Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

Θλίψη και στεναχώρια θα κυριεύσει κάθε άνθρωπο που εργάζεται το κακό -Ἕνα διαμάντι ἀπό τό θησαυρό τοῦ Θεοῦ!

Από την επιστολή του αποστόλου Παύλου προς Ρωμαίους (Β΄ κεφάλαιο) 
Μετάφραση
Για αυτό είσαι αναπολόγητος, ω άνθρωπε, οποιοσδήποτε και αν είσαι συ, ο οποίος καταδικάζεις τους άλλους, διότι δικάζοντας τον άλλον, καταδικάζεις τον εαυτό σου. Επειδή και συ που παρουσιάζεσαι ως δικαστής, πράττεις τα ίδια. Γνωρίζουμε δε ότι η κρίση του Θεού εναντίον εκείνων, που πράττουν τέτοια αμαρτωλά έργα, είναι βεβαία και αληθινή. Συ, δε, ω άνθρωπε, ο οποίος καταδικάζεις τους άλλους, που διαπράττουν αυτά, ενώ και συ πράττεις τα ίδια, νομίζεις ότι θα ξεφύγεις από την τιμωρία του Θεού; Ή καταφρονείς τον πλούτο της αγαθότητος του Θεού και της ανοχής και της μακροθυμίας, αγνοώντας ότι η αγαθότητα του Θεού θέλει να σε οδηγήσει σε μετάνοια;
Εξ αιτίας της σκληρότητας και της αμετανόητης καρδιάς σου, συσσωρεύεις για τον εαυτό σου οργή, για την ημέρα της οργής και της αποκαλύψεως και της δικαιοκρισίας του Θεού, ο οποίος θα αποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του· σε εκείνους μεν, που με υπομονή εργάζονται το καλό και ζητούν δόξα και τιμή και αφθαρσία, την αιώνια ζωή. Σε εκείνους δε, που έχουν κακή και αντιδραστική διάθεση και απειθούν μεν στο καλό, πείθονται δε και υπακούουν  στο κακό και την αδικία, θα ξεσπάσει θυμός και οργή.
 Θλίψη και στεναχώρια θα κυριεύσει κάθε άνθρωπο που εργάζεται το κακό, τον Ιουδαίο πρώτα, και ύστερα τον ειδωλολάτρη. Δόξα δε από τον Θεό, τιμή και ειρήνη θα δοθεί σε καθένα που εργάζεται το καλό, στον Ιουδαίο πρώτα και στον ειδωλολάτρη· διότι στο Θεό δεν υπάρχει προσωποληψία. Όσοι αμάρτησαν, χωρίς να έχουν γνωρίσει τον μωσαϊκό νόμο, θα απολεσθούν χωρίς το νόμο ως κριτήριο· και όσοι αμάρτησαν, ενώ είχαν λάβει και γνώριζαν τον νόμο, θα κριθούν με το νόμο ως κριτήριο. Διότι καλοί ενώπιον του Θεού δεν είναι οι ακροατές του νόμου (δηλ. αυτοί που απλώς ακούν και γνωρίζουν το νόμο), αλλ' οι εφαρμοστές του νόμου θα δικαιωθούν. Όταν δε οι εθνικοί (ειδωλολάτρες), που δεν έχουν νόμο του Θεού, πράττουν εκ φύσεως όσα λέγει ο νόμος, αυτοί αν και δεν έχουν το νόμο είναι οι ίδιοι νόμος για τους εαυτούς τους (επειδή έχουν οδηγό τη συνείδησή τους). Αυτοί δείχνουν ότι το έργο του νόμου είναι γραμμένο στις καρδιές τους, αφού η συνείδησή τους δίνει μαρτυρία (για τις πράξεις τους, αν είναι καλές ή κακές), και οι διάνοιές τους στέκονται μεταξύ αυτών κατήγοροι ή και συνήγοροι στις μεταξύ τους σχέσεις για την ημέρα που ο Θεός θα κρίνει τις κρυφές σκέψεις και πράξεις των ανθρώπων, σύμφωνα με το ευαγγέλιό μου, δια του Ιησού Χριστού.   
Ιδού συ φέρεις το τιμημένο όνομα του Ιουδαίος (Χριστιανός, θα λέγαμε σήμερα) και επαναπαύεσαι στο νόμο, που έχεις λάβει, και καυχιέσαι για τη σχέση σου με το Θεό, και γνωρίζεις το θέλημά του και καταλαβαίνεις τις διαφορές (δηλ. διακρίνεις τη διαφορά μεταξύ καλού και κακού), διότι διδάσκεσαι από το νόμο· και έχεις  την πεποίθηση ότι είσαι οδηγός τυφλών, φως όσων βρίσκονται στο σκότος, παιδαγωγός αφρόνων, διδάσκαλος νηπίων, που έχεις από το νόμο τη μόρφωση της γνώσεως και της αληθείας. αλλά εσύ που διδάσκεις τον άλλο, τον εαυτό σου δεν διδάσκεις; Συ, που κηρύττεις να μη κλέβουν, κλέβεις; Συ, που λέγεις να μη μοιχεύουν, μοιχεύεις; Συ, που αποστρέφεσαι με αηδία τα είδωλα, ιεροσυλείς, κλέβεις τους ειδωλολατρικούς ναούς; Συ, που καυχιέσαι για το νόμο, με την παράβαση του νόμου προσβάλλεις τον Θεό; Διότι εξ αιτίας σας το όνομα του Θεού βλασφημείται μεταξύ των εθνικών, όπως είναι γραμμένο.
 Η περιτομή ωφελεί, εάν εφαρμόζεις το νόμο. Εάν όμως είσαι παραβάτης του νόμου, η περιτομή σου έγινε απεριτμησία. Εάν δε ο απερίτμητος τηρεί τις εντολές του νόμου, η απεριτμησία του δεν θα θεωρηθεί ως περιτομή; Και ο εκ φύσεως απερίτμητος, που εκτελεί το νόμο, θα καταδικάσει εσένα, που έχεις το γραπτό νόμο και την περιτομή, αλλά είσαι παραβάτης του νόμου. Διότι  αληθινός Ιουδαίος δεν είναι αυτός που φαίνεται, ούτε αληθινή περιτομή είναι αυτή, που φαίνεται στη σάρκα. Αλλά αληθινός Ιουδαίος είναι αυτός, που δε φαίνεται, και αληθινή περιτομή είναι η περιτομή της καρδιάς που γίνεται από το Άγιο Πνεύμα, όχι από το γράμμα του νόμου. Του αληθινού αυτού Ιουδαίου ο έπαινος δεν προέρχεται από τους ανθρώπους αλλά από τον Θεό.
 Τό ἀρχαῖο κείμενο
 Διὸ ἀναπολόγητος εἶ, ὦ ἄνθρωπε πᾶς ὁ κρίνων· ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων. οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ ἐστι κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας. λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ; ἢ τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας καταφρονεῖς, ἀγνοῶν ὅτι τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιάν σε ἄγει; κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ, τοῖς μὲν καθ᾿ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αἰώνιον, τοῖς δὲ ἐξ ἐριθείας, καὶ ἀπειθοῦσι μὲν τῇ ἀληθείᾳ, πειθομένοις δὲ τῇ ἀδικίᾳ, θυμὸς καὶ ὀργή· θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν, ᾿Ιουδαίου τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνος δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, ᾿Ιουδαίῳ τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνι· οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Ιδε σὺ ᾿Ιουδαῖος ἐπονομάζῃ, καὶ ἐπαναπαύῃ τῷ νόμῳ, καὶ καυχᾶσαι ἐν Θεῷ, καὶ γινώσκεις τὸ θέλημα, καὶ δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα, κατηχούμενος ἐκ τοῦ νόμου, πέποιθάς τε σεαυτὸν ὁδηγὸν εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδευτὴν ἀφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ. ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; ὁ κηρύσσων μὴ κλέπτειν κλέπτεις; ὁ λέγων μὴ μοιχεύειν μοιχεύεις; ὁ βδελυσσόμενος τὰ εἴδωλα ἱεροσυλεῖς; ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις; τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἡμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καθὼς γέγραπται. περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν νόμον πράσσῃς· ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν. ἐὰν οὖν ἡ ἀκροβυστία τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ, οὐχὶ ἡ ἀκροβυστία αὐτοῦ εἰς περιτομὴν λογισθήσεται; καὶ κρινεῖ ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία, τὸν νόμον τελοῦσα, σὲ τὸν διὰ γράμματος καὶ περιτομῆς παραβάτην νόμου· οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ ᾿Ιουδαῖός ἐστιν, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή, ἀλλ᾿ ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ ᾿Ιουδαῖος, καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι, οὐ γράμματι, οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ Θεοῦ.