Ὁ λαός μας μάθαινε τήν ἀσκητική ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία. Μέχρι σήμερα, δόξα τῷ Θεῷ, διατηρεῖται ἡ ἀσκητική παράδοσις στόν εὐσεβῆ λαό μας. Γι᾿ αὐτό βλέπουμε ὅτι ὁ λαός μας θέλει νά νηστεύῃ, νά στέκεται ὄρθιος στήν Ἐκκλησία, νά ἀγωνίζεται. Καί αἰσθάνεται ὅτι, ἄν δέν ἀγωνίζεται, δέν προσφέρεται στόν Θεό. Δέν θέλει ἡ θρησκευτικότητά του, ἡ εὐσέβειά του, νά εἶναι ἀνέξοδη. Θέλει νά εἶναι κάτι πού βγαίνει ἀπό τόν κόπο του καί ἀπό τό αἷμα του μέσα.
Αὐτό φαίνεται καί στά κείμενα τοῦ μεγάλου
ἀγωνιστοῦ καί μάρτυρος τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας, τοῦ στρατηγοῦ
Μακρυγιάννη. Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν ἀπό τούς ἀσκητικώτερους καί ἁγνότερους
ἀνθρώπους τοῦ 1821. Λέει λοιπόν κάπου στά Ἀπομνημονεύματά του: «Ἀπό ἑνοῦ
χρονοῦ παιδί μέ ἐσυνείθισαν οἱ γονέοι νά κάνω μετάνοιες καί μ᾿ ἔλεγαν·
“Κάνε μετάνοιες νά πιάσῃς περδικόπουλα”». Ἀγράμματοι ἄνθρωποι καί ὅμως
ἄριστοι παιδαγωγοί. «Πήγαιναν ἐκεῖνοι, μοὔ φερναν περδικόπουλα καί μοὔ
λεγαν· “Γιά, ἔκαμες μετάνοιες καί τἄ πιασες”. Καί ἐσυνείθισα μέ ταῦτον
τόν τρόπον καί ἔκανα μετάνοιες». Λέει κάπου ἀλλοῦ: «Ἀφοῦ εἶδα καί βλέπω
καθεμερινῶς τήν εὐλογίαν του (τοῦ Θεοῦ δηλαδή) καί τῆς βασιλείας του
ὅλης, ἀποφάσισα, ἄλλο τίποτας δέν ἔχω νά εὐκαριστήσω, μόνον καί μόνον
τήν ἁμαρτωλή μου προσευκή». Δέν ἔχω τίποτε ἄλλο νά προσφέρω, λέει, στόν
Θεό γιά νά τόν εὐχαριστήσω, παρά μόνο τήν ἁμαρτωλή μου προσευχή. «Καί νά
μοῦ δώσει καθερά σπλάχνα (καθαρή καρδιά πού λέμε), νά τόν εὐκαριστῶ, νά
μήν γένω ἀχάριστος». Βλέπετε, ἤθελε νά ζῇ εὐχαριστιακά, ὅπως εἴπαμε.
«Καί προσφέρνω αὐγή καί βράδυ ἀπό χίλιες τρακόσες μετάνοιες καί ἑκατό μέ
τό κομπολόγι». Κομπολόγι εἶναι τό κομποσχοίνι. «Καί ὅ,τι μπορέσω, ὅταν
θά πάγω εἰς τήν δουλειά μου καί ὅταν γυρίσω ὀπίσου νά τόν εὐκαριστήσω, ὁ
ἁμαρτωλός». Εἶναι πολύ χαριτωμένος πράγματι ὁ Μακρυγιάννης, καί ἄν τόν
διαβάζαμε, θά γινόμασταν καλύτεροι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί καλύτεροι
Ἕλληνες.
Αὐτή λοιπόν ἡ ἀσκητικότης βοήθησε τόν λαό μας καί νά ἀνθέξῃ στίς πιέσεις τῶν κατακτητῶν καί νά μή ἀλλαξοπιστήσῃ, ἀλλά καί νά ἀναλάβῃ τίς θυσίες τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος. Ὅταν ξεσηκώθηκαν οἱ προπάτορές μας στήν ἐθνεγερσία τοῦ 1821, ἐγνώριζαν ὅτι δέν εἶναι εὔκολα τά πράγματα.