«ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΠΟΝΗΡΕΜΕΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ φροντίζουμε μονάχα γιὰ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ μας, καὶ γιὰ τοῦτο ἡ ψυχή μας ἔχασε τὴν εὐαισθησία της, μ᾿ ὅλα τὰ πνευματικὰ γιατρικὰ ποὺ λέμε πῶς ἔχουμε. Καὶ γι᾿ αὐτὸ περιφρονοῦμε καὶ τοὺς λέμε ἀνόητους ἐκείνους ποὺ δὲν κοιτάζουνες τὸ ὑλικὸ συμφέρο τους, ἀλλὰ κάνουνε κάποιες θυσίες. Κατὰ πολὺ ἀνόητους καὶ μικρόμυαλους θεωροῦμε ἐκείνους ποὺ θυσιάσανε τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πίστη τους, ἀφοῦ, κατὰ τὴν ἁμαρτωλὴ κρίση μας, δὲν κοιτάξανε νὰ χαροῦνε τὰ νιάτα τους καὶ ν᾿ ἀπολάψουνε τοῦτον τὸν κόσμο,ποὺ εἶναι χειροπιαστὸς καὶ σίγουρος, ἀλλὰ βασανιστήκανε, φυλακωθήκανε, δαρθήκανε καί, στὸ τέλος, σφαχτήκανε ἢ κρεμαστήκανε, οἱ ἄμυαλοι...»
«Ω, ΤΡΙΣΑΝΟΗΤΟΙ ΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΕΤΕ ΤΗΝ ΙΔΕΑ πὼς εἴσαστε κι ἄξιοι νὰ γίνετε ὁδηγοὶ τοῦ κόσμου! Γιὰ λίγα χρόνια μιᾶς ζωῆς, ποὺ εἶναι κι αὐτὰ γεμάτα ταραχή, ἀνησυχία, κι ἀπελπισία, γεμάτα πολέμους καὶ ἐγκλήματα, γι᾿ αὐτὲς τὶς λίγες μέρες, λοιπόν, κάνετε τόση φασαρία, γι᾿ αὐτὲς φτιάνετε τόσες θεωρίες, γι᾿ αὐτὲς πνίγετε στὸ αἷμα τὴν ἀνθρωπότητα, γι᾿ αὐτὲς τὶς λίγες στιγμὲς τὴν ἀφιονάζετε μ᾿ ἕνα πλῆθος ὄνειρα γιὰ εὐτυχία, ποὺ τὸ τέλος τους θά ᾿ναι τὸ τίποτα; Ἀληθινὰ εἴσαστε τρελοί, καὶ κακοὶ τρελοί, σατανᾶδες τῆς ἀπάτης».
«ΟΣΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΜΕ ΠΙΣΤΟΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε την Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά. Κουράγιο, ὁ καιρὸς θὰ δείξει ποιὸς ἔχει δίκιο, ἂν καὶ δὲ χρειάζεται ὁλότελα αὐτὴ ἡ ἀπόδειξη (...)
Οἱ σημερινοὶ «ἀνήσυχοι» Ἕλληνες δὲν καταστρέφουν καταργώντας ὅτι βρήκαμε ἀπὸ τοὺς πατεράδες μας, ἀλλὰ τὸ καταστρέφουν «τελειοποιώντας» το, «ἐξελίσσοντας» ὅτι σώθηκε ὡς ἐμᾶς ἀπὸ τοὺς παλαιότερους, τοὺς ἐνδιαφέρει μονάχα νὰ τὸ «συγχρονίσουνε», νὰ τὸ «τελειοποιήσουνε», δηλαδή, μ᾿ ἄλλα λόγια νὰ τὸ χαλάσουνε».
«ΞΕΡΩ ΚΑΛΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΠΟΥ ΖΟΥΝΕ τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι, δηλαδή, ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ τὶς διάφορες ματαιότητες. Ὅλα αὐτά, ἀπὸ μακριὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό! Ἀπὸ κοντά, ὅμως, ἀπορεῖς γιὰ τὴν φτώχεια ποὺ ἔχουνε, καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας.
Βλέπεις δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ κάνουνε τὸν εὐτυχισμένο! Κατάδικους, ποὺ κάνουνε τὸν ἐλεύθερο! Ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία! Τρισδυστυχισμένοι! Πεθαμένη ἡ ψυχή τους! Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀνύπαρκτη καὶ ἡ «εὐτυχία» τους! Τελείως ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!
Ἀλλὰ πῶς νὰ γίνει ψωμί, σὰν δὲν ὑπάρχει προζύμι; Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι ὅλα ἄνοστα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἁλάτι;
Μὴ φοβᾶσαι, ἀδελφέ μου, νὰ μείνεις μοναχὸς μὲ τὸν ἑαυτό σου! Μὴ καταγίνεσαι ὁλοένα μὲ χίλια πράγματα, γιὰ νὰ τὸν ξεχάσεις! Γιατὶ ὅποιος ἔχασε τὸν ἑαυτό του, κάθεται μὲ ἴσκιους καὶ μὲ φαντάσματα μέσα στὴν ἔρημό του θανάτου».