Τετάρτη 18 Μαΐου 2022

Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ


Θαυ­μα­στή καί με­γά­λη εἶ­ναι ἡ πρό­νοι­α τῆς φι­λό­στορ­γης Μη­τέ­ρας μας Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ο­ποί­α μᾶς συγ­κέν­τρω­σε ὥ­στε νά τι­μή­σου­με τήν μνή­μη τῶν Τρι­ῶν Με­γά­λων Δι­δα­σκά­λων καί Ἱ­ε­ραρ­χῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας Βα­σι­λεί­ου τοῦ Με­γά­λου, Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Θε­ο­λό­γου καί Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου.

Εἶ­ναι «οἱ πο­λύ­φω­τοι ἀ­στέ­ρες του νο­η­τοῦ στε­ρε­ώ­μα­τος», ποὺ ἀ­πέ­δει­ξαν μέ τόν τρό­πο τῆς δι­δα­σκα­λί­ας καί τήν βι­ο­τή τους, ὅ­τι τό­τε τά δόγ­μα­τα εἶ­ναι ὀρ­θά καί συ­νε­πῶς καί ἡ πί­στις, ὅ­ταν συ­νο­δεύ­ων­ται ἀ­πό τά ἀν­τί­στοι­χα ἔρ­γα. Μᾶς δι­α­βε­βαί­ω­σαν ὅ­τι ἡ πρᾶ­ξις εἶ­ναι θε­ω­ρί­ας ἐ­πί­βα­σις θε­ω­ρί­α χω­ρίς τὴν πρᾶ­ξι εἶ­ναι ἀ­νώ­φε­λη. Ἡ πί­στις χω­ρίς τά ἔρ­γα εἶ­ναι νε­κρή. Τά πε­τει­νά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά δι­α­σχί­ζουν τόν ἀ­έ­ρα μέ ἕ­να φτε­ρό.

Το ἴ­διο συμ­βαί­νει καί μέ τόν Χρι­στια­νό. Μό­νο μέ τήν τή­ρη­σι τῶν δογ­μά­των καὶ μὲ τὴν θε­ϊ­κὴ δι­δα­σκα­λί­α, χω­ρίς τὴν ἀ­νά­λο­γη πρᾶ­ξι καὶ ἀ­ρε­τή, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τη ἡ σω­τη­ρί­α τῆς ἀ­θά­να­της ψυ­χῆς μας.

Γι’ αὐ­τό θε­ω­ρή­σα­με κα­τάλ­λη­λο, μέ τήν εὐ­και­ρί­α τῆς ἑ­ορ­τῆς Τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, πού τι­μῶν­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πό­ψε στόν Σύλ­λο­γο αὐ­τόν, οἱ ὁ­ποῖ­οι Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες συ­δύ­α­σαν ἄ­ρι­στα τήν θε­ω­ρί­α μέ τήν πρᾶ­ξι, νά ἀ­πευ­θύ­νου­με λό­γο στήν ἀ­γά­πη σας γιά τήν ψυ­χο­σω­τή­ρια ἀ­ρε­τή τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, ὅ­πως μᾶς τήν δι­δά­σκουν οἱ Τρεῖς αὐ­τοί Φω­στῆ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

Συ­χνό­τα­τα ἀ­να­φέ­ρον­ται καί οἱ τρεῖς στό θέ­μα αὐ­τό, δι­ό­τι καί «Ὁ Θε­ός ἀ­πό ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος», ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος.

Ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος ἔ­χει εἰ­δι­κή πραγ­μα­τεί­α μέ θέ­μα «Κα­τά πλου­τούν­των», ἄλ­λην εἰς τόν «Ἄ­φρο­να πλού­σιον» καί ἄλ­λην «Ἐν λι­μῷ καί αὐχ­μῷ». Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος στό «Πε­ρί φι­λο­πτω­χί­ας» καί στό ἔρ­γο του «Εἰς ἑ­αυ­τόν καί εἰς τόν λα­όν», ἀ­να­φέ­ρε­ται δι­ε­ξο­δι­κά στὸ ἴ­διο θέ­μα.

Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τήν «χρυ­σή­λα­τον σάλ­πιγ­γα», αὐ­τή δέν παύ­ει σέ κά­θε ὁ­μι­λί­α σχε­δόν νά ἀ­να­φέ­ρε­ται στό πο­λυ­α­γα­πη­μέ­νο του θέ­μα στό τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης

Τὶ εἶ­ναι λοι­πόν ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη;

Κα­τὰ τὸν ἱ­. Χρυ­σό­στο­μο εἶ­ναι ἡ χρη­σι­μώ­τε­ρη τέ­χνη.

Καὶ μά­λι­στα ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς τέ­χνες. Δι­ό­τι ἂν βα­σι­κὸ γνώ­ρι­σμα τῆς τέ­χνης εἶ­ναι νὰ κα­τα­λή­γῃ σὲ κά­τι τὸ χρή­σι­μο, τό­τε, ἐ­πει­δή δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τε πιὸ χρή­σι­μο ἀ­πὸ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, εἶ­ναι ὀ­λο­φά­νε­ρο ὅ­τι ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καὶ τέ­χνη εἶ­ναι καὶ πιὸ σπου­δαί­α ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες τέ­χνες. Δι­ό­τι εἶναι τέχνη ποὺ μᾶς χα­ρί­ζει τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή, μᾶς ἁρ­πά­ζει ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια τοῦ θα­νά­του, μᾶς δο­ξά­ζει καὶ στὴν ἐ­δῶ ζω­ὴ καὶ στὴ μέλ­λου­σα καὶ μᾶς κτί­ζει τὶς αἰ­ώ­νι­ες σκη­νές. Δὲν ἀ­φή­νει τὶς λαμ­πά­δες μας νὰ σβή­σουν, οὔ­τε μᾶς ἀ­φή­νει νὰ πα­ρου­σι­α­σθοῦ­με στὸν γά­μο μὲ ἀ­κά­θαρ­τα ἐν­δύ­μα­τα, ἀλ­λὰ τὰ πλέ­νει καὶ τὰ κά­νει πιὸ κα­θα­ρὰ καὶ ἀ­πὸ τὸ χι­ό­νι. Δι­ό­τι λέ­ει: «Ἐ­άν οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σας εἶ­ναι σὰν τὸ κόκ­κι­νο μαλ­λί, θὰ τὶς κά­νω κα­θα­ρὲς σὰν τὸ χι­ό­νι» (Ἠσ. 1,18).

Ἡ τέ­χνη αὐ­τὴ ἔ­χει κά­νει μὲ ἀ­πα­ρά­μιλ­λη τέ­χνη ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους να­οὺς τοῦ Θε­οῦ. Καὶ μά­λι­στα κά­τι τὸ πιὸ σπου­δαῖ­ο Κά­θε ἄν­θρω­πο, ποὺ ἐ­νερ­γεῖ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, τὸν ἔ­χει με­τα­τρέ­ψει σὲ θυ­σι­α­στή­ριο τοῦ Θε­οῦ.

Στὰ ἅγια τῶν ἁ­γί­ων μπαί­νει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας. Μπο­ρεῖ κά­θε ἕ­νας κά­νον­τας τὴν θυ­σί­α αὐ­τή, νὰ μπῆ στὸν ἱε­ρό­τε­ρο χῶρο. Ὅ­που δὲν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας, πα­ρὰ μό­νον ὁ Πα­τέ­ρας του, ἐ­κεῖ ποὺ δὲν βλέ­πει κα­νέ­νας ἄλ­λος. Μὰ πῶς μπο­ρεῖ νὰ μὴ βλέ­πη κα­νέ­νας ἄλ­λος, ἀ­φοῦ τὸ θυ­σι­α­στή­ριο βρί­σκε­ται σὲ δη­μό­σιο χώ­ρο; Τὸ ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο εἶ­ναι αὐ­τό, ὅ­τι, δη­λα­δή, τό­τε ἔ­κρυ­βαν τὴν θέ­α πόρ­τες καὶ πα­ρά­θυ­ρα, τώ­ρα, ὅ­μως, μπο­ρεῖ κανείς νὰ θυ­σιά­ζῃ δη­μό­σια καὶ ἡ θυ­σί­α αὐ­τὴ νὰ εἶ­ναι πιὸ μυ­στη­ρια­κή. Δι­ό­τι, ὅ­ταν δὲν κά­νης κά­τι γιὰ ἐ­πί­δει­ξι, καὶ ἂν ἀ­κό­μη σὲ βλέ­πη ὅ­λη ἡ οἰ­κου­μέ­νη, δὲν σὲ βλέ­πει κα­νέ­νας.

Αὐ­τὸ τὸ θυ­σι­α­στή­ριο ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια τὰ μέ­λη τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ τὸ σῶμα τοῦ Κυ­ρί­ου γί­νε­ται τὸ θυ­σι­α­στή­ριο τοῦ ἀν­θρώ­που. Στὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶμα θυ­σιά­ζει κανείς τὸ ἱε­ρὸ σῶμα τοῦ Κυ­ρί­ου.

Καὶ ὅπως στέ­κε­ται ὁ ἱε­ρέ­ας καὶ ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ἔ­τσι καὶ αὐ­τὸς ποὺ ἐ­λε­εῖ, ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τὸ Ἅ­γιο Πνεῦμα, ὄ­χι μὲ τὴν φω­νή του, ἀλ­λὰ μὲ τὶς πρά­ξεις του. Δι­ό­τι τί­πο­τε δὲν δι­α­τη­ρεῖ καὶ δὲν ἀ­νά­βει τό­σο τὴν φω­τιὰ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος, ὅ­σο τὸ λά­δι τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, ὅ­ταν χύ­νε­ται ἄ­φθο­νο στὰ χέ­ρια τῶν φτω­χῶν.

Ἂν τὴν συγ­κρί­νου­με μὲ τὶς ἄλ­λες ἀ­ρε­τές, θὰ δοῦμε ὄ­τι ὑ­περ­τε­ρεῖ ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν, το­νί­ζει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος. Ἂς δοῦμε τὴν παρ­θε­νί­α.  Ἂς προ­σέ­ξου­με τὴν δύ­να­μι τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης. Ὅ­λοι μας γνω­ρί­ζου­με τὴν πα­ρα­βο­λὴ τῶν δέ­κα παρ­θέ­νων. Τὶς πέν­τε μω­ρὲς παρ­θέ­νες ἡ παρ­θε­νί­α, χω­ρὶς τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, δὲν μπό­ρε­σε νὰ τὶς φέ­ρη οὔ­τε στὰ πρό­θυ­ρα τοῦ νυμ­φῶνος, ἐ­νῶ ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, χω­ρὶς τὴν παρ­θε­νί­α, ὡδή­γη­σε τοὺς τρο­φί­μους της μὲ πολ­λοὺς ἐ­παί­νους στὴν βα­σι­λεί­α, ποὺ ἑτοιμά­σθη­κε πρὶν ἀ­πὸ τὴν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου. Αὐ­τές, ἐ­πει­δὴ δὲν ἔ­κα­ναν πλού­σια ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἄ­κου­σαν «πη­γαί­νε­τε, δέ σᾶς γνω­ρί­ζω», ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ πό­τι­σαν τὸ Χρι­στό, ὅταν δι­ψοῦ­σε, καὶ τοῦ ἔ­δω­σαν νὰ φά­ῃ ὅταν πει­νοῦ­σε, μο­λο­νό­τι δὲν πρό­λα­βαν τὴν παρ­θε­νί­α, ἄ­κου­σαν∙ «ἐ­λᾶ­τε οἱ εὐ­λο­γη­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα μου» (Ματθ. 25,34). Καὶ πο­λὺ σω­στά∙ δι­ό­τι ἐ­κεῖνος ποὺ ἀ­σκεῖ τὴν παρ­θε­νί­α καὶ νη­στεύ­ει, εἶναι χρή­σι­μος μό­νο γιὰ τὸν ἑαυ­τό του, ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος, ποὺ κά­νει ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, εἶ­ναι κοι­νὸ λι­μά­νι γιὰ τοὺς ναυα­γούς.

Ἂς τὴν συγ­κρί­νου­με μὲ τὴν προ­σευ­χὴ

Το­νί­ζει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος: Κά­νε ὀ­φει­λέ­τη σου τὸ Θε­ὸ καὶ τό­τε νὰ ζη­τή­σης. Δά­νει­σε καὶ τό­τε νὰ ζη­τή­σης, γιὰ νὰ πά­ρης μὲ τό­κο. Αὐ­τὸ τὸ θέ­λει ὁ Θε­ός, δὲν τὸ ἀ­πο­φεύ­γει. Ἂν τοῦ ζη­τᾶς μα­ζὶ μὲ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ποὺ ἔ­κα­νες, χρω­στᾶ χά­ρι. Ἂν ἀ­παι­τῆς μὲ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, δα­νεί­ζεις καὶ παίρ­νεις καὶ τό­κους. Δὲν εἰ­σα­κού­ε­ται κα­νείς ση­κώ­νον­τας τὰ χέ­ρια∙ ἅ­πλω­σε τὰ χέ­ρια σου ὄ­χι στὸν οὐ­ρα­νό, ἀλ­λὰ στὰ χέ­ρια τῶν φτω­χῶν. Ἂν ἀ­πλώ­σης τὸ χέ­ρι στὰ χέ­ρια τῶν φτω­χῶν, ἄγ­γι­ξες τὴν ἴ­δια τὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Δι­ό­τι αὐ­τὸς ποὺ κά­θε­ται ἐ­κεῖ, αὐ­τὸς παίρ­νει τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἂν ὑ­ψώ­σης χέ­ρια ἄ­καρ­πα, δὲν ὠ­φε­λή­θη­κες κα­θό­λου.

Ἂν τὴν συγ­κρί­νου­με μὲ τὴν με­τά­νοι­α, θὰ δοῦμε ὅ­τι καὶ αὐ­τὴ εἶ­ναι νε­κρὴ χω­ρὶς τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Δῶ­σε στὸν πει­να­σμέ­νο χρή­μα­τα καὶ θὰ κερ­δί­σης ἔ­τσι τὸν κρι­τή. Ἡ με­τά­νοι­α χω­ρὶς ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶναι νε­κρὴ καὶ χω­ρὶς φτε­ρά. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ πε­τά­ξῃ ἡ με­τά­νοι­α χω­ρὶς νὰ ἔ­χῃ τὰ φτε­ρὰ τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης. Γι' αὐ­τὸ καὶ στὸν Κορ­νή­λιο, ποὺ ἔ­δει­ξε εἰ­λι­κρι­νὴ με­τά­νοι­α, ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ἔ­γι­νε τὸ φτε­ρὸ τῆς εὐ­σέ­βειας. Δι­ό­τι λέ­ει∙ «οἱ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες σου καὶ οἱ προ­σευ­χές σου ἀ­νέ­βη­καν στὸν οὐ­ρα­νό» (Πράξ. 10,4). Ἂν ἡ με­τά­νοι­α δὲν εἶ­χε τὰ φτε­ρὰ τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, δὲν θὰ ἀ­νέ­βαι­νε στὸν οὐ­ρα­νό.

Χω­ρίς τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ἡ ὅ­ποι­α εὐ­λά­βεια ἔ­χου­με εἶ­ναι «ἀ­δά­πα­νη εὐ­λά­βεια». Το­νί­ζει ὁ φω­στή­ρας τῆς Και­σα­ρεί­ας: «Γνω­ρί­ζω πολ­λούς πού νη­στεύ­ουν, προ­σεύ­χον­ται, ἀ­να­στε­νά­ζουν καί δεί­χνουν κά­θε ἀ­δά­πα­νη εὐ­λά­βεια, δέν δί­νουν ὅ­μως οὔ­τε ἔ­να λε­πτό σέ ἐ­κεί­νους πού ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη»

Οἱ προ­φά­σεις

Ὑ­πάρ­χουν ὅμως ὡ­ρι­σμέ­νες προ­φά­σεις γιὰ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη.

Μὰ ἐ­γώ εἰ­μαι φτω­χὸς

Θὰ μι­λή­σης στοὺς φτω­χοὺς γιὰ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη;

        Μᾶς ἀ­να­φέ­ρει ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος: «Εἶ­σαι φτω­χός; ἔ­χεις ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἄλ­λον φτω­χό­τε­ρο ἀ­πό ἐ­σέ­να. Ἔ­χεις γιά δέ­κα ἡ­μέ­ρες τρό­φι­μα; Ἐ­κεῖ­νος ἔ­χει γιά μί­α. Σάν κα­λός καί εὐ­γνώ­μω­νας νά ἐ­ξι­σώ­σης τό πε­ρίσ­σευ­μά σου μέ τόν φτω­χό. Μή δι­στά­σης νά δώ­σης ἀ­πό τό λί­γο. Καί ἐ­άν σου πε­ρισ­σεύ­η ἕ­να ψω­μί καί σού κτυ­πή­ση τήν πόρ­τα ὁ ζη­τιά­νος, πᾶ­ρε ἀ­πό τήν ἀ­πο­θή­κη τό ἕ­να ψω­μί καί ἀ­φοῦ τό βά­λης στά χέ­ρια του, ὕ­ψω­σε τό βλέμ­μα σου στόν οὐ­ρα­νό καί πές λό­γο θλι­βε­ρό καί εὐ­γνώ­μο­να; «Ἕ­να ψω­μί, ὅ­πως βλέ­πεις, Κύ­ρι­ε, καί ὁ κίν­δυ­νος εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρος. Ἀλ­λ' ἔ­γω θέ­τω τήν ἐν­το­λή σου ἐ­πά­νω ἀ­πό ἐ­μέ­να καί ἀ­πό τό λί­γο δί­νω στόν ἀ­δελ­φό μου. Δῶ­σε λοι­πόν καί σύ στόν δοῦ­λο σου, ποῦ κιν­δυ­νεύ­ει. Γνω­ρί­ζω κα­λά τήν ἀ­γα­θό­τη­τά σου καί ἐλ­πί­ζω στήν δύ­να­μί σου. Δέν ἀ­να­βάλ­λεις γιά πο­λύ τίς δω­ρε­ές, ἀλ­λά τίς σκορ­πᾶς, ὅ­ταν θέ­λης». Καί ἄν ἔ­τσι μι­λή­σης καί ἐ­νερ­γή­σης, τόν ἄρ­το ποῦ δί­νεις σέ και­ρό δυ­σκο­λί­ας, γί­νε­ται σπό­ρος γε­ωρ­γι­κός, ἀ­πο­φέ­ρει πλού­σιο τόν καρ­πό, εἶ­ναι προ­κα­τα­βο­λή τῆς τρο­φῆς, γί­νε­ται πρό­ξε­νος ἐ­λέ­ους. Πές καί ἐ­σύ σέ πα­ρό­μοι­ες πε­ρι­στά­σεις τόν λό­γο τῆς χή­ρας της Σι­δω­νί­ας. «Ζῆ Κύ­ριος, δέν ἔ­χω τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρά μό­νο μί­α χοῦ­φτα ἀ­λεύ­ρου γιά τήν δι­α­τρο­φή τήν δι­κή μου καί τῶν παι­δι­ῶν μου». Καί ἐ­άν δώ­σης ἀ­πό τό ὑ­στέ­ρη­μα, θά ἔ­χης καί σύ τό λα­δο­δο­χεῖ­ο κα­τά­με­στο ἀ­πό δω­ρε­ά καί τήν ἀ­λευ­ρα­πο­θή­κη ἀ­κέ­νω­τη. Δι­ό­τι γιά τούς πι­στούς φι­λό­τι­μα ἐρ­γά­ζε­ται ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ καί  μι­μεῖ­ται τά πη­γά­δια, τά ὁ­ποῖ­α πάν­το­τε ἀ­δειά­ζουν, ἀλ­λά δέν ἐ­ξαν­τλοῦν­ται» (Ε­ΠΕ 7,148-150).

Θὰ μᾶς πῆ καί ὁ Θεολόγος Γρηγόριος Δῶ­σε κά­τι, ἔ­στω καί τό πι­ό λί­γο, σέ ἐ­κεῖ­νον πού ἔ­χει ἀ­νάγ­κη, δι­ό­τι αὐ­τό ὁ­πωσ­δή­πο­τε εἶ­ναι σπου­δαῖ­ο γιά ἐ­κεῖ­νον πού ἔχει ἀ­νάγ­κη ἀ­πό ὅλα, ἀλ­λά καί γιά τόν Θε­ό, ἄν εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γο μέ τίς δυ­να­τό­τη­τες ἐ­κεί­νου πού δί­νει. Ἀν­τί νά δώ­σης με­γά­λο πρᾶγ­μα, δῶ­σε τήν προ­θυ­μί­α. Ἄν δέν ἔχης τί­πο­τε, δά­κρυ­σε. Ἡ συμ­πόνοι­α πού βγαί­νει ἀ­πό τήν ψυ­χή εἶ­ναι με­γά­λο φάρ­μα­κο γιά ἐ­κεῖ­νον πού δυ­στυ­χεῖ. Καί τό νά συμ­πά­σχη κα­νείς πραγ­μα­τι­κά, ἀ­να­κου­φί­ζει πά­ρα πο­λύ τήν συμ­φο­ρά

Ὑ­πάρ­χουν καὶ ἄλλες ἐνστάσεις:α)  Εἶ­ναι ὀκνηρός.

Αὐ­τοὺς τοὺς ἀν­θρώ­πους τοὺς κα­τη­γο­ροῦ­με σὰν ὀ­κνη­ρούς. Ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι, ὅ­μως, πολ­λὲς φο­ρὲς κά­νου­με πράγ­μα­τα, ποὺ εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρα ἀ­πὸ κά­θε ἀρ­γί­α. Ἀλ­λά, θὰ πῇ κα­νείς, ἐ­γώ ἔ­χω πα­τρι­κὴ πε­ρι­ου­σί­α. Ἐ­πει­δή ὅ­μως αὐ­τὸς εἶ­ναι φτω­χὸς, πρέ­πει νὰ χα­θῇ; Ἀ­κρι­βῶς γι’ αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ ἐ­λε­η­θῇ καὶ νὰ βο­η­θη­θῇ ἀ­πὸ τοὺς πλού­σιους. Καὶ ἕ­νας ποὺ περ­νᾶ τὴ μέ­ρα σὲ συγ­κεν­τρώ­σεις, πού δὲν ἔ­χουν κα­νέ­να ὄ­φε­λος, καί, λέ­ει ἀ­να­ρίθ­μη­τα κα­κά, νο­μί­ζει ὅ­τι δὲν κά­νει κά­ποι­ο κα­κό, ἐ­λε­εῖ­ται ἀ­πὸ σέ­να∙ αὐ­τόν, τὸν ἄ­θλιο καὶ τα­λαί­πω­ρο, ποὺ περ­νᾶ ὅ­λη του τὴ μέ­ρα μὲ ἱ­κε­σί­ες καὶ μὲ ἀ­φάν­τα­στη τα­λαι­πω­ρί­α, τὸν κρί­νεις καὶ τοῦ ζη­τᾶς εὐ­θύ­νες; Πῶς μπο­ρεῖ αὐ­τά νὰ πη­γά­ζουν ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πι­νη σκέ­ψι;

β) Εἶ­ναι ἐ­λε­ει­νὸς καὶ ξέ­νος

Ποι­ά εἶ­ναι ἡ ἄλ­λη εὔ­σχη­μη πρό­φα­σις; Λέ­νε ὅ­τι εἶ­ναι δρα­πέ­τες καὶ ξέ­νοι καὶ ἐ­λε­ει­νοί, ποὺ ἄ­φη­σαν τὴν πα­τρί­δα τους καὶ μα­ζεύ­ον­ται στὴν χώ­ρα μας. Ἀ­παν­τᾶ ὁ ἅ­γιος στὴν πρό­φα­σι αὐ­τὴ καὶ λέ­ει: Ἢ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη θὰ κά­νης ἢ δι­κα­στή­ριο. Ἂν ὁ Ἀβρα­άμ ἔ­κα­μνε τὸ δι­κα­στή­ριο αὐ­τό, δὲν θὰ φι­λο­ξε­νοῦσε τὸν ἴ­διο τὸν Θε­ό. Καὶ ὕ­στε­ρα ποι­ὸς γνω­ρί­ζει ἂν μέ­σα στὸ πλῆθος αὐ­τῶν τῶν ἐ­παι­τῶν ὑ­πάρ­χουν με­ρι­κὰ ἄ­το­μα τὰ ὀ­ποῖ­α ἔ­χουν ἀ­πό­λυ­τη ἀνάγκη;

Ποιά συγ­γνώ­μη θὰ ἔ­χου­με, ὅ­ταν οἱ πρό­γο­νοί μας ἔ­τρε­φαν μὲ τὰ χρή­μα­τά τους καὶ  αὐ­τοὺς ποὺ κα­τοι­κοῦ­σαν πο­λὺ μα­κρυ­ά, καὶ μά­λι­στα ἔ­τρε­χαν αὐ­τοὶ πρὸς ἐ­κεί­νους; Ἐ­νῶ ἐ­μεῖς καὶ αὐ­τούς, ποὺ ἀ­πὸ πολ­λὰ μέ­ρη τρέ­χουν κον­τά μας τοὺς δι­ώ­χνου­με καὶ τοὺς ζη­τᾶ­με καὶ εὐ­θύ­νες, τὴ στιγ­μή, ποὺ γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι εἴ­μα­στε ὑ­πεύ­θυ­νοι ἀ­μέ­τρη­των κα­κῶν.

Ἂν ὁ Θε­ός μᾶς ἐ­ξε­τά­ση μὲ λε­πτο­μέ­ρεια...

Ἄν ὁ Θε­ὸς ἐ­ξε­τά­ση μὲ λε­πτο­μέ­ρεια τὴ ζω­ή μας, ὅ­πως ἐ­μεῖς ἐ­ξε­τά­ζου­με τὴ ζω­ὴ τῶν φτω­χῶν, δὲν θὰ βροῦ­με καμ­μιὰ συγ­γνώ­μη οὔ­τε εὐ­σπλαγ­χνί­α. «Δι­ό­τι μὲ ὅ­ποι­ο μέ­τρο κρί­νε­τε θὰ κρι­θῆ­τε» (Ματθ. 7,2). Νὰ γί­νης, λοι­πόν, φι­λάν­θρω­πος καὶ εὐ­με­νὴς πρὸς τὸν συ­νάν­θρω­πό σου καὶ νὰ συγ­χω­ρέ­σης πολ­λὰ ἀ­πὸ τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά του καὶ νὰ τὸν ἐ­λε­ή­σης, γιὰ νὰ τύ­χης καὶ σὺ τέ­τοι­α με­τα­χεί­ρη­σι.

Καὶ μί­α ἄλ­λη ἔν­στα­σις

Καί ἄν κανείς ὑποκρίνεται; Οἱ Διδάσκαλοί μας δέν μᾶς ἀφήνουν χωρίς ἀπάντησι κι ἐδῶ. Ἀναφέρει ὁ κάλαμος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου:

"Εἶ­ναι πο­λύ καλ­λί­τε­ρο χά­ριν τῶν ἀ­ξί­ων νά ἁ­πλώ­νης χέ­ρι καί στούς ἀ­να­ξί­ους, πα­ρά ἀ­πό φό­βο τῶν ἀ­να­ξί­ων νά στε­ρῆς καί τούς ἀξί­ους. Φαί­νε­ται ὅτι ἐ­δῶ ἐ­φαρ­μό­ζε­ται ὁ λό­γος ὅτι πρέ­πει νά ρί­ξης τό ψω­μί σου καί μέ­σα στό νε­ρό ἀ­κό­μη, δι­ό­τι δέν θά πα­ρα­συρ­θῆ οὔ­τε θά χα­θῆ γιά τόν δί­και­ο κρι­τή τῶν πραγ­μά­των αὐ­τῶν, ἀλ­λά θά κα­τα­λή­ξη ἐ­κεῖ πού θά συγ­κεν­τρω­θοῦν ὅλα τά δι­κά μας καί θά τά συ­ναν­τή­σου­με, ὅταν ἔλ­θη ὁ και­ρός, καί ἄν ἀ­κό­μη ἐ­μεῖς δέν τό παρα­δε­χώ­μα­στε αὐ­τό".

Σέ ποιόν νά δίνουμε

Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἐ­πι­σκέ­φθη­κε κά­ποι­ον ἐ­πί­σκο­πο ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε γνῶ­σι κα­λή τῶν κοι­νω­νι­κῶν προ­βλη­μά­των. Σέ ἐ­ρώ­τη­σι σέ ποι­όν πρέ­πει νά δί­νου­με καί σέ ποι­όν ὄ­χι,   ἔ­λε­γε ὁ ἐ­πί­σκο­πος, χρει­ά­ζε­ται πεῖ­ρα, γιά νά δι­α­κρί­νη κα­νείς τόν ἔ­χον­τα πραγ­μα­τι­κή ἀ­νάγ­κη ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον πού ζη­τι­α­νεύ­ει λό­γω πλε­ο­νε­ξί­ας. Καί ἐ­κεῖ­νος, πού δί­νει στόν θλι­βό­με­νο, δί­νει στόν Κύ­ριο καί θά λά­βη τόν μι­σθό ἀ­πό αὐ­τόν∙ ἐ­νῷ ἐ­κεῖ­νος ποῦ δί­νει σέ κά­θε γυ­ρο­λό­γο, ρί­χνει στόν σκύ­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος γιά μέν τήν ἀ­ναί­δεια εἶ­ναι φορ­τι­κός, ἐ­νῷ γιά τήν πτω­χεί­α δέν εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τος.

Χρόνος

Πότε ὅμως πρέπει νὰ γίνεται ἡ ἐλεημοσύνη;

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πιὸ συγκαταβατικὸς, ἀπόλυτος ὅμως ὁ Μ. Βασίλειος. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συνιστᾶ καὶ τὴν μετὰ θάνατον ἐλεημοσύνη, ὅταν συμβουλεύη τοὺς γονεῖς νὰ ἀφήσουν συγκληρονόμο μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι ἀπόλυτος.

Ἄς δοῦμε τὶς ἐνδιαφέρουσες ἀπόψεις του.

Λέ­ει ὁ πλού­σιος: Με­τά τόν θά­να­το θά κά­νω κλη­ρο­νό­μους τῆς πε­ρι­ου­σί­ας μου τούς πτω­χούς. Ὅ­ταν θά σέ ἀν­τι­κρύ­σω νε­κρό, τό­τε θά σέ ὀ­νο­μά­σω φι­λά­δελ­φο; Κα­νέ­νας με­τά τήν δι­ά­λυ­σι τῆς πα­νη­γύ­ρε­ως δέν ἐμ­πο­ρεύ­ε­ται. Ποι­ός θά σοῦ ἀ­ναγ­γεί­λη τόν και­ρό τοῦ θα­νά­του; Ποι­ός θά σέ ἐγ­γυ­η­θῆ γιά τόν τρό­πο τοῦ θα­νά­του; (ο.π. Ε­ΠΕ 6,322).

Λέ­ει ὁ οὐ­ρα­νο­φάν­τωρ στήν συ­νέ­χεια: Ἡ σκέ­ψις εἶ­ναι πο­νη­ρή. Ὅ­σο ζῶ θά ἀ­πο­λαύ­σω τίς ἡ­δο­νές, καί ὅ­ταν πε­θά­νω, θά πρά­ξω τά ὅ­σα ἔ­χουν δι­α­τα­χθῆ. Θά σοῦ πῆ λοι­πόν ὁ Ἀ­βρα­άμ· «Ἀ­πέ­λαυ­σες τά ἀ­γα­θά σου στήν ζω­ή σου»­. Ἔ­φυ­γες ἀ­πό τήν ζω­ή βα­στά­ζον­τας τόν πλοῦ­το. Δέν τόν ἀ­πέ­βα­λες, ὅ­πως δι­α­τά­χθη­κες, ὅ­ταν ζοῦ­σες. Ἐ­πά­νω ἀ­πό τήν ἐν­το­λή ἔ­θε­τες τόν ἑ­αυ­τό σου. Με­τά τόν θά­να­το καί τήν δι­ά­λυ­σι, τό­τε σκέ­φθη­κες τήν ἐν­το­λή. Καί πῶς νά τό ὀ­νο­μά­σου­με αὐ­τό; Ἄ­μυ­να πρός τούς ἐ­χθρούς ἤ ἀ­γά­πη πρός τόν πλη­σί­ον; Δι­ά­βα­σε τίς δι­α­θῆ­κες σου. «Ἤ­θε­λα βέ­βαι­α ἀ­κό­μη νά ζῶ καί νά ἀ­πο­λαμ­βά­νω τά δι­κά μου». Ἡ χά­ρις ἀ­νή­κει στόν θά­να­το, ὄ­χι σέ ἐ­σέ­να. Δι­ό­τι ἐ­άν ἤ­σουν ἀ­θά­να­τος, οὔ­τε κάν θά θυ­μό­σου­να τίς ἐν­το­λές. «Μή πλα­νά­σθε, ὁ Θε­ός δέν ἐμ­παί­ζε­ται»­.. Ἐ­άν δέν τολ­μᾶς μέ τά πε­ρισ­σεύ­μα­τα ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι νά φι­λο­ξε­νή­σης τούς ἐ­πι­σή­μους, πῶς τολ­μᾶς νά ἐ­ξι­λε­ώ­σης τόν Θε­ό μέ τά πε­ρισ­σεύ­με­τα; (ο. π. Ε­ΠΕ 6,322).

Ἑ­πο­μέ­νως ὅ­σο ἔ­χει κα­νείς κα­λά τίς αἰ­σθή­σεις του, τό­τε πρέ­πει νά ἐ­νερ­γή τήν ἐλεημοσύνη.  

Πῶς πρέ­πει νὰ γί­νε­ται ὅ­μως ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη;

α) Πρῶ­τα ἀ­πὸ ὅ­λα μὲ χα­ρὰ καὶ μὲ εὐ­χα­ρί­στη­σι

«Ἐ­κεῖ­νος ποὺ κά­νει ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἂς ἐ­λεῆ μὲ χα­ρά» (Ρωμ. 12,8) Δὲν φθά­νει κά­ποι­ος νὰ ἐ­λε­ῇ, ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ τὸ κά­νη αὐ­τὸ χω­ρὶς λύ­πη. Ἢ καλ­λί­τε­ρα ἀλ­λὰ καὶ μὲ δι­ά­θε­σι εὐ­χά­ρι­στη καὶ χα­ρού­με­νη. Δι­ό­τι δὲν εἶναι τὸ ἴ­διο τὸ νὰ μὴ λυ­πᾶ­ται κά­ποι­ος καὶ τὸ νὰ χαί­ρε­ται. Καὶ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς το­νί­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παύ­λος: «Ἐ­κεῖ­νος, ποὺ σπέρ­νει μὲ φει­δώ, θὰ θε­ρί­σῃ καὶ μὲ φει­δώ καὶ ἐ­κεῖ­νος ποὺ σπέρ­νει μὲ ἀ­φθο­νί­α θὰ θε­ρί­σῃ καὶ μὲ ἀ­φθο­νί­α∙ Ὂ­χι μὲ λύ­πη καὶ ἀ­ναγ­κα­στι­κά» (Β΄ Κορ. 9,6. 7). Δι­ό­τι καὶ τὰ δύ­ο πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χουν σ' ἐ­κεῖ­νον ποὺ κά­νει τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, δη­λα­δὴ καὶ ἀ­φθο­νί­α καὶ εὐ­χα­ρί­στη­σι.

Γιὰ ποι­ό λό­γο, λυ­πᾶ­ται κα­νείς δί­νον­τας ἐ­λε­η­μο­σύ­νη; Ἄν στε­νο­χω­ρι­έ­ται, δὲν ἐ­λε­εῖ, ἀλ­λ’ εἶ­ναι σκλη­ρὸς καὶ ἀ­πάν­θρω­πος. Ἂν στε­νο­χω­ρι­έ­ται, πῶς θὰ μπο­ρέ­σῃ νὰ ἀ­νορ­θώ­σῃ ἐ­κεῖ­νον πού εἶ­ναι μέ­σα στὴ λύ­πη; Ἐ­φ’ ὅ­σον καὶ ὅταν ἀ­κό­μη δί­νη μὲ χα­ρά, ἐ­κεῖνος δὲν πρέ­πει νὰ ὑ­πο­ψια­σθῇ κά­τι τὸ πο­νη­ρό, ἂν δὲν ἐ­ξα­φα­νι­σθῆ μὲ τὴν ὑ­περ­βο­λι­κὴ χα­ρὰ ἡ ὑ­πο­ψί­α, πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­νείς τα­πεί­νω­σε, πα­ρὰ ἔ­κα­νε χα­ρού­με­νο ἐ­κεῖ­νον ποὺ ἔ­λα­βε. Γι’ αὐ­τὸ λέ­ει «ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἐ­λε­εῖ, ἂς ἐ­λεῆ μὲ χα­ρά». Ποι­ός δέ­χε­ται συγ­χώ­ρε­σι ἁ­μαρ­τη­μά­των καὶ πα­ρα­μέ­νει κα­τη­φής; Μὴ προ­σέχης, στὰ ἔ­ξο­δα τῶν χρη­μά­των, ἀλ­λὰ στὸ κέρ­δος ποὺ προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὸ ἔ­ξο­δο αὐ­τό. Γιατί ἂν χαί­ρε­ται ἐ­κεῖ­νος ποὺ σπέρ­νει στὰ χω­ρά­φια, ἂν καὶ σπέρ­νη μὲ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα, πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο πρέ­πει νὰ χαί­ρε­ται ἐ­κεῖνος ποὺ καλ­λι­ερ­γεῖ στὸν οὐ­ρα­νό. Ἒ­τσι, καὶ ἂν ἀ­κό­μη δώ­σης λί­γα, θὰ δώ­σης πολ­λά, ὅπως, πά­λι, ἂν δώ­σης μὲ σκυ­θρω­πὸ ὕ­φος, καὶ ἂν ἀ­κό­μη δώ­σης πολ­λά, τὰ πολ­λὰ τὰ ἔ­κα­νες λί­γα. Ἒ­τσι καὶ ἡ χή­ρα μὲ τὰ δύ­ο λε­πτὰ ξε­πέ­ρα­σε πολ­λὰ τά­λαν­τα, δι­ό­τι ἡ δι­ά­θε­σί της ἦ­ταν γεν­ναι­ό­δω­ρη.

Καὶ πῶς, μπο­ρεῖ νὰ τὸ κά­νη κά­ποι­ος αὐ­τὸ μὲ προ­θυ­μί­α, ὅ­ταν ζῇ μέ­σα στὴ χει­ρό­τε­ρη φτώ­χεια καὶ στε­ρῆ­ται τὰ πάν­τα; Ρώ­τη­σε τὴ χή­ρα καὶ θὰ ἀ­κού­σης τὸν τρό­πο καὶ θὰ μά­θης, ὅ­τι τὴν δυ­σκο­λί­α δὲν τὴν προ­κα­λεῖ ἡ φτώ­χεια, ἀλ­λὰ ἡ δι­ά­θε­σις κά­νει αὐ­τὸ καὶ τὸ ἀν­τί­θε­το ἀ­πὸ αὐ­τό. Δι­ό­τι μπο­ρεῖ κά­ποι­ος καὶ στὴ φτώ­χεια νὰ εἶ­ναι με­γα­λό­δω­ρος καὶ στὸν πλοῦτο μι­κρό­ψυ­χος. Δι­ό­τι δὲν θέ­λει μό­νο μὲ χρή­μα­τα νὰ βο­η­θοῦμε ἐ­κεί­νους ποὺ ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη, ἀλ­λὰ καὶ μὲ λό­για καὶ μὲ πράγ­μα­τα καὶ μὲ τὸ σῶ­μα καὶ μὲ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα. Μέ τήν προ­θυ­μί­α δι­πλα­σι­ά­ζε­ται τό κα­λό γιά χά­ρι σου. Για­τί ἐ­κεῖ­νο πού γί­νε­ται ἀ­πό λύ­πη ἤ ἀ­πό ἀ­νάγ­κη εἶ­ναι ἄ­χα­ρο καί χω­ρίς ὀ­μορ­φιά. Πρέ­πει λοι­πόν νά πα­νη­γυ­ρί­σου­με καί ὄχι νά θρη­νή­σου­με ἐλεῶντας. (ΕΠ Ε5,314-320), τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος.

β) Δεύ­τε­ρον. Δὲν πρέ­πει νὰ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ ἀ­δι­κί­ες. Δὲν εἶναι ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ὅ­ταν γί­νε­ται ἀ­πὸ φό­νους καὶ ἀ­πὸ ἀν­τί­τι­μο ἀν­θρω­πί­νων ψυ­χῶν. Αὐ­τὲς οἱ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες εἶναι σα­τα­νι­κές. Δὲν θέ­λει ὁ Χρι­στὸς νὰ τρέ­φε­ται μὲ πλε­ο­νε­ξί­α, δὲν δέ­χε­ται αὐ­τὴ τὴν τρο­φή. Για­τὶ βρί­ζεις τὸν Κύ­ριο προ­σφέ­ρον­τάς του ἀ­κά­θαρ­τες τρο­φές; Εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο νὰ λει­ώ­νῃ ἀ­πὸ τὴν πεί­να, πα­ρὰ νὰ τρέ­φε­ται ἔ­τσι. Τὸ ἕ­να εἶ­ναι γνώ­ρι­σμα ἀ­πάν­θρω­που, τὸ ἄλ­λο ἀ­πάν­θρω­που καὶ ὑ­βρι­στοῦ.

Εἶ­ναι καλ­λί­τε­ρα νὰ μὴν δώ­σε­τε, πα­ρὰ νὰ δί­νε­τε τὰ ξέ­να πράγ­μα­τα σὲ ἄλ­λους. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα∙ συ­ναν­τᾶ κα­νείς δύ­ο ἀν­θρώ­πους∙ ὁ ἕ­νας εἶ­ναι γυ­μνὸς καὶ ὁ ἄλ­λος ντυ­μέ­νος∙ ἔ­πει­τα  γδύ­νει ἐ­κεῖ­νον πού ἔ­χει τὸ ροῦ­χο, ντύ­νει τὸν γυ­μνό∙ ἄ­ρα γε, δὲν ἔ­κα­νε ἀ­δι­κί­α; Αὐ­τὸ εἶ­ναι σὲ ὅ­λους φα­νε­ρό. Ἐ­άν, ὅ­μως, δί­νον­τας σὲ ἄλ­λον ἐ­κεῖνο ποὺ πῆ­ρε, δὲν τὸν ἐ­λε­εῖ, ἀλ­λὰ τὸν ἀ­δι­κεῖ∙ ὅ­ταν δὲν δί­νη οὔ­τε τὸ μι­κρό­τε­ρο μέ­ρος ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να ποὺ ἁρ­πά­ζει, καὶ αὐ­τὸ τὸ πράγ­μα τὸ ὀ­νο­μά­ζει ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ποι­ᾶς τι­μω­ρί­ας δὲν θὰ εἶναι ἄ­ξιος!

Ἂν ὁ κλέ­πτης, ἐ­πι­στρέ­φον­τας αὐ­τὰ ποὺ ἔ­κλε­ψε στὸν ἴ­διο τὸν κύ­ριο, πά­λι τὸν ἀ­δι­κεῖ καὶ τὸν ἀ­δι­κεῖ τό­σο, ὥ­στε μὲ με­γά­λη δυ­σκο­λί­α νὰ ἀ­παλ­λάσ­σε­ται ἀ­πὸ τὸ ἔγ­κλη­μα∙ ἐ­κεῖ­νος ποὺ δὲν κλέ­βει, ἀλ­λὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ βί­α∙ καὶ δὲν δί­νει τὰ τε­τρα­πλά­σια, ἀλ­λὰ οὔ­τε τὰ μι­σά∙ καὶ αὐ­τὸς ζῇ στὴν ἐ­πο­χὴ τῆς Και­νῆς Διαθήκης, σκέ­ψου πό­ση φω­τιὰ συγ­κεν­τρώ­νει πά­νω στὸ κε­φά­λι του!

 Ἂς με­τα­νο­ή­σου­με, λοι­πόν, καὶ ἂς δώ­σου­με ἐ­λε­η­μο­σύ­νη κα­θα­ρὴ ἀ­πὸ πλε­ο­νε­ξί­α καὶ πλου­σι­ο­πά­ρο­χη.

γ) Πρέ­πει νὰ γί­νε­ται ἀ­κε­νό­δο­ξα

Κρυ­φά. Κά­τι ποὺ δὲν τὸ κα­τα­λα­βαί­νου­με. Ὁ Χρι­στὸς λέ­γει «μὴ γνώ­τω ἡ ἀ­ρι­στε­ρά σου τί ποι­εῖ ἡ δε­ξιά σου». Τὸ βα­σι­κὸ στοι­χεῖ­ο τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης εἶ­ναι ἡ ἀ­φά­νεια. Για­τὶ μό­νον ὁ Θε­ὸς ἐ­κεί­νους ποὺ κά­νουν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη μί­α μέ­ρα θὰ τοὺς ἐμ­φα­νί­ση καὶ θὰ τοὺς δο­ξά­ση. Τὸ το­νί­ζου­με αὐ­τό. Κρυ­φὰ ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη.

δ) Με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πὸ τὴν τῶν φα­ρι­σαί­ων

«Ἐ­άν ἡ ἀ­ρε­τή σας δὲν ξε­πε­ρά­ση τὴν ἀ­ρε­τὴ τῶν γραμ­μα­τέ­ων καὶ τῶν Φα­ρι­σαί­ων, δὲν θὰ εἰ­σέλ­θε­τε στὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν» (Ματθ. 5,20). Ὥ­στε, καὶ ἂν ἀ­κό­μη δώ­ση κα­νείς ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, δὲν δώ­ση, ὅ­μως, πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ ἐ­κεῖνα ποὺ ἔ­δι­ναν ἐ­κεῖ­νοι, δὲ θὰ εἰ­σέλ­θῃ στὴν οὐ­ρά­νια βα­σι­λεί­α.

Ἀλ­λὰ θὰ πῇ κά­ποι­ος∙ καὶ πό­ση ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ἔ­δι­ναν ἐ­κεῖ­νοι; Ἔ­δι­ναν σχε­δὸν τὸ ἕ­να τρί­το ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ου­σί­α τους. Ἐ­άν, λοι­πόν, αὐ­τὸς πού δί­νη τὸ ἕνα τρί­το ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ου­σία του, ἢ καλ­λί­τε­ρα τὴν μι­σὴ πε­ρι­ου­σία του, δὲν κά­νει τί­πο­τε τὸ σπου­δαῖ­ο, αὐ­τὸς πού δὲν δί­νει οὔ­τε τὸ ἕ­να δέ­κα­το ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ου­σί­α του, τί­νος ἄ­ξιος θὰ εἶναι;

        Πό­σο πρέ­πει νὰ δί­νῃ κα­νείς;

Ὂ­χι λι­γό­τε­ρα ἀ­πὸ τὶς δυ­να­τό­τη­τές του. Ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἐ­ξε­τά­ζου­με δὲν εἶ­ναι τὸ νὰ δώ­σου­με πολ­λὰ ἢ λί­γα, ἀλ­λὰ τὸ νὰ μὴ δώ­σου­με λι­γό­τε­ρα ἀ­πὸ τὶς δυ­νά­μεις μας. Ἂς θυ­μού­μα­στε τὸν δοῦ­λο μὲ τὰ πέν­τε τά­λαν­τα καὶ ἐ­κεῖ­νον μὲ τὰ δύ­ο. Ἂς θυ­μού­μα­στε τὴ χή­ρα ποὺ ἔρ­ρι­ξε τὰ δύ­ο λε­πτά. Ἂς θυ­μού­μα­στε τὴ χή­ρα ποὺ ἔ­ζη­σε στὰ χρό­νια τοῦ προ­φή­τη Ἠλί­α. Δὲν εἶ­πε ἐ­κεί­νη, ποὺ ἔρ­ρι­ξε τὰ δύ­ο λε­πτά, "τί βλά­πτει, λοι­πόν, ἂν κρα­τή­σω τὸ ἕ­να λε­πτὸ γιὰ τὸν ἑαυ­τό μου καὶ δώ­σω τὸ ἄλ­λο", ἀλ­λὰ ἔρ­ρι­ξε ὅ­λη της τὴν πε­ρι­ου­σί­α. Ἐ­μεῖς ὅ­μως ἂν καὶ ἔ­χου­με τό­σα πολ­λὰ ἀ­γα­θά, εἴ­μα­στε πιὸ φι­λάρ­γυ­ροι ἀ­πὸ ἐ­κεί­νην. 

Τί τὸ ὄ­φε­λος, ὅ­ταν, ἐ­νῶ εἶ­ναι κανείς πλού­σιος, δί­νει τό­σα λί­γα, ὅ­πως θὰ ἔ­δι­νε κά­ποι­ος ἕ­να πο­τή­ρι νε­ρό, ἐ­νῶ εἶ­χε πέ­λα­γος; Καὶ πῶς θὰ πῇ, «ἐ­λέ­η­σέ με, Θε­έ μου, σύμ­φω­να μὲ τὸ με­γά­λο σου ἔ­λε­ος…»; (Ψαλμ. 50,3), τὴ στιγ­μὴ πού δὲν ἐ­λε­εῖ σύμ­φω­να μὲ τὸ με­γά­λο του ἔ­λε­ος, ἢ μᾶλ­λον, οὔ­τε σύμ­φω­να μὲ τὸ μι­κρό; Πράγ­μα­τι πο­λὺ ντρέ­πε­ται κανείς ὅ­ταν βλέ­πη πολ­λοὺς πλου­σί­ους μὲ φαν­τα­στι­κὰ ἀ­γα­θά, νὰ γί­νων­ται φτω­χό­τε­ροι ἀ­πὸ τοὺς φτω­χούς, ὅ­ταν πρό­κει­ται νὰ δώ­σουν σὲ φτω­χό!

Ὁ φτω­χὸς ἂς βλέ­πη τὴν χή­ρα ποὺ πρό­σφε­ρε τοὺς δύ­ο ὀ­βο­λοὺς καὶ ἂς μὴ νο­μί­ζη, ὅ­τι ἡ φτώ­χεια εἶ­ναι ἐμ­πό­διο γιὰ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ὁ πλού­σιος ἂς σκέ­πτε­ται τὸν Ἰ­ώβ. Καί, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε ὅ­λα τὰ ὑ­πάρ­χον­τα στὴ δι­ά­θε­σι ὄ­χι τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, ἀλ­λά τῶν φτω­χῶν, ἔ­τσι ἄς κά­νη καὶ αὐ­τός. Δι­ό­τι γι' αὐ­τὸ ἄν­τε­ξε γεν­ναῖ­α τὴ στέ­ρη­σί τους, ἐ­πει­δὴ καὶ πρὶν τὸν δο­κι­μά­ση ὁ δι­ά­βο­λος, σκέ­φτη­κε τὴ στέ­ρη­σί τους. Δι­ό­τι χρή­μα­τα γι' αὐ­τὸ ὀ­νο­μά­ζον­ται, γιὰ νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦμε ὅπως πρέ­πει. Κτή­μα­τα γι' αὐ­τὸ λέ­γον­ται, γιὰ νὰ τὰ ἀ­πο­κτοῦμε ἐ­μεῖς καὶ γιὰ νὰ μή μᾶς ἀ­πο­κτοῦν αὐ­τά. Τί­πο­τε δὲν εἴ­ναι τό­σο ἄ­στα­το, ὅ­σο ὁ πλοῦτος. Τί­πο­τε δὲν ἀλ­λά­ζει τό­σο εὔ­κο­λα, ὅ­σο ἡ εὐ­η­με­ρί­α.

     Ἂν ὁ Θε­ός μᾶς ἐ­ξε­τά­ση μὲ λε­πτο­μέ­ρεια...

τὴ ζω­ή μας, ὅ­πως ἐ­μεῖς ἐ­ξε­τά­ζου­με τὴ ζω­ὴ τῶν φτω­χῶν, δὲν θὰ βροῦ­με καμ­μιὰ συγ­γνώ­μη οὔ­τε εὐ­σπλαγ­χνί­α. «Δι­ό­τι μὲ ὅ­ποι­ο μέ­τρο κρί­νε­τε θὰ κρι­θῆ­τε» (Ματθ. 7,2). Νὰ γί­νης, λοι­πόν, φι­λάν­θρω­πος καὶ εὐ­με­νὴς πρὸς τὸν συ­νάν­θρω­πό σου καὶ νὰ τὸν ἐ­λε­ή­σης, γιὰ νὰ τύ­χης καὶ σὺ τέ­τοι­α με­τα­χεί­ρη­σι, το­νί­ζει ο Χρυ­σορ­ρή­μων Δι­δά­κα­λος.

Καί συμ­πλη­ρώ­νει ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος λί­αν εὐ­στό­χως: Σέ πλη­σιά­ζει πτω­χός; θυ­μή­σου πό­σο φτω­χός ἤ­σουν καί πό­σο πλού­σιος ἔ­γι­νες. Θυ­μή­σου μέ φό­βο τήν μυ­στη­ρια­κή τρά­πε­ζα στήν ὁ­ποί­α συμ­με­τέ­χεις, τόν ἄρ­το ποῦ με­τα­λαμ­βά­νεις, τό πο­τή­ριο ποὺ κοι­νω­νεῖς ἀ­γνι­ζό­με­νος μέ τά πά­θη τοῦ Χρι­στοῦ. Σέ ἱ­κε­τεύ­ει ἕ­νας ξέ­νος χω­ρίς κα­τοι­κί­α, ἕ­νας πρό­σφυ­γας; ὑ­πο­δέ­ξου τόν, ὑ­πο­δε­χό­με­νος στό πρό­σω­πό του αὐ­τόν ποῦ πρός χά­ριν σου ἔ­γι­νε ξέ­νος καί μέ τή χά­ρι τοῦ εἰ­σῆλ­θε καί κα­τοι­κεῖ μέ­σα σου καί σέ ἕλ­κει πρός τήν ἄ­νω κα­τοι­κί­α. Βρί­σκε­ται μπρο­στά σου ἕ­νας ἄρ­ρω­στος καί τραυ­μα­τί­ας; θυ­μή­σου μέ φό­βο τήν ὑ­γεί­α σου ποῦ ἀ­πέ­κτη­σες καί τά τραύ­μα­τα μέ τά ὁ­ποῖ­α σέ ἐ­λευ­θέ­ρω­σε ὅ Χρι­στός. Ἐ­άν δής γυ­μνό, ντυ­σέ τόν, τι­μών­τας ἔ­τσι τό δι­κό σου ἔν­δυ­μα τῆς ἀ­φθαρ­σί­ας* εἶ­ναι δέ τοῦ­το ὅ Χρι­στός· δι­ό­τι «ὅ­σοι εἷς Χρι­στόν ἐ­βα­πτί­σθη­μεν, Χρι­στόν ἐν­δε­δύ­με­θα». (Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Θε­ο­λό­γου Ε­ΠΕ 4,344).

Καί κά­τι ἀ­κό­μη μᾶς το­νί­ζει: Μέ τήν ἀ­γά­πη στόν ἄν­θρω­πο, ἀ­πό­κτη­σε τήν ἀ­γά­πη πρός τόν Θε­ό: "Μή δι­ώ­ξης φτω­χό, ἐ­σύ ποῦ ἔ­γι­νες πλού­σιος ἀ­πό τόν Θε­ό. Μήν ξευ­τε­λί­σης ξέ­νο, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Χρι­στός ξε­νι­τεύ­θη­κε, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ὅ­λοι μας εἴ­μα­στε ξέ­νοι καί πα­ρε­πί­δη­μοι, γιά νά μήν ἀ­πο­ξε­νω­θῆς ἀ­πό τόν πα­ρά­δει­σο, ὅ­πως ἔ­γι­νε πα­λι­ό­τε­ρα. Δῶ­σε σ’ ἐ­κεῖ­νον ποῦ ἔ­χει ἀ­νάγ­κη, ἐ­σύ ποῦ τά ἔ­χεις ἄ­φθο­να καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό ὅ­σα σου χρει­ά­ζον­ται. Μήν ἀ­γα­πή­σης τόν πλοῦ­το, ἐ­άν δέν βο­η­θῆ τούς φτω­χούς. Συγ­χώ­ρε­σε, ἐ­σύ ποῦ ἔ­χεις συγ­χω­ρε­θῆ. Ἐ­λέ­η­σε, ἐ­σύ ποῦ ἔ­χεις ἐ­λε­η­θῆ. Ἀ­πό­κτη­σε μέ τήν ἀ­γά­πη σου πρός τούς ἀν­θρώ­πους τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, ὅ­σο ἔ­χεις ἀ­κό­μη και­ρό». (Γρήγ. Θε­ο­λό­γου, Ε­ΠΕ 5,228).

Ἔ­τσι θά εἴ­μα­στε ἀ­δι­και­ο­λό­γη­τοι πα­ρα­με­λών­τας τήν ἐν­το­λή αὐ­τή τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης.

Χρει­ά­ζε­ται δι­ά­κρι­σις

Καί κά­τι ἄλ­λο μᾶς λέ­ει ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος: "Καί ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἰς σταθ­μούς, κα­τά τόν ἅ­γιον Ἠ­σα­ΐ­αν "Καί ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη με­τρεῖ­ται καί ὑ­πο­λο­γί­ζε­ται, ὅ­πως λέ­ει ὅ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας" (Λό­γος Ι­ΣΤ', Ε­ΠΕ 5,328)

Ἀ­φοῦ εἴ­πα­με πῶς πρέ­πει νὰ γί­νε­ται, ἂς δοῦμε τώ­ρα γιὰ λί­γο τὰ γνω­ρί­σμα­τά της καὶ ποι­ό τὸ κέρ­δος τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, ἐ­φ’ ὅ­σον ζοῦμε σὲ μί­α ἐ­πο­χή οἰ­κο­νο­μι­κή καὶ.

Ποιά εἶ­ναι λοι­πὸν τὰ γνω­ρί­σμα­τα τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης;

Εἶ­ναι ἡ καρ­διὰ τῆς ἀ­ρε­τῆς.  Χω­ρὶς παρ­θε­νί­α μπο­ρεῖ κα­νείς νὰ δῆ τὴν βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν. Χω­ρὶς ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ὅ­μως εἶναι ἀ­δύ­να­το. Για­τὶ αὐ­τὴ τὰ πε­ρι­έ­χει ὅ­λα καὶ εἶναι ἀ­πὸ τὰ πλέ­ον ἀ­πα­ραί­τη­τα γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς μας. Ἑ­πο­μέ­νως σω­στὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς ἡ καρ­διὰ τῆς ἀ­ρε­τῆς. Ὅπως ἡ καρδιά  ἂν δὲν διοχετεύη ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος με αἷμα, νεκρώνεται, ἒτσι και αὐτή ἡ νοητή καρδιά. Ἡ καρ­διὰ ἂν δὲ δί­νη τὸ πνεῦ­μα τῆς ζω­ῆς σὲ ὅλα τὰ μέ­λη, γρή­γο­ρα σβή­νει.

Ὅ­πως πάλι ἡ πη­γὴ ἂν συγ­κρα­τῆ μέ­σα της τὸ νε­ρό, σβή­νει καὶ ὅ­πως τὸ στο­μά­χι, ἂν δὲν δι­ο­χε­τεύ­η τὴν τρο­φὴ καὶ στὰ ἄλ­λα μέ­λη τοῦ σώ­μα­τος, ἀρ­ρω­σταί­νει, ἔ­τσι συμ­βαί­νει καὶ μὲ τὸν πλοῦτο, ὅ­ταν τὸν κρα­τά­η κα­νείς μό­νον γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ δὲν τὸν δι­ο­χε­τεύ­ει καὶ στὰ ἄλ­λα μέ­λη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας.

Εἶ­ναι σπο­ρά, ἐμ­πό­ριο, δά­νει­ο, πλοῦ­τος.

Ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη δὲν εἶ­ναι ἔ­ξο­δο, ἀλ­λὰ ἔ­σο­δο, οὔ­τε δα­πά­νη, ἀλ­λὰ κέρ­δος. Δί­νει κα­νείς ψω­μὶ καὶ παίρ­νει ζω­ὴ αἰ­ώ­νια. Δί­νει ροῦ­χο καὶ παίρ­νει στο­λὴ ἀ­φθαρ­σί­ας. Δί­νει συμ­με­το­χὴ στὴ στέ­γη του, καὶ παίρ­νει οὐ­ρά­νια βα­σι­λεί­α. Προ­σφέ­ρει αὐ­τά, ποὺ κα­τα­στρέ­φον­ται καὶ παίρ­νει αὐ­τὰ ποὺ πα­ρα­μέ­νουν αἰ­ώ­νια.

Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ λέ­γον­τας «ὁ σπεί­ρων φει­δο­μέ­νως….» μᾶς πα­ρου­σιά­ζει τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη μὲ τὸν σπό­ρο, γιὰ νὰ τὴν κά­νου­με μὲ πολ­λὴ χα­ρὰ καὶ πολ­λὴ προ­θυ­μί­α. Δι­ό­τι, ἐάν αὐ­τοὶ ποὺ ἐμ­πι­στεύ­ων­ται στὴ γῆ τὸ σπό­ρο, τρέ­φων­ται μὲ τὶς κα­λὲς ἐλ­πί­δες, μο­λο­νό­τι με­ρι­κὲς φο­ρὲς τοὺς δι­α­ψεύ­δουν οἱ και­ρι­κὲς συν­θῆ­κες, πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο πρέ­πει νὰ χαί­ρων­ται αὐ­τοὶ ποὺ ἔ­γι­ναν ἄ­ξιοι νὰ σπεί­ρουν τὸν πνευ­μα­τι­κὸ αὐ­τὸ σπό­ρο, δι­ό­τι, ἐ­νῶ σπέρ­νουν στὴ γῆ, πρό­κει­ται νὰ θε­ρί­σουν στὸν οὐ­ρα­νό, καὶ ἐ­νῶ κα­τα­βάλ­λουν ἀρ­γύ­ρια, δέ­χον­ται τὴ συγ­χώ­ρη­σι τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν τους καὶ βρί­σκουν ἀ­φορ­μὴ παρ­ρη­σί­ας, ἀ­φοῦ μὲ τὶς προ­σφο­ρὲς ποὺ κά­νουν ἐ­δῶ, προ­κα­λοῦν γιὰ τὸν ἐ­αυ­τὸ τους τὴν δια­ρκῆ ἀ­νά­παυ­σι καὶ τὴ συ­να­να­στρο­φὴ μὲ τοὺς ἀ­γί­ους.

Εἶναι δάνειο καί δῶρο

«Ὅ­ποι­ος ἐ­λε­εῖ τὸν φτω­χό, δα­νεί­ζει στὸ Θε­ό». 

Καί τί δά­νει­ο, λέ­ει, εἶ­ναι αὐ­τό, μέ τό ὁ­ποῖ­ο δέν συν­δέ­ε­ται ἡ ἐλ­πί­δα τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς; Κα­τα­νό­η­σε τήν ση­μα­σί­α τοῦ ρη­τοῦ καί θά θαυ­μά­σης τήν φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ νο­μο­θέ­του. Ὅ­ταν προ­κη­ται νά δώ­σης χρή­μα­τα στόν φτω­χό, σύμ­φω­να μέ τήν ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου, αὐ­τό εἶ­ναι συγ­χρό­νως καί δῶ­ρο καί δά­νει­ο. Δῶ­ρο δι­ό­τι δέν ἐλ­πί­ζεις στήν ἐ­πι­στρο­φή, δά­νει­ο δι­ό­τι ἡ με­γα­λο­δω­ρε­ά τοῦ Δε­σπό­του θά πλη­ρώ­ση τό χρέ­ος ἀν­τί ἐ­κεί­νου· αὐ­τός, ἐ­νῷ ἔ­λα­βε λί­γα διά μέ­σου του πτω­χοῦ, θά σού ἀν­τα­πο­δώ­ση πολ­λά ἀν­τί τῶν ὀ­λί­γων, μᾶς λέ­ει ὁ ἀ­σκη­τής Ἱ­ε­ράρ­χης Μέ­γας Βα­σί­λει­ος (Εἰς τόν ΙΔ΄ Ψαλ­μόν).

Εἶ­ναι ἐμ­πό­ριο.

Σκόρ­πι­σε, λοι­πόν, γιὰ νὰ μὴ ζη­μι­ω­θῆς. Μὴ κά­νης οἰ­κο­νο­μί­α, γιὰ νὰ κά­νης οἰ­κο­νο­μί­α. Δῶ­σε, γιὰ νὰ κρα­τή­σης. Ξό­δε­ψε, γιὰ νὰ κερ­δί­σης. Μὴ τὰ δι­α­χει­ρί­ζε­σαι ἐ­σύ. Δι­ό­τι δὲ γνω­ρί­ζεις νὰ κερ­δί­ζης. Δά­νει­σέ τα σ' ἐ­κεῖ­νον, ποὺ δί­νει τό­κο με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λαι­ο. Δά­νει­σά τα σ' ἐ­κεῖ­νον, ποὺ δὲν τὰ χρει­ά­ζε­ται καὶ θὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­ση γιὰ σέ­να. Δι­ό­τι, οἱ τό­κοι αὐ­τῶν τῶν χρη­μά­των, θὰ σοῦ χα­ρί­σουν τὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν, ἐ­νῶ οἱ ἄλ­λοι θὰ ἔ­χουν ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν αἰ­ώ­νια κό­λα­σι. Οἱ δεύ­τε­ροι εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα φι­λαρ­γυ­ρί­ας, οἱ πρῶ­τοι σω­στῆς ἐ­κτι­μή­σε­ως τῶν πραγ­μά­των. Οἱ δεύ­τε­ροι εἶναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­παν­θρω­πί­ας, οἱ πρῶ­τοι φι­λαν­θρω­πί­ας.

Εἶ­ναι ὅ­μως ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη πλοῦ­τος καὶ τρά­πε­ζα τοῦ πλού­του.

Καί σύμφωνα μέ τόν Θεολόγο Γρηγόριο εἶναι δῶρο πού προκαλεῖ τήν ἀνταπόδοσι:

"Κα­νέ­νας δέν με­τα­νοί­ω­σε ἀ­πό ἐ­κεί­νους πού ἀ­πό πρίν προ­σέ­φε­ραν κά­τι στόν Θε­ό. Ὁ Θε­ός ἀν­τα­πο­δί­δει πλου­σι­ο­πά­ρο­χα καί ἀν­τα­μεί­βει κυ­ρί­ως μέ τά οὐ­ρά­νια ἀ­γα­θά ἐ­κεί­νους πού τοῦ προ­σφέ­ρουν κά­τι καί κά­νουν χρῆ­σι τῆς εὐ­σπλαγ­χνί­ας. Με­ρι­κές φο­ρές ὅ­μως ἀν­τα­μεί­βει καί μέ τά ἐ­πί­γεια ἀ­γα­θά γιά νά πι­στέ­ψου­με στά μελ­λον­τι­κά" (Λό­γος Ι­Ζ' Ε­ΠΕ 5,388).

Εἶναι ἐκφόρτισις

"Ξεφόρτωσε κάτι ἀπό τό πλοῖο γιά νά πλέης πιό ἐλαφρύς" Πιθανόν θά ἀφαιρέσης κάτι ἀπό τόν ἐχθρό στόν ὁποῖο θά μεταβιβασθοῦν τά ὑπάρχοντά σου". (Λόγος ΛΣΤ ' ΕΠΕ 2,218)

"Εἶναι χάρισμα ἀπό τόν Θεό ἡ ἐλεημοσύνη". (Λόγος ΙΑ ' ΕΠΕ 5,256)

Πρέπει ὅμως νά εἶναι ἀδιάκριτη

Καί στήν ἐ­πο­χή τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν ὑ­πῆρ­χαν ἐ­φο­ρεί­ας καί πλη­στει­ρα­σμοί οἰ­κι­ῶν καί ἐ­ξο­ρί­ες, ὅ­πως σή­με­ρα ἀ­κρι­βῶς. Γι’ αὐ­τό το­νί­ζει ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος: Σέ ὅ­λους τους πτω­χούς καί σέ ἐ­κεί­νους πού γιά ὁ­ποι­α­δή­πο­τε αἰ­τί­α κα­κο­πα­θοῦν, ὀ­φεί­λου­με νά δεί­ξω­με εὐ­σπλαγ­χνί­α. Καί ὀ­φεί­λου­με νά προ­σφέ­ρου­με στούς ἀν­θρώ­πους, ἐ­πει­δή καί ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ἄν­θρω­ποι, τήν ἐκ­δή­λω­σι τῆς ἀ­γά­πης μας, εἴ­τε ὅ­ταν τήν χρει­ά­ζων­ται ἐ­πει­δή δι­α­τε­λοῦν σέ χη­ρεί­α, εἴ­τε ἐ­πει­δή εἶ­ναι ὀρ­φα­νοί, εἴ­τε ἐ­πει­δή βρί­σκον­ται ἐ­ξό­ρι­στοι μα­κρυ­ά ἀ­πό τήν πα­τρί­δα, εἴ­τε ἐ­πει­δή κα­τα­δι­ώ­κον­ται ἀ­πό ἄ­γριους ἀρ­χη­γούς, ἤ ἀ­πό θρα­σεῖς ἄρ­χον­τες, εἴ­τε ἐ­πει­δή ὑ­φί­σταν­ται τήν ἀ­παν­θρω­πί­α ἐ­κεί­νων, πού συγ­κεν­τρώ­νουν τούς φό­ρους, εἴ­τε τήν ἀ­πλη­στί­α τῶν κλε­πτών, εἴ­τε τήν δή­μευ­σι τῆς πε­ρι­ου­σί­ας τους, εἴ­τε τό ναυά­γιο. Δι­ό­τι ὅ­λοι εἶ­ναι τό ἴ­διο ἄ­ξιοι οἴ­κτου καί βλέ­πουν τά χέ­ρια μας, ὅ­πως βλέ­που­με ἐ­μεῖς τά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ.

Ἂς κά­νου­με πνευ­μα­τι­κὸ ἐμ­πό­ριο, ἂς μὴν ἐ­πι­ζη­τοῦμε τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀ­νάγ­κη. Αὐ­τὸ εἶ­ναι πλοῦ­τος, αὐ­τὸ ἐμ­πό­ριο, αὐ­τὸ θη­σαυ­ρὸς παν­το­τι­νός, τὸ νὰ με­τα­θέ­του­με, δη­λα­δή, ὅ­λα τὰ ὑ­πάρ­χον­τά μας στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ νὰ ἔ­χου­με ἐμ­πι­στο­σύ­νη γιὰ τὰ ὅ­σα κα­τα­θέ­σα­με ἐ­κεῖ. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ γιὰ μᾶς δι­πλὸ θὰ εἶ­ναι τὸ κέρ­δος ∙ καὶ δὲν θὰ φο­βού­μα­στε πλέ­ον γιὰ τὰ χρή­μα­τα ποὺ κα­τα­θέ­σα­με, καὶ τὸ ὅ­τι, ἐ­νῶ εἶ­ναι φυ­λαγ­μέ­να ἐ­κεῖ, δὲν πα­ρα­μέ­νουν χω­ρὶς τό­κο. Ἀλ­λά, ὅ­πως μί­α ρί­ζα ποὺ φυ­τεύ­θη­κε σὲ εὔ­φο­ρο τό­πο, δί­νει κά­θε χρό­νο ὥ­ρι­μους καρ­πούς, ἔ­τσι καὶ τὰ χρή­μα­τα ποὺ φυ­τεύ­θη­καν στὰ χέ­ρια τῶν φτω­χῶν, ὄ­χι μό­νο κά­θε χρό­νο, ἀλ­λὰ καὶ κά­θε μέ­ρα μᾶς δί­νουν πνευ­μα­τι­κοὺς καρ­πούς∙ δη­λα­δή, παρ­ρη­σί­α στὸ Θε­ό, συγ­χώ­ρε­σι ἀ­μαρ­τη­μά­των, συν­τρο­φιὰ ἀγ­γέ­λων, συ­νεί­δη­σι ἀ­γα­θή, χα­ρὰ πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως, ἐλ­πί­δα ἀ­κα­ταί­σχυν­τη καὶ ὅ­λα ὅ­σα ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Θε­ὸς σὲ ὅ­σους ἀ­γα­ποῦν τὸν συ­νάν­θρω­πο καὶ τὸν βο­η­θοῦν.

Ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης

Ἐ­ξα­φα­νί­ζει τὶς πλη­γὲς τῶν ψυ­χῶν μας

Πρῶ­τα ἀ­πὸ ὅ­λα εἶ­ναι τὸ φάρ­μα­κο τῶν ψυ­χι­κῶν τραυ­μά­ταν μας. Δι­ό­τι ἰ­δι­αί­τε­ρα αὐ­τὸ τὸ φάρ­μα­κο θὰ μᾶς χα­ρί­ση τέ­τοι­α θε­ρα­πεί­α καὶ θὰ ἐ­ξα­φα­νί­σῃ τὶς πλη­γὲς τῶν ψυ­χῶν μας σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μό, ὥ­στε νὰ μὴν ἀ­φή­ση οὔ­τε ση­μά­δι ἀ­πὸ πλη­γὴ ποὺ θε­ρα­πεύ­τη­κε, πράγ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν μπο­ρεῖ νὰ γί­νῃ γιὰ τὰ σω­μα­τι­κὰ τραύ­μα­τα. Δι­ό­τι, καὶ ἂν ἀ­κό­μη κά­ποι­ος βά­λη στὸ τραῦ­μα του ἀ­μέ­τρη­τες φο­ρὲς τὰ φάρ­μα­κα, ποὺ πα­ρα­σκευ­ά­ζον­ται ἀ­πὸ τοὺς για­τρούς, εἶ­ναι φυ­σι­κὸ τὸ ση­μά­δι τῆς πλη­γῆς νὰ μέ­νῃ στὸ σῶμα. Ἐ­δῶ, ὅ­μως, ἡ ψυ­χὴ ἐ­ὰν δεί­ξη τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη της, με­τα­βάλ­λε­ται εὔ­κο­λα πρὸς τὸ καλ­λί­τε­ρο, καὶ ἔ­τσι ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται ὅ­λες οἱ πλη­γές, σὰν νὰ ἦταν σκό­νη καὶ νὰ φύ­ση­ξε κά­ποι­ος ἰ­σχυ­ρὸς ἄ­νε­μος. Ἀ­πό αὐ­τὰ τὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα γεμάτες οἱ Γρα­φὲς εἶναι. Ἔτσι ὁ μα­κά­ριος Παῦ­λος ἀ­πὸ δι­ώ­κτης ἔ­γι­νε ἀ­πό­στο­λος καὶ αὐ­τὸς ποὺ προ­η­γου­μέ­νως πο­λε­μοῦ­σε τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, κα­τό­πιν ὡ­δή­γη­σε πολ­λοὺς κον­τὰ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α...

Εἶναι τό­σο με­γά­λη ἡ δύ­να­μί της, ὥ­στε ὄ­χι μό­νο νὰ κα­θα­ρί­ζῃ ἁ­μαρ­τή­μα­τα, ἀλ­λά νὰ ἐ­ξα­φα­νί­ζῃ καὶ τὸν ἴ­διο τὸν θά­να­το.

Καὶ ποι­ός, δεί­χνον­τας ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἔ­γι­νε ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πὸ τὸν θά­να­το; Ἡ δύ­να­μις τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, κα­τέ­λυ­σε καὶ τὴν τυ­ραν­νί­α τοῦ θα­νά­του. Ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­α γυ­ναί­κα, μὲ τὸ ὄ­νο­μα Τα­βι­θά, ποὺ ἐρ­μη­νεύ­ε­ται Δορ­κάς (Πράξ. 9,36-43). Αὐ­τὴ κα­θη­με­ρι­νὸ ἔρ­γο εἶ­χε νὰ συγ­κεν­τρώ­νῃ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ της τὸν πνευ­μα­τι­κὸ πλοῦ­το ἀ­πὸ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Καὶ ἔν­τυ­νε τὶς χῆ­ρες, καὶ τὶς ἔ­δι­νε καὶ ὅ­λη τὴν ἄλ­λη πε­ρι­ου­σί­α της. Συ­νέ­βη ὅ­μως νὰ ἀρ­ρω­στή­σῃ καὶ νὰ πε­θά­νῃ.

Πρό­σεξ­ε, τώ­ρα. Οἱ γυ­ναῖ­κες ἐ­κεῖ­νες, ποὺ εἶ­χαν βο­η­θη­θῆ, στὴν κα­τάλ­λη­λη πε­ρί­πτω­σι ἀ­μεί­βουν ἐ­κεί­νην, ποὺ τὶς εὐ­ερ­γέ­τη­σε. Ἀ­φοῦ πλη­σί­α­σαν τὸν ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο,  ἔ­δει­χναν τὰ ἐν­δύ­μα­τα καὶ ὅ­σα ἔ­κα­μνε ἡ Δορ­κάς, ὅ­ταν ἦ­ταν μα­ζί τους. Καὶ ζη­τοῦ­σαν τὴν τρο­φό τους καὶ ἔ­κα­μναν τὸν ἀ­πό­στο­λο νὰ τὶς λυ­πη­θῆ πο­λύ.

Τί ἔ­κα­νε, ὁ μα­κά­ριος Πέ­τρος; «Ἀ­φοῦ γο­νά­τι­σε, προ­σευ­χή­θη­κε καὶ ἀ­φοῦ στρά­φη­κε στὸ σῶ­μα, εἶ­πε∙ Ταβ­βι­θά, σή­κω πά­νω. Αὐ­τὴ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια της καὶ ὄ­ταν εἶ­δε τὸν Πέ­τρο ση­κώ­θη­κε. Ὁ Πέ­τρος τὴν πα­ρου­σί­α­σε ζων­τα­νή» (Πράξ. 9,40-41). 

Νά ποιά ἀ­μοι­βὴ δέ­χθη­κε γιὰ τὰ κα­λὰ της ἔρ­γα ἀ­κό­μη καὶ σ' αὐ­τὴ τὴ ζω­ή; Τί με­γά­λο ἔ­δω­σε στὶς χῆ­ρες; Τὶς πρό­σφε­ρε ἐν­δύ­μα­τα καὶ τρο­φές, ἀλ­λ' αὐ­τὲς τὴν ἐ­πα­νέ­φε­ραν στὴ ζω­ὴ καὶ βο­ή­θη­σαν ὥ­στε νὰ ἀ­παλ­λα­γῇ καὶ ἀ­πὸ τὸν θά­να­το. Ἢ μᾶλ­λον, ὄ­χι αὐ­τές, ἀλ­λ’ ὁ Φι­λάν­θρω­πος Κύ­ριός μας, λό­γω τῶν ἐλεημοσυνῶν ποὺ πρό­σφε­ρε.

Ἐ­ξα­λεί­φει ἁ­μαρ­τή­μα­τα

Τί ὑ­πῆρ­ξε πιὸ αἰ­σχρὸ ἀ­πὸ τὸν Να­βου­χο­δο­νό­σορα; Τί πιὸ πα­ρά­νο­μο; Αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος ἦταν ἀ­σε­βής, εἶ­δε ἀ­μέ­τρη­τες ἀ­πο­δεί­ξεις καὶ θαύ­μα­τα, καὶ δὲν θέ­λη­σε νὰ συ­νε­τι­σθῇ, ἀλ­λὰ ἔρ­ρι­ξε τοὺς δού­λους τοῦ Θε­οῦ στὸ κα­μί­νι. Τί τοῦ λέ­ει, λοι­πόν, ὁ προ­φή­της; «Βα­σι­λιά μου, ἂς γί­νη ἀ­ρε­στὴ καὶ ἀ­πο­δε­κτὴ ἡ συμ­βου­λή μου. Φρόν­τι­σε νὰ κα­θα­ρί­σης τὶς ἁ­μαρ­τί­ες σου μὲ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες καὶ τὶς ἀ­νο­μί­ες σου μὲ φι­λαν­θρω­πι­κὲς πρά­ξεις πρὸς τοὺς φτω­χούς. Ἲ­σως ἔ­τσι ὁ Θε­ὸς συγ­χω­ρή­ση τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τά σου» (Δαν. 4,24) ...

Τί λέ­ει; Γιὰ τό­σα ἀ­σε­βή­μα­τα θὰ δο­θῇ συγ­χώ­ρη­σις; Ναί! Δὲν ὑ­πάρ­χει ἁ­μάρ­τη­μα ποὺ νὰ μὴν μπο­ρῆ ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη νὰ τὸ σβή­ση. Ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἁ­μαρ­τί­α καὶ ἂν ἀ­να­φέ­ρης, εἶναι κα­τώ­τε­ρη ἀ­πὸ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Αὐ­τὴ εἶ­ναι φάρ­μα­κο κα­τάλ­λη­λο γιὰ κά­θε τραῦ­μα. Τί ὑ­πάρ­χει χει­ρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν τε­λώ­νη; Ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­φορ­μὴ ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε ἀ­δι­κί­ας. Ἀλ­λ' ὅλη αὐ­τὴν τὴν ἀ­δι­κί­α τὴν ἔ­πλυ­νε καὶ τὴν κα­θά­ρι­σε ὁ Ζακ­χαῖ­ος.

Μὲ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη γι­νό­μα­στε
ὅ­μοι­οι μὲ τὸν Θε­ὸ

Μπο­ροῦμε νὰ γί­νου­με ὅ­μοι­οι μὲ τὸν Θε­ό, μὲ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καὶ μὲ τὴν εὐ­σπλαγ­χνί­α. Ὅ­ταν, δὲν ἔ­χου­με αὐ­τό, τὰ ἔ­χου­με χά­σει ὅ­λα. Δὲν εἴ­πε, "ἂν νη­στεύ­ε­τε, θὰ εἶ­στε ὅ­μοι­οι μὲ τὸν Πα­τέ­ρα σας", "ἐάν μεί­νε­τε παρ­θέ­νοι", "ἐ­άν προ­σεύ­χε­σθε, θὰ εἶ­σθε ὅ­μοι­οι μὲ τὸν Πα­τέ­ρα σας", ἀλ­λὰ τί; «Γί­νε­σθε οἰ­κτίρ­μο­νες, ὅπως εἶ­ναι  Πα­τέ­ράς σας ὁ οὐ­ρά­νιος» (Λουκ. 6,36). Αὐ­τὸ εἶναι ἔρ­γο τοῦ Θε­οῦ. Τί­πο­τε δὲν προ­σελ­κύ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸν Θε­ό, ὅ­σο ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη.

Τό­ση με­γά­λη εἶ­ναι, ἡ δύ­να­μις τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης. Ἐ­κεί­νους ποὺ τὴν ἀ­σκοῦν, τοὺς ὁ­δη­γεῖ μὲ πολ­λὴ παρ­ρη­σί­α στὸν οὐ­ρα­νό. Ἀ­φοῦ κα­τέ­βα­σε τὸν Θε­ὸ στὴ γῆ εὔ­κο­λα μπο­ρεῖ νὰ ἀ­νε­βά­σῃ τὸν ἄν­θρω­πο στὸν οὐ­ρα­νό. Για­τὶ ἀ­πὸ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ὁ Θε­ὸς ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος.

Μπο­ροῦσε ὁ Θε­ὸς καὶ χω­ρὶς ἐ­μᾶς νὰ θρέ­ψῃ τοὺς φτω­χοὺς καὶ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χουν φτω­χοὶ πά­νω στὴ γῆ. Θέ­λει ὅ­μως ὁ ἕ­νας νὰ βο­η­θοῦμε τὸν ἄλ­λον, ὥ­στε ὁ μὲν φτω­χὸς νὰ σω­θῇ μὲ τὴν ὑ­πο­μο­νή του ὁ δὲ πλού­σιος μὲ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καὶ τὴν εὐ­σπλαγ­χνί­α του.

Τελειώνουμε μέ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο:

Δῶ­σε με­ρί­δι­ο καί στήν ψυ­χή, ὄχι μό­νο στήν σάρκα. Δῶ­σε με­ρί­δι­ο καί στόν Θε­ό καί ὄχι μό­νο στόν κό­σμο. Ἀ­φαί­ρε­σε κά­τι ἀ­πό τήν κοι­λιά καί πα­ρα­χώ­ρη­σέ το στό πνεῦ­μα. Ἅρ­παξε κά­τι ἀ­πό τήν φω­τιά καί ἀ­πο­μά­κρυ­νέ το ἀ­πό τήν φλό­γα πού κα­τα­καί­ει τά γή­ι­να. Ἅρ­πα­ξε ἀ­πό τόν τύ­ραν­νο καί ἐμ­πι­στέ­ψου το στόν Δε­σπό­τη Δῶ­σε λί­γο σέ ἐ­κεῖ­νον ἀ­πό τόν ὁποῖο ἔ­χεις τό πο­λύ. Δῶ­σε καί τά πάν­τα σέ ἐ­κεῖ­νον πού σοῦ ἔ­χει χα­ρί­σει τά πάν­τα. Πο­τέ δέν θά ξε­πε­ρά­σης τήν γεν­ναι­ο­δω­ρί­α το­ῦ Θε­ο­ῦ, καί ἄν ἀ­κό­μη χαρίσης ὅ­λα σου τά ὑ­πάρ­χον­τα καί ἄν προ­σθέ­σης καί τόν ἴ­δι­ό σου τόν ἑ­αυ­τό σέ αὐ­τά. Δι­ό­τι καί τόν ἑ­αυ­τό σου ἀ­κό­μη νά δώ­σης στόν Θε­ό, ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μέ τό νά πα­ίρ­νης. Ὅ­σα καί ἄν προ­σφέ­ρης, ἐ­κεῖ­να πού ὑ­πο­λεί­πον­ται εἶ­ναι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα. Καί δέν θά δώ­σης τί­πο­τε τά δι­κό σου, δι­ό­τι ὅλα τά ἔ­χεις λά­βει ἀ­πό τόν Θε­ό. Καί ὅ­πως δέν μπορο­ῦμε νά ξε­πε­ρά­σου­με τήν σκι­ά μας ὅσο προ­χω­ροῦ­με, ἐ­πει­δή καί αὐ­τή προ­χω­ρεῖ μα­ζί μας, οὔτε νά βρε­θοῦ­με πά­νω ἀ­πό τό κε­φά­λι μας, ἐ­πει­δή αὐ­τό πάν­το­τε εἶ­ναι στήν κο­ρυ­φή τοῦ σώ­μα­τος, ἔ­τσι καί μέ ὅσα δί­νου­με, δέν μπο­ρο­ῦ­με νά ξε­πε­ρά­σου­με τόν Θε­ό.

Κα­τά­λα­βε ἀ­πό πο­ῦ ἔ­χεις τήν ὕπαρ­ξι, τήν ἀ­να­πνο­ή, τήν φρό­νησι, τό νά σκέ­πτε­σαι αὐ­τό τό πο­λύ σπου­δαῖ­ο πρᾶγ­μα, νά γνω­ρί­ζης δη­λα­δή τόν Θε­ό, τήν ἐλ­πί­δα τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν, τήν ἰ­σο­τι­μί­α μέ τούς ἀγ­γέ­λους, τήν θε­ω­ρί­α τῆς δό­ξης το­ῦ Θε­ο­ῦ... τό νά γίνης υἱ­ός το­ῦ Θε­ο­ῦ, συγ­κλη­ρο­νό­μος το­ῦ Χρι­στοῦ, θά τολ­μή­σω νά πῶ, νά γί­νης καί σύ θε­ός ... Δέν ντρε­πό­μα­στε λοι­πόν, ἐ­νῶ ἔ­χου­με λά­βει ἤ ἐλ­πί­ζου­με νά πά­ρου­με τό­σα πολ­λά ἀ­πό αὐ­τόν, νά μή προ­σφέ­ρου­με οὔ­τε αὐ­τό τό ἕ­να στόν Θε­ό, δη­λα­δή τήν φι­λαν­θρω­πί­α:.. Καί αὐ­τός βέ­βαι­α δέν ντρέ­πε­ται νά ὀ­νο­μά­ζε­ται πα­τέ­ρας μας, μο­λο­νό­τι εἶ­ναι Θε­ός καί Κύ­ρι­ος μας, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς θά ἀρ­νη­θοῦ­με ἐ­κεί­νους πού ἀ­νή­κουν στό ἴ­δι­ο γέ­νος μέ ἐμᾶς;". (Πε­ρί φι­λο­πτω­χί­ας).

"Ἅς γί­νου­με κα­θα­ροί ἐ­λε­ών­τας, ἄς πλύ­νου­με μέ τό κα­λό βό­τα­νο τίς ἀ­κα­θαρ­σί­ες καί τούς λε­κέ­δες, καί ἄς γί­νου­με λευ­κοί, ἄλ­λοι σάν τό μαλ­λί καί ἄλ­λοι σάν τό χιό­νι, ἀ­νά­λο­γα μέ τήν εὐ­σπλαγ­χνία του ὁ κα­θέ­νας. Νά πῶ καί κά­τι πι­ό φο­βε­ρό; Ἄν δέν ἔ­χης κα­νέ­να κά­ταγ­μα οὔ­τε κα­νέ­να μω­λω­πι­σμό... δεῖ­ξε του­λά­χι­στον τό­τε σε­βα­σμό σέ ἐ­κεῖ­νον πού τραυ­μα­τί­σθη­κε καί ἔ­δει­ξε ἀ­δυ­να­μί­α γιά χά­ρι μας. Καί θά δεί­ξης σε­βα­σμό, ἄν φα­νῆς φι­λάν­θρω­πος καί κα­λός πρός τό μέ­λος τοῦ Χρι­στοῦ... θε­ρά­πευ­σε τά τραύ­μα­τά σου μέ τά τραύ­μα­τα, ἤ καλ­λί­τε­ρα, μέ τά μι­κρό­τε­ρα θε­ρά­πευ­σε τά με­γα­λύ­τε­ρα...

Ἀ­φοῦ κα­τέ­βα­σε τὸν Θε­ὸ στὴ γῆ εὔ­κο­λα μπο­ρεῖ νὰ ἀ­νε­βά­σῃ τὸν ἄν­θρω­πο στὸν οὐ­ρα­νό. Για­τὶ ἀ­πὸ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ὁ Θε­ὸς ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος.

Ἂς ἐ­λε­ή­σου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας

Ἂς ἐ­λε­ή­σου­με λοιπόν τὸν ἑαυ­τό μας, γιὰ νὰ ἐ­λε­η­θοῦ­με. Ὅ­ταν προ­σευ­χώ­μα­στε στὸ Θε­ό, λέ­γον­τας, ἐ­λέ­η­σέ μας, Κύ­ρι­ε", ἂς λέ­με στὸν ἑ­αυ­τό μας, "ἂς ἐ­λε­ή­σου­με καὶ τὸν ἑαυ­τό μας". Ἀ­πό μᾶς ἐ­ξαρ­τᾶ­ται τὸ νὰ μᾶς ἐ­λε­ή­ση ὁ Θε­ός. Ἂν κά­νου­με ἔρ­γα, ποὺ εἶ­ναι ἄ­ξια τῆς εὐ­σπλαγ­χνίας του, ἄ­ξια τῆς φι­λαν­θρω­πίας του, θὰ μᾶς ἐ­λεή­ση ὁ Θε­ός.

Λυ­πή­σου τὸν πλη­σί­ον καὶ θὰ σὲ λυ­πη­θῆ καὶ ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός.

Ὁ Θε­ὸς τοῦ ἐ­λέ­ους καὶ τῶν οἰ­κτιρ­μῶν μᾶς ἀ­ξί­ω­σε νὰ ἀ­κού­σου­με σή­με­ρα λό­γο πε­ρὶ ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, ὅ­πως τὴν ἑρ­μη­νεύ­ουν οἱ Οἰ­κου­με­νι­κοί μας Δι­δά­σκα­λοι.

Εἲ­δα­με πρῶ­τα ἀ­πό ὅ­λα ὅ­τι ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶναι ἡ χρη­σι­μώ­τε­ρη τέ­χνη, ἀ­φοῦ με­τα­τρέ­πει τὸν ἂν­θρω­πο σὲ θυ­σι­α­στή­ριο τοῦ Θε­οῦ. Συγ­κρί­νον­τάς την μὲ τὴν παρ­θε­νί­α, τὴν προ­σευ­χή καὶ τὴν με­τά­νοι­α, τὴν βρή­κα­με ἀ­νώ­τε­ρη. Ἀ­πο­δεί­χθη­κε ὅ­τι ὡ­ρι­σμέ­νες προ­φά­σεις ὅ­τι ὁ ἂλ­λος εἶ­ναι ξέ­νος καὶ ἀρ­γός καί ὑ­πο­κρί­νε­ται, ἢ ὅ­τι εἲ­μα­στε φτω­χοί, εἶ­ναι ἀ­δι­και­ο­λό­γη­τες. Μᾶς ἒ­δει­ξαν οἱ ἅ­γιοι πῶς πρέ­πει να γί­νε­ται: μὲ χα­ρά, ὂ­χι ἀ­πό ἀ­δι­κί­α, χω­ρίς κε­νο­δο­ξί­α, νὰ εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρη τῆς τῶν φα­ρι­σαί­ων, καὶ ὅ­τι πρέ­πει νὰ δί­νη κα­νείς ἀ­νά­λο­γα μέ τίς δυ­να­τό­τη­τές του, ἀ­φοῦ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη γί­νε­ται καὶ μὲ τόν λό­γο καὶ μὲ τὸν τρό­πο.

Εἲ­δα­με ὅ­τι ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶ­ναι ἡ καρ­διά τῆς ἀ­ρε­τῆς, πη­γή, ἐμ­πό­ριο, δά­νει­ο, πλοῦ­τος, σπο­ρά, τρά­πε­ζα καὶ τὸ βα­σι­κώ­τε­ρο εἲ­δα­με τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά της∙ ὅ­τι δη­λα­δή βο­η­θά­ει στὴν ἐ­ξα­φά­νι­σι τῶν πλη­γῶν τῆς ψυ­χῆς μας, καὶ στὴν ἐ­ξα­φά­νι­σι τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των μας, μᾶς κά­νει ὅ­μοι­ους μὲ τὸν Θε­ό, καί ὅ­πως κα­τέ­βα­σε τὸν Θε­ό στήν γῆ, ἒ­τσι μπο­ρεῖ καὶ ἀ­νε­βά­ζει τὸν ἂν­θρω­πο στὸν οὐ­ρα­νό. 

 Ἕ­να ἀ­πο­μέ­νει νὰ σκε­φθοῦ­με. Εἶ­μαι φτω­χός, δὲν εἶ­μαι ὁ φτω­χό­τε­ρος. Εἶ­μαι δυ­στυ­χής, δὲν εἶ­μαι ὁ δυ­στυ­χέ­στε­ρος. Εἶ­μαι ἄρ­ρω­στος, δὲν εἶ­μαι ὁ πιὸ ἄρ­ρω­στος.

Τὸ πλοῖ­ο τῆς ζω­ῆς μας τὸ ἔ­χου­με φορ­τώ­σει μὲ πε­ριτ­τὰ πράγ­μα­τα. Μᾶς εἶπε ὀ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι θέλει ἐκφόρτισι. Ὅ­ταν τὰ κύμ­μα­τα κτυ­πᾶ­νε τὸ πλοῖ­ο καὶ εἶ­ναι φορ­τω­μέ­νο, ἕ­να κά­νει ὁ κα­πε­τά­νιος∙ παίρ­νει τὸ φορ­τί­ο καὶ τὸ ρί­χνει στὴν θά­λασ­σα καὶ ξε­φορ­τώ­νει τὸ πλοῖ­ο καὶ τὸ πλοῖ­ο σώ­ζε­ται ἀ­πὸ τὰ κύμ­μα­τα. Ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη αὐ­τὸ κά­νει. Ἀ­πο­φορ­τί­ζει τὸ βά­ρος. Μᾶς ἀ­παλ­λάσ­σει ἀ­πὸ τὰ περιττά. Ὅ­ταν ἐ­λε­οῦ­με, θὰ ἐ­λε­η­θοῦ­με.  Ὅ,τι δί­νεις θὰ τὸ ἀ­πο­λαύ­σης πολ­λα­πλά­σιο.

Μὲ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ἂς ζή­σου­με γιὰ νὰ μᾶς ἐ­λε­ή­ση καὶ ὁ Θε­ὸς καὶ νὰ βροῦ­με ἔ­λε­ος ἐν ἡ­μέ­ρᾳ κρί­σε­ως.

ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ