Γεννήθηκε περί τό 1707 στήν Βόρειο Ἤπειρο, κοντά στόν Γενοῦσο ποταμό καί γι’ αὐτό μᾶς εἶναι γνωστός ὡς «Ἀρβανίτης». Σέ ἡλικία σαράντα ἐτῶν μετανάστευσε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργαζόταν ὡς κηπουρός. Κάποια μέρα τοῦ χειμώνα πῆγε νά πωλήσει μῆλα. Ἕνας Τοῦρκος προθυμοποιήθηκε νά τά ἀγοράσει, ἀλλά σέ πολλή χαμηλή τιμή. Ὅταν ὁ Χρῆστος ἀρνήθηκε, ἐκεῖνος τόν ἔβρισε καί οἱ δύο ἄνδρες λογομάχησαν. Ὁ Τοῦρκος θεώρησε τή συμπεριφορά τοῦ «ἄπιστου» Χριστιανοῦ προσβλητική. Κυριευμένος ἀπό θυμό καί ὑπερηφάνεια ἀποφάσισε νά τόν ἐκδικηθεῖ. Τόν συκοφάντησε ὅτι ἀθέτησε τήν ὑπόσχεσή του νά γίνει μουσουλμάνος καί συνελήφθη. Ὁδηγήθηκε στόν δικαστή καί τόν ἔριξαν στή φυλακή, ὅπου τόν βασάνισαν σκληρά. Στήν ἴδια φυλακή βρισκόταν καί ὁ λόγιος Καισάριος Δαπόντες, πού παρακολούθησε τά βασανιστήριά του καί κατέγραψε τό μαρτύριό του. Ὁ Χρῆστος παρέμεινε σταθερός στήν πίστη τῶν πατέρων του καί ἀποκεφαλίστηκε στίς 12 Φεβρουαρίου 1748 στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ μνήμη του τελεῖται στίς 12 Φεβρουαρίου.