(Σχ. ΙΧΘΥΣ: Μακροσκελές κείμενο ἀλλά ἀξίζει τόν κόπο νά μελετηθεῖ)
Αἰσθάνομαι μεγάλη χαρά, γιατί εἶμαι ἀπόψε μαζί σας. Ἔρχομαι ἐδῶ σάν προσκυνητής, ἀλλά καί γιά νά ἐκφράσω σεβασμό καί τιμή πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καί πρός ὅλους ὅσους διά μέσου τῶν αἰώνων διετήρησαν μέ τούς ἀγῶνες τους τήν Κύπρο ἑλληνική καί ὀρθόδοξο.
Αἰωνία ἡ μνήμη τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ΕΟΚΑ, τῶν νέων παιδιῶν πού ἦσαν γεμᾶτα ἀπό τόν Χριστό, τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ἑλλάδα. Γι᾿ αὐτό σήμερα εἶμαι ἐδῶ προσκυνητής καί τοῦ δικοῦ των ἀγῶνος καί τῆς δικῆς των θυσίας καί ὅλων ἐκείνων πού μαζί τους ἀγωνίσθηκαν καί θυσιάστηκαν γιά τήν ἐλευθερία, ἑλληνικότητα καί ὀρθοδοξία τῆς Κύπρου.
Ἄρα λοιπόν, μή θεωρεῖτε ὅτι εἶσθε ὀφειλέται ἀπέναντί μου. Ἐγώ ἐκφράζω μία ὀφειλή ἀπέναντί σας καί ἀπέναντι ὅλων τῶν προγόνων μας καί προγόνων σας Κυπρίων, πού κράτησαν, ὅπως εἴπαμε, ὀρθόδοξο καί ἑλληνική τήν Κύπρο, ἀπό τήν ἐποχή τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Παύλου καί Βαρνάβα μέχρι σήμερα.
Πρίν προχωρήσω στό θέμα μου, πρέπει νά ἐκφράσω καί ἐγώ τίς εὐχαριστίες μου πρός τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου κ. Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος μέ ἀγάπη ἔδωσε τήν εὐλογία του γιά νά εἶμαι ἐν μέσῳ ὑμῶν, ὅπως καί τόν σύλλογο «Οἱ φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους», πού εἶναι ἐκλεκτοί ἀδελφοί καί μέ τούς ὁποίους συνδέομαι ἀπό πολλά χρόνια. Ἡ καλή τους πρόθεσις καί οἱ ὡραῖοι σκοποί πού ἔχουν τάξει στόν σύλλογό τους εἶναι κάτι τό ὁποῖο μέ εὐχαριστεῖ καί μέ συγκινεῖ.
Ὅπως γνωρίζετε, ὁ ἑλληνικός λαός τῆς Κύπρου ἦταν πάντοτε ἕνας λαός φιλόθρησκος, ἀκόμη καί ἀπό τήν ἐποχή τῆς εἰδωλολατρίας. Μάλιστα ἐδῶ, κοντά στούς ἄλλους θεούς πού ἐλάτρευαν πρίν γνωρίσουν τόν ἀληθινό Θεό, οἱ Ἕλληνες τῆς Κύπρου τιμοῦσαν ἰδιαίτερα τήν Ἀφροδίτη. Ἄραγε λατρεύοντας τήν Ἀφροδίτη, ἐλάτρευαν μόνον τήν σαρκική ὀμορφιά; Νομίζω ὅτι πέρα ἀπό τήν σαρκική ὀμορφιά οἱ ἄνθρωποι διψοῦσαν γιά τήν πνευματική ὀμορφιά. Διψοῦσαν γιά τό οὐράνιο κάλλος, ἀλλά δέν τό εἶχαν γνωρίσει, καί ἔμεναν στό σαρκικό καί φθαρτό κάλλος. Πίσω ὅμως ἀπό αὐτό ὑπῆρχε ἡ νοσταλγία τοῦ οὐρανίου κάλλους.
Μέ τήν ἔλευσι τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο ἀποκαλύφθηκε τό οὐράνιο κάλλος. Ἀποκαλύφθηκε ὅτι ὑπάρχει ἕνα, κατά τούς ἁγίους Πατέρας, «ὑπέρκαλλον κάλλος», μία ὀμορφιά πνευματική, ἡ ὁποία εἶναι ὑπεράνω κάθε ὀμορφιᾶς. Ὑπάρχει ἕνα φῶς ὑπέρτατον, πάνω ἀπό κάθε φῶς. Καί αὐτό εἶναι ὁ Θεός. Καί ὅταν κανείς γνωρίσῃ τόν Θεό, γνωρίζει πραγματικά τήν ἀληθινή ὀμορφιά, τό μόνο ἀληθινό κάλλος. Αὐτό τό κάλλος φανερώθηκε στήν Παναγία μας ἰδιαίτερα. Καί γι᾿ αὐτό τό νησί τῆς Ἀφροδίτης ἔγινε νησί τῆς Παναγίας.
Παντοῦ ἡ Παναγία παροῦσα στήν Κύπρο μας. Τά περισσότερα μοναστήρια τῆς Κύπρου εἶναι ἀφιερωμένα, ὅπως εἶδα, στήν Παναγία. Καί οἱ Ἅγιοι τῆς Κύπρου, καί αὐτοί γεμᾶτοι ἀπό αὐτό τό οὐράνιο κάλλος, γεμᾶτοι ἀπό αὐτό τό οὐράνιο φῶς, τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἡ Κύπρος ἔγινε ἡ νῆσος τῆς πνευματικῆς ὀμορφιᾶς, τοῦ οὐρανίου κάλλους.
Νῆσος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων. Οἱ κάτοικοι τῆς Κύπρου, πού στόν Χριστό, στήν Παναγία, στούς Ἁγίους καί στήν Ἐκκλησία βρῆκαν αὐτό πού νοσταλγοῦσαν, μετά τό βάπτισμά τους δέν εἶναι μόνο Ἕλληνες, ἀλλά εἶναι Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός Κύπριος ἐδημιούργησε τόν Ὀρθόδοξο Ἑλληνικό Κυπριακό Χριστιανικό πολιτισμό. Ὁ Ἕλληνας ἄνθρωπος μπῆκε μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἔγινε Χριστιανός Ἕλληνας ἄνθρωπος.
Καί ἀπό αὐτήν τήν μεταμόρφωσι τοῦ Ἕλληνος ἀνθρώπου μέσα στήν Ἐκκλησία βγῆκε καί ὁ Ἑλληνορθόδοξος Χριστιανικός μας πολιτισμός, πού ἐδῶ στήν Κύπρο ἔχει ἐπί πλέον καί τόν κυπριακό του χαρακτῆρα.
Αὐτόν τόν πολιτισμό ἐκφράζουν τά ὀρθόδοξα κυπριακά ἤθη καί ἔθιμα, ἡ τέχνη, ἡ κοινοτική καί κοινωνική ζωή, ἡ ἐθνική ζωή, ὁ γάμος, ἡ οἰκογένεια. Ὅλα αὐτά μπῆκαν μέσα στήν Ἐκκλησία καί εὐλογήθηκαν. Ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε τό προνόμιο νά εἴμεθα οἱ κληρονόμοι μιᾶς τέτοιας μεγάλης κληρονομίας, ὅπως εἶναι ὁ ἑλληνορθόδοξος πολιτισμός μας, ἡ ἑλληνορθόδοξος παράδοσίς μας.
Θά ἤθελα σήμερα στήν ὁμιλία μου αὐτήν νά ἀναφέρω μερικά στοιχεῖα χαρακτηριστικά αὐτῆς τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας.
Α. Ἐκκλησιαστικότης
Ἕνα βασικό στοιχεῖο αὐτῆς τῆς ἑλληνορθοδόξου πνευματικῆς κληρονομίας πού ἐκληρονομήσαμε εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικότης. Ὁ ὀρθόδοξος λαός μας ἤθελε ὅλη ἡ ζωή του νά περνᾷ μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ γέννησις, τά παιδικά χρόνια, ὁ γάμος, ἡ παιδεία, ἡ ἐργασία, ἡ κοινωνική καί ἡ ἐθνική ζωή, τά πάντα νά εἶναι ἐκκλησιαστικά. Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας μέ τά μυστήρια καί τίς εὐχές της ἁγιάζει ὁλόκληρη τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Τίποτε δέν μένει –ἐκτός τῆς ἁμαρτίας–, πού νά μή μπορῇ νά μπῇ μέσα στήν Ἐκκλησία, γιά νά ἁγιασθῇ.
Θυμᾶμαι μία φορά, πού μοῦ ἦλθε ἕνα κυβερνητικό περιοδικό ἀπό τήν Κύπρο. Ἔγραφε πῶς γινόταν ὁ γάμος στήν Κύπρο. Ἐκεῖ ἔδειχνε ὅτι ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας σέ ἕνα γάμο δέν περιοριζόταν μόνο τήν ὥρα τῆς ἱεροτελεστίας. Ἄρχιζε ἀπό μερικές ἡμέρες πρίν, πού ἑτοιμαζόταν τό νέο σπίτι γιά τούς μελλονύμφους, καί συνεχιζόταν μετά τόν γάμο. Ὁ παπάς ἐρχόταν στό σπίτι καί εὐλογοῦσε τήν νέα οἰκογένεια.
Ἔβλεπε κανείς ὅτι ὑπῆρχε μία πραγματική συμμετοχή τῆς Ἐκκλησίας καί στήν προετοιμασία τοῦ γάμου καί μετά τόν γάμο, μέ τήν ἔναρξι τῆς νέας οἰκογενείας καί τοῦ νέου σπιτιοῦ. Ἤθελε ὁ λαός μας, ἡ Παράδοσις τοῦ λαοῦ μας, ὅλα νά εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὄχι γιατί ἡ Ἐκκλησία θέλει νά κατακτήσῃ τόν κόσμο· δέν ὑπάρχει τέτοιο πνεῦμα στήν Ὀρθοδοξία. Ἡ Ἐκκλησία θέλει νά προσλάβῃ καί νά μεταμορφώσῃ τόν κόσμο. Εἶναι αὐτό μία θεολογική συνέπεια τῆς ἀληθείας πού πιστεύουμε στήν Ἐκκλησία μας, ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος καί προσέλαβε ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπίνη φύσι, ὥστε ὅλη τήν ἀνθρωπίνη φύσι νά θεώσῃ καί νά ἁγιάσῃ. Ἐάν κάτι ἀνθρώπινο ἔμενε ἀπρόσληπτο ἀπό τόν Θεό Λόγο, θά ἔμενε καί ἀθεράπευτο: «Τό γάρ ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον»1. Ὅλα προσελήφθησαν τά τοῦ ἀνθρώπου, πλήν τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία δέν ἀνήκει στήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι παρά φύσιν κατάστασις.
Ὅλα λοιπόν τά τοῦ ἀνθρώπου προσελήφθησαν, γιά νά μεταμορφωθοῦν, νά φωτισθοῦν, καί νά θεωθῇ ὁ ἄνθρωπος.
Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία ἐπέμενε τόσο πολύ κατά τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι κατά καιρούς ἐδίδασκαν ὅτι ὁ Χριστός δέν προσέλαβε πλήρη τήν ἀνθρωπίνη φύσι. Ἡ Ἐκκλησία ἐπέμενε μέ Οἰκουμενικές Συνόδους, ὅτι ὁ Χριστός προσέλαβε πλήρη τήν ἀνθρωπίνη φύσι καί ἑπομένως προσλαμβάνει καί πλήρως τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς. Ὅπως εἴπαμε, ὄχι γιά νά τόν κατακτήσῃ ἀλλά γιά νά τόν ἐλευθερώσῃ, νά τόν μεταμορφώσῃ, νά τόν ἁγιάσῃ, νά τόν φωτίσῃ, νά τόν χαριτώσῃ.
Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία θέλει νά προσλαμβάνῃ ὅλη τήν ζωή.
Θέλει νά προσλαμβάνῃ τόν γάμο, τήν παιδεία, τήν ἐθνική ζωή. Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους δέν νοεῖται γάμος ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε νοεῖται παιδεία ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε νοεῖται ἐθνική ζωή ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Διότι, ἐάν αὐτά μείνουν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, μένουν ἔξω ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. «Ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου»2. Καί ὅσα καλά στοιχεῖα καί ἄν ἔχουν, εἶναι ἄρρωστα, σημαδεμένα μέ τήν φθορά καί τόν θάνατο. Τελικά οὔτε ἀναπαύουν οὔτε ὁλοκληρώνουν τόν ἄνθρωπο. Μόνο ὁ Χριστός ἐνίκησε τόν θάνατο καί μόνο ὅπου μπεῖ ὁ Χριστός τά φωτίζει ὅλα μέ τό φῶς τῆς Ἀναστάσεώς του, ξεπερνιέται ὁ θάνατος, ἡ ματαιότης, ἡ φθορά, πού εἶναι καθολικός νόμος τῆς ζωῆς μας, ὅπως τό βλέπουμε κάθε μέρα καί στήν βιολογική μας ὕπαρξι.
Μέσα λοιπόν στήν Ἐκκλησία οἱ Ὀρθόδοξοι πρόγονοί μας ἤθελαν νά περνᾷ ὅλη τους ἡ ζωή, ὥστε ὅλη τους ἡ ζωή νά γίνεται λειτουργία, εὐχαριστία. Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἡ Λειτουργία δέν τελειώνει μέ τίς δύο ὧρες πού θά πᾶμε τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία. Ὅλη μας ἡ ζωή γίνεται Λειτουργία. Ἄν πηγαίνουμε δύο ὧρες τήν Κυριακή στήν Θ. Λειτουργία καί στίς ἑορτές, πηγαίνο με ὥστε ἀπό ἐκεῖ νά πάρουμε τό πνεῦμα τῆς Θ. Λειτουργίας, καί ὅλη μας ἡ ζωή νά γίνῃ Λειτουργία, προσφορά στόν Θεό, ἀναφορά στόν Θεό, εὐχαριστία πρός τόν Θεό. Ὅλη μας ἡ ζωή νά συμμορφωθῇ πρός τό θυσιαστικό ἦθος τοῦ Χριστοῦ. Διότι μέσα στήν Θ. Λειτουργία κυρίως φανερώνεται ὅτι τό ἦθος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό θυσιαστικό. Ζοῦμε τήν θυσία Του γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Καί ἐπειδή εἶναι θυσία ἡ Θ. Λειτουργία, ὁ Χριστιανός φεύγει ἀπό τήν Ἐκκλησία μετά τήν Θ. Λειτουργία φωτισμένος, χαριτωμένος, ὥστε ὅλα νά τά ζῇ λειτουργικά, εὐχαριστιακά, θυσιαστικά. Νά προσφέρεται στόν Θεό καί στόν συνάνθρωπό του. Νά ἀγωνίζεται κατά τῶν παθῶν του, τοῦ ἐγωισμοῦ του, τῆς φιλαυτίας του.
Μέσα στήν Θ. Λειτουργία προσφέρουμε ἐν Χριστῷ τά πάντα στόν Θεό: «Τά σά ἐκ τῶν σῶν, σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα». Ὅταν λέμε «τά σά ἐκ τῶν σῶν, σοί προσφέρομεν», ἐννοοῦμε πραγματικά τά πάντα. Δέν μποροῦμε νά ἀφήσουμε τίποτε ἀπό τήν ζωή μας πού νά μή τό προσφέρουμε στόν Θεό. Διότι τότε σημαίνει ὅτι προσφέρουμε στόν Θεό μέ ὅρους καί κάποιο τμῆμα ἤ κάποιον τομέα τῆς ζωῆς μας. Ἀλλ᾿ ὁ Θεός δέν θέλει ἕνα μέρος τῆς ζωῆς μας.
Θέλει ὅλη τήν ζωή μας. Θέλει τήν οἰκογενειακή μας ζωή, τήν παιδεία μας, τήν τέχνη μας, τήν ἱστορία μας, τά πάντα. Γιατί θέλει τά πάντα; Γιά νά τά φωτίσῃ ὅλα, νά τά χαριτώσῃ ὅλα, νά τά σφραγίσῃ ὅλα μέ τήν σφραγίδα τῆς Ἀναστάσεώς Του. Νά τά βγάλῃ ἀπό τήν φθορά καί τόν θάνατο. Ὁ Ἴδιος, ἄλλωστε, δέν μᾶς δίνει ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ Του. Μᾶς δίνει ὁλόκληρο τόν ἑαυτό Του: «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό ἐστι τό Σῶμά μου... πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τό Αἷμά μου»3. Δέν μᾶς δίνει μόνο τήν διδασκαλία Του ἤ μόνο τό ἠθικό Του παράδειγμα. Μᾶς δίνει τόν ἑαυτό Του ὅλο, τήν ζωή Του ὅλη. Τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του.
Μέσα στήν Θ. Λειτουργία καί στήν εὐχαριστιακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μαθαίνουμε νά δεχόμαστε ὅλα τά πράγματα καί ὅλα τά πρόσωπα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὡς ἰδιοκτησία μας. Μαθαίνουμε νά τά ἐκτιμοῦμε σωστά. Ὅταν βλέπω στό κάθε ὑλικό πρᾶγμα ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός ἐμένα, ἀλλοιῶς θά τό ἐκτιμήσω καί ἀλλοιῶς θά τό χρησιμοποιήσω. Καί ὅταν στόν κάθε ἄνθρωπο, τόν γνωστό ἤ τόν ἄγνωστο, βλέπω τόν στενό συγγενῆ μου, τόν φίλο, τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τό δῶρο τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐμένα, ἀλλοιῶς θά σταθῶ ἀπέναντί του.
Καί ἀλλοιῶς θά εὐχαριστήσω τόν Θεό γιά τά πράγματα καί τά πρόσωπα. Καί ἀλλοιῶς θά προσφερθῶ ἐγώ καί στόν Θεό καί στά ἄλλα ἀνθρώπινα πρόσωπα. Θά αἰσθανθῶ καί ἐγώ τήν ἀνάγκη νά προσφέρω τόν ἑαυτό μου σ᾿ αὐτούς σάν δῶρο. Ἄν π.χ. ὁ σύζυγος βλέπῃ τήν σύζυγό του σάν δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν, παρά τίς ἀδυναμίες πού μπορεῖ νά ἔχῃ ἡ σύζυγος, ἤ τό ἀντίθετο, θά αἰσθανθῇ καί αὐτός τήν ἀνάγκη νά προσφερθῇ στήν σύντροφο τῆς ζωῆς του ὡς δῶρο. Καί ὅλη ἡ ζωή νά γίνεται μέ αὐτό τό πνεῦμα καί τό πρῖσμα: ὅτι εἴμεθα ὅλοι δῶρα τοῦ Θεοῦ ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο. Καί ὅτι πρέπει νά ζοῦμε ὅλοι μεταξύ μας ἀνταλλάσσοντες ὡς δῶρο ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλο τήν ἀγάπη μας. Μέσα στήν Ἐκκλησία μᾶς δίνεται αὐτή ἡ χάρις: ἡ σχέσις μας μέ τόν Θεό καί ἡ σχέσις μας μέ τούς ἀνθρώπους νά εἶναι μία ἀνταλλαγή δώρων.
Κατά τήν Θ. Λειτουργία προσφέρουμε στόν Θεό τόν ἄρτο καί τόν οἶνο. Τό πρόσφορο, πού κατά τήν εὐλογημένη παράδοσι τοῦ λαοῦ μας προσφέρουμε, ἔχει μεγάλη θεολογική σημασία. Συνοψίζει, περιλαμβάνει ὅλη μας τήν ζωή. Δέν προσφέρουμε μόνο σιτάρι, οὔτε ἀλεύρι μόνο. Προσφέρουμε ψωμί. Τό σιτάρι ἔγινε ἀλεύρι καί τό ἀλεύρι γίνεται ψωμί.
Πρίν προχωρήσω στό θέμα μου, πρέπει νά ἐκφράσω καί ἐγώ τίς εὐχαριστίες μου πρός τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου κ. Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος μέ ἀγάπη ἔδωσε τήν εὐλογία του γιά νά εἶμαι ἐν μέσῳ ὑμῶν, ὅπως καί τόν σύλλογο «Οἱ φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους», πού εἶναι ἐκλεκτοί ἀδελφοί καί μέ τούς ὁποίους συνδέομαι ἀπό πολλά χρόνια. Ἡ καλή τους πρόθεσις καί οἱ ὡραῖοι σκοποί πού ἔχουν τάξει στόν σύλλογό τους εἶναι κάτι τό ὁποῖο μέ εὐχαριστεῖ καί μέ συγκινεῖ.
Ὅπως γνωρίζετε, ὁ ἑλληνικός λαός τῆς Κύπρου ἦταν πάντοτε ἕνας λαός φιλόθρησκος, ἀκόμη καί ἀπό τήν ἐποχή τῆς εἰδωλολατρίας. Μάλιστα ἐδῶ, κοντά στούς ἄλλους θεούς πού ἐλάτρευαν πρίν γνωρίσουν τόν ἀληθινό Θεό, οἱ Ἕλληνες τῆς Κύπρου τιμοῦσαν ἰδιαίτερα τήν Ἀφροδίτη. Ἄραγε λατρεύοντας τήν Ἀφροδίτη, ἐλάτρευαν μόνον τήν σαρκική ὀμορφιά; Νομίζω ὅτι πέρα ἀπό τήν σαρκική ὀμορφιά οἱ ἄνθρωποι διψοῦσαν γιά τήν πνευματική ὀμορφιά. Διψοῦσαν γιά τό οὐράνιο κάλλος, ἀλλά δέν τό εἶχαν γνωρίσει, καί ἔμεναν στό σαρκικό καί φθαρτό κάλλος. Πίσω ὅμως ἀπό αὐτό ὑπῆρχε ἡ νοσταλγία τοῦ οὐρανίου κάλλους.
Μέ τήν ἔλευσι τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο ἀποκαλύφθηκε τό οὐράνιο κάλλος. Ἀποκαλύφθηκε ὅτι ὑπάρχει ἕνα, κατά τούς ἁγίους Πατέρας, «ὑπέρκαλλον κάλλος», μία ὀμορφιά πνευματική, ἡ ὁποία εἶναι ὑπεράνω κάθε ὀμορφιᾶς. Ὑπάρχει ἕνα φῶς ὑπέρτατον, πάνω ἀπό κάθε φῶς. Καί αὐτό εἶναι ὁ Θεός. Καί ὅταν κανείς γνωρίσῃ τόν Θεό, γνωρίζει πραγματικά τήν ἀληθινή ὀμορφιά, τό μόνο ἀληθινό κάλλος. Αὐτό τό κάλλος φανερώθηκε στήν Παναγία μας ἰδιαίτερα. Καί γι᾿ αὐτό τό νησί τῆς Ἀφροδίτης ἔγινε νησί τῆς Παναγίας.
Παντοῦ ἡ Παναγία παροῦσα στήν Κύπρο μας. Τά περισσότερα μοναστήρια τῆς Κύπρου εἶναι ἀφιερωμένα, ὅπως εἶδα, στήν Παναγία. Καί οἱ Ἅγιοι τῆς Κύπρου, καί αὐτοί γεμᾶτοι ἀπό αὐτό τό οὐράνιο κάλλος, γεμᾶτοι ἀπό αὐτό τό οὐράνιο φῶς, τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἡ Κύπρος ἔγινε ἡ νῆσος τῆς πνευματικῆς ὀμορφιᾶς, τοῦ οὐρανίου κάλλους.
Νῆσος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων. Οἱ κάτοικοι τῆς Κύπρου, πού στόν Χριστό, στήν Παναγία, στούς Ἁγίους καί στήν Ἐκκλησία βρῆκαν αὐτό πού νοσταλγοῦσαν, μετά τό βάπτισμά τους δέν εἶναι μόνο Ἕλληνες, ἀλλά εἶναι Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός Κύπριος ἐδημιούργησε τόν Ὀρθόδοξο Ἑλληνικό Κυπριακό Χριστιανικό πολιτισμό. Ὁ Ἕλληνας ἄνθρωπος μπῆκε μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἔγινε Χριστιανός Ἕλληνας ἄνθρωπος.
Καί ἀπό αὐτήν τήν μεταμόρφωσι τοῦ Ἕλληνος ἀνθρώπου μέσα στήν Ἐκκλησία βγῆκε καί ὁ Ἑλληνορθόδοξος Χριστιανικός μας πολιτισμός, πού ἐδῶ στήν Κύπρο ἔχει ἐπί πλέον καί τόν κυπριακό του χαρακτῆρα.
Αὐτόν τόν πολιτισμό ἐκφράζουν τά ὀρθόδοξα κυπριακά ἤθη καί ἔθιμα, ἡ τέχνη, ἡ κοινοτική καί κοινωνική ζωή, ἡ ἐθνική ζωή, ὁ γάμος, ἡ οἰκογένεια. Ὅλα αὐτά μπῆκαν μέσα στήν Ἐκκλησία καί εὐλογήθηκαν. Ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε τό προνόμιο νά εἴμεθα οἱ κληρονόμοι μιᾶς τέτοιας μεγάλης κληρονομίας, ὅπως εἶναι ὁ ἑλληνορθόδοξος πολιτισμός μας, ἡ ἑλληνορθόδοξος παράδοσίς μας.
Θά ἤθελα σήμερα στήν ὁμιλία μου αὐτήν νά ἀναφέρω μερικά στοιχεῖα χαρακτηριστικά αὐτῆς τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας.
Α. Ἐκκλησιαστικότης
Ἕνα βασικό στοιχεῖο αὐτῆς τῆς ἑλληνορθοδόξου πνευματικῆς κληρονομίας πού ἐκληρονομήσαμε εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικότης. Ὁ ὀρθόδοξος λαός μας ἤθελε ὅλη ἡ ζωή του νά περνᾷ μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ γέννησις, τά παιδικά χρόνια, ὁ γάμος, ἡ παιδεία, ἡ ἐργασία, ἡ κοινωνική καί ἡ ἐθνική ζωή, τά πάντα νά εἶναι ἐκκλησιαστικά. Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας μέ τά μυστήρια καί τίς εὐχές της ἁγιάζει ὁλόκληρη τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Τίποτε δέν μένει –ἐκτός τῆς ἁμαρτίας–, πού νά μή μπορῇ νά μπῇ μέσα στήν Ἐκκλησία, γιά νά ἁγιασθῇ.
Θυμᾶμαι μία φορά, πού μοῦ ἦλθε ἕνα κυβερνητικό περιοδικό ἀπό τήν Κύπρο. Ἔγραφε πῶς γινόταν ὁ γάμος στήν Κύπρο. Ἐκεῖ ἔδειχνε ὅτι ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας σέ ἕνα γάμο δέν περιοριζόταν μόνο τήν ὥρα τῆς ἱεροτελεστίας. Ἄρχιζε ἀπό μερικές ἡμέρες πρίν, πού ἑτοιμαζόταν τό νέο σπίτι γιά τούς μελλονύμφους, καί συνεχιζόταν μετά τόν γάμο. Ὁ παπάς ἐρχόταν στό σπίτι καί εὐλογοῦσε τήν νέα οἰκογένεια.
Ἔβλεπε κανείς ὅτι ὑπῆρχε μία πραγματική συμμετοχή τῆς Ἐκκλησίας καί στήν προετοιμασία τοῦ γάμου καί μετά τόν γάμο, μέ τήν ἔναρξι τῆς νέας οἰκογενείας καί τοῦ νέου σπιτιοῦ. Ἤθελε ὁ λαός μας, ἡ Παράδοσις τοῦ λαοῦ μας, ὅλα νά εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὄχι γιατί ἡ Ἐκκλησία θέλει νά κατακτήσῃ τόν κόσμο· δέν ὑπάρχει τέτοιο πνεῦμα στήν Ὀρθοδοξία. Ἡ Ἐκκλησία θέλει νά προσλάβῃ καί νά μεταμορφώσῃ τόν κόσμο. Εἶναι αὐτό μία θεολογική συνέπεια τῆς ἀληθείας πού πιστεύουμε στήν Ἐκκλησία μας, ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος καί προσέλαβε ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπίνη φύσι, ὥστε ὅλη τήν ἀνθρωπίνη φύσι νά θεώσῃ καί νά ἁγιάσῃ. Ἐάν κάτι ἀνθρώπινο ἔμενε ἀπρόσληπτο ἀπό τόν Θεό Λόγο, θά ἔμενε καί ἀθεράπευτο: «Τό γάρ ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον»1. Ὅλα προσελήφθησαν τά τοῦ ἀνθρώπου, πλήν τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία δέν ἀνήκει στήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι παρά φύσιν κατάστασις.
Ὅλα λοιπόν τά τοῦ ἀνθρώπου προσελήφθησαν, γιά νά μεταμορφωθοῦν, νά φωτισθοῦν, καί νά θεωθῇ ὁ ἄνθρωπος.
Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία ἐπέμενε τόσο πολύ κατά τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι κατά καιρούς ἐδίδασκαν ὅτι ὁ Χριστός δέν προσέλαβε πλήρη τήν ἀνθρωπίνη φύσι. Ἡ Ἐκκλησία ἐπέμενε μέ Οἰκουμενικές Συνόδους, ὅτι ὁ Χριστός προσέλαβε πλήρη τήν ἀνθρωπίνη φύσι καί ἑπομένως προσλαμβάνει καί πλήρως τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς. Ὅπως εἴπαμε, ὄχι γιά νά τόν κατακτήσῃ ἀλλά γιά νά τόν ἐλευθερώσῃ, νά τόν μεταμορφώσῃ, νά τόν ἁγιάσῃ, νά τόν φωτίσῃ, νά τόν χαριτώσῃ.
Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία θέλει νά προσλαμβάνῃ ὅλη τήν ζωή.
Θέλει νά προσλαμβάνῃ τόν γάμο, τήν παιδεία, τήν ἐθνική ζωή. Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους δέν νοεῖται γάμος ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε νοεῖται παιδεία ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε νοεῖται ἐθνική ζωή ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Διότι, ἐάν αὐτά μείνουν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, μένουν ἔξω ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. «Ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου»2. Καί ὅσα καλά στοιχεῖα καί ἄν ἔχουν, εἶναι ἄρρωστα, σημαδεμένα μέ τήν φθορά καί τόν θάνατο. Τελικά οὔτε ἀναπαύουν οὔτε ὁλοκληρώνουν τόν ἄνθρωπο. Μόνο ὁ Χριστός ἐνίκησε τόν θάνατο καί μόνο ὅπου μπεῖ ὁ Χριστός τά φωτίζει ὅλα μέ τό φῶς τῆς Ἀναστάσεώς του, ξεπερνιέται ὁ θάνατος, ἡ ματαιότης, ἡ φθορά, πού εἶναι καθολικός νόμος τῆς ζωῆς μας, ὅπως τό βλέπουμε κάθε μέρα καί στήν βιολογική μας ὕπαρξι.
Μέσα λοιπόν στήν Ἐκκλησία οἱ Ὀρθόδοξοι πρόγονοί μας ἤθελαν νά περνᾷ ὅλη τους ἡ ζωή, ὥστε ὅλη τους ἡ ζωή νά γίνεται λειτουργία, εὐχαριστία. Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἡ Λειτουργία δέν τελειώνει μέ τίς δύο ὧρες πού θά πᾶμε τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία. Ὅλη μας ἡ ζωή γίνεται Λειτουργία. Ἄν πηγαίνουμε δύο ὧρες τήν Κυριακή στήν Θ. Λειτουργία καί στίς ἑορτές, πηγαίνο με ὥστε ἀπό ἐκεῖ νά πάρουμε τό πνεῦμα τῆς Θ. Λειτουργίας, καί ὅλη μας ἡ ζωή νά γίνῃ Λειτουργία, προσφορά στόν Θεό, ἀναφορά στόν Θεό, εὐχαριστία πρός τόν Θεό. Ὅλη μας ἡ ζωή νά συμμορφωθῇ πρός τό θυσιαστικό ἦθος τοῦ Χριστοῦ. Διότι μέσα στήν Θ. Λειτουργία κυρίως φανερώνεται ὅτι τό ἦθος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό θυσιαστικό. Ζοῦμε τήν θυσία Του γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Καί ἐπειδή εἶναι θυσία ἡ Θ. Λειτουργία, ὁ Χριστιανός φεύγει ἀπό τήν Ἐκκλησία μετά τήν Θ. Λειτουργία φωτισμένος, χαριτωμένος, ὥστε ὅλα νά τά ζῇ λειτουργικά, εὐχαριστιακά, θυσιαστικά. Νά προσφέρεται στόν Θεό καί στόν συνάνθρωπό του. Νά ἀγωνίζεται κατά τῶν παθῶν του, τοῦ ἐγωισμοῦ του, τῆς φιλαυτίας του.
Μέσα στήν Θ. Λειτουργία προσφέρουμε ἐν Χριστῷ τά πάντα στόν Θεό: «Τά σά ἐκ τῶν σῶν, σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα». Ὅταν λέμε «τά σά ἐκ τῶν σῶν, σοί προσφέρομεν», ἐννοοῦμε πραγματικά τά πάντα. Δέν μποροῦμε νά ἀφήσουμε τίποτε ἀπό τήν ζωή μας πού νά μή τό προσφέρουμε στόν Θεό. Διότι τότε σημαίνει ὅτι προσφέρουμε στόν Θεό μέ ὅρους καί κάποιο τμῆμα ἤ κάποιον τομέα τῆς ζωῆς μας. Ἀλλ᾿ ὁ Θεός δέν θέλει ἕνα μέρος τῆς ζωῆς μας.
Θέλει ὅλη τήν ζωή μας. Θέλει τήν οἰκογενειακή μας ζωή, τήν παιδεία μας, τήν τέχνη μας, τήν ἱστορία μας, τά πάντα. Γιατί θέλει τά πάντα; Γιά νά τά φωτίσῃ ὅλα, νά τά χαριτώσῃ ὅλα, νά τά σφραγίσῃ ὅλα μέ τήν σφραγίδα τῆς Ἀναστάσεώς Του. Νά τά βγάλῃ ἀπό τήν φθορά καί τόν θάνατο. Ὁ Ἴδιος, ἄλλωστε, δέν μᾶς δίνει ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ Του. Μᾶς δίνει ὁλόκληρο τόν ἑαυτό Του: «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό ἐστι τό Σῶμά μου... πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τό Αἷμά μου»3. Δέν μᾶς δίνει μόνο τήν διδασκαλία Του ἤ μόνο τό ἠθικό Του παράδειγμα. Μᾶς δίνει τόν ἑαυτό Του ὅλο, τήν ζωή Του ὅλη. Τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του.
Μέσα στήν Θ. Λειτουργία καί στήν εὐχαριστιακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μαθαίνουμε νά δεχόμαστε ὅλα τά πράγματα καί ὅλα τά πρόσωπα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὡς ἰδιοκτησία μας. Μαθαίνουμε νά τά ἐκτιμοῦμε σωστά. Ὅταν βλέπω στό κάθε ὑλικό πρᾶγμα ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός ἐμένα, ἀλλοιῶς θά τό ἐκτιμήσω καί ἀλλοιῶς θά τό χρησιμοποιήσω. Καί ὅταν στόν κάθε ἄνθρωπο, τόν γνωστό ἤ τόν ἄγνωστο, βλέπω τόν στενό συγγενῆ μου, τόν φίλο, τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τό δῶρο τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐμένα, ἀλλοιῶς θά σταθῶ ἀπέναντί του.
Καί ἀλλοιῶς θά εὐχαριστήσω τόν Θεό γιά τά πράγματα καί τά πρόσωπα. Καί ἀλλοιῶς θά προσφερθῶ ἐγώ καί στόν Θεό καί στά ἄλλα ἀνθρώπινα πρόσωπα. Θά αἰσθανθῶ καί ἐγώ τήν ἀνάγκη νά προσφέρω τόν ἑαυτό μου σ᾿ αὐτούς σάν δῶρο. Ἄν π.χ. ὁ σύζυγος βλέπῃ τήν σύζυγό του σάν δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν, παρά τίς ἀδυναμίες πού μπορεῖ νά ἔχῃ ἡ σύζυγος, ἤ τό ἀντίθετο, θά αἰσθανθῇ καί αὐτός τήν ἀνάγκη νά προσφερθῇ στήν σύντροφο τῆς ζωῆς του ὡς δῶρο. Καί ὅλη ἡ ζωή νά γίνεται μέ αὐτό τό πνεῦμα καί τό πρῖσμα: ὅτι εἴμεθα ὅλοι δῶρα τοῦ Θεοῦ ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο. Καί ὅτι πρέπει νά ζοῦμε ὅλοι μεταξύ μας ἀνταλλάσσοντες ὡς δῶρο ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλο τήν ἀγάπη μας. Μέσα στήν Ἐκκλησία μᾶς δίνεται αὐτή ἡ χάρις: ἡ σχέσις μας μέ τόν Θεό καί ἡ σχέσις μας μέ τούς ἀνθρώπους νά εἶναι μία ἀνταλλαγή δώρων.
Κατά τήν Θ. Λειτουργία προσφέρουμε στόν Θεό τόν ἄρτο καί τόν οἶνο. Τό πρόσφορο, πού κατά τήν εὐλογημένη παράδοσι τοῦ λαοῦ μας προσφέρουμε, ἔχει μεγάλη θεολογική σημασία. Συνοψίζει, περιλαμβάνει ὅλη μας τήν ζωή. Δέν προσφέρουμε μόνο σιτάρι, οὔτε ἀλεύρι μόνο. Προσφέρουμε ψωμί. Τό σιτάρι ἔγινε ἀλεύρι καί τό ἀλεύρι γίνεται ψωμί.
Μπαίνει ὁ κόπος μας, ἡ ζωή μας μέσα. Δέν προσφέρουμε σταφύλι· προσφέρουμε κρασί. Μπαίνει ὅλη μας ἡ ζωή στό ψωμί καί στό κρασί. Δηλαδή προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας στόν
Θεό. Προσφέρουμε ὅ,τι εἴμαστε καί ὅ,τι ζοῦμε, καί παρακαλοῦμε τόν Θεό νά τά δεχθῇ καί νά μᾶς δώσῃ καί Αὐτός τό δικό Του δῶρο. Καί πάλι αὐτά πού προσφέρουμε στόν Θεό δέν εἶναι δικά μας. Ἀπό τά δικά Του δῶρα εἶναι. Τί ἔχουμε δικό μας νά Τοῦ προσφέρουμε; Παίρνουμε ἀπό τά δικά Του καί Τοῦ τά προσφέρουμε. Γι᾿ αὐτό λέμε «τά σά ἐκ τῶν σῶν».
Καί ὁ Θεός ὡς καλός πατέρας, δέχεται τό δῶρο μας καί μᾶς δίνει τήν δική Του ζωή. Ἐμεῖς τοῦ δίνουμε ἄρτο καί οἶνο καί Ἐκεῖνος μᾶς δίνει Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνταλλαγή δώρων, πού γίνεται στήν Θ. Λειτουργία. Καί σέ κάθε μυστήριο καί πρᾶξι τῆς Ἐκκλησίας αὐτό γίνεται.
Προσφέρουμε στόν Θεό αὐτό τό φτωχό πού ἔχου με ἐμεῖς ἀπό τά δικά Του δῶρα, καί Ἐκεῖνος μᾶς προσφέρει αὐτό τό πλούσιο πού ἔχει, τήν δική Του Χάρι. Ὥστε νά λάβουμε τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ, νά μή εἴμαστε οἱ θνητοί, οἱ φθαρτοί καί πεπερασμένοι ἄνθρωποι, ἀλλά νά γίνουμε οἱ ἄνθρωποι πού μέσα μας ζῆ ὁ Θεός, μέτοχοι αἰωνίου ζωῆς.
Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας καί ὁ λαός μας ἤθελε ὅλα νά περνᾶνε μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἤθελε ὅλα νά ἐκκλησιάζωνται, ὅλα νά λειτουργοῦνται, γιά νά γίνουν ὅλα εὐχαριστία πρός τόν Θεό. Καί νά ζοῦμε ὅλοι ἔτσι, ἀνταλλάσσοντες δῶρα μεταξύ μας καί μέ τόν Θεό. Ὅλη μας ἡ ζωή νά γίνῃ, ὅπως εἴπαμε, μία ἀνταλλαγή δώρων, δηλαδή ἔκφρασις ἀγάπης. Πλήρωμα ἀγάπης καί προσφορᾶς. Ἔτσι ζώντας ὁ ὀρθόδοξος λαός μας ἐκκλησιαστικά, λειτουργικά, εὐχαριστιακά, ζοῦσε Θεοκεντρικά. Δέν ἔβαζε ἐγωιστικά ὁ κάθε ἄνθρωπος κέντρο τόν ἑαυτό του. Ἀλλά κέντρο εἶχε τόν Θεό. Ἀνεγνώριζε τόν Θεό ὡς πηγή ὅλων τῶν δώρων. Τά δεχόταν ὅλα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καί εὐχαριστοῦσε τόν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν τοποθετηθῇ ἔτσι στήν ζωή του, τότε βάζει κέντρο τόν ἑαυτό του. Φτιάχνει μία ψεύτικη εἰκόνα τοῦ κόσμου, ὅπου αὐταπατᾶται ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός. Ξεχνάει πώς ὅ,τι ἔχει εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου. Νομίζει ὅτι αὐτός εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου, ὅτι ὅλοι αὐτόν πρέπει νά ὑπηρετοῦν καί σ᾿ αὐτόν νά δουλεύουν. Τούς ἀνθρώπους παύει νά τούς βλέπῃ ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ. Τούς βλέπει ὡς ἀντικείμενα ἤ ὡς σκεύη ἡδονῆς. Δέν μπορεῖ νά ἔχῃ τήν ὀρθή σχέσι οὔτε μέ τούς ἀνθρώπους οὔτε μέ τά πράγματα. Δέν μπορεῖ πιά νά χρησιμοποιήσῃ τόν κόσμο βασιλικά, δηλαδή μέ ἀρχοντιά. Οὔτε ἱερατικά καί προφητικά.
Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπό τόν Θεό βασιλεύς, ἱερεύς καί προφήτης μέσα στήν δημιουργία. Ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτῶσι ἔχα σε τήν δυνατότητα νά λειτουργῇ σάν βασιλεύς, ἱερεύς καί προφήτης. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ὡς τέλειος βασιλεύς, ἱερεύς καί προφήτης δίνει στόν ἄνθρωπο μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα τήν δυνατότητα νά ξαναβρῇ τήν βασιλική, ἱερατική καί προφητική του λειτουργία.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος λοιπόν μέ ἀρχοντιά χρησιμοποιῇ τήν κτίσι, δέν κάνει ποτέ ἐγωιστική χρῆσι τῆς κτίσεως. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνῃ ἐγωιστική χρῆσι τῆς κτίσεως, τοῦ φυσικοῦ του περιβάλλοντος, τότε τό κακοποιεῖ καί φτιάχνει ἕνα κόσμο ἀβίωτο, ὅπως ἔχουμε πάθει σήμερα. Ἡ χρησιμοποίησις πού κάνουμε σήμερα στήν κτίσι εἶναι ἀλόγιστη, ἐγωιστική, παράλογη. Ἐνῶ ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὡραῖος, ἐμεῖς τόν ἀσχημίζουμε, καί τελικά δέν μποροῦμε νά ζήσουμε μέσα σ᾿ αὐτόν. Γίνεται ἡ ζωή μας βάσανο καί ὀδύνη. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος μάθῃ νά χρησιμοποιῇ σωστά τόν κόσμο, δέν κάνει κατάχρησι τοῦ κόσμου ἀλλά χρῆσι, ὅπως θέλει ὁ Θεός.
Κάνοντας καλή χρῆσι τοῦ κόσμου, γίνεται καί αὐτός συνδημιουργός μέ τόν Θεό.
Σήμερα γνωρίζουμε ὅτι ἰσχυρά ρεύματα μᾶς ἐπηρεάζουν νά ἐγκαταλείψουμε αὐτήν τήν εὐλογημένη, ἐκκλησιαστική, εὐχαριστιακή, λειτουργική, Θεοκεντρική χρῆσι τοῦ κόσμου καί νά ζοῦμε ἀνθρωποκεντρικά. Νά βάλουμε τόν ἑαυτό μας κέντρο τοῦ κόσμου. Αὐτά τά ρεύματα ἔρχονται κυρίως ἀπό τήν Δύσι. Ἡ Δύσις πολύ ἐνωρίς ἔχασε τόν Θεοκεντρικό της χαρακτῆρα καί ἔγινε ἀνθρωποκεντρική· ἔβαλε κέντρο ὄχι τόν Θεό ἀλλά τόν ἄνθρωπο καί ἀρρώστησε βαρειά. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρρώστια τοῦ δυτικοῦ κόσμου, τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, τῆς δυτικῆς φιλοσοφίας, τῆς δυτικῆς τέχνης: ὁ ἄνθρωποκεντρισμός της. Καί αὐτή ἡ ἀρρώστια ὡδήγησε ὅλον αὐτόν τόν κόσμο στό ἀδιέξοδο, τό ὁποῖο ὁμολογοῦν διαπρεπεῖς ξένοι διανοούμενοι, καλλιτέχναι, λογοτέχναι καί ποιηταί: ὅτι ἡ ἀνθρωποκεντρική αὐτή ζωή καί ὁ πολιτισμός τῆς φιλαυτίας ἀπέτυχαν καί μᾶς ἔφεραν στό ἀδιέξοδο.
Αὐτά λοιπόν τά ρεύματα ἔρχονται καί στόν τόπο μας σήμερα καί μᾶς ἐπηρεάζουν. Μᾶς κάνουν νά φεύγουμε σιγά -σιγά ἀπ᾿ αὐτήν τήν εὐλογημένη ἐκκλησιαστική μας παράδοσι καί νά θέλουμε νά ὀργανώσουμε τήν ζωή μας ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὄχι Θεοκεντρικά ἀλλά ἀνθρωποκεντρικά. Ὄχι εὐχαριστιακά ἀλλά ἀχαριστιακά. Μέ ἀχαριστία πρός τόν Θεό. Σάν νά μή εἶναι ἡ ζωή καί οἱ ἄνθρωποι καί ὁ ἑαυτός μας δῶρα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μαρτυρεῖ ἡ προσπάθεια νά ἐπιβληθῇ καί νά διαδοθῇ ὁ πολιτικός γάμος. Πολιτικός γάμος σημαίνει γάμος ἐκτός Ἐκκλησίας. Οἰκογένεια ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἐκτός, δηλαδή, Θεοῦ. Ἀκόμη, νά ἐπιβληθῇ ἄθρησκη παιδεία. Ἡ ἄθρησκη παιδεία τό ἴδιο εἶναι. Γράμματα χωρίς Θεό. Ἔξω ἀπό τήν Λειτουργία, ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἐνῶ πόσο διαφορετική ἦταν ἡ παράδοσις τοῦ λαοῦ μας μέ τά κρυφά σχολειά, τούς μεγάλους διδασκάλους τοῦ Γένους, τίς σχολές πού εἶχε ἱδρύσει ἡ Ἐκκλησία! Εἶναι γνωστό τό λαϊκό ἐκεῖνο ποιηματάκι πού ἔλεγαν τά παιδιά μας, ὅταν πήγαιναν στά κρυφά σχολειά:
«Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου νά περπατῶ
νά πηγαίνω στό σχολειό
νά μαθαίνω γράμματα
γράμματα, σπουδάγματα
τοῦ Θεοῦ τά πράγματα».
Οἱ εὐσεβεῖς πατέρες μας ἤθελαν τά σχολεῖα ὄχι γιά νά ἀποκτοῦν τά παιδιά ξηρές γνώσεις, μήτε γιά νά γίνωνται οἱ ἄνθρωποι ἐργαλεῖα γιά τίς βιομηχανίες. Ἀλλά νά γίνωνται ἄνθρωποι φωτισμένοι μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Καί τά γράμματα νά ὑπηρετοῦν αὐτόν τόν φωτισμό. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ Γένους μας, πόσα δέν ἔγραψε καί δέν εἶπε στά κηρύγματά του γι᾿ αὐτήν τήν παιδεία, τά θεϊκά γράμματα, πού ἔχουν σκοπό νά κάνουν τόν ἄνθρωπο ἀληθινό ἄνθρωπο καί ἀληθινό Χριστιανό!
Τώρα λοιπόν ὑπάρχει αὐτή ἡ τάσις, ὅλα νά βγοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία· νά χωρίσουμε τόν πολιτισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἐνῶ γιά τούς Ὀρθοδόξους ἦταν αὐτονόητο, ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξῃ ἀληθινή ζωή καί πολιτισμός ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἱδρύονται σήμερα πολιτιστικοί σύλλογοι, πού ὀργανώνουν πολιτιστικές ἐκδηλώσεις χωρισμένες ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἐνῶ ὅλες οἱ πολιτιστικές ἐκδηλώσεις τοῦ λαοῦ μας ἦταν συνυφασμένες μέ τήν Ἐκκλησία καί μέ τά ἐκκλησιαστικά πανηγύρια. Νά κάνουν ἑορτές ἄθεες, γιατί ὁ κόσμος ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἑορτές. Ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, «βίος ἀνεόρταστος, μακρά ὁδός ἀπανδόχευτος». Γιά νά μή ἔχουν οἱ ἄνθρωποι τίς ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας καί μ᾿ αὐτές νά φωτίζωνται, νά ἀναπαύωνται, νά ψυχαγωγοῦνται καί νά ἁγιάζωνται. Θέλουν νά φτιάξουν ἑορτές ἄθεες: Ἑορτή τῆς ὑγείας, ἑορτή τοῦ ἀθλητισμοῦ, ἑορτή τοῦ παιδιοῦ κ.λπ. Νά μή ἑορτάζουμε τίς μνῆμες τῶν Ἁγίων, πού φέρουμε τά ὀνόματά τους, ἀλλά τά γενέθλιά μας. Βλέπετε πόσο ἀνθρωποκεντρικό εἶναι αὐτό; Ὅταν ἑορτάζω τά γενέθλιά μου, τιμάω τόν ἑαυτό μου, σάν νἆ μαι ἐγώ κάποιος σπουδαῖος. Καί ἀφήνω τόν Ἅγιο πού φέρω τό ὄνομά του. Ἐνῶ ἡ εὐσεβής παράδοσις τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας εἶναι νά ἑορτάζουμε τόν Ἅγιό μας.
Καί ἄν δέν ἔχουμε ἑορταζόμενο Ἅγιο, νά ἑορτάζουμε τῶν Ἁγίων Πάντων. Νά ἑτοιμάσουμε τό πρόσφορο, νά τό πᾶμε στήν Ἐκκλησία, νά λειτουργηθοῦμε, νά κοινωνήσουμε, νά πάρουμε τό «ὕψωμα», νά τό φέρουμε στό σπίτι, νά ἔρθῃ ὁ ἱερεύς νά μᾶς εὐλογήσῃ καί ἔτσι νά τιμήσουμε τόν Ἅγιο, νά τιμηθοῦμε καί ἐμεῖς.
Αὐτή ἡ προσπάθεια, νά παρακάμψουν τήν Ἐκκλησία καί νά ὀργανώσουν τήν ζωή μας ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί παρά τήν Ἐκκλησία, λέγεται ἐκκοσμίκευσις. Νά ἀπεκκλησιοποιήσουν τήν κοινωνία μας, τόν κόσμο μας, τόν πολιτισμό μας, τήν ζωή μας.
Εἴπαμε ὅτι αὐτό τό ἰσχυρό ρεῦμα ἔρχεται ἀπό τήν Δύσι.
Εἴμαστε ἄραγε ἕτοιμοι νά ἀντιμετωπίσουμε αὐτό τό κῦμα, πού κατά τήν ταπεινή μου γνώμη συνιστᾷ τήν μεγαλύτερη ἀπειλή κατά τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας; Θυμᾶστε παλαιά, ὅταν λέγαμε κάποιον ἀλειτούργητο ἤ ἀστεφάνωτο, ὅτι αὐτό ἐθεωρεῖτο ὕβρις; Σήμερα κοντεύουμε νά τό συνηθίσουμε. Ἀντίθετα, τό νά εἶσαι λειτουργημένος ἀρχίζει νά θεωρῆται ἀπό τούς ἐκκοσμικευμένους κύκλους σάν ἀναχρονιστικό καί παράξενο. Αὐτό τό πνεῦμα ἐπηρεάζει καί τούς νέους μας, πού σέ μερικές περιοχές ντρέπονται νά ἐκκλησιάζωνται.
Αὐτή εἶναι ἡ ὀδυνηρά πραγματικότης πού ἔχουμε νά ἀντιμετωπίσουμε καί γιά τήν ὁποία χρειάζεται ἀγῶνας ἐκ μέρους ὅλων μας, γιά νά μή γίνῃ ὁ λαός μας ἀλειτούργητος, ἀστεφάνωτος, ἀνεκκλησίαστος.
B. Ἀσκητικό πνεῦμα
Ἕνα ἄλλο βασικό στοιχεῖο τῆς παραδόσεώς μας εἶναι τό ἀσκητικό πνεῦμα. Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως γνωρίζετε, εἶχε πάντοτε ἕνα ἀσκητικό χαρακτῆρα. Δέν εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἀνέσεως, μέ τόν ὁποῖο βρίσκουμε εὔκολα τόν Θεό. Πρέπει κανείς νά ἀγωνισθῇ, νά καθαρισθῇ ἀπό τά πάθη του, νά μετανοήσῃ, νά πονέσῃ, νά ἀσκηθῇ, νά ἐγκρατευθῇ, νά νηστέψῃ, γιά νά βρῇ τόν Θεό καί νά ἑνωθῇ μαζί Του. Δέν ὑπάρχει ἀνάστασις χωρίς σταυρό. Καί ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀναστήθηκε, ἀφοῦ πρῶτα σταυρώθηκε. Ἔπρεπε νά σταυρωθῇ, γιά νά μᾶς σώσῃ καί νά μᾶς χαρίσῃ ἀνάστασι καί αἰώνια ζωή.
Μποροῦμε ἄραγε ἐμεῖς νά ζοῦμε ἀνάστασι, χαρά, βαθειά εἰρήνη, χωρίς σταυρό, χωρίς ἄσκησι, χωρίς ἀγῶνα κατά τῶν παθῶν μας;
Ἕνας εὔκολος Χριστιανισμός δέν ἦταν ποτέ Ὀρθόδοξος.
Πάντοτε οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀγαποῦσαν τήν ἄσκησι, τήν ἐγκράτεια, τήν προσευχή, τήν νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τήν ὀρθοστασία. Γιατί ἤξεραν ὅτι μέ αὐτά θά ὁδεύσουν πρός τόν Θεό καί θά κατακτήσουν τόν Θεό. Αὐτό τό πνεῦμα πού εἶχε ὁ λαός μας, τό σταυροαναστάσιμο, τοῦ νά φθάνῃ τήν ἀνάστασι διά τοῦ σταυροῦ, τό ἀσκητικό πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς ἐγκρατείας, ἦταν πού βοήθησε τόν λαό μας νά μείνῃ Ὀρθόδοξος στούς μακρούς αἰῶνας τῆς σκλαβιᾶς. Ἐάν ὁ λαός δέν εἶχε αὐτό τό ἀσκητικό πνεῦμα, θά μποροῦσε νά ὑπομείνῃ τά δεινοπαθήματα τῶν κατακτητῶν καί νά μή δελεασθῇ ἀπό τίς προσφορές τους νά ἀλλαξοπιστήσῃ; Ἡ Κύπρος ἔχει ὑποφέρει περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο μέρος τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπό τούς ξένους κατακτητάς. Πόσες πιέσεις ἔχει ὑποστῇ ὁ λαός μας ἐδῶ, γιά νά ἀλλαξοπιστήσῃ; Ἀπό πόσους κατακτητάς καί ἐπί πόσους αἰῶνας;
Θεό. Προσφέρουμε ὅ,τι εἴμαστε καί ὅ,τι ζοῦμε, καί παρακαλοῦμε τόν Θεό νά τά δεχθῇ καί νά μᾶς δώσῃ καί Αὐτός τό δικό Του δῶρο. Καί πάλι αὐτά πού προσφέρουμε στόν Θεό δέν εἶναι δικά μας. Ἀπό τά δικά Του δῶρα εἶναι. Τί ἔχουμε δικό μας νά Τοῦ προσφέρουμε; Παίρνουμε ἀπό τά δικά Του καί Τοῦ τά προσφέρουμε. Γι᾿ αὐτό λέμε «τά σά ἐκ τῶν σῶν».
Καί ὁ Θεός ὡς καλός πατέρας, δέχεται τό δῶρο μας καί μᾶς δίνει τήν δική Του ζωή. Ἐμεῖς τοῦ δίνουμε ἄρτο καί οἶνο καί Ἐκεῖνος μᾶς δίνει Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνταλλαγή δώρων, πού γίνεται στήν Θ. Λειτουργία. Καί σέ κάθε μυστήριο καί πρᾶξι τῆς Ἐκκλησίας αὐτό γίνεται.
Προσφέρουμε στόν Θεό αὐτό τό φτωχό πού ἔχου με ἐμεῖς ἀπό τά δικά Του δῶρα, καί Ἐκεῖνος μᾶς προσφέρει αὐτό τό πλούσιο πού ἔχει, τήν δική Του Χάρι. Ὥστε νά λάβουμε τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ, νά μή εἴμαστε οἱ θνητοί, οἱ φθαρτοί καί πεπερασμένοι ἄνθρωποι, ἀλλά νά γίνουμε οἱ ἄνθρωποι πού μέσα μας ζῆ ὁ Θεός, μέτοχοι αἰωνίου ζωῆς.
Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας καί ὁ λαός μας ἤθελε ὅλα νά περνᾶνε μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἤθελε ὅλα νά ἐκκλησιάζωνται, ὅλα νά λειτουργοῦνται, γιά νά γίνουν ὅλα εὐχαριστία πρός τόν Θεό. Καί νά ζοῦμε ὅλοι ἔτσι, ἀνταλλάσσοντες δῶρα μεταξύ μας καί μέ τόν Θεό. Ὅλη μας ἡ ζωή νά γίνῃ, ὅπως εἴπαμε, μία ἀνταλλαγή δώρων, δηλαδή ἔκφρασις ἀγάπης. Πλήρωμα ἀγάπης καί προσφορᾶς. Ἔτσι ζώντας ὁ ὀρθόδοξος λαός μας ἐκκλησιαστικά, λειτουργικά, εὐχαριστιακά, ζοῦσε Θεοκεντρικά. Δέν ἔβαζε ἐγωιστικά ὁ κάθε ἄνθρωπος κέντρο τόν ἑαυτό του. Ἀλλά κέντρο εἶχε τόν Θεό. Ἀνεγνώριζε τόν Θεό ὡς πηγή ὅλων τῶν δώρων. Τά δεχόταν ὅλα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καί εὐχαριστοῦσε τόν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν τοποθετηθῇ ἔτσι στήν ζωή του, τότε βάζει κέντρο τόν ἑαυτό του. Φτιάχνει μία ψεύτικη εἰκόνα τοῦ κόσμου, ὅπου αὐταπατᾶται ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός. Ξεχνάει πώς ὅ,τι ἔχει εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου. Νομίζει ὅτι αὐτός εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου, ὅτι ὅλοι αὐτόν πρέπει νά ὑπηρετοῦν καί σ᾿ αὐτόν νά δουλεύουν. Τούς ἀνθρώπους παύει νά τούς βλέπῃ ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ. Τούς βλέπει ὡς ἀντικείμενα ἤ ὡς σκεύη ἡδονῆς. Δέν μπορεῖ νά ἔχῃ τήν ὀρθή σχέσι οὔτε μέ τούς ἀνθρώπους οὔτε μέ τά πράγματα. Δέν μπορεῖ πιά νά χρησιμοποιήσῃ τόν κόσμο βασιλικά, δηλαδή μέ ἀρχοντιά. Οὔτε ἱερατικά καί προφητικά.
Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπό τόν Θεό βασιλεύς, ἱερεύς καί προφήτης μέσα στήν δημιουργία. Ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτῶσι ἔχα σε τήν δυνατότητα νά λειτουργῇ σάν βασιλεύς, ἱερεύς καί προφήτης. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ὡς τέλειος βασιλεύς, ἱερεύς καί προφήτης δίνει στόν ἄνθρωπο μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα τήν δυνατότητα νά ξαναβρῇ τήν βασιλική, ἱερατική καί προφητική του λειτουργία.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος λοιπόν μέ ἀρχοντιά χρησιμοποιῇ τήν κτίσι, δέν κάνει ποτέ ἐγωιστική χρῆσι τῆς κτίσεως. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνῃ ἐγωιστική χρῆσι τῆς κτίσεως, τοῦ φυσικοῦ του περιβάλλοντος, τότε τό κακοποιεῖ καί φτιάχνει ἕνα κόσμο ἀβίωτο, ὅπως ἔχουμε πάθει σήμερα. Ἡ χρησιμοποίησις πού κάνουμε σήμερα στήν κτίσι εἶναι ἀλόγιστη, ἐγωιστική, παράλογη. Ἐνῶ ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὡραῖος, ἐμεῖς τόν ἀσχημίζουμε, καί τελικά δέν μποροῦμε νά ζήσουμε μέσα σ᾿ αὐτόν. Γίνεται ἡ ζωή μας βάσανο καί ὀδύνη. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος μάθῃ νά χρησιμοποιῇ σωστά τόν κόσμο, δέν κάνει κατάχρησι τοῦ κόσμου ἀλλά χρῆσι, ὅπως θέλει ὁ Θεός.
Κάνοντας καλή χρῆσι τοῦ κόσμου, γίνεται καί αὐτός συνδημιουργός μέ τόν Θεό.
Σήμερα γνωρίζουμε ὅτι ἰσχυρά ρεύματα μᾶς ἐπηρεάζουν νά ἐγκαταλείψουμε αὐτήν τήν εὐλογημένη, ἐκκλησιαστική, εὐχαριστιακή, λειτουργική, Θεοκεντρική χρῆσι τοῦ κόσμου καί νά ζοῦμε ἀνθρωποκεντρικά. Νά βάλουμε τόν ἑαυτό μας κέντρο τοῦ κόσμου. Αὐτά τά ρεύματα ἔρχονται κυρίως ἀπό τήν Δύσι. Ἡ Δύσις πολύ ἐνωρίς ἔχασε τόν Θεοκεντρικό της χαρακτῆρα καί ἔγινε ἀνθρωποκεντρική· ἔβαλε κέντρο ὄχι τόν Θεό ἀλλά τόν ἄνθρωπο καί ἀρρώστησε βαρειά. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρρώστια τοῦ δυτικοῦ κόσμου, τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, τῆς δυτικῆς φιλοσοφίας, τῆς δυτικῆς τέχνης: ὁ ἄνθρωποκεντρισμός της. Καί αὐτή ἡ ἀρρώστια ὡδήγησε ὅλον αὐτόν τόν κόσμο στό ἀδιέξοδο, τό ὁποῖο ὁμολογοῦν διαπρεπεῖς ξένοι διανοούμενοι, καλλιτέχναι, λογοτέχναι καί ποιηταί: ὅτι ἡ ἀνθρωποκεντρική αὐτή ζωή καί ὁ πολιτισμός τῆς φιλαυτίας ἀπέτυχαν καί μᾶς ἔφεραν στό ἀδιέξοδο.
Αὐτά λοιπόν τά ρεύματα ἔρχονται καί στόν τόπο μας σήμερα καί μᾶς ἐπηρεάζουν. Μᾶς κάνουν νά φεύγουμε σιγά -σιγά ἀπ᾿ αὐτήν τήν εὐλογημένη ἐκκλησιαστική μας παράδοσι καί νά θέλουμε νά ὀργανώσουμε τήν ζωή μας ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὄχι Θεοκεντρικά ἀλλά ἀνθρωποκεντρικά. Ὄχι εὐχαριστιακά ἀλλά ἀχαριστιακά. Μέ ἀχαριστία πρός τόν Θεό. Σάν νά μή εἶναι ἡ ζωή καί οἱ ἄνθρωποι καί ὁ ἑαυτός μας δῶρα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μαρτυρεῖ ἡ προσπάθεια νά ἐπιβληθῇ καί νά διαδοθῇ ὁ πολιτικός γάμος. Πολιτικός γάμος σημαίνει γάμος ἐκτός Ἐκκλησίας. Οἰκογένεια ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἐκτός, δηλαδή, Θεοῦ. Ἀκόμη, νά ἐπιβληθῇ ἄθρησκη παιδεία. Ἡ ἄθρησκη παιδεία τό ἴδιο εἶναι. Γράμματα χωρίς Θεό. Ἔξω ἀπό τήν Λειτουργία, ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἐνῶ πόσο διαφορετική ἦταν ἡ παράδοσις τοῦ λαοῦ μας μέ τά κρυφά σχολειά, τούς μεγάλους διδασκάλους τοῦ Γένους, τίς σχολές πού εἶχε ἱδρύσει ἡ Ἐκκλησία! Εἶναι γνωστό τό λαϊκό ἐκεῖνο ποιηματάκι πού ἔλεγαν τά παιδιά μας, ὅταν πήγαιναν στά κρυφά σχολειά:
«Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου νά περπατῶ
νά πηγαίνω στό σχολειό
νά μαθαίνω γράμματα
γράμματα, σπουδάγματα
τοῦ Θεοῦ τά πράγματα».
Οἱ εὐσεβεῖς πατέρες μας ἤθελαν τά σχολεῖα ὄχι γιά νά ἀποκτοῦν τά παιδιά ξηρές γνώσεις, μήτε γιά νά γίνωνται οἱ ἄνθρωποι ἐργαλεῖα γιά τίς βιομηχανίες. Ἀλλά νά γίνωνται ἄνθρωποι φωτισμένοι μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Καί τά γράμματα νά ὑπηρετοῦν αὐτόν τόν φωτισμό. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ Γένους μας, πόσα δέν ἔγραψε καί δέν εἶπε στά κηρύγματά του γι᾿ αὐτήν τήν παιδεία, τά θεϊκά γράμματα, πού ἔχουν σκοπό νά κάνουν τόν ἄνθρωπο ἀληθινό ἄνθρωπο καί ἀληθινό Χριστιανό!
Τώρα λοιπόν ὑπάρχει αὐτή ἡ τάσις, ὅλα νά βγοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία· νά χωρίσουμε τόν πολιτισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἐνῶ γιά τούς Ὀρθοδόξους ἦταν αὐτονόητο, ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξῃ ἀληθινή ζωή καί πολιτισμός ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἱδρύονται σήμερα πολιτιστικοί σύλλογοι, πού ὀργανώνουν πολιτιστικές ἐκδηλώσεις χωρισμένες ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἐνῶ ὅλες οἱ πολιτιστικές ἐκδηλώσεις τοῦ λαοῦ μας ἦταν συνυφασμένες μέ τήν Ἐκκλησία καί μέ τά ἐκκλησιαστικά πανηγύρια. Νά κάνουν ἑορτές ἄθεες, γιατί ὁ κόσμος ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἑορτές. Ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, «βίος ἀνεόρταστος, μακρά ὁδός ἀπανδόχευτος». Γιά νά μή ἔχουν οἱ ἄνθρωποι τίς ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας καί μ᾿ αὐτές νά φωτίζωνται, νά ἀναπαύωνται, νά ψυχαγωγοῦνται καί νά ἁγιάζωνται. Θέλουν νά φτιάξουν ἑορτές ἄθεες: Ἑορτή τῆς ὑγείας, ἑορτή τοῦ ἀθλητισμοῦ, ἑορτή τοῦ παιδιοῦ κ.λπ. Νά μή ἑορτάζουμε τίς μνῆμες τῶν Ἁγίων, πού φέρουμε τά ὀνόματά τους, ἀλλά τά γενέθλιά μας. Βλέπετε πόσο ἀνθρωποκεντρικό εἶναι αὐτό; Ὅταν ἑορτάζω τά γενέθλιά μου, τιμάω τόν ἑαυτό μου, σάν νἆ μαι ἐγώ κάποιος σπουδαῖος. Καί ἀφήνω τόν Ἅγιο πού φέρω τό ὄνομά του. Ἐνῶ ἡ εὐσεβής παράδοσις τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας εἶναι νά ἑορτάζουμε τόν Ἅγιό μας.
Καί ἄν δέν ἔχουμε ἑορταζόμενο Ἅγιο, νά ἑορτάζουμε τῶν Ἁγίων Πάντων. Νά ἑτοιμάσουμε τό πρόσφορο, νά τό πᾶμε στήν Ἐκκλησία, νά λειτουργηθοῦμε, νά κοινωνήσουμε, νά πάρουμε τό «ὕψωμα», νά τό φέρουμε στό σπίτι, νά ἔρθῃ ὁ ἱερεύς νά μᾶς εὐλογήσῃ καί ἔτσι νά τιμήσουμε τόν Ἅγιο, νά τιμηθοῦμε καί ἐμεῖς.
Αὐτή ἡ προσπάθεια, νά παρακάμψουν τήν Ἐκκλησία καί νά ὀργανώσουν τήν ζωή μας ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί παρά τήν Ἐκκλησία, λέγεται ἐκκοσμίκευσις. Νά ἀπεκκλησιοποιήσουν τήν κοινωνία μας, τόν κόσμο μας, τόν πολιτισμό μας, τήν ζωή μας.
Εἴπαμε ὅτι αὐτό τό ἰσχυρό ρεῦμα ἔρχεται ἀπό τήν Δύσι.
Εἴμαστε ἄραγε ἕτοιμοι νά ἀντιμετωπίσουμε αὐτό τό κῦμα, πού κατά τήν ταπεινή μου γνώμη συνιστᾷ τήν μεγαλύτερη ἀπειλή κατά τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας; Θυμᾶστε παλαιά, ὅταν λέγαμε κάποιον ἀλειτούργητο ἤ ἀστεφάνωτο, ὅτι αὐτό ἐθεωρεῖτο ὕβρις; Σήμερα κοντεύουμε νά τό συνηθίσουμε. Ἀντίθετα, τό νά εἶσαι λειτουργημένος ἀρχίζει νά θεωρῆται ἀπό τούς ἐκκοσμικευμένους κύκλους σάν ἀναχρονιστικό καί παράξενο. Αὐτό τό πνεῦμα ἐπηρεάζει καί τούς νέους μας, πού σέ μερικές περιοχές ντρέπονται νά ἐκκλησιάζωνται.
Αὐτή εἶναι ἡ ὀδυνηρά πραγματικότης πού ἔχουμε νά ἀντιμετωπίσουμε καί γιά τήν ὁποία χρειάζεται ἀγῶνας ἐκ μέρους ὅλων μας, γιά νά μή γίνῃ ὁ λαός μας ἀλειτούργητος, ἀστεφάνωτος, ἀνεκκλησίαστος.
B. Ἀσκητικό πνεῦμα
Ἕνα ἄλλο βασικό στοιχεῖο τῆς παραδόσεώς μας εἶναι τό ἀσκητικό πνεῦμα. Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως γνωρίζετε, εἶχε πάντοτε ἕνα ἀσκητικό χαρακτῆρα. Δέν εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἀνέσεως, μέ τόν ὁποῖο βρίσκουμε εὔκολα τόν Θεό. Πρέπει κανείς νά ἀγωνισθῇ, νά καθαρισθῇ ἀπό τά πάθη του, νά μετανοήσῃ, νά πονέσῃ, νά ἀσκηθῇ, νά ἐγκρατευθῇ, νά νηστέψῃ, γιά νά βρῇ τόν Θεό καί νά ἑνωθῇ μαζί Του. Δέν ὑπάρχει ἀνάστασις χωρίς σταυρό. Καί ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀναστήθηκε, ἀφοῦ πρῶτα σταυρώθηκε. Ἔπρεπε νά σταυρωθῇ, γιά νά μᾶς σώσῃ καί νά μᾶς χαρίσῃ ἀνάστασι καί αἰώνια ζωή.
Μποροῦμε ἄραγε ἐμεῖς νά ζοῦμε ἀνάστασι, χαρά, βαθειά εἰρήνη, χωρίς σταυρό, χωρίς ἄσκησι, χωρίς ἀγῶνα κατά τῶν παθῶν μας;
Ἕνας εὔκολος Χριστιανισμός δέν ἦταν ποτέ Ὀρθόδοξος.
Πάντοτε οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀγαποῦσαν τήν ἄσκησι, τήν ἐγκράτεια, τήν προσευχή, τήν νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τήν ὀρθοστασία. Γιατί ἤξεραν ὅτι μέ αὐτά θά ὁδεύσουν πρός τόν Θεό καί θά κατακτήσουν τόν Θεό. Αὐτό τό πνεῦμα πού εἶχε ὁ λαός μας, τό σταυροαναστάσιμο, τοῦ νά φθάνῃ τήν ἀνάστασι διά τοῦ σταυροῦ, τό ἀσκητικό πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς ἐγκρατείας, ἦταν πού βοήθησε τόν λαό μας νά μείνῃ Ὀρθόδοξος στούς μακρούς αἰῶνας τῆς σκλαβιᾶς. Ἐάν ὁ λαός δέν εἶχε αὐτό τό ἀσκητικό πνεῦμα, θά μποροῦσε νά ὑπομείνῃ τά δεινοπαθήματα τῶν κατακτητῶν καί νά μή δελεασθῇ ἀπό τίς προσφορές τους νά ἀλλαξοπιστήσῃ; Ἡ Κύπρος ἔχει ὑποφέρει περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο μέρος τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπό τούς ξένους κατακτητάς. Πόσες πιέσεις ἔχει ὑποστῇ ὁ λαός μας ἐδῶ, γιά νά ἀλλαξοπιστήσῃ; Ἀπό πόσους κατακτητάς καί ἐπί πόσους αἰῶνας;
Θά σᾶς διαβάσω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό ἕνα κείμενο τοῦ Τερτσέτη, ἑνός ἀπό τούς ἀγωνιστάς καί συγγραφεῖς τοῦ 1821: «...ἔπαινος μέγας τοῦ ἔθνους μας εἶναι ὅτι κυριευμένον ἀπό τούς ἀλλοφύλους καί καλούμενον ἀπό τούς κατακτητάς του εἰς τό συμπόσιον τῶν ἡδονῶν, εἰς τό μεγαλεῖον τῆς ἐξουσίας, ἀρκοῦσε μόνον νά ἐγκαταλείψει τήν πίστιν τῶν Χριστιανῶν· τό ἑλληνικόν ἔθνος ἀπεστράφη τήν προσφοράν τοῦ νικητοῦ, ἐφύλαξε πίστιν εἰς τό πάτριον θρήσκευμα καί εἰς τήν γλῶσσαν τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Εὐαγγελίου. Τόν ἕνα Χριστιανόν ἔκοβε ὁ τότε βάρβαρος ἐχθρός, ὁ ἄλλος τόν σταυρόν του ἔκανε· οἱ γλῶσσες κομμένες ἀπό τόν ἄγριον στρατιώτην, κειτώμενες εἰς τό αἱματωμένον χῶμα, ἀηδονολαλοῦσαν, νά εἰπῶ οὕτως, τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτό, σεβαστοί ὁμογενεῖς, εἶναι τό προτέρημα, τό ὁποῖον ἀποφασίζει καί τά μεγάλα δωρήματα τῶν θείων εὐεργετημάτων»4.
Ὁ λαός μας μάθαινε τήν ἀσκητική ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία. Μέχρι σήμερα, δόξα τῷ Θεῷ, διατηρεῖται ἡ ἀσκητική παράδοσις στόν εὐσεβῆ λαό μας. Γι᾿ αὐτό βλέπουμε ὅτι ὁ λαός μας θέλει νά νηστεύῃ, νά στέκεται ὄρθιος στήν Ἐκκλησία, νά ἀγωνίζεται. Καί αἰσθάνεται ὅτι, ἄν δέν ἀγωνίζεται, δέν προσφέρεται στόν Θεό. Δέν θέλει ἡ θρησκευτικότητά του, ἡ εὐσέβειά του, νά εἶναι ἀνέξοδη. Θέλει νά εἶναι κάτι πού βγαίνει ἀπό τόν κόπο του καί ἀπό τό αἷμα του μέσα.
Αὐτό φαίνεται καί στά κείμενα τοῦ μεγάλου ἀγωνιστοῦ καί μάρτυρος τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας, τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη. Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν ἀπό τούς ἀσκητικώτερους καί ἁγνότερους ἀνθρώπους τοῦ 1821. Λέει λοιπόν κάπου στά Ἀπομνημονεύματά του: «Ἀπό ἑνοῦ χρονοῦ παιδί μέ ἐσυνείθισαν οἱ γονέοι νά κάνω μετάνοιες καί μ᾿ ἔλεγαν· “Κάνε μετάνοιες νά πιάσῃς περδικόπουλα”». Ἀγράμματοι ἄνθρωποι καί ὅμως ἄριστοι παιδαγωγοί. «Πήγαιναν ἐκεῖνοι, μοὔ φερναν περδικόπουλα καί μοὔ λεγαν· “Γιά, ἔκαμες μετάνοιες καί τἄ πιασες”. Καί ἐσυνείθισα μέ ταῦτον τόν τρόπον καί ἔκανα μετάνοιες»5. Λέει κάπου ἀλλοῦ: «Ἀφοῦ εἶδα καί βλέπω καθεμερινῶς τήν εὐλογίαν του (τοῦ Θεοῦ δηλαδή) καί τῆς βασιλείας του ὅλης, ἀποφάσισα, ἄλλο τίποτας δέν ἔχω νά εὐκαριστήσω, μόνον καί μόνον τήν ἁμαρτωλή μου προσευκή». Δέν ἔχω τίποτε ἄλλο νά προσφέρω, λέει, στόν Θεό γιά νά τόν εὐχαριστήσω, παρά μόνο τήν ἁμαρτωλή μου προσευχή. «Καί νά μοῦ δώσει καθερά σπλάχνα (καθαρή καρδιά πού λέμε), νά τόν εὐκαριστῶ, νά μήν γένω ἀχάριστος». Βλέπετε, ἤθελε νά ζῇ εὐχαριστιακά, ὅπως εἴπαμε. «Καί προσφέρνω αὐγή καί βράδυ ἀπό χίλιες τρακόσες μετάνοιες καί ἑκατό μέ τό κομπολόγι». Κομπολόγι εἶναι τό κομποσχοίνι. «Καί ὅ,τι μπορέσω, ὅταν θά πάγω εἰς τήν δουλειά μου καί ὅταν γυρίσω ὀπίσου νά τόν εὐκαριστήσω, ὁ ἁμαρτωλός»6. Εἶναι πολύ χαριτωμένος πράγματι ὁ Μακρυγιάννης, καί ἄν τόν διαβάζαμε, θά γινόμασταν καλύτεροι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί καλύτεροι Ἕλληνες.
Αὐτή λοιπόν ἡ ἀσκητικότης βοήθησε τόν λαό μας καί νά ἀνθέξῃ στίς πιέσεις τῶν κατακτητῶν καί νά μή ἀλλαξοπιστήσῃ, ἀλλά καί νά ἀναλάβῃ τίς θυσίες τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος. Ὅταν ξεσηκώθηκαν οἱ προπάτορές μας στήν ἐθνεγερσία τοῦ 1821, ἐγνώριζαν ὅτι δέν εἶναι εὔκολα τά πράγματα.
Καί ἐπρόκειτο νά περάσουν μεγάλες ταλαιπωρίες καί μεγάλους κινδύνους στόν ἀγῶνα αὐτόν πού ἀνελάμβαναν. Ἀλλά εἶχαν τό ἀσκητικό πνεῦμα καί ἦταν ἕτοιμοι νά δεχθοῦν κάθε θυσία προκειμένου νά ἐλευθερωθῇ ἡ πατρίδα.
Λέει κάπου ὁ Κολοκοτρώνης: «Ἐσυνηθίσαμε νά καταφρονοῦμε τούς Τούρκους, νά ὑποφέρομε τήν πεῖνα, τήν δίψα, τήν κακοπάθια, τήν λέρα καί καθεξῆς»7. Αὐτή ἡ ὑπέρβασις τῆς φιλαυτίας, πού ἀποκτᾷ ὁ ἄνθρωπος μέ τό ἀσκητικό πνεῦμα καί τό πνεῦμα τῆς θυσίας, πού εἶναι καί αὐτό συνέπεια τοῦ ἀσκητικοῦ πνεύματος, τούς βοήθησε ἐπίσης νά προσφέρουν τά πάντα στόν ἀγῶνα.
Εἶναι πολύ συγκινητική ἡ προσφορά τοῦ διδασκάλου Γ. Γενναδίου, πού καταθέτοντας τίς τελευταῖες οἰκονομίες του στήν συγκέντρωσι τοῦ πληθυσμοῦ στήν πλατεῖα τοῦ Ναυπλίου, εἶπε: «Ὀβολόν ἄλλον δέν ἔχω νά δώσω, ἀλλ᾿ ἔχω ἐμαυτόν, καί ἰδού τόν πωλῶ! Τίς θέλει διδάσκαλον ἐπί τέσσερα ἔτη διά τά παιδιά του; Ἄς καταβάλῃ ἐνταῦθα τό τίμημα»8. Συγκινητικό εἶναι ἐπίσης τό παράδειγμα τοῦ προύχοντα Θεοδωράκη Δεληγιάννη, πού γιά τήν ἐπιτυχία τῆς ἐπαναστάσεως παραδόθηκε μέ τήν θέλησί του στούς Τούρκους, γιά νά βρῇ φρικτό θάνατο. «Γνωρίζετε, ἀδελφοί», ἔγραφε λίγο πρίν ἀπό τήν παράδοσί του, «τό Εὐαγγέλιον ὁποῦ λέγει ὅτι “ὁ ἀγαπῶν πατέρα ἤ μητέραν ἤ τέκνα ἤ ἀδελφούς ἤ ἀδελφάς ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστιν μου ἄξιος”. Τό αὐτό φωνάζει σήμερον καί εἰς ἐμέ ἡ πατρίς!... ἄρα πρέπει νά ὑπακούσω εἰς τήν φωνήν της»9.
Γ. Σεβασμός στό ἀνθρώπινο πρόσωπο
Μέσα στήν ἑλληνορθόδοξο παράδοσί μας μάθαμε νά σεβόμαστε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, τόν ἄνθρωπο. Νά τόν βλέπουμε ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ θεολογία τοῦ προσώπου, ἄς τήν ποῦμε ἔτσι, ἡ τιμή, ὁ σεβασμός πρός τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, εἶναι γέννημα τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς μας παραδόσεως. Ἡ Ἐκκλησία ἐπέμενε πολύ στό νά τονίζῃ ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι Τρία ὁμοούσια Πρόσωπα: Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Δέν εἶναι θεός ἀφηρημένος, θεός τῶν φιλοσόφων, θεός ἰδέα, ἀλλά εἶναι Τρία Πρόσωπα «ἐν μιᾷ οὐσίᾳ». Γι᾿ αὐτό ὄχι τρεῖς θεοί, Ἕνας Θεός. Ἐπέμενε ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία πολύ στό νά τονίζῃ ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος, εἶναι ἕνα Πρόσωπο μέ δύο φύσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρωπίνη, πρᾶγμα πού τό ἠρνοῦντο οἱ κατά καιρούς αἱρετικοί. Ὁ Χριστός λοιπόν Πρόσωπο, ἡ Ἁγία Τριάς Τρία Πρόσωπα.
Αὐτός ὁ τονισμός τῆς σημασίας τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων (Ὑποστάσεων) «ἐν μιᾷ οὐσίᾳ» καί τοῦ Ἑνός Προσώπου (Ὑποστάσεως) «ἐν δυσί φύσεσιν» στόν Χριστό, ἔδωσε τήν δυνατότητα νά τονισθῇ καί ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι νούμερο. Δέν εἶναι κάτι πού μπορεῖ νά τό ἰσοπεδώσουμε μέσα στό σύνολο, νά χαθῇ μέσα σέ μία ὁμάδα. Εἶναι κάτι τό μοναδικό, ἀνεπανάληπτο καί ἰδιαίτερο κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἔχει ἀκόμη λάβει ἰδιαίτερα χαρίσματα ἀπό τόν Θεό. Καί ὀφείλει αὐτά τά χαρίσματά του νά τά ἀξιοποιήσῃ καί ἔτσι νά ἐκφράσῃ καί ὁλοκληρώσῃ τόν ἑαυτό του. Πρέπει καί στόν ἑαυτό μας καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους νά ἀναγνωρίζουμε, νά σεβόμαστε, τά πρόσωπα πού ἔχουμε λάβει ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ πατροπαράδοτος φιλοξενία, νομίζω, ἐδῶ βασίζεται.
Τόν κάθε ἄνθρωπο τόν βλέπουμε, τόν τιμοῦμε καί τόν δεχόμαστε ὡς πρόσωπο κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ.
Ἡ κοινωνία πάλι γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους δέν εἶναι ἕνα σύνολο ἀνθρώπων πού συνδέονται ἐξωτερικά, μηχανικά, μαζικά. Δέν εἶναι ἀγέλη, ἀλλά ἕνωσις ἐλευθέρων προσωπικοτήτων, πού ὁ καθένας συνδέεται μέ τόν ἄλλο προσωπικά, ὑπεύθυνα καί ἐλεύθερα. Γι᾿ αὐτό στήν Ὀρθοδοξία προέχει πάντοτε τό πρόσωπο, ποτέ ἡ ἰδέα ἤ ἡ ἰδεολογία ἤ τό κράτος ἤ τό κόμμα. Ἕνας Χριστιανός Ὀρθόδοξος ποτέ δέν θά κάνῃ ὑπακοή στό κόμμα ἤ στό κράτος ἤ στήν ἰδεολογία, ἐάν ἡ συνείδησίς του δέν τοῦ τό ἐπιτρέπῃ. Θά κάνουμε ὑπακοή, ὅταν ἡ συνείδησίς μας μᾶς πληροφορῇ ὅτι αὐτό πού μᾶς ζητοῦν εἶναι σύμφωνο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ: «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»10.
Τώρα τί γίνεται; Ὅλες οἱ ἰδεολογίες πού ἔχουν ὁλοκληρωτικό χαρακτῆρα δέν θέλουν νά ἀφήσουν τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο. Δέν θέλουν τό πρόσωπο νά εἶναι ὑπεράνω τῆς ἰδεολογίας. Δέν τό βλέπουν αὐτό μέ καλό μάτι. Ἕνα Ὀρθόδοξο Χριστιανό ποτέ δέν μποροῦν νά τόν κάνουν τυφλό ὄργανό τους. Γι᾿ αὐτό ὅλες οἱ ὁλοκληρωτικές ἰδεολογίες, ὁποιασδήποτε προελεύσεως καί δοξασίας, εἶναι ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι ἡ Ὀρθοδοξία διατηρεῖ ἄσβεστη τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ποτέ δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε νά ὑποταχθῇ τό πρόσωπο στήν μᾶζα. Οὔτε μποροῦμε νά χρησιμοποιοῦμε ἔτσι τήν λέξι μᾶζα. Ἀλλοίμονο ἄν ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων εἶναι μᾶζα ἤ εἶναι ἀγέλη ζώων. Ἡ κοινωνία, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἕνωσις πνευματική ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι χαριτωμένοι ἀπό τόν Θεό καί ἔχουν πρόσωπα καί ἐλευθερία. Αὐτήν τήν παράδοσι σεβασμοῦ στό πρόσωπο βρῆκα καί ἐδῶ στήν Κύπρο νά βιώνεται μέσα στήν ἐκκλησιαστική, κοινοτική, οἰκογενειακή ζωή, στήν φιλοξενία καί στά πατροπαράδοτα ἑλληνορθόδοξα ἤθη καί ἔθιμα.
Ὁ λαός μας μάθαινε τήν ἀσκητική ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία. Μέχρι σήμερα, δόξα τῷ Θεῷ, διατηρεῖται ἡ ἀσκητική παράδοσις στόν εὐσεβῆ λαό μας. Γι᾿ αὐτό βλέπουμε ὅτι ὁ λαός μας θέλει νά νηστεύῃ, νά στέκεται ὄρθιος στήν Ἐκκλησία, νά ἀγωνίζεται. Καί αἰσθάνεται ὅτι, ἄν δέν ἀγωνίζεται, δέν προσφέρεται στόν Θεό. Δέν θέλει ἡ θρησκευτικότητά του, ἡ εὐσέβειά του, νά εἶναι ἀνέξοδη. Θέλει νά εἶναι κάτι πού βγαίνει ἀπό τόν κόπο του καί ἀπό τό αἷμα του μέσα.
Αὐτό φαίνεται καί στά κείμενα τοῦ μεγάλου ἀγωνιστοῦ καί μάρτυρος τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας, τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη. Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν ἀπό τούς ἀσκητικώτερους καί ἁγνότερους ἀνθρώπους τοῦ 1821. Λέει λοιπόν κάπου στά Ἀπομνημονεύματά του: «Ἀπό ἑνοῦ χρονοῦ παιδί μέ ἐσυνείθισαν οἱ γονέοι νά κάνω μετάνοιες καί μ᾿ ἔλεγαν· “Κάνε μετάνοιες νά πιάσῃς περδικόπουλα”». Ἀγράμματοι ἄνθρωποι καί ὅμως ἄριστοι παιδαγωγοί. «Πήγαιναν ἐκεῖνοι, μοὔ φερναν περδικόπουλα καί μοὔ λεγαν· “Γιά, ἔκαμες μετάνοιες καί τἄ πιασες”. Καί ἐσυνείθισα μέ ταῦτον τόν τρόπον καί ἔκανα μετάνοιες»5. Λέει κάπου ἀλλοῦ: «Ἀφοῦ εἶδα καί βλέπω καθεμερινῶς τήν εὐλογίαν του (τοῦ Θεοῦ δηλαδή) καί τῆς βασιλείας του ὅλης, ἀποφάσισα, ἄλλο τίποτας δέν ἔχω νά εὐκαριστήσω, μόνον καί μόνον τήν ἁμαρτωλή μου προσευκή». Δέν ἔχω τίποτε ἄλλο νά προσφέρω, λέει, στόν Θεό γιά νά τόν εὐχαριστήσω, παρά μόνο τήν ἁμαρτωλή μου προσευχή. «Καί νά μοῦ δώσει καθερά σπλάχνα (καθαρή καρδιά πού λέμε), νά τόν εὐκαριστῶ, νά μήν γένω ἀχάριστος». Βλέπετε, ἤθελε νά ζῇ εὐχαριστιακά, ὅπως εἴπαμε. «Καί προσφέρνω αὐγή καί βράδυ ἀπό χίλιες τρακόσες μετάνοιες καί ἑκατό μέ τό κομπολόγι». Κομπολόγι εἶναι τό κομποσχοίνι. «Καί ὅ,τι μπορέσω, ὅταν θά πάγω εἰς τήν δουλειά μου καί ὅταν γυρίσω ὀπίσου νά τόν εὐκαριστήσω, ὁ ἁμαρτωλός»6. Εἶναι πολύ χαριτωμένος πράγματι ὁ Μακρυγιάννης, καί ἄν τόν διαβάζαμε, θά γινόμασταν καλύτεροι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί καλύτεροι Ἕλληνες.
Αὐτή λοιπόν ἡ ἀσκητικότης βοήθησε τόν λαό μας καί νά ἀνθέξῃ στίς πιέσεις τῶν κατακτητῶν καί νά μή ἀλλαξοπιστήσῃ, ἀλλά καί νά ἀναλάβῃ τίς θυσίες τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος. Ὅταν ξεσηκώθηκαν οἱ προπάτορές μας στήν ἐθνεγερσία τοῦ 1821, ἐγνώριζαν ὅτι δέν εἶναι εὔκολα τά πράγματα.
Καί ἐπρόκειτο νά περάσουν μεγάλες ταλαιπωρίες καί μεγάλους κινδύνους στόν ἀγῶνα αὐτόν πού ἀνελάμβαναν. Ἀλλά εἶχαν τό ἀσκητικό πνεῦμα καί ἦταν ἕτοιμοι νά δεχθοῦν κάθε θυσία προκειμένου νά ἐλευθερωθῇ ἡ πατρίδα.
Λέει κάπου ὁ Κολοκοτρώνης: «Ἐσυνηθίσαμε νά καταφρονοῦμε τούς Τούρκους, νά ὑποφέρομε τήν πεῖνα, τήν δίψα, τήν κακοπάθια, τήν λέρα καί καθεξῆς»7. Αὐτή ἡ ὑπέρβασις τῆς φιλαυτίας, πού ἀποκτᾷ ὁ ἄνθρωπος μέ τό ἀσκητικό πνεῦμα καί τό πνεῦμα τῆς θυσίας, πού εἶναι καί αὐτό συνέπεια τοῦ ἀσκητικοῦ πνεύματος, τούς βοήθησε ἐπίσης νά προσφέρουν τά πάντα στόν ἀγῶνα.
Εἶναι πολύ συγκινητική ἡ προσφορά τοῦ διδασκάλου Γ. Γενναδίου, πού καταθέτοντας τίς τελευταῖες οἰκονομίες του στήν συγκέντρωσι τοῦ πληθυσμοῦ στήν πλατεῖα τοῦ Ναυπλίου, εἶπε: «Ὀβολόν ἄλλον δέν ἔχω νά δώσω, ἀλλ᾿ ἔχω ἐμαυτόν, καί ἰδού τόν πωλῶ! Τίς θέλει διδάσκαλον ἐπί τέσσερα ἔτη διά τά παιδιά του; Ἄς καταβάλῃ ἐνταῦθα τό τίμημα»8. Συγκινητικό εἶναι ἐπίσης τό παράδειγμα τοῦ προύχοντα Θεοδωράκη Δεληγιάννη, πού γιά τήν ἐπιτυχία τῆς ἐπαναστάσεως παραδόθηκε μέ τήν θέλησί του στούς Τούρκους, γιά νά βρῇ φρικτό θάνατο. «Γνωρίζετε, ἀδελφοί», ἔγραφε λίγο πρίν ἀπό τήν παράδοσί του, «τό Εὐαγγέλιον ὁποῦ λέγει ὅτι “ὁ ἀγαπῶν πατέρα ἤ μητέραν ἤ τέκνα ἤ ἀδελφούς ἤ ἀδελφάς ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστιν μου ἄξιος”. Τό αὐτό φωνάζει σήμερον καί εἰς ἐμέ ἡ πατρίς!... ἄρα πρέπει νά ὑπακούσω εἰς τήν φωνήν της»9.
Γ. Σεβασμός στό ἀνθρώπινο πρόσωπο
Μέσα στήν ἑλληνορθόδοξο παράδοσί μας μάθαμε νά σεβόμαστε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, τόν ἄνθρωπο. Νά τόν βλέπουμε ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ θεολογία τοῦ προσώπου, ἄς τήν ποῦμε ἔτσι, ἡ τιμή, ὁ σεβασμός πρός τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, εἶναι γέννημα τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς μας παραδόσεως. Ἡ Ἐκκλησία ἐπέμενε πολύ στό νά τονίζῃ ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι Τρία ὁμοούσια Πρόσωπα: Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Δέν εἶναι θεός ἀφηρημένος, θεός τῶν φιλοσόφων, θεός ἰδέα, ἀλλά εἶναι Τρία Πρόσωπα «ἐν μιᾷ οὐσίᾳ». Γι᾿ αὐτό ὄχι τρεῖς θεοί, Ἕνας Θεός. Ἐπέμενε ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία πολύ στό νά τονίζῃ ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος, εἶναι ἕνα Πρόσωπο μέ δύο φύσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρωπίνη, πρᾶγμα πού τό ἠρνοῦντο οἱ κατά καιρούς αἱρετικοί. Ὁ Χριστός λοιπόν Πρόσωπο, ἡ Ἁγία Τριάς Τρία Πρόσωπα.
Αὐτός ὁ τονισμός τῆς σημασίας τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων (Ὑποστάσεων) «ἐν μιᾷ οὐσίᾳ» καί τοῦ Ἑνός Προσώπου (Ὑποστάσεως) «ἐν δυσί φύσεσιν» στόν Χριστό, ἔδωσε τήν δυνατότητα νά τονισθῇ καί ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι νούμερο. Δέν εἶναι κάτι πού μπορεῖ νά τό ἰσοπεδώσουμε μέσα στό σύνολο, νά χαθῇ μέσα σέ μία ὁμάδα. Εἶναι κάτι τό μοναδικό, ἀνεπανάληπτο καί ἰδιαίτερο κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἔχει ἀκόμη λάβει ἰδιαίτερα χαρίσματα ἀπό τόν Θεό. Καί ὀφείλει αὐτά τά χαρίσματά του νά τά ἀξιοποιήσῃ καί ἔτσι νά ἐκφράσῃ καί ὁλοκληρώσῃ τόν ἑαυτό του. Πρέπει καί στόν ἑαυτό μας καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους νά ἀναγνωρίζουμε, νά σεβόμαστε, τά πρόσωπα πού ἔχουμε λάβει ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ πατροπαράδοτος φιλοξενία, νομίζω, ἐδῶ βασίζεται.
Τόν κάθε ἄνθρωπο τόν βλέπουμε, τόν τιμοῦμε καί τόν δεχόμαστε ὡς πρόσωπο κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ.
Ἡ κοινωνία πάλι γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους δέν εἶναι ἕνα σύνολο ἀνθρώπων πού συνδέονται ἐξωτερικά, μηχανικά, μαζικά. Δέν εἶναι ἀγέλη, ἀλλά ἕνωσις ἐλευθέρων προσωπικοτήτων, πού ὁ καθένας συνδέεται μέ τόν ἄλλο προσωπικά, ὑπεύθυνα καί ἐλεύθερα. Γι᾿ αὐτό στήν Ὀρθοδοξία προέχει πάντοτε τό πρόσωπο, ποτέ ἡ ἰδέα ἤ ἡ ἰδεολογία ἤ τό κράτος ἤ τό κόμμα. Ἕνας Χριστιανός Ὀρθόδοξος ποτέ δέν θά κάνῃ ὑπακοή στό κόμμα ἤ στό κράτος ἤ στήν ἰδεολογία, ἐάν ἡ συνείδησίς του δέν τοῦ τό ἐπιτρέπῃ. Θά κάνουμε ὑπακοή, ὅταν ἡ συνείδησίς μας μᾶς πληροφορῇ ὅτι αὐτό πού μᾶς ζητοῦν εἶναι σύμφωνο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ: «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»10.
Τώρα τί γίνεται; Ὅλες οἱ ἰδεολογίες πού ἔχουν ὁλοκληρωτικό χαρακτῆρα δέν θέλουν νά ἀφήσουν τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο. Δέν θέλουν τό πρόσωπο νά εἶναι ὑπεράνω τῆς ἰδεολογίας. Δέν τό βλέπουν αὐτό μέ καλό μάτι. Ἕνα Ὀρθόδοξο Χριστιανό ποτέ δέν μποροῦν νά τόν κάνουν τυφλό ὄργανό τους. Γι᾿ αὐτό ὅλες οἱ ὁλοκληρωτικές ἰδεολογίες, ὁποιασδήποτε προελεύσεως καί δοξασίας, εἶναι ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι ἡ Ὀρθοδοξία διατηρεῖ ἄσβεστη τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ποτέ δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε νά ὑποταχθῇ τό πρόσωπο στήν μᾶζα. Οὔτε μποροῦμε νά χρησιμοποιοῦμε ἔτσι τήν λέξι μᾶζα. Ἀλλοίμονο ἄν ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων εἶναι μᾶζα ἤ εἶναι ἀγέλη ζώων. Ἡ κοινωνία, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἕνωσις πνευματική ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι χαριτωμένοι ἀπό τόν Θεό καί ἔχουν πρόσωπα καί ἐλευθερία. Αὐτήν τήν παράδοσι σεβασμοῦ στό πρόσωπο βρῆκα καί ἐδῶ στήν Κύπρο νά βιώνεται μέσα στήν ἐκκλησιαστική, κοινοτική, οἰκογενειακή ζωή, στήν φιλοξενία καί στά πατροπαράδοτα ἑλληνορθόδοξα ἤθη καί ἔθιμα.
* * *
Ἐτόνισα αὐτά τά τρία στοιχεῖα. Ὑπάρχουν καί ἄλλα πολλά, ἀλλά αὐτά εἶναι τά βασικά, πού δείχνουν τήν μεγάλη σημασία τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας. Γεννᾶται ὅμως ἕνα ἐρώτημα: Αὐτή ἡ παράδοσις καί κληρονομία μας εἶναι γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο; Ἤ μήπως εἶναι ἕνα ὡραῖο μουσεῖο, ὅπου μποροῦμε νά συγκεντρώσουμε διάφορα ἐκθέματα τοῦ παρελθόντος, ὡραῖες εἰκόνες, ὡραῖα ἀντικείμενα, γιά νά τά ἐκθέτουμε, νά τά θαυμάζουμε καί νά λέμε· “Τί ὡραῖα πού εἶναι, δέν εἶναι ὅμως γιά μᾶς σήμερα.
Εἶναι ἀναμνήσεις ἑνός ὡραίου πολιτισμοῦ, πού τώρα τελείωσε”. Νομίζω, ὅτι ἡ παράδοσίς μας ἀφορᾶ κυρίως τό παρόν.
Ποτέ ἄλλοτε οἱ Ἕλληνες δέν εἴχαμε τόση ἀνάγκη αὐτῆς τῆς παραδόσεως, ὅσο τήν ἔχουμε σήμερα.
Θά τονίσω δύο-τρία σημεῖ α, πού δείχνουν πόσο ἀνάγκη ἔχουμε ἀπό τήν Ὀρθοδοξία μας.
α. Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά μᾶς κρατήσῃ ἑνωμένους
Εἶναι ἀναμνήσεις ἑνός ὡραίου πολιτισμοῦ, πού τώρα τελείωσε”. Νομίζω, ὅτι ἡ παράδοσίς μας ἀφορᾶ κυρίως τό παρόν.
Ποτέ ἄλλοτε οἱ Ἕλληνες δέν εἴχαμε τόση ἀνάγκη αὐτῆς τῆς παραδόσεως, ὅσο τήν ἔχουμε σήμερα.
Θά τονίσω δύο-τρία σημεῖ α, πού δείχνουν πόσο ἀνάγκη ἔχουμε ἀπό τήν Ὀρθοδοξία μας.
α. Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά μᾶς κρατήσῃ ἑνωμένους
Ἄν δέν εἴμαστε πνευματικά ἑνωμένοι, μπορεῖ νά ἐπιζήσῃ ὁ Ἑλληνισμός; Πολλά πράγματα μᾶς χωρίζουν στόν κόσμο· τά συμφέροντα, τά κόμματα, οἱ ἰδεολογίες. Ἡ Ἐκκλησία, ἡ πίστις μας, ἡ παράδοσίς μας, μᾶς ἑνώνει. Ἄν θελήσουμε τώρα νά συζητήσουμε, θά διαπιστώσουμε ὅτι πολλοί ἀπό μᾶς ἔχουμε διαφορετικές ἀντιλήψεις γιά πολλά ζητήματα. Τί μᾶς ἑνώνει ὅλους ἐμᾶς; Ὅτι εἴμεθα Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ὅτι εἴμεθα μέλη τοῦ ἰδίου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Καί γι᾿ αὐτό πάντοτε, ἀλλά ἰδιαιτέρως στίς κρίσιμες ὧρες τῆς ἱστορίας, ἐκεῖνο τελικά πού σώζει τούς Ἕλληνας, παρά τίς ἀδυναμίες μας, εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ Ἐκκλησία. Μπορεῖ κατά τό ἀνθρώπινο καί ἐξωτερικά νά φαίνεται ὅτι καί στήν Ἐκκλησία μπαίνει ἡ διαίρεσις, ἀλλά κατά βάθος καί στόν ἐσώτατο πυρῆνα τῆς Ἐκκλησίας εἴμαστε ἑνωμένοι. Διότι ἔχουμε τήν ἴδια πίστι, τόν ἴδιο Χριστό, τά ἴδια μυστήρια, τήν ἴδια παράδοσι, τό ἴδιο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού μᾶς ἑνώνουν.
Εἶπε ἕνας ξένος Ὀρθόδοξος καθηγητής, ὅτι στίς φλέβες τῶν Ἑλλήνων ρέει τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι ὅλοι οἱ Ἕλληνες, δέν ξέρω ἄν ὑπάρχουν ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, εἴμαστε βαπτισμένοι καί τοὐλάχιστον γιά μία φορά στήν ζωή μας κοινωνημένοι. Νά! Ἕνας δεσμός αἵματος, καί μάλιστα θείου Αἵματος, πού μᾶς βοηθεῖ νά μένουμε κατά βάθος ἑνωμένοι, παρά τίς διαφορές.
Ἕνα ἄλλο ὑπαρξιακό αἴτημα, στό ὁποῖο ἀνταποκρίνεται ἡ Ὀρθόδοξος πίστις καί παράδοσίς μας, εἶναι ἡ
β. Εὕρεσις τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς
Ἔχει νόημα ἡ ζωή τοῦ καθενός ἀπό μᾶς, ἐάν δέν ὑπάρχῃ Θεός, ἐάν δέν ὑπάρχῃ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, ἐάν ὁ Θεός δέν ἀγαπᾷ τόν ἄνθρωπο; Ἐάν δέν ὑπάρχῃ κέντρο, γύρω ἀπό τό ὁποῖο κινοῦνται καί ὀργανώνονται ὅλα, τί νόημα ἔχει αὐτός ὁ ἀπέραντος κόσμος, αὐτοί οἱ πολυπληθεῖς γαλαξίαι πού ἀπέχουν ἑκατομμύρια ἔτη φωτός ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον; Τί νόημα ἔχει ὅλη αὐτή ἡ δημιουργία, ἐάν δέν ὑπάρχῃ Δημιουργός; Τί νόημα ἔχει ἡ ἰδική μας ζωή, ἄν κάθε ἕνας ἀπό μᾶς εἶναι ἀποτέλεσμα τυφλῆς τύχης, ἀναγκαιότητος καί συμπτώσεως; Εἶμαι ριγμένος στόν κόσμο σάν ἕνα ἔκθετο παιδί, πού δέν γνωρίζει πατέρα καί μητέρα, οὔτε τίποτε ἄλλο γιά τήν προέλευσί του. Τότε ὅλα εἶναι παράλογα καί ἡ ἀντίδρασις τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλη ἀπό τόν μηδενισμό. Καί ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά αἰσθανθῇ καμμία οὐσιαστική χαρά στήν ζωή του. Ἄν ὁ κόσμος δέν ἔχει νόημα, λόγο, τότε ἡ ζωή εἶναι ἀνυπόφορη καί οὔτε ἔχει νόημα νά ἀγωνίζεται κανείς, νά σπουδάζῃ, νά συνάπτῃ γάμο, νά κάνῃ παιδιά. Τί νόημα ἔχει νά κάνουμε παιδιά, ὅταν δέν πιστεύουμε στήν αἰώνιο ζωή; Κάνουμε παιδιά, γιά νά τά θάψουμε;
Νά γεμίσουμε τά νεκροταφεῖα;
Μέσα στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας βεβαιωνόμαστε ὅτι ἡ ζωή μας ἔχει νόημα, ὅτι ὁ κόσμος ἔχει νόημα, ὅτι ὁ κόσμος ἔχει κέντρο, ὅτι καί ἐγώ ἔχω κέντρο μέσα μου καί μπορῶ νά εἶμαι ἑνωμένος ἐσωτερικά καί ὄχι διασπασμένος. Καί αὐτό τό κέντρο εἶναι ὁ Χριστός. Κέντρο τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Χριστός. Κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ μου, τῆς ὑπάρξεώς μου, εἶναι ὁ Χριστός. Ἔτσι ἐν Χριστῷ μπορῶ νά βλέπω καί τό ἐξωτερικό σύμπαν καί τόν ἐσωτερικό μου κόσμο ἑνοποιημένα. Νά βλέπω ὅτι ἔχω ἕνα μεγάλο σκοπό στήν ζωή μου. Καί αὐτός ὁ σκοπός εἶναι νά γίνω θεός κατά Χάριν, νά ἑνωθῶ μέ τόν Θεό.
Ἀλλά ἡ παράδοσίς μας μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσῃ καί σ᾿ ἕνα ἄλλο πολύ σοβαρό θέμα. Στό
γ. Νά οἰκοδομήσουμε ἕνα καλύτερο μέλλον
Ὅλοι βλέπουμε ὅτι ὁ κόσμος πού ζοῦμε δέν εἶναι ὁ καλύτερος καί ὅτι ὑπάρχουν πολλές ἐλλείψεις, πολλά κενά, ὅτι πολλά πρέπει νά διορθωθοῦν. Πολλοί προτείνουν διάφορες μεταρρυθμίσεις. Μιλοῦν γιά εἰρήνη, γιά δικαιοσύνη, γιά ἰσότητα. Αὐτά ὅλα μποροῦν νά γίνουν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἔξω ἀπό τόν Χριστό; Προσπαθοῦν πολλοί νά τό κάνουν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἔξω ἀπό τόν Χριστό. Καί νά φέρουν στόν τόπο μας λύσεις τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος ξένες πρός τήν παράδοσί μας, λύσεις πού σκέφτηκαν καί ἔφτιαξαν ἄνθρωποι ἄλλων φιλοσοφιῶν καί πολιτισμῶν. Καί αὐτές τίς λύσεις θέλουν νά τίς ταιριάσουν σέ μᾶς. Εἶναι σάν νά προσπαθοῦν νά μᾶς φορέσουν ἕνα ροῦχο πού δέν μᾶς κάνει. Οὔτε ἐμεῖς αἰσθανόμαστε ἄνετα φορώντας ἕνα ξένο ροῦχο. Καί ἐμεῖς θέλουμε τήν εἰρήνη, τήν δικαιοσύνη, θέλουμε νά λυθῇ τό κοινωνικό πρόβλημα, καί ἀλλοίμονο ἄν δέν τό θέλαμε. Τό θέμα εἶναι νά βροῦμε λύσεις πού βγαίνουν μέσα ἀπό τήν παράδοσί μας, πού μᾶς ἐκφράζουν, πού δέν εἶναι ξένες πρός ἐμᾶς. Καί ἐδῶ, νομίζω, μπορεῖ νά βοηθήσῃ πολύ ἡ Ὀρθοδοξία. Θά φέρω ἕνα παράδειγμα:
Προσπάθησαν στήν Δύσι νά λύσουν τό κοινωνικό πρόβλημα. Εἶδαν ὅτι ὁ ἀτομικισμός, πού ἐκφράζεται στό κεφαλαιοκρατικό σύστημα, τελικά δέν βοηθεῖ νά γίνῃ μία δικαία κοινωνία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Εἶπαν νά καταργήσουν τόν ἀτομικισμό καί τήν κεφαλαιοκρατική τάξι καί νά φτιάξουν ἕνα ἄλλο κοινωνικό σύστημα, πού θά ἀποτελῇ ὑπέρβασι τοῦ ἀτομικισμοῦ. Ἡ πρόθεσις καλή ἦταν. Ἀλλά στήν προσπάθειά τους νά πραγματοποιήσουν αὐτήν τήν ὑπέρβασι τοῦ ἀτομικισμοῦ, ἔφτιαξαν ἕνα ἄλλο κοινωνικό σύστημα, τό ὁποῖο λέγουν ὅτι εἶναι προοδευτικό καί φιλελεύθερο. Καί στό σύστημα αὐτό τό ἀνθρώπινο πρόσωπο πάλι καταστρέφεται, μέ τήν μαζοποίησι. Γιά νά σώσουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ἀτομικισμό, τόν ὁδηγοῦν στήν μαζοποίησι.
Πῶς λοιπόν θά σωθοῦμε τώρα τόσο ἀπό τήν μαζοποίησι τῶν φιλελευθέρων καί προοδευτικῶν συστημάτων ὅσο καί ἀπό τόν ἀτομικισμό τῆς παλαιᾶς κεφαλαιοκρατικῆς τάξεως;
Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τήν δική της λύσι. Ἅμα οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες κοινωνιολόγοι μελετήσουν πῶς λειτουργεῖ ἕνα Ὀρθόδοξο Κοινόβιο, θά ἰδοῦν ὅτι τό κοινωνικό πρόβλημα λύνεται ὑπερβαίνοντας τόσο τόν ἀτομικισμό ὅσο καί τήν μαζοποίησι. Στό Ὀρθόδοξο Κοινόβιο ὅλοι πρέπει νά ζοῦν γιά τόν ἕνα καί ὁ ἕνας γιά ὅλους, ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος11.
Δυστυχῶς ἡ λύσις τοῦ κοινωνικοῦ μας προβλήματος δέν ἀναζητεῖται στήν παράδοσί μας, ἀλλά στούς ξένους κοινωνιολόγους πού μᾶς θαμπώνουν, ὅπως ὁ Μάρξ καί ἄλλοι. Ἔτσι χάνουμε τήν δυνατότητα νά δώσουμε μία ἑλληνική καί ὀρθόδοξο λύσι στό κοινωνικό μας πρόβλημα.
Σήμερα αὐτό τό ρεῦμα πού μᾶς παρασύρει νά ἀθετήσουμε τήν παράδοσί μας εἶναι ἰσχυρό. Ἔρχεται μέ τόν θεωρητικό ὑλισμό, δηλαδή τά συστήματα πού ἑρμηνεύουν ὑλιστικά τήν ζωή. Ὁ θεωρητικός ὑλισμός ἔχει πολιτικές συνέπειες καί ἐκφράζεται σέ συγκεκριμένες πολιτικές ἰδεολογίες. Ἔρχεται ἐπίσης μέ τό πνεῦμα τοῦ πρακτικοῦ ὑλισμοῦ, τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, πού μᾶς ὑπαγορεύει νά ζοῦμε ζωή μόνον ὑλιστική, νά ἔχουμε ὡς σκοπό τῆς ζωῆς μας τήν καλοπέρασι. Νομίζω ὅτι ὁ πρακτικός ὑλισμός εἶναι ἐξ ἴσου ἐπικίνδυνος μέ τόν θεωρητικό ὑλισμό, τόν ἀθεϊσμό. Ναρκώνει τούς ἀνθρώπους, τούς ἀποκοιμίζει, ὥστε νά μή ἔχουν πνευματικά ἐνδιαφέροντα.
Ὅλη τους ἡ ζωή νά γίνῃ γήινη. Νά μή ὑπάρχῃ καμμία διέξοδος καί καμμία ἔφεσις πρός τόν οὐρανό.
Ὁ θεωρητικός καί πρακτικός ὑλισμός εἰσχωροῦν καί δηλητηριάζουν τήν ζωή μας μέ τά μέσα τῆς ἐπικοινωνίας, πού τόσο ἀποτελεσματικά ἐπηρεάζουν καί ἀλλοιώνουν τό φρόνημα τῶν ἀνθρώπων. Ἡ τηλεόρασις, τό ραδιόφωνο, οἱ ἐφημερίδες μπαίνουν παντοῦ. Πρῶτα τοὐλάχιστον τά χωριά μας κρατοῦσαν τήν παράδοσι, διότι δέν εἶχε εἰσχωρήσει ἡ τηλεόρασις ἐκεῖ. Τώρα καί στό τελευταῖο σπίτι τοῦ χωριοῦ μπῆκε ἡ τηλεόρασις καί μεταφέρει αὐτό τό ὑλιστικό καί εὐδαιμονιστικό πνεῦμα. Ἀλλοιώνει τόν λαό μας, τήν παράδοσί του, τήν πνευματική του ἐγρήγορσι καί τόν κάνει λαό κοιμισμένο, ἀδιάφορο, ὑλιστικό. Πῶς θά σωθοῦμε ἀπό αὐτόν τόν μεγάλο κίνδυνο;
Ἔρχεται μετά ὁ τουρισμός. Ἄλλος κίνδυνος μεγάλος. Βλέπουμε τό δρᾶμα πολλῶν τόπων τῆς πατρίδος μας, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μία ὡραία ἐκκλησιαστική, παραδοσιακή, οἰκογενειακή ζωή. Ὅλοι ἑνωμένοι μέσα στήν Ἐκκλησία καί στίς οἰκογένειες. Ὅλο τό χωριό μία οἰκογένεια ἐν Χριστῷ.
Μετά μπῆκε ὁ τουρισμός καί τά διέλυσε ὅλα. Οἱ ἄνθρωποι γίνονται ἀγνώριστοι. Χάνεται ἡ ἐκκλησιαστική ζωή, χάνονται τά ἤθη καί ἔθιμα, χάνεται ἡ οἰκογενειακή ζωή, χάνονται ὅλα. Πῶς θά ἀντιδράσουμε στήν καταστροφή αὐτή; Πῶς θά μπορέσουμε νά δεχόμαστε τούς ξένους, χωρίς νά μᾶς διαλύουν, ἀλλά νά οἰκοδομοῦνται ἀπό μᾶς; Καί ἀν τί νά μᾶς βγάζουν αὐτοί ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐμεῖς νά τούς φανερώνουμε τήν Ὀρθοδοξία, πού τόσο ἔχουν ἀνάγκη; Νά κάτι, πού πρέπει νά μᾶς ἀπασχολήσῃ ὅλους. Καί σάν Κυβέρνησι καί σάν Ἐκκλησία καί σάν τοπική Αὐτοδιοίκησι καί κάθε ἕνα ἀπό μᾶς.
Εἶπε ἕνας ξένος Ὀρθόδοξος καθηγητής, ὅτι στίς φλέβες τῶν Ἑλλήνων ρέει τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι ὅλοι οἱ Ἕλληνες, δέν ξέρω ἄν ὑπάρχουν ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, εἴμαστε βαπτισμένοι καί τοὐλάχιστον γιά μία φορά στήν ζωή μας κοινωνημένοι. Νά! Ἕνας δεσμός αἵματος, καί μάλιστα θείου Αἵματος, πού μᾶς βοηθεῖ νά μένουμε κατά βάθος ἑνωμένοι, παρά τίς διαφορές.
Ἕνα ἄλλο ὑπαρξιακό αἴτημα, στό ὁποῖο ἀνταποκρίνεται ἡ Ὀρθόδοξος πίστις καί παράδοσίς μας, εἶναι ἡ
β. Εὕρεσις τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς
Ἔχει νόημα ἡ ζωή τοῦ καθενός ἀπό μᾶς, ἐάν δέν ὑπάρχῃ Θεός, ἐάν δέν ὑπάρχῃ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, ἐάν ὁ Θεός δέν ἀγαπᾷ τόν ἄνθρωπο; Ἐάν δέν ὑπάρχῃ κέντρο, γύρω ἀπό τό ὁποῖο κινοῦνται καί ὀργανώνονται ὅλα, τί νόημα ἔχει αὐτός ὁ ἀπέραντος κόσμος, αὐτοί οἱ πολυπληθεῖς γαλαξίαι πού ἀπέχουν ἑκατομμύρια ἔτη φωτός ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον; Τί νόημα ἔχει ὅλη αὐτή ἡ δημιουργία, ἐάν δέν ὑπάρχῃ Δημιουργός; Τί νόημα ἔχει ἡ ἰδική μας ζωή, ἄν κάθε ἕνας ἀπό μᾶς εἶναι ἀποτέλεσμα τυφλῆς τύχης, ἀναγκαιότητος καί συμπτώσεως; Εἶμαι ριγμένος στόν κόσμο σάν ἕνα ἔκθετο παιδί, πού δέν γνωρίζει πατέρα καί μητέρα, οὔτε τίποτε ἄλλο γιά τήν προέλευσί του. Τότε ὅλα εἶναι παράλογα καί ἡ ἀντίδρασις τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλη ἀπό τόν μηδενισμό. Καί ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά αἰσθανθῇ καμμία οὐσιαστική χαρά στήν ζωή του. Ἄν ὁ κόσμος δέν ἔχει νόημα, λόγο, τότε ἡ ζωή εἶναι ἀνυπόφορη καί οὔτε ἔχει νόημα νά ἀγωνίζεται κανείς, νά σπουδάζῃ, νά συνάπτῃ γάμο, νά κάνῃ παιδιά. Τί νόημα ἔχει νά κάνουμε παιδιά, ὅταν δέν πιστεύουμε στήν αἰώνιο ζωή; Κάνουμε παιδιά, γιά νά τά θάψουμε;
Νά γεμίσουμε τά νεκροταφεῖα;
Μέσα στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας βεβαιωνόμαστε ὅτι ἡ ζωή μας ἔχει νόημα, ὅτι ὁ κόσμος ἔχει νόημα, ὅτι ὁ κόσμος ἔχει κέντρο, ὅτι καί ἐγώ ἔχω κέντρο μέσα μου καί μπορῶ νά εἶμαι ἑνωμένος ἐσωτερικά καί ὄχι διασπασμένος. Καί αὐτό τό κέντρο εἶναι ὁ Χριστός. Κέντρο τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Χριστός. Κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ μου, τῆς ὑπάρξεώς μου, εἶναι ὁ Χριστός. Ἔτσι ἐν Χριστῷ μπορῶ νά βλέπω καί τό ἐξωτερικό σύμπαν καί τόν ἐσωτερικό μου κόσμο ἑνοποιημένα. Νά βλέπω ὅτι ἔχω ἕνα μεγάλο σκοπό στήν ζωή μου. Καί αὐτός ὁ σκοπός εἶναι νά γίνω θεός κατά Χάριν, νά ἑνωθῶ μέ τόν Θεό.
Ἀλλά ἡ παράδοσίς μας μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσῃ καί σ᾿ ἕνα ἄλλο πολύ σοβαρό θέμα. Στό
γ. Νά οἰκοδομήσουμε ἕνα καλύτερο μέλλον
Ὅλοι βλέπουμε ὅτι ὁ κόσμος πού ζοῦμε δέν εἶναι ὁ καλύτερος καί ὅτι ὑπάρχουν πολλές ἐλλείψεις, πολλά κενά, ὅτι πολλά πρέπει νά διορθωθοῦν. Πολλοί προτείνουν διάφορες μεταρρυθμίσεις. Μιλοῦν γιά εἰρήνη, γιά δικαιοσύνη, γιά ἰσότητα. Αὐτά ὅλα μποροῦν νά γίνουν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἔξω ἀπό τόν Χριστό; Προσπαθοῦν πολλοί νά τό κάνουν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἔξω ἀπό τόν Χριστό. Καί νά φέρουν στόν τόπο μας λύσεις τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος ξένες πρός τήν παράδοσί μας, λύσεις πού σκέφτηκαν καί ἔφτιαξαν ἄνθρωποι ἄλλων φιλοσοφιῶν καί πολιτισμῶν. Καί αὐτές τίς λύσεις θέλουν νά τίς ταιριάσουν σέ μᾶς. Εἶναι σάν νά προσπαθοῦν νά μᾶς φορέσουν ἕνα ροῦχο πού δέν μᾶς κάνει. Οὔτε ἐμεῖς αἰσθανόμαστε ἄνετα φορώντας ἕνα ξένο ροῦχο. Καί ἐμεῖς θέλουμε τήν εἰρήνη, τήν δικαιοσύνη, θέλουμε νά λυθῇ τό κοινωνικό πρόβλημα, καί ἀλλοίμονο ἄν δέν τό θέλαμε. Τό θέμα εἶναι νά βροῦμε λύσεις πού βγαίνουν μέσα ἀπό τήν παράδοσί μας, πού μᾶς ἐκφράζουν, πού δέν εἶναι ξένες πρός ἐμᾶς. Καί ἐδῶ, νομίζω, μπορεῖ νά βοηθήσῃ πολύ ἡ Ὀρθοδοξία. Θά φέρω ἕνα παράδειγμα:
Προσπάθησαν στήν Δύσι νά λύσουν τό κοινωνικό πρόβλημα. Εἶδαν ὅτι ὁ ἀτομικισμός, πού ἐκφράζεται στό κεφαλαιοκρατικό σύστημα, τελικά δέν βοηθεῖ νά γίνῃ μία δικαία κοινωνία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Εἶπαν νά καταργήσουν τόν ἀτομικισμό καί τήν κεφαλαιοκρατική τάξι καί νά φτιάξουν ἕνα ἄλλο κοινωνικό σύστημα, πού θά ἀποτελῇ ὑπέρβασι τοῦ ἀτομικισμοῦ. Ἡ πρόθεσις καλή ἦταν. Ἀλλά στήν προσπάθειά τους νά πραγματοποιήσουν αὐτήν τήν ὑπέρβασι τοῦ ἀτομικισμοῦ, ἔφτιαξαν ἕνα ἄλλο κοινωνικό σύστημα, τό ὁποῖο λέγουν ὅτι εἶναι προοδευτικό καί φιλελεύθερο. Καί στό σύστημα αὐτό τό ἀνθρώπινο πρόσωπο πάλι καταστρέφεται, μέ τήν μαζοποίησι. Γιά νά σώσουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ἀτομικισμό, τόν ὁδηγοῦν στήν μαζοποίησι.
Πῶς λοιπόν θά σωθοῦμε τώρα τόσο ἀπό τήν μαζοποίησι τῶν φιλελευθέρων καί προοδευτικῶν συστημάτων ὅσο καί ἀπό τόν ἀτομικισμό τῆς παλαιᾶς κεφαλαιοκρατικῆς τάξεως;
Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τήν δική της λύσι. Ἅμα οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες κοινωνιολόγοι μελετήσουν πῶς λειτουργεῖ ἕνα Ὀρθόδοξο Κοινόβιο, θά ἰδοῦν ὅτι τό κοινωνικό πρόβλημα λύνεται ὑπερβαίνοντας τόσο τόν ἀτομικισμό ὅσο καί τήν μαζοποίησι. Στό Ὀρθόδοξο Κοινόβιο ὅλοι πρέπει νά ζοῦν γιά τόν ἕνα καί ὁ ἕνας γιά ὅλους, ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος11.
Δυστυχῶς ἡ λύσις τοῦ κοινωνικοῦ μας προβλήματος δέν ἀναζητεῖται στήν παράδοσί μας, ἀλλά στούς ξένους κοινωνιολόγους πού μᾶς θαμπώνουν, ὅπως ὁ Μάρξ καί ἄλλοι. Ἔτσι χάνουμε τήν δυνατότητα νά δώσουμε μία ἑλληνική καί ὀρθόδοξο λύσι στό κοινωνικό μας πρόβλημα.
Σήμερα αὐτό τό ρεῦμα πού μᾶς παρασύρει νά ἀθετήσουμε τήν παράδοσί μας εἶναι ἰσχυρό. Ἔρχεται μέ τόν θεωρητικό ὑλισμό, δηλαδή τά συστήματα πού ἑρμηνεύουν ὑλιστικά τήν ζωή. Ὁ θεωρητικός ὑλισμός ἔχει πολιτικές συνέπειες καί ἐκφράζεται σέ συγκεκριμένες πολιτικές ἰδεολογίες. Ἔρχεται ἐπίσης μέ τό πνεῦμα τοῦ πρακτικοῦ ὑλισμοῦ, τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, πού μᾶς ὑπαγορεύει νά ζοῦμε ζωή μόνον ὑλιστική, νά ἔχουμε ὡς σκοπό τῆς ζωῆς μας τήν καλοπέρασι. Νομίζω ὅτι ὁ πρακτικός ὑλισμός εἶναι ἐξ ἴσου ἐπικίνδυνος μέ τόν θεωρητικό ὑλισμό, τόν ἀθεϊσμό. Ναρκώνει τούς ἀνθρώπους, τούς ἀποκοιμίζει, ὥστε νά μή ἔχουν πνευματικά ἐνδιαφέροντα.
Ὅλη τους ἡ ζωή νά γίνῃ γήινη. Νά μή ὑπάρχῃ καμμία διέξοδος καί καμμία ἔφεσις πρός τόν οὐρανό.
Ὁ θεωρητικός καί πρακτικός ὑλισμός εἰσχωροῦν καί δηλητηριάζουν τήν ζωή μας μέ τά μέσα τῆς ἐπικοινωνίας, πού τόσο ἀποτελεσματικά ἐπηρεάζουν καί ἀλλοιώνουν τό φρόνημα τῶν ἀνθρώπων. Ἡ τηλεόρασις, τό ραδιόφωνο, οἱ ἐφημερίδες μπαίνουν παντοῦ. Πρῶτα τοὐλάχιστον τά χωριά μας κρατοῦσαν τήν παράδοσι, διότι δέν εἶχε εἰσχωρήσει ἡ τηλεόρασις ἐκεῖ. Τώρα καί στό τελευταῖο σπίτι τοῦ χωριοῦ μπῆκε ἡ τηλεόρασις καί μεταφέρει αὐτό τό ὑλιστικό καί εὐδαιμονιστικό πνεῦμα. Ἀλλοιώνει τόν λαό μας, τήν παράδοσί του, τήν πνευματική του ἐγρήγορσι καί τόν κάνει λαό κοιμισμένο, ἀδιάφορο, ὑλιστικό. Πῶς θά σωθοῦμε ἀπό αὐτόν τόν μεγάλο κίνδυνο;
Ἔρχεται μετά ὁ τουρισμός. Ἄλλος κίνδυνος μεγάλος. Βλέπουμε τό δρᾶμα πολλῶν τόπων τῆς πατρίδος μας, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μία ὡραία ἐκκλησιαστική, παραδοσιακή, οἰκογενειακή ζωή. Ὅλοι ἑνωμένοι μέσα στήν Ἐκκλησία καί στίς οἰκογένειες. Ὅλο τό χωριό μία οἰκογένεια ἐν Χριστῷ.
Μετά μπῆκε ὁ τουρισμός καί τά διέλυσε ὅλα. Οἱ ἄνθρωποι γίνονται ἀγνώριστοι. Χάνεται ἡ ἐκκλησιαστική ζωή, χάνονται τά ἤθη καί ἔθιμα, χάνεται ἡ οἰκογενειακή ζωή, χάνονται ὅλα. Πῶς θά ἀντιδράσουμε στήν καταστροφή αὐτή; Πῶς θά μπορέσουμε νά δεχόμαστε τούς ξένους, χωρίς νά μᾶς διαλύουν, ἀλλά νά οἰκοδομοῦνται ἀπό μᾶς; Καί ἀν τί νά μᾶς βγάζουν αὐτοί ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐμεῖς νά τούς φανερώνουμε τήν Ὀρθοδοξία, πού τόσο ἔχουν ἀνάγκη; Νά κάτι, πού πρέπει νά μᾶς ἀπασχολήσῃ ὅλους. Καί σάν Κυβέρνησι καί σάν Ἐκκλησία καί σάν τοπική Αὐτοδιοίκησι καί κάθε ἕνα ἀπό μᾶς.
* * *
Σήμερα πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, τήν μεγάλη ἀξία τῆς παραδόσεώς μας. Νά μή τήν κρατήσου με ὅμως ἐγωιστικά γιά τόν ἑαυτό μας, ἀλλά νά τήν προσφέρουμε στόν κόσμο. Ὁ κόσμος εὑρίσκεται σέ ἕνα ἀδιέξοδο σήμερα. Ἐκεῖνο πού λείπει εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ὁ Χριστός. Καί αὐτό ἔχουμε νά προσφέρουμε ἐμεῖς, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί Ἕλληνες.
Μέ αὐτήν τήν εὐχή, νά προσφέρουμε σέ ὅλο τόν κόσμο τόν πολυτιμώτατο θησαυρό τῆς παραδόσεώς μας, τελειώνω τήν σημερινή ταπεινή μου ὁμιλία, ἀφοῦ εὐχηθῶ σέ ὅλους σας πλουσία τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἡ δέ Κύπρος μας, ὅπως καί ἡ Ἑλλάδα μας, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων νά μείνουν Ὀρθόδοξες καί Ἑλληνικές.
Μέ αὐτήν τήν εὐχή, νά προσφέρουμε σέ ὅλο τόν κόσμο τόν πολυτιμώτατο θησαυρό τῆς παραδόσεώς μας, τελειώνω τήν σημερινή ταπεινή μου ὁμιλία, ἀφοῦ εὐχηθῶ σέ ὅλους σας πλουσία τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἡ δέ Κύπρος μας, ὅπως καί ἡ Ἑλλάδα μας, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων νά μείνουν Ὀρθόδοξες καί Ἑλληνικές.
(*) Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἐκφωνηθεῖσα στήν Λευκωσία τήν 3η Μαΐου 1985, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Παγκυπρίου συλλόγου «Οἱ φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους».
1. Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, ἐπ. 101 (P.G. 37, 181C).
2. Ματθ. δ΄ 16.
3. Ματθ. κστ΄ 26-28.
4. «Λόγος στό Λιβόρνο», Τερτσέτη Ἅπαντα, ἔκδ. «Παρθενών», Ἀθήνα 1958, τομ. Β΄, σελ. 262.
5. Ἀπομνημονεύματα Μακρυγιάννη, ἐπιμέλεια Γιάννη Βλαχογιάννη, ἔκδ. Χ. Κοσμαδάκη, Ἀθῆναι, παράρτημα πρῶτον, σελ. 467.
6. Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, Ὁράματα καί Θάματα, ἔκδ. Μορφωτ. Ἱδρύμ. Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 1989, σελ. 167.
6. Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, Ὁράματα καί Θάματα, ἔκδ. Μορφωτ. Ἱδρύμ. Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 1989, σελ. 167.
7. Κολοκοτρώνη Ἀπομνημονεύματα, ἐν Τερτσέτη Ἅπαντα, ἔνθ᾿ ἀνωτ. τομ. Α΄, §29, σελ. 86.
8. Νεώτερον Ἐγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ἡλίου», Ἀθῆναι Τόμ. 5, σελ. 85.
9. Κανέλλου Δεληγιάννη, Α΄, ἐν Ἀπομνημονεύματα Ἀγωνιστῶν τοῦ 21, ἔκδ. Τσουκαλᾶ καί υἱοῦ «Βιβλιοθήκη», Ἀθῆναι 1957, τόμος 16ος, σελ.
121.
9. Κανέλλου Δεληγιάννη, Α΄, ἐν Ἀπομνημονεύματα Ἀγωνιστῶν τοῦ 21, ἔκδ. Τσουκαλᾶ καί υἱοῦ «Βιβλιοθήκη», Ἀθῆναι 1957, τόμος 16ος, σελ.
121.
10. Πραξ. ε΄ 29.
11. Μ. Βασιλείου «Ἀσκητικαί Διατάξεις», κεφ. ΙΗ΄: Πρός τούς ἐν κοινοβίῳ κανονικούς.