«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Κατά τούς χρόνους τοῦ βυζαντινού αύτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ τό έτος 410 ὁ Πανάγαθος Θεός θέλησε, κατά τήν δική του κρίσι πού Εκείνος γνωρίζει, νά πληροφορήση τούς άνθρώπους άφ' ένός μέν γιά τήν κοινή καί έσχατη τών πάντων άνάστασι καί άφ' ετέρου ότι πρέπει νά ύμνοῦμε ορθά τόν Θεό. Γι' αύτό καί παρεχώρησε νά γίνη μεγάλος σεισμός. Ό λαός τότε τής Κωνσταντινουπόλεως, φοβούμενος άπό τόν σεισμό βγήκε έξω άπό τήν πόλι μαζί μέ τόν Βασιλέα καί τόν Πατριάρχη Πρόκλο καί όλο τόν κλήρο έπιτελοῦντες λιτανεία στήν πεδιάδα.
Καί έπειδή τότε είχε άρχίσει ή αἵρεσις τών θεοπασχιτών πού έπίστευσαν ότι ό σταυρωθείς Κύριος μας έπαθε όχι μόνο κατά τήν άνθρωπότητα, όπως είναι τό ορθό, άλλά καί κατά τήν θεότητά Του, πράγμα τό όποιο είναι βλάσφημο, είχαν προσθέσει στόν Τρισάγιο Ὕμνο τό, «ὁ Σταυρωθείς δι' ήμάς». Έξ αιτίας αυτής τής πλάνης τών θεοπασχιτών, αρπάχθηκε μπροστά άπό τά μάτια όλων ένα παιδί στόν ούρανό. Όλοι τότε έβλεπαν τό παράδοξο καί μέ πολύ φόβο καί έκπληξι ψάλλοντας συνεχώς τό «Κύριε έλέησον».
Μετά άπό λίγη ώρα κατέβηκε πάλι τό παιδί μέ ένα σύννεφο άνάμεσά τους καί άπεκάλυψε σέ όλους μέ δυνατή φωνή, ότι οί χοροί τών άγγέλων στόν ούρανό ψάλλουν στόν Θεό τόν Τρισάγιο Ὕμνο χωρίς τήν προσθήκη τοῦ, ό Σταυρωθείς δι' ήμάς, λέγοντες δηλαδή: «Άγιος ό Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος άθάνατος, έλέησον ήμάς». Μετά άπ' αύτά τά λόγια τό παιδί αύτό παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ένώ ὁ σεισμός σταμάτησε καί ὁ λαός έπέστρεψε στήν Πόλι.
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου