Θαυμαστή καί μεγάλη εἶναι ἡ πρόνοια τῆς φιλόστοργης Μητέρας μας Ἐκκλησίας, ἡ οποία μᾶς συγκέντρωσε ὥστε νά τιμήσουμε τήν μνήμη τῶν Τριῶν Μεγάλων Διδασκάλων καί Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Εἶναι «οἱ πολύφωτοι ἀστέρες του νοητοῦ στερεώματος», ποὺ ἀπέδειξαν μέ τόν τρόπο τῆς διδασκαλίας καί τήν βιοτή τους, ὅτι τότε τά δόγματα εἶναι ὀρθά καί συνεπῶς καί ἡ πίστις, ὅταν συνοδεύωνται ἀπό τά ἀντίστοιχα ἔργα. Μᾶς διαβεβαίωσαν ὅτι ἡ πρᾶξις εἶναι θεωρίας ἐπίβασις θεωρία χωρίς τὴν πρᾶξι εἶναι ἀνώφελη. Ἡ πίστις χωρίς τά ἔργα εἶναι νεκρή. Τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ εἶναι ἀδύνατο νά διασχίζουν τόν ἀέρα μέ ἕνα φτερό.
Το ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν Χριστιανό. Μόνο μέ τήν τήρησι τῶν δογμάτων καὶ μὲ τὴν θεϊκὴ διδασκαλία, χωρίς τὴν ἀνάλογη πρᾶξι καὶ ἀρετή, εἶναι ἀδύνατη ἡ σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας.
Γι’ αὐτό θεωρήσαμε κατάλληλο, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς Τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού τιμῶνται ἰδιαίτερα ἀπόψε στόν Σύλλογο αὐτόν, οἱ ὁποῖοι Τρεῖς Ἱεράρχες συδύασαν ἄριστα τήν θεωρία μέ τήν πρᾶξι, νά ἀπευθύνουμε λόγο στήν ἀγάπη σας γιά τήν ψυχοσωτήρια ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης, ὅπως μᾶς τήν διδάσκουν οἱ Τρεῖς αὐτοί Φωστῆρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Συχνότατα ἀναφέρονται καί οἱ τρεῖς στό θέμα αὐτό, διότι καί «Ὁ Θεός ἀπό ἐλεημοσύνη ἔγινε ἄνθρωπος», ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἔχει εἰδική πραγματεία μέ θέμα «Κατά πλουτούντων», ἄλλην εἰς τόν «Ἄφρονα πλούσιον» καί ἄλλην «Ἐν λιμῷ καί αὐχμῷ». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στό «Περί φιλοπτωχίας» καί στό ἔργο του «Εἰς ἑαυτόν καί εἰς τόν λαόν», ἀναφέρεται διεξοδικά στὸ ἴδιο θέμα.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν «χρυσήλατον σάλπιγγα», αὐτή δέν παύει σέ κάθε ὁμιλία σχεδόν νά ἀναφέρεται στό πολυαγαπημένο του θέμα στό τῆς ἐλεημοσύνης
Τὶ εἶναι λοιπόν ἡ ἐλεημοσύνη;
Κατὰ τὸν ἱ. Χρυσόστομο εἶναι ἡ χρησιμώτερη τέχνη.
Καὶ μάλιστα ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς τέχνες. Διότι ἂν βασικὸ γνώρισμα τῆς τέχνης εἶναι νὰ καταλήγῃ σὲ κάτι τὸ χρήσιμο, τότε, ἐπειδή δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ χρήσιμο ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη, εἶναι ὀλοφάνερο ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη καὶ τέχνη εἶναι καὶ πιὸ σπουδαία ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες τέχνες. Διότι εἶναι τέχνη ποὺ μᾶς χαρίζει τὴν αἰώνια ζωή, μᾶς ἁρπάζει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ θανάτου, μᾶς δοξάζει καὶ στὴν ἐδῶ ζωὴ καὶ στὴ μέλλουσα καὶ μᾶς κτίζει τὶς αἰώνιες σκηνές. Δὲν ἀφήνει τὶς λαμπάδες μας νὰ σβήσουν, οὔτε μᾶς ἀφήνει νὰ παρουσιασθοῦμε στὸν γάμο μὲ ἀκάθαρτα ἐνδύματα, ἀλλὰ τὰ πλένει καὶ τὰ κάνει πιὸ καθαρὰ καὶ ἀπὸ τὸ χιόνι. Διότι λέει: «Ἐάν οἱ ἁμαρτίες σας εἶναι σὰν τὸ κόκκινο μαλλί, θὰ τὶς κάνω καθαρὲς σὰν τὸ χιόνι» (Ἠσ. 1,18).
Ἡ τέχνη αὐτὴ ἔχει κάνει μὲ ἀπαράμιλλη τέχνη ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ναοὺς τοῦ Θεοῦ. Καὶ μάλιστα κάτι τὸ πιὸ σπουδαῖο Κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ἐνεργεῖ τὴν ἐλεημοσύνη, τὸν ἔχει μετατρέψει σὲ θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ.
Στὰ ἅγια τῶν ἁγίων μπαίνει ὁ ἱερέας. Μπορεῖ κάθε ἕνας κάνοντας τὴν θυσία αὐτή, νὰ μπῆ στὸν ἱερότερο χῶρο. Ὅπου δὲν ὑπάρχει κανένας, παρὰ μόνον ὁ Πατέρας του, ἐκεῖ ποὺ δὲν βλέπει κανένας ἄλλος. Μὰ πῶς μπορεῖ νὰ μὴ βλέπη κανένας ἄλλος, ἀφοῦ τὸ θυσιαστήριο βρίσκεται σὲ δημόσιο χώρο; Τὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι αὐτό, ὅτι, δηλαδή, τότε ἔκρυβαν τὴν θέα πόρτες καὶ παράθυρα, τώρα, ὅμως, μπορεῖ κανείς νὰ θυσιάζῃ δημόσια καὶ ἡ θυσία αὐτὴ νὰ εἶναι πιὸ μυστηριακή. Διότι, ὅταν δὲν κάνης κάτι γιὰ ἐπίδειξι, καὶ ἂν ἀκόμη σὲ βλέπη ὅλη ἡ οἰκουμένη, δὲν σὲ βλέπει κανένας.
Αὐτὸ τὸ θυσιαστήριο ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου γίνεται τὸ θυσιαστήριο τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ ἀνθρώπινο σῶμα θυσιάζει κανείς τὸ ἱερὸ σῶμα τοῦ Κυρίου.
Καὶ ὅπως στέκεται ὁ ἱερέας καὶ ἐπικαλεῖται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ ἐλεεῖ, ἐπικαλεῖται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι μὲ τὴν φωνή του, ἀλλὰ μὲ τὶς πράξεις του. Διότι τίποτε δὲν διατηρεῖ καὶ δὲν ἀνάβει τόσο τὴν φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅσο τὸ λάδι τῆς ἐλεημοσύνης, ὅταν χύνεται ἄφθονο στὰ χέρια τῶν φτωχῶν.
Ἂν τὴν συγκρίνουμε μὲ τὶς ἄλλες ἀρετές, θὰ δοῦμε ὄτι ὑπερτερεῖ ὅλων τῶν ἀρετῶν, τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἂς δοῦμε τὴν παρθενία. Ἂς προσέξουμε τὴν δύναμι τῆς ἐλεημοσύνης. Ὅλοι μας γνωρίζουμε τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων. Τὶς πέντε μωρὲς παρθένες ἡ παρθενία, χωρὶς τὴν ἐλεημοσύνη, δὲν μπόρεσε νὰ τὶς φέρη οὔτε στὰ πρόθυρα τοῦ νυμφῶνος, ἐνῶ ἡ ἐλεημοσύνη, χωρὶς τὴν παρθενία, ὡδήγησε τοὺς τροφίμους της μὲ πολλοὺς ἐπαίνους στὴν βασιλεία, ποὺ ἑτοιμάσθηκε πρὶν ἀπὸ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου. Αὐτές, ἐπειδὴ δὲν ἔκαναν πλούσια ἐλεημοσύνη, ἄκουσαν «πηγαίνετε, δέ σᾶς γνωρίζω», ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ πότισαν τὸ Χριστό, ὅταν διψοῦσε, καὶ τοῦ ἔδωσαν νὰ φάῃ ὅταν πεινοῦσε, μολονότι δὲν πρόλαβαν τὴν παρθενία, ἄκουσαν∙ «ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Πατέρα μου» (Ματθ. 25,34). Καὶ πολὺ σωστά∙ διότι ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖ τὴν παρθενία καὶ νηστεύει, εἶναι χρήσιμος μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῶ ἐκεῖνος, ποὺ κάνει ἐλεημοσύνη, εἶναι κοινὸ λιμάνι γιὰ τοὺς ναυαγούς.
Ἂς τὴν συγκρίνουμε μὲ τὴν προσευχὴ
Τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: Κάνε ὀφειλέτη σου τὸ Θεὸ καὶ τότε νὰ ζητήσης. Δάνεισε καὶ τότε νὰ ζητήσης, γιὰ νὰ πάρης μὲ τόκο. Αὐτὸ τὸ θέλει ὁ Θεός, δὲν τὸ ἀποφεύγει. Ἂν τοῦ ζητᾶς μαζὶ μὲ ἐλεημοσύνη ποὺ ἔκανες, χρωστᾶ χάρι. Ἂν ἀπαιτῆς μὲ ἐλεημοσύνη, δανείζεις καὶ παίρνεις καὶ τόκους. Δὲν εἰσακούεται κανείς σηκώνοντας τὰ χέρια∙ ἅπλωσε τὰ χέρια σου ὄχι στὸν οὐρανό, ἀλλὰ στὰ χέρια τῶν φτωχῶν. Ἂν ἀπλώσης τὸ χέρι στὰ χέρια τῶν φτωχῶν, ἄγγιξες τὴν ἴδια τὴν κορυφὴ τοῦ οὐρανοῦ. Διότι αὐτὸς ποὺ κάθεται ἐκεῖ, αὐτὸς παίρνει τὴν ἐλεημοσύνη. Ἂν ὑψώσης χέρια ἄκαρπα, δὲν ὠφελήθηκες καθόλου.
Ἂν τὴν συγκρίνουμε μὲ τὴν μετάνοια, θὰ δοῦμε ὅτι καὶ αὐτὴ εἶναι νεκρὴ χωρὶς τὴν ἐλεημοσύνη. Δῶσε στὸν πεινασμένο χρήματα καὶ θὰ κερδίσης ἔτσι τὸν κριτή. Ἡ μετάνοια χωρὶς ἐλεημοσύνη εἶναι νεκρὴ καὶ χωρὶς φτερά. Δὲν μπορεῖ νὰ πετάξῃ ἡ μετάνοια χωρὶς νὰ ἔχῃ τὰ φτερὰ τῆς ἐλεημοσύνης. Γι' αὐτὸ καὶ στὸν Κορνήλιο, ποὺ ἔδειξε εἰλικρινὴ μετάνοια, ἡ ἐλεημοσύνη ἔγινε τὸ φτερὸ τῆς εὐσέβειας. Διότι λέει∙ «οἱ ἐλεημοσύνες σου καὶ οἱ προσευχές σου ἀνέβηκαν στὸν οὐρανό» (Πράξ. 10,4). Ἂν ἡ μετάνοια δὲν εἶχε τὰ φτερὰ τῆς ἐλεημοσύνης, δὲν θὰ ἀνέβαινε στὸν οὐρανό.
Χωρίς τήν ἐλεημοσύνη ἡ ὅποια εὐλάβεια ἔχουμε εἶναι «ἀδάπανη εὐλάβεια». Τονίζει ὁ φωστήρας τῆς Καισαρείας: «Γνωρίζω πολλούς πού νηστεύουν, προσεύχονται, ἀναστενάζουν καί δείχνουν κάθε ἀδάπανη εὐλάβεια, δέν δίνουν ὅμως οὔτε ἔνα λεπτό σέ ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη»
Οἱ προφάσεις
Ὑπάρχουν ὅμως ὡρισμένες προφάσεις γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη.
Μὰ ἐγώ εἰμαι φτωχὸς
Θὰ μιλήσης στοὺς φτωχοὺς γιὰ ἐλεημοσύνη;
Μᾶς ἀναφέρει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Εἶσαι φτωχός; ἔχεις ὁπωσδήποτε ἄλλον φτωχότερο ἀπό ἐσένα. Ἔχεις γιά δέκα ἡμέρες τρόφιμα; Ἐκεῖνος ἔχει γιά μία. Σάν καλός καί εὐγνώμωνας νά ἐξισώσης τό περίσσευμά σου μέ τόν φτωχό. Μή διστάσης νά δώσης ἀπό τό λίγο. Καί ἐάν σου περισσεύη ἕνα ψωμί καί σού κτυπήση τήν πόρτα ὁ ζητιάνος, πᾶρε ἀπό τήν ἀποθήκη τό ἕνα ψωμί καί ἀφοῦ τό βάλης στά χέρια του, ὕψωσε τό βλέμμα σου στόν οὐρανό καί πές λόγο θλιβερό καί εὐγνώμονα; «Ἕνα ψωμί, ὅπως βλέπεις, Κύριε, καί ὁ κίνδυνος εἶναι ὁλοφάνερος. Ἀλλ' ἔγω θέτω τήν ἐντολή σου ἐπάνω ἀπό ἐμένα καί ἀπό τό λίγο δίνω στόν ἀδελφό μου. Δῶσε λοιπόν καί σύ στόν δοῦλο σου, ποῦ κινδυνεύει. Γνωρίζω καλά τήν ἀγαθότητά σου καί ἐλπίζω στήν δύναμί σου. Δέν ἀναβάλλεις γιά πολύ τίς δωρεές, ἀλλά τίς σκορπᾶς, ὅταν θέλης». Καί ἄν ἔτσι μιλήσης καί ἐνεργήσης, τόν ἄρτο ποῦ δίνεις σέ καιρό δυσκολίας, γίνεται σπόρος γεωργικός, ἀποφέρει πλούσιο τόν καρπό, εἶναι προκαταβολή τῆς τροφῆς, γίνεται πρόξενος ἐλέους. Πές καί ἐσύ σέ παρόμοιες περιστάσεις τόν λόγο τῆς χήρας της Σιδωνίας. «Ζῆ Κύριος, δέν ἔχω τίποτε ἄλλο παρά μόνο μία χοῦφτα ἀλεύρου γιά τήν διατροφή τήν δική μου καί τῶν παιδιῶν μου». Καί ἐάν δώσης ἀπό τό ὑστέρημα, θά ἔχης καί σύ τό λαδοδοχεῖο κατάμεστο ἀπό δωρεά καί τήν ἀλευραποθήκη ἀκένωτη. Διότι γιά τούς πιστούς φιλότιμα ἐργάζεται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί μιμεῖται τά πηγάδια, τά ὁποῖα πάντοτε ἀδειάζουν, ἀλλά δέν ἐξαντλοῦνται» (ΕΠΕ 7,148-150).
Θὰ μᾶς πῆ καί ὁ Θεολόγος Γρηγόριος Δῶσε κάτι, ἔστω καί τό πιό λίγο, σέ ἐκεῖνον πού ἔχει ἀνάγκη, διότι αὐτό ὁπωσδήποτε εἶναι σπουδαῖο γιά ἐκεῖνον πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό ὅλα, ἀλλά καί γιά τόν Θεό, ἄν εἶναι ἀνάλογο μέ τίς δυνατότητες ἐκείνου πού δίνει. Ἀντί νά δώσης μεγάλο πρᾶγμα, δῶσε τήν προθυμία. Ἄν δέν ἔχης τίποτε, δάκρυσε. Ἡ συμπόνοια πού βγαίνει ἀπό τήν ψυχή εἶναι μεγάλο φάρμακο γιά ἐκεῖνον πού δυστυχεῖ. Καί τό νά συμπάσχη κανείς πραγματικά, ἀνακουφίζει πάρα πολύ τήν συμφορά
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες ἐνστάσεις:α) Εἶναι ὀκνηρός.
Αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατηγοροῦμε σὰν ὀκνηρούς. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ὅμως, πολλὲς φορὲς κάνουμε πράγματα, ποὺ εἶναι χειρότερα ἀπὸ κάθε ἀργία. Ἀλλά, θὰ πῇ κανείς, ἐγώ ἔχω πατρικὴ περιουσία. Ἐπειδή ὅμως αὐτὸς εἶναι φτωχὸς, πρέπει νὰ χαθῇ; Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐλεηθῇ καὶ νὰ βοηθηθῇ ἀπὸ τοὺς πλούσιους. Καὶ ἕνας ποὺ περνᾶ τὴ μέρα σὲ συγκεντρώσεις, πού δὲν ἔχουν κανένα ὄφελος, καί, λέει ἀναρίθμητα κακά, νομίζει ὅτι δὲν κάνει κάποιο κακό, ἐλεεῖται ἀπὸ σένα∙ αὐτόν, τὸν ἄθλιο καὶ ταλαίπωρο, ποὺ περνᾶ ὅλη του τὴ μέρα μὲ ἱκεσίες καὶ μὲ ἀφάνταστη ταλαιπωρία, τὸν κρίνεις καὶ τοῦ ζητᾶς εὐθύνες; Πῶς μπορεῖ αὐτά νὰ πηγάζουν ἀπὸ ἀνθρώπινη σκέψι;
β) Εἶναι ἐλεεινὸς καὶ ξένος
Ποιά εἶναι ἡ ἄλλη εὔσχημη πρόφασις; Λένε ὅτι εἶναι δραπέτες καὶ ξένοι καὶ ἐλεεινοί, ποὺ ἄφησαν τὴν πατρίδα τους καὶ μαζεύονται στὴν χώρα μας. Ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος στὴν πρόφασι αὐτὴ καὶ λέει: Ἢ ἐλεημοσύνη θὰ κάνης ἢ δικαστήριο. Ἂν ὁ Ἀβραάμ ἔκαμνε τὸ δικαστήριο αὐτό, δὲν θὰ φιλοξενοῦσε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Καὶ ὕστερα ποιὸς γνωρίζει ἂν μέσα στὸ πλῆθος αὐτῶν τῶν ἐπαιτῶν ὑπάρχουν μερικὰ ἄτομα τὰ ὀποῖα ἔχουν ἀπόλυτη ἀνάγκη;
Ποιά συγγνώμη θὰ ἔχουμε, ὅταν οἱ πρόγονοί μας ἔτρεφαν μὲ τὰ χρήματά τους καὶ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν πολὺ μακρυά, καὶ μάλιστα ἔτρεχαν αὐτοὶ πρὸς ἐκείνους; Ἐνῶ ἐμεῖς καὶ αὐτούς, ποὺ ἀπὸ πολλὰ μέρη τρέχουν κοντά μας τοὺς διώχνουμε καὶ τοὺς ζητᾶμε καὶ εὐθύνες, τὴ στιγμή, ποὺ γνωρίζουμε ὅτι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι ἀμέτρητων κακῶν.
Ἂν ὁ Θεός μᾶς ἐξετάση μὲ λεπτομέρεια...
Ἄν ὁ Θεὸς ἐξετάση μὲ λεπτομέρεια τὴ ζωή μας, ὅπως ἐμεῖς ἐξετάζουμε τὴ ζωὴ τῶν φτωχῶν, δὲν θὰ βροῦμε καμμιὰ συγγνώμη οὔτε εὐσπλαγχνία. «Διότι μὲ ὅποιο μέτρο κρίνετε θὰ κριθῆτε» (Ματθ. 7,2). Νὰ γίνης, λοιπόν, φιλάνθρωπος καὶ εὐμενὴς πρὸς τὸν συνάνθρωπό σου καὶ νὰ συγχωρέσης πολλὰ ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά του καὶ νὰ τὸν ἐλεήσης, γιὰ νὰ τύχης καὶ σὺ τέτοια μεταχείρησι.
Καὶ μία ἄλλη ἔνστασις
Καί ἄν κανείς ὑποκρίνεται; Οἱ Διδάσκαλοί μας δέν μᾶς ἀφήνουν χωρίς ἀπάντησι κι ἐδῶ. Ἀναφέρει ὁ κάλαμος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου:
"Εἶναι πολύ καλλίτερο χάριν τῶν ἀξίων νά ἁπλώνης χέρι καί στούς ἀναξίους, παρά ἀπό φόβο τῶν ἀναξίων νά στερῆς καί τούς ἀξίους. Φαίνεται ὅτι ἐδῶ ἐφαρμόζεται ὁ λόγος ὅτι πρέπει νά ρίξης τό ψωμί σου καί μέσα στό νερό ἀκόμη, διότι δέν θά παρασυρθῆ οὔτε θά χαθῆ γιά τόν δίκαιο κριτή τῶν πραγμάτων αὐτῶν, ἀλλά θά καταλήξη ἐκεῖ πού θά συγκεντρωθοῦν ὅλα τά δικά μας καί θά τά συναντήσουμε, ὅταν ἔλθη ὁ καιρός, καί ἄν ἀκόμη ἐμεῖς δέν τό παραδεχώμαστε αὐτό".
Σέ ποιόν νά δίνουμε
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπισκέφθηκε κάποιον ἐπίσκοπο ὁ ὁποῖος εἶχε γνῶσι καλή τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων. Σέ ἐρώτησι σέ ποιόν πρέπει νά δίνουμε καί σέ ποιόν ὄχι, ἔλεγε ὁ ἐπίσκοπος, χρειάζεται πεῖρα, γιά νά διακρίνη κανείς τόν ἔχοντα πραγματική ἀνάγκη ἀπό ἐκεῖνον πού ζητιανεύει λόγω πλεονεξίας. Καί ἐκεῖνος, πού δίνει στόν θλιβόμενο, δίνει στόν Κύριο καί θά λάβη τόν μισθό ἀπό αὐτόν∙ ἐνῷ ἐκεῖνος ποῦ δίνει σέ κάθε γυρολόγο, ρίχνει στόν σκύλο, ὁ ὁποῖος γιά μέν τήν ἀναίδεια εἶναι φορτικός, ἐνῷ γιά τήν πτωχεία δέν εἶναι ἀξιολύπητος.
Χρόνος
Πότε ὅμως πρέπει νὰ γίνεται ἡ ἐλεημοσύνη;
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πιὸ συγκαταβατικὸς, ἀπόλυτος ὅμως ὁ Μ. Βασίλειος. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συνιστᾶ καὶ τὴν μετὰ θάνατον ἐλεημοσύνη, ὅταν συμβουλεύη τοὺς γονεῖς νὰ ἀφήσουν συγκληρονόμο μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι ἀπόλυτος.
Ἄς δοῦμε τὶς ἐνδιαφέρουσες ἀπόψεις του.
Λέει ὁ πλούσιος: Μετά τόν θάνατο θά κάνω κληρονόμους τῆς περιουσίας μου τούς πτωχούς. Ὅταν θά σέ ἀντικρύσω νεκρό, τότε θά σέ ὀνομάσω φιλάδελφο; Κανένας μετά τήν διάλυσι τῆς πανηγύρεως δέν ἐμπορεύεται. Ποιός θά σοῦ ἀναγγείλη τόν καιρό τοῦ θανάτου; Ποιός θά σέ ἐγγυηθῆ γιά τόν τρόπο τοῦ θανάτου; (ο.π. ΕΠΕ 6,322).
Λέει ὁ οὐρανοφάντωρ στήν συνέχεια: Ἡ σκέψις εἶναι πονηρή. Ὅσο ζῶ θά ἀπολαύσω τίς ἡδονές, καί ὅταν πεθάνω, θά πράξω τά ὅσα ἔχουν διαταχθῆ. Θά σοῦ πῆ λοιπόν ὁ Ἀβραάμ· «Ἀπέλαυσες τά ἀγαθά σου στήν ζωή σου». Ἔφυγες ἀπό τήν ζωή βαστάζοντας τόν πλοῦτο. Δέν τόν ἀπέβαλες, ὅπως διατάχθηκες, ὅταν ζοῦσες. Ἐπάνω ἀπό τήν ἐντολή ἔθετες τόν ἑαυτό σου. Μετά τόν θάνατο καί τήν διάλυσι, τότε σκέφθηκες τήν ἐντολή. Καί πῶς νά τό ὀνομάσουμε αὐτό; Ἄμυνα πρός τούς ἐχθρούς ἤ ἀγάπη πρός τόν πλησίον; Διάβασε τίς διαθῆκες σου. «Ἤθελα βέβαια ἀκόμη νά ζῶ καί νά ἀπολαμβάνω τά δικά μου». Ἡ χάρις ἀνήκει στόν θάνατο, ὄχι σέ ἐσένα. Διότι ἐάν ἤσουν ἀθάνατος, οὔτε κάν θά θυμόσουνα τίς ἐντολές. «Μή πλανάσθε, ὁ Θεός δέν ἐμπαίζεται».. Ἐάν δέν τολμᾶς μέ τά περισσεύματα ἀπό τό τραπέζι νά φιλοξενήσης τούς ἐπισήμους, πῶς τολμᾶς νά ἐξιλεώσης τόν Θεό μέ τά περισσεύμετα; (ο. π. ΕΠΕ 6,322).
Ἑπομένως ὅσο ἔχει κανείς καλά τίς αἰσθήσεις του, τότε πρέπει νά ἐνεργή τήν ἐλεημοσύνη.
Πῶς πρέπει νὰ γίνεται ὅμως ἡ ἐλεημοσύνη;
α) Πρῶτα ἀπὸ ὅλα μὲ χαρὰ καὶ μὲ εὐχαρίστησι
«Ἐκεῖνος ποὺ κάνει ἐλεημοσύνη, ἂς ἐλεῆ μὲ χαρά» (Ρωμ. 12,8) Δὲν φθάνει κάποιος νὰ ἐλεῇ, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ κάνη αὐτὸ χωρὶς λύπη. Ἢ καλλίτερα ἀλλὰ καὶ μὲ διάθεσι εὐχάριστη καὶ χαρούμενη. Διότι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ νὰ μὴ λυπᾶται κάποιος καὶ τὸ νὰ χαίρεται. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς τονίζει ὁ ἀπόστολος Παύλος: «Ἐκεῖνος, ποὺ σπέρνει μὲ φειδώ, θὰ θερίσῃ καὶ μὲ φειδώ καὶ ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει μὲ ἀφθονία θὰ θερίσῃ καὶ μὲ ἀφθονία∙ Ὂχι μὲ λύπη καὶ ἀναγκαστικά» (Β΄ Κορ. 9,6. 7). Διότι καὶ τὰ δύο πρέπει νὰ ὑπάρχουν σ' ἐκεῖνον ποὺ κάνει τὴν ἐλεημοσύνη, δηλαδὴ καὶ ἀφθονία καὶ εὐχαρίστησι.
Γιὰ ποιό λόγο, λυπᾶται κανείς δίνοντας ἐλεημοσύνη; Ἄν στενοχωριέται, δὲν ἐλεεῖ, ἀλλ’ εἶναι σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος. Ἂν στενοχωριέται, πῶς θὰ μπορέσῃ νὰ ἀνορθώσῃ ἐκεῖνον πού εἶναι μέσα στὴ λύπη; Ἐφ’ ὅσον καὶ ὅταν ἀκόμη δίνη μὲ χαρά, ἐκεῖνος δὲν πρέπει νὰ ὑποψιασθῇ κάτι τὸ πονηρό, ἂν δὲν ἐξαφανισθῆ μὲ τὴν ὑπερβολικὴ χαρὰ ἡ ὑποψία, περισσότερο κανείς ταπείνωσε, παρὰ ἔκανε χαρούμενο ἐκεῖνον ποὺ ἔλαβε. Γι’ αὐτὸ λέει «ἐκεῖνος ποὺ ἐλεεῖ, ἂς ἐλεῆ μὲ χαρά». Ποιός δέχεται συγχώρεσι ἁμαρτημάτων καὶ παραμένει κατηφής; Μὴ προσέχης, στὰ ἔξοδα τῶν χρημάτων, ἀλλὰ στὸ κέρδος ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὸ ἔξοδο αὐτό. Γιατί ἂν χαίρεται ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει στὰ χωράφια, ἂν καὶ σπέρνη μὲ ἀβεβαιότητα, πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ χαίρεται ἐκεῖνος ποὺ καλλιεργεῖ στὸν οὐρανό. Ἒτσι, καὶ ἂν ἀκόμη δώσης λίγα, θὰ δώσης πολλά, ὅπως, πάλι, ἂν δώσης μὲ σκυθρωπὸ ὕφος, καὶ ἂν ἀκόμη δώσης πολλά, τὰ πολλὰ τὰ ἔκανες λίγα. Ἒτσι καὶ ἡ χήρα μὲ τὰ δύο λεπτὰ ξεπέρασε πολλὰ τάλαντα, διότι ἡ διάθεσί της ἦταν γενναιόδωρη.
Καὶ πῶς, μπορεῖ νὰ τὸ κάνη κάποιος αὐτὸ μὲ προθυμία, ὅταν ζῇ μέσα στὴ χειρότερη φτώχεια καὶ στερῆται τὰ πάντα; Ρώτησε τὴ χήρα καὶ θὰ ἀκούσης τὸν τρόπο καὶ θὰ μάθης, ὅτι τὴν δυσκολία δὲν τὴν προκαλεῖ ἡ φτώχεια, ἀλλὰ ἡ διάθεσις κάνει αὐτὸ καὶ τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτό. Διότι μπορεῖ κάποιος καὶ στὴ φτώχεια νὰ εἶναι μεγαλόδωρος καὶ στὸν πλοῦτο μικρόψυχος. Διότι δὲν θέλει μόνο μὲ χρήματα νὰ βοηθοῦμε ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, ἀλλὰ καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ πράγματα καὶ μὲ τὸ σῶμα καὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα. Μέ τήν προθυμία διπλασιάζεται τό καλό γιά χάρι σου. Γιατί ἐκεῖνο πού γίνεται ἀπό λύπη ἤ ἀπό ἀνάγκη εἶναι ἄχαρο καί χωρίς ὀμορφιά. Πρέπει λοιπόν νά πανηγυρίσουμε καί ὄχι νά θρηνήσουμε ἐλεῶντας. (ΕΠ Ε5,314-320), τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος.
β) Δεύτερον. Δὲν πρέπει νὰ προέρχεται ἀπὸ ἀδικίες. Δὲν εἶναι ἐλεημοσύνη ὅταν γίνεται ἀπὸ φόνους καὶ ἀπὸ ἀντίτιμο ἀνθρωπίνων ψυχῶν. Αὐτὲς οἱ ἐλεημοσύνες εἶναι σατανικές. Δὲν θέλει ὁ Χριστὸς νὰ τρέφεται μὲ πλεονεξία, δὲν δέχεται αὐτὴ τὴν τροφή. Γιατὶ βρίζεις τὸν Κύριο προσφέροντάς του ἀκάθαρτες τροφές; Εἶναι προτιμότερο νὰ λειώνῃ ἀπὸ τὴν πείνα, παρὰ νὰ τρέφεται ἔτσι. Τὸ ἕνα εἶναι γνώρισμα ἀπάνθρωπου, τὸ ἄλλο ἀπάνθρωπου καὶ ὑβριστοῦ.
Εἶναι καλλίτερα νὰ μὴν δώσετε, παρὰ νὰ δίνετε τὰ ξένα πράγματα σὲ ἄλλους. Γιὰ παράδειγμα∙ συναντᾶ κανείς δύο ἀνθρώπους∙ ὁ ἕνας εἶναι γυμνὸς καὶ ὁ ἄλλος ντυμένος∙ ἔπειτα γδύνει ἐκεῖνον πού ἔχει τὸ ροῦχο, ντύνει τὸν γυμνό∙ ἄρα γε, δὲν ἔκανε ἀδικία; Αὐτὸ εἶναι σὲ ὅλους φανερό. Ἐάν, ὅμως, δίνοντας σὲ ἄλλον ἐκεῖνο ποὺ πῆρε, δὲν τὸν ἐλεεῖ, ἀλλὰ τὸν ἀδικεῖ∙ ὅταν δὲν δίνη οὔτε τὸ μικρότερο μέρος ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἁρπάζει, καὶ αὐτὸ τὸ πράγμα τὸ ὀνομάζει ἐλεημοσύνη, ποιᾶς τιμωρίας δὲν θὰ εἶναι ἄξιος!
Ἂν ὁ κλέπτης, ἐπιστρέφοντας αὐτὰ ποὺ ἔκλεψε στὸν ἴδιο τὸν κύριο, πάλι τὸν ἀδικεῖ καὶ τὸν ἀδικεῖ τόσο, ὥστε μὲ μεγάλη δυσκολία νὰ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὸ ἔγκλημα∙ ἐκεῖνος ποὺ δὲν κλέβει, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ βία∙ καὶ δὲν δίνει τὰ τετραπλάσια, ἀλλὰ οὔτε τὰ μισά∙ καὶ αὐτὸς ζῇ στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, σκέψου πόση φωτιὰ συγκεντρώνει πάνω στὸ κεφάλι του!
Ἂς μετανοήσουμε, λοιπόν, καὶ ἂς δώσουμε ἐλεημοσύνη καθαρὴ ἀπὸ πλεονεξία καὶ πλουσιοπάροχη.
γ) Πρέπει νὰ γίνεται ἀκενόδοξα
Κρυφά. Κάτι ποὺ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Ὁ Χριστὸς λέγει «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Τὸ βασικὸ στοιχεῖο τῆς ἐλεημοσύνης εἶναι ἡ ἀφάνεια. Γιατὶ μόνον ὁ Θεὸς ἐκείνους ποὺ κάνουν ἐλεημοσύνη μία μέρα θὰ τοὺς ἐμφανίση καὶ θὰ τοὺς δοξάση. Τὸ τονίζουμε αὐτό. Κρυφὰ ἡ ἐλεημοσύνη.
δ) Μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν τῶν φαρισαίων
«Ἐάν ἡ ἀρετή σας δὲν ξεπεράση τὴν ἀρετὴ τῶν γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων, δὲν θὰ εἰσέλθετε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,20). Ὥστε, καὶ ἂν ἀκόμη δώση κανείς ἐλεημοσύνη, δὲν δώση, ὅμως, περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔδιναν ἐκεῖνοι, δὲ θὰ εἰσέλθῃ στὴν οὐράνια βασιλεία.
Ἀλλὰ θὰ πῇ κάποιος∙ καὶ πόση ἐλεημοσύνη ἔδιναν ἐκεῖνοι; Ἔδιναν σχεδὸν τὸ ἕνα τρίτο ἀπὸ τὴν περιουσία τους. Ἐάν, λοιπόν, αὐτὸς πού δίνη τὸ ἕνα τρίτο ἀπὸ τὴν περιουσία του, ἢ καλλίτερα τὴν μισὴ περιουσία του, δὲν κάνει τίποτε τὸ σπουδαῖο, αὐτὸς πού δὲν δίνει οὔτε τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ τὴν περιουσία του, τίνος ἄξιος θὰ εἶναι;
Πόσο πρέπει νὰ δίνῃ κανείς;
Ὂχι λιγότερα ἀπὸ τὶς δυνατότητές του. Ἐκεῖνο ποὺ ἐξετάζουμε δὲν εἶναι τὸ νὰ δώσουμε πολλὰ ἢ λίγα, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ δώσουμε λιγότερα ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας. Ἂς θυμούμαστε τὸν δοῦλο μὲ τὰ πέντε τάλαντα καὶ ἐκεῖνον μὲ τὰ δύο. Ἂς θυμούμαστε τὴ χήρα ποὺ ἔρριξε τὰ δύο λεπτά. Ἂς θυμούμαστε τὴ χήρα ποὺ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ προφήτη Ἠλία. Δὲν εἶπε ἐκείνη, ποὺ ἔρριξε τὰ δύο λεπτά, "τί βλάπτει, λοιπόν, ἂν κρατήσω τὸ ἕνα λεπτὸ γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ δώσω τὸ ἄλλο", ἀλλὰ ἔρριξε ὅλη της τὴν περιουσία. Ἐμεῖς ὅμως ἂν καὶ ἔχουμε τόσα πολλὰ ἀγαθά, εἴμαστε πιὸ φιλάργυροι ἀπὸ ἐκείνην.
Τί τὸ ὄφελος, ὅταν, ἐνῶ εἶναι κανείς πλούσιος, δίνει τόσα λίγα, ὅπως θὰ ἔδινε κάποιος ἕνα ποτήρι νερό, ἐνῶ εἶχε πέλαγος; Καὶ πῶς θὰ πῇ, «ἐλέησέ με, Θεέ μου, σύμφωνα μὲ τὸ μεγάλο σου ἔλεος…»; (Ψαλμ. 50,3), τὴ στιγμὴ πού δὲν ἐλεεῖ σύμφωνα μὲ τὸ μεγάλο του ἔλεος, ἢ μᾶλλον, οὔτε σύμφωνα μὲ τὸ μικρό; Πράγματι πολὺ ντρέπεται κανείς ὅταν βλέπη πολλοὺς πλουσίους μὲ φανταστικὰ ἀγαθά, νὰ γίνωνται φτωχότεροι ἀπὸ τοὺς φτωχούς, ὅταν πρόκειται νὰ δώσουν σὲ φτωχό!
Ὁ φτωχὸς ἂς βλέπη τὴν χήρα ποὺ πρόσφερε τοὺς δύο ὀβολοὺς καὶ ἂς μὴ νομίζη, ὅτι ἡ φτώχεια εἶναι ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη. Ὁ πλούσιος ἂς σκέπτεται τὸν Ἰώβ. Καί, ὅπως ἐκεῖνος εἶχε ὅλα τὰ ὑπάρχοντα στὴ διάθεσι ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλά τῶν φτωχῶν, ἔτσι ἄς κάνη καὶ αὐτός. Διότι γι' αὐτὸ ἄντεξε γενναῖα τὴ στέρησί τους, ἐπειδὴ καὶ πρὶν τὸν δοκιμάση ὁ διάβολος, σκέφτηκε τὴ στέρησί τους. Διότι χρήματα γι' αὐτὸ ὀνομάζονται, γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε ὅπως πρέπει. Κτήματα γι' αὐτὸ λέγονται, γιὰ νὰ τὰ ἀποκτοῦμε ἐμεῖς καὶ γιὰ νὰ μή μᾶς ἀποκτοῦν αὐτά. Τίποτε δὲν εἴναι τόσο ἄστατο, ὅσο ὁ πλοῦτος. Τίποτε δὲν ἀλλάζει τόσο εὔκολα, ὅσο ἡ εὐημερία.
Ἂν ὁ Θεός μᾶς ἐξετάση μὲ λεπτομέρεια...
τὴ ζωή μας, ὅπως ἐμεῖς ἐξετάζουμε τὴ ζωὴ τῶν φτωχῶν, δὲν θὰ βροῦμε καμμιὰ συγγνώμη οὔτε εὐσπλαγχνία. «Διότι μὲ ὅποιο μέτρο κρίνετε θὰ κριθῆτε» (Ματθ. 7,2). Νὰ γίνης, λοιπόν, φιλάνθρωπος καὶ εὐμενὴς πρὸς τὸν συνάνθρωπό σου καὶ νὰ τὸν ἐλεήσης, γιὰ νὰ τύχης καὶ σὺ τέτοια μεταχείρησι, τονίζει ο Χρυσορρήμων Διδάκαλος.
Καί συμπληρώνει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λίαν εὐστόχως: Σέ πλησιάζει πτωχός; θυμήσου πόσο φτωχός ἤσουν καί πόσο πλούσιος ἔγινες. Θυμήσου μέ φόβο τήν μυστηριακή τράπεζα στήν ὁποία συμμετέχεις, τόν ἄρτο ποῦ μεταλαμβάνεις, τό ποτήριο ποὺ κοινωνεῖς ἀγνιζόμενος μέ τά πάθη τοῦ Χριστοῦ. Σέ ἱκετεύει ἕνας ξένος χωρίς κατοικία, ἕνας πρόσφυγας; ὑποδέξου τόν, ὑποδεχόμενος στό πρόσωπό του αὐτόν ποῦ πρός χάριν σου ἔγινε ξένος καί μέ τή χάρι τοῦ εἰσῆλθε καί κατοικεῖ μέσα σου καί σέ ἕλκει πρός τήν ἄνω κατοικία. Βρίσκεται μπροστά σου ἕνας ἄρρωστος καί τραυματίας; θυμήσου μέ φόβο τήν ὑγεία σου ποῦ ἀπέκτησες καί τά τραύματα μέ τά ὁποῖα σέ ἐλευθέρωσε ὅ Χριστός. Ἐάν δής γυμνό, ντυσέ τόν, τιμώντας ἔτσι τό δικό σου ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας* εἶναι δέ τοῦτο ὅ Χριστός· διότι «ὅσοι εἷς Χριστόν ἐβαπτίσθημεν, Χριστόν ἐνδεδύμεθα». (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ΕΠΕ 4,344).
Καί κάτι ἀκόμη μᾶς τονίζει: Μέ τήν ἀγάπη στόν ἄνθρωπο, ἀπόκτησε τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό: "Μή διώξης φτωχό, ἐσύ ποῦ ἔγινες πλούσιος ἀπό τόν Θεό. Μήν ξευτελίσης ξένο, γιά τόν ὁποῖο ὁ Χριστός ξενιτεύθηκε, γιά τόν ὁποῖο ὅλοι μας εἴμαστε ξένοι καί παρεπίδημοι, γιά νά μήν ἀποξενωθῆς ἀπό τόν παράδεισο, ὅπως ἔγινε παλιότερα. Δῶσε σ’ ἐκεῖνον ποῦ ἔχει ἀνάγκη, ἐσύ ποῦ τά ἔχεις ἄφθονα καί πολύ περισσότερα ἀπό ὅσα σου χρειάζονται. Μήν ἀγαπήσης τόν πλοῦτο, ἐάν δέν βοηθῆ τούς φτωχούς. Συγχώρεσε, ἐσύ ποῦ ἔχεις συγχωρεθῆ. Ἐλέησε, ἐσύ ποῦ ἔχεις ἐλεηθῆ. Ἀπόκτησε μέ τήν ἀγάπη σου πρός τούς ἀνθρώπους τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἔχεις ἀκόμη καιρό». (Γρήγ. Θεολόγου, ΕΠΕ 5,228).
Ἔτσι θά εἴμαστε ἀδικαιολόγητοι παραμελώντας τήν ἐντολή αὐτή τῆς ἐλεημοσύνης.
Χρειάζεται διάκρισις
Καί κάτι ἄλλο μᾶς λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: "Καί ἡ ἐλεημοσύνη εἰς σταθμούς, κατά τόν ἅγιον Ἠσαΐαν "Καί ἡ ἐλεημοσύνη μετρεῖται καί ὑπολογίζεται, ὅπως λέει ὅ προφήτης Ἠσαΐας" (Λόγος ΙΣΤ', ΕΠΕ 5,328)
Ἀφοῦ εἴπαμε πῶς πρέπει νὰ γίνεται, ἂς δοῦμε τώρα γιὰ λίγο τὰ γνωρίσματά της καὶ ποιό τὸ κέρδος τῆς ἐλεημοσύνης, ἐφ’ ὅσον ζοῦμε σὲ μία ἐποχή οἰκονομική καὶ.
Ποιά εἶναι λοιπὸν τὰ γνωρίσματα τῆς ἐλεημοσύνης;
Εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς ἀρετῆς. Χωρὶς παρθενία μπορεῖ κανείς νὰ δῆ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Χωρὶς ἐλεημοσύνη ὅμως εἶναι ἀδύνατο. Γιατὶ αὐτὴ τὰ περιέχει ὅλα καὶ εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Ἑπομένως σωστὰ χαρακτηρίζεται ὡς ἡ καρδιὰ τῆς ἀρετῆς. Ὅπως ἡ καρδιά ἂν δὲν διοχετεύη ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος με αἷμα, νεκρώνεται, ἒτσι και αὐτή ἡ νοητή καρδιά. Ἡ καρδιὰ ἂν δὲ δίνη τὸ πνεῦμα τῆς ζωῆς σὲ ὅλα τὰ μέλη, γρήγορα σβήνει.
Ὅπως πάλι ἡ πηγὴ ἂν συγκρατῆ μέσα της τὸ νερό, σβήνει καὶ ὅπως τὸ στομάχι, ἂν δὲν διοχετεύη τὴν τροφὴ καὶ στὰ ἄλλα μέλη τοῦ σώματος, ἀρρωσταίνει, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὸν πλοῦτο, ὅταν τὸν κρατάη κανείς μόνον γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν τὸν διοχετεύει καὶ στὰ ἄλλα μέλη τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας.
Εἶναι σπορά, ἐμπόριο, δάνειο, πλοῦτος.
Ἡ ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι ἔξοδο, ἀλλὰ ἔσοδο, οὔτε δαπάνη, ἀλλὰ κέρδος. Δίνει κανείς ψωμὶ καὶ παίρνει ζωὴ αἰώνια. Δίνει ροῦχο καὶ παίρνει στολὴ ἀφθαρσίας. Δίνει συμμετοχὴ στὴ στέγη του, καὶ παίρνει οὐράνια βασιλεία. Προσφέρει αὐτά, ποὺ καταστρέφονται καὶ παίρνει αὐτὰ ποὺ παραμένουν αἰώνια.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγοντας «ὁ σπείρων φειδομένως….» μᾶς παρουσιάζει τὴν ἐλεημοσύνη μὲ τὸν σπόρο, γιὰ νὰ τὴν κάνουμε μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ πολλὴ προθυμία. Διότι, ἐάν αὐτοὶ ποὺ ἐμπιστεύωνται στὴ γῆ τὸ σπόρο, τρέφωνται μὲ τὶς καλὲς ἐλπίδες, μολονότι μερικὲς φορὲς τοὺς διαψεύδουν οἱ καιρικὲς συνθῆκες, πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ χαίρωνται αὐτοὶ ποὺ ἔγιναν ἄξιοι νὰ σπείρουν τὸν πνευματικὸ αὐτὸ σπόρο, διότι, ἐνῶ σπέρνουν στὴ γῆ, πρόκειται νὰ θερίσουν στὸν οὐρανό, καὶ ἐνῶ καταβάλλουν ἀργύρια, δέχονται τὴ συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ βρίσκουν ἀφορμὴ παρρησίας, ἀφοῦ μὲ τὶς προσφορὲς ποὺ κάνουν ἐδῶ, προκαλοῦν γιὰ τὸν ἐαυτὸ τους τὴν διαρκῆ ἀνάπαυσι καὶ τὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἀγίους.
Εἶναι δάνειο καί δῶρο
«Ὅποιος ἐλεεῖ τὸν φτωχό, δανείζει στὸ Θεό».
Καί τί δάνειο, λέει, εἶναι αὐτό, μέ τό ὁποῖο δέν συνδέεται ἡ ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς; Κατανόησε τήν σημασία τοῦ ρητοῦ καί θά θαυμάσης τήν φιλανθρωπία τοῦ νομοθέτου. Ὅταν προκηται νά δώσης χρήματα στόν φτωχό, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, αὐτό εἶναι συγχρόνως καί δῶρο καί δάνειο. Δῶρο διότι δέν ἐλπίζεις στήν ἐπιστροφή, δάνειο διότι ἡ μεγαλοδωρεά τοῦ Δεσπότου θά πληρώση τό χρέος ἀντί ἐκείνου· αὐτός, ἐνῷ ἔλαβε λίγα διά μέσου του πτωχοῦ, θά σού ἀνταποδώση πολλά ἀντί τῶν ὀλίγων, μᾶς λέει ὁ ἀσκητής Ἱεράρχης Μέγας Βασίλειος (Εἰς τόν ΙΔ΄ Ψαλμόν).
Εἶναι ἐμπόριο.
Σκόρπισε, λοιπόν, γιὰ νὰ μὴ ζημιωθῆς. Μὴ κάνης οἰκονομία, γιὰ νὰ κάνης οἰκονομία. Δῶσε, γιὰ νὰ κρατήσης. Ξόδεψε, γιὰ νὰ κερδίσης. Μὴ τὰ διαχειρίζεσαι ἐσύ. Διότι δὲ γνωρίζεις νὰ κερδίζης. Δάνεισέ τα σ' ἐκεῖνον, ποὺ δίνει τόκο μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ κεφάλαιο. Δάνεισά τα σ' ἐκεῖνον, ποὺ δὲν τὰ χρειάζεται καὶ θὰ τὰ χρησιμοποιήση γιὰ σένα. Διότι, οἱ τόκοι αὐτῶν τῶν χρημάτων, θὰ σοῦ χαρίσουν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι θὰ ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν αἰώνια κόλασι. Οἱ δεύτεροι εἶναι ἀποτέλεσμα φιλαργυρίας, οἱ πρῶτοι σωστῆς ἐκτιμήσεως τῶν πραγμάτων. Οἱ δεύτεροι εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπανθρωπίας, οἱ πρῶτοι φιλανθρωπίας.
Εἶναι ὅμως ἡ ἐλεημοσύνη πλοῦτος καὶ τράπεζα τοῦ πλούτου.
Καί σύμφωνα μέ τόν Θεολόγο Γρηγόριο εἶναι δῶρο πού προκαλεῖ τήν ἀνταπόδοσι:
"Κανένας δέν μετανοίωσε ἀπό ἐκείνους πού ἀπό πρίν προσέφεραν κάτι στόν Θεό. Ὁ Θεός ἀνταποδίδει πλουσιοπάροχα καί ἀνταμείβει κυρίως μέ τά οὐράνια ἀγαθά ἐκείνους πού τοῦ προσφέρουν κάτι καί κάνουν χρῆσι τῆς εὐσπλαγχνίας. Μερικές φορές ὅμως ἀνταμείβει καί μέ τά ἐπίγεια ἀγαθά γιά νά πιστέψουμε στά μελλοντικά" (Λόγος ΙΖ' ΕΠΕ 5,388).
Εἶναι ἐκφόρτισις
"Ξεφόρτωσε κάτι ἀπό τό πλοῖο γιά νά πλέης πιό ἐλαφρύς" Πιθανόν θά ἀφαιρέσης κάτι ἀπό τόν ἐχθρό στόν ὁποῖο θά μεταβιβασθοῦν τά ὑπάρχοντά σου". (Λόγος ΛΣΤ ' ΕΠΕ 2,218)
"Εἶναι χάρισμα ἀπό τόν Θεό ἡ ἐλεημοσύνη". (Λόγος ΙΑ ' ΕΠΕ 5,256)
Πρέπει ὅμως νά εἶναι ἀδιάκριτη
Καί στήν ἐποχή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ὑπῆρχαν ἐφορείας καί πληστειρασμοί οἰκιῶν καί ἐξορίες, ὅπως σήμερα ἀκριβῶς. Γι’ αὐτό τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: Σέ ὅλους τους πτωχούς καί σέ ἐκείνους πού γιά ὁποιαδήποτε αἰτία κακοπαθοῦν, ὀφείλουμε νά δείξωμε εὐσπλαγχνία. Καί ὀφείλουμε νά προσφέρουμε στούς ἀνθρώπους, ἐπειδή καί ἐμεῖς εἴμαστε ἄνθρωποι, τήν ἐκδήλωσι τῆς ἀγάπης μας, εἴτε ὅταν τήν χρειάζωνται ἐπειδή διατελοῦν σέ χηρεία, εἴτε ἐπειδή εἶναι ὀρφανοί, εἴτε ἐπειδή βρίσκονται ἐξόριστοι μακρυά ἀπό τήν πατρίδα, εἴτε ἐπειδή καταδιώκονται ἀπό ἄγριους ἀρχηγούς, ἤ ἀπό θρασεῖς ἄρχοντες, εἴτε ἐπειδή ὑφίστανται τήν ἀπανθρωπία ἐκείνων, πού συγκεντρώνουν τούς φόρους, εἴτε τήν ἀπληστία τῶν κλεπτών, εἴτε τήν δήμευσι τῆς περιουσίας τους, εἴτε τό ναυάγιο. Διότι ὅλοι εἶναι τό ἴδιο ἄξιοι οἴκτου καί βλέπουν τά χέρια μας, ὅπως βλέπουμε ἐμεῖς τά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἂς κάνουμε πνευματικὸ ἐμπόριο, ἂς μὴν ἐπιζητοῦμε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀνάγκη. Αὐτὸ εἶναι πλοῦτος, αὐτὸ ἐμπόριο, αὐτὸ θησαυρὸς παντοτινός, τὸ νὰ μεταθέτουμε, δηλαδή, ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μας στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη γιὰ τὰ ὅσα καταθέσαμε ἐκεῖ. Διότι ἐκεῖ γιὰ μᾶς διπλὸ θὰ εἶναι τὸ κέρδος ∙ καὶ δὲν θὰ φοβούμαστε πλέον γιὰ τὰ χρήματα ποὺ καταθέσαμε, καὶ τὸ ὅτι, ἐνῶ εἶναι φυλαγμένα ἐκεῖ, δὲν παραμένουν χωρὶς τόκο. Ἀλλά, ὅπως μία ρίζα ποὺ φυτεύθηκε σὲ εὔφορο τόπο, δίνει κάθε χρόνο ὥριμους καρπούς, ἔτσι καὶ τὰ χρήματα ποὺ φυτεύθηκαν στὰ χέρια τῶν φτωχῶν, ὄχι μόνο κάθε χρόνο, ἀλλὰ καὶ κάθε μέρα μᾶς δίνουν πνευματικοὺς καρπούς∙ δηλαδή, παρρησία στὸ Θεό, συγχώρεσι ἀμαρτημάτων, συντροφιὰ ἀγγέλων, συνείδησι ἀγαθή, χαρὰ πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως, ἐλπίδα ἀκαταίσχυντη καὶ ὅλα ὅσα ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς σὲ ὅσους ἀγαποῦν τὸν συνάνθρωπο καὶ τὸν βοηθοῦν.
Ἀποτελέσματα τῆς ἐλεημοσύνης
Ἐξαφανίζει τὶς πληγὲς τῶν ψυχῶν μας
Πρῶτα ἀπὸ ὅλα εἶναι τὸ φάρμακο τῶν ψυχικῶν τραυμάταν μας. Διότι ἰδιαίτερα αὐτὸ τὸ φάρμακο θὰ μᾶς χαρίση τέτοια θεραπεία καὶ θὰ ἐξαφανίσῃ τὶς πληγὲς τῶν ψυχῶν μας σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ μὴν ἀφήση οὔτε σημάδι ἀπὸ πληγὴ ποὺ θεραπεύτηκε, πράγμα τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ γιὰ τὰ σωματικὰ τραύματα. Διότι, καὶ ἂν ἀκόμη κάποιος βάλη στὸ τραῦμα του ἀμέτρητες φορὲς τὰ φάρμακα, ποὺ παρασκευάζονται ἀπὸ τοὺς γιατρούς, εἶναι φυσικὸ τὸ σημάδι τῆς πληγῆς νὰ μένῃ στὸ σῶμα. Ἐδῶ, ὅμως, ἡ ψυχὴ ἐὰν δείξη τὴν εὐγνωμοσύνη της, μεταβάλλεται εὔκολα πρὸς τὸ καλλίτερο, καὶ ἔτσι ἐξαφανίζονται ὅλες οἱ πληγές, σὰν νὰ ἦταν σκόνη καὶ νὰ φύσηξε κάποιος ἰσχυρὸς ἄνεμος. Ἀπό αὐτὰ τὰ παραδείγματα γεμάτες οἱ Γραφὲς εἶναι. Ἔτσι ὁ μακάριος Παῦλος ἀπὸ διώκτης ἔγινε ἀπόστολος καὶ αὐτὸς ποὺ προηγουμένως πολεμοῦσε τὴν Ἐκκλησία, κατόπιν ὡδήγησε πολλοὺς κοντὰ στὴν Ἐκκλησία...
Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ δύναμί της, ὥστε ὄχι μόνο νὰ καθαρίζῃ ἁμαρτήματα, ἀλλά νὰ ἐξαφανίζῃ καὶ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο.
Καὶ ποιός, δείχνοντας ἐλεημοσύνη, ἔγινε ἀνώτερος ἀπὸ τὸν θάνατο; Ἡ δύναμις τῆς ἐλεημοσύνης, κατέλυσε καὶ τὴν τυραννία τοῦ θανάτου. Ὑπῆρχε κάποια γυναίκα, μὲ τὸ ὄνομα Ταβιθά, ποὺ ἐρμηνεύεται Δορκάς (Πράξ. 9,36-43). Αὐτὴ καθημερινὸ ἔργο εἶχε νὰ συγκεντρώνῃ γιὰ τὸν ἑαυτὸ της τὸν πνευματικὸ πλοῦτο ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη. Καὶ ἔντυνε τὶς χῆρες, καὶ τὶς ἔδινε καὶ ὅλη τὴν ἄλλη περιουσία της. Συνέβη ὅμως νὰ ἀρρωστήσῃ καὶ νὰ πεθάνῃ.
Πρόσεξε, τώρα. Οἱ γυναῖκες ἐκεῖνες, ποὺ εἶχαν βοηθηθῆ, στὴν κατάλληλη περίπτωσι ἀμείβουν ἐκείνην, ποὺ τὶς εὐεργέτησε. Ἀφοῦ πλησίασαν τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ἔδειχναν τὰ ἐνδύματα καὶ ὅσα ἔκαμνε ἡ Δορκάς, ὅταν ἦταν μαζί τους. Καὶ ζητοῦσαν τὴν τροφό τους καὶ ἔκαμναν τὸν ἀπόστολο νὰ τὶς λυπηθῆ πολύ.
Τί ἔκανε, ὁ μακάριος Πέτρος; «Ἀφοῦ γονάτισε, προσευχήθηκε καὶ ἀφοῦ στράφηκε στὸ σῶμα, εἶπε∙ Ταββιθά, σήκω πάνω. Αὐτὴ ἄνοιξε τὰ μάτια της καὶ ὄταν εἶδε τὸν Πέτρο σηκώθηκε. Ὁ Πέτρος τὴν παρουσίασε ζωντανή» (Πράξ. 9,40-41).
Νά ποιά ἀμοιβὴ δέχθηκε γιὰ τὰ καλὰ της ἔργα ἀκόμη καὶ σ' αὐτὴ τὴ ζωή; Τί μεγάλο ἔδωσε στὶς χῆρες; Τὶς πρόσφερε ἐνδύματα καὶ τροφές, ἀλλ' αὐτὲς τὴν ἐπανέφεραν στὴ ζωὴ καὶ βοήθησαν ὥστε νὰ ἀπαλλαγῇ καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἢ μᾶλλον, ὄχι αὐτές, ἀλλ’ ὁ Φιλάνθρωπος Κύριός μας, λόγω τῶν ἐλεημοσυνῶν ποὺ πρόσφερε.
Ἐξαλείφει ἁμαρτήματα
Τί ὑπῆρξε πιὸ αἰσχρὸ ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα; Τί πιὸ παράνομο; Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀσεβής, εἶδε ἀμέτρητες ἀποδείξεις καὶ θαύματα, καὶ δὲν θέλησε νὰ συνετισθῇ, ἀλλὰ ἔρριξε τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ στὸ καμίνι. Τί τοῦ λέει, λοιπόν, ὁ προφήτης; «Βασιλιά μου, ἂς γίνη ἀρεστὴ καὶ ἀποδεκτὴ ἡ συμβουλή μου. Φρόντισε νὰ καθαρίσης τὶς ἁμαρτίες σου μὲ ἐλεημοσύνες καὶ τὶς ἀνομίες σου μὲ φιλανθρωπικὲς πράξεις πρὸς τοὺς φτωχούς. Ἲσως ἔτσι ὁ Θεὸς συγχωρήση τὰ παραπτώματά σου» (Δαν. 4,24) ...
Τί λέει; Γιὰ τόσα ἀσεβήματα θὰ δοθῇ συγχώρησις; Ναί! Δὲν ὑπάρχει ἁμάρτημα ποὺ νὰ μὴν μπορῆ ἡ ἐλεημοσύνη νὰ τὸ σβήση. Ὁποιαδήποτε ἁμαρτία καὶ ἂν ἀναφέρης, εἶναι κατώτερη ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη. Αὐτὴ εἶναι φάρμακο κατάλληλο γιὰ κάθε τραῦμα. Τί ὑπάρχει χειρότερο ἀπὸ τὸν τελώνη; Ἀποτελεῖ ἀφορμὴ ὁποιασδήποτε ἀδικίας. Ἀλλ' ὅλη αὐτὴν τὴν ἀδικία τὴν ἔπλυνε καὶ τὴν καθάρισε ὁ Ζακχαῖος.
Μὲ τὴν ἐλεημοσύνη γινόμαστε
ὅμοιοι μὲ τὸν Θεὸ
Μποροῦμε νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ τὸν Θεό, μὲ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ μὲ τὴν εὐσπλαγχνία. Ὅταν, δὲν ἔχουμε αὐτό, τὰ ἔχουμε χάσει ὅλα. Δὲν εἴπε, "ἂν νηστεύετε, θὰ εἶστε ὅμοιοι μὲ τὸν Πατέρα σας", "ἐάν μείνετε παρθένοι", "ἐάν προσεύχεσθε, θὰ εἶσθε ὅμοιοι μὲ τὸν Πατέρα σας", ἀλλὰ τί; «Γίνεσθε οἰκτίρμονες, ὅπως εἶναι Πατέράς σας ὁ οὐράνιος» (Λουκ. 6,36). Αὐτὸ εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δὲν προσελκύει περισσότερο τὸν Θεό, ὅσο ἡ ἐλεημοσύνη.
Τόση μεγάλη εἶναι, ἡ δύναμις τῆς ἐλεημοσύνης. Ἐκείνους ποὺ τὴν ἀσκοῦν, τοὺς ὁδηγεῖ μὲ πολλὴ παρρησία στὸν οὐρανό. Ἀφοῦ κατέβασε τὸν Θεὸ στὴ γῆ εὔκολα μπορεῖ νὰ ἀνεβάσῃ τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό. Γιατὶ ἀπὸ ἐλεημοσύνη ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος.
Μποροῦσε ὁ Θεὸς καὶ χωρὶς ἐμᾶς νὰ θρέψῃ τοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ μὴν ὑπάρχουν φτωχοὶ πάνω στὴ γῆ. Θέλει ὅμως ὁ ἕνας νὰ βοηθοῦμε τὸν ἄλλον, ὥστε ὁ μὲν φτωχὸς νὰ σωθῇ μὲ τὴν ὑπομονή του ὁ δὲ πλούσιος μὲ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν εὐσπλαγχνία του.
Τελειώνουμε μέ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο:
Δῶσε μερίδιο καί στήν ψυχή, ὄχι μόνο στήν σάρκα. Δῶσε μερίδιο καί στόν Θεό καί ὄχι μόνο στόν κόσμο. Ἀφαίρεσε κάτι ἀπό τήν κοιλιά καί παραχώρησέ το στό πνεῦμα. Ἅρπαξε κάτι ἀπό τήν φωτιά καί ἀπομάκρυνέ το ἀπό τήν φλόγα πού κατακαίει τά γήινα. Ἅρπαξε ἀπό τόν τύραννο καί ἐμπιστέψου το στόν Δεσπότη Δῶσε λίγο σέ ἐκεῖνον ἀπό τόν ὁποῖο ἔχεις τό πολύ. Δῶσε καί τά πάντα σέ ἐκεῖνον πού σοῦ ἔχει χαρίσει τά πάντα. Ποτέ δέν θά ξεπεράσης τήν γενναιοδωρία τοῦ Θεοῦ, καί ἄν ἀκόμη χαρίσης ὅλα σου τά ὑπάρχοντα καί ἄν προσθέσης καί τόν ἴδιό σου τόν ἑαυτό σέ αὐτά. Διότι καί τόν ἑαυτό σου ἀκόμη νά δώσης στόν Θεό, ἰσοδυναμεῖ μέ τό νά παίρνης. Ὅσα καί ἄν προσφέρης, ἐκεῖνα πού ὑπολείπονται εἶναι πολύ περισσότερα. Καί δέν θά δώσης τίποτε τά δικό σου, διότι ὅλα τά ἔχεις λάβει ἀπό τόν Θεό. Καί ὅπως δέν μποροῦμε νά ξεπεράσουμε τήν σκιά μας ὅσο προχωροῦμε, ἐπειδή καί αὐτή προχωρεῖ μαζί μας, οὔτε νά βρεθοῦμε πάνω ἀπό τό κεφάλι μας, ἐπειδή αὐτό πάντοτε εἶναι στήν κορυφή τοῦ σώματος, ἔτσι καί μέ ὅσα δίνουμε, δέν μποροῦμε νά ξεπεράσουμε τόν Θεό.
Κατάλαβε ἀπό ποῦ ἔχεις τήν ὕπαρξι, τήν ἀναπνοή, τήν φρόνησι, τό νά σκέπτεσαι αὐτό τό πολύ σπουδαῖο πρᾶγμα, νά γνωρίζης δηλαδή τόν Θεό, τήν ἐλπίδα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τήν ἰσοτιμία μέ τούς ἀγγέλους, τήν θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ... τό νά γίνης υἱός τοῦ Θεοῦ, συγκληρονόμος τοῦ Χριστοῦ, θά τολμήσω νά πῶ, νά γίνης καί σύ θεός ... Δέν ντρεπόμαστε λοιπόν, ἐνῶ ἔχουμε λάβει ἤ ἐλπίζουμε νά πάρουμε τόσα πολλά ἀπό αὐτόν, νά μή προσφέρουμε οὔτε αὐτό τό ἕνα στόν Θεό, δηλαδή τήν φιλανθρωπία:.. Καί αὐτός βέβαια δέν ντρέπεται νά ὀνομάζεται πατέρας μας, μολονότι εἶναι Θεός καί Κύριος μας, ἐνῶ ἐμεῖς θά ἀρνηθοῦμε ἐκείνους πού ἀνήκουν στό ἴδιο γένος μέ ἐμᾶς;". (Περί φιλοπτωχίας).
"Ἅς γίνουμε καθαροί ἐλεώντας, ἄς πλύνουμε μέ τό καλό βότανο τίς ἀκαθαρσίες καί τούς λεκέδες, καί ἄς γίνουμε λευκοί, ἄλλοι σάν τό μαλλί καί ἄλλοι σάν τό χιόνι, ἀνάλογα μέ τήν εὐσπλαγχνία του ὁ καθένας. Νά πῶ καί κάτι πιό φοβερό; Ἄν δέν ἔχης κανένα κάταγμα οὔτε κανένα μωλωπισμό... δεῖξε τουλάχιστον τότε σεβασμό σέ ἐκεῖνον πού τραυματίσθηκε καί ἔδειξε ἀδυναμία γιά χάρι μας. Καί θά δείξης σεβασμό, ἄν φανῆς φιλάνθρωπος καί καλός πρός τό μέλος τοῦ Χριστοῦ... θεράπευσε τά τραύματά σου μέ τά τραύματα, ἤ καλλίτερα, μέ τά μικρότερα θεράπευσε τά μεγαλύτερα...
Ἀφοῦ κατέβασε τὸν Θεὸ στὴ γῆ εὔκολα μπορεῖ νὰ ἀνεβάσῃ τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό. Γιατὶ ἀπὸ ἐλεημοσύνη ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος.
Ἂς ἐλεήσουμε τὸν ἑαυτό μας
Ἂς ἐλεήσουμε λοιπόν τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ ἐλεηθοῦμε. Ὅταν προσευχώμαστε στὸ Θεό, λέγοντας, ἐλέησέ μας, Κύριε", ἂς λέμε στὸν ἑαυτό μας, "ἂς ἐλεήσουμε καὶ τὸν ἑαυτό μας". Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται τὸ νὰ μᾶς ἐλεήση ὁ Θεός. Ἂν κάνουμε ἔργα, ποὺ εἶναι ἄξια τῆς εὐσπλαγχνίας του, ἄξια τῆς φιλανθρωπίας του, θὰ μᾶς ἐλεήση ὁ Θεός.
Λυπήσου τὸν πλησίον καὶ θὰ σὲ λυπηθῆ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ὁ Θεὸς τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν μᾶς ἀξίωσε νὰ ἀκούσουμε σήμερα λόγο περὶ ἐλεημοσύνης, ὅπως τὴν ἑρμηνεύουν οἱ Οἰκουμενικοί μας Διδάσκαλοι.
Εἲδαμε πρῶτα ἀπό ὅλα ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ χρησιμώτερη τέχνη, ἀφοῦ μετατρέπει τὸν ἂνθρωπο σὲ θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ. Συγκρίνοντάς την μὲ τὴν παρθενία, τὴν προσευχή καὶ τὴν μετάνοια, τὴν βρήκαμε ἀνώτερη. Ἀποδείχθηκε ὅτι ὡρισμένες προφάσεις ὅτι ὁ ἂλλος εἶναι ξένος καὶ ἀργός καί ὑποκρίνεται, ἢ ὅτι εἲμαστε φτωχοί, εἶναι ἀδικαιολόγητες. Μᾶς ἒδειξαν οἱ ἅγιοι πῶς πρέπει να γίνεται: μὲ χαρά, ὂχι ἀπό ἀδικία, χωρίς κενοδοξία, νὰ εἶναι μεγαλύτερη τῆς τῶν φαρισαίων, καὶ ὅτι πρέπει νὰ δίνη κανείς ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητές του, ἀφοῦ ἐλεημοσύνη γίνεται καὶ μὲ τόν λόγο καὶ μὲ τὸν τρόπο.
Εἲδαμε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ καρδιά τῆς ἀρετῆς, πηγή, ἐμπόριο, δάνειο, πλοῦτος, σπορά, τράπεζα καὶ τὸ βασικώτερο εἲδαμε τά ἀποτελέσματά της∙ ὅτι δηλαδή βοηθάει στὴν ἐξαφάνισι τῶν πληγῶν τῆς ψυχῆς μας, καὶ στὴν ἐξαφάνισι τῶν ἁμαρτημάτων μας, μᾶς κάνει ὅμοιους μὲ τὸν Θεό, καί ὅπως κατέβασε τὸν Θεό στήν γῆ, ἒτσι μπορεῖ καὶ ἀνεβάζει τὸν ἂνθρωπο στὸν οὐρανό.
Ἕνα ἀπομένει νὰ σκεφθοῦμε. Εἶμαι φτωχός, δὲν εἶμαι ὁ φτωχότερος. Εἶμαι δυστυχής, δὲν εἶμαι ὁ δυστυχέστερος. Εἶμαι ἄρρωστος, δὲν εἶμαι ὁ πιὸ ἄρρωστος.
Τὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας τὸ ἔχουμε φορτώσει μὲ περιττὰ πράγματα. Μᾶς εἶπε ὀ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι θέλει ἐκφόρτισι. Ὅταν τὰ κύμματα κτυπᾶνε τὸ πλοῖο καὶ εἶναι φορτωμένο, ἕνα κάνει ὁ καπετάνιος∙ παίρνει τὸ φορτίο καὶ τὸ ρίχνει στὴν θάλασσα καὶ ξεφορτώνει τὸ πλοῖο καὶ τὸ πλοῖο σώζεται ἀπὸ τὰ κύμματα. Ἡ ἐλεημοσύνη αὐτὸ κάνει. Ἀποφορτίζει τὸ βάρος. Μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὰ περιττά. Ὅταν ἐλεοῦμε, θὰ ἐλεηθοῦμε. Ὅ,τι δίνεις θὰ τὸ ἀπολαύσης πολλαπλάσιο.
Μὲ ἐλεημοσύνη ἂς ζήσουμε γιὰ νὰ μᾶς ἐλεήση καὶ ὁ Θεὸς καὶ νὰ βροῦμε ἔλεος ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως.