Πέμπτη 5 Μαΐου 2022

Αν πας με το Ευαγγελιο, θα σε σταυρωση ο κοσμος

Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

«Οι θελοντες ευσεβως ζην εν Χριστω Ιησου διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3,12)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανή­­γυρις· ἑορτάζει ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἁγίους τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀνδρείους πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μέγας Ἀθανάσιος· στὸ ἁ­γιολόγιο τῆς Ὀρθοδοξίας κατέχει ξεχωριστὴ θέσι. Ἡ μορφή του –μα­ζὶ μὲ τὸν διάδοχό του ἅγιο Κύριλλο– τιμᾶ­ται στὶς 18 Ἰανουαρίου, καὶ σήμερα 2 Μαΐου εἶνε ἡ ἐπέτειος τῆς κοιμήσεώς του.
Ποιός ἦταν ὁ μέγας Ἀθανάσιος; Ὅλοι οἱ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες νὰ μαζευτοῦμε καὶ νὰ μᾶς στύψε­­τε, τὸ νυχάκι τοῦ μεγάλου Ἀ­θανασίου δὲν κάνουμε. Μεταξὺ τῶν ἁγίων ἀν­δρῶν πρῶ­τος μετὰ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ ἔρχεται ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος, καὶ δεύτερος χωρὶς ἀμφιβολία ὁ μέγας Ἀθανάσιος. Κήρυξε τὸ Εὐαγγέ­λιο, στερέ­ωσε τὴν Ὀρθοδοξία. Ὁ βίος του εἶ­νε βιβλίο ὁλόκληρο καὶ θὰ χρειάζονταν ὄχι ἕ­να ἀλλὰ πολλὰ κηρύγματα. Δὲν εἶμαι ἄ­ξιος νὰ τὸν ὑμνήσω· θὰ μοῦ ἐπιτρέ­ψετε μὲ συντομία ν᾽ ἀ­ναφερθῶ στὴ μορφή του.

* * *

Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐγκωμιάζει ὡς λαμ­πρὸ φω­στῆρα τῆς ἀληθείας. Στὸ πρόσωπό του πρα­γματοποιεῖται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «Ὑμεῖς ἐ­στε τὸ φῶς τοῦ κόσμου…» (Ματθ. 5,14). Οἱ Χριστι­α­νοὶ θέλει ὁ Κύρι­ος νὰ εἶνε φῶτα μέσα στὸ σκοτάδι τοῦ κόσμου· αὐτὴ τὴ σημασία ἄλλωσ­τε ἔχει τὸ κερὶ καὶ τὸ καντήλι ποὺ ἀνάβουμε. Ὅ­ποιος δὲν γνώρισε τὸ Χριστὸ ἔχει μεσάνυχτα καὶ μὲ τὴν βιοτή του σκοτίζει τὴν κοινωνία, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ ζῇ σύμφωνα μὲ τὸ Εὐ­αγγέλιο ἀνάβει ἔστω ἕνα κεράκι μέσα στὸν κόσμο αὐ­τόν. Ὁ μέγας Ἀθανάσιος ὅμως δὲν ἦταν κεράκι· ἦταν φωστήρας μεγάλος, ἥλιος.
Συμβαίνει βέβαια πολλὲς φορὲς τὸ χειμῶ­να ὁ ἥλι­ος νὰ κρύβεται ἐπὶ μία, δύο ἢ καὶ περισσότερες ἡμέρες, καὶ θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι χάθηκε· ἀλλὰ ὅσο καὶ ἂν τὰ σύννεφα παλέψουν μαζί του, ὁ ἥλιος πάντοτε νικᾷ τὰ σύννεφα. Ἔτσι καὶ ὁ μέγας Ἀθανάσιος ὁ ἥλιος τῆς Ὀρ­θοδοξίας. Ἦρθαν διαστήματα στὴν ἐ­πισκοπικὴ ζωή του ποὺ τὸ πρόσωπό του σκέπασαν σύννεφα μαῦρα καὶ σκοτεινά· θά ᾽λεγε κανεὶς τότε ὅτι ὁ Ἀθανάσιος ἔσβησε, δὲν ὑπῆρχε. Ἀλλ᾽ ὅπως ὁ ἥλιος πάντοτε νικᾷ τὰ σύννεφα καὶ λάμπει φωτεινός, ἔτσι καὶ ὁ μέγας Ἀθανάσιος ὕστερα ἀπὸ τὶς μεγάλες περιπέτειές του βγῆκε λαμπρότερος.
Εἶχε ἐχθροὺς στὴ ζωή του. Ἐχθροί του ἦ­ταν κυρίως οἱ αἱρετικοὶ μὲ ἐπὶ κεφα­λῆς τὸν δυσσεβῆ Ἄρειο. Τί ἦταν ὁ Ἄρειος; ἱερεύς, κή­ρυκας, θεολόγος. Ἀλλὰ ὑπερηφανεύτηκε, ξέφυγε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρ­θοδο­ξίας καὶ ἔ­γινε αἱρεσιάρχης. Ποιά ἦταν ἡ πλάνη, ἡ κακο­δοξία του; Ἂν ρωτήσῃς ὅλη τὴν κτίσι, τὴ θάλασσα τὶς λίμνες τὰ ποτάμια τὰ ζῷα τὰ πουλάκια τὰ δέντρα τὰ βουνὰ τὰ ἄστρα…, ποιός σᾶς ἔκανε; καὶ ἂν αὐτὰ εἶχαν γλῶσσα, θὰ σοῦ ἀ­παν­τοῦσαν· Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔκανε. Ὅλα πέφτουν καὶ τὸν προσκυνοῦν ὡς ποιητὴ καὶ δημιουργό τους. Ἕνας μόνο δὲν τὸν προσκύνησε, ὁ Ἄρειος· δὲν τὸν ἀνεγνώριζε ὡς Θεό. Ὁ Χριστός, ἔλεγε ὁ Ἄρειος, εἶνε σὰν τοὺς ἄλ­­λους ἀνθρώπους, κάτι παραπάνω βέβαια, κον­τὰ στὸ Θεό, ἀλλὰ ὄχι Θεός, εἶνε κτίσμα καὶ αὐ­τός. Αὐτὴ ἦ­ταν ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου, καὶ αὐτὴν καταπολέμησε ὁ μέγας Ἀθανάσιος.
Ἐχθρός του λοιπὸν ἦταν ὁ Ἄρειος, καὶ ἐ­χθροί του ἔγιναν πολλοὶ κληρικοί, αὐτοκράτορες καὶ λαός, ποὺ παρασύρθηκαν ἀπὸ τὴν πλάνη τοῦ Ἀ­ρείου. Αὐτοὶ τὸν πολέμησαν. Πῶς; Μ᾽ ἕνα ὅπλο φαρμακερό, μὲ τὸ ψεῦδος καὶ τὴ συκοφαντία. Τί εἶπαν δηλαδή;
Εἶπαν, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος ἔκανε φόνο. Ποιός; αὐτός, ποὺ δὲν πατοῦσε μυρμήγκι· ὅτι ὁ Ἀθανάσιος σκότωσε κάποιον Ἀρσένιο καὶ μὲ τὸ κομμένο χέρι του ἔκανε μαγεῖες. Ὑπάρχει ὅ­μως θεία πρόνοια! Ὅταν ὁ Ἀθανάσιος δικαζό­ταν γι᾽ αὐτό, βρῆκε αὐτὸν τὸν Ἀρσένιο, τὸν παρου­σίασε στὸ δικαστήριό τους καὶ ἡ συκοφαντία κατέπεσε. –Γνωρίζετε τὸν Ἀρ­­σένιο; τοὺς ρώτησε. –Βεβαίως. Ἀμέσως τότε βγάζει μπροστὰ ἐκεῖ τὸν Ἀρσένιο καὶ τοὺς ρω­τάει· –Εἶ­νε αὐτός; –Αὐτὸς εἶνε, ἀ­ναγκάστη­καν νὰ ὁμολογήσουν. –Δύο χέρια ἔ­δωσε στὸν καθένα μας ὁ Δημιουργός· νά τὸ δεξί του χέρι, νά καὶ τὸ ἀριστερό· ἂς μὴ ζητάῃ λοιπὸν καν­εὶς τρίτο χέρι τοῦ Ἀρσενίου. Ἔτσι ἡ συκοφαν­τία κατέπεσε καὶ οἱ συκοφάντες ντροπιάστηκαν.
Τὸν συκοφάντησαν ἀκόμα, ὅτι –αὐ­τὸς ποὺ μεγάλωσε ἀ­σκητικὰ ὡς μαθητὴς τοῦ μεγάλου Ἀν­τωνίου καὶ ἡ ζωή του ἦταν λευκὴ σὰν τὸ χιό­νι– ἔκανε πορνεία. Πλήρωσαν μάλιστα μιὰ γυναῖκα, ἡ ὁποία ποτέ δὲν εἶχε δεῖ τὸν Ἀθανά­σιο, τὴν ἔφεραν στὸ δικαστήριο καὶ κατέθεσε ψευδῶς, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος τὴν διέφθειρε. Ἀλλὰ μέγας εἶνε ὁ Θεός. Βγῆκε τότε μπροστὰ σὲ ὅλους ἕνας φίλος τοῦ Ἀθανασίου καὶ ἀπευθυνόμενος στὴ γυναῖκα εἶπε· –Ὥστε ἐγὼ λοιπὸν σοῦ ἀφαίρεσα τὴν παρθενία; –Ναὶ ἐ­σύ! εἶπε αὐτὴ νομίζοντας ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Ἀ­θα­νάσιος. Ἔτσι πάλι τὸ ψεῦδος κατέπεσε.
Ἀλλοτε οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἀθανασίου ἐπινόησαν ἄλλη ψευδῆ κατηγορία. Εἶπαν, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος εἶνε ἐναντίον τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ καθεστῶτος κι ὅτι ἐμποδίζει τὰ ἀλεξανδρινὰ πλοῖα νὰ ἐφοδιάζουν μὲ σιτάρι τὴν Βασιλεύουσα. Χιλιάδες στρατὸς πολιόρκησαν τὴν ἐκ­κλησία μὲ ὅπλα, χύθηκε αἷμα καὶ ἔβαψε τὸ δάπεδο τῆς ἐκκλησίας, σκοτώθηκαν ἄνθρωποι. Ὁ Ἀθανάσιος φυγαδεύτηκε στὴν ἔρημο κ᾽ ἔμενε ἐκεῖ σὲ σπηλιές μὲ τὰ ἄγρια θηρία. Ἄλλοτε κρυβόταν μέσα σ᾽ ἕνα ξεροπήγαδο καὶ ἄλλοτε μέσα σ᾽ ἕνα τάφο.
Πέντε φορὲς ἐκθρονίστηκε καὶ ἀπὸ τὰ 46 χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του ζωῆς περισσότερο ἀπὸ 16 χρόνια ἔζησε ἐκτὸς τοῦ θρόνου, ἐξόριστος· μετακινούμενος ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἀπὸ λιμάνι σὲ λιμάνι, ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνό, ἀπὸ πολιτεία σὲ πολιτεία. Ἔτσι ἔζησε ὁ μέγας Ἀθανάσιος.
Τέλος νίκησε ἡ Ἐκκλησία, ἐπικράτησε ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ ὁ μέγας Ἀθανάσιος δικαιώθηκε. Ἐπέστρεψε στὴν ἕδρα του καὶ πέρασε εἰρηνικὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του. Κοιμήθηκε σὰν σήμερα στὶς 2 Μαΐου τοῦ 375 σὲ ἡλικία 75 ἐτῶν.
Σήμερα τιμοῦμε τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, τὰ ὁποῖα συνέλεξαν οἱ Χριστιανοὶ τῆς ἐκ­κλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας ὡς θησαυ­ρὸ ἀνεκτίμητο καὶ τὰ ὁποῖα ἔκαναν θεραπεῖ­ες καὶ θαύματα μεγάλα στοὺς πιστούς.

* * *

Ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε ὡς ἐγκώμιο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶνε φτωχό. Ἀπὸ ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου ἐπιβεβαιώνεται ἐκεῖνο ποὺ ἔγραψε ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστό­λων, ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Πάντες οἱ θέλον­τες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσον­­ται· πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον πλανῶντες καὶ πλανώμε­νοι» (Β΄ Τιμ. 3,12-13). Ἀκοῦς; ἔχεις αὐτιά; Ἂν θέλῃς νὰ βαδίσῃς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ κόσμος θὰ σὲ σταυρώσῃ· πάει τελείωσε. Ἂν ἀποφασίσῃς μέ­σα στὴ σημερινὴ κοινωνία, τὴν ἄτιμη, τὴ δι­εφθαρμένη, τὴν ἀντίχριστη, νὰ κρατήσῃς τὸ Εὐαγγέλιο ψηλὰ καὶ νὰ τιμήσῃς τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσες στὸ Χριστό, νὰ ξέρῃς ὅτι δὲν θὰ ζήσῃς μὲ πλούτη, τιμὲς καὶ ἀνέσεις· πιθανῶς δὲν θὰ ἔχῃς καὶ αἴ­σιο τέλος. Θὰ διωχθῇς ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ δαίμονες, θὰ συκοφαντηθῇς, θὰ ἀδικηθῇς. Θὰ πεθάνῃς παραγ­κωνισμένος καὶ περιφρονημένος. Καὶ ἐνῷ ἐ­σὺ θὰ ταλαιπωρῆσαι, θὰ βλέπῃς ἄλλους, πονηροὺς καὶ ἀπατεῶνες, νὰ προοδεύουν στὸ κακό, νὰ πλανῶνται οἱ ἴδιοι καὶ νὰ παρασύρουν καὶ ἄλλους στὴν πλάνη τους.
Διωγμὸς εἶνε ὁ κλῆρος τῶν εὐσεβῶν. Διώχθηκαν οἱ ἀπόστολοι, ὁ Παῦλος, ὁ Πέτρος, ὁ Στέφανος… Διώχθηκαν οἱ ἀποστολικοὶ πατέρες, ὁ Πολύκαρπος, ὁ Ἰγνάτιος, ὁ Ἱππόλυτος… Διώχθηκαν οἱ μάρτυρες, οἱ μεγαλομάρτυρες, οἱ νεομάρτυρες. Μπορεῖτε νὰ ὑπολογίσετε πόσοι ἔπεσαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας; Σὲ πολλὰ ἑκατομμύρια ὑπολογίζονται τὰ θύματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας· μὲ τὰ αἵματα ὅλων αὐτῶν εἶνε ποτισμένο τὸ δέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Καὶ ὁ διωγμὸς δὲν σταμάτησε, συνεχίζεται. Σήμερα βέβαια ἡ μορφὴ τοῦ διωγμοῦ εἶνε δι­αφορετικὴ ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου καὶ τῶν ἄλλων πατέρων καὶ τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα ὁ διωγμὸς ἔ­χει τὴ μορφὴ τῆς εἰρωνείας. Θὰ σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα καὶ θὰ τελειώσω. Μοῦ ἔλεγε ἕ­νας πατέρας στὴ Φλώρινα· Ἔμαθα τὸ παιδί μου ἀπὸ μικρὸ νὰ κάνῃ τὸ σταυρό του ὅταν κάθεται στὸ τραπέζι. Ἔτσι ἔβγαλε τὸ δημοτικὸ σχολειό, τὸ γυμνάσιο, καὶ πῆγε στὸ πανεπιστήμιο στὴ Θεσσαλονίκη. Πῆγε στὴ φοιτητικὴ λέσχη γιὰ φαγητὸ καὶ ὅταν ἔκανε τὸ σταυρό του γελοῦσαν γύρω του. Αὐτὸ ἔγινε πρώτη καὶ δεύτερη φορά, καὶ τὴν τρίτη τὸν πέταξαν ἔξω! Νά ὁ διωγμὸς τοῦ πιστοῦ σήμερα, νὰ ὁ σταυρὸς ποὺ καλεῖται νὰ σηκώσῃ ὁ Χριστιανὸς στὴν ἐποχή μας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἁγ. Ἀθανασίου Νεοχωρακίου – Φλωρίνης τὴν 2-5-1968, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 24-4-2022.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=95272#more-95272