Πέμπτη 5 Μαΐου 2022

Η Γνησιότης του Παναγίου Τάφου

Αρχιμ. Τίτου Κ. Χορτάτου, Ιεροκήρυκος

         ΠΡΟΣΦΑΤΩΣ ανεκινήθη θέμα, εκ του μη όντος, εκ ξένων προς την καθόλου χριστιανικήν παράδοσιν και δη και αυτην της Σιωνίτιδος Μητρός των Εκκλησιών, περί της γνησιότητας του Παναγίου Τάφου.
Εις απάντησιν των όσων ελέχθησαν και εγράφησαν θεωρώ σκόπιμον ίνα, συμφώνως ταις πηγαίς, σημειώσω τα εξής, όχι βεβαίως ότι χρειάζονται αποδείξεις περί της γνησιότητας του Τάφου του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, αλλά ως απάντησιν των -όσων κακοβούλως και ανιστορίτως λέγονται.

Ο Τόπος των αγίων Παθών, της τριημέρου Ταφής και της ένδοξου Αναστάσεως ευρίσκεται βεβαίως εις το κέντρον της πόλεως Ιερουσαλήμ από της εποχής του Αδριανού. Τούτο κατανοείται, εάν λάβωμεν υπ όψιν μας την μετά Χριστόν ιστορική διαδρομή της Αγίας Πόλεως. Το 70 μ.Χ. η Ιερουσαλήμ κατεστράφη υπό του Τίτου. Ανιδρύθη δ εν μέρει επί Αδριανού κατά τα έτη 136-138, ο οποίος την μετενώμασεν εις Αιλίαν Καπιτωλίναν και την ανέδειξεν ως εθνική πόλιν, απελάσας εξ αυτης τους Ιουδαίους. Ο Τερτυλλιανός μάλιστα λέγει ότι ούτε εις τα «μεθόρια της γης εκείνης επετρέπετο ίνα κατοικώσιν οι Ιουδαίοι» (Τιμοθέου Θέμελη, Η Ιερουσαλήμ και τα μνημεία αυτης, Ιεροσόλυμα 1928, σελ. 197).

Από την εν λόγω ανοικοδόμησιν η περιοχή της Ιερουσαλήμ σημαντικώς μετεβλήθη, διότι η Χιών, η οποία περιεκλείετο εις την προ Τίτου πόλιν, επί Αδριανού απεκλείσθη και έμεινεν έξω των τειχών. Ο Γολγοθάς και ο Τάφος του Κυρίου περιελήφθησαν εις την νέαν πόλιν προκειμένου το εμβαδόν αυτής να είναι το αυτό με το της παλαιάς. Εάν δε λάβωμεν υπ όψιν μας ότι από την εποχήν του Ιησού το βόρειον μέρος της Ιερουσαλήμ εκαλύπτετο υπό οικιών, εξυπακούεται ότι εις την μετά τον Αδριανόν πόλιν, ο Γολγοθάς ευρίσκεται περίπου εις το μέσον αυτής. Σήμερον δε η περί τον Ναόν Χριστιανική συνοικία καλείται «Χάρτου Νασάρα».

 

α. Η μαρτυρία των Ιερών Ευαγγελίων περί τους Τόπου της Ταφής

        Συμφώνως προς τα Ιερά Ευαγγέλια η Σταύρωσις και Ταφή του Θεανθρώπου Σωτήρας Χριστού διεδραματίσθη έξωθεν της τότε Ιερουσαλήμ. Ο Άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης μαρτυρεί: «Παρέλαβαν δε τον Ιησούν και απήγαγαν και βαστάζων το σταυρόν, αυτού εξήλθεν εις τον λεγόμενον Κρανίου Τόπον… που αυτόν εσταύρωσαν» (Ιωάν.Ι 19.17 και 18). Ο Απόστολος Παύλος, σύγχρονος και αυτός των γεγονότων των Αγίων Παθών και της Τριημέρου Αναστάσεως λέγει: «διό και Ιησούς ίνα αγιάση διά του ιδίου αίματος τον λαόν, έξω της πύλης έπαθεν» (Εβρ. 13, 12). Ο Γολγοθάς λοιπόν ευρίσκετο έξω της πόλεως αλλα πλησίον αυτής, διότι ως γνωστόν έθος επεκράτει εις τους Ιουδαίους αλλά και τους Ρωμαίους, αι θανατικαί αποφάσεις να εκτελώνται έξω και πλησίον των πόλεων, ώστε βλέποντες αυτάς οι άνθρωποι να παραδειγματίζονται και να φοβούνται. Τούτο βεβαίως μαρτυρείται υπό του Ευαγγελιστού Λουκά, ο οποίος γράφει: «ηκολούθει δε αυτώ πολύ πλήθος του λαού» και «ειστήκει ο λαός θεωρών» (Λουκ. 23, 27 και 35). Η εγγύτις του Γολγοθά βεβαιούται υπό του αυτόπτου μάρτυρος των γεγονότων Ευαγγελιστού Ιωάννου, ο οποίος εξιστορών, τα θεία Πάθη γράφει τα εξης: «τούτον ούν τον τίτλον πολλοί ανέγνωσαν των Ιουδαίων, ότι εγγύς της πόλεως ο τόπος που εσταυρώθη ο Ιησούς» (Ιωάν. 19, 20).

Την εποχήν, λοιπόν, του Ιησού ο Γολγοθάς και ο παρακείμενος Τάφος, τον οποίον η Γραπτή Παράδοσις απέδωκεν εις την οικογένειαν του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας (Ματθ. 27, 5760, Μάρκ. 15,1 4346, Λουκ. 23, 5054) εκείτο προς δυσμάς του δευτέρου τείχους, όπως το ονομάζει ο Ιώσηπος και ευρίσκετο κατηφορικώς αυτού. Εκεί υπήρχεν μικρά κοιλάς, της οποιας το τελευταίον βάθος κατέβαινεν μέχρι του εδάφους, που οικοδομήθη αργότερον ο Ναός της Αναστάσεως. Εις τα ανατολικά της κοιλάδας ταύτης οι βράχοι αποτελούσαν είδος ακρωτηρίου ή αγκώνος.

Αυτός ο αγκών ήτο ο Γολγοθάς, ο οποίος εξ αίτιας του ύψους του και της αποτόμου μορφής του ενδείκνυτο δια την εκτέλεσιν θανατικής ποινής. Εις τους πρόποδας αυτού, ως αναφέρει η Ιεροσολυμιτική παράδοσις και η κατά τους χρόνους του Ιησού τοιαύτη, υπήρχεν το κρανίον του Αδάμ, «κρανίου τόπος» όπως χαρακτηριστικής ονομάζεται εις ,τούς Αγίους Ευαγγελιστάς, δηλαδή, Γολγοθάς (Ματθ. 27, 33, Μάρκ. 15, 22, Λουκ. 23, 33). Εις το δυτικόν μέρος της βραχώδους κοιλάδας υπήρχον δύο λαξευμένοι τάφοι. Πληρωθέντος του ενός εκ της καταθέσεως νεκρών ο Ιωσήφ ήρξατο να λαξεύη τον δεύτερον δι εαυτόν. Ο ατελής ούτος τάφος αποτελεί το «καινόν μνημείον, που έθηκαν το Χώμα του Ιησού» (Ματθ. 27, 60).

       Βορειοανατολικούς της μικράς αυτής κοιλάδας υπήρχεν σπήλαιον, εις το οποίον κατά την παράδοσιν οι στρατιώται περιόρισαν τον Κύριον μέχρι να ετοιμασθή ο Σταυρός. Ο Τόπος αυτός περιλαμβάνεται σήμερον εις το παρεκκλήσιον των Κλαπών του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως (Π.Ν.Α). Ανατολικώς του Γολγοθά ευρίσκετο μία άχρηστος στέρνα, η οποία μάλλον εχρησίμευεν για την ταμίευσιν των βρόχινων υδάτων και εις την οποίαν οι Ιουδαίοι, προκειμένου να μη μιάνωσι την ημέρα του Σαββάτου, μετά την Αποκαθήλωσιν, έρριψαν τον Σταυρόν και πάντα τα όργανα της σταυρώσεως. Αποτελεί το Σπήλαιον της ευρέσεως του Τιμίου Σταύρου.

 β. Αι Ιστορικαί και αρχαιολογικαί μαρτυρίαι.

      Τα γεγονότα των Αγίων Παθών και του Τόπου αυτών διετήρησεν ζώντα η εν Ιεροσολύμοις Χριστιανική Κοινότης, η οποία μαρτυρούσε ταύτα από στόματος εις στόμα και από γενεάς εις γενεών. Ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει ότι ούτοι, οι εν Ιερουσαλήμ Χριστιανοί, μετέβαινον την ημέραν της Κυριακής, την οποίαν ούτω ονόμαζαν προς τιμήν και ανάμνησιν της Αναστάσεως του Κυρίου, εις τον Τόπον των Παθών και της Αναστάσεώς Του (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία γ 11 και 17). Ο ίδιος ιστορικός, συμφώνως με τας πληροφορίας, τας οποίας ήντλησεν εκ της συσταθείσης υπό του Επισκόπου Ιεροσολύμων Αλεξάνδρου 213-251 βιβλιοθήκης, μάς γνωρίζει την αδιάκοπον σειράν των Επισκόπων Ιεροσολύμων, οι οποίοι μέχρι και του Αδριανού όχι μόνον εποίμαναν τους Χριστιανούς της Αγίας Πόλεως, αλλά και διετήρησαν ζώσαν την παράδοσιν της ακριβούς τοποθεσίας, που διεδραματίσθησαν τα σωτηριώδη δι’ ημάς Πάθη του Σωτήρας Χριστού. Επί Αδριανού δε ανηγέρθη εις τον εν λόγω Άγιον Τόπον ναός της Αφροδίτης και εστήθη μεγαλόπρεπον άγαλμα του Ολυμπίου Διός. Και ούτως, ως σημειοί, ο ιστοριογράφος αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Βενιαμίν Ιωαννίδης «η κοσμική μανία της ειδωλολατρίας υπηρετεί και άκουσα την μωρίαν του Σταύρου, διατηρήσασα ούτω μετά των άλλων Αγίων Τόπων μάλιστα το Θείον Μνήμα της Αναστάσεως και προφυλάξασα από πάσης μανίας των Εθνικών μέχρι της Θεόθεν ωρισμένης αναδείξεως αυτού προς φίμωσιν των απίστων» (Βενιαμίν (Ιωαννίδου, Αρχιμανδρίτου, Το Προσκυνητάριον της Αγίας Γής, τεύχος Α, εν Ιεροσολύμοις 1877, σελ. 204).
Ως αναμφισβήτητον απόδειξιν περί του ακριβούς Τόπου της Σταυρώσεως του Ιησού δεχόμεθα την μαρτυρίαν των Ευαγγελιστών και την λεπτομερή, όντως, θείαν ιστόρησιν του Ευαγγελιστού Ματθαίου, ο οποίος θεοπνεύστως καταγράφει το εξής γεγονός: ότι κατά την στιγμήν της Σταυρώσεως «το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δυο από άνωθεν έως κάτω και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν»(Ματθ. 27, 51).

     Μεταξύ των πετρών τούτων ήτο και η του Γολγοθά, της οποίας η ρωγμή διεσώθη και ήτο ορατή εις τους μετά ταύτα χρόνους, έως και των ημερών μας. Ο σεισμός και το υπ’ αυτού δημιουργηθέν ρήγμα εις τον Γολγοθά επιβεβαιούται υπό αυτής της μαρτυρίας των προσκυνητών και διαπιστούται υπό των ειδικών επιστημόνων, oι οποίοι εξήτασαν το άνοιγμα του βράχου.

        Εις τον γενόμενον σεισμόν αναφέρονται οι ιστορικοί της εποχής εκείνης Τάκιτος και Σουετόνιος, των οποίων αι καταγραφαί αποτελούν αψευδείς μαρτυρίας του γεγονότος τούτου (Τιμοθέου Θέμελη, είτα Πατριάρχου Ιεροσολύμων), ένθ. ανωτ., σελ. 195). Επίσης ο Φλέγων, ως αναφέρει ο Ιερός Ιερώνυμος, λέγει ότι το δ’ έτος της β’ Ολυμπιάδος (έτος του θανάτου του Ιησού) εγένετο η μεγαλύτερα έκλειψις, ώστε ευκόλως έβλεπε τις τους αστέρας, οπότε συνέβη και ισχυρός σεισμός» (Ένθ άνωτ.). Την ύπαρξιν του σεισμικού ρήγματος του Γογλοθά αναφέρουν και επικαλούνται, εις επιβεβαίωσιν της Χριστιανικής πίστεως, ο Κύριλλος Ιεροσολύμων (Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις IV, κεφ. 9 «Πέτραι διερράγησαν τω φόβω δι’ αυτόν») και ο μάρτυς Λουκιανός, απολογούμενος υπό του Έπαρχου. Επίσης πλειάς περιηγητών και επιστημόνων βεβαιώνουν το σεισμικόν ρήγμα και αποδεικνύουν ότι η επί του βράχου του Γολγοθά ρωγμή προήλθεν εξ υπερφυσικού γεγονότος.

Μνημονεύεται ενταύθα ο Adisson, ο οποίος δεν επίστευεν το γεγονός τούτο και το εφαντάζετο ως αποκύημα τρυφερόν του ιερατικού κόσμου. Ελθών, όμως, ο ίδιος εις Ιεροσόλυμα και αφού εξήτασεν την ρωγμήν του βράχου φυσιολογικώς, ευθύς ανεφώνησεν: «άρχομαι να γίνωμαι Χριστιανός».

Η κατόπιν ενεργειών της Αγιοταφιτικής Αδελφότητας αποκόλλησις των επί του Γολγοθά καλυπτηρίων πλακών κατά το χρονικόν διάστημα Μαΐου Οκτωβρίου του 1988 επί της σεπτής πατριαρχείας του αοιδίμου Πατριάρχου Διόδωρου του Α’ (19812000) έφερεν εις φως τον βράχον του Γολγοθά. Οι διενεργήσαντες τον ως άνω πλήρη καθαρισμόν εκ των πλακών και του κάτωθεν αυτών γεμίσματος εκ γύψου, Καθηγητής και Ακαδημαϊκός Γεώργιος Λάββας και Αρχιτέκτων κ. Θεοδόσιος Μητρόπουλος σημειούν τα εξής:

α) Η διαμπερής ρωγμή δεξιά της Αγίας Τραπέζης έχει πλάτος μέχρι 12 εκ. εις ωρισμένα σημεία. Είναι συνεχής, ασφαλώς διαμπερής, και αναμφισβητήτως το αποτέλεσμα ενός ισχυρού σεισμού, ο οποίος έσχισε το άνω μέρος του Ιερού Βράχου του Γολγοθά εις δύο τμήματα. Ευθύς ως την αντικρύσαμεν, ήλθεν εις τον νουν μας η φράσις του Ευαγγελιστού Ματθαίου: «… και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν» (κεφ. ΚΖ) η οποία ανεφέρετο εις τον σεισμόν κατά την ώραν της Σταυρώσεως.

β) Το δεύτερον εύρημα ενετοπίσθη εις το βύθισμα του Ιερού Βράχου, όπισθεν ακριβώς του κέντρου της Αγίας Τραπέζης (η οποία ευρίσκεται επί του Φρικτού Γολγοθά). Πρόκειται περί λίθινης υποδοχής κυκλικής μορφής, μερικώς θραυσμένης, η οποία δηλώνει προφανώς το σημείον της τοποθετήσεως του Σταυρού του Μαρτυρίου. Έστω και εάν δεν είναι η αυθεντική υποδοχή, αλλά άλλη μεταγενεστέρας εποχής, διατηρεί εξ ολοκλήρου την σημασίαν της, διότι υποδηλώνει την παραδοθείσαν αυθεντικήν θέσιν του Σταυρικού θανάτου.

γ) Τέλος, η τρίτη ενδιαφέρουσα περιοχή ευρίσκεται αριστερά της Αγίας Τραπέζης, -που ο Ιερός Βράχος φέρει παλαιόν, λευκόχρυσον επίχρισμα με χαράγματα σταυρών. Εκεί πού τελειώνει ο Ιερός Βράχος, προς δυσμάς, διεσώθησαν επίσης τμήματα δύο διαδοχικών δαπέδων και ακόμη τμήμα λοξού τοίχου με κατεύθυνσιν από Β. προς Ν., ο οποίος συνεχίζεται κάτωθεν της Αγίας Τραπέζης. Πρόκειται περί δαπέδων παλαιοτέρων διαμορφώσεων του Ιερού χώρου πιθανώτατα του 11ου και 12ου αιώνος, ενώ ο λοξός τοίχος φέρει εις τον νουν την σχετικήν περιγραφήν του ρώσου ηγουμένου Δανιήλ (1106-7, μ.Χ). Η χρονολόγησις των ευρημάτων αυτών είναι ακόμα αντικείμενον μελέτης» (Λάββα Γ. Μητροπούλου Θ., Φρικτός Γολγοθάς, η αποκάλυψις του σημείου της Σταυρώσεως του θεανθρώπου. Εν Νέα Χιών, 1998 (Τόμος Π), σελ. 325-326). 

       Αντιθέτους απόψεις λοιπόν εκφράζουν μόνον όσοι δεν δέχονται τας ιστορικάς μαρτυρίας και την ζώσαν παράδοσιν της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Ο Πανάγιος και Ζωοποιός Τάφος ευρίσκεται εκεί που καθημερινώς προσέρχονται οι εκ των περάτων της γης ευλαβείς Προσκυνηταί και οι οποίοι λαμβάνουν την αενάως αναβλύζουσαν εξ αυτού χάριν και η γνησιότης του οποίου μαρτυρείται έκαστον Μέγα Σάββατον διά της θαυμαστής αφής του Αγίου Φωτός.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2008