέπουν τίς εἰκόνες μου τῆς Ἐκκλησίας μου; Ἐπειδή φέρω μιά βαθιά
παράδοση πάνω στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μου; Αὐτό πού κάνουμε σάν πράξη ζωῆς
νά ρωτήσουν. Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν ἔκανε τίποτε καί στεκόταν νά συντηρεῖ
καί νά διατηρεῖ παραδόσεις, θά εἶχαν δίκαιο ὅτι εἴμαστε ντεμοντέ.
Ζοῦμε
μέ τρόπους παλιούς, φορᾶμε παλιά ροῦχα, φορᾶμε τά ἄμφια, μιά παράδοση,
τή Λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου καί τά λοιπά, αὐτά πού γράφτηκαν πρίν ἀπό
δέκα καί δεκαπέντε αἰῶνες, θά ἤμασταν ντεμοντέ. Ὅλα αὐτά τί εἶναι ὅμως;
Αὐτό εἶναι ἕνα ἐξωτερικό περίβλημα, μέσα στό ὁποῖο λειτουργεῖται μιά
ζωντανή θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐάν αὐτό τό ξεχάσουμε, εἴμαστε
ντεμοντέ πραγματικά καί ἐκεῖ αὐτοαναιρούμεθα ἐμεῖς. Μιλᾶμε ἁπλῶς λόγια
κουφά, δέν δίνουμε ἀπαντήσεις στό λαό μας, δέν θεραπεύουμε τό λαό μας
καί τότε εἴμαστε ντεμοντέ καί δέν ἔχουμε λόγο γιά τά πράγματα.
Καί
ὅλα αὐτά σᾶς τά λέω γιατί τά ζῶ αὐτές τίς μέρες· «εἶστε ντεμοντέ», «δέν
καταλάβατε τίς νέες ἀντιλήψεις», ὅτι σήμερα μιά νέα ἀντίληψη εἶναι ὅτι
οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά εἶναι καί ὁμοφυλόφιλοι. Λέω «καί ὁ Θεός ἀφοῦ τό
ἤξερε γιατί ἔκανε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα καί δέν ἔκανε δυό ἄνδρες νά εἶναι
ὁμοφυλόφιλοι, γιατί δέν τό ἔκανε αὐτό;». «Ἔ, μή μοῦ λές τώρα πώς τούς
ἔφτιαξε ὁ Θεός» λέει. «Ὑπάρχει καί ἡ νέα ἀντίληψη» μοῦ λέει. «Δέν ὑπῆρχε
Ἀδάμ καί Εὔα, ἦταν σύμβολα».
Ὡραῖα,
δηλαδή τά φαντάσματα ἔκαναν τόν Κάιν, τόν Ἄβελ, τίς οἰκογένειες καί τά
λοιπά· τά λένε καί θεολόγοι τώρα. Μιά τρέλα ἀπίθανη! Ἀπό ποῦ νά πιάσεις;
Ἀπό παντοῦ μπάζει τό πλοῖο δηλαδή! Καί πρέπει νά μαζεύεις τά νερά, ἀλλά
τί νά κάνουμε; Τουλάχιστον νά εἴμαστε ντεμοντέ καί νά θεραπεύουμε μέ
σύγχρονες μεθοδολογίες, πού δέν τίς ἔχουν ὅλοι οἱ σύγχρονοι θεραπευτές,
πού ἀφήνουν τούς ἀνθρώπους γεμάτους μέ χαπάκια νά σέρνονται μεταξύ
ψυχιατρείου καί μεταξύ ὕπνου καί ὑπνηλίας. Τίποτα ἄλλο.
Ἄν
ἔχουν ἀπαντήσεις νά μοῦ τό ποῦνε. Ἔτσι, λοιπόν, δέχομαι τόν ὅρο
ντεμοντέ καί ὅλα τά σχετικά, τά δέχομαι. Κατά τά ἄλλα ἐπιτρέψτε μου νά
φορῶ παπούτσια Clarks καί νά μήν εἶμαι ντεμοντέ, γιά νά πῶ δέν εἶμαι
ντεμοντέ. Δέν εἶναι ἔτσι; Κάτι εἶναι κι αὐτό, κάτι, μέ διασώζει καί
αὐτό, ἔτσι; Τό ρολόι μου εἶναι Swatch, προσέξτε, μήν τό ξεχνᾶτε αὐτό.
Δέν εἶμαι ντεμοντέ ἀπό αὐτό καί μόνο. Δέν μέ σώζει αὐτό, ἀλλά ὁ τρόπος
τῆς Ἐκκλησίας πού θεραπεύει τό λαό της· εἶναι τό πιό σύγχρονο καί τό πιό
ἐπίκαιρο.