Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΤΗ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

 

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Μάρκου Eφέσου του Ευγενικού,

του της Oρθοδοξίας των Ανατολικών Γραικών

μονομάχου και υπερμάχου και φύλακος
 
+ Κρατεί μεν Άτλας μυθικώς ώμοις πόλον,
Κρατεί δ’ αληθώς Μάρκος Oρθοδοξίαν

 Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΤΗ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

     Ο σουλτάνος εξοργισμένος σκέφτηκε στην αρχή να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη και δεν απομακρύνθηκε από την εκτέλεση της απόφασης αυτής παρά μόνο από το μεγάλο βεζίρη Χαλήλ πασά, ο οποίος από τότε επειδή έπαιρνε δώρα από τους δικούς μας και γι’ αυτό τους υπεράσπιζε, παρατήρησε στον κύριό του ότι, αν παρουσιαζόταν ο έσχατος εκείνος κίνδυνος, ο βασιλιάς με κάθε τρόπο θα συμφωνούσε την ένωση και θα πετύχαινε έτσι τη βοήθεια ολόκληρης της Δύσης, ενώ αν συνεχίσουν να ειρηνεύουν, θα είναι άγνωστη η έκβαση των διαπραγματεύσεων. 

Και αν μεν κατορθωθεί η ένωση, μπορούν να αναβάλουν την προσβολή, αν όχι, μπορούν να την επιχειρήσουν με περισσότερη ελπίδα επιτυχίας. Γι’ αυτό μέχρι σ’ ένα σημείο είχε δίκιο ο Φραντζής να λέει ότι η υπόθεση αυτή της συνόδου «ην αιτία πρώτη και μεγάλη, ίνα γένηται η κατά της Κωνσταντινουπόλεως των ασεβών έφοδος, και από ταύτης πάλιν η πολιορκία και η αιχμαλωσία και τοσαύτη συμφορά ημών». Η πολιορκία και η άλωση θα γίνονταν βέβαια και χωρίς τη σύνοδο και τα σκανδαλώδικα επακολουθήματά της, αλλ’ ότι όλα αυτά, όπως έγιναν στο τέλος, επιτάχυναν την κρίση, είναι αναμφισβήτητο. Απ’ την άλλη τα πνεύματα στον ανατολικό χριστιανικό κόσμο δεν είχαν διάθεση να θυσιάσουν ούτε ελάχιστο μέρος της εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας, έστω και με την ελπίδα να σώσουν την πολιτική ανεξαρτησία. Ο βασιλιάς Ιωάννης νόμιζε βέβαια αναγκαίο να γίνουν παραχωρήσεις, αλλ’ ήταν άραγε πιθανό ότι θα μπορέσει να επιβάλει τη γνώμη του, αφού ο ίδιος ο αρχηγέτης του οίκου του, που ήταν πολύ ισχυρότερος, έγινε στο τέλος θύμα παρόμοιων επιθυμιών. Και το πιο παράξενο, ο τότε οικουμενικός πατριάρχης Ιωσήφ αν και παιδευόταν από αρρώστια που επρόκειτο μετά από μερικούς μήνες να προκαλέσει το θάνατό του, αποφάσισε σχεδόν με μεγάλη προθυμία να ακολουθήσει το βασιλιά σ’ αυτή την κοπιαστική οδοιπορία, όχι για να τον βοηθήσει να πετύχει τη βοήθεια της Ευρώπης, αλλά για να πάρει θέση μάλλον ανεξάρτητη απέναντι στην κοσμική εξουσία, φανταζόμενος δηλαδή ότι θα συνθη­κολογήσει με τον πάπα με βάση την ισοτιμία και ότι έτσι θα γυρίσει στην Κωνσταντινούπολη πολύ ισχυρότερος από άλλοτε.

Ο Έλληνας ιστοριογράφος της συνόδου στη Φλωρεντία Συρόπουλος το βεβαιώνει κατηγορηματικά, λέγοντας «και δια του πάπα εθόρρει ελευθερώσαι την εκκλησία από της επιτεθείσης αύτη δουλείας παρά του βασιλέως». Αληθεύει ότι η μεσαιωνική μας βασιλεία είχε πολλές φορές την αξίωση να κανονίζει με δική της γνώμη τα εκκλησιαστικά πράγματα και ότι στην τελευταία της περίοδο κυρίως, όταν είχε τελείως σταματήσει ο κίνδυνος απ’ τις μεγάλες αιρέσεις, η αξίωση εκείνη ήταν παράλογη. Αλλά ήταν άραγε ο καιρός κατάλληλος για τέτοιες γκρίνιες; Και ήταν δυνατό να ελπίσει κανείς ότι η δια­πραγμάτευση θα γινόταν με βάση την ισοτιμία; Τουλάχιστο ο βασιλιάς Ιωάννης, όπως φαίνεται, δεν είχε ψευδαισθήσεις και έφευγε για να πετύχει με κάθε θυσία περισσότερο την ευρωπαϊκή βοήθεια, κλείνοντας τα μάτια μπροστά στην ολέθρια εντύπωση, που επρόκειτο να προξενήσει η θυσία αυτή στους υπηκόους του και στον ανατολικό κλήρο.

Για να έχει μάλιστα όσο γίνεται περισσότερους συμμέτοχους της θυσίας στην οποία ετοιμαζόταν, πήρε μαζί του, εκτός από τον οικουμενικό πατριάρχη Ιωσήφ, πολυάριθμους άλλους αρχιερείς και καλόγηρους και κληρικούς λόγιους άντρες. Οι πιο ξεχωριστοί απ’ τους αρχιερείς που τον ακολούθησαν στη σοφία και ευγλωττία ήταν οι επίσκοποι Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός, Σάρδεων Διονάσιος και Νίκαιας Βησσαρίων, οι οποίοι στην περίσταση αυτοί προβιβάστηκαν σε αρ­χιεπίσκοπους. Εκτός απ’ αυτούς συνόδεψαν το βασιλιά οι αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι Τραπεζούντας, Ηράκλειας, Νικομήδειας, Κυζίκου, Τουρνόβου, Μονεμβασίας, Λακεδαίμονας, Αμάσειας, Μυτιλήνης, Σταυροπόλεως, Μολδοβλαχίας, Ρόδου, Μελενίκου, Δράμας, Γάνων, Δρίτσας και Αγχιάλου ακόμα δε κι ο μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος, σαν επίτροπος της ρωσικής εκκλησίας. Ακολουθούσαν επίσης οι τοποτηρητές των πατριάρχων Αντιόχειας, Αλεξάνδρειας και Ιεροσολύμων και όλοι σχεδόν οι αξιωματικοί της μεγάλης εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη, ανάμεσα στους οποίους ο μεγάλος εκκλησιάρχης Σίλβεστρος Συρόπουλος, που έγραψε και την ιστορία της Φλωρεντινής συνόδου. Δε θ’ αναφέρουμε λεπτομερέστερα τους ηγούμενους, τους μοναχούς, τους ψάλτες και τους άλλους κληρικούς που επιβιβάστηκαν στη ναυτική εκείνη μοίρα, για την οποία μπορούμε στ’ αλήθεια να πούμε ότι έφερε την τύχη του ελληνικού έθνους, αλλά οφείλουμε να μνημονέψουμε ανάμεσα στους λόγιους άντρες, το γνωστό σε μας πια Γεμιστό και το Σχολόριο, που ήταν τότε καθολικός κριτής, και αργότερα αφού άλλαξε όνομα σε Γεννάδιος αναδείχτηκε πρώτος, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οικουμενικός πατριάρχης. Για να δοθεί στην Ανατολική Εκκλησία όσο γίνεται μεγαλύτερη αξιοπρέπεια, επιβιβάστηκαν στα καράβια τα πολυτιμότατα σκεύη της εκκλησίας της Σοφίας του Θεού και τα βασιλικά κειμήλια και κάθε λείψανο μ’ ένα λόγο της αρχαίας λαμπρότητας. ΓΓ αυτό το σκοπό ο βασιλιάς έδωσε στον κλήρο 6.000 φιορίνια απ’ τις 15.000 που πήρε από τους Λατίνους εξ αιτίας των οδοιπορικών εξόδων, και η διανομή τους έδωσε αφορμή σε πολλές αηδιαστικές διαμάχες, που, όπως δεν έπρεπε, επρόκειτο να ξαναγίνουν λόγω του σιτηρέσιου που αργότερα ο πάπας μοίρασε στους δικούς μας ενώ διαρκούσε η σύνοδος. Αλλά από τις εξευτελιστικές αυτές περιστάσεις ας δώσουμε την προσοχή μας για παρηγοριά στις δυο ακολουθίες που ψάλθηκαν λίγο πριν την αναχώρηση στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας και στο μοναστήρι της Οδηγήτριας, οι οποίες ήταν στ’ αλήθεια αξιοπρεπέστατες και όπου κατανυκτικά αντήχησε μαζί με τ’ άλλα το «έτι δεόμεθα υπέρ ειρήνης, ευοδώσεως, διορθώσεως και ενώσεως των εκκλησιών του Χριστού».

Τελικά η λαμπρή αυτή και πολυάριθμη συνοδεία ταξίδεψε από την Κωνσταντινού­πολη στις 27 Νοεμβρίου 1437 (η, όπως αριθμούσαν οι δικοί μας από την κτίση του κόσμου 6.946). Απ’ τις πολλές και ποικίλες περιπέτειες του μεγάλου της ταξιδιού δε θ’ αναφέρουμε παρά άτι ο βασιλιάς Ιωάννης απ’ τη μια για ν’ αποφύγει το γύρο της Πελοποννήσου, και απ’ την άλλη για να επισκεφτεί τ’ αδέρφια του που εξούσιαζαν εκεί και να τους παρακινήσει σε ομόνοια, κατέβηκε στις Κεγχρεές και αφού πέρασε τη χερσόνησο έφιππος έφτασε στην Πύλο, όπου βρήκε το καράβι του. Αφού ανέβηκε αμέσως συνέχισε το ταξίδι για τη Βενετία, όπου έφτασε στις 3 Φεβρουάριου 1438 και τον δέχτηκαν πάρα πολύ καλά.

Ανάμεσα όμως στα θαυμάσια που είδαν στην πόλη αυτή οι επίσημοι εκείνοι ξένοι ήταν και τα έργα της τέχνης και οι άλλοι θησαυροί που άρπαξαν οι Λατίνοι απ’ την Κωνσταντινούπολη στον καιρό της κυριαρχίας τους· ώστε ακεφιά και λύπη κυρίεψε τους δικούς μας, όταν πάτησαν τη χώρα εκείνη με τους κάτοικους της οποίας έρχονταν να συνεννοηθούν. Στο μεταξύ ο πάπας έτρεξε να κηρύξει οριστικά ότι η νέα σύνοδος θα συνέρθει στη Φερράρα στις 8 Ιανουάριου 1438. Και η σύνοδος στη Βασιλεία τον κήρυξε αργό στις 24 Φεβρουάριου, αλλά οι Έλληνες στη Βενετία μάθαιναν όμως ότι στη Βασιλεία επικρατούσαν πολλές διχόνοιες και ότι αρκετοί από τους κοσμικούς ηγεμόνες ιδιαίτερα δεν έβλεπαν ευχάριστα αυτή την εχθρική διάθεση για τον πάπα. Απ’ την άλλη ο πάπας και γενικά οι Ιταλοί ηγεμόνες, που επιθυμούσαν φυσικά τη συγκρότηση της νέας συνόδου στη χώρα τους, δεν έπαυαν με ποικίλους τρόπους να αγωνίζονται να προσελκύσουν τους δικούς μας στη Φερράρα. Δεν ξέρουμε αν οι γύρω απ’ το βασιλιά Ιωάννη δίστασαν για κάμποσο ακόμα καιρό.

Αλλά και αν αποφάσιζαν να πάνε στη Βασιλεία, πιθανότατα θα εμποδίζονταν απ’ τους Ιταλούς που απ’ τη χώρα τους έπρεπε να περάσουν. Αν υποτεθεί όμως ότι θα περνούσαν η ένωση στη Βασιλεία θα είχε συμφωνηθεί πραγματικά με καλύτερους όρους, αλλά όπως κατάντησαν τα πράγματα ήταν αμφίβολο αν οι κοσμικοί ηγεμόνες θα έκαναν σύμπραξη και βέβαιο ότι ο πάπας μπορούσε να πετύχει τη ματαίωση κάθε βοήθειας απ’ αυτούς. Τουλάχιστο η σύνοδος στη Βασιλεία, αν και διακήρυξε στις 24 Μαρτίου παράνομο το συνέδριο στη Φερράρα, αν και συνεδρίασε για πολύ καιρό ακόμα, διαλύθηκε το Μάιο του 1449, χωρίς στην ουσία να περιορίσει το αξίωμα της παπικής εξουσίας. Και την αδυναμία της αυτή γνωρίζοντας οι δικοί μας και πειθόμενοι συνέχεια απ’ τους Ιταλούς και μη θέλοντας, ίσως και μη μπορώντας να γυρίσουν στην πατρίδα τους τελείως άπρακτοι, αποφάσισαν να φύγουν στη Φερράρα.

Και πρώτος έφυγε από τη Βενετία, στις 28 Φεβρουάριου ο βασιλιάς και μπήκε στις 4 Μαρτίου στη Φερράρα, όπου τον υποδέχτηκε ο μαρκήσιος της πόλης αυτής «μετά μεγάλης τιμής, των υιών αυτού πεζή πορευομένων, και ουρανόν ύπερθεν του βασιλέως αιωρούμενον κατεχόντων. Ούτως ουν προέπεμψεν αυτόν εις τον πάπαν, είτ’ εκείθεν εις το ίδιον παλάτιον αυτόν ήγαγεν». Σαν πρόφαση για το ότι δεν έφτασαν μαζί ο πατριάρχης με το βασιλιά προτάθηκε η φτώχια των μικρών καραβιών με τα οποία έπρεπε να περάσουν τον Πάδο αλλ’ επειδή η ετοι­μασία του πλοίου με το οποίο επρόκειτο να περάσει τον Πάδο ο πατριάρχης δεν άργησε καθόλου, γιατί ο πατριάρχης έφτασε στις 7 Μαρτίου, άλλη ολοφάνερα ήταν η αληθινή αιτία για την οποία προχώρησε μπροστά ο βασιλιάς.

Ο Ιωάννης Παλαιολόγος ήξερε ότι και οι δυο ιεράρχες, που επρόκειτο να συναντηθούν για πρώτη φορά, είχαν αλαζονικές αξιώσεις· και επειδή φοβήθηκε μήπως γι’ αυτό δημιουργηθεί ανεπανόρθωτη ρήξη σ’ αυτή την πρώτη τους συνομιλία, θεώρησε συνετό να πάει αυτός πρώτος με την ελπίδα να συμβιβάσει τα πράγματα. Εξηγήσαμε ήδη ότι ο Ιωσήφ πήγε στην Ιταλία για να δια­πραγματευτεί με τον αρχιερέα της Ρώμης με ίσους όρους και αφού πετύχει τέτοια ένωση να γίνει στην Κωνσταντινούπολη ανεξάρτητος απ’ την πολιτική εξουσία. Όταν έμαθε ότι ο βασιλιάς προχώρησε μπροστά απ’ αυτόν στη Φερράρα, έκφρασε τη δυσαρέσκειά του γι’ αυτό λέγοντας· «η ομού έδει αφικέσθαι τον βασιλέα και τον πατριάρχην η προηγείσθαι την εκκλησίαν, ου μην κατόπιν τούτην ακολουθείν». Και ενώ τέτοια πίστευε ο πατριάρχης, ο πάπας αντίθετα απαιτούσε να προσκυνήσει ο Ιωσήφ το πόδι του στην πρώτη δεξίωση. Πρέπει να σημειωθεί άτι απ’ τους δυο πολιτικούς άρχοντες και τους αρχιερείς, που πρώτοι απ’ όλους πήγαν στη Φερράρα, «οι μεν άρχοντες ησπάσαντο τον πόδα του πάπα και αναδοχής και ευμενείας έτυχον παρ’ αυτού, των δε αρχιερέων μη ασπασαμένων τον πόδα του πάπα, αηδώς λίαν διετέθη προς αυτούς».

Πρέπει όμως να υποθέσουμε ότι ο βασιλιάς που έφτασε μετά απ’ αυτούς δεν υπέκυψε σ’ αυτόν τον εξευτελισμό τουλάχιστο ο Συρόπουλος δε λέει τίποτα γι’ αυτό. Και το βέβαιο είναι ότι, όταν ο πατριάρχης πλησίασε στη Φερράρα στις 7 Μαρτίου, αρνήθηκε να κατεβεί προτού να αποφασιστεί οριστικά με ποιο τρόπο θα γίνει η υποδοχή του, και ενώ ο πάπας επέμεινε στον ασπασμό του ποδιού, ο βασιλιάς υποστήριζε με κάθε δύναμη τη διαμαρτυρία του πατριάρχη. Τελευταία ο πάπας υποχώρησε σ’ αυτό αξιώνοντας ότι «δια το καλόν της ειρήνης και ίνα μη γένηται τις εμποδισμός εις το θειον τούτο της ενώσεως έργον από της παροόσης αιτίας, παραιτείται το ίδιον δίκαιον». Αλλά ενώ στην αρχή είχε αποφασίσει να υποδεχτεί τον αρχηγό της Ανατολικής Εκκλησίας με πλήθος αρχόντων και παράσταση μεγάλη, μετά την παραχώρηση που αναφέρ­θηκε πριν, μη θέλοντας να τη γνωστοποιήσει στους πολλούς, όρισε ότι θα υποδεχτεί τον πατριάρχη με τους καρδινάλιους μόνο, σε δικό του κελλί, που όμως ήταν αίθουσα ευρύχωρη όπως θα γίνει ολοφάνερο μετά από λίγο. Συμφώνησε στην τροπολογία αυτή ο πατριάρχης και το πρωί της 8 Μαρτίου, αφού βγήκαν απ’ το καράβι και ο Ιωσήφ και οι γύρω απ’ αυτόν ιεράρχες και άλλοι αξιωματικοί της εκκλησίας, έφυγαν έφιπποι και συνοδευόμενοι απ’ το μαρκήσιο, τέσσερις καρδινάλιους, 25 επισκόπους και πολλούς άρχοντες, στο παλάτι που κατοικούσε ο πάπας.

Πρώτος μπήκε στο κελί που προαναφέραμε ο πατριάρχης με 6 αρχιερείς, τον Τραπεζούντας, τον Εφέσου, τον Κυζίκου, τον Σάρδεων, τον Νίκαιας και τον Νικομήδειας· ο πάπας τους υποδέχτηκε και τους φίλησε όρθιος. Μετά από σύντομη συνομιλία κάθισαν όλοι και τότε ήρθαν ο ένας μετά τον άλλο για χαιρετισμό οι υπόλοιποι αξιωματικοί της Δυτικής Εκκλησίας απ’ τους οποίους ο πάπας σ’ άλλους πρότεινε το μάγουλο και σ’ άλλους το δεξί χέρι. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο πάπας καθόταν σε θρόνο πολυτελή και δεξιά του οι καρδινάλιοι «εν καθέδραις ίσαις κατά πάντα και ομοίαις τω υποποδίω του πάπα», και αριστερά ο πατριάρχης «εν εν/’ των δηλωθέντων υποποδίων» και μαζί μ’ αυτούς παρευρίσκονταν δουλοπρεπώς, λέει ο Συρόπουλος, αυτοί που μπήκαν απ’ την αρχή και οι προύχοντες απ’ τους αρχιερείς. ΓΓ αυτό, αν οι ιεράρχες μας απέφυγαν το προσκύνημα του ποδιού, στα υπόλοιπα όμως απείχαν απ’ το να παρασταθούν σαν ίσοι με ίσους. Μετά το τέλος της δεξίωσης ο πατριάρχης έφυγε με συνοδεία όλων των γύρω απ’ αυτόν Ελλήνων στο σπίτι που ετοιμάστηκε γι’ αυτόν και την ίδια μέρα κάθισαν όλοι σε γεύμα που δόθηκε απ’ το μαρκήσιο για να τιμηθεί ο ερχομός τους. Την άλλη μέρα, που ήταν Κυριακή, έκαναν τη θεία λειτουργία στο σπίτι του πατριάρχη, και όχι σε κάποια εκκλησία, πανηγυρικά όμως και οπωσδήποτε με την άδεια του πάπα, γιατί παραυρέθηκαν στην τελετή οι επισημότατοι πολίτες της Φερράρας και ο ίδιος ο μαρκήσιος με πολλή ευλάβεια, παίρνοντας το αντίδωρο απ’ τα χέρια του πατριάρχη. Μετά 4 μέρες ο πάπας έκφρασε την ευχήν αρχίσουν οι συνομιλίες για ένωση, αλλά συμφώνησε για μικρή αναβολή στην παρατήρηση του βασιλιά ότι ο πατριάρχης αρρώστησε απ’ την ταλαιπωρία του ταξιδιού. Στο μεταξύ ο βασιλιάς θύμισε στον πάπα ότι δεν πρόκειται μόνο για εκκλησιαστική σάνοδο, αλλά και για διαπραγματεάσεις με τους κοσμικούς ηγεμόνες, οι οποίοι καλό ήταν να προσκληθοάν στη Φερράρα γι’ αυτό το σκοπό. Σ’ αυτά ο πάπας αποκρίθηκε ότι το πράγμα έχει κάποιες δυσκολίες εξαιτίας των εμφύλιων πολέμων που επικρατούν στην Ιταλία, ότι όμως μέσα στους κατοπινούς τέσσερις μήνες θα παρθεί η πρέπουσα και γι’ αυτό φροντίδα.

Μέχρι το σημείο αυτό οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων φαίνονταν να πηγαίνουν οπωσδήποτε καλά. Αλλά μετά από λίγο άρχισαν οι διαμάχες· και πρώτα για την τροφή, που οι Λατίνοι υποσχέθηκαν να δίνουν στους ξένους που έρχονταν απ’ την Ανατολή. Στην αρχή είχε γίνει λόγος να δίνεται η τροφή σε ατόφια προϊόντα, έπειτα όμως αποφασίστηκε να δίνεται σε χρήματα. Και ορίστηκε λοιπόν ότι θα δίνονται το μήνα στο βασιλιά 30 φλουριά, στον πατριάρχη 25, στο δεσπότη 20 και στους υπόλοιπους από 4 και τρία. Πόσο τιποτένια ήταν η τροφή αυτή βγαίνει απ’ το ότι ο πάπας μετά από εικοσαετία περίπου μόνο στο δεσπότη Θωμά, που κατάφυγε μετά την κατάκτηση της Πελο­ποννήσου στην Ιταλία, πλήρωνε 300 δουκάτα το μήνα. Αλλά προς το παρόν ο σκοπός του ήταν να πείσει τους δικούς μας μαζί με τ’ άλλα και με χρηματική στεναχώρια στο να τελειώσουν όσο είναι δυνατό γρηγορότερα την υπόθεση, και επειδή δεν πληρωνόταν τακτικά το σιτηρέσιο έγιναν αδιάκοπα τα παράπονα των δικών μας εξ αιτίας του ελεεινού αυτού ζητήματος. Έπασχαν πραγματικά οι άνθρωποι στερήσεις φοβερές και όλοι οι άλλοι και κυρίως οι ακόλουθοι του βασιλιά και των ιεραρχών.

Ο Συρόπουλος βεβαιώνει ότι οι του βασιλέως γιανίτσαροι κατάντησαν να πουλάνε τα όπλα τους και να βάζουν ενέχυρο τα ρούχα. Σε τέτοιο σημείο έφτασε η αμηχανία των αντρών αυτών, ώστε ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος, του οποίου ιδιαίτερα ζήτησαν τη βοήθεια επειδή είχε μεγάλη επιρροή στο βασιλιά, αφού δυο και τρεις φορές μάταια μίλησε γι’ αυτό στον Ιωάννη Παλαιολόγο, αφού έδωσε από μόνος του σ’ αυτούς ένα φλουρί και μετά μερικές μέρες άλλο, κατάντησε να τους δώσει τα ιερά του επιμάνικα, για να τα πουλήσουν και να φάνε. Το γεγονός αυτό αρκεί για να δώσει σε μας το μέγεθος της φρικτής κατάστασης που πέρασαν οι δικοί μας και εξ αιτίας της λίγης τροφής και της καθυστέρησης της πληρωμής της. Να μην παραλείψουμε να τραβήξουμε την προσοχή του αναγνώστη στο όνομα με το οποίο ο ιστοριογράφος της Φλωρεντινής συνόδου χαρακτηρίζει τους σωματοφύλακες του βασιλιά Ιωάννη. Όπως είδαμε, τους ονομάζει γιανιτσάρους. Και σε κανένα άλλο απ’ τους δικούς μας δε συναντήσαμε το όνομα αυτό να δίνεται σε κάποιο στρατιωτικό σώμα της μοναρχίας στην Κωνσταντινούπολη, επειδή όμως ο Συρόπουλος το μεταχειρίζεται, πρέπει να παραδεχτούμε ότι το χρησιμοποιούσαν και να υποθέσουμε ότι οι τελευταίοι Παλαιολόγοι, ακούγοντας τη φήμη των οσμανικών γενιτσάρων, φιλοτιμήθηκαν να δανειστούν τ’ όνομα τους, το οποίο όμως δυστυγώς δεν αρκούσε για να κάνει τους γιανιτσάρους στην Κωνσταντινούπολη ισάξιους των νικητών του Κοσυφοπέδιου και της Νικόπολης.

Αλλη αφορμή διχόνοιας ανάμεσα στους δικούς μας και τους Λατίνους έδωσε η πάρα πολύ εύλογη απαίτηση του πατριάρχη να του δοθεί μια από τις εκκλησίες της Φερράρας για να λειτουργεί σ’ αυτή στις επίσημες γιορτές. Ο πάπας αποκρίθηκε ότι αυτό δεν είναι στο χέρι του, αλλά στον επίσκοπο της πόλης, ενώ ο επίσκοπος είπε ότι οι πιο μεγάλοι απ’ τους ναούς δεν μπορούν ν’ αφαιρεθούν απ’ τον πολύ λαό που εκκλησιάζεται σ’ αυτούς και οι μικρότεροι δε θα ευχαριστήσουν τον πατριάρχη. Και με την πρόφαση αυτή δε δόθηκε το ζητούμενο. Αλλά η σπουδαιότερη δυσκολία στο παρόν ήταν να κανονιστεί ο τρόπος με τον οποίο οι δυο εκκλησίες θα παρασταθούν στη σύνοδο. Μετά από μακρόχρονες διαπραγματεύσεις γι’ αυτό αποφασίστηκε τελικά πως και πότε θα συγκεντρωθούν για το ίδιο Έλληνες και Λατίνοι.

Στις 9 Απριλίου ανοίχτηκαν οι πύλες της μητρόπολης στη Φερράρα. Δεξιά του ιερού κάθισε ο πάπας σε θρόνο που είχε ουρανό και που ήταν ψηλότερος απ’ όλους τους υπόλοιπους· πιο κάτω υπήρχε θρόνος κενός που προοριζόταν για τον αυτοκράτορα της Γερμανίας· έπειτα κάθισαν στις έδρες οι καρδινάλιοι, οι αρχιεπίσκοποι, οι ηγούμενοι, οι διδάκτορες, οι απλοί ιερωμένοι και τελευταία όσοι παραβρέθηκαν λιγοστοί πρέσβεις των ηγεμόνων, οι πρίγκιπες, οι δούκες, οι μαρκήσιοι και άλλοι αριστοκράτες της Δύσης. Αφού έγινε η λειτουργία στα λα­τινικά, μπήκαν ο αυτοκράτορας της Ανατολής και όλα τα μέλη της ελληνικής εκκλησίας, ενώ στέκονταν όρθιοι όλοι οι Λατίνοι. Οι δικοί μας, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν κάνει την ίδια λειτουργία, αφού ήρθαν παρατάχτηκαν αριστερά από το ιερό ως εξής. Απέναντι από τον αυτοκρατορικό θρόνο της Γερμανίας, κάθισε σε θρόνο χωρίς ουρανό ο αυτοκράτορας της Ανατολής, σε θρόνο μικρότερο ο αδερφός του αυτοκράτορα, ο δεσπότης Δημήτριος μπροστά από τον αυτοκρατορικό θρόνο οι πρέσβεις του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, του μεγάλου δούκα της Μοσχοβίας, του ηγεμόνα της Γεωργίας, των δεσποτών της Σερβίας και της Βλαχίας, οι αυλικοί, οι συγκλητικοί και οι λόγιοι άντρες. Δίπλα στον αυτοκρατορικό θρόνο στεκόταν θρόνος λιγότερο ψηλός, προορισμένος για τον πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, ο οποίος όμως δεν παραβρέθηκε γιατί συνε­χιζόταν η αρρώστια του γύρω στον πατριαρχικό θρόνο στέκονταν οι πέντε διάκοι του σε κατώτερες έδρες κάθισαν οι τοποτηρητές των τριών πατριαρχών Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων έπειτα οι αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι και τελευταία οι αξιωματικοί της εκκλησίας Κωνσταντινούπολης, οι ηγούμενοι, οι παπάδες και οι καλόγηροι του όρους Άθω.

Από την αντιπαράταξη αυτή των Λατίνων και των δικών μας έγινε πάλι φανερό ότι παραβρεθήκαμε σαν κατώτεροι· ιδιαίτερα μάλιστα ματαιώθηκε το όνειρο του πατριάρχη Ιωσήφ να πετύχει ταυτόχρονα την ισοτιμία με τον πάπα και αναξάρτητη τάξη με το βασιλιά του. Γιατί, ενώ ο θρόνος του βασιλιά ήταν και στη θέση και στο ύψος κατώτερος απ’ τον παπικό, του πατριάρχη ήταν πάλι ταπεινότερος κι απ’ το, βασιλικό. Και το φοβερότερο, και άλλοι ιεράρχες από τους δικούς μας μάλωσαν μεταξύ τους για πρωτεία, και αφού αγανάκτησαν για την τάξη που τους δόθηκε, έδωσαν αφορμή σε πολλά σκάνδαλα. Οπωσδήποτε, αφού συγκροτήθηκε σύμφωνα με τα παραπάνω η σύ­νοδος, διαβάστηκε για το ξεκίνημά της διάταγμα του πάπα που περιείχε άτι με τη ρητή συγκατάθεση του αυτοκράτορα και του πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης και όλων των πατέρων που παρευρίσκονταν στη Φερράρα κηρύσσεται η αρχή της συνόδου που συγκλήθηκε στην πόλη αυτή με το σκοπό της συμφιλίωσης των εκκλησιών «και κηρύττομεν», έλεγε το διάταγμα, «και δίδομεν διορίαν από του νυν μήνας τεσσάρας εις όλους τους τόπους και εις όλα τα ρηγάτα των χριστιανών, όπως έλθωσι πάντες και οι λοιποί του κονσιλίου της Βασιλείας και οι της Ρώμης και πας χριστιανός. Όστις βούλεται ουν ελθέτω έως του διωρισμένου καιρού, και όστις καταφρονήσει την αγίαν σύνοδον και ουδέ έλθη έως του διωρισμένου καιρού, ίνα μένη υπό κανόνα αφορισμού, εάν μη στέρξη όσα ποιήσει η σύνοδος αύτη η νενομοθετημένη».

Αλλ’ οι τέσσερις μήνες και δυο άλλοι που προστέθηκαν αργότερα, για να λείψει κάθε πρόφαση σ’ αυτούς που καθυστερούσαν, πέρασαν, χωρίς ν’ αποκριθεί κανείς στην πρόσκληση. Οι βασιλιάδες της Γαλλίας, της Καστιλλίας, της Πορτογαλλίας, της Ναυάρας, ο δούκας των Μεδιολάνων και οι ηγεμόνες της Γερμανίας αγωνίστηκαν μάταια να συμφιλιώσουν τον Ευγένιο με τους πατέρες που έδρευαν στη Βασιλεία. Οι τελευταίοι συνέχιζαν να συνεδριάζουν ξεχωριστά και στη Φερράρα ήταν πάρα πολύ λίγοι οι ηγεμόνες ή πρέσβεις των ηγεμόνων της Δύσης, πράγμα που λυπούσε πάρα πολύ τον Ιωάννη Παλαιολόγο, ο οποίος μέρα με τη μέρα πειθόταν περισσότερο ότι δεν είχε να ελπίσει μεγάλη πραγματική βοήθεια απ’ το διάβημα αυτό, και για να σκορπίσει τη θλίψη του περνούσε σε κυνήγια τους έξι αυτούς μήνες.

Οι θεολόγοι στο μεταξύ ετοιμάζονταν για τη συζήτηση των τεσσάρων ζητημάτων για τα οποία διαφωνούσαν οι δυο εκκλησίες, δηλαδή σχετικά με την προσθήκη που έγινε από τους Λατίνους στο σύμβολο, των λέξεων και εκ του Υιού, για τη φύση των ποινών του καθαρτηρίου και της κατάστασης των ψυχών πριν τη «δευτέρα παρουσία», για τη χρήση των αζύμων στη λειτουργία και επίσης σχετικά με την εξουσία του πάπα. Στις 8 Οκτωβρίου συγκροτήθηκε η δεύτερη συνεδρίαση της συνόδου από την άφιξη των Ελλήνων, σε κάποιο παρεκκλήσι του ανάκτορου στο οποίο κατοικούσε ο πάπας, σύμφωνα με την ίδια τάξη της πρώτης συνεδρίασης· η μόνη διαφορά ήταν ότι στο μεταξύ των δύο αντιπαραταγμένων αντιπροσώπων καθεμιάς από τις εκκλησίες κάθισαν σε δυο βάθρα που ήταν αντίκρυ τοποθετημένα έξι Έλληνες και έξι Λατίνοι θεολόγοι, που είχαν αναλάβει τη συζήτηση για τα παρόντα ζητήματα. Στη μέση αυτών ήταν ο κοινός διερμηνέας τους, ο καταγόμενος απ’ την Εύβοια Νικόλαος Σεκονδίκος. Τη συνεδρίαση αυτή την ακολούθησαν και δεκατρείς άλλες, απ’ τις οποίες η τελευταία συγκροτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1438. Όλα τα ζητήματα που αναφέρθηκαν από πριν δεν ήταν βέβαια εξ ίσου σπουδαία σπουδαιότατο απ’ όλα ήταν το σχετικά με την προσθήκη του και εκ του υιού και για την κυριαρχία του πάπα. Αλλά αν και για το πρώτο απ’ τα δυο τούτα ζητήματα φιλονίκησαν αδιάκοπα σ’ όλο αυτό το διάστημα οι ρήτορες των δυο εκκλησιών, σε κανένα συμπέρασμα δεν έφτασαν στα τέλη της χρονιάς, όταν αφού ξέσπασε λοιμώδης αρρώστια στη Φερράρα μεταφέρθηκε η σύνοδος στη Φλωρεντία.

Εκεί ξανάρχισαν το Φεβρουάριο του 1439 οι συνεδριάσεις της και συνεχίστηκαν οι συζητήσεις γύρω από το ακανθώδες εκείνο θέμα. Ο πατριάρχης δεν παρεβρέθηκε σε καμιά απ’ αυτές τις συνεδριάσεις, γιατί ήταν πάντοτε άρρωστος· έπαιρνε όμως μέρος στα πιο πολλά ιδιωτικά μυστικά συμβούλια στα οποία προαποφασιζόταν κύρια η λύση των ζητημάτων. Στα μυστικά συμβούλια αυτά ήταν πρωταγωνιστής ο βασιλιάς Ιωάννης, ο οποίος με κάθε τρόπο επέσπευδε την ένωση, με την ελπίδα ότι όταν συγκροτηθεί μια φορά αυτή, έτσι κι αλλιώς, θα πετύχει την ευρωπαϊκή βοήθεια. Και το παράξενο είναι ότι και ο ίδιος ο πατριάρχης Ιωσήφ, που φάνηκε τόσο δύσκολος στους εξωτερικούς τύπους της ισοτιμίας, υπήρξε ευκολότατος ως προς την ουσία των πραγμάτων. Και με την κοινή λοιπόν ενέργεια και του βασιλιά και του πατριάρχη ήρθαν τελικά οι δικοί μας με πλειοψηφία στο παρακάτω συμπέρασμα για το ζήτημα της εκπόρευσης· «Επειδή ηκούσαμεν τα ρητό των αγίων πατέρων, των ανατολικών και των δυτικών, τα μεν λέγοντα ως εκπορεύεται το Πνεύμα το Άγιον εκ του Πατρός και του Υιού, τα δε εκ τού Πατρός δι’ Υιού, ει και εστί το δια τού Υιού ταυτόν τω εκ του Υιού και το εκ του Υιού ταύτόν τω δια του Υιού, όμως ημείς το εκ τού Υιού αφέντες λέγομεν ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται εκ του Πατρός δια τού Υιού αϊδίως και ουσιωδώς ως από μιας αρχής και αιτίας, της δια ενταύθα σημαινούσης αιτίαν επί της τού Αγίου Πνεύματος εκπορεύσεως».

Όπως προείπαμε, η λύση αυτή δεν έγινε δεκτή παρά μόνο στην πλειοψηφία. Δεκατρείς ιεράρχες την ασπάστηκαν. Επίσης οι πρέσβεις της Ηπείρου και της Μολδαβίας είπαν ότι είναι πρόθυμοι να ακολουθήσουν σ’ αυτό το ζήτημα τη μητέρα τους εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Αλλ’ οι επίσκοποι Ηράκλειας, Μονεμβασίας, Αγχιάλου, Τραπεζούντας, Εφέσου και οι πρέσβεις της Γεωργίας αντιστάθηκαν ολόψυχα στην παραχώρηση αυτή. Όμως ο βασιλιάς Ιωάννης προχώρησε θαρρετά στη λύση και των υπόλοιπων ζητημάτων, έχοντας πάντα σύνεργό πρόθυμο τον πατριάρχη Ιωσήφ, ο οποίος πέθανε βέβαια μετά από λίγο, αλλά προτού να πεθάνει δήλωσε ότι «πάντα άτινα νοεί και άτινα δογματίζει η εκκλησία της πρεσβυτέρας Ρώμης, και αυτός εγώ νοώ και επί τούτοις εμέ συμπειθόμενον αφιερώνω». Αφού άφησε αυτή την ομολογία στα μελλοθάνατα χείλια του πέθανε ο ιεράρχης εκείνος και κηδεύτηκε μεγαλοπρεπέστατα στην εκκλησία της Σάντα Μαρίας Νοβέλλας, όπου μέχρι σήμερα σώζεται ο τάφος του και η εικόνα πάνω στον τάφο, την οποία αμέσως διακρίνει ο Έλληνας περιηγητής απ’ όλες τις υπόλοιπες εικόνες της εκκλησίας, για τους τελείως ιδιαίτερους ανατολικούς χαρακτήρες του προσώπου του.

Από τα άλλα κεφάλαια όσα συζητήθηκαν μετά το θάνατο του πατριάρχη, σχετικά με το ένζυμο και άζυμο, συμφώνησαν να ιερουργεί κάθε μια εκκλησία σύμφωνα με τη δική της συνήθεια, η μια με το άζυμο, η άλλη με το ένζυμο. Δε διαφώνησαν πολύ ούτε σχετικά με το καθαρτήριο ή πουργατόριο, αφού κι ο ίδιος ο Εφέσου είπε, σύμφωνα με το Συρόπουλο, ότι «ολίγην, ευρίσκω την μεταξύ ημών διαφοράν εν τω κεφαλαίω τούτω»· Για την εξουσία όμως του πάπα ξέσπασε φοβερότατη φιλονικεία. Οι γύρω απ’ τον πάπα απαιτούσαν να θεωρήσουν οι δικοί μας τον αρχιερέα της Ρώμης κατηγορηματικά σαν διάδοχο του Πέτρου και επίτροπο του Χριστού και σαν κριτή και κυβερνήτη της καθολικής εκκλησίας, δάσκαλο και ποιμένα της. Οι δικοί μας δεν αρνιούνταν αυτό, αλλ’ επέμεναν να προστεθεί στην ομολογία εκείνη η φράση κατά τους κανόνας και τα πρακτικά των συνόδων, και ακόμα σωζόμενων των προνομίων και των δικαίων των πατριαρχών της Ανατολής. Εννοείται ότι αυτό δε σύμφερε τους Λατίνους κι από τότε δημιουργήθηκαν ανάμεσα στις δυο μερίδες εναγώνιες αμφισβητήσεις, ώστε ο βασιλιάς επανειλημμένα απείλησε ότι θα φύγει. Ο Ιωάννης Παλαιολόγος, που φάνηκε τόσο εύκολος στο ζήτημα για την εκπόρευση του Αγίου πνεύματος, επέμεινε πεισματικά στη διατήρηση των προνομίων της Ανατολικής εκκλησίας, γιατί αισθανόταν ότι ήταν αδύνατο να θυσιάσουν τα προνόμια αυτά οι αντιπρόσωποι της εκκλησίας εκείνης. Τότε κατάλαβαν και οι Λατίνοι την ανάγκη να υποσκύψουν σε κάποια μικρή παραχώρηση· να παραδεχτούν δηλαδή τους περιορισμούς που πρότειναν οι δικοί μας, αλλά αφού δώσουν στον πάπα τόσο υπερβολικά δικαιώματα, ώστε και οι ίδιοι εκείνοι οι περιορισμοί να φαίνονται ότι εξουδετερώνονται από την παντοδύναμη του εξουσία. Γι’ αυτό στο τέλος αποφασίστηκε από κοινού ότι ο ιερός αποστολικός θρόνος και ο πάπας της Ρώμης έχει το πρωτείο σ’ όλο τον κόσμο, ότι ο πάπας Ρώμης είναι ο διάδοχος του ηγεμόνα των αποστόλων Πέτρου, ο αληθινός επίτροπος του Χριστού, η κεφαλή όλης της εκκλησίας, ο πατέρας και δάσκαλος όλων των χριστιανών και σ’ αυτόν μεταδόθηκε με τον άγιο Πέτρο από τον Κύριο η πλήρης εξουσία να είναι ποιμένας, να κυβερνάει και να διοικεί την καθολική εκκλησία με τον τρόπο που αναφέρεται και στα πρακτικά των οικουμενικών συνόδων και στους ιερούς κανόνες. Ανανεώθηκε σύγχρονα η τάξη των λοιπών πατριαρχών που παραδόθηκε απ’ τους κανόνες, σύμφωνα με την οποία ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης είναι δεύτερος μετά τον επίσκοπο της Ρώμης, και μετά απ’ αυτόν έρχονται οι πατριάρχες Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, αφού τηρούνται όλα τους τα δίκαια και προνόμια.

Πέτυχαν άραγε με τον ορισμό αυτό οι Λατίνοι τη νίκη που με τόσο ζήλο επιδίωκαν; Βέβαια το πρώτο μέρος της δήλωσης ανακήρυττε τον πάπα απόλυτο κύριο όλης της εκκλησίας· αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι το δεύτερο μέρος της δήλωσης περιόριζε στην ουσία την απόλυτη εκείνη κυριότητα, γιατί για τον ακριβέστερο προσδιορισμό της, παράπεμπε στα πρακτικά των συνόδων και στους ιερούς κανόνες. Είναι αλήθεια ότι με το να προσθέτει η δήλωση μετά την απαρί­θμηση των υπερβολικών δικαιωμάτων του πάπα «καθ’ ον τρόπον και τοις πρακτικοίς των συνόδων και εν τοις ιεροίς κανόσι διαλαμβάνεται» φαινόταν να ομολογεί ότι οι σύνοδοι και οι κανόνες αναγνώριζαν την τέτοιας λογής κυριαρχία του πάπα. Επειδή όμως είναι αναμφισβήτητο ότι οι κανόνες και οι σύνοδοι ποτέ δεν αναγνώρισαν την κυριαρχία αυτή, το ζήτημα έμεινε πάντα εξαρτημένο απ’ την ερμηνεία των πρακτικών των συνόδων και των κανόνων, τουλάχιστο των πρακτικών των εφτά οικουμενικών συνόδων κάπων κανόνων που ίσχυαν στην Ανατολή, ερμηνεία που γίνονταν αβίαστα και δεν ήταν δυνατό να έρθει ποτέ σε υποστήριξη των υπερβολικών αξιώσεων του αρχιερέα της Ρώμης. Εκτός απ’ αυτό η δήλωση ομολογούσε κατηγορηματικά την τήρηση όλων των προνομίων και δικαίων των άλλων πατριαρχών αλλά τα δίκαια και προνόμια αυτά, όπως ήταν στην Ανατολική Εκκλησία, δε συμβιβάζονταν καθόλου με την απόλυτη κυριαρχία, που αξίωνε να πάρει σ’ αυτή ο αρχιερέας της Ρώμης. Αυτή η δήλωση λοιπόν δεν έλυνε το ζήτημα ήταν απλός συμβιβασμός των δυο μερίδων, του οποίου ολόκληρη η αξία εξαρτιόταν από την τέτοιας η άλλης λογής ερμηνεία και εφαρμογή του. Απ’ την άλλη μεριά όμως είναι βέβαιο ότι στα υπόλοιπα παραχωρήσαμε τα πάντα σχεδόν και εκτός απ’ αυτό οι δικοί μας φοβούνταν μήπως ο βασιλιάς και κάποιοι απ’ τους ιεράρχες, που βιάζονταν να πάρουν την προστασία και τη βοήθεια του πάπα, είχαν διάθεση να ερμηνέψουν και να εφαρμόσουν και το σχετικό με την εξουσία του επισκόπου Ρώμης υπέρ αυτού και κατά της Ανατολικής Εκκλησίας. Απ’ όλα αυτά εννοεί ο καθένας πως μερικοί απ’ το πρώτο ξεκίνημα, και αργότερα όλοι σχεδόν, θεώρησαν το πράγμα σαν προδοσία και καταεπαναστάτησαν κατά της ενώσεως που θυσίαζε όχι μόνο τα δόγματα αλλά και την αυτονομία και την ανεξαρτησία της Ανατολικής Εκκλησίας.

Οπωσδήποτε ο όρος για την ένωση αφού γράφτηκε στο μισό μέρος της ίδιας μεμβράνης λατινικά, και στο άλλο μισό ελληνικά, υπογράφτηκε από τους δικούς μας στις 5 Ιουλίου 1439. όταν συγκεντρώθηκαν γι’ αυτό το σκοπό στο ανάκτορο που κατοικούσε ο βασιλιάς, ο οποίος και πρώτος υπόγραψε. Η θέση στην οποία επρόκειτο να υπογράψει ο πεθαμένος οικουμενικός πατριάρχης έμεινε κενή. Κατόπιν έρχονταν οι υπογραφές των τοποτηρητών των τριών άλλων πατριαρχών και ακόμη 14 αρχιεπισκόπων και 12 κατώτερων ιερωμένων, στις οποίες και αυτή του μεγάλου εκκλησιάρχη Σιλβέστρου Συρόπουλου. Ο μητροπολίτης Ηράκλειας νόμισε ότι θα ξεφύγει την υπογραφή προβάλλοντας αρρώστια, αλλά αναγκάστηκε να υπογράψει στο κρεββάτι του. Μια μόνο υπο­γραφή έλειψε μέχρι τέλος. Όταν ο πάπας αφού υπόγραψε τον όρο ρώτησε αν υπόγραψε και ο Μάρκος ο Εφέσου, και άκουσε ότι όχι «λοιπόν, είπε, «εποιήσαμεν ουδέν». Μετά τον πάπα έβαλαν τις υπογραφές τους 8 καρδινάλιοι, 61 επίσκοποι και 46 άλλοι ιερωμένοι, οι περισσότεροι ηγούμενοι. Και έγιναν τέσσερα όμοια αντίγραφα της συμφωνίας, απ’ τα οποία ένα μέχρι σήμερα υπάρχει, τοποθετημένο σε μια από τις αίθουσες της λαυρεντιανής βιβλιοθήκης στη Φλωρεντία, όπου ο Έλληνας πηγαίνοντας μπορεί να διαβάσει τα γραμμένα με το χέρι ονόματα των ανθρώπων εκείνων που δε δίστασαν ν’ αναλάβουν τόσο φοβερή, και τόσο μάταιη ευθύνη.

Τα μετά τη σύνοδο

Μάρκος Εφέσου, Βησσαρίωνος, Γεννάδιος

Μ’ αυτό τον τρόπο έγινε η πολυθρύλητη αυτή ένωση. Ποιες άραγε υπήρξαν οι πρακτικές ωφέλειες, που ο βασιλιάς Ιωάννης Παλαιολόγος και οι γύρω του Έλληνες καρπώθηκαν από τη θυσία στην οποία μπήκαν; Πήραν τα έξοδα του γυρισμού τους και ακόμα 300 άντρες, των οποίων τη συντήρηση ανάλαβε ο πάπας για όλη τη ζωή, και δυο γαλέρες. Δεν αρνιόμαστε ότι αυτός υποσχέ- θηκε στο βασιλιά να δώσει 20 μεγάλα πολεμικά πλοία για 6 μήνες ή 10 για ένα χρόνο, και να παρακινήσει όσο μπορούσε τους ηγεμόνες της Ευρώπης να τρέξουν απ’ τη στεριά σε βοήθεια της Κωνσταντινούπολης κατά των Τούρκων. Αλλά όλα αυτά ήταν απλές υποσχέσεις, για τις οποίες ομολογούμε ότι ο πάπας αγωνίστηκε, αλλά δεν μπόρεσε να εκπληρώσει ούτε στο ελάχιστο ώστε άκουσμα ελεεινό όλη η άμεση αμοιβή που πήρε το ελληνικό έθνος για τη θυσία εκείνη των πατροπαράδοτων δογμάτων και δικαιωμάτων του περιορίστηκε στη βοήθεια 300 αντρών και 2 γαλέρων. Ποια η απορία λοιπόν άτι, όταν ο βασιλιάς και οι γύρω του μετά από δίχρονη και παραπέρα απουσία γύρισαν την 1 Φεβρουάριου 1440 στην Κωνσταντινούπολη, οι πιο πολλοί μετάνιωσαν γι’ αυτά που έγιναν και άρχισαν να καταριούνται δημόσια τη διαγραφή τους; «Οι δε αρχιερείς ευθέως από των τριηρών αποβάντες» λέει ο Δούκας, «και οι της Κωνσταντινουπόλεως κατά το σύνηθες ησπάζοντο αυτούς, ερωτώντες πως τα υμέτερα; πως τα της συνόδου; ει άρα ετύχομεν την νικώσαν; Οι δε απεκρίνοντο Πεπράκαμεν την πίστιν ημών, αντηλλάξαμεν τη ασέβεια την ευσέβειαν, προδόντες την καθαρόν θυσίαν, αζυμίται γεγόναμεν. Τούτα και άλλα αισχρότερα και ρερυπασμενα λόγια. Και ταύτα τίνες; οι υπογράψαντες εν τω όρω, ο Ηράκλειας Αντώνιος και οι πάντες. Ει γαρ τις προς αυτούς ήρετο και διατί υπεγράφετε, έλεγον φοβούμενοι τους Φράγκους. Και πάλιν ερωτώντες αυτούς ει εβασάνισαν οι Φράγκοι τινά, ει εμαστίγωσαν, ει εις φυλακήν έβαλον. Ουχί Αλλά πως; Η δεξιά αύτη υπέγραψεν, έλεγον, κοπήτω η γλώττα ωμολόγησεν εκριζούσθω. Ουκ άλλο τι είχον λέγειν και γαρ ήσαν τινές των αρχιερέων εν τω υπογράφειν λέγοντες ουχ υπογράφομεν εάν μη το ικανόν ημίν της προς οδόν παράσχητε. Οι δε έδιδον, και εβάπτετο κάλαμος. Υπέρ αριθμόν γαρ ήσαν τα δαπανηθέντα εις αυτούς νομίσματα και τα εν χερσί μετρηθέντα εκάστου των πατέρων. Είτα μεταμεληθέντες ουδέ τα αργύρια μετέστρεψαν».

Στην εικόνα αυτή του Δούκα υπάρχει βέβαια κάποια υπερβολή. Θησαυρούς πολλούς δεν είχε ο πάπας στη διάθεσή του, ενώ διαρκούσε η σύνοδος αυτή. Ξέρουμε πόσο φτηνό ήταν το φαγητό που ορίστηκε να δίνεται και στον ίδιο το βασιλιά και στον ίδιο τον πατριάρχη και ξέρουμε ακόμα ότι, όταν τέλειωσε η σύνοδος, απ’ το φαγητό αυτό καθυστερούνταν πέντε ολόκληροι μήνες· ώστε το πιθανότερο είναι ότι πολλοί απ’ τους δικούς μας αρνήθηκαν να υπογράψουν προ­τού να τους δοθούν αυτά που τους χρωστούσαν και απ’ αυτό ίσως βγήκε η φήμη ότι δωροδοκήθηκαν, φήμη που αναφέρεται κι απ’ το Συρόπουλο. Γενικά οι αντιπρόσωποι της Ανατολικής Εκκλησίας διαιρέθηκαν στη σύνοδο στη Φλωρεντία σε δυο αντίθετα στρατόπεδα, απ’ τα οποία το ένα δε δεχόταν κανένα συμβιβασμό και το άλλο είχε διάθεση να υποκύψει σε κάποιες παραχωρήσεις με την ελπίδα να πετύχει την ποθούμενη βοήθεια κατά των Οσμανιδών. Στο πρώτο ήταν αρχηγός ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός, ο οποίος ούτε υπόγραψε καθόλου τον τόμο, και ο Ηράκλειας Αντώνιος, ο οποίος θέλησε επίσης ν’ αποφύγει την υπογραφή, τελικά όμως, όπως είδαμε, υπόγραψε. Στο άλλο στρατόπεδο ήταν αρχηγοί, εκτός από το βασιλιά Ιωάννη, ο Νίκαιας Βησσαρίωνος, ο Κιοβίας Ισίδωρος και ο Γεώργιος Σχολάριος. Αλλά από τους τρεις αυτούς άντρες πρέπει να διακρίνουμε πάλι τους δυο πρώτους απ’ τον τελευταίο. Ο Βησσαρίωνος που καταγόταν απ’ την Τραπεζούντα υπήρξε ένας από τους λογιότερους άντρες των χρόνων εκείνων. Και ο Ισίδωρος που καταγόταν απ’ την Πελοπόννησο ξεχώρισε αργότερα στην τε­λευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Και οι δυο όμως, αν και έβλεπαν ξεκάθαρα ότι δε γινόταν απ’ τη Δύση σπουδαία προσπάθεια για τη σωτηρία του χριστιανισμού της Ανατολής, επέμεναν σχεδόν στη θυσία της δικής μας εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας, πήραν απ’ τον πάπα το καρδιναλικό αξίωμα και αφού ανακηρύχτηκαν μάλιστα ο ένας μετά τον άλλο χωρίς ουσιαστική εξουσία πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης πέθαναν στην Ιταλία.

Πόσο ελάχιστα ελληνικά βγήκαν τα αισθήματα και τα φρονήματα ιδιαίτερα του Βησσαρίωνα δηλώνεται εξαιρετικά απ’ την επιστολή που έγραψε το 1465 από τη Ρώμη, υπογράφοντας «Καρδινάλις και πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως» στον παιδαγωγό των παιδιών του δεσπότη Θωμά, που κατάφυγε τότε στην Αγκώνα. Η επιστολή αυτή της οποίας το κείμενο περισώθηκε στο χρονικό του Γεώργιου Φραντζή, είναι για πολλούς λόγους αξιομνημόνευτη και πρώτα γιατί είναι πιθανότατα γραμμένη στην κοινή ομιλούμενη τότε στην Κωνσταντινούπολη από λόγιους άντρες, γι’ αυτό και τη συστήνουμε για μελέτη σε καθέναν που ασχολείται με την ιστορία της γλώσσας. Αλλά μαζί με τ’ άλλα η επιστολή αυτή είναι άξια για μνήμη, γιατί με δυνατή φωνή κηρύττει πόσο ο Βησσαρίωνος έβγαλε κάθε αίσθημα ελληνισμού. «Είναι γαρ χρεία, λέγει, να ζώσι τα παιδία λατινικώςμε τον μακαρίτην τον αυθέντην τον πάτερα τους εαυντύχαμεν περί τούτου, και εκείνος εβούλετο να τα ενδύση και να ποιήση να ζουν φράγκικα παντελώς, ήγουν να ακολουθώσι την εκκλησίαν κατά πάντα ωσάν Λατίνοι και ουχί αλλέως, να ενδύωνται λατινικώς, να μάθουν να γονατίζουν τους υπερέχοντας, και πάπαν και καρδιναλίους και τους άλλους αυθέντας… Όταν συμβαίνουν εις εκκλησίαν λατινικήν, ας γονατίζουν και ας εύχονται ώσπερ οι Λατίνοι», και άλλα πολλά τέτοια. Πόσο διαφορετική υπήρξε η διαγωγή του Γεώργιου Σχολάριου. Και ο Σχολάριος στην αρχή πίστευε ότι η σωτηρία του κράτους από μόνη της ήταν αρκετός λόγος για την ένωση. Αλλά όταν πείστηκε ότι η Ευρώπη δεν μπορεί ή δε θέλει ν’ αποκρούσει τους Τούρκους, δε δίστασε να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της εκκλησίας μας, και αφού έγινε σε στιγμή κρισιμότατη πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, αναδείχτηκε θερμός υπερασπιστής των δικαιωμάτων της εκ­κλησίας αυτής, γιατί ο Πίχλερ απόδειξε λαμπρά, ότι το σύγγραμμα που αποδιδόταν στον άντρα εκείνο, με το οποίο δικαιολογούνται τα διάφορα κεφάλαια του τόμου της ένωσης που υπογράφτηκε στη Φλωρεντία, δεν είναι έργο δικό του, αλλά μάλλον του Βησσαρίωνα.

Αλλά ούτε ο βασιλιάς Ιωάννης τόλμησε μετά το γυρισμό του να δημοσιεύσει επίσημα τον τόμο της ένωσης. Αφού ανακήρυξε αντί για τον Ιωσήφ οικουμενικό πατριάρχη τον προηγούμενο μητροπολίτη της Κυζίκου Μητροφάνη, αγωνιζόταν μ’ αυτόν και με τα όργανά του να κάνει παραδεκτούς στην Ανατολή τους όρους που υπογράφτηκαν. Μάταια όμως αγωνιζόταν. Οι τρεις πατριάρχες Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων και ο μητροπολίτης Καισαρείας, έκδοσαν στο χρόνο 1443 συνοδική επιστολή, με την οποία καταδίκασαν τη «ληστρική» συνοδό στη Φλωρεντία, και είπαν το Μητροφάνη «μητραλοίαν και αιρετικόν» καθαίρεσαν και σε περίπτωση παρακοής αφώρισαν αυτούς που χειροτονήθηκαν απ’ αυτόν και έδωσαν την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών στο μητροπολίτη Καισαρείας. Μ’ άλλη επιστολή απείλησαν αφορισμό κατά του ίδιου του αυ­τοκράτορα, αν επιμείνει να προστατεύει το Μητροφάνη και να πηγαίνει με το μέρος των Λατίνων. Και απ’ αυτούς τους πλησιέστατους συγγενείς του μερικοί διαφωνούσαν μ’ αυτόν σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα, και ιδιαίτερα ο αδερφός του Δημήτριος, ο οποίος είχε φύγει μ’ αυτόν στη Φερράρα και στη Φλωρεντία, ήταν όμως αρχηγός, από τότε που γύρισε, των δυσάρεστη μ ένων και κάλεσε μάλιστα σε βοήθειά του τους Οσμανίδες, οι οποίοι όμως τότε χρειάστηκε να στρέψουν αλλού ολόκληρη την προσοχή τους.

Από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Κ.Παπαρρηγόπουλου – Καρολίδη – Αναστασιάδη (Εκδόσεις Αννελάκη)

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ