«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ὑπό Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε, ρουμάνου
ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥΣ
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά
Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης. 2010
Τό δάκτυλο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου
Τό ἔτος 1992 τό Ὀρθόδοξο Ρουμανικό Πατριαρχεῖο ἀπεφάσισε νά ἀναγνωρίσει ἐπίσημα τόν ὅσιο Ἰωάννη καί ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἀπέστειλε σάν ἀντιπροσωπεία στήν Ρουμανία δύο Μητροπολίτες του γιά τίς γιορτές πού θά ἐγίνοντο στό Ἰάσιο.
Στήν σύνοδο στήν ὁποία ἀποφασίσθηκε ποιοί θά εἶναι αὐτοί οἱ δύο Μητροπολίτες, πού θά πᾶνε στήν Μολδαβία τῆς Ρουμανίας, μέ πρότασι τοῦ πατριάρχου Διοδώρου, λήφθηκε ἀπόφασι νά τούς δοθῆ νά μεταφέρουν στόν Ρουμανικό λαό κι ἕνα τεμάχιο ἀπό τά Λείψανα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου.
Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀπόφασι ὁ πατριάρχης Διόδωρος ἐζήτησε ἀπό τόν ἡγούμενο τῆς μονῆς τοῦ Χοζεβᾶ, τόν π. Ἀντώνιο, νά κόψει καί νά τοῦ φέρει ἕνα δάκτυλο τοῦ Ὁσίου γιά νά τό στείλει στήν Ρουμανία.
Ὁ π. Ἀντώνιος μέ πολλή βιασύνη ἄνοιξε τήν Λειψανοθήκη. Ἔκοψε ἕνα δάκτυλο τοῦ Ἁγίου ἀπό τό δεξιό του χέρι καί τό κρατοῦσε στό χέρι του. Κατόπιν τόν ἔπιασε ἕνα δυνατό κρυολόγημα πού ἔτρεμε ἀπό τήν κεφαλή μέχρι τά πόδια του, σάν νά ἦταν πλησίον τοῦ θανάτου. Αἰσθάνθηκε ἕνα κρῦο χέρι στήν κεφαλή του, μετά ἕνα κῦμα σάν πάγος τόν κυρίευσε στά πόδια του, στήν σπονδυλική στήλη καί σάν μερικά θερμά κύματα νεροῦ νά τόν κατακαίουν, ὥστε ἐπίστευσε ὅτι ἡ ψυχή του θά βγῆ ἀπό τό στῆθος του. Ἡ καρδιά του κτυποῦσε δυνατά καί νόμιζε ὅτι ἔπαθε κάτι τό ἐγκεφαλικό. Τά αὐτιά του ἐβούϊζαν δυνατά καί δέν μποροῦσε πλέον νά ἀκούει οὔτε καί νά βλέπει. Ἤθελε νά ζητήσει ἀπό τόν Ὅσιο Ἰωάννη νά τόν συγχωρήσει, ἀλλά εἶχε χάσει τήν φωνή του. Ἀλλά ὁ νοῦς του ἦτο καθαρός καί νοερά τοῦ εἶπε:
-Ἅγιε Ἰωάννη, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου ἀπό τήν ἀγνωσία μου, ἀλλά τώρα σέ παρακαλῶ, συγχώρεσέ με καί μή μέ παιδεύσεις γιά τήν ἀνοησία μου αὐτή καί τίς ἁμαρτίες μου.
Στήν συνέχεια ἄλλο μεγάλο θαῦμα ἀκολούθησε, διότι ὁ π. Ἀντώνιος ἀπηλευθερώθηκε ἀπ᾿ αὐτές τίς φοβερές δοκιμασίες καί ἀμέσως ἔβαλε τόν δάκτυλο στήν θέσι του. Ἔπεσε γονατιστός δίπλα στήν Λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου, προσευχήθηκε πολύ καί μετά μπῆκε κλαίγοντας στό Ἱερό Βῆμα καί φόρεσε ὅλη τήν ἱερατική στολή του. Κατόπιν ἄναψε τό θυμιατό, ἐθυμίασε τό ἅγιο Βῆμα καί τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου καί γιά πρώτη φορά ἔψαλε τό ὁσιακό τροπάριο τοῦ ἁγίου: «Ἐν σοί Πάτερ, ἀκριβῶς, διεσώθη τό κατ᾿εἰκόνα...». Μετά προσκύνησε καί πάλι τόν Ἅγιο, προσευχήθηκε πολύ, ἄνοιξε τό καπάκι τῆς λειψανοθήκης καί ἀσπάσθηκε τό χέρι τοῦ Ὁσίου. Κατόπιν ἐπῆρε μέ πολλή εὐλάβεια καί σεβασμό τό δάκτυλο του, τό ἔθεσε σ᾿ἕνα μικρό κουτί ἀργυρένιο καί τό ἔδωσε στόν πατριάρχη Διόδωρο.