«Αν κάποιος πιστεύει σε όλα, υποπτεύομαι ότι είναι ηλίθιος.
Αν όμως κάποιος δεν πιστεύει παρά μόνο ό,τι μπορεί να δει
με τα μάτια του, δεν υποπτεύομαι πλέον το τι είναι».
(Γκάρδον – Ούγγρος συγγραφέας)
Δέκα άνθρωποι, δέκα μαθητές αξιόπιστοι, βεβαιώνουν ρητά και κατηγορηματικά στον Θωμά ότι: «ἑωράκαμεν τόν Κύριον». Ενώ βρίσκονταν συνηγμένοι στην οικία με κλειστές τις πόρτες, διά τον φόβο των Ιουδαίων, ήλθε ανάμεσά τους ο Χριστός, στάθηκε και είπε «Εἰρήνη ὑμῖν». Αμέσως δε έδειξε τα χέρια του και την πλευρά του.
Ο Θωμάς όμως παραμένει δύσπιστος. Μία ολόκληρη βδομάδα παραμένει έγκλειστος στο δεσμωτήριο μιας έμμονης αρνήσεως. «Ἐάν μή ἴδω οὐ μή πιστεύσω» (Ιω. 20,25). Προτιμά τον δρόμο της αρνήσεως, επειδή είναι ευκολώτερος από την έρευνα. Αδιαφορεί για την έρευνα. Αντί να επιδείξει το απαιτούμενο ενδιαφέρον, τον ανάλογο ζήλο μελέτης του προβλήματος που τον απασχολούσε, εάν δηλαδή ηγέρθη ο Κύριος πραγματικά, αρκείται σε μια εύκολη και άνυδρη άρνηση. Δεν μπαίνει καν στον κόπο να τρέξει σαν τον Πέτρο, κοντά στο κενό μνημείο, ούτε ξαγρυπνά σαν την Μαρία στον κήπο, όπου ήταν ο τάφος. Η αντίδραση του νωχελής, παγερή, άγονη, αδιάφορη. Η άρνηση! «Ἐάν μή ἴδω οὐ μή πιστεύσω».
Πώς όμως θα δει, αν δεν κοιτάξει και πώς θα μάθει, αν δεν ερευνήσει; Πώς θα διαφωτισθεί, αν δεν μελετήσει και πώς θα πεισθεί, αν δεν εγκύψει πάνω στο πρόβλημα που τον απασχολεί; Κι όμως η συλλογή κάποιων πληροφοριών θα τον βοηθούσε να ανακαλύψει την Ανάσταση του Κυρίου. Να συναντήσει τον ίδιο τον Αναστάντα Κύριο. Τόσοι άλλοι μάρτυρες, εκτός των δέκα, θα τον διεβεβαίωναν ότι «ἠγέρθη ὁ Κύριος»! Οι μαθητές, Λουκάς και Κλεόπας, θα τον πληροφορούσαν ότι πορευόμενοι προς Εμμαούς «ἑωράκαμεν» και συζητήσαμε με τον Κύριο. Οι μυροφόρες θα τον διεβεβαίωναν, «γενόμεναι ὄρθριαι ἐπί τό μνημείον». Ο ίδιος ο κενός τάφος, το σουδάριο, ο αποκεκυλισμένος λίθος θα «ἔκραζαν»· «Ἠγέρθη! οὐκ ἔστιν ὦδε». Ο Θωμάς όμως ζητούσε κάτι διαφορετικό· κάτι παραπάνω… «Ἐν ὁδῷ ᾖ ἐπορεύετο, ὁ Διάβολος ἔκρυψεν παγίδα» (Ψαλ. 141,4). Του σφύριζε στο αυτί την λέξη της αυτοψίας. Ζήτησε λοιπόν να γίνει αυτόπτης, ψηλαφώντας ο ίδιος… για να πιστεύσει. Αυτός ήταν ο μονόδρομος της διαπίστωσης και εξακρίβωσης της αληθείας. Γι’ αυτό τονίζει επίμονα: «Δεν πιστεύω σε τίποτα άλλο, παρά μονάχα σ’ εκείνο που τα μάτια μου βλέπουν και οι αισθήσεις μου ψηλαφούν». Εδώ βρίσκεται το μέγα σφάλμα, εδώ εμφαίνεται η παγίδα στην οποία τον έριξε ο Σατανάς, περιορίζοντας την έρευνα στην ατελή αίσθηση της οράσεως, που άπειρες φορές μας χορηγεί απατηλές πληροφορίες… εξαπατώντας μας δεινά. Άπειρες φορές βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το φαινόμενο της οφθαλμαπάτης μέσα στην έρημο της κοινωνίας μας, δοκιμάζοντας περισσές απογοητεύσεις, αλλά και επώδυνες πτώσεις.
Έτσι ο Θωμάς κινδυνεύει να πάθει ό,τι ακριβώς θα πάθαινε ο Πέτρος, αν δεν προσευχόταν ο Χριστός γι’ αυτόν.
«Ἐγώ δέ ἐδεήθην περί σοῦ, ἵνα μή ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου» (Λουκ. 22,3). Έμμεσα βεβαιώνεται πως η μετάνοια του Πέτρου δεν είχε αφετηρία ανθρώπινη, αλλά … θεϊκή. Τον ίδιο τον Χριστό. Το βλέμμα του Ιησού την ώρα που ξέπεφτε ο Πέτρος στις αρνήσεις, μπροστά στις ασημαντότητες, τον βοήθησε να καταλάβει το κατρακύλισμά του και να επανέλθει «καί στραφείς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ καί ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, ὅς εἶπεν αὐτῷ πρίν αλέκτορα φωνήσαι ἀπαρνήσῃ με τρεῖς. (Λουκ. 22,61).
Το ίδιο ακριβώς κάνει ο Χριστός και στην περίπτωση του Θωμά.
Ένας πατέρας αγαπά όλα τα παιδιά του εξ ίσου και παρομοίως τα καθοδηγεί νουθετώντας τα. Ο Θωμάς λοιπόν δεν ήταν άπιστος. Όμως κινδυνεύει να γίνει. Γι’ αυτό ο Κύριος του απηύθυνε «μή γίνου ἄπιστος». Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι στο τέλος της διαδρομής βρίσκεται η απώλεια της πίστεως. Η απώλεια της ψυχής. Τότε ο Κύριος μπορεί να απευθύνει «μή ἔσο ἄπιστος». Τότε όμως θα είναι αργά… Γι’ αυτό λοιπόν ο Χριστός, μπαίνει στον κόπο ξανά και εμφανίζεται και στον Θωμά, για τον Θωμά. Πραγματοποιεί την πρώτη αναστάσιμη επαφή με τον μαθητή του. Αυτή η συνάντηση πραγματώνεται μέσω μιας ευθείας υποδείξεως και ενός πλαγίου ερωτήματος του αναστάντος διδασκάλου προς τον μαθητή Θωμά. Στόχος η ταχεία ανέλκυση από το απροσδιόριστο χάος. Η υπόδειξη επικεντρώνεται στον δρόμο της απιστίας. «Μή γίνου ἄπιστος». Και το ερώτημα στηλιτεύει την πράξη της αυτοψίας. «Ὅτι ἑώρακας με πεπίστευκας;»
Διακριτικός πάντοτε ο Χριστός, έτσι και τώρα, με έναν ευγενικό έλεγχο ψέγει τον ψηλαφούντα μαθητή. Ψέγει όχι την διάθεση προς έρευνα, αλλά τον σφαλερό δρόμο προς αυτήν. Ψέγει την μέθοδο της αυτοψίας και την αδιαφορία της υγιούς ερεύνης. Αλλά μέσω αυτής της γλυκειάς επιπλήξεως οδηγεί τον άδολο Θωμά στην ομολογία του: «Ὁ Κύριος μου καί ὁ Θεός μου». Η επαναφορά του στην πρότερη θέση, επετεύχθη.
Έτσι η εβδομάδα που διαδέχεται την ανάσταση είναι η εβδομάδα του αγίου Θωμά, «του απίστου Θωμά». Είναι το λεγόμενο Αντίπασχα. Το «αντί» δεν σημαίνει αντίθεση, αλλά διαδοχή, σύμπλευση και συμπόρευση, γιατί στο πρόσωπο του αποστόλου συνεχίζεται η ανάσταση.
Ας εντρυφήσουμε όμως στις «Αναστάσιμες επιστολές» του Ρώσου φιλοσόφου Vladimir Soloviov μελετώντας το φαινόμενο της απιστίας, όπως το ερμηνεύει ο ίδιος.
«Σε μια εποχή που κυριαρχεί η απιστία, είναι σημαντικό να ξέρουμε με τι τύπο απιστίας έχουμε να κάνουμε.
Αν πρόκειται για το είδος της απιστίας που είναι χοντροκομμένη υλιστική, ζωώδης, ανίκανη να υψώσει το πνεύμα ως την αντίληψη της αλήθειας, δεν αξίζει τον κόπο ούτε καν να μιλάμε γι’ αυτήν.
Αν πρόκειται για μια απιστία δόλια, συνειδητή, που κάνει χρήση κάθε είδους μισο-αλήθειες, από φόβο και έχθρα για την ολοκληρωτική αλήθεια, τότε χρειάζεται να παρακολουθούμε άγρυπνα αυτό το φίδι, χωρίς οργή και χωρίς φόβο, ξεσκεπάζοντας όλες του τις πονηρίες και τα τεχνάσματα.
Τέλος, αν έχουμε να κάνουμε με την καθαρά ανθρώπινη δυσπιστία, την συνειδητή, που απλώς θέλει να βεβαιωθεί οριστικά για την τέλεια αλήθεια, μία δυσπιστία που μοιάζει με αυτήν του αποστόλου Θωμά, αυτή έχει κάθε δικαίωμα να αναγνωρισθεί ηθικά. Κι αν δεν μπορούμε, σαν τον Χριστό, να δώσουμε στους ανθρώπους, που δυσπιστούν μ’ αυτό τον τρόπο, τις μαρτυρίες της αλήθειας που αναζητούν, δεν πρέπει με κανένα τρόπο να τους αποδοκιμάζουμε και να τους απορρίπτουμε. Χωρίς αμφιβολία, αυτοί οι λεγόμενοι άπιστοι θα «προαγάγουν» στην βασιλεία του Θεού πάρα πολλούς πιστούς».
Τον επίλογο και τα ειδικώτερα σχόλια τα αφήνουμε στον ιερέα Dimitri Doudko.
«Ο Χριστός δεν καταδίκασε το Θωμά, αλλά τον έπεισε με τα μέσα που εκείνος απαιτούσε· τον άφησε δηλαδή να βυθίσει τα δάχτυλα στις πληγές που άφησαν τα καρφιά. Ο απόστολος Θωμάς δεν είναι το σύμβολο της αμφιβολίας, αλλά της βεβαιότητος. Τα λόγια του: «ἐάν μή ἄδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τόν δάκτυλόν μου εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τήν χεῖρα μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ, οὐ μή πιστεύσω» δεν αποδεικνύουν απιστία και πολύ λιγότερο απιστία υλιστικού τύπου. Οι αποδείξεις για την ανάσταση του Χριστού, είναι οι πληγές του Χριστού. Με άλλα λόγια είναι αδύνατον να κατανοήσουμε την πραγματικότητα της αναστάσεως του Χριστού, μόνο και μόνο με αφηρημένες λογικές έννοιες. Για να την κατανοήσουμε πρέπει να υποστούμε τις πληγές του Χριστού και τους πόνους του».
Ας καταστούμε λοιπόν, και εμείς οι σύγχρονοι, ειλικρινείς και έντιμοι ερευνητές. Η αξιόπιστη μαρτυρία πάντοτε μετρούσε και μετράει.
Την επιπόλαια ή έντεχνη–κακόβουλη ψηλάφηση, ας την αφήσουμε στους ανυπόφορους, στενοκέφαλους δοκησίσοφους της άρνησης, που τραβούν τον μονόδρομο της απόρριψης της αληθείας της πίστεως μας, επειδή… δεν την βλέπουν.
Όμως ας απαντήσουν τίμια. Σκέφτηκαν ποτέ μέσα στην σκοτεινή τους διάνοια να ψηλαφήσουν πρόσωπα της ιστορίας από τον Περικλή ως τον Καποδίστρια, για να αποδείξουν την ύπαρξη τους; Γιατί λοιπόν επιζητούν ψηλάφηση της πίστεώς μας, προκειμένου να αποδείξουν την ένζωη παρουσία της;
Γιατί θέλουν να αντικρύσουν την αλήθεια με τα μάτια τους τα υλικά; Για να την… σκοτώσουν; «ἦραν οὖν λίθους ἵνα βάλωσιν ἐπ’ αὐτόν· Ἰησοῦς δέ ἐκρύβη, καί ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ διελθών διά μέσου αὐτῶν» (Ιω. 8,58).
Η αλήθεια λοιπόν υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Πολλές φορές όμως κρύβεται για να… επιβιώσει. Κατά τα άλλα, οι «άλλοι» δεν την βλέπουν γιατί είναι «τυφλοί τά τ’ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ’ ὄμματα».