Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

Χειροτονίες τελεσθείσες υπό αιρετικών ως επιχειρήματα της ουκρανικής αυτοκεφαλίας

 oukrana trouloi 1

Του Βασιλείου Ι. Τουλουμτσή

Μεταπτ. Δίπλ. Συστηματικής Θεολογίας Ε.Κ.Π.Α-Ειδίκευση Δογματικής

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Η αναγνώριση των σχισματικών δομών της Ουκρανίας και η επίδοση Τόμου Αυτοκεφαλίας (2019) στον μετέπειτα επικεφαλής της “Αυτοκέφαλης Ουκρανικής Εκκλησίας”, Επιφάνιο Ντουμένκο, έχει γίνει αφορμή ώστε να εμφανισθούν κείμενα και μελέτες που είτε επιδοκιμάζουν, είτε αποδοκιμάζουν θεολογικά την κίνηση αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το αν επετεύχθη ή όχι η πρόθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να επιφέρει την εκκλησιαστική καταλλαγή και θεραπεία στον υφιστάμενο εκκλησιαστικό διχασμό της Ουκρανίας τελεί υπό κρίση και μόνον ο χρόνος θα προβάλλει εμφανώς τα όποια αποτελέσματα.

Προσωπικό μου συμπέρασμα, απ’ όσο τουλάχιστον προσπάθησα να παρακολουθήσω τα δημοσιευθέντα κείμενα, είναι ότι μεγάλος αριθμός εξ΄αυτών έχουν γραφεί μέσα σε ένα δίπολο Φαναρίου-Μόσχας, επιχειρώντας να στηρίξουν αποκλειστικά τον έναν ή τον άλλον πόλο, ερήμην και εις βάρος της θεολογίας. Κάτι τέτοιο όμως, εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να λέγεται και να είναι θεολογία, μιας και υπάρχει σαφής ποιοτική διάκριση μεταξύ θεολογίας και πολιτικής, εφόσον, ήδη από την έναρξη του εγχειρήματος, δεν επιδιώκεται η λύση του προβλήματος στη βάσανο των όσων ορίζει και όσων έχουν παγιωθεί στη διαχρονική εκκλησιαστική παράδοση. Αντίθετα, επιχειρείται η κατασκευή και προβολή της συμφέρουσας για κάθε πόλο δεδομένης απάντησης μέσω του επιλεκτικού ερανισμού γεγονότων εκ της εκκλησιαστικής ιστορίας, συνήθως αποκομμένων από το ιστορικό και εκκλησιολογικό τους πλαίσιο, παρουσιαζόμενων κατά τρόπο που να εξυπηρετεί απλά και μόνο την «θεολογική» τεκμηρίωση των προειλημμένων θέσεων της κάθε μερίδας. Ο συγκεκριμένος όμως τρόπος θεολογικής αντιπαράθεσης όχι μόνον δεν μπορεί να επιφέρει την επιδιωκόμενη εκκλησιαστική ενότητα, αλλά μεγαλώνει έτι περισσότερο την ήδη υπάρχουσα διάσταση, καθώς αποτελεί δεδομένο ότι η θεολογία δεν γνωρίζει πόλους και δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται ιδιοτελώς για πολιτικής υφής γεωπολιτικά συμφέροντα.

Παρότι το παρόν κείμενο δεν θα ασχοληθεί με το καθαυτό ζήτημα της ουκρανικής αυτοκεφαλίας, θα σημειωθούν, προκαταρκτικά, μόνον κάποιες παρατηρήσεις, οι οποίες καταδεικνύουν ότι, ήδη από την αρχή της αντιμετώπισης της κρίσης, σημειώθηκαν σημαντικά δομικά λάθη με αποτέλεσμα να δοθεί απλώς, μονομερώς και χωρίς να εξασφαλιστεί η πανορθόδοξη συμφωνία, Τόμος Αυτοκεφαλίας σε μία αντικανονική δομή.

Παρατηρείται μία αντιμετώπιση του λεγόμενου ουκρανικού ζητήματος ωσάν να επρόκειτο για ομοιόμορφες περιπτώσεις σχισματικών, που έχοντας μετανοήσει, επιθυμούν να επιστρέψουν στην κοινωνία της Καθολικής Εκκλησίας. Για να χαρακτηρισθεί όμως μία εκκλησιαστική ομάδα ως σχισματική, προϋποτίθεται ότι κατ’ αρχάς έχει αποσχιστεί από την Καθολική Εκκλησία. Είναι επίσης αποδεδειγμένο ότι μεταξύ των Ουκρανών σχισματικών περιέχεται και αριθμός αυτοχειροτόνητων[1] (ίσως και αβάπτιστων) «επισκόπων», πράγμα το οποίο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να τους θέσει όλους σε μία ενιαία βάση αντιμετώπισης. Βάσει των ανωτέρω, συναντούμε τρεις περιπτώσεις αρχιερέων (εντός και εκτός εισαγωγικών). Υπάρχουν αρχιερείς που έλαβαν κανονική αρχιερωσύνη από το πατριαρχείο της Μόσχας και αποσχίσθηκαν, αρχιερείς που χειροτονήθηκαν μετά την επιτέλεση του σχίσματος και τέλος, αυτοτιτλοφορούμενοι «αρχιερείς». Επομένως, ο χαρακτηρισμός όλων ως σχισματικών, συμπεριλαμβανομένων και των αχειροτόνητων «επισκόπων», αν μη τι άλλο, φανερώνει έλλειψη θεολογικής σοβαρότητας και πρόθεση ταχείας διεκπεραίωσης του ζητήματος πάνω σε ενιαία και απροϋπόθετη βάση.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, εύλογα προκύπτει το ερώτημα: είναι δυνατόν ένας Τόμος παροχής αυτοκεφαλίας, ο οποίος αποτελεί μια πράξη καθαρά διοικητικού χαρακτήρα, να μεταδώσει το αρχιερατικό χάρισμα σε ανθρώπους που ποτέ δεν το έλαβαν; Από την άλλη πλευρά, οι δεδομένες εθνοφυλετικές προθέσεις του συνοδικά καθαιρεθέντος και αναθεματισθέντος Φιλαρέτου Ντενισένκο (και των χειροτονηθέντων εξ’ αυτού) δεν μπορεί απλώς να «κατηγοριοποιούνται» στα όσα προβλέπονται στους κανόνες περί σχίσματος και η συγκεκριμένη περίπτωση να συγκρίνεται -άστοχα- με τις περιπτώσεις του ελλαδικού και βουλγαρικού αυτοκεφάλου. Ειδικά για το ζήτημα του εθνοφυλετισμού υπάρχει ο όρος της Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως του 1872, που είναι  ιδιαίτερα καταδικαστικός για τα μετέπειτα εθνοφυλετικά κινήματα και γι΄ αυτό καθιστά χονδροειδή την οποιαδήποτε σύγκριση. Η εξέταση ενός εκκλησιαστικού ζητήματος και η συναφής προς αυτό οικονομία που ασκείται, είναι διαφορετική εάν τυχόν δεν υπάρχει προηγούμενη συνοδική απόφανση, αλλιώς όμως τίθεται το ζήτημα γενομένης συνόδου και κατ’ επέκταση συνοδικής αντιμετώπισης και απόφανσης. Τη διαφοροποίηση αυτή την συναντούμε σε όλες τις Οικουμενικές Συνόδους, με απώτερο στόχο την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής ενότητας και την ειρήνευση της Καθολικής Εκκλησίας -όχι αόριστα- αλλά στη βάση της πίστης.

Γνωστό τυγχάνει ότι ο Μ. Βασίλειος επισημαίνει τη συγκεκριμένη διαφοροποίηση στην επιστολή του «πρὸς Νικοπολίτας»[2]. Ερμηνεύοντας δε ο άγιος Ταράσιος το χωρίο της συγκεκριμένης επιστολής, η οποία αναγνώσθηκε κατά τις εργασίες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, τονίζει το εκκλησιαστικώς άτοπο του να χειροτονηθεί κανείς, γενομένης συνόδου, από “βέβηλα χέρια”, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχουν ορθόδοξοι (κανονικοί) επίσκοποι: «οὕτω γάρ ἐστιν ἡ πατρικὴ ἔννοια. ἐὰν δὲ συνοδικὴ ἐκφώνησις γένηται καὶ ὁμόνοια τῶν ἐκκλησιῶν ἐπὶ ὀρθοδοξίᾳ, ὁ τολμῶν ἀπὸ τῶν βεβήλων αἱρετικῶν χειροτονεῖσθαι τῇ καθαιρέσει ὑποπεσεῖται»[3]. Η σημειούμενη διαφοροποίηση δεν σημαίνει ασφαλώς ότι αλλάζει η φύση ή η ταυτότητα της Εκκλησίας και δεν γίνεται αποδεκτή πλέον η μετάνοια· αυτό που εννοείται είναι ότι κατά την αθέτηση, υπό των σχισματικών ή καταδικασμένων αιρετικών, της δεδομένης σαφούς και ρητής συνοδικής τοποθέτησης, καταφρονείται αυτός τούτος ο αγιοπνευματικός θεσμός της Εκκλησίας στο επίπεδο των συνοδικών της αποφάνσεων. Είναι η συγκεκριμένη καταφρόνηση που στη συνέχεια γίνεται ερμηνευτικό “κλειδί” παρερμηνείας της καθόλου εκκλησιαστικής ζωής σε όλες της τις εκφάνσεις. Τι ποιμαντικά εχέγγυα μπορεί να παρουσιάσει ένας τέτοιος ακραίος καιροσκοπισμός; Βεβαίως τα ζητήματα αυτά τα εξετάζει και τα κρίνει κάθε φορά και κατά περίπτωση η συνοδικώς συνερχόμενη Εκκλησία. Απλώς, οι όποιοι λάθος χειρισμοί γίνονται στα πλαίσια μιας κακώς νοουμένης οικονομίας συνεπάγονται αποτελέσματα που η Εκκλησία θα συναντήσει μπροστά της γιγαντωμένα, υπό τη μορφή νέων αποσχίσεων, καθιστώντας τις όποιες προοπτικές θεραπείας εξαιρετικά δύσκολες και επίπονες. Όλη αυτή η αναστάτωση προκαλείται διότι σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή κάποιοι ιεράρχες δεν κατάφεραν να διακρίνουν μεταξύ θεολογίας και πολιτικής, μεταξύ εκκλησιαστικής ενότητας και αριθμητικής ενοποίησης.

Σε παρέμβαση δε που έκανε ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος, ως πρόεδρος της Συνοδικής Επιτροπής Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην έκτακτη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (12-10-2019) κατέθεσε τα εξής: «Η επικέντρωση των συζητήσεών μας στην εγκυρότητα των χειροτονιών και στη συμπεριφορά των Επισκόπων δεν πρέπει να λαμβάνει χώρα ερήμην της ύπαρξης εκατομμυρίων ψυχών, έναντι των οποίων έχουμε ευθύνη»[4]. Στη συγκεκριμένη φράση υποκρύπτεται απλώς ένας προσωπικός πόθος, κινούμενος στα πλαίσια μιας «ανεύθυνης ευθύνης», ώστε τάχιστα να τακτοποιηθεί πάση θυσία αυτή η «εκκρεμότητα» χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το μυστηριακώς ανυπόστατο της νέας δομής. Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί αυτή η έκφραση ποιμαντικής «ευθύνης», τη στιγμή που παραδίδονται εκατομμύρια ψυχές, κατά τη δήλωσή του ιδίου ιεράρχη, στην «ποιμαντική» διαχείριση αχαρίτωτων ιερέων που εκ των πραγμάτων δεν δύνανται να ενεργούν εξ’ ονόματος της Καθολικής Εκκλησίας; Αν η εξέταση των παραμέτρων μένει απλώς σε μία επιφάνεια και δεν εισέρχεται στην ουσία του θεολογικού προβλήματος, τότε η οποιαδήποτε επιχειρούμενη επίλυση, θα είναι αντιστοίχως επιφανειακή.

Συναφώς, έχει καταντήσει σύνηθες οι ιεροί κανόνες να προσεγγίζονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που προσεγγίζει ένας νομικός τα άρθρα του ποινικού κώδικα και της ποινικής δικονομίας, όπου χρησιμοθηρικά αναζητούνται διατάξεις που εξυπηρετούν τον εντολέα του. Στο εκκλησιαστικό αντίστοιχο, πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που δηλώνουν σε κάθε περίπτωση ότι «υπέρκειται η Εκκλησία των κανονικών διατάξεων» θέτοντας χωρίς λόγο, σε αντιθετικό δίπολο την Εκκλησία και τους ιερούς κανόνες, ωσάν να μην τέθηκαν οι κανόνες από αυτήν την ίδια την Εκκλησία για την διαφύλαξη της ζωής και της ταυτότητάς της, αλλά να της επιβλήθηκαν έξωθεν. Όπου όμως τίθενται εκβιαστικά δίπολα, που εκφράζουν ανύπαρκτα διλήμματα, η παρερμηνεία των κανόνων θα συντελείται συστηματικά ως αναγκαίο παρεπόμενο. Από τη φύση τους οι κανόνες, εάν αποσυνδεθούν από το δογματικό περιβάλλον ανάπτυξής τους, δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθούν με ασφάλεια και καθίσταται αδύνατη η δι’ αυτών πνευματική διαμόρφωση της ζωής της Εκκλησίας. Το ότι η Εκκλησία υπό συγκεκριμένες συνθήκες και υπό συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα, τα οποία ίσως και να αγνοούμε σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να ενήργησε με τον τάδε ή τον δείνα ποιμαντικό τρόπο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δημιουργεί αυτό το οποίο στα πολιτικά δικαστήρια ονομάζεται “δεδικασμένο”, ώστε το ιστορικό προηγούμενο να δικαιώνει αυτομάτως και εκ των προτέρων την επανάληψη της αυτής πρακτικής, πολλώ δε μάλλον να καθίσταται ως κανόνας καθολικής ισχύος. Αυτό άλλωστε επισημαίνει και ο άγιος Νικόδημος αγιορείτης ερμηνεύοντας και σχολιάζοντας τον 68ο αποστολικό κανόνα, όπου σημειώνει: «Σπάνια τά τοιαῦτα καί κατά περίστασιν, κανονικῆς ἀκριβείας λειπόμενα, οὐ νόμος δέ Ἐκκλησίας τό κατά περίστασιν γινόμενον καί τό σπάνιον […]. Τό, παρά κανόνας, οὐχ ἕλκεται πρός ὑπόδειγμα»[5]. Επιπρόσθετα, πρέπει να σημειωθεί και το εξής: ο τρόπος που ενεργεί μία τοπική σύνοδος ή γενικότερα μία σύναξη επισκόπων, δεν χαρακτηρίζεται απροϋποθέτως και σε κάθε περίπτωση από το αλάθητο της Εκκλησίας, το οποίο αποτελεί αγιοπνευματική δωρεά. Η Εκκλησία είναι όντως άμωμη και αλάθητη ως το μυστηριακό σώμα του Χριστού και αυτό αποτελεί αδιαπραγμάτευτο οντολογικό δεδομένο. Όμως οι τοπικές εκκλησιαστικές διοικήσεις δεν εξασφαλίζονται εξ’ ορισμού και a priori από το χαρακτηριστικό αυτό, εφόσον δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο του παραγκωνισμού αυτής της διαχρονικής πατερικής και συνοδικής παράδοσης, η οποία -αν δεν αγνοείται- πολλάκις αντιμετωπίζεται είτε ως μωρία, είτε ως σκάνδαλο. Παραφράζοντας δε τα λόγια του γνωστού καθηγητή Φιλοσοφίας, Hugo Tristram Engelhardt, η θεολογία «ή θα έχει την παραδοσιακή της μορφή και θα αποτελεί σκάνδαλο για τον κόσμο ή, στην κοσμικά προσαρμοσμένη εκδοχή της, θα βρίσκεται εκτός θέματος»[6].

Συνεπώς, κοιτώντας στο ιστορικό παρελθόν, κοινή είναι η διαπίστωση ότι η εκκλησιαστική διοίκηση δεν εκφράστηκε πάντοτε με «σύνεση και σοφία», όπως στερεότυπα συνηθίζεται να λέγεται. Συναντώνται «εκκλησιαστικές» παρανομίες, οι οποίες εν πάση περιπτώσει δεν θα πρέπει να επαναληφθούν. Με άλλα λόγια, η προσπάθεια αντιστοίχισης και εκ των υστέρων δικαιολόγησης της σύγχρονης πρακτικής, απλώς με αναφορά σε ιστορικά προηγούμενα, φανερώνει προχειρότητα στην προσέγγιση και επιστημονική ρηχότητα στον τρόπο εξαγωγής των συμπερασμάτων.

Τα κείμενα που έχουν γραφεί έως σήμερα, κατά κύριο λόγο, επιχείρησαν να απαντήσουν στις κάτωθι θεματικές: εάν η Ουκρανία αποτελεί έδαφος του Πατριαρχείου Μόσχας ή της Κωνσταντινούπολης, περί του τρόπου απόδοσης αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εάν η έκκλητος προσφυγή έχει χαρακτήρα ενόριο και αφορά εδάφη μόνον του κλίματος της Κωνσταντινούπολης ή παγκόσμιο, εάν εντοπίζεται ύπαρξη αποστολικής διαδοχής στους επισκόπους της νέας αυτοκέφαλης δομής είτε ως διαδοχή πίστεως, είτε ως διαδοχή τάξεως, είτε δε διττώς. Προς υποστήριξη (ή δικαιολόγηση) του τρόπου αποδοχής αυτών, «αλιεύθηκαν» και χρησιμοποιήθηκαν περιπτώσεις χειροτονιών που τελέσθηκαν από αιρετικούς και οι οποίες κατόπιν έγιναν δεκτές από την Καθολική Εκκλησία χωρίς  αναχειροτονία. Οι αναφερόμενες αυτές περιπτώσεις, που είναι πολύ συγκεκριμένες, επαναλαμβάνονται αντιγραφικά σε πληθώρα σχετικών κειμένων για το Ουκρανικό, όπου παρουσιάζονται, είτε σε παραποιημένο ιστορικό πλαίσιο, είτε χωρίς καν αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο, κυρίως όμως, δίχως να γίνονται οι απαραίτητες διευκρινίσεις ως προς το περιεχόμενο του όρου «αιρετικός». Απλώς αναφέρονται ως «χειροτονίες που τελέσθηκαν από αιρετικούς». Αποτέλεσμα αυτού είναι η παράθεση λανθασμένων δεδομένων, τα οποία επαγωγικά οδηγούν σε άτοπους συσχετισμούς με τη σύγχρονη επικαιρότητα.

Στο παρόν άρθρο θα επιχειρηθεί η αδρομερής παρουσίαση του ιστορικού πλαισίου των συγκεκριμένων αυτών περιπτώσεων, ώστε να διαυγαστεί το πώς και γιατί συνέβησαν, εάν σχετίζονται και εάν τελικά η χρήση τους δικαιώνεται εκκλησιολογικά στην θεματική για την οποία χρησιμοποιούνται. Να σημειωθεί τέλος, ότι σχετικά ερμηνευτικά σημεία έχουν ήδη εκτεθεί σε προηγούμενο άρθρο μας υπό τον τίτλο «Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, ο Δωρόθεος Βουλησμάς και σύγχρονες θεολογικές παρερμηνείες περί αποδοχής αιρετικών»[7]. Πριν προβούμε δε στην έκθεση του ιστορικού πλαισίου έκαστης των περιπτώσεων, είναι αναγκαίο να εξεταστεί η σημασία του όρου «αιρετικός», καθώς είναι κομβικής σημασίας ως προς την κατανόηση των κειμένων, ειδάλλως η παρερμηνεία αυτών καθίσταται δυστυχώς αναπόφευκτη. 

Ο όρος «αιρετικός»

Ο συγκεκριμένος όρος, παρά τη σύγχρονη μονοσήμαντη νοηματοδότησή του, εν τούτοις τόσο στα κείμενα των Πατέρων όσο και στα συνοδικά κείμενα έχει διττή σημασία, κάτι που συνεπάγεται τη σαφή διάκριση των αιρετικών, στους συνοδικά ακατάκριτους όσο και στους συνοδικά κεκριμμένους ή εληλεγμένους[8].  Αν δεν διευκρινιστεί και δεν ερμηνευθεί ορθά η διαφορετική νοηματοδότηση του συγκεκριμένου όρου σε αναφορά στην προ και μετά συνοδικής διαγνώμης διαδικασία, τότε μοιραία ακολουθεί η σύγχυση και τα λανθασμένα συμπεράσματα. Ανάλογη περίπτωση τέτοιας συγχύσεως, προκειμένου και ο απλοϊκός αναγνώστης να κατανοήσει αυτή τη διαφορά, μας προσφέρει και η τρέχουσα επικαιρότητα της πανδημίας του κορονοϊού, οπότε και κατατέθηκαν απόψεις και επιχειρήματα από συγκεκριμένους διδασκάλους της πίστεως, επισκόπους και ιερείς, (για την οικονομία του παραδείγματος αφήνουμε κατά μέρος τον χώρο της ακαδημαϊκής θεολογίας) γύρω από το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, ή τα σχετικά περί της αγίας λαβίδας κ.λπ., που παραδόξως θύμισαν την επιχειρηματολογία των παλαιών αιρεσιαρχών. Στην ίδια βάση, άλλωστε, εντάσσονται και τα επιχειρήματα που προβάλλονται και επιχειρούν να υποστηρίξουν την "πρωτειομανία" και την επισκοποκεντρικότητα, στηριζόμενα σε ενδοτριαδικές παρατηρήσεις περί -δήθεν- οντολογικής προτεραιότητας του Πατρός έναντι του Υιού κ.λπ., όπου άλλοτε έμμεσα και άλλοτε άμεσα, διδάσκεται αυτούσια η αρειανική επιχειρηματολογία. Και αυτό δεν αναφέρεται δυστυχώς ούτε καθ’ υπερβολήν, ούτε αόριστα, και ασφαλώς δεν αφορά σε ενδεχόμενες (ως μη όφειλε) αστοχίες διατύπωσης. Αναφέρεται στις ερμηνευτικές προϋποθέσεις που θεμελιώνουν τα συγκεκριμένα επιχειρήματα και εκφράζονται μέσω αυτών. Οι συγκεκριμένες περιπτώσεις ιερέων και επισκόπων, υπό το καθεστώς της εν γένει συνοδικής και πατερικής αυτοσυνειδησίας, θα χαρακτηρίζονταν ως αιρετικοί, καθόσον διαφοροποιούνται σαφώς από την Παράδοση και την πίστη της Εκκλησίας, οπότε και θα ήσαν υπόλογοι σε μία μελλοντική εκκλησιαστική σύνοδο επί των ζητημάτων αυτών. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, τα όσα ελέχθησαν δεν σημαίνει ότι επιτρέπουν θεολογικές παρερμηνείες - τουλάχιστον στο χώρο της ορθόδοξης θεολογίας- περί απώλειας χάριτος, ακύρων μυστηρίων και de facto έκπτωσης αυτών από το σώμα της Εκκλησίας.

Στην προ συνοδικής εξέτασης περίοδο, με τον όρο "αιρετικός" επισημαίνεται η σαφής διαφοροποίηση από το ευσεβές φρόνημα της Εκκλησίας, όπως αυτό εκφράζεται μέσα στους αιώνες πατερικώς και συνοδικώς και βιώνεται διαχρονικά ως ζώσα παράδοση. Αποκλειστικά και μόνον σε αυτό το πλαίσιο κατανοείται η εκκλησιαστική σύνοδος ως χαρισματικό όργανο της Εκκλησίας που δύναται να παύσει ένα χάρισμα, το οποίο ασφαλώς η ίδια έχει μεταδώσει, όταν διακρίνει ετερότητα διδασκαλίας που αλλοιώνει την ίδια της τη ζωή. Προ συνοδικής διαγνώμης, οι αιρετικοί επίσκοποι που φρονούν και διδάσκουν καινοφανείς διδασκαλίες, υπό τη μορφή των ζιζανίων, παραμένουν τρόπον τινά εντός του εκκλησιαστικού σώματος και ενεργούν έγκυρα και υποστατά μυστήρια, εφόσον ενεργούν τα της Εκκλησίας. Η αμετανόητη όμως στάση των αιρετικών επισκόπων ενώπιον ειδικά συγκληθείσας εκκλησιαστικής συνόδου, συνεπάγεται τη συνοδική καταδίκη, την οριστική καθαίρεσή τους και τον αναθεματισμό, τα οποία σημαίνουν τη διακοπή της αποστολικής διαδοχής, την τοποθέτησή τους εκτός Εκκλησίας και κατ’  επέκταση την ακυρότητα των τελουμένων υπ’  αυτών μυστηρίων, εφόσον πλέον δεν ενεργεί δι’ αυτών η Εκκλησία, της οποίας το φρόνημα αρνήθηκαν. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός, ότι ακόμη και προ συνοδικής καταδίκης και συνοδικού αναθεματισμού, η διαφοροποίηση από την πίστη της Εκκλησίας και η διδασκαλία έτερης δόξας δεν αντιμετωπίζεται απλώς ως μια διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, αλλά ως εμπαθής πολεμική κατά της εκκλησιαστικής ενότητας, με το δεδομένο ότι η Εκκλησία στηρίζεται στο θεμέλιο της ορθής πίστης, μέσω της οποίας γνωρίζεται εν Χριστώ ο Τριαδικός Θεός. Έτσι λοιπόν, όπως καταδεικνύεται από τα πρακτικά των συνόδων αλλά και τις συναφείς πηγές, ως αίρεση δεν χαρακτηρίζεται αποκλειστικά και μόνον, μία ήδη καταδικασμένη αιρετική κοινότητα, η οποία έχει καταδικασθεί συνοδικώς, έχοντας επομένως εκπέσει από την κοινωνία της πίστεως και των χαρισμάτων της Εκκλησίας. Στην περίπτωση της εισέτι συνοδικώς ακατάκριτης αίρεσης, αυτό που εννοείται είναι η εμφάνιση και ύπαρξη κάποιας νέο-διδασκαλίας, η οποία σαφώς διαφοροποιείται από την πίστη και το φρόνημα της Καθολικής Εκκλησίας και ενυπάρχει, μέχρι να αντιμετωπιστεί, ως προβληματική θεολογική θέση μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα. Ευθύνη των ορθοδόξων επισκόπων είναι να συνέλθουν σε εκκλησιαστική σύνοδο, εφόσον παραμένουν οι κατεξοχήν (θεσμικώς και χαρισματικώς) αρμόδιοι και υπεύθυνοι, ως φέροντες χαρισματικά το κατεξοχήν διδασκαλικό αξίωμα. Η αναστάτωση, τα προβλήματα και οι διασπάσεις που προκαλεί η εν λόγω νεόκοπη διδασκαλία, καθίσταται η αποκλειστική αιτία, η οποία προκαλεί τη σύγκληση συνόδου, προκειμένου ν’ απαντηθούν και ν’ αντιμετωπιστούν θεολογικά τα εν λόγω προβλήματα.

Συμπερασματικά, όποτε συναντούμε την περίπτωση της κατ’ οικονομίαν αποδοχής αιρετικού, αυτή αφορά σε εισέτι συνοδικώς ακατάκριτο επίσκοπο, ενώ για την περίπτωση των εληλεγμένων και καταδικασθέντων αιρετικών, ο έγκυρος Δωρόθεος Βουλησμάς σημειώνει: «Ἀνοικονόμητοι δέ πάντη τε καί πάντως οἱ τελείως ἑαυτούς τῆς κεφαλῆς ἀπορρήξαντες, καί ἄδεκτοι εἰς ἱερουργίαν οἷοί εἰσιν οἱ ἐληλεγμένοι αἱρετικοί. Ὅθεν ὀβελιστέοι οἱ τούτους ἀποδεχόμενοι ἀδέσποτοι λόγοι. Ἀλλά ταῦτα μέν καί περί τούτων»[9]. Εξ’ αυτών γίνεται κατανοητό ότι αν δεν διευκρινίζεται κάθε φορά το νοηματικό περιεχόμενο του συγκεκριμένου όρου (αιρετικός, αίρεση), αν αυτό αφορά δηλαδή σε συνοδικώς ακατάκριτους ή κεκριμμένους αιρετικούς, τότε εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατόν να μιλούμε για θεολογικώς ορθή προσέγγιση και ερμηνεία των κειμένων, εφόσον υπό τις προϋποθέσεις αυτές συντελείται μία απροϋπόθετη ενοποίηση ετερόκλητων μεταξύ τους περιπτώσεων.

Ιστορικό πλαίσιο χειροτονιών τελεσθεισών υπό αιρετικών

1. Εγκρατίτες

Υποστηρίζεται από κάποιους η θέση, ότι ο Μ. Βασίλειος έκανε αποδεκτές τις χειροτονίες που τελέσθηκαν εκτός της Εκκλησίας και συγκεκριμένα στο σχίσμα των Εγκρατιτών. Στηρίζονται δε ερμηνευτικά στην Α΄  Κανονική επιστολή του Μ. Βασιλείου προς τον επίσκοπο Ικονίου[10], άγιο Αμφιλόχιο, στην οποία του δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που πρωτύτερα του είχαν τεθεί. Δυστυχώς οι επιστολές του αγίου Αμφιλοχίου προς το Μ. Βασίλειο δεν σώζονται, ώστε να έχουμε πλήρη γνώση της συζητήσεώς τους, όμως με βάση την απάντηση του Μ. Βασιλείου συμπεραίνεται πως προηγήθηκε ερώτηση σχετικά με τον αναβαπτισμό ή μη, σχισματικών και αιρετικών ομάδων, οι οποίες προφανώς δραστηριοποιούνταν στην περιοχή διαποίμανσης του Αγ. Αμφιλοχίου. Επιβεβαιωτικά ως προς αυτό, παρατηρούμε ότι στις κανονικές συλλογές του Πηδαλίου αλλά και των Ράλλη-Ποτλή, η συγκεκριμένη κανονική επιστολή καταχωρείται στην ενότητα «Τίνες αναβαπτίζονται;», πράγμα που δηλώνει ότι ερμηνευτικά δεν έχει σχέση με το ζήτημα της αποδοχής αιρετικών κληρικών (επισκόπων-πρεσβυτέρων), μα αφορά συγκεκριμένα το μυστήριο του βαπτίσματος, για το οποίο εξετάζονται οι προϋποθέσεις και οι δυνατότητες άσκησης της ακρίβειας ή της οικονομίας.

Επεξηγώντας ο Μ. Βασίλειος, προκρίνει την άσκηση της ακρίβειας, δηλ. τον αναβαπτισμό (δουλεύειν ἀκριβείᾳ κανόνων) έχοντας σαφώς υπόψιν του τις περιπτώσεις κάποιων επισκόπων της Ασίας, οι οποίοι για λόγους ποιμαντικούς έκαναν χρήση της οικονομίας (η λέξη “ἔθος” εδώ δηλώνει την άσκηση ιδιαίτερης ποιμαντικής διαχείρισης λόγω ιδιαίτερων τοπικών δεδομένων και όχι μια αόριστη συνήθεια, όπως πολλές φορές λανθασμένα αναφέρεται). Συνεχίζοντας αναφέρει, ότι αν για κάποιους λόγους η ακρίβεια πρόκειται να σταθεί εμπόδιο στην είσοδο αυτών των ανθρώπων στο σώμα της Εκκλησίας, και μόνον τότε, σαφώς προτείνεται η οικονομία, προβάλλοντας έτσι την σωτηριολογική αξία της ένταξης των ανθρώπων στην κοινωνία της Εκκλησίας, εφόσον εκτός Εκκλησίας δεν μπορεί να υπάρξει σωτηρία (Ὑφορῶμαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σῳζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν). Τέλος, στην περίπτωση που κάποιος επίσκοπος επανέλθει στην κοινωνία της Καθολικής Εκκλησίας, αυτομάτως και χωρίς άλλη διαδικασία, αναγνωρίζονται και οι βαπτίσεις που στο μεταξύ είχαν τελεσθεί στο σχίσμα και οι συγκεκριμένοι λαϊκοί θεωρούνται πλέον ως μέλη της Εκκλησίας δια της αποδοχής της μετάνοιας του Επισκόπου τους (“οὐκέτι δυνάμεθα διακρίνειν ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας, οἷον κανόνα τινὰ τῆς πρὸς αὐτοὺς κοινωνίας ἐκθέμενοι, διὰ τῆς τῶν επισκόπων παραδοχῆς”). Ο Μ. Βασίλειος, αναφερόμενος ειδικά στους Εγκρατίτες, ρητά ορίζει ότι αυτοί θα πρέπει να αναβαπτίζονται (“Τὸ δὲ τῶν Ἐγκρατιτῶν κακούργημα νοῆσαι ἡμᾶς δεῖ ὅτι, ἵνα αὐτοὺς ἀπροσδέκτους ποιήσωσι τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐπεχείρησαν λοιπὸν ἰδίῳ προκαταλαμβάνειν βαπτίσματι, ὅθεν καὶ τὴν συνήθειαν τὴν ἑαυτῶν παρεχάραξαν. Νομίζω τοίνυν ὅτι, ἐπειδὴ οὐδέν ἐστι περὶ αὐτῶν φανερῶς διηγορευμένον, ἡμᾶς προσῆκε ἀθετεῖν αὐτῶν τὸ βάπτισμα, κἄν τις ᾖ παρ᾿ αὐτῶν εἰληφώς, προσιόντα τῇ Ἐκκλησίᾳ βαπτίζειν”). Στηρίζει μάλιστα την προτροπή του αυτή και στο γεγονός της απουσίας κάποιας διαφορετικής κανονικής πρόβλεψης σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της συγκεκριμένης κοινότητας (οὐδέν ἐστι περὶ αὐτῶν φανερῶς διηγορευμένον).

Τα αυτά επαναλαμβάνει και στον κανόνα ΜΖ΄, στον οποίο σαφέστατα πλέον δεν αφήνει τα περιθώρια της οικονομίας που ανέφερε στον Α΄ κανόνα΄(“Ἡμεῖς μέντοι ἑνὶ λόγῳ ἀναβαπτίζομεν τοὺς τοιούτους” ενν. Εγκρατίτες, Σακκοφόρους, Αποτακτίτες, Ναυατιανούς ή Καθαρούς) καθώς τους χαρακτηρίζει ως «Μαρκιωνιστῶν αὐτοβλάστημα». Μάλιστα τονίζει και αναφέρει ρητά, ότι στις εν λόγω περιπτώσεις δεν υπάρχουν δεδομένα που θα επέτρεπαν την άσκηση της οικονομίας, διότι η πίστη την οποία εκφράζουν έχει απευθείας αναφορά στο τριαδολογικό δόγμα, παρουσιάζοντας το Θεό ως δημιουργό του κακού (οἵ γε κακῶν ποιητὴν ὑποτιθέμενοι τὸν Θεόν, ἐφαμίλλως τῷ Μαρκίωνι καὶ ταῖς λοιπαῖς αἱρέσεσιν). Επιμένει ιδιαίτερα στη θέση αυτή, προτείνοντας παράλληλα, η άποψή του αυτή να λάβει και συνοδική κατοχύρωση από σύνοδο επισκόπων, ώστε να υπάρχει παγιωμένη και αξιόπιστη εκκλησιαστική απάντηση για οποτεδήποτε στο εξής παραστεί ανάγκη, με ομοιομορφία στον τρόπο αντιμετώπισης[11].

Κατά συνέπεια, όταν σε μια εξωεκκλησιαστική ομάδα δεν μπορεί να ασκηθεί οικονομία στο βάπτισμα, πολλώ μάλλον δεν μπορεί να ασκηθεί οικονομία στο μυστήριο της ιερωσύνης. Επιπρόσθετα, στην αρχή του Α΄ κανόνα, στο σημείο όπου ο Μ. Βασίλειος διακρίνει τριπλώς μεταξύ αίρεσης, σχίσματος και παρασυναγωγής, αναφέρει τα εξής σπουδαία: Το βάπτισμα στην αίρεση να αθετείται παντελώς ως μη γενόμενο και να επαναλαμβάνεται χωρίς αυτό να θεωρείται δευτέρωσή του. Το βάπτισμα όσων αποσχίστηκαν να γίνεται δεκτό «ὡς ἔτι ἐκ τῆς Ἐκκλησίας ὄντων», ενώ όσοι εν μετανοία επιστρέψουν από την παρασυναγωγή, να συνάπτονται και πάλι στην Εκκλησία χωρίς ασφαλώς να χρειάζεται να επαναληφθεί το μυστήριο του βαπτίσματος. Ειδικά για την παρασυναγωγή, η οποία κρίνεται ως η ηπιότερη μορφή απομάκρυνσης από την κοινωνία της Εκκλησίας, προσθέτει και μία αναφορά σχετική με το μυστήριο της ιερωσύνης. Αναφέρει πως όσοι απομακρύνθηκαν από κοινού με τους ανυπότακτους φέροντας ιερατικό βαθμό (επίσκοποι, πρεσβύτεροι) και μετανόησαν, πολλές φορές γίνονταν δεκτοί στον ίδιο βαθμό (πολλάκις καὶ τοὺς ἐν βαθμῷ συναπελθόντας τοῖς ἀνυποτάκτοις, ἐπειδὰν μεταμεληθῶσιν, εἰς τὴν αὐτὴν παραδέχεσθαι τάξιν). Πράγμα που σημαίνει ότι όποιος ιερέας μετανοεί και αιτείται να επιστρέψει στην κοινωνία της Εκκλησίας, δεν θεωρείται δεδομένο ότι σε κάθε περίπτωση και απροϋποθέτως θα γίνει δεκτός με τον ιερατικό του βαθμό, τον οποίο σε κάθε περίπτωση έλαβε από την Καθολική Εκκλησία. Υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο, λόγω διδασκαλικής αφερεγγυότητος, να μην αποκατασταθεί στον ιερατικό του βαθμό αλλά να γίνει απλώς δεκτός ως λαϊκός, και αυτό, αποκλειστικά για λόγους σωτηριολογικούς, ώστε, εφόσον μετανοήσει, να έχει τη δυνατότητα της μετοχής στα θεουργά μυστήρια της Εκκλησίας.

Επομένως, κάθε περίπτωση κρίνεται πάντοτε ξεχωριστά, ενώ ταυτόχρονα, δεν πρέπει να εμφανίζονται «τετελεσμένα γεγονότα» τα οποία εκ των πραγμάτων και εκ των προτέρων εξαναγκάζουν και υποδεικνύουν στην Εκκλησία την άσκηση της οικονομίας. Στηριζόμενοι όμως κάποιοι στη φράση «Οἶδα δέ, τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς περὶ Ζώινον καὶ Σατορνῖνον, ἀπ᾿ ἐκείνης ὄντας τῆς τάξεως, προσεδεξάμεθα εἰς τὴν καθέδραν τῶν ἐπισκόπων» εξάγουν το συμπέρασμα ότι ο Μ. Βασίλειος κάνει δεκτές τις χειροτονίες που τελέσθηκαν στο σχίσμα των Εγκρατιτών δεχόμενος τους επισκόπους αυτών άνευ αναχειροτονίας και επομένως «αναγνωρίζει ως Επισκόπους τον Ζώινον και τον Σατουρνίνο»[12]. Όμως μια τέτοια επιφανειακή ανάγνωση και ερμηνεία εμφανίζει τον Μ. Βασίλειο να κρατά –αδιευκρίνιστα- επαμφοτερίζουσα στάση έναντι των Εγκρατιτών με αποτέλεσμα να αντιφάσκει και να αυτοαναιρείται ακόμη και εντός του ίδιου κανόνα. Το μόνο που σίγουρα δεν προκύπτει από τη διατύπωση του Μ. Βασιλείου είναι ότι αναφέρεται συγκεκριμένα στους Ζώινο και  Σατορνίνο ως μεμονωμένες περιπτώσεις. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε θεωρητικά και δυνητικά να υποστηριχθεί εάν η διατύπωση είχε την εξής μορφή: «Οἶδα δέ, τον Ζώινον καὶ Σατορνῖνον….». Όμως η φράση αναφέρεται όχι στον Ζώινο και στον Σατορνίνο, αλλά στους «ἀδελφοὺς τοὺς περὶ Ζώινον καὶ Σατορνῖνον». Όπως όμως επί παραδείγματι οι φράσεις «οἱ περί τόν Ἄρειον, οἱ περί τόν Νεστόριον, οἱ περί τόν Μάνην, οἱ περί τόν Μελίτιον κ.λπ.», δεν αναφέρονται αντίστοιχα στους Άρειο, Νεστόριο, Μάνη και Μελίτιο, αλλά στους οπαδούς και υποστηρικτές αυτών, έτσι και στην προκειμένη περίπτωση ο Μ. Βασίλειος δεν αναφέρεται στον Ζώινο και στον Σατορνίνο, αλλά σε αδελφούς του συνεπισκόπους, που παρασύρθηκαν από την διδασκαλία των ανωτέρω διδασκάλων του γνωστικισμού και του ακραίου εγκρατισμού και συναριθμήθηκαν στην τάξη αυτή (ἀπ᾿ ἐκείνης ὄντας τῆς τάξεως). Οι αναφερόμενοι ως “αδελφοί” ήσαν επίσκοποι της Εκκλησίας, οι οποίοι ακολούθως εξετράπησαν δογματικά γινόμενοι φορείς εγκρατιτικών τάσεων, πράγμα το οποίο τους διαχώρισε για κάποιο διάστημα από την Καθολική Εκκλησία, με αποτέλεσμα τη διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας των ορθοδόξων επισκόπων μαζί τους. Πλην όμως, επέστρεψαν εν μετανοία και έγιναν κατ’ οικονομίαν δεκτοί στις επισκοπικές τους έδρες. Άλλωστε, ο οποιοσδήποτε έχει εξοικειωθεί με την ορολογία που συνηθίζει να χρησιμοποιεί ο Μ. Βασίλειος στα έργα και στις επιστολές του, καταλαβαίνει ότι δεν επρόκειτο να προσαγορεύσει ως αδελφούς του αχειροτόνητους «ιερείς», εφόσον τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό τον αποδίδει αποκλειστικά και μόνον στους «θεοφιλεστάτους ἀδελφοὺς καὶ συλλειτουργοὺς»[13]. Πρωτογενώς βέβαια, είναι πάγια κανονική αρχή πως ό,τι δεν αναφέρεται ρητά και με τρόπο σαφή είναι επιστημονικώς άτοπο να χρησιμοποιείται ως έγκυρη επιχειρηματολογία.

Εν πάση περιπτώσει, αν μελετηθεί το σύνολο των κανόνων του αγίου πατρός, ακόμη δε περισσότερο, το σύνολο των έργων του, τότε αβίαστα αποκαλύπτεται η γενόμενη παρερμηνεία, περί -δήθεν- αποδοχής ιερωσύνης εκτός Εκκλησίας, υπ’ αυτού. Στη βάση αυτή και εφόσον βλέπουμε ότι ο Μ. Βασίλειος ακόμη και στην περίπτωση της παρασυναγωγής, όπου υπάρχει κατά τεκμήριο έγκυρη και υποστατή ιερωσύνη, θέτει υπό εξέταση το ζήτημα της αποδοχής στον οικείο ιερατικό βαθμό, είναι σαφώς άτοπο να υποστηρίζεται ότι ο Μ. Βασίλειος αποδέχεται χειροτονίες που τελέσθηκαν στο σχίσμα των Εγκρατιτών.

Υπάρχει όμως ακόμη ένα σημείο που χρήζει διευκρίνισης, προς το τέλος του κανόνα, περί προσδοχής πρώην Εγκρατιτών στις καθέδρες των επισκόπων, όπου λανθασμένα κατανοείται υπό συγχρόνων ερμηνευτών, ως αναγνώριση ιερωσύνης από το σχίσμα. Η επίλυση του ζητήματος είναι απλή: ως “καθέδρα των επισκόπων”  δεν νοείται το αρχιερατικό αξίωμα καθαυτό, αλλά η επισκοπική έδρα (δηλαδή η τυχόν μητρόπολη ή επισκοπή). Είναι αυτό το οποίο ο Μ. Αθανάσιος αναφέρει στην προς Ρουφινιανόν επιστολή του, που και η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος αξιοποιεί και επαναλαμβάνει ως «τόπον κλήρου»[14]. Επομένως δεν πρόκειται για «αβάπτιστους, μη κεχρισμένους και αχειροτόνητους»[15] κληρικούς. Με απλά λόγια, το ερώτημα δεν είναι αν οι υπ’ όψιν είναι επίσκοποι ή όχι, αλλά το εάν η Εκκλησία θα τους δεχθεί και πάλι στους κόλπους της ως επισκόπους. Για τον Μ. Βασίλειο δεν υφίσταται το συγκεκριμένο ερώτημα ούτε κατά διάνοιαν, εάν δεν είχε προηγηθεί απαραίτητα χειροτονία εντός της Εκκλησίας. Κατά συνέπεια, η άποψη που θέλει τον Μ. Βασίλειο να αναγνωρίζει τις επισκοπικές χειροτονίες που τελέσθηκαν στο σχίσμα των Εγκρατιτών δεν επιβεβαιώνεται βάσει των όσων αναφέρονται στον Α΄ Κανόνα. Η προσδοχή πρώην σχισματικών επισκόπων σε επισκοπικές καθέδρες, ερμηνεύεται ως αποδοχή της μετάνοιάς τους και κατ’ οικονομίαν τοποθέτηση αυτών στις επισκοπικές τους έδρες, καθόσον αυτοί, προ του σχίσματος ήταν ήδη επίσκοποι της Εκκλησίας από την οποία και, οικειοθελώς κατ’ αρχάς,  απομακρύνθηκαν.

2. Δονατιστές

            Η γένεση της δονατιστικής έριδας οφείλεται πρωτογενώς σε ζητήματα που αποτέλεσαν απόρροια του διωγμού του Διοκλητιανού, θέματα τα οποία έφθασαν να επηρεάσουν κατ’ επέκταση την ποιότητα των σχέσεων μεταξύ Αφρικής και Ρώμης. Δευτερογενώς είναι που εμφανίστηκαν οι θεολογικές διαφοροποιήσεις στο πλαίσιο των διαταραγμένων αυτών σχέσεων. Επ’ αυτού, ο καθηγητής εκκλησιαστικού δικαίου Α.Π.Θ, Νίκος Μαγγιώρος, σημειώνει: «Η δονατιστική έριδα ήταν ακριβώς η έκφραση ενός προβληματισμού με συγκεκριμένες θεολογικές, κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις, οι οποίες εκτός των άλλων επέδρασαν στη διαμόρφωση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας»[16]. Σύμφωνα με τον μακαριστό, διαπρεπή πατρολόγο Στυλιανό Παπαδόπουλο τη γένεση του συγκεκριμένου κινήματος θα πρέπει να την αναζητήσουμε στις εξαιρετικά εχθρικές σχέσεις των «βορειοαφρικανών προς τους Ρωμαίους, τους οποίους έβλεπαν ως αιμοσταγείς διώκτες (προς τους οποίους συνέπραττε ή συμφωνούσε η κανονική Εκκλησία) και ως κατακτητές, που βρίσκονταν στην πατρίδα τους για να καταπιέζουν τους πτωχούς, να τους φορολογούν ανελέητα και για να τους υποχρεώνουν σε άθλιο βιοτικό και κοινωνικό επίπεδο». Στη βάση αυτή υποστηρίζει πως «ο δονατισμός αποτελούσε είδος λαϊκής αντιστάσεως και κίνηση εθνικοκοινωνικών διεκδικήσεων»[17].

Τα ανωτέρω θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν προκειμένου να υπάρχει σαφής και ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με την συγκεκριμένη περίπτωση. Στη σύνοδο Καρθαγένης γίνονται δεκτοί χωρίς αναχειροτονία και στους οικείους ιερατικούς βαθμούς οι επιστρέφοντες από το σχίσμα των Δονατιστών, ακόμη και αυτοί οι οποίοι έλαβαν χειροτονία μέσα στο σχίσμα. Ο συγκεκριμένος τρόπος αποδοχής είναι όντως παράδοξος στη βάση των όσων έχουν παγιωθεί στη συνοδική παράδοση της Εκκλησίας. Σχολιάζοντας όμως ο άγιος Νικόδημος τους σχετικούς με το ζήτημα κανόνες της Καρθαγένης, επισημαίνει τον λόγο της σημειούμενης διαφοροποίησης: «Τόση μεγάλη ἔνδεια Κληρικῶν ἦτο εἰς τήν Ἀφρικήν, ὥστε ὁποῦ, καθώς ἀναγινώσκομεν εἰς τά πρακτικά τῆς παρούσης Συνόδου, οὐδέ ἕνας Διάκονος, κἄν καί ἀγράμματος, εἰς μερικάς Ἐκκλησίας δέν εὐρίσκετο πόσῳ μᾶλλον Πρεσβύτεροι ἤ Ἐπίσκοποι, διά τήν ὁποίαν ἔνδειαν ἐθρήνουν καί ἐλυποῦντο καθημερινῶς οἱ Χριστιανοί, καί ἀκολούθως διά τούς θρήνους πάλιν αὐτῶν ἐσυγκατέβη οἰκονομικῶς ἡ Σύνοδος καί ἐδέχθη τάς χειροτονίας τῶν Δονατιστῶν»[18].

Το θέμα μάλιστα παρέπεμψαν προς συνοδική εξέταση στον πάπα Ρώμης Αναστάσιο και Μεδιολάνων  Βενέριο, οι οποίοι «ἐν Ἰταλίᾳ συγκροτήσαντες σύνοδον οὐ παρεδέξαντο τάς τῶν Δονατιστῶν χειροτονίας»[19]. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, όχι μόνον τα όσα αναφέρονται, αλλά και ο τρόπος που αυτά εκτίθενται στον ΟΖ΄ Κανόνα[20] της Καρθαγένης. Σε αυτόν, σύμφωνα με τους κανονολόγους ερμηνευτές, η σύνοδος της Καρθαγένης ζητά «ἀπολογητικά, ὅτι πρέπει νά δεχθούν αὐτάς εἰς τήν Ἀφρικήν διά τήν μεγάλην ἀνάγκην καί ἔνδειαν ὁποῦ αὐτή εἶχεν ἀπό κληρικούς, εἰς τήν ὁποίαν αὐτοί ἤθελαν χρηματίσουν, [...] καί διά ταῦτα πάντα τά οίκονομικά αἴτια δέχονται τάς χειροτονίας αὐτῶν, καί ὄχι ὡς ἐναντιούμενοι εἰς τήν ἐν Ἰταλίᾳ Σύνοδον, ἤ ὡς παραβαίνοντες τήν ἐκείνης ἀπόφασιν»[21]. Επομένως πρόκειται για μια πολύ ιδιάζουσα περίπτωση με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τοπικού χαρακτήρα, τα οποία ουδόλως αντιστοιχούν προς τα σύγχρονα δεδομένα.

3. Μελίτιος Λυκοπόλεως

            Ο Μελίτιος ήταν επίσκοπος στη Λυκόπολη της Θηβαΐδος και το έτος 306 κρίθηκε έκπτωτος[22] από σύνοδο που συγκρότησε στην Αίγυπτο ο Πέτρος  Αλεξανδρείας για δύο λόγους: πρωτίστως διότι τελούσε υπερόριες χειροτονίες πρεσβυτέρων σε μητροπόλεις, που είτε βρίσκονταν σε κατάσταση χηρείας, είτε οι μητροπολίτες τους βρίσκονταν στη φυλακή εξαιτίας του διωγμού του Διοκλητιανού, δευτερευόντως, διότι απαιτούσε αυστηρότερη στάση από τον Πέτρο στο ζήτημα της μετάνοιας των πεπτωκότων. Η διαφωνία αυτή δίχασε τις τάξεις των κληρικών με αποτέλεσμα κάποιοι να συνταχθούν με την αυστηρότητα του Μελιτίου (μελιτιανό σχίσμα), ενώ έτεροι με την ηπιότερη στάση του Πέτρου[23]. Ο Μελίτιος συγκρότησε παράλληλη ιεραρχία με 30 επισκόπους, ενώ η θεραπεία του σχίσματος έγινε τελικά από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.  Στην περίπτωση αυτή και παρότι φαίνεται να υπάρχει  μία -κατ΄ αρχάς- ομοιότητα με την περίπτωση των χειροτονιών του “Κιέβου” Φιλαρέτου, αξίζει να επισημανθούν δύο σημεία, τα οποία διαφοροποιούν θεμελιωδώς τις δύο περιπτώσεις. Πρώτον, η θεραπεία του σχίσματος γίνεται, όχι μονομερώς και από μία τοπική Εκκλησία (Εκκλησία της Αλεξάνδρειας), αλλά από Οικουμενική Σύνοδο, πράγμα το οποίο μαρτυρεί την πανορθόδοξη συμφωνία των τοπικών Εκκλησιών. Δεύτερον, θα πρέπει ιδιαιτέρως να προσεχθεί ο τρόπος που έγιναν τελικώς δεκτοί οι μελιτιανοί επίσκοποι. Δίχως μεν αναχειροτονία, μετά όμως από χειροθεσία (μυστικωτέρᾳ χειροτονίᾳ) και στα πλαίσια ακραίας οικονομίας, οπότε και έγιναν δεκτοί στην κοινωνία της Εκκλησίας, προκειμένου να παύσει να υφίσταται το σχίσμα. Όμως οι μελιτιανοί επίσκοποι διατήρησαν μόνον ψιλό τον τίτλο της επισκοπής, ώστε να μην υπάρχουν δύο επίσκοποι ταυτόχρονα στον ίδιο τόπο και ασφαλώς χωρίς να τοποθετούνται σε θέση ανώτερη από τον κανονικό επίσκοπο. Τοποθετούνται σε δεύτερη θέση μετά τον κανονικό επίσκοπο, δεν δικαιούνται να τελούν χειροτονίες, δεν συμμετέχουν στη σύνοδο ως μέλη, δεν έχουν το δικαίωμα να προτείνουν υποψηφίους για την αρχιερωσύνη και γενικότερα δεν πράττουν τίποτε χωρίς την κανονική άδεια του επισκόπου.

Την κανονική πρόβλεψη των ανωτέρω την βρίσκουμε στον Η΄ κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου[24] και με πρόθεση «νά μή ἀκολουθήσῃ τοῦτο τό ἄτοπον, νά ᾖναι δύω Ἐπίσκοποι εἰς μίαν καί τήν αὐτήν πόλιν»[25], κατά την γραφίδα του αγίου Νικοδήμου. Όλα τα ανωτέρω τα εκθέτει αναλυτικά σε επιστολή του ο Μ. Αθανάσιος: «Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ τοῦ θεοῦ χάρις τῆς μὲν κακοδοξίας ἐκείνης καὶ τῆς βλασφημίας καὶ τῶν προσώπων τῶν τολμησάντων διάστασιν καὶ διαίρεσιν ποιήσασθαι τοῦ εἰρηνευομένου ἄνωθεν λαοῦ ἠλευθέρωσεν τὴν Αἴγυπτον, ἐλείπετο δὲ τὸ κατὰ τὴν προπέτειαν Μελιτίου καὶ τῶν ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονηθέντων· καὶ περὶ τούτου τοῦ μέρους ἃ ἔδοξε τῇ συνόδῳ ἐμφανίζομεν ὑμῖν, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. ἔδοξεν οὖν Μελίτιον μὲν φιλανθρωπότερον κινηθείσης τῆς συνόδου—κατὰ γὰρ τὸν ἀκριβῆ λόγον οὐδεμιᾶς συγγνώμης ἄξιος ἦν—μένειν ἐν τῇ ἑαυτοῦ πόλει καὶ μηδεμίαν ἐξουσίαν ἔχειν μήτε προχειρίζεσθαι μήτε χειροθετεῖν μήτε ἐν χώρᾳ μήτε ἐν πόλει ἑτέρᾳ φαίνεσθαι ταύτης τῆς προφάσεως ἕνεκα, ψιλὸν δὲ τὸ ὄνομα τῆς τιμῆς κεκτῆσθαι. τοὺς δὲ ὑπ’ αὐτοῦ κατασταθέντας μυστικωτέρᾳ χειροτονίᾳ βεβαιωθέντας κοινωνηθῆναι ἐπὶ τούτοις, ἐφ’ ᾧτε ἔχειν μὲν αὐτοὺς τὴν τιμὴν καὶ λειτουργεῖν, δευτέρους δὲ εἶναι ἐξάπαντος πάντων τῶν ἐν ἑκάστῃ παροικίᾳ καὶ ἐκκλησίᾳ ἐξεταζομένων τῶν ὑπὸ τὸν τιμιώτατον <ἀδελφὸν> καὶ συλλειτουργὸν ἡμῶν Ἀλέξανδρον [προκεχειρισμένων], ὡς τούτοις μὲν μηδεμίαν ἐξουσίαν εἶναι τοὺς ἀρέσκοντας αὐτοῖς προχειρίζεσθαι ἢ ὑποβάλλειν ὀνόματα ἢ ὅλως ποιεῖν τι χωρὶς γνώμης τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπου. τῶν <δὲ> ὑπὸ Ἀλέξανδρον τοὺς χάριτι θεοῦ καὶ εὐχαῖς ὑμετέραις ἐν μηδενὶ σχίσματι εὑρεθέντας, ἀλλὰ ἀκηλιδώτους ἐν τῇ καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ ἐκκλησίᾳ ὄντας ἐξουσίαν ἔχειν καὶ προχειρίζεσθαι καὶ ὀνόματα ἐπιλέγεσθαι τῶν ἀξίων τοῦ κλήρου καὶ ὅλως πάντα ποιεῖν [καὶ] κατὰ νόμον καὶ θεσμὸν ἐκκλησιαστικόν. εἰ δέ τινα συμβαίη ἀναπαύσασθαι τῶν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, τηνικαῦτα προσαναβαίνειν εἰς τὴν τιμὴν τοῦ τετελευτηκότος τοὺς ἄρτι προσληφθέντας, μόνον εἰ ἄξιοι φαίνοιντο καὶ ὁ λαὸς αἱροῖτο συνεπιψηφίζοντος αὐτῷ καὶ ἐπισφραγίζοντος τοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπισκόπου. τοῦτο δὲ τοῖς μὲν ἄλλοις ἅπασι συνεχωρήθη, ἐπὶ δὲ τοῦ Μελιτίου προσώπου οὐκέτι τὰ αὐτὰ ἔδοξε διὰ τὴν ἀνέκαθεν αὐτοῦ ἀταξίαν καὶ διὰ τὸ πρόχειρον καὶ προπετὲς τῆς γνώμης, ἵνα μηδεμία ἐξουσία ἢ αὐθεντία αὐτῷ δοθῇ ἀνθρώπῳ δυναμένῳ πάλιν τὰς αὐτὰς ἀταξίας ποιῆσαι. ταῦτά ἐστι τὰ ἐξαίρετα καὶ διαφέροντα Αἰγύπτῳ καὶ τῇ ἁγιωτάτῃ ἐκκλησίᾳ Ἀλεξανδρέων»[26]. Αν δεν δοθεί προσοχή στο εκκλησιολογικό πλαίσιο που ορίζει η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, τότε επακολουθεί το εκκλησιολογικώς άτοπο να βρίσκονται στον ίδιο τόπο δύο επίσκοποι. Και με το δεδομένο ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται κανονικοί αμφότεροι οι επίσκοποι, ενυπάρχει ο κίνδυνος, ο μέχρι πρότινος κανονικός να τεθεί στο περιθώριο ως «αντικανονικός» με αποτέλεσμα η θεραπεία να αποτυγχάνει και η διάσταση να συντηρείται. Απλώς από άλλη πλευρά.

4. Μελέτιος Αντιοχείας

            Αρχικά να σημειώσουμε, ως ιστορική αποκατάσταση, ότι ο Μελέτιος δεν χειροτόνησε σε διάκονο τον Μ. Βασίλειο, όπως αναφέρεται λανθασμένα σε όσους στηρίζονται βιβλιογραφικά στον ιστορικό Σωκράτη, το λάθος του οποίου διορθώνει ο Βασίλειος Στεφανίδης στη μελέτη του «Ἱστορικαί διορθώσεις εἰς τήν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν τοῦ Σωκράτους» (σελ. 109). Ο Μ. Βασίλειος χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον Ευσέβιο Καισαρείας.

Στρεφόμενοι τώρα στον ίδιο τον Μελέτιο Σεβαστείας, μετέπειτα Αντιοχείας, η επίμαχη διατύπωση που έχει οδηγήσει σε παρανοήσεις, έχει ως εξής: «ὁ ἅγιος Μελέτιος ὑπὸ τῶν Ἀρειανῶν ἐχειροτονήθη, καὶ ἀνῆλθεν ἐπὶ τοῦ ἄμβωνος καὶ ἐκήρυξε τὸ ὁμοούσιον, ἡ δὲ χειροτονία οὐκ ἀπεδοκιμάσθη»[27]. Όμως τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα είναι που έρχονται να φωτίσουν το πρόβλημα και να αποδείξουν, ότι δεν επρόκειτο για χειροτονία από καταδικασμένους αρειανούς, όπως πρόχειρα συμπεραίνεται, αλλά για χειροτονία της Καθολικής Εκκλησίας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει και από την ερμηνεία του Βουλησμά, η ανωτέρω φράση δεν αναφέρεται καν στην χειροτονία του ως επισκόπου Σεβαστείας, αλλά στην μετέπειτα εκλογή και τοποθέτησή του στο θρόνο της Αντιόχειας[28]. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι επιστημονικά ορθό να ισχυρίζεται κανείς ότι ο Μελέτιος έλαβε χειροτονία από εξωεκκλησιαστική κοινότητα, η οποία έγινε δεκτή από την Καθολική Εκκλησία και μάλιστα με την υποστήριξη του Μ. Βασιλείου, τη στιγμή που είναι ιστορικά μη αμφισβητήσιμη η στάση του Μ. Βασιλείου έναντι των αιρέσεων. Ο Μελέτιος χειροτονείται το έτος 358 επίσκοπος[29] από τη μερίδα των Ομοίων και αντικαθιστά τον εκθρονισμένο για αρειανικές πλάνες Ευστάθιο, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι αποκλείεται σε πρώτη φάση να έχει χειροτονηθεί από καταδικασμένους αρειανούς και ταυτόχρονα να πληρώνει κενή επισκοπική θέση, εκθρονισμένου για αρειανικές πλάνες προκατόχου του. Δεύτερο στοιχείο που συνηγορεί στην κανονικότητα της χειροτονίας του είναι το γεγονός, ότι οι αρειανοί της Σεβαστείας δεν τον δέχθηκαν, καθώς έμεναν πιστοί στις αιρετικές θέσεις του Ευσταθίου, πράγμα το οποίο δεν θα συνέβαινε, εάν στο πρόσωπο του Μελετίου διέκριναν ομοφροσύνη πίστεως. Το έτος 360 ο επικεφαλής των Ομοίων, επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης Ακάκιος[30], καλεί τον Μελέτιο να αναλάβει το θρόνο της Αντιόχειας, στην οποία γίνεται παμψηφεί αποδεκτός με κοινό ψήφισμα καί από τις δύο μερίδες που υπήρχαν εκεί, αυτή των ορθοδόξων και την έτερη, αρειανικής απόχρωσης, καθώς η κάθε πλευρά εναπόθετε στο Μελέτιο ελπίδες για υποστήριξη των θέσεών της[31]. Από άμβωνος ο Μελέτιος και ενώ δεν χρησιμοποίησε τον όρο «ομοούσιος» για τον Υιό, με περιφραστικές διατυπώσεις, ομολόγησε ότι ακολουθεί την πίστη της Νίκαιας, πράγμα το οποίο στάθηκε αιτία να εξοριστεί από τους αρειανούς. Αποτέλεσμα ήταν να υποστεί διωγμούς για την προσκόλλησή του στο Σύμβολο πίστης της Νίκαιας, πράγμα το οποίο έκανε τον Μ. Βασίλειο να τον υποστηρίξει και να στείλει επιστολές υπέρ του, εγγυώμενος το ορθόδοξο φρόνημά του[32]. Ο Μελέτιος τέλος, διετέλεσε πρόεδρος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, εν μέσω των εργασιών της οποίας και απεβίωσε. Οι ομάδες των Ομοίων, Ανομοίων (Ευνομιανοί, Ευδοξιανοί) και Ομοιουσιανών (γέννημά τους αποτελούν οι Πνευματομάχοι ή Μακεδονιανοί), ονομάζονταν και αυτές αρειανικές ή αλλιώς ημιάρειοι, όχι διότι ταυτίζονταν με την καταδικασμένη αίρεση του Αρείου, αλλά διότι, έχοντας υιοθετήσει ως κινητήρια ερμηνευτική αρχή την ταύτιση των όρων «ουσία» και «υπόσταση» εξέφραζαν προβληματικές θέσεις περί του τριαδολογικού δόγματος. Πλην όμως, οι εν λόγω ομάδες, για το χρονικό πλαίσιο που εξετάζουμε δεν είναι εισέτι συνοδικά καταδικασμένες, καθόσον αυτές αντιμετωπίζονται και καταδικάζονται από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο το 381, όπου η Εκκλησία τελικά διασάφησε το περιεχόμενο των ανωτέρω φιλοσοφικών όρων, δίδοντας σε αυτούς σαφές θεολογικό περιεχόμενο. Η σύγκριση της μορφής του αρχικού συμβόλου πίστεως της Νίκαιας (325) και του πώς αυτό εν τέλει παγιώθηκε από τη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (381) ως προς το άρθρο που αναφέρεται στον Χριστό, ως Υιό αϊδίως γεννηθέντα εκ του Πατρός, αποτελεί παράδειγμα της δογματικής αποκρυστάλλωσης που επετεύχθη το 381. Βλέπουμε την πρώτη του μορφή ως εξής: «Καὶ εἰς ἕνα κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ, γεννηθέντα ἐκ τοῦ πατρὸς μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ πατρός». Ενώ στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, λαμβανομένων υπόψιν των παρερμηνειών ένεκα της ορολογίας, παγιώνεται ως εξής: «Καὶ εἰς ἕνα κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων»[33]. Η χειροτονία του επομένως, έγινε δεκτή όχι οικονομικώς αλλά κατ’ ακρίβειαν, φέρουσα τα αυθεντικά χαρακτηριστικά της αποστολικής διαδοχής, καθώς στο πρόσωπό του συμπλέκονται καί ο θεσμικός ως αδιάσπαστη διαδοχή, αλλά καί ο χαρισματικός χαρακτήρας του επισκοπικού αξιώματος, ως φορέα της αποστολικής πίστης. Δεν μπορεί επίσης καν να συζητηθεί η περίπτωση αποδοχής έστω κι αν συνοδεύεται από την ορθή ομολογία της πίστεως, εάν δεν υπάρχει χειροτονία από την Καθολική Εκκλησία. Στην περίπτωση αυτή, ο οποιοσδήποτε αχειροτόνητος αυτοτιτλοφορούμενος ως επίσκοπος, που θα ομολογούσε ρήμασιν την ορθόδοξη πίστη, θα δημιουργούσε έδαφος αποδοχής του από την Καθολική Εκκλησία.

 

5. Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων

Επίσκοπος Ιεροσολύμων χειροτονήθηκε το έτος 348 από τον Ακάκιο Καισαρείας, ο οποίος ανήκε στη μερίδα των Ομοίων. Ο Ακάκιος, όπως και ανωτέρω στην υπ’αριθμ. 4 περίπτωση σημειώσαμε, είναι ο ίδιος που χειροτόνησε το έτος 358 επίσκοπο τον άγιο Μελέτιο Αντιοχείας ως Σεβαστείας και αφορά σε συνοδικώς ανεξέλεγκτο αιρετικό επίσκοπο της Εκκλησίας και όχι σε καταδικασμένο υπό της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου αιρετικό όπως -κακώς- υποστηρίζεται.  

6. Άγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως

            Χειροτονήθηκε επίσκοπος Κυζίκου όχι από μονοθελήτες, όπως διαδίδεται λανθασμένα από συγκεκριμένους κύκλους, αλλά από τον άγιο Κύρο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως το έτος 705[34]. Ο αυτοκράτορας Βαρδάνης-Φιλιππικός θέλοντας όμως να ανατρέψει τις αποφάσεις της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου και να επαναφέρει τον υπ’ αυτής καταδικασμένο μονοθελητισμό, απομακρύνει το έτος 711 τον πατριάρχη Κύρο για το ορθόδοξο φρόνημά του, ενώ παράλληλα συγκαλεί τη μονοθελητική σύνοδο του 712. Το στοιχείο που εξωτερικά μόνον μπορεί να συνδέσει τον άγιο Γερμανό με την αίρεση του μονοθελητισμού δεν έχει καμία σχέση με την χειροτονία του αλλά με την συμμετοχή του ιδίου ως μητροπολίτη Κυζίκου, όπως και του Ανδρέα Κρήτης, στη σύνοδο του 712. Ο άγιος Γερμανός στο «περί αἱρέσεων καί συνόδων» έργο του όμως και θέλοντας να εκθέσει την πίεση και τον εξαναγκασμό που υπέστησαν από τον αυτοκράτορα ως προς την υπογραφή, σημειώνει τα εξής: «Εἰ καὶ τὰ μάλιστα ἐδοκίμασαν καὶ μετὰ τοῦτό τινες τὴν αὐτὴν ἕκτην ἀνατρέψαι σύνοδον, καὶ τόμους ἐξέθεντο, καὶ ὑπογραφὰς βιαίως ἐν αὐτῇ πεποιήκασι, βασιλικῇ χειρὶ πάντων συνωθουμένων, καὶ πρὸς ἀναίρεσιν αὐτῆς παραπεμπομένων· ὃς ἦν Φιλιππικὸς, μᾶλλον δὲ Βαρδάνης (διώνυμος γὰρ ὁ κακώνυμος ἐλέγετο), ὁ κατ’ αὐτῆς ἀναστὰς βασιλεύς»[35]. Μετά δε την τύφλωση και θανάτωση του Βαρδάνη, ο νέος αυτοκράτορας αποκαθιστά το κύρος των αποφάσεων της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ το 715 ο Γερμανός εκλέγεται από Κυζίκου, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

7. Άγιος Ιωάννης Ιεροσολύμων

            Πρόκειται για τον Ιωάννη εκείνον, ο οποίος στους πατριαρχικούς καταλόγους των Ιεροσολύμων αναφέρεται ως Ιωάννης Γ΄ (516-523).  Στα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου καταχωρείται μακροσκελής αναφορά στην περίπτωσή του και στα ειδικά δεδομένα αυτής παρμένα «ἐκ τοῦ βίου τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σάβα»[36]. Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ηλίας, λόγω της ομοφροσύνης και αφοσίωσής του στην πίστη της συνόδου της Χαλκηδόνας, δεν δεχόταν σε κοινωνία τον πατριάρχη Αντιοχείας, Σεβήρο. Ο Σεβήρος, χρησιμοποιώντας προς όφελός του την πολιτική εξουσία, απομακρύνει τον Ηλία και «τῇ τρίτῃ τοῦ Σεπτεμβρίου μηνὸς ἀρχῇ τῆς δεκάτης ἰνδικτιῶνος» χειροτονεί τον Ιωάννη «τὸν Μαρκιανοῦ υἱὸν […] ἐπίσκοπον Ἱεροσολύμων»[37], προκειμένου στο θρόνο των Ιεροσολύμων να βρίσκεται πατριάρχης ομόφρων του ιδίου. Το μυστηριακώς έγκυρο της χειροτονίας του Ιωάννη ασφαλώς και ουδέποτε ετέθη σε αμφισβήτηση. Απλώς, ως προς το ζήτημα της αποδοχής του από τους πιστούς των Ιεροσολύμων, αυτό που του ζητούνταν, ήταν η ρητή ομολογία της πίστης της Χαλκηδόνας. Μάλιστα αναφέρεται ότι «γνοὺς δὲ ὅ τε ἡγιασμένος Σάβας καὶ οἱ λοιποὶ τῆς ἐρήμου πατέρες ταῦτα συνθέμενον τὸν Ἰωάννην συναχθέντες διεμαρτύραντο αὐτῷ Σευῆρον εἰς κοινωνίαν μὴ δέξασθαι, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς ἐν Χαλκηδόνι συνόδου προκινδυνεύειν ἔχοντα πάντας συμμαχοῦντας»[38]. Στην υποδοχή του ο λαός και πλήθος 10.000 μοναχών επίμονα ζητούσαν «τοὺς αἱρετικοὺς ἀναθεμάτισον καὶ τὴν σύνοδον βεβαίωσον», πράγμα το οποίο ήταν ουσιαστικά ο όρος ώστε να γίνει δεκτός ως πατριάρχης. Το ζήτημα δηλαδή της αποδοχής του τέθηκε αποκλειστικά στη βάση της στάσης που θα κρατήσει έναντι της πίστης της Χαλκηδόνας, εφόσον η χειροτονία του ανάγεται αναμφισβήτητα σε επίσκοπο της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα και σύμφωνα με το πηγαίο κείμενο «ἀνέρχεται ἐπ’ ἄμβωνος ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἔχων μεθ’ ἑαυτοῦ Θεοδόσιον καὶ Σάβαν τοὺς τῶν μοναχῶν κορυφαίους καὶ ἡγεμόνας […] ἀμελητὶ οὖν οἱ τρεῖς ἐκ συμφώνου ἀναθεματίζουσι Νεστόριον καὶ Εὐτυχέα καὶ Σευῆρον καὶ Σωτήριχον τὸν Καισαρείας Καππαδοκίας καὶ πάντα τὸν μὴ δεχόμενον τὴν σύνοδον Χαλκηδόνος»[39]. Στη βάση αυτή της σύνταξής του με την πίστη της Χαλκηδόνας γίνεται δεκτός ο Ιωάννης ως Ιεροσολύμων, διακονώντας τον πατριαρχικό θρόνο κατά τα έτη 516-523.

Από την άλλη πλευρά, η συνοδική καταδίκη του Σεβήρου λαμβάνει χώρα το έτος 536. Οπότε γίνεται φανερό ότι και σε αυτήν την περίπτωση ο χαρακτηρισμός του Σεβήρου ως αιρετικού αφορά προφανέστατα σε συνοδικώς ακατάκριτο αιρετικό.

8. Επίσκοποι της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου που χειροτονήθηκαν από τον Ακάκιο Καισαρείας

            Για τον Ακάκιο Καισαρείας (επικεφαλής της ομάδος των Ομοίων βλ. υπ’ αριθμ. 4 περίπτωση), ισχύουν όσα ίσχυσαν για τις λεγόμενες αρειανικές ή ημιαρειανικές ομάδες που εμφανίζονται εντός της Εκκλησίας, οι οποίες δεν καταδικάζονται στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο ώστε να θεωρούνται εληλεγμένες, αλλά στην Β΄ Οικουμενική. Αρκεί δε κανείς να αναγνώσει τον Α΄ κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, στον οποία ρητά αναφέρονται οι εν λόγω ομάδες, οι οποίες καταδικάστηκαν από την σύνοδο αυτή: «Ὥρισαν οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει συνελθόντες ἅγιοι Πατέρες μὴ ἀθετεῖσθαι τὴν πίστιν τῶν Πατέρων τῶν Τριακοσίων δεκαοκτώ, τῶν ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας συνελθόντων, ἀλλὰ μένειν ἐκείνην κυρίαν καὶ ἀναθεματισθῆναι πᾶσαν αἵρεσιν, καὶ ἰδικῶς τὴν τῶν Εὐνομιανῶν, εἰτ’ οὖν Εὐδοξιανῶν, καὶ τὴν τῶν Ἡμιαρείων, εἴτ’ οὖν Πνευματομάχων, καὶ τὴν τῶν Σαββελλιανῶν, καὶ τὴν τῶν Μαρκελλιανῶν, καὶ τὴν τῶν Φωτεινιανῶν, καὶ τὴν τῶν Ἀπολιναριανῶν»[40].  Επομένως, οι επίσκοποι της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου που είχαν χειροτονηθεί πρωτύτερα από τον Ακάκιο και τους λοιπούς ήταν κανονικοί επίσκοποι της Καθολικής Εκκλησίας, εφόσον οι χειροτονίες τελέσθηκαν από ακατάκριτους επισκόπους.

9. Πέτρος Γ΄ Μογγός και οι υπ’  αυτού χειροτονηθέντες

            Τα γεγονότα της εκλογής και χειροτονίας του Πέτρου Μογγού θα πρέπει να τα δούμε σε αναφορά με το ιστορικό πλαίσιο και τις επιδιώξεις του Ενωτικού του αυτοκράτορα Ζήνωνος, το οποίο, μέσω διφορούμενων διατυπώσεων, προσδοκούσε να συμβιβάσει τους υπέρμαχους της Χαλκηδόνας και τους μη δεχόμενους αυτήν, οι οποίοι κατά κύριο λόγο αντιλαμβάνονταν το «ἐν δύο φύσεσι μετά τήν ἕνωσιν» ως νεστοριανική έκφραση, που εισήγαγε διηρημένες φύσεις. Βεβαιότατα και ο Πέτρος είχε φρονήματα αιρετικά, όμως το στοιχείο που ενδιαφέρει την προβληματική που εξετάζουμε δεν είναι το φρόνημα που είχε και εξέφραζε, αλλά το εάν στην επισκοπική του χειροτονία υπήρχε η απαραίτητη διαδοχή τάξεως. Για το ζήτημα της εκλογής των αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι «οἱ ὑποψήφιοι ὑπεδεικνύοντο ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, διό καί ὁ πρεσβύτερος καί οἰκονόμος τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ναοῦ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου Ἱωάννης Ταλάιας μετέβη εἰς Κωνσταντινούπολιν διά νά κερδήσῃ τήν βασιλικήν εὔνοιαν»[41]. Η περίπτωση του Πέτρου ασφαλώς και εξυπηρετούσε την αυτοκρατορική πολιτική και στη βάση αυτή και υπό τον απαραίτητο όρο της υπογραφής του Ενωτικού «ὁ Μογγὸς δεξάμενος τὸ Ἑνωτικὸν Ζήνωνος, ἔλαβε καὶ τὸν θρόνον Ἀλεξανδρείας»[42]. Το Ενωτικό υπέγραψαν επίσης ο Ακάκιος Κωνσταντινουπόλεως, Αντιοχείας Πέτρος Κναφεύς και Ιεροσολύμων Μαρτύριος. Ο Ρώμης Φήλιξ Γ΄ αντέδρασε και δεν το υπέγραψε. Ως προς τη χειροτονία του Πέτρου υπάρχουν δύο εκδοχές: Στην μεν χρονογραφία του Θεοφάνη αναφέρεται ότι χειροτονήθηκε «ὑπὸ ἑνὸς ἐπισκόπου καὶ αὐτοῦ καθῃρημένου»[43], ενώ στην δωδεκάβιβλο του Δοσιθέου αναφέρεται ότι «ὑπὸ δύο μόνων Ἐπισκόπων, καὶ αὐτῶν Αἱρετικῶν ἐχειροτονήθη»[44](ως αιρετικοί στην παρούσα χρονική περίοδο ονομάζονται όσοι αντιτίθενται στην δυοφυσιτική ορολογία της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου).

Το γεγονός όμως ότι ο Ρώμης Φήλιξ δια δύο συνόδων (484 και 485) καθαίρεσε μεταξύ άλλων και τον Πέτρο Μογγό ως μονοφυσίτη, αποδεικνύει αν μη τι άλλο την ύπαρξη υποστατής αρχιερωσύνης. Ειδάλλως δεν έχει κανένα εκκλησιολογικό νόημα η καθαιρετική πράξη. Το αυτό επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη του ονόματος του Πέτρου στους αναθεματισμούς της ΣΤ΄ Συνόδου[45], στην οποία αναθεματίζονται αιρετικοί επίσκοποι της Εκκλησίας. Στην βάση αυτή εξετάζονται και οι υπ’ αυτού χειροτονηθέντες, ως χειροτονίες της Εκκλησίας.

10. Επίσκοποι της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου

Για την περίπτωση αυτή προβάλλεται, ότι οι περισσότεροι επίσκοποι που μετείχαν στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, είχαν χειροτονηθεί από τους μονοθελήτες πατριάρχες Σέργιο, Πύρρο, Πέτρο και Παύλο. Ισχύουν και εδώ τα όσα αναφέρθηκαν πρωτύτερα για τους επισκόπους που συμμετείχαν στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο και είχαν χειροτονηθεί από τον Ακάκιο Καισαρείας αλλά και τους λοιπούς των Ομοίων, Ανομοίων και Ομοιουσιανών. Ο μονοθελητισμός καταδικάζεται τελεσιδίκως στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο όπου ομολογούνται δύο φυσικές ενέργειες και δύο φυσικά θελήματα στο Χριστό (θέληση και ενέργεια έχουν χαρακτήρα φυσικό και όχι υποστατικό). Όσοι επίσκοποι παρέμειναν αμετανόητα πιστοί στα μονοθελητικά τους φρονήματα καθαιρούνται από το επισκοπικό αξίωμα και τίθενται εκτός της Εκκλησίας (αναθεματίζονται). Επομένως, οι χειροτονίες που τέλεσαν οι συγκεκριμένοι πατριάρχες (Σέργιος, Πύρρος, Πέτρος, Παύλος) προ της καταδίκης τους από την συγκεκριμένη Σύνοδο ασφαλώς και δεν λογίζονται ως προβληματικές, ούτε βεβαίως οι ορθώς φρονούντες επίσκοποι είναι υπόλογοι για τα αιρετικά φρονήματα των επισκόπων, από τους οποίους οι ίδιοι έλαβαν την αρχιερατική τους χειροτονία (Η χειροτονία είναι εκ της Εκκλησίας και όχι εκ του προσώπου). Η συγκεκριμένη εκκλησιολογική πραγματικότητα ομολογήθηκε και κατά τη διάρκεια της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου υπό την εξής διατύπωση: «ὅτι οὐκ ἀποθανοῦνται τέκνα ὑπὲρ πατέρων, ἀλλ’ ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ ἁμαρτίᾳ ἀποθανεῖται, καὶ ὅτι ἐκ τοῦ θεοῦ ἐστιν ἡ χειροτονία»[46]. Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, θέτει άλλωστε το συγκεκριμένο ζήτημα και στην αντίστροφη του ανάγνωση, σημειώνοντας: «Ὅτι γὰρ οὔτε πατέρες ὑπὲρ τέκνων, οὔτε τέκνα ὑπὲρ πατέρων δίκην διδόασιν, ἀλλ’ ἕκαστος ὑπὲρ ὧν ἐπλημμέλησε τὰς εὐθύνας ὑπέχει»[47].

11. Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος

            Ως προς την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο υποστηρίζεται ότι προέβη σε άμεση αναγνώριση και αποκατάσταση σε επισκοπικούς θρόνους, των χειροτονημένων επισκόπων εκ των αιρετικών εικονομάχων. Αποσιωπάται όμως το εξής ουσιαστικό: Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος είναι η πρώτη Σύνοδος η οποία επιλαμβάνεται εκκλησιαστικώς να αντιμετωπίσει την αναφύσασα αίρεση της εικονομαχίας και ταυτόχρονα να ομολογήσει την πίστη και το φρόνημα της Εκκλησίας. Όμως οι (πρώην εικονομάχοι) επίσκοποι που μετανόησαν έγιναν δεκτοί και αποκαταστάθηκαν στους θρόνους τους έχοντας χειροτονία την οποία έλαβαν από την Εκκλησία και όχι από κάποια αιρετική κοινότητα εκτός Εκκλησίας. Σημειωτέον ότι την αυτή χειροτονία έφερε και ο πρόεδρος της Ζ΄ Συνόδου, άγιος Ταράσιος. Μάλιστα, προκειμένου να υποστηριχθεί έτι περαιτέρω η θέση ότι η Εκκλησία αναγνώρισε την αρχιερωσύνη που προέρχεται από κοινότητα εγνωσμένης αίρεσης (επομένως βρισκόμενης εκτός αυτής), χρησιμοποιείται φράση της ομολογίας που κάνουν ο (πρώην εικονομάχος) επίσκοπος Νικαίας Υπάτιος και «οἱ σύν αὐτῷ ἐπίσκοποι». Σε αυτήν αναφέρουν ειλικρινά και απολογητικά ότι «ἐν ταύτῃ τῇ αἱρέσει ἡμῶν γεννηθέντες ἀνετράφημεν καὶ ηὐξήθημεν»[48].

Εδώ βεβαίως τίθεται το ερώτημα του πώς είναι δυνατόν η εικονομαχία να είναι εγνωσμένη αίρεση, δηλ. συνοδικώς καταδικασμένη και άρα κοινότητα εκπεσούσα της Εκκλησίας, πτωχή των χαρισμάτων αυτής, τη στιγμή που το ζήτημα της εικονομαχίας πρώτη φορά αντιμετωπίζεται συνοδικώς από την παρούσα σύνοδο του 787; Αναφερθήκαμε ήδη στο εισαγωγικό τμήμα του παρόντος κειμένου, ότι η αίρεση, όταν δεν αφορά συνοδικώς εληλεγμένη διδασκαλία που χαρακτηρίζει αντιστοίχως εξωεκκλησιαστικές  αιρετικές κοινότητες, αναφέρεται συγκεκριμένα σε ερμηνευτικά προβληματικές θεολογικές θέσεις, οι οποίες υπάρχουν ως στρεβλή διδασκαλία μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα και είναι αυτές οι οποίες ουσιαστικά προκαλούν την αντανακλαστική αντίδραση της εκκλησιαστικής συνείδησης και των γνησίων φορέων της εκκλησιαστικής παράδοσης. Επομένως, η φράση αυτή του Υπατίου και των λοιπών δεν ερμηνεύεται ως το ανήκειν σε αιρετική και αχαρίτωτη κοινότητα. Αυτό το οποίο απολογητικά υπονοείται στην ανωτέρω φράση είναι ότι οι ίδιοι δεν προέβησαν στην παρερμηνεία της εκκλησιαστικής παράδοσης λόγω ασέβειας ή ως αποτέλεσμα του «περιέργως θεολογεῖν», αλλά γεννήθηκαν και ανατράφηκαν διδασκόμενοι την αίρεση ως ορθοδοξία, πλην όμως, εντός της Εκκλησίας. Στα λεγόμενα δε υπό των μετανοούντων -πρώην εικονομάχων- επισκόπων μπορούν δυστυχώς να βρεθούν πολλές αντιστοιχίες προς την σύγχρονή μας πραγματικότητα. Μάλιστα, λίγο πριν την ανωτέρω ομολογία του, ο Υπάτιος είχε προσθέσει ότι «ἐκ κακῶν διδασκάλων μαθήματα κακὰ παρελάβομεν»[49]. Ως προς το θέμα μας δε και συμπερασματικά, όλοι οι προσερχόμενοι ενώπιον της Συνόδου, μετανοημένοι επίσκοποι, έφεραν υποστατή αρχιερωσύνη εκ της Καθολικής Εκκλησίας και στην προκειμένη περίπτωση απολογούνται για το αιρετικό τους φρόνημα, θεωρώντας το κατ’αρχάς -λανθασμένα σύμφωνα με την ομολογία των ιδίων- ως φρόνημα της Εκκλησίας, το οποίο ως επίσκοποι δίδασκαν.

12. Ανατόλιος Κωνσταντινουπόλεως

            Για την περίπτωση του αγίου Ανατολίου Κωνσταντινουπόλεως, τον οποίο χειροτόνησε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Διόσκορος προ καταδίκης του από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (ακατάκριτος αιρετικός), παραπέμπουμε στις σελίδες 19-22 του προμνημονευθέντος άρθρου μας σχετικά με την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Έχουν ήδη αξιοποιηθεί και εκτεθεί στοιχεία από τα σχόλια του Δωρόθεου Βουλησμά καθώς και του καθηγητή στην Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., Θεοδώρου Γιάγκου. 

13. Ευστάθιος Σεβαστείας

            Στην περίπτωση του Ευσταθίου Σεβαστείας αναφέρεται η «πρὸς τοὺς δυτικοὺς ἐπιστολή»[50] του Μ. Βασιλείου, χρήση της οποίας έγινε και από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Στο χωρίο γίνεται αναφορά στον κανονικώς χειροτονημένο επίσκοπο Σεβαστείας Ευστάθιο, ο οποίος όμως εν συνεχεία επέδειξε δείγματα παλινωδιών και δογματικής αστάθειας. Μάλιστα δε προκύπτει, ότι ο Μ. Βασίλειος συνδεόταν μαζί του με σχέση φιλίας, η οποία όμως διακόπηκε όταν ο Ευστάθιος άρχισε να εξωτερικεύει αιρετικά φρονήματα[51]. Ο Ευστάθιος ήταν ήδη χειροτονημένος ως ιερέας της Εκκλησίας, στην πορεία όμως και έχοντας μαθητεύσει πλάι στον Άρειο, υιοθέτησε τις αιρετικές του θέσεις περί του Υιού και Λόγου και στη βάση αυτή καλείται από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ερμογένη (ο οποίος και τον είχε χειροτονήσει) να καταθέσει ομολογία πίστεως. Στην ομολογία αυτή ο Ευστάθιος, τουλάχιστον ως προς τα ρήματα, ομολόγησε την ορθόδοξη πίστη περί του ομοουσίου Πατρός και Υιού και με το δεδομένο αυτό έγινε δεκτός σε κοινωνία.

Ο Ευστάθιος όμως, αναλόγως με το που απευθυνόταν και από που επεδίωκε να γίνει δεκτός, διατύπωνε αντιστοίχως διαφορετική πίστη, μάλιστα δε, με έμφυτη πειθώ, οδηγώντας τον Μ. Βασίλειο έως του σημείου να διαμαρτυρηθεί, λέγοντας: «Παρελθόντες εἰς τὴν ἐπισκοπήν, ἵνα τὰ ἐν μέσῳ παραλείπω, ὅσας ἐξέθεντο πίστεις; Ἐπ’ Ἀγκύρας ἄλλην, ἑτέραν ἐν Σελευκείᾳ, ἐν Κωνσταντινουπόλει, τὴν πολυθρύλητον, ἐν Λαμψάκῳ ἑτέραν, μετὰ ταῦτα τὴν ἐν Νίκῃ τῆς Θράκης, νῦν πάλιν τὴν ἀπὸ Κυζίκου, ἧς τὰ μὲν ἄλλα οὐκ ἐπίσταμαι, τοσοῦτον δὲ ἀκούω ὅτι τὸ ὁμοούσιον κατασιγάσαντες, τὸ κατ’ οὐσίαν ὅμοιον νῦν περιφέρουσι καὶ τὰς εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα βλασφημίας μετ’ Εὐνομίου συγγράφουσι. Τούτων δὲ τῶν πίστεων ἃς ἀπηριθμησάμην, εἰ καὶ μὴ πᾶσαι πρὸς ἀλλήλας ἔχουσιν ἐναντίως, ἀλλ’ οὖν τὸ εὐμετάβολον τοῦ τρόπου ὁμοίως συνιστῶσι διὰ τὸ μηδέποτε αὐτοὺς ἐπὶ τῶν αὐτῶν ἑστάναι ῥημάτων»[52]. Ο Ευστάθιος έχοντας χειροτονηθεί επίσκοπος, προσκολλάται έπειτα στη μερίδα των Ομοιουσιανών συμμετέχοντας στις συνόδους της Αγκύρας (358) και της Λαμψάκου (365), υποστηρίζοντας την αντίστοιχη τριαδολογική πίστη. Σε κάποια χρονική στιγμή, κατά την οποία ο Ευστάθιος ήταν ήδη επίσκοπος, ο Μ. Βασίλειος πήγε και τον συνάντησε και συζήτησε μαζί του τα σημεία, στα οποία ο Ευστάθιος είχε διαφοροποιηθεί. Αποτέλεσμα της συζητήσεως ήταν ο Ευστάθιος να ομολογήσει τελικά την πίστη της Νίκαιας, οπότε και του ζητήθηκε υπό του Μ. Βασιλείου να καταθέσει και γραπτώς τα όσα προφορικώς παραδέχθηκε, πράγμα που έγινε, και με το δεδομένο αυτό τον δέχθηκε σε κοινωνία[53]. Στα πρακτικά μάλιστα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, αμέσως μετά το αναγνωσθέν απόσπασμα «τῆς πρὸς τοὺς δυτικοὺς ἐπιστολῆς» του Μ. Βασιλείου, αναφέρεται ότι «ἀνεγνώσθη δὲ καὶ ἡ πρὸς Τερέντιον κόμητα τοῦ αὐτοῦ πατρὸς ἐπιστολή, ἐν ᾗ ἐσήμανεν ὁ πατὴρ τὴν πρὸς Εὐστάθιον κοινωνίαν καὶ ἀποδοχὴν ἐκ τῆς αἱρέσεως ἐπιστρέψαντα»[54]. Από την ανωτέρω αντίδραση του Μ. Βασιλείου στην επαμφοτερίζουσα θεολογική θέση του Ευσταθίου Σεβαστείας συνάγεται ότι η ομολογία πίστης έρχεται να επισφραγίσει την δεδομένα κανονική χειροτονία της Εκκλησίας, που έχει ως συνέπεια τότε μόνον ο Μ. Βασίλειος να τον δεχθεί σε εκκλησιαστική κοινωνία. Δηλ. η συγκεκριμένη περίπτωση δεν αφορά περίπτωση χειροτονίας εκτός Εκκλησίας στην οποία «η αποστολική διαδοχή παραθεωρείται και εκείνο που κυρίως ενδιαφέρει είναι η πρόθεση για ένταξη στην κανονικότητα»[55] (sic). Η ύπαρξη χειροτονίας εντός Εκκλησίας είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ, ώστε η πράξη ή μη της αποδοχής να αφορά αποκλειστικά το φρόνημα και όχι την εγκυρότητα της χειροτονίας, η οποία καθαυτή δεν συζητείται καν.

14. Παύλος και Αθανάσιος (Σύνοδος Σαρδικής 343)

            Στη σύνοδο της Σαρδικής δικαιώθηκαν και αποκαταστάθηκαν ο Παύλος Κωνσταντινουπόλεως και ο Μ. Αθανάσιος Αλεξανδρείας, ο οποίος είχε καθαιρεθεί το 339 από αρειανική σύνοδο στην Αντιόχεια. Έχει σημασία όμως να δούμε το παρόν γεγονός αυτούσιο από την γραφίδα του αγίου Νικοδήμου σε σχολιασμό που κάνει στον Ε΄ Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, καθώς έχει σχέση με τη σύνοδο της Σαρδικής που χρονικά προηγήθηκε: «Ἐπειδή ἔμαθον Κωνστάντιος, καί Κώνστας οἱ Βασιλεῖς, ὅτι οἱ περί τόν Εὐσέβιον ταράττουσι τάς ἐκκλησίας, καί ὅτι ἐκάθηραν τόν μέγαν Ἀθανάσιον, καί Παύλον Κωνσταντινουπόλεως, ἐπρόσταξαν νά συναχθῇ Σύνοδος ἐν τῇ Σαρδικῇ τῇ Ἰλλυρικῇ πόλει, τόσον Δυτικῶν Πατέρων, ὅσον καί Ἀνατολικῶν· οἱ μέν οὗν Ἀνατολικοί ἀπερχόμενοι εἰς τήν Σύνοδον ἔγραψαν ἀπό Φιλιππουπόλεως εἰς τούς Δυτικούς νά μή συγκαθίσουν εἰς τήν Σύνοδον τόν Ἀθανάσιον καί Παύλον ὡς καθῃρημένους· ἦσαν γάρ ἐχθροί τοῦ ὁμοουσίου· οἱ δέ Δυτικοί ἀντέγραψαν αὐτοῖς, ὅτι οὐ γινώσκουσιν αὐτούς καθῃρημένους, ἤ πταίστας. Ταῦτα μαθόντες οἱ Ἀνατολικοί ἀνεχώρησαν από τήν Σύνοδον, καί ἐπέστρεψαν εἰς τήν Φιλιππούπολιν· οἱ δέ Δυτικοί μόνοι μείναντες , τήν Σύνοδον ἐτέλεσαν , ἀθωώσαντες μέν τόν Ἀθανάσιον καί Παῦλον, βεβαιώσαντες δέ καί τήν ἐν Νικαίᾳ πίστιν, καί μηδέν προσθέντες , ἤ ἀφαιρέσαντες»[56]. Κατά συνέπεια, η Σύνοδος της Σαρδικής ούτε ένωσε, ούτε καν επανένωσε τους Παύλο και Αθανάσιο με την Εκκλησία, από την οποία ποτέ τους δεν διαφοροποιήθηκαν και δεν απεκόπησαν. Έπραξε το αυτονόητο, επιβεβαιώνοντας τους δύο υπέρμαχους της Νίκαιας και ακυρώνοντας ταυτόχρονα τα όσα αντικανονικώς και αντιεκκλησιαστικώς είχε πράξει η σύνοδος του 339 εις βάρος της πίστης και της ενότητας της Εκκλησίας.

15. Τέλεση θείας Λειτουργίας υπό λαϊκού

            Το συγκεκριμένο παράδειγμα ανήκει στην απολογία του Ιεροσολυμίτου μοναχού Λεοντίου και χρησιμοποιείται συχνά από συγκεκριμένους σύγχρονους θεολόγους, ώστε να καταδειχθεί, σύμφωνα με τη δήλωση των ιδίων, ότι «η Χάρις υπερβαίνει το Νόμο». Κατ’ αυτούς λοιπόν, η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος έφθασε ν’ αναγνωρίσει  την “ιερωσύνη” και το έγκυρον της θείας λειτουργίας που τέλεσε αχειροτόνητος λαϊκός μίμος. Η εκπληκτική αυτή διαπίστωση, όπως θα φανεί, στηρίζεται σε ευθεία παρανάγνωση των πηγών με την δεδομένη και συνεπαγόμενη παρερμηνεία αυτών. Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι το περιεχόμενο του συγκεκριμένου κειμένου έχει ακριβώς το αντίθετο πνεύμα από αυτό το οποίο επιχειρείται να προβληθεί σχετικά με τη σχέση των αιρέσεων και των θαυμαστών σημείων.

Για να γίνει όμως αυτό κατανοητό απαιτείται να παρουσιαστεί ολόκληρο το κείμενο (Mansi 7 800A-824B) και όχι κολοβωμένο τμήμα αυτού (Mansi 7 821C-824B) όπως συνήθως συμβαίνει. Παραταύτα, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνον εκεί. Αν μελετηθεί ολόκληρο το κείμενο θα γίνει κατανοητό ότι όχι μόνον δεν έχει την έγκριση της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά μάλιστα, χρονικά δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Περιγράφει γεγονότα που ανήκουν σε τελείως άλλη χρονική περίοδο, διαφορετική της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, γι’ αυτό άλλωστε και στον τίτλο του επιγράφεται ως προσθήκη. Αποτελεί παρέμβλημα σε συγκεκριμένα χειρόγραφα, και αυτός είναι ο λόγος που δεν εισήχθη και δεν υπάρχει στην κριτική έκδοση των πρακτικών της συγκεκριμένης Συνόδου (ACO), παρά μόνον στη συλλογή των Mansi και Μήλια. Ενδεικτικό της ενσυνείδητης παραπλάνησης είναι το γεγονός ότι σε όσα κείμενα αναφέρεται το συγκεκριμένο χωρίο που αισιοδοξούν να υποστηρίξουν την επικαιρότητα, παρότι οι υπόλοιπες παραπομπές που αφορούν πρακτικά Οικουμενικών Συνόδων γίνονται στην έκδοση του κριτικού κειμένου της σειράς ACO, εν τούτοις στην περίπτωση αυτή και μόνον, η παραπομπή γίνεται στη συλλογή του Mansi. Πληροφοριακά, το κείμενο του Λεοντίου[57], χρονικά, είναι πολύ μεταγενέστερο της Συνόδου του 451, και τοποθετείται στα 536-538. Άλλωστε, οι σαφώς μεθύστερες διατυπώσεις που περιέχονται για την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο[58] προϋποθέτουν την Σύνοδο αυτή ως τετελεσμένο γεγονός και όχι εν εξελίξει. Επιπρόσθετα, οι αναφορές που γίνονται στον Σεβήρο Αντιοχείας επιβεβαιώνουν την ανωτέρω χρονολόγηση και θα έπρεπε να προϊδεάσουν ως προς το χρονικώς μεταγενέστερο, εφόσον είναι γνωστό ότι ως Αντιοχείας στην Δ΄ Σύνοδο υπογράφει ο Μάξιμος. Μάλιστα το 451 που συγκροτείται η Σύνοδος της Χαλκηδόνας, ο Σεβήρος δεν είχε καν γεννηθεί! Η αβασάνιστη χρήση του συγκεκριμένου χωρίου είναι ενδεικτική των προθέσεων, και σε κάθε περίπτωση, ούτε μεμονωμένη περίπτωση παραποίησης αποτελεί, μα ούτε και ασυνείδητο σφάλμα. Δυστυχώς χαρακτηρίζει τον πρόχειρο τρόπο που γράφονται και δημοσιεύονται -υπό συγκεκριμένων- επίσημα θεολογικά κείμενα.

Συμπεράσματα

Σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, γίνεται κατανοητό ότι η προσπάθεια δικαίωσης μιας σύγχρονης κατάστασης μέσω ατάκτως ερριμμένων χωρίων και κειμένων, που στερούνται εσωτερικής ενότητας και ομοιομορφίας, δίχως παράλληλα να γίνεται η αναγκαία ερμηνεία του όρου «αιρετικός» και κυρίως, χωρίς όλες αυτές οι αναφορές να έχουν την οποιαδήποτε ομοιότητα ή σχέση με το ζήτημα που επιχειρούν να δικαιώσουν, αποδεικνύουν τον αντιεπιστημονικό τρόπο που γράφονται τέτοιου είδους κείμενα. Το αβασάνιστο των πηγών δυστυχώς ομολογεί το βεβιασμένο των συμπερασμάτων που έπρεπε σε κάθε περίπτωση να εξαχθούν.

Όταν η Εκκλησία έχει κατασταλαγμένο εκκλησιολογικό πλαίσιο αποδοχής σχισματικών και αιρετικών, πράγμα το οποίο συναντούμε ανεξαιρέτως σε όλες τις Οικουμενικές Συνόδους, είναι επιστημονικώς και εκκλησιαστικώς αδόκιμο να επιχειρείται η παρουσίαση ενός άλλου, “εξυπηρετικού” πλαισίου, το οποίο μάλιστα θεμελιώνεται σε δύο σημεία. Αφενός μεν, σ’ έναν επιλεκτικό τρόπο έκθεσης των γεγονότων, αφετέρου δε, στην παραποίηση αυτών καθαυτών των γεγονότων, ενώ στη συνέχεια, η διαδικασία αυτή “μετουσιώνεται” σε εκκλησιαστική επιχειρηματολογία. Τέτοιου επιπέδου επιχειρηματολογία όμως δεν είναι δυνατόν να αποτελεί τρόπο υπεράσπισης της αλήθειας και μάλλον παραπέμπει σε άλλους χώρους. Η ερμηνεία της εκκλησιαστικής παράδοσης γίνεται αποκλειστικά και μόνον από την Εκκλησία διότι αποκλειστικά και μόνον εντός της βιώνεται η καθολικότητα της αλήθειας της. Άλλωστε, η αλήθεια υπάρχει, γνωρίζεται και μετέχεται μόνον στην καθολικότητά της και πάντοτε έχει τον τρόπο να επιβάλλεται όσο και να συκοφαντείται. Όταν επιχειρείται η οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση της παράδοσης με «εργαλεία» αμάρτυρα και άσχετα προς αυτήν, τότε βεβαιότατα δεν αναμένεται ερμηνεία αλλά κακοποίηση της παράδοσης. Όταν για παράδειγμα στη σκέψη του θεολόγου ερμηνευτή δεν υπάρχει σαφώς κατασταλαγμένη  εκκλησιολογική βάση, κατ’ ακολουθίαν δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητός ο τρόπος που ενεργεί κατά πάγιο τρόπο η Εκκλησία σε όλες τις Οικουμενικές Συνόδους.

Εν κατακλείδι, αυτό που εντυπωσιάζει είναι η άκριτη υιοθέτηση προβληματικών και ορολογίας που δεν αφορούν την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά αποτελούν επιγεννήματα άλλων οργανισμών, που «ειδικεύονται» στις οικουμενικές συγκλήσεις. Όταν η ερμηνεία της ορθόδοξης εκκλησιολογίας επιχειρείται μέσα από δίπολα «αποκλειστικής» ή «περιεκτικής εκκλησιολογίας», οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένα. Τέτοιου είδους ενέργειες όμως δεν προτίθενται να δώσουν απαντήσεις και λύσεις που να χαρακτηρίζονται από θεολογικό βάρος και εκκλησιαστικό κύρος. Και αυτό, διότι το κύρος δεν προκύπτει από την ακαδημαϊκή ή όποια άλλη ιδιότητα του γράφοντος. Προκύπτει αποκλειστικά και μόνον από την πιστότητα στην πατερική και συνοδική παράδοση της Εκκλησίας και από την σοβαρότητα με την οποία αυτή κατατίθεται. Άλλωστε, τα κείμενα της ακαδημαϊκής θεολογίας αποκτούν επιστημονικό κύρος μόνον όταν συστηματικά βασίζονται στην ζώσα και αδιάσπαστη παράδοση. Σε διαφορετική περίπτωση οι υποκειμενικές γνώμες και ερμηνείες μάλλον δεν ενδιαφέρουν κανέναν.



[1] Παραθέτω ως άξιο λόγου ένα ιστορικό συμβάν, για το οποίο υπάρχει και αντίστοιχο οπτικοαουστικό υλικό: Το Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019, διοργανώθηκε από τον σύλλογο θεολόγων «Μέθεξις» ημερίδα σχετικά με το ζήτημα της ουκρανικής αυτοκεφαλίας, η οποία φιλοξενήθηκε στο πολιτιστικό κέντρο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Σε αυτήν συμμετείχαν ως εισηγητές οι κάτωθι: μακαριστός μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος Ράντοβιτς,  επίσκοπος Αβύδου (νυν μητρ. Κρήνης) Κύριλλος Κατερέλος, αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Παπαθωμάς, αρχιμανδρίτης Συμεών Γαγάτικ και η καθηγήτρια Χριστινάκη Ειρήνη. Μετά την ολοκλήρωση καί της δεύτερης συνεδρίας, ακολούθησε σειρά ερωτημάτων και συζήτηση, ενώ έγινε αναφορά και στο ζήτημα της ύπαρξης ή μη αχειροτόνητων στη νέα δομή. Σε ρητή ερώτηση που υποβλήθηκε προς τον επίσκοπο Αβύδου, ο ίδιος απάντησε πως δεν υπάρχουν αχειροτόνητοι καθώς όλοι τους έλκουν τις χειροτονίες τους από πρώην αρχιερείς του Πατριαρχείου Μόσχας. Επ’ αυτού, ο μακαριστός μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος υποστήριξε με ζέση ότι δεν θα πρέπει να υποστηρίζεται από κάποιους η μη ύπαρξη αχειροτόνητων, καθώς με το ζήτημα αυτό είχε ασχοληθεί ενδελεχώς προσωπικά ο ίδιος από κοινού με τον μητρ. Μπάσκας, όταν το Πατριαρχείο Σερβίας είχε κληθεί να εξετάσει τη δυνατότητα αναγνώρισης ενός επισκόπου (ανέφερε ονομαστικά την περίπτωση), ο οποίος είχε χειροτονηθεί από δύο Ουκρανούς επισκόπους. Αυτό που προέκυψε από την έρευνά τους, ο μακαριστός Μητρ. Μαυροβουνίου το κατέθεσε στην ημερίδα λέγοντας “είναι γεγονός ότι υπάρχουν αχειροτόνητοι σε αυτήν την ιεραρχία, είναι σίγουρο”, αναφερόμενος συγκεκριμένα στις γραμμές διαδοχής του Βασιλείου Λιπκόφσκη του 1920 και του Βασιλείου Πολωνίας του 1942. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός, ότι στην απόκριση του μακαριστού Μαυροβουνίου κανείς από όσους υποστήριζαν την αντίθετη θέση δεν αποτόλμησε να ανταπαντήσει. Για την περίπτωση του  Βασιλείου Λιπκόφσκη καθώς και για την ύπαρξη αυτοχειροτόνητων είχε ασχοληθεί επίσης ο ιεράρχης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος (Βλ. Μητρ. Σάρδεων Μάξιμος, Συλλογή μελετών και κειμένων, εκδ. Επέκταση, 1998, όπου και ειδική αναφορά στην περιεχόμενη μελέτη Το Ουκρανικόν εκκλησιαστικόν ζήτημα).

[2] Μ. Βασίλειος, Ἐπιστολή 240΄, Νικοπολίταις πρεσβυτέροις, PG 893C-897B.

[4] https://acadimia.org/nea-anakoinoseis/epikairo-arthro/715-dimitriados-ignatios-i-oukraniki-aftokefalia-kai-i-efthyni-ton-psyxon

[5]  Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας ἤτοι ἅπαντες οἱ ἱεροί καί θείοι κανόνες, εκδ. Αστήρ Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1957, σελ. 91.

[6] Η πρωτότυπη διατύπωση, η οποία και παραφράστηκε, αναφέρεται στην βιοηθική και είναι η εξής: «Όταν μία θρησκεία προσαρμόζεται στις απαιτήσεις μια κοσμικής κουλτούρας, δεν έχει τίποτε πλέον η ίδια να προσφέρει. Η επιλογή δεν κρύβει καμία γοητεία: Ο Χριστιανισμός και η βιοηθική του ή θα έχουν την παραδοσιακή μορφή τους και θα αποτελούν σκάνδαλο για τον κόσμο ή, στην κοσμικά προσαρμοσμένη εκδοχή τους, θα βρίσκονται εκτός θέματος. Στο κάτω-κάτω, αν αυτό που θέλουμε είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, η κοσμική φιλοσοφία θα μπορούσε να τα πάει εξίσου καλά, αν όχι και καλύτερα, από την χριστιανική ηθική θεολογία -κάτι που το θίγουν πολλοί χριστιανοί ηθικολόγοι» (H. Tristram Engelhardt, Jr, Τα θεμέλια της Βιοηθικής Μία Χριστιανική θεώρηση, μτφ. Πολυξένη Τσαλίκη-Κιοσόγλου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007, σελ. 20).

[7] https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/39865-i-z-oikoumeniki-sunodos-o-dorotheos-boulismas-kai-sugxrones-theologikes-parermineies-peri-apodoxis-airetikon. Εναλλακτικά βλ.: https://www.academia.edu/44883079/%CE%97_%CE%96_%CE%9F%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%A3%CF%8D%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82_787_%CE%BF_%CE%94%CF%89%CF%81%CF%8C%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CF%82_%CE%92%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%BC%CE%AC%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%83%CF%8D%CE%B3%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CF%82_%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CE%B5%CF%82_%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF_%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%87%CE%AE%CF%82_%CE%B1%CE%B9%CF%81%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD

[8] Για τη συγκεκριμένη διάκριση βλ. μελέτη Οἱ Κολλυβάδες καί ὁ Δωρόθεος Βουλησμάς, Τό ζήτημα τῆς “ἀνακρίσεως τοῦ” Πηδαλίου καί τοῦ Κανονικοῦ, εκδ. Έρεισμα, Ιεράς Μονής Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερών, Χαλανδρίτσα Αχαΐας 2020, σελ. 661-670, όπου υπάρχει σχετικό υποκεφάλαιο υπό τον τίτλο «Ἱστορικο-κανονική θεώρησις τῆς διακρίσεως ἐληλεγμένων καί ἀνεξελέγκτων αἱρετικῶν».

[9] Οἱ Κολλυβάδες καί ὁ Δωρόθεος Βουλησμάς, σελ. 699.

[10] Ράλλη Α. Γ. - Ποτλή Μ., Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τόμος Δ΄, Αθήνησιν 1854, σελ. 89.

[11] Βλ. και σχολιασμό αγίου Νικοδήμου στον ΜΖ΄ κανόνα του αγίου Βασιλείου: «Εἰ μὲν τὸν αʹ. αὑτοῦ Κανόνα ὁ θεῖος οὗτος Πατὴρ ἐδιώρισεν οἰκονομικῶς, κατὰ τὸν ἀνώνυμον ἑρμηνευτὴν τῶν Κανόνων, νὰ δέχεται τὸ βάπτισμα τῶν Ἐγκρατιτῶν καὶ Ναυατιανῶν (ἀγκαλὰ καὶ ἐκεῖσε, εἰς τοὺς τοῦτο δεξαμένους κατὰ τὴν Ἀσίαν Πατέρας, ἀκολουθῶν, τοῦτο ἐδιώρισεν,) εἰς δὲ τὸν παρόντα, τὸ κατ’ οἰκονομίαν ἐκεῖσε διορισθέν, ἐπιδιορθούμενος, λέγει, ὅτι ὅλοι οἱ Ἐγκρατῖται καὶ Σακκοφόροι καὶ Ἀποτακτῖται (περὶ ὧν ὅρα τὰς ὑποσημειώσεις τοῦ ϙεʹ. τῆς ϛʹ), ἀλλὰ καὶ οἱ Ναυτιανοὶ πρέπει νὰ ἀναβαπτίζωνται, καὶ ὅτι, ἀγκαλὰ καὶ κοντὰ εἰς τοὺς Ἀσιανοὺς καὶ Ῥωμαίους ἐμποδίσθη ὁ τῶν τοιούτων ἀναβαπτισμός, χάριν οἰκονομίας· ὁ λόγος ὅμως ὁ ἐδικός του, λέγει, ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ τὸ κῦρος καὶ τὴν ἰσχύν, ἐπειδὴ ἡ αἵρεσις αὐτῶν εἶναι παραφυὰς ἀπὸ τὴν αἵρεσιν τῶν Μαρκιωνιστῶν, τῶν συγχαινομένων τὸν γάμον καὶ τὸν οἶνον, καὶ κακῶν ποιητὴν λεγόντων τὸν Θεόν. Ὥστε, ἀνίσως καὶ ᾖναι ἀρεστὴ ἡ γνώμη αὕτη, πρέπει νὰ γένῃ Σύνοδος Ἐπισκόπων, διὰ νὰ ποιήσουν αὐτήν, γνώμην μερικὴν οὖσαν, Κανόνα καθολικὸν καὶ ἀπαράβατον, ἵνα ἐκ τούτου καὶ οἱ ἀναβαπτίζοντες αὐτοὺς ἀκινδύνως τοῦτο ποιῶσι, καὶ ὁ ἀποκρινόμενος εἰς τοὺς αὐτὸν περὶ τούτου ἐρωτῶντας ἔχῃ τὸ ἀξιόπιστον ἀπὸ τοῦ Κανόνος» (Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Πηδάλιον, σελ. 617).

[12] Επίσκοπος Αβύδου Κύριλλος Κατερέλος (νυν Μητρ. Κρήνης), «Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας», στο Δωδεκάνησος ΚΓ΄(Ιούλιος-Δεκέμβριος 2019), σελ. 56.

[13] Βλ. ενδεικτικά Μ. Βασίλειος, Ἐπιστολή 200΄ Ἀμφιλοχίῳ, ἐπισκόπῳ Ἰκονίου, PG 32, 733A-736A.

[14] Πρᾶξις α΄, Lamberz Ι, σελ. 82.

[15] Επίσκοπος Αβύδου Κύριλλος, «Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας», σελ. 35.

[16] Νικόλαος Χ. Μαγγιώρος, Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Δονατιστική έριδα, Συμβολή στη μελέτη των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας κατά την Κωνσταντίνεια περίοδο, εκδ. Βυζάντιον, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 46.

[17] Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Β΄, Αθήνα 19992, σελ. 181.

[18] Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Πηδάλιον, σελ. 496.

[19]  Θεόδωρος Ξ. Γιάγκου, Χριστοφόρου Προδρομίτη Κανονικόν, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 20092, σελ. σελ. 185-186.

[20] Ο συγκεκριμένος κανόνας έχει την αρίθμηση ως ΟΖ΄ (72) στο Πηδάλιο. Στην κανονική συλλογή των Ράλλη-Ποτλή (Τόμος Γ΄ σελ. 479) αριθμείται ως ΞΗ΄ (68).

[21] Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Πηδάλιον, σελ. 501.

[22] Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Β΄, σελ. 64.

[23] «διῃρέθη τὸ μὲν πλῆθος ἅμα Μελιτίῳ, ἐπισκόπων τε καὶ μοναχῶν καὶ πρεσβυτέρων καὶ ἄλλων ταγμάτων· ὀλίγοι δὲ παντελῶς ἅμα Πέτρῳ τῷ ἀρχιεπισκόπῳ <ἐγίνοντο>, ἐπίσκοποί τε καὶ ἄλλοι ὀλίγοι» (Επιφάνιος Κύπρου, Πανάριον στο  K. Holl, Epiphanius, Bände 1-3: Ancoratus und Panarion  [Die griechischen christlichen Schriftsteller] vol. 3, Leipzig 1933, σελ. 143).

[24] «Περὶ τῶν ὀνομαζόντων μὲν ἑαυτοὺς Καθαρούς ποτε, προσερχομένων δὲ τῇ καθολικῇ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ συνόδῳ, ὥστε χειροθετουμένους αὐτούς, μένειν οὕτως ἐν τῷ κλήρῳ. Πρὸ πάντων δὲ τοῦτο ὁμολογῆσαι αὐτοὺς ἐγγράφως προσήκει, ὅτι συνθήσονται καὶ ἀκολουθήσουσι τοῖς τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας δόγμασι· τοὐτέστι καὶ διγάμοις κοινωνεῖν, καὶ τοῖς ἐν τῷ διωγμῷ παραπεπτωκόσιν, ἐφ' ὧν καὶ χρόνος τέτακται, καὶ καιρὸς ὥρισται· ὥστε αὐτοὺς ἀκολουθεῖν ἐν πᾶσι τοῖς δόγμασι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας. Ἔνθα μὲν οὖν πάντες, εἴτε ἐν κώμαις, εἴτε ἐν πόλεσιν, αὐτοὶ μόνοι εὑρίσκοιντο χειροτονηθέντες, οἱ εὑρισκόμενοι ἐν τῷ κλήρῳ, ἔσονται ἐν τῷ αὐτῷ σχήματι. Εἰ δὲ τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπου, ἢ πρεσβυτέρου ὄντος, προσέρχονταί τινες, πρόδηλον, ὡς ὁ μὲν ἐπίσκοπος τῆς ἐκκλησίας ἕξει τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου· ὁ δὲ ὀνομαζόμενος παρὰ τοῖς λεγομένοις Καθαροῖς ἐπίσκοπος, τήν τοῦ πρεσβυτέρου τιμὴν ἕξει· πλὴν εἰ μὴ ἄρα δοκοίῃ τῷ ἐπισκόπῳ, τῆς τιμῆς τοῦ ὀνόματος αὐτὸν μετέχειν. Εἰ δὲ τοῦτο αὐτῷ μὴ ἀρέσκοι, ἐπινοήσει τόπον ἢ χωρεπισκόπου, ἢ πρεσβυτέρου, ὑπὲρ τοῦ ἐν τῷ κλήρῳ ὅλως δοκεῖν εἶναι· ἵνα μὴ ἐν τῇ πόλει δύο ἐπίσκοποι ὦσιν» (Ράλλη Α. Γ. - Ποτλή Μ., Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων τόμ. Β΄, σελ. 133.)

[25] Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Πηδάλιον, σελ. 134.

[26] Μ. Αθανάσιος, Ἀντίγραφον ἐπιστολῆς τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου κατὰ Ἀρείου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, στο H.G. Opitz, Athanasius Werke, vol. 2.1, εκδ. De Gruyter, Berlin 1940, σελ. 5 και ΒΕΠΕΣ 37, 129-131.

[27] Πρᾶξις α΄, Lamberz Ι, σελ. 92.

[28] Βλ. Οἱ Κολλυβάδες καί ὁ Δωρόθεος Βουλησμάς, σελ. 656-658.

[29] Βλ. Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Β΄, σελ. 445.

[30] Σχετικά με τον Ακάκιο Καισαρείας βλ. Κωνσταντίνος Β. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων τόμ. 2ος Η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία και οι νοθεύσεις της από τις αρχές του τέταρτου αιώνα μέχρι καί την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο, Αθήνα 2004, σελ. 129-133.

[31] Ιδιαίτερα διευκρινιστικός για την περίπτωση του Μελετίου, είναι ο σχολιασμός που κάνει ο Δωρόθεος Βουλησμάς. Ο Δωρόθεος υπήρξε δεινός και συστηματικός μελετητής των κανονικών συλλογών και ζητημάτων και λόγω της συγκεκριμένης εξειδίκευσης, είχε οριστεί από την, περί τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτο Ζ΄, πατριαρχική σύνοδο, επιθεωρητής και υπεύθυνος των κανονικών εκδόσεων του πατριαρχείου. Στην αλληλογραφία που έχει με τον άγιο Νικόδημο αγιορείτη σχετικά με ζητήματα περί της εκδόσεως του Πηδαλίου, ο Βουλησμάς, καλείται μέσα στη συγκεκριμένη συνάφεια να εκθέσει τη γνώμη των έγκριτων ερμηνευτών κανονολόγων για το ζήτημα αυτό. Βλ. Θεοδώρου Ξ. Γιάγκου, Χριστοφόρου Προδρομίτη Κανονικόν, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 20092, σελ. 206: «Σχετικά με την περίπτωση του Μελετίου Αντιοχείας, ο «ανακριτής» των δύο κανονικών συλλογών υποστηρίζει ότι οι Αρειανοί απλώς μετείχαν στην εκλογή (στην «ψῆφον») του Μελετίου και όχι στη χειροτονία. Ο όρος χειροτονία, όπως αναφέρουν και οι σχολιαστές του κανόνα 1 των Αποστόλων (Ζωναρά και Βαλσαμώνα) εξελήφθη ότι έχει την έννοια και της ψήφου. «Τό γε μήν Μελέτιον τον Ἀντιοχείας ὑπό αἱρετικῶν κεχειροτονῆσθαι ἰσχυρίζεσθαι πολλαχῶς δείκνυται οὐχ ὡς ὑπό αὐτῶν χειροτονηθῆναι, κἄν ποτε διά τήν μεγάλην τοῦ ἀνδρός ἀρετήν καί ὑπ' αὐτῶν ἐψηφίσθη· προσεβλήθη γάρ τό πρῶτον οὐκ Ἀντιοχείας ἀλλά τῆς Ἀρμενίων Σεβαστείας ἐπίσκοπος, μετά τήν τοῦ Εὐσταθίου καθαίρεσιν, ὡς ὁ Ἀθηνῶν  ἱστορεῖ Μελέτιος (Ἐκκλησιαστικῇ Ἱστορίᾳ, βιβλ. α΄ , κεφ. θ΄, στ΄), δῆλον δ΄ὡς παρ' ὀρθοδόξων κεχειροτόνηται προβληθείς· οὐδείς γάρ ποτε παρ' αἱρετικῶν οἱανδήποτε, εἴτ' οὖν παρ' ἐληλεγμένων εἴτε ἀνεξελέγκτων, ἔγραψεν ἤ ἱστόρησεν εἰς τόν τῆς Ἀρμενίων Σεβαστείας προβῆναι θρόνον. Θεοδώρητος δέ ἱστορεῖ (Ἐκκλησιαστικῇ Ἱστορίᾳ, λόγῳ β΄, κεφ. κζ΄) ὡς τό τῶν Ἀρμενίων δυσήνιον δυσχεράνας ὁ ἅγιος ἡσυχίαν ἦγεν  ἑτέρωθι διατρίβων. Οἱ δέ τῆς Ἀρείου συμμορίας τοῦτον ὑπονοήσαντες ὁμόφρονα εἶναι, ἐζήτησαν τόν βασιλέα Κωνστάντιον τούτῳ τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας παραδοῦναι τάς ἡνίας. Συνεψηφίσαντο δέ τούτοις καί οἱ τῶν ἀποστολικῶν ἀντεχόμενοι δογμάτων ὀρθόδοξοι τοῦ μεγάλου Μελετίου τήν ἐν τοῖς δόγμασιν ὑγιείαν εἰδότες, καί μέν δή καί τήν βίου λαμπρότητα καί τῆς ἀρετῆς τόν πλοῦτον σαφῶς ἐπιστάμενοι. Διό μετά πλείστης ὅτι μάλιστα σπουδῆς ὑπογραφῆναι παρά πάντων τό ψήφισμα παρεσκεύασαν. Ὅτι μέν οὖν οὐχ ὑπ' αὐτῶν κεχειροτόνηται τῶν Ἀρειανῶν ἀλλ' ἐψήφισται, συμψήφων πάντων γινομένων τῶν ὀρθοδόξων, καί αὐτό βεβαιοῖ τό Συνοδικόν βιβλίον (τόμ. Α΄ τῶν Πρακτικῶν τῶν συνόδων, 263) ἐπάγον, τοῦ δέ θρόνου Ἀντιοχείας Μελέτιον προχειρίζονται τόν Σεβαστείας Ἀρμενίας ἀρχιεπίσκοπον· ὑπήντησαν δέ αυτῷ φησί Θεοδώρητος (ἔνθα ἀνωτ.) οὐχ οἱ τῆς ἀρχιερωσύνης μετειληχότες μόνον καί οἱ ἄλλοι τῆς Ἐκκλησίας χοροί καί ἅπαν τό τῆς πόλεως πλῆθος, ἀλλά καί Ἰουδαῖοι παρῆσαν καί Ἕλληνες τόν πολυθρύλλητον ἰδεῖν Μελέτιον ἱμειρόμενοι». Βλ. επίσης, όπ. παρ., σελ. 187: «Ὁ δέ Μελέτιος, καθά φησι Θεοδώρητος, πόλιν τινά τῆς Ἀρμενίων ἰθύνων, εἶτα τῶν ἀρχομένων τό δυσήνιον δυσχεράνας, ἡσυχίαν ἦγεν ἑτέρωθι διατρίβων. Τοῦτον ὑπονοήσαντες οἱ τῆς Ἀρείου συμμορίας ὁμόφρονα εἶναι καί κοινωνόν τῶν δογμάτων ἐξῄτησαν τόν Κωνστάντιον τούτῳ τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας δοῦναι τάς ἡνίας, διό καί τό Συνοδικόν φησι· "τοῦ δέ θρόνου Ἀντιοχέων χηρεύοντος Ἀρειανοί τε καί Ὀρθόδοξοι Σεβαστείας Ἀρμενίας ἀρχιεπίσκοπον προχειρίζονται". Ὡς οὖν ὁρᾷς ἐψηφίσαντο μέν  μετά τῶν Ὀρθοδόξων Ἀρειανοί, οὐκ ἐχειροτόνησαν δέ Ἀντιοχείας ἐπίσκοπον τόν Μελέτιον· [...] τό γάρ ἐν τῇ πρώτῃ τῆς Ζ΄ πράξει λεγόμενον παρά τινος τῶν ἐν Ρώμῃ καί παρ' οἱουδήποτε ἄλλου, ὅτι παρ' αἱρετικῶν δηλαδή κεχειροτόνηται Μελέτιος Ἀντιοχείας ἐπίσκοπος, τήν χειροτονίαν ἐκεῖσε ἀντί ψήφου ἐκληπτέον ἔχουσαν καί τοιοῦτον, ὡς οἶδας, σημαινόμενον. Ἐπιμιξίας δέ οὔσης Ἀρειανῶν τε καί Ὀρθοδόξων ἐπί τεσσαράκοντα καί πεντήκοντα ἔτη, κατά τε τόν Θεοδώρητον καί τά Πρακτικά τῶν συνόδων, εὔκαιρον πρός τόν δείξοντα ὅτι παρ' Ἀρειανῶν κεχειροτόνηται, ὅπερ οὐκ οἶμαι, Μελέτιος Σεβαστείας Ἀρμενίας, εἰπεῖν, ὅτι οὐ παρ' ἀναπεμψάντων, ὅπερ ἐστίν οὐ παρ' ἐληλεγμένων κυρίως ἔτι, ἀλλά παρ' ἐπιμίκτων, ὅπερ ἐστί παρ' ἀνεξελέγκτων, τέως αἱρετικῶν ἡ χειροτονία ἐγένετο».

[32] Στο απόσπασμα της παρακάτω επιστολής, βλέπουμε το Μ. Βασίλειο να υπερασπίζεται φιλάδελφα το ορθόδοξο φρόνημα του Μελετίου, τον οποίο αισθάνεται ως γνήσιο κοινωνικό του συλλειτουργό. Ξεκαθαρίζει ότι ο Μελέτιος είναι θύμα συκοφαντών, οι οποίοι προκειμένου να τον βλάψουν, τον παρουσίαζαν ως σύστοιχο και ομόφρονα της αρειανικής αίρεσης. Όμως και μόνο οι εκ των αρειανών συκοφαντίες είναι ικανές από μόνες τους να αποδείξουν ποιο είναι πραγματικά το φρόνημα και η πίστη του Μελετίου. Βλ. Μ. Βασίλειος, Ἐπιστολή 266΄ Πέτρῳ ἐπισκόπῳ Ἀλεξανδρείας, PG 32, 993B: «Ἐλύπησε δὲ ἡμᾶς ὁ ἀδελφὸς Δωρόθεος, ὡς αὐτὸς ἐπέστειλας, μὴ πάντα προσηνῶς μηδὲ πράως διαλεχθεὶς τῇ κοσμιότητί σου. Καὶ τοῦτο τῇ τῶν καιρῶν λογίζομαι δυσκολίᾳ. Ἐοίκαμεν γὰρ εἰς μηδὲν εὐοδοῦσθαι ὑπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, εἴπερ οἱ σπουδαιότατοι τῶν ἀδελφῶν οὐχ εὑρίσκονται προσηνεῖς οὐδὲ εὔθετοι ταῖς διακονίαις τῷ μὴ πάντα κατὰ γνώμην ἡμετέραν ἐπιτελεῖν. Ὃς ἐπανελθὼν διηγήσατο ἡμῖν τὰς ἐπὶ τοῦ σεμνοτάτου ἐπισκόπου Δαμάσου πρὸς τὴν σὴν τιμιότητα γενομένας αὐτῷ διαλέξεις καὶ ἐλύπει ἡμᾶς λέγων τοῖς Ἀρειομανίταις συγκαταριθμεῖσθαι τοὺς θεοφιλεστάτους ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς συλλειτουργοὺς Μελέτιον καὶ Εὐσέβιον. Ὧν εἰ καὶ μηδὲν ἄλλο συνίστη τὴν ὀρθοδοξίαν, ὁ γοῦν παρὰ τῶν Ἀρειανῶν πόλεμος ἀπόδειξιν ἔχει ὀρθότητος οὐκ ὀλίγην τοῖς εὐγνωμόνως λογιζομένοις. Τὴν δὲ σὴν εὐλάβειαν συνάπτειν αὐτοῖς εἰς ἀγάπην ὀφείλει καὶ ἡ κοινωνία τῶν ὑπὲρ Χριστοῦ παθημάτων. Ἐκεῖνο δὲ πέπεισο, ὡς ἀληθῶς τιμιώτατε, ὅτι οὐκ ἔστι τι ῥῆμα ὀρθοδοξίας ὃ μὴ μετὰ πάσης παρρησίας παρὰ τῶν ἀνδρῶν τούτων ἐκηρύχθη ὑπὸ Θεῷ μάρτυρι καὶ ἀκροαταῖς ἡμῖν. Οἳ οὐδ’ ἂν πρὸς ὥραν αὐτῶν ἐπεδεξάμεθα τὴν συνάφειαν, εἰ σκάζοντας αὐτοὺς περὶ τὴν πίστιν εὕρομεν». Βλ. επίσης, Μ. Βασίλειος, Ἐπιστολή 214΄ Τερεντίῳ κόμητι, PG 32, 785B-789C: «Ἀλλὰ πάλιν ἡμᾶς ἑτέρα φήμη κατέσχεν, ὡς ἐπὶ τῆς Ἀντιοχείας διάγοντος καὶ τὰ ἐν χερσὶ πράγματα ταῖς μεγάλαις ἀρχαῖς συνδιέποντος. Πρὸς δὲ τῇ φήμῃ ταύτῃ κατέλαβεν ἡμᾶς ἀκοὴ ὅτι καὶ οἱ τῆς κατὰ Παυλῖνον συντάξεως ἀδελφοὶ διαλέγονται τῇ ὀρθότητί σου περὶ τῆς πρὸς ἡμᾶς ἑνώσεως, ἡμᾶς δὲ λέγω τοὺς τῆς μερίδος τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, Μελετίου τοῦ ἐπισκόπου. Οὓς καὶ γράμματα ἀκούω νῦν τῶν Δυτικῶν περιφέρειν αὐτοῖς τὴν ἐπισκοπὴν τῆς κατὰ Ἀντιόχειαν Ἐκκλησίας ἐπιτρέποντα, παραλογιζόμενα δὲ τὸν θαυμασιώτατον ἐπίσκοπον τῆς ἀληθινῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας Μελέτιον. Καὶ οὐ θαυμάζω τοῦτο. Οἱ μὲν γὰρ ἀγνοοῦσι παντελῶς τὰ ἐνταῦθα, οἱ δὲ καὶ δοκοῦντες εἰδέναι φιλονεικότερον μᾶλλον ἢ ἀληθέστερον αὐτοῖς ἐξηγοῦνται. Πλὴν ἀλλ’ ἐκείνους μὲν οὐδὲν ἀπεικὸς ἀγνοεῖν τὴν ἀλήθειαν ἢ καὶ ἀποκρύπτεσθαι τὴν αἰτίαν δι’ ἣν εἰς τὸ γράφειν Παυλίνῳ ἦλθεν ὁ μακαριώτατος ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος. Τὴν δὲ σὴν τελειότητα αὐτοῦ ἔχουσαν τοὺς δυναμένους τὰ μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων γενόμενα ἐπὶ τῆς Ἰοβιανοῦ βασιλείας ἀκριβῶς διηγήσασθαι παρακαλοῦμεν ὑπ’ αὐτῶν διδαχθῆναι. Πλὴν ἀλλ’ ἐπειδὴ οὐδενὸς κατηγοροῦμεν, πρὸς πάντας δὲ ἔχειν εὐχόμεθα τὴν ἀγάπην καὶ μάλιστα πρὸς τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως, συγχαίρομεν τοῖς κομισαμένοις τὰ ἀπὸ Ῥώμης γράμματα. Κἄν τινα σεμνὴν καὶ μεγάλην ἔχῃ αὐτοῖς μαρτυρίαν, εὐχόμεθα ἀληθεύειν αὐτὴν δι’ αὐτῶν τῶν ἔργων βεβαιουμένην. Οὐ μέντοι τούτου γε ἕνεκεν δυνάμεθα ἑαυτοὺς πεῖσαί ποτε ἢ Μελέτιον ἀγνοῆσαι ἢ τῆς ὑπ’ αὐτὸν Ἐκκλησίας ἐπιλαθέσθαι ἢ τὰ ζητήματα ὑπὲρ ὧν ἐξ ἀρχῆς ἡ διάστασις γέγονε, μικρὰ ἡγήσασθαι καὶ ὀλίγην ἔχειν νομίσαι διαφορὰν πρὸς τὸν τῆς εὐσεβείας σκοπόν. Ἐγὼ γάρ, οὐχ ὅπως εἰ ἐπιστολήν τις ἀνθρώπων δεξάμενος ἐπ’ αὐτῇ μέγα φρονεῖ, τούτου ἕνεκεν ὑποσταλῆναί ποτε καταδέξομαι, ἀλλ’ οὐδ’ ἂν ἐξ αὐτῶν ἥκῃ τῶν οὐρανῶν, μὴ στοιχῇ δὲ τῷ ὑγιαίνοντι λόγῳ τῆς πίστεως, δύναμαι αὐτὸν κοινωνὸν ἡγήσασθαι τῶν ἁγίων. Ἐνθυμήθητι γάρ, ὦ θαυμάσιε, ὅτι οἱ παραχαράκται τῆς ἀληθείας, οἱ τὸ Ἀρειανὸν σχίσμα τῇ ὑγιεῖ τῶν Πατέρων ἐπεισάγοντες πίστει, οὐδεμίαν ἄλλην αἰτίαν προβάλλονται τοῦ μὴ παραδέχεσθαι τὸ εὐσεβὲς τῶν Πατέρων δόγμα ἢ τὴν τοῦ ὁμοουσίου διάνοιαν, ἣν αὐτοὶ πονηρῶς καὶ ἐπὶ διαβολῇ τῆς πίστεως ἐξηγοῦνται λέγοντες τὸν Υἱὸν κατὰ τὴν ὑπόστασιν ὁμοούσιον λέγεσθαι παρ’ ἡμῶν. Οἷς ἐάν τινα δῶμεν ἀφορμὴν ἐκ τοῦ περιφέρεσθαι τοῖς δι’ ἁπλότητα μᾶλλον ἢ διὰ κακίαν ταῦτα ἢ τὰ τούτοις παραπλήσια λέγουσιν, οὐδὲν κωλύει καὶ ἡμᾶς ἀναντιρρήτους μὲν δοῦναι καθ’ ἑαυτῶν τὰς λαβάς, ἰσχυρὰν δὲ ἐκείνοις κατασκευάσαι τὴν αἵρεσιν, οἷς μία μελέτη ἐστὶν ἐν τοῖς ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας λόγοις οὐ τὰ ἑαυτῶν κατασκευάζειν, ἀλλὰ τὰ ἡμέτερα διαβάλλειν. Τίς δ’ ἂν γένοιτο τῆς διαβολῆς ταύτης χαλεπωτέρα καὶ μᾶλλον δυναμένη τοὺς πολλοὺς διασαλεῦσαι, ἢ εἰ φανείησάν τινες ἐξ ἡμῶν Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος μίαν ὑπόστασιν λέγοντες, οἳ κἂν πάνυ τὸ τῶν προσώπων διάφορον ἐναργῶς δογματίζωσιν, ἀλλ’ οὖν τῷ παρὰ τοῦ Σαβελλίου προειλῆφθαι τὸ αὐτὸ τοῦτο λέγοντος· ἕνα μὲν εἶναι τῇ ὑποστάσει τὸν Θεόν, προσωποποιεῖσθαι δὲ ὑπὸ τῆς Γραφῆς διαφόρως κατὰ τὸ ἰδίωμα τῆς ὑποκειμένης ἑκάστοτε χρείας, καὶ νῦν μὲν τὰς πατρικὰς ἑαυτῷ περιτιθέναι φωνάς, ὅταν τούτου καιρὸς ᾖ τοῦ προσώπου, νῦν δὲ τὰς Υἱῷ πρεπούσας, ὅταν πρὸς τὴν ἡμετέραν ἐπιμέλειαν ἢ πρὸς ἄλλας τινὰς οἰκονομικὰς ἐνεργείας ὑποβαίνῃ, νῦν δὲ τὸ τοῦ Πνεύματος ὑποδύεσθαι πρόσωπον, ὅταν ὁ καιρὸς τὰς ἀπὸ τοῦ τοιούτου προσώπου φωνὰς ἀπαιτῇ· ἐὰν οὖν καὶ παρ’ ἡμῖν φανῶσί τινες ἓν τῷ ὑποκειμένῳ Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα λέγοντες, τρία δὲ πρόσωπα τέλεια ὁμολογοῦντες, πῶς οὐχὶ σαφῆ καὶ ἀναντίρρητον δόξουσι παρέχεσθαι τὴν ἀπόδειξιν τοῦ ἀληθῆ εἶναι τὰ λεγόμενα περὶ ἡμῶν; Περὶ δὲ τοῦ ὅτι ὑπόστασις καὶ οὐσία οὐ ταὐτόν ἐστι, καὶ αὐτοί, ὡς νομίζω, ὑπεσημήναντο οἱ ἀπὸ τῆς Δύσεως ἀδελφοὶ ἐν οἷς τὸ στενὸν τῆς ἑαυτῶν γλώττης ὑφορώμενοι τὸ τῆς οὐσίας ὄνομα τῇ Ἑλλάδι φωνῇ παραδεδώκασιν, ἵνα, εἴ τις εἴη διαφορὰ τῆς ἐννοίας, σώζοιτο αὕτη ἐν τῇ εὐκρινεῖ καὶ ἀσυγχύτῳ διαστάσει τῶν ὀνομάτων. Εἰ δὲ δεῖ καὶ ἡμᾶς τὸ δοκοῦν ἡμῖν ἐν βραχεῖ εἰπεῖν, ἐκεῖνο ἐροῦμεν ὅτι ὃν ἔχει λόγον τὸ κοινὸν πρὸς τὸ ἴδιον, τοῦτον ἔχει ἡ οὐσία πρὸς τὴν ὑπόστασιν. Ἕκαστος γὰρ ἡμῶν καὶ τῷ κοινῷ τῆς οὐσίας λόγῳ τοῦ εἶναι μετέχει καὶ τοῖς περὶ αὐτὸν ἰδιώμασιν ὁ δεῖνά ἐστι καὶ ὁ δεῖνα. Οὕτω κἀκεῖ ὁ μὲν τῆς οὐσίας λόγος κοινός, οἷον ἡ ἀγαθότης, ἡ θεότης, ἢ εἴ τι ἄλλο νοοῖτο· ἡ δὲ ὑπόστασις ἐν τῷ ἰδιώματι τῆς πατρότητος ἢ τῆς υἱότητος ἢ τῆς ἁγιαστικῆς δυνάμεως θεωρεῖται. Εἰ μὲν οὖν ἀνυπόστατα λέγουσι τὰ πρόσωπα, αὐτόθεν ἔχει ὁ λόγος τὴν ἀτοπίαν· εἰ δὲ ἐν ὑποστάσει αὐτὰ εἶναι ἀληθινῇ συγχωροῦσιν, ὃ ὁμολογοῦσι, καὶ ἀριθμείτωσαν, ἵνα καὶ ὁ τοῦ ὁμοουσίου λόγος διαφυλαχθῇ ἐν τῇ ἑνότητι τῆς θεότητος καὶ ἡ τῆς εὐσεβείας ἐπίγνωσις Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ ἀπηρτισμένῃ καὶ ὁλοτελεῖ ἑκάστου τῶν ὀνομαζομένων ὑποστάσει κηρύσσηται. Ὅμως δὲ ἐκεῖνο βούλομαι πεπεῖσθαι τὴν σεμνότητά σου, ὅτι καὶ σὲ καὶ πάντα τὸν παραπλησίως σοι τῆς ἀληθείας φροντίζοντα καὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀγωνιζομένους μὴ ἀτιμάζοντα ἀναμένειν δεῖ καθηγήσασθαι τῆς συναφείας ταύτης καὶ τῆς εἰρήνης τοὺς προστάτας τῶν Ἐκκλησιῶν, οὓς ἐγὼ στύλους καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας τίθεμαι, καὶ τοσούτῳ πλέον αὐτοὺς αἰδοῦμαι ὅσῳ ἂν μακρότερον ἐξοικισθῶσιν ἀντὶ τιμωρίας αὐτοῖς ἐπαγομένου τοῦ χωρισμοῦ. Παρακαλῶ οὖν, φύλαξον ἡμῖν σεαυτὸν ἀπρόληπτον, ἵν’ ἔχωμέν σοι ἐπαναπαύεσθαι ὃν ἐν πᾶσιν ἡμῖν ὁ Θεὸς βακτηρίαν καὶ ἔρεισμα ἐχαρίσατο».

[33] Ιωάννης Καρμίρης, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας τόμος Ι, εν Αθήναις 19602, σελ. 87.

[34] Για περισσότερα βλ. Αρχ. Παντελεήμων – Γ. Τσορμπατζόγλου Δρ. Θ.,  Ο αυτοκράτορας Βαρδάνης Φιλιππικός (711-713) Η εκκλησιαστική πολιτική του ως εισαγωγή στην εικονομαχία, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2019, σελ. 196-201,  όπου και βιογραφικά στοιχεία Γερμανού Κυζίκου.

[35] PG 98, 76Α.

[36] Πρᾶξις α΄, Lamberz Ι, σελ. 100.

[37] Όπ. π., σελ. 102.

[38] Όπ. π., σελ. 103.

[39] Όπ. π., σελ. 104.

[40] Ράλλη Α. Γ. - Ποτλή Μ., Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων τόμ. Β΄, σελ. 165.

[41] Βλάσιος Ι. Φειδάς, Ο θεσμός της πενταρχίας των Πατριαρχών ΙΙ Ιστορικοκανονικά προβλήματα περί την λειτουργίαν του θεσμού (451-553), Αθήναι 1977, σελ. 136.

[42] Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Ἱστορία περὶ τῶν ἐν Ἰεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων, ἄλλως καλουμένη Δωδεκάβιβλος Δοσιθέου, τ. 5, Εκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 98.

[43] C. de Boor, Theophanis chronographia, vol. 1, Leipzig: Teubner, 1883 (repr. Hildesheim: Olms, 1963), σελ. 125.

[44] Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Ἱστορία περὶ τῶν ἐν Ἰεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων, τ. 4, Εκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 449.

[45] «Τιμόθεος λεγόμενος Αἴλουρος, Πέτρος Μογγὸς καὶ Ἀκάκιος οἱ τὸ Κενωτικὸν τεκτηνάμενοι Ζήνωνος, […] Πέτρος κναφεύς, τῷ τρισαγίῳ ὕμνῳ προσαρμόσαι σταυρὸν θρασυνόμενος […] ἀνάθεμα» (R. Riedinger, Acta conciliorum oecumenicorum Series secunda, volumen secundum: Concilium universale Constantinopolitanum tertium, vol. 1, εκδ. De Gruyter, Berlin 1990, σελ. 478-480).

[46] Πρᾶξις α΄, Lamberz Ι, σελ. 98.

[47] PG 53, 269.

[48] Πρᾶξις α΄, Lamberz Ι, σελ. 84.

[49] Όπ. π., σελ. 66.

[50] Όπ. π., σελ. 76: «Ἔστι τοίνυν εἷς τῶν πολλὴν ἡμῖν κατασκευαζόντων λύπην Εὐστάθιος ἐκ τῆς Σεβαστείας τῆς κατὰ τὴν μικρὰν Ἀρμενίαν. ὃς πάλαι μαθητευθεὶς τῷ Ἀρείῳ καί, ὅτε ἤκμαζεν ἐπὶ τῆς Ἀλεξανδρείας τὰς πονηρὰς κατὰ τοῦ μονογενοῦς συνθεὶς βλασφημίας, ἀκολουθῶν ἐκείνῳ καὶ τοῖς γνησιωτάτοις αὐτοῦ τῶν μαθητῶν ἐναριθμούμενος, ἐπειδὴ ἐπανῆλθεν εἰς τὴν ἑαυτοῦ, τῷ μακαριωτάτῳ ἐπισκόπῳ Ἑρμογένει τῷ Καισαρείας κρίνοντι αὐτὸν ἐπὶ τῇ κακοδοξίᾳ ὁμολογίαν ἔδωκε πίστεως ὑγιοῦς. καὶ οὕτω τὴν χειροτονίαν ὑπαὐτοῦ δεξάμενος Εὐστάθιος μετὰ τὴν ἐκείνου κοίμησιν εὐθὺς πρὸς τὸν ἐπὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως Εὐσέβιον ἔδραμεν, οὐδενὸς ἔλαττον καὶ αὐτὸν τὸ δυσσεβὲς δόγμα τοῦ Ἀρείου πρεσβεύοντα. εἶτα ἐκεῖθεν διὰ οἱασδήποτε αἰτίας ἀπελαθείς, ἐλθὼν τοῖς ἐπὶ τῆς πατρίδος ἀπελογήσατο πάλιν, τὸ μὲν δυσσεβὲς ἐπικρυπτόμενος φρόνημα, ῥημάτων δέ τινα ὀρθότητα προβαλόμενος. καὶ τυχὼν τῆς ἐπισκοπῆς, ὡς ἔτυχεν, εὐθὺς φαίνεται γράψας ἀναθεματισμὸν τοῦ ὁμοουσίου ἐν τῷ κατὰ Ἄγκυραν γενομένῳ αὐτοῖς συλλόγῳ. κἀκεῖθεν ἐπὶ τὴν Σελεύκειαν ἐλθὼν ἔγραψε μετὰ τῶν αὐτοῦ ὁμοδόξων πάντες ἴσασιν. ἐν δὲ τῇ Κωνσταντινουπόλει συνέθετο πάλιν τοῖς ἀπὸ τῶν αἱρετικῶν προταθεῖσι. καὶ οὕτως ἀπελαθεὶς τῆς ἐπισκοπῆς διὰ τὸ ἐν τῇ Μελιτινῇ προκαθῃρῆσθαι ὁδὸν ἑαυτῷ τῆς ἀποκαταστάσεως ἐπενόησε τὴν ὡς ὑμᾶς ἄφιξιν. καὶ τίνα μέν ἐστιν, προετάθη αὐτῷ παρὰ τοῦ μακαριωτάτου ἐπισκόπου Λιβερίου, καὶ τίνα, αὐτὸς συνέθετο, ἀγνοοῦμεν, πλὴν ὅτι ἐπιστολὴν ἐκόμισεν ἀποκαθιστῶσαν αὐτόν, ἣν ἐπιδείξας τῇ κατὰ Τύανα συνόδῳ ἀπεκατέστη τῷ τόπῳ». Για ολόκληρη της επιστολή βλ. Μ. Βασίλειος, Ἐπιστολή 263΄, Τοῖς δυτικοῖς, PG 32, 976B-981B. 

[51] Βλ. Κωνσταντίνος Β. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων τόμ. 2ος, 149-152.

[52] Μ. Βασίλειος, Ἐπιστολή 244΄, Πατροφίλῳ ἐπισκόπῳ τῆς ἐν Αἰγεαῖς Ἐκκλησίας, PG 32, 924Β.

[53] Βλ. Μ. Βασίλειος, Ἐπιστολή 99΄, Τερεντίῳ Κόμητι, PG 32, 497Β-504Β. Ο Ευστάθιος εν τέλει πεθαίνει έχοντας υπογράψει ομοιουσιανή ομολογία πίστης, στην οποία το Άγιο Πνεύμα ομολογείται ως κτιστό. Αυτό όμως που μας αφορά είναι, όχι η πολυτάραχη πολιτεία του Ευσταθίου, αλλά το πλαίσιο και οι προϋποθέσεις πίστης, υπό τις οποίες ο Μ. Βασίλειος τον έκανε δεκτό σε εκκλησιαστική κοινωνία. 

[54] Πρᾶξις α΄, Lamberz Ι, σελ. 76.

[55] Επίσκοπος Αβύδου Κύριλλος, «Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας», σελ. 56.

[56]  Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Πηδάλιον, σελ. 159.

[57] Patrick T.R. Gray, Leontius of Jerusalem Against the Monophysites: Testimonies of the Saints and Aporiae, εκδ. Oxford Early Christian Texts, Oxford University Press 2006, σελ. 158-160.

[58] «δέχεσθε γάρ καί σέβετε τήν ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον» (Mansi 7 800A).