Τοῦ Μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ὅταν ἐδιώκοντο οἱ Χριστιανοὶ ἦταν ἀναγκαιοτάτη ἡ περίπτωσις διατηρήσεως μυστικῶν καὶ ἐκ μέρους τῶν κληρικῶν καὶ ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν. Πῶς μποροῦσε ἕνας ἱερεὺς νὰ κυκλοφορεῖ; Ἐκεῖνο ποὺ θὰ γίνει ἢ ἔχει γίνει ἢ θὰ γίνει ἢ γίνεται- ὅπως θέλετε πάρτε το- ἂς ποῦμε ὅτι κάποια μέρα τῶν ἡμερῶν, δὲν φοράω ράσα, ὄχι ἀπὸ μοντερνισμό, ἀλλὰ διότι ἀπαγορεύονται ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς· δὲν φοράω λοιπὸν ράσα, ἔχω μία περιβολὴ καὶ ἐμφάνιση κοσμικοῦ καὶ λαϊκοῦ, δὲν ξέρει κανεὶς ὅτι εἶμαι ἱερεύς. Μάλιστα μὲ τὴν εὐκαιρία τὸ λέω, γιατὶ μοῦ ’κάναν δῶρο αὐτὲς τὶς μέρες ἀπὸ κάπου ἕνα πολὺ μικρό, πολὺ μικρὸ ἐπιτραχήλιο, στενὸ καὶ μικρό. Λέω: Αὐτὸ τὸ βάζει κανεὶς ἀπὸ μέσα, δὲν τὸ βλέπει κανένας καὶ μπορεῖ νὰ κάνει δουλειά. Ἐγὼ τουλάχιστον τό ’χω κάνει αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω. Ἔχω ἐξομολογήσει ἀνθρώπους στὸν δρόμο. Στὸν δρόμο! Τὸ φαντάζεστε; Ἢ μπαίνοντας στὴν εἴσοδο μιᾶς πολυκατοικίας. Καὶ τὸ ἐπιτραχήλιο τὸ φορῶ ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ ράσο.
Τώρα φορᾶμε καὶ τὰ ράσα. Κάποια φορά μπορεῖ νὰ μὴ τὰ φορᾶμε καὶ νὰ εἶναι ἀπὸ μέσα, σὰν πουκάμισο ἀπὸ μέσα. Ἕνα πολὺ μικρὸ ἐπιτραχήλιο, πολὺ μικρό, τὸ φοράει κανείς. Καὶ νὰ λέει στὸν ἄλλον: «Λοιπόν…, Γιωργάκη, τί νέα; Τί κάνουνε στὸ σπίτι; (Λέγε τὶς ἁμαρτίες σου)». Κι ἀρχίζει νὰ λέει ὁ ἄλλος: «Πῶς πᾶνε οἱ δουλειές;». Δηλαδὴ μ’ ἄλλα λόγια κάποια κρυφά, κάποια δυνατὰ τὰ λέμε, ὅτι συζητοῦμε… Κι ὁ ἄλλος κάνει τὴν ἐξομολόγησή του. Μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε τὴν περίπτωση αὐτὸς ποὺ ἐξομολογήθηκε νὰ πάει νὰ πεῖ -σὲ ἀδελφούς, ἐννοεῖται- ὅτι… «ξέρετε, ὁ πατὴρ Ἀθανάσιος μὲ ἐξομολόγησε στὸν δρόμο· ὁ ὁποῖος βέβαια δὲν φοράει ράσα» κτλ. ἔτσι; Καὶ τώρα κρυφὰ αὐτὰ τὰ πράγματα, εἶναι διωγμός, δὲν ξέρω τί εἶναι. Καὶ τώρα αὐτὸς ὁ 2ος, ὁ 3ος, ὁ 10ος ποὺ θὰ τὸ μάθουνε, γιατί οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν ἐχεμύθεια, νὰ πᾶνε νὰ ποῦν: «Ἄ, αὐτὸς εἶναι ἱερεὺς καὶ ἐξομολογεῖ». Πᾶνε λοιπὸν καὶ συλλαμβάνουν τὸν πατέρα Ἀθανάσιο ὅτι κάνει ἐξομολόγηση καὶ εἶναι παπάς. Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίζετε ὅτι αὐτὰ εἶναι μακρινὰ πράγματα, δὲν εἶναι παρὰ ἐλάχιστα χρόνια, ἴσως 5-6 χρόνια, ὅταν διαβάσαμε στὶς ἐφημερίδες τὸ ἑξῆς περιστατικό: Στὴ Ρωσία, ἕνας ἀνώτατος ἀξιωματοῦχος τῆς ρωσικῆς ἱεραρχίας, βρέθηκε νεκρὸς μέσα εἰς τὸ τραῖνο. Πήγαινε νὰ κάνει ἐπιθεώρηση, ἂς ποῦμε, λογιστική. Δὲν ξέρω τί πήγαινε νὰ κάνει. Πάντως ἀνώτατος ἀξιωματοῦχος, καὶ εἶχε καὶ μία βαλιτσούλα, τὴν ὁποία πάντοτε ἔπαιρνε μαζί του. Πέθανε ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸ τραῖνο ἀπὸ καρδιακὴ προσβολή. Ὅταν ἄνοιξαν τὸ βαλιτσάκι, ξέρετε τί βρήκανε μέσα; Μίαν ἐπισκοπικὴν στολήν! Ἦταν κρυφὸς ἐπίσκοπος. Νά, στὶς ἡμέρες μας…
Λοιπόν, αὔριο μπορεῖ νὰ εἶναι χειρότερα τὰ πράγματα. Δὲν ξέρομε. Ἔχομε παλινδρομήσεις τῶν φαινομένων. Ἐρωτῶ: Ἀνάμεσα στοὺς πιστοὺς ὑπάρχει ἐχεμύθεια; Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τοὺς κάνει νὰ ἡσυχάσουν καὶ τοὺς εἶπε ὅ,τι τοὺς εἶπε, μποροῦσε κανεὶς νὰ πάει ἀπὸ αὐτοὺς τὴν ἄλλη μέρα στὸ σπίτι του, στὴ γειτονιὰ καὶ νὰ πεῖ: «Ξέρετε, εἴδαμε τὸν Πέτρον;» κτλ, κτλ. Τσιμουδιά! Τσιμουδιά! Φερμουάρ! Τ’ ἀκοῦτε; Δυστυχῶς ἀνάμεσα στοὺς πιστούς μας ὑπάρχουν ἐπιπόλαιοι ἄνθρωποι, ἀκριτόμυθοι, ἀβαθεῖς καὶ ἀνεύθυνοι, ποὺ μποροῦν αὐτοί, χωρὶς νὰ λογαριάσουν τὸ βάθος τῶν πραγμάτων, νὰ δημιουργήσουν πάρα πολὺ κακὸ στὴν Ἐκκλησία. Μαζεύονται 50 ἄνθρωποι καὶ κάνομε κρυφὰ κάποια Λειτουργία. Κρυφὰ ἀπὸ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες. Καὶ πάει κάποιος, κάποια καὶ τὸ λέει στὴ γειτονιά. «Ἄχ, νὰ δεῖς μία ὡραία Λειτουργία!». «Ποῦ; Πῶς; Τί;» Ξέρετε, κρατιέται μυστικό; Κυκλοφορεῖ. Καὶ μετά; Ἅμα ξαναπᾶμε δεύτερη φορά ἐκεῖ, ἔρχονται καὶ μᾶς συλλαμβάνουν. Καὶ τί κάνομε παρακάτω; Τί κάνομε παρακάτω;
Ἐμένα αὐτὸ τὸ πρόβλημά μου ἦταν πάντοτε. Ἂν ἔρθουν δύσκολες ἡμέρες, πῶς θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀσκήσει ποιμαντικήν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔχουν αὐτὴν τὴν ἐπιπολαιότητα. Γιατί πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι σὲ καιρὸ διωγμοῦ τὸ θέμα αὐτὸ ὡς πρόβλημα εἶναι σχεδὸν ἀξεπέραστο. Εἶναι πρόβλημα. Γι’ αὐτὸ οἱ πιστοὶ πρέπει, ἀγαπητοί μου, νὰ ἀποκτοῦν μία ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ μίαν ὑπευθυνότητα ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ μὴ φτάσουν νὰ βλάψουν τὴν Ἐκκλησία. Καὶ μὴ ξεχνᾶμε ὅτι στὶς ἔσχατες ἡμέρες, ποὺ δὲν θὰ εἶναι εὔκολη ἡ Θεία Λειτουργία, τί πιστεύετε, ὅταν θὰ πάρουν τὰ βουνὰ οἱ Χριστιανοὶ στὶς ἡμέρες Ἀντιχρίστου ἢ παραμονῶν Ἀντιχρίστου αὐτὸ τὸ θέμα δὲν θὰ ὑπάρχει; Εἶναι πάρα πολὺ σπουδαῖο θέμα, πάρα πολύ… Τὸ πῶς μπορεῖς νὰ κάνεις μία Λειτουργία κρυφά; Τὸ πῶς μπορεῖς νὰ ἀσκεῖς τὰ πνευματικά σου καθήκοντα κρυφά; Τότε, τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι, ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θὰ εἶναι σοβαροὶ καὶ θὰ εἶναι ἀκριτόμυθοι, θὰ εἶναι ἕτοιμοι κάτι νὰ τοὺς φύγει ἀπὸ τὰ δόντια τους, νὰ ποῦν δηλαδὴ ἀπὸ τὸ «ἕρκος τῶν δοντιῶν των», ὅπως λέγεται, τότε θὰ παραχωρήσει ὁ Θεός, ἔτσι τὸ καταλαβαίνω, νὰ προσκυνήσουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τὸν Ἀντίχριστον. Θὰ μοῦ πεῖτε, γιατί; Εἶναι πολὺ ἁπλό, εἶναι πολὺ ἁπλό. Διότι θὰ συλληφθοῦν. Καὶ τότε, ἐπειδὴ ἔφθασαν σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιπολαιότητα, γιὰ νὰ μὴ κακοποιηθοῦν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, θὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Συνεπῶς θὰ προσκυνήσουν τὸν Ἀντίχριστο. Αὐτὸ ἔχουν νὰ πάθουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν κρατᾶνε ἕνα μυστικό. Σᾶς παρακαλῶ, ἂς ἀσκούμεθα στὸ σημεῖο αὐτό, νὰ εἴμεθα πάρα πολὺ προσεκτικοί, νὰ εἴμεθα σοβαροί, νὰ εἴμεθα ἐχέμυθοι σὲ θέματα Ἐκκλησίας. Μὴ εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ βγοῦμε ἔξω καὶ νὰ ποῦμε ὅ,τι μᾶς κατέβη στὸ μυαλό μας. Καὶ πολλὲς φορὲς τὰ λέμε καὶ παραποιημένα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἀκοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Βέβαια ἕνας τέτοιος τύπος, εἴτε τὸ καταλαβαίνει, εἴτε δὲν τὸ καταλαβαίνει, γίνεται προδότης. Καί, δυστυχῶς, ὅπως λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὰ γραφίδος Ἀποστόλου Παύλου, στὶς ἔσχατες ἡμέρες θὰ ὑπάρξουν καὶ οἱ προδόται. Λέγει στὸν Τιμόθεο, στὴν Β΄ του ἐπιστολή, 3,4: «Ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἄσπονδοι, προδόται». «Ἄσπονδοι», ὅπως λέει ἕνας ἑρμηνευτής, «οὐ βέβαιοι περὶ τὰς φιλίας, οὐδὲ ἀληθεῖς περὶ ἃ συντίθενται». Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουνε μία ἐπιπολαιότητα γύρω ἀπὸ τὶς συμφωνίες ποὺ κάνουν. Αὐτοὶ λέγονται ἄσπονδοι. Δὲν εἶναι «τῆς αὐτῆς σπονδῆς» -ἀπὸ ἐκεῖ κατάγεται. Συνεπῶς εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἀθετοῦν τὶς συμφωνίες τους. Καὶ μετὰ λέει: «προδόται». Προσέξτε: «προδόται»… Καὶ τὸ θέμα βέβαια εἶναι εὐρύ, τοῦ προδότου καὶ τῆς προδοσίας, εἶναι εὐρύ. Μπορεῖ κανεὶς νὰ γίνει προδότης ἀπὸ ἐπιπολαιότητα. Ὅπως κάποτε πίεσαν κάποια παιδιὰ νὰ ποῦν, ποῦ κρύβεται ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης. Καὶ τὰ παιδιὰ αὐτὰ ὑπέδειξαν, ποῦ κρύβεται ὁ ἅγιος Πολύκαρπος καὶ τὸν συνέλαβαν τὸν ἅγιο Πολύκαρπο. Ἀλλὰ κάποτε ὅμως καὶ ἀπὸ μία διάθεση προδοσίας. Δυστυχῶς ποτὲ δὲν ἔχει λείψει αὐτὸ τὸ στοιχεῖον τῆς προδοσίας. Εἴτε γιὰ νὰ πετύχει κανεὶς κάτι καλύτερο στὴ ζωή του ἢ ὅπως θέλετε. Πάντως προδόται εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ φθάσουν νὰ προδώσουν τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως ἀλλὰ καὶ τοὺς οἰκείους των, τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς των, ὅπως μᾶς τὸ ἔχει πεῖ ὁ Κύριος. «Θὰ προδώσει», λέει, «ὁ πατέρας τὸ παιδὶ» κτλ. κτλ. «σὲ ἡμέρες τέτοιες δύσκολες».
Ἀκόμη προδόται εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ καταδώσουν πιστούς, τὸ τί κάνουν, στοὺς ἐχθρούς, στοὺς διώκτας των. Ἀκόμη, προδόται εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος, θὰ προδίδει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἀπὸ ποικίλα συμφέροντα, ποικίλα, σᾶς τὸ ξαναλέγω. Καὶ ἡ προδοσία, μέσα στὴν Ἐκκλησία, δυστυχῶς, ἔχει ἕνα εὐρύτερο χαρακτῆρα. Ὅπως ἕνας μπορεῖ νὰ γράψει ἕνα βιβλίο -νὰ βαφτίστηκε Χριστιανός, ἔ;- νὰ γράψει ἕνα βιβλίο, τὸ ὁποῖον νὰ εἶναι… ἂς ποῦμε οἰκουμενιστικόν. Δηλαδὴ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἀποπλανήσει τοὺς πιστοὺς εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δὲν εἶναι προδότης τῆς πίστεως, αὐτός; κ.ο.κ. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἂς προσέχουμε πάρα πολύ. Καὶ μὴ ξεχνᾶμε ὅτι προδότες βρίσκονται στὸν χῶρο μιᾶς ὑποτονισμένης πνευματικότητος. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μίαν ἀκμαία πνευματικότητα, ἀνθοῦσα, ἀνθηρὰ πνευματικότητα, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς προτιμᾶ νὰ γίνει μάρτυς, παρὰ προδότης.
[ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητὴ μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο, μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ. σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια κ. Ἑλένης Λιναρδάκη, φιλολόγου. Τὸ παρὸν εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν 127η ὁμιλία ποὺ εἶχε ἐκφωνήσει ὁ μακαριστὸς ἅγιος γέροντας Ἀθανάσιος σχετικὰ μὲ τὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» κεφ.12, ἐδάφια 17-19, στὶς 4-2-90].