Πρωτ. ΙΩΑΝΝΗΣ
ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΗ
ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ Ή ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ
Κριτικὲς τοποθετήσεις στὸ βιβλίο «Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία» τοῦ Ἀρχιεπ. Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου
ΑΘΗΝΑ 2003
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Οἰκουμενισμὸς καὶ θρησκεῖες
Πρόλογος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ
1. Κατάταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεταξὺ τῶν
Θρησκευμάτων-Σεβασμὸς σ' ὅλα τὰ θρησκεύματα καὶ τὶς ἐμπνεύσεις τους;
2. Ἡ θεωρία της «μὴ ἀποκλειστικότητος».
3. Ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς Ὁδοῦ ἐφεύρημα τῆς δυτικῆς
«θεολογίας»;
Ἀπαραίτητη διασάφηση: Φυσικὴ ἔξωθεν καὶ πνευματικὴ ἔσωθεν
γνώση τοῦ Θεοῦ.
4. Ὑπάρχει «παγκοσμιότητα τῆς θείας Ἀποκαλύψεως σὲ ὅλα τὰ ἔθνη»
ἀνεξαρτήτως τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ Ἐκκλησίας; Ὑπάρχει δυνατότητα θεογνωσίας
στὰ ποικίλα θρησκεύματα;
5. Μήπως ἡ θέση ὅτι οἱ θρησκεῖες εἶναι δαιμονικὲς εἶναι μία
«ἀφελὴς ἀκρότητα... μία ἀρνητικὴ ψευδαίσθηση» ποῦ προέρχεται ἀπὸ παλαιὲς ἀόριστες
γνώσεις;
6. Καὶ ἄλλα ἀμείλικτα ἐρωτήματα εἰδικώτερα γιὰ τὸ Ἰσλάμ. Ὑπάγονται
oι Μουσουλμάνοι στὰ «ἔθνη»; Ἡ ἐπικαιρότητα τῆς μαρτυρίας τῶν Νεομαρτύρων.
7. Εἶναι οἱ Μουσουλμάνοι μέτοχοί της Διαθήκης τοῦ Ἀβραάμ;
8. Ὅλες οἱ προηγούμενες τοποθετήσεις διάχυτες στὰ γραπτά του
Ἀρχιεπ. κ. Ἀναστασίου φανερώνουν ἕνα πανθρησκειακὸ συγκρητισμό;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ-Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Α) Ἡ θρησκευτικὴ ἐμπειρία.
1. «Κοινὴ» θρησκευτικὴ ἐμπειρία-Εἰσαγωγικὲς παρατηρήσεις.
2. Ἡ θρησκευτικὴ ἐμπειρία ἐνδοκοσμικό, ψυχολογικὸ μέγεθος-ἀτυχὲς
μέσο γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
3. Τὸ περιεχόμενο τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας κατὰ τὸν
συγγραφέα.
α) Ἡ σταδιακὴ θρησκευτικὴ ἐμπειρία τοῦ «Ἁγίου».
β) Οἱ Χριστιανοί, μαθητὲς τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας τοῦ
Κορανίου!
γ) «Ἐνόραση» καὶ «Διαίσθηση».
Β) Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΡΙΤΟ
ΠΡΟΣ ΜΙΑ «ΝΕΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ»
1. Μία «ἐλαστικὴ» Ἐκκλησιολογία.
2. Ἕνα καίριο ἐρώτημα: Ταυτίζεται ἡ πρὸς πάντας ἀγάπη μὲ τὴν
ἐν Χριστῷ ἑνότητα, τὴν ἐν τὴ Ἐκκλησία κοινωνία;
Μία ἀπαραίτητη παρέκβαση: Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος-Μοναχὴ
Γαβριηλία. «Διεθνής της Ἀγάπης» - «Ἀσκητική της Ἀγάπης».
Μία ἀκόμη παρέκβαση: Olivier Clement- Ἐπίσκοπος ὅρους
Λιβάνου Γεώργιος Khodre.
3. Μία πανθεΐζουσα Πνευματολογία, ὑπεύθυνη μίας ἐσφαλμένης Ἐκκλησιολογίας.
α) Οἰκοδομῆ τοῦ «θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας» διὰ τῆς χορηγίας τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καὶ ἀντιχριστες δομὲς-Βαβέλ.
β) Ποῦ δρᾶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα; Εἶναι ἀνεπαρκὴς ἐν προκειμένω ἡ Ὀρθόδοξη
Θεολογία;
γ) Τί σημαίνει ἡ Κυριακὴ ρῆσις «τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ»»;
(Ἰω. 3:8 ).
δ) Ἔχουν ὅλες οἱ θρησκεῖες χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;.
ε) Ὑπάρχει δυνατότητα καθάρσεως τῆς καρδίας στὶς διάφορες
θρησκεῖες;.
ζ) Πρὸς μία κοινὴ γιὰ ὅλους θρησκεία - « Ἐκκλησία»;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
1. Μία... «ἐλαστικὴ» Ἐκκλησιολογία;
2. Τὸ Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος πρότυπο κοινωνίας ἀγάπης ἢ
χρηστικὸ ἐργαλεῖο τῆς παγκοσμιοποιήσεως;
3. Μήπως λόγοι ποιμαντικοὶ ἐπιβάλλουν τὴ θεολογικὴ γλώσσα καὶ
μέθοδο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κατὰ τὴν ἐπικοινωνία μὲ ἀλλόθρησκα
περιβάλλοντα;
4. Μία θολὴ Ἐσχατολογία-Μία «ἐσχατολογικὴ παγκοσμιότητα».
Παρένθεση: Ἡ οἰκουμενικότητα «ὅραμα» ἢ πραγματικότητα;
5. Ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων ἐν τῷ Χριστῷ ἢ ὠριγενίζουσα ἀποκατάσταση
τῶν πάντων;
6. Εἰδικώτερα γιὰ τὴν Παγκοσμιοποίηση.
α) Κριτικὴ στάση τοῦ συγγραφέως ἔναντί της
Παγκοσμιοποιήσεως.
Κι ἄλλη παρένθεση: ἡ σύγχρονη μάστιγα τῆς διγλωσσίας καὶ οἱ
«ὑπέροχες δυνατότητές» της.
β) Οἱ τελικὲς κρίσεις τοῦ συγγραφέως γιὰ τὴν
παγκοσμιοποίηση.
γ) Στάση καὶ ρόλος τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντί της παγκοσμιοποιήσεως.
Οἱ θέσεις τοῦ συγγραφέως καὶ οἱ ἐνστάσεις μας.
δ) Μία ἄλλη «παγκοσμιοποίηση»: Ἡ Ὀρθόδοξη Ρωμιοσύνη-Σφοδρὴ ἐναντίωση
στὴν εἰδωλολατρία καὶ τὴν αἵρεση.
ε) Ἡ «θρησκευτικὴ ἐλευθερία» τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σεκτῶν δὲν
κομίζει τὴν οἰκουμενικότητα ἀλλὰ τὴν ἀποσύνθεση τῶν κοινωνιῶν.
Ἡ ἐν Χριστῷ πνευματικὴ ἐλευθερία.
ς) Ἀπομονωτισμὸς καὶ ἐσωστρέφεια.
ζ) Ἁπλὲς σκέψεις σὰν ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὴν Παγκοσμιοποίηση.
ΕΠIΛΕΓΟΜΕΝΑ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ἀνάγκη ἐπιτακτική της νηπτικῆς ἐργασίας.
ΜΙΑ ΑΝΤΙΠΡΟΤΑΣΗ.
ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ-ΟΜΟΛΟΓΙΑ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ.
Οἰκουμενισμὸς καὶ θρησκεῖες.
«...Τί σημαίνει κατὰ βάθος ὁ ἐπάρατος Οἰκουμενισμός; ... Ὑπὸ
τὸν ἐπάρατον Οἰκουμενισμὸν δὲν κρύπτεται ἁπλῶς μία αἵρεσις. Κρύπτεται αὐτὴ αὔτη
ἡ ἄρνησις τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ χαρακτῆρος τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως. Κατὰ τοῦτο ὁ Οἰκουμενισμὸς
εἶναι χείρων πάσης αἱρέσεως. Ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου... καθὼς καὶ πᾶσαι αἳ ἄλλαι αἱρέσεις,
ὠχριῶσιν ἐνώπιόν του τέρατος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διότι πᾶσαι αἳ Χριστιανικαὶ αἱρέσεις,
καὶ αἳ πλέον βλάσφημοι, οὐδὲ διενοοῦντο καν νὰ ἀμφισβητήσωσι τὴν μοναδικότητα
καὶ ἀποκλειστικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἀληθείας ἐξ ἀποκαλύψεως. Δία πάσας τὰς
αἱρέσεις ὁ Χριστιανισμὸς ἦτο τὸ μονοπώλιον τῆς ἀληθείας καὶ τῆς σωτηρίας. Ἐνῶ
διὰ τὸν Οἰκουμενισμὸν πασαι αἳ Θρησκεῖαι ἔχουσι στοιχεῖα ἀληθείας καὶ στοιχεῖα
πλάνης, ὁ δὲ Χριστιανισμὸς δὲν ἀποτελεῖ εἰμὴ μίαν Θρησκείαν μεταξὺ τῶν λοιπῶν, ἴσως
τὴν εὐγενεστέραν, ἀλλὰ πάντως ὄχι τὴν μοναδικῶς ἀληθινήν...Ἀπὸ Χριστοῦ ἕως
σήμερον πολλαὶ καὶ ποικίλαι αἱρέσεις ἀνεφάνησαν. Ποία ὅμως Χριστιανικὴ αἵρεσις,
ποῖος αἱρετικὸς ἰσχυρίσθη ποτὲ ὅτι “ὄλαι αἳ Θρησκεῖαι ὑπηρετοῦν τὸν Θεὸν καὶ τὸν
ἀνθρωπον”; Ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοὶ ἐπίστευσαν καὶ διεκήρυξαν ὅτι μία μόνη Θ ρ η
σ κ ε ί α “ὑπηρετεῖ τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἀνθρωπον”, ἡ ἀληθὴς θρησκεία, ἡ
Θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, αἳ δὲ λοιπαὶ πᾶσαι ὑπηρετούσι οὐχὶ τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἄνθρωπον,
ἀλλὰ τὸν Διάβολον, ἒφ' ὅσον προσφέρουσι τὴν πλάνην καὶ τὸ ψεῦδος καὶ κρατούσι τὸν
ἄνθρωπον μακράν του φωτὸς καὶ τῆς σωζούσης ἀληθείας».
(Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, Ἄρθρα, Μελέται - Ἐπιστολαί,
Ἐπιμέλεια Ι.Κ.Γ., Ἐν Ἀθήναις 1981 σ. 163-164).
Γενικὰ
Ἡ Πανθρησκεία ὄργανο τῆς Νέας Τάξεως πραγμάτων
ἀπειλῆ στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ Σιδηρᾶ Ν. Τάξη Πραγμάτων μὲ ἀπαίτηση παγκόσμιας κυριαρχίας
(ἤδη ἀκούγονται φωνὲς γιὰ τὴν ἀνάγκη μίας παγκόσμιας κυβέρνησης) ἐκτὸς ἀπὸ τὸ
χρῆμα, τὰ ὄπλα, τὴν πληροφορία, τὴν ἀσφάλεια καὶ τὰ Μ.Μ.Ε. ἔχει ἀνάγκη καὶ τὴν ἰδεολογικὴ
καὶ πρὸ πάντων τὴ θρησκευτικὴ κάλυψη τῆς Ν. Ἐποχῆς. Τὴν κάλυψη αὐτὴ παρέχει ἡ Ν.
Ἐποχὴ μὲ τὶς ἀποκρυφιστικὲς δοξασίες ποὺ διαχέει παντοῦ, μὲ τὸ κήρυγμα ἀναμονῆς
ἑνὸς Νέου Μεσσία, ἑνὸς «ἀβατάρ», ποὺ θὰ δώσει καινούργια, παγκόσμια γνώση καὶ εὐτυχία,
ποὺ θὰ καταργήσει κάθε ἀποκλειστικότητα πίστεως, κάθε μισαλλοδοξία στὴ Ν. Ἐποχὴ
τοῦ Ὑδροχόου1. Τελικὸς στόχος φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν Θρησκειῶν, ἡ
Πανθρησκεία.
Ἡ Πανθρησκεία ἔχει ἕνα ἰδεολογικὸ ἐργαλεῖο, τὸν Οἰκουμενισμό,
ὁ ὁποῖος ξεκίνησε σὰν διαχριστιανικός2 καὶ κατήντησε διαθρησκειακός, ἔχει ἕνα
στρατηγεῖο, τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν στὴ Γενεύη κι ἕνα ἀρχηγό, ἕνα
πλανητικὸ ἀρχηγὸ ὅλων τῶν θρησκειῶν, τὸν Πάπα. Τρεῖς φορὲς τὰ τελευταία χρόνια
στὴν Ἀσσίζη ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ συμπροσευχήθηκαν ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν θρησκειῶν, ἐνῶ
ἐπανειλημμένα ὁ Πάπας προσεύχεται μὲ τοὺς Ἑβραίους στὶς συναγωγὲς καὶ μὲ τοὺς
μουσουλμάνους στὰ τζαμιά.
Αὐτὴ εἶναι συνοπτικὰ ἡ πορεία, βιαστικὴ ὅπως φαίνεται,
πρὸς τὴν πανθρησκεία3. Στὰ πλαίσια τῆς στρατηγικῆς γιὰ τὴν προώθηση τῆς
πανθρησκείας ἐπιστρατεύονται ἢ καὶ χρησιμοποιοῦνται ποικίλα πρόσωπα ποὺ κατέχουν
ὑψηλὲς θέσεις ἀκόμα καὶ στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι ὁ προκάτοχος τοῦ σημερινοῦ
Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, Παρθένιος ἰσχυριζόταν δημόσια ὅτι καὶ ὁ Μωάμεθ εἶναι ἕνας
προφήτης τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ Ἐλβετίας Δαμασκηνὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὶς συνεχῶς ὀργανούμενες
διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ τὴ δήλωσή του ὅτι «κατὰ βάθος μία Ἐκκλησία ἢ ἕνα
τέμενος ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»4, ἐξέδωσε μέσα
σὲ εἰδικὴ θήκη τὰ «Ἱερὰ κείμενα», δήλ. τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ
τό... Κοράνι!
Ἀπὸ δῶ καὶ κάτω ἀρχίζουν τὰ δύσκολα. Ἐπειδὴ ὁ
λόγος ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι περὶ τῆς ἀληθείας καλοῦνται οἱ ἀναγνῶστες μὲ φρόνημα ἀνδρῶο
καὶ ἡγεμονικὸ νὰ μείνουν ἀμετακίνητοι καὶ ἑδραῖοι στὴν ἀλήθεια, στὴ
μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα τοῦ προσώπου τοῦ γλυκύτατου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ,
νὰ μὴ παραπλανηθοῦν καὶ ἀπατηθοῦν ἀπὸ πρόσωπα ποὺ ἐκθέτουν πλάνες καταστροφικὲς
γιὰ τὴ σωτηρία μας. Συναισθηματικὲς ἐξαρτήσεις, ἐντέχνως καλλιεργούμενες, πρὸς ἐπίσημα
πρόσωπα μὲ τὴν προβολὴ ἑνὸς θελκτικοῦ image τοὺς δὲν πρέπει νὰ ἀγγίζουν τὴν
καρδιὰ τῶν ὀρθοδόξων. «Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἠμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμὶν
παρ' ὁ εὐηγγελισάμεθα ὑμίν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γάλ.1,8) μᾶς διδάσκει ὁ θεῖος Ἀπόστολος.
Καὶ τί εἶναι λαμπρότερο καὶ ὀμορφότερο ἀπὸ ἕναν ἄγγελο!
Ὅσα θὰ λεχθοῦν
εἶναι μία κριτικὴ στὶς θρησκευτικὲς ἰδέες καὶ ἀπόψεις ποὺ διατυπώνονται στὸ
βιβλίο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου Γιαννουλάτου «Παγκοσμιότητα καὶ
Ὀρθοδοξία» (Ἐκδόσεις Ἀκρίτα 2000). Ἡ κριτική μας δὲν ἔχει χαρακτήρα προσωπικῆς ἐπιθέσεως
ἂν καὶ πολλοὶ ἀντὶ νὰ τοποθετηθοῦν καὶ νὰ ἀπαντήσουν στὶς ἐκφερόμενες ὑπὸ
διαφόρων θέσεις κι ἀντιθέσεις ἀρέσκονται νὰ φορτίζουν συναισθηματικὰ τὴν
«πολιτισμένη» ἀτμόσφαιρα τῆς διακινήσεως ἰδεῶν καὶ ἀπόψεων κατηγορώντας τοὺς ἀσκοῦντας
κριτικὴ γιὰ ἔλλειψη εὐγένειας καὶ «τάκτ», γιὰ μισαλλοδοξία καὶ φανατισμό, γιὰ ἄδικες
προσωπικὲς ἐπιθέσεις. Βέβαια εἶναι ἀδύνατον κάνοντας κριτικὴ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε
μὲ ἀκρίβεια στὶς ὑπογεγραμμένες ἐπώνυμες ἀπόψεις τοῦ πολυδιαφημισμένου αὐτοῦ
βιβλίου.
Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων καὶ πάσης Ἀλβανίας
κ. Ἀναστάσιος, καθηγητὴς θρησκειολογίας περιλαμβάνει στὸ βιβλίο τοῦ ὁμιλίες ποὺ
ἔκαμε σὲ διάφορους ἀκαδημαϊκοὺς χώρους, διεθνῆ διαθρησκειακὰ καὶ
θρησκευτικοπολιτικὰ Fora. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ αὐξάνει καὶ τὴν εὐθύνη τοῦ ἔναντι ὅλων
τῶν ἀποδεκτῶν τῶν μηνυμάτων του, γιατί ὅλοι οἱ χριστιανοὶ τῶν διαφόρων Ὁμολογιῶν
καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τῶν διαφόρων θρησκειῶν γνωρίζοντας τὸν ὡς ἕνα φημισμένο ἡγέτη
μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας τὸν θεωροῦν καὶ αὐθεντικὸ ἐκφραστὴ τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως. Γι' αὐτὸ κρίνουμε ἀπαραίτητο νὰ ἐξετάσουμε τὶς βασικὲς θέσεις τοῦ
βιβλίου, ἐπειδὴ φρονοῦμε ὅτι πολλὲς ἀπ' αὐτὲς παρεκκλίνουν τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως καὶ Θεολογίας καὶ ἀποτελοῦν πρόσκομμα στὴ σωτηρία καὶ σκάνδαλο στὴν ἐν
Χριστῷ τρίβο τῶν ἀδελφῶν μας καὶ τῶν πνευματικῶν μας τέκνων. Ἐξ ἄλλου ὅ,τι
γράφει ἕνας ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἰδιωτική του ὑπόθεση, ἀλλὰ ἀπόθεση ὁλοκλήρου
της Ἐκκλησίας. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα ἀκόμη καὶ οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου
πρὸς τὸν Τιμόθεον καὶ πρὸς τὸν Τίτο, οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ποὺ γράφονται γιὰ
τὸν "κράτιστο Θεόφιλο", ἡ Γ' Ἐπιστολὴ Ἰωάννου πρὸς Γάϊον εἶναι κτῆμα ὅλης
της Ἐκκλησίας. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Ἐπιστολὲς καὶ οἱ πραγματεῖες τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀποτελοῦν
θησαυρὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐπειδὴ ὑπομνηματίζουν τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ
πλουτίζουν τὴ θεολογία μας. Γι' αὐτὸ γίνονται ἀποδεκτὲς μὲ εὐγνωμοσύνη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία μας. Καὶ ἀντιθέτως κείμενα αἱρετικῶν καὶ κείμενα ποὺ δὲν συνδέονται μὲ
τὴν ὀρθόδοξη θεολογία κρίνονται, κατακρίνονται καὶ ἀποβάλλονται ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς
Ἐκκλησίας.
1. Περὶ «Νέας Ἐποχῆς» βλ. π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, Ἀποκρυφισμός,
Γκουρουϊσμός, «Νέα Ἐποχή», ἔκδοσις Ι. Μητροπόλεως Νικοπόλεως καὶ τὸ εἰδικὸ
τετρασέλιδο «Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴ λεγομένη Νέα Ἐποχή», Ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ
«Παρακαταθήκη» (μοναχὸς Ἀρσένιος Βλιαγκόφτης).
2. Περὶ Οἰκουμενισμοῦ βλ. (Γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ) Β.
Σταυρίδου-Εὐαγγελίας Βαρελὰ Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως. Πατριαρχικὸ Ἵδρυμα
Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1996. Ἐπίσης γιὰ μία ὀρθόδοξη τοποθέτηση βλ. Ἀρχιμ. Ἰουστίνου
Πόποβιτς, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, ἔκδοσις «Ὀρθόδοξη Κυψέλη» καὶ τὸ
«Ὑπόμνημα περὶ Οἰκουμενισμοῦ Πρὸς τὸν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καὶ
πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλον», Ἔκδοσις Περιοδικοῦ «Παρακαταθήκη» 1999.
3. Μόνο μέσα σὲ Δεκέμβριο 2001-Μάρτιο 2002 μὲ πρωτοβουλία ἢ
συμμετοχὴ Ὀρθοδόξων πραγματοποιήθηκαν τέσσερεις διαθρησκειακὲς συναντήσεις: Στὶς
Βρυξέλλες μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στὸ Ἰρᾶν μὲ ἐπίσκεψη τοῦ
Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου στὴν Τεχεράνη, καὶ στὴν Ἀσσίζη μὲ πρωτοβουλία τοῦ Πάπα
καὶ συμμετοχὴ δύο Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν καὶ ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
πλὴν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ στὴν Κύπρο μὲ πρωτοβουλία τῆς Μονῆς Κύκκου.
4. Ὑπόμνημα περὶ Οἰκουμενισμοῦ σελ. 12 -13.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἕνα βιβλίο ποὺ περιέχει κριτικὴ εἶναι ἑπόμενο νὰ
προκαλέσει δυσαρέσκεια στὸ συγγραφέα καὶ σ' ὅσους συμφωνοῦν μὲ τὶς θέσεις του.
Ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Φωτοπουλος, μὲ ὑψηλὸ αἴσθημα Ὀρθοδόξου
ποιμαντικῆς εὐθύνης, χωρὶς φόβο καὶ πάθος κάνει κριτικὴ στὸ βιβλίο
«Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία», ἐκδόσεις Ἀκρίτας 2000, τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου
Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου Γιαννουλάτου.
Τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννη Φωτοπουλου ἔχει ὡς ἐπικεφαλίδα
«Θεανθρώπινη Καθολικότητα ἢ Πανθρησκειακὴ Παγκοσμιότητα;». Μὲ τὸ βιβλίο τοῦ αὐτὸ
ἀποδεικνύει τεκμηριωμένα ὁ π. Ἰωάννης τὸν περιεχόμενο πανθρησκειακὸ συγκρητισμό
του ὡς ἄνω βιβλίου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κ. Ἀναστασίου Γιαννουλάτου.
Εἶναι γνωστὸ βέβαια στοὺς θεολόγους καὶ κληρικοὺς ποὺ ἀσχολοῦνται
μὲ τὴν οἰκουμενικὴ κίνηση, ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀναστάσιος μετεῖχε ἀπὸ παλαιὰ στὶς
συνεδριάσεις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καὶ σὲ ἄλλες παραπλήσιες οἰκουμενιστικὲς
ἐκδηλώσεις. Ἐπίσης εἶναι γνωστὴ ἡ ἐνασχόλησή του μὲ τὸ Ἰσλὰμ καὶ τὸ Κοράνιο ἀπὸ
τὶς παραδόσεις του στοὺς φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Ἡ ἔκδοση ὅμως τοῦ βιβλίου τοῦ «Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία» ἀποτελεῖ
τὴ σύνοψη τῶν πανθρησκειακῶν ἀπόψεών του, ποὺ ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ παράγοντες τῆς
νεορθόδοξης κουλτούρας καὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ πανθρησκειακοῦ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος
συγκρητισμοῦ.
Τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννη Φωτοπουλου ἐπισημαίνει τὸν ὑπερβολικὸ
ἐνθουσιασμὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου γιὰ ὅλα τὰ κοινὰ θρησκευτικὰ στοιχεῖα
ποὺ ἀνακαλύπτει ἀνάμεσα στὴν Ὀρθοδοξία καὶ στὶς ἄλλες θρησκεῖες.
Μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ μελέτη ὁ π. Ἰωάννης παραθέτει ἐκεῖνα τὰ
πατερικὰ χωρία ποὺ σχετίζονται μὲ τὰ θέματα ποὺ θίγει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος. Γιὰ νὰ μὴ
δημιουργηθεῖ ἀσάφεια ἢ παρανόηση τῶν ἀρχαίων πατερικῶν κειμένων, παραθέτει καὶ
τὴ μετάφρασή τους. Ὅπου εἶναι ἀπαραίτητο ἐπιστρατεύει καὶ ἄλλα Πατερικὰ κείμενα
γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἡ συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων πάνω σὲ θέματα σύγκρισης μὲ τοὺς
ἑτεροδόξους καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους. Εἶναι πάρα πολὺ προσεγμένη ἡ ἐπιλογὴ τῶν
Πατερικῶν χωρίων, τὰ ὁποία ἀναιροῦν μὲ σαφήνεια καὶ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τὸν πανθρησκειακὸ
συγκρητισμὸ -φανερὸ ἢ καμουφλαρισμένο- τοῦ βιβλίου «Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία»
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου.
Ὅσοι διαβάσουν τὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου ἀπροκατάληπτα,
θὰ διαπιστώσουν τὴν πανθρησκειακὴ συγκρητιστικὴ νοοτροπία του, ἡ ὁποία δὲν εἶναι
σύμφωνη μὲ τὴν ποιμαντικὴ δραστηριότητα ἑνὸς ὀρθοδόξου ποιμένος.
Ἑκατομμύρια χριστιανῶν ἐθυσίασαν τὴ ζωὴ τοὺς ὁμολογώντας τὴ
μοναδικότητα τῆς Σωτηρίας ποὺ παρέχει μόνον ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι ὅλες οἱ ἄλλες, οἱ
ψευδεῖς θρησκεῖες μαζί. Ἀναρίθμητοι μάρτυρες τῶν τελευταίων χρόνων ἔδωσαν
σθεναρὰ ὁμολογία κατὰ τῆς ψευδοθρησκείας τοῦ Ἰσλὰμ καὶ γι' αὐτὸ καταδικάστηκαν
καὶ μαρτύρησαν.
Εἶναι λοιπὸν ἄξιο μεγίστης ἀπορίας τὸ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ
βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα ἢ τὴ γραφίδα ἑνὸς Ὀρθοδόξου ἱεράρχου ἄρθρα μὴ σύμφωνα μὲ
τὰ φρονήματα καὶ τὴ μαρτυρικὴ ὁμολογία πάντων τῶν ἁγίων μαρτύρων τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας μας.
Ἂν μὴ τί ἄλλο τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰω. Φωτόπουλου ἐκφράζει τὴν ἀπορία
πολλῶν μελῶν τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μᾶς —κληρικῶν καὶ λαϊκών— γιὰ τὸ
πὼς μποροῦν νὰ υἱοθετοῦνται σήμερα μετὰ ἀπὸ τόσο πλουσιοπάροχη ἀποτεθησαυρισμένη
μαρτυριολογικὴ Ἐκκλησιολογικὴ ἐν Χριστῷ ὁμολογία τοποθετήσεις ποὺ σχετικοποιοῦν
τὴ μοναδικότητα τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Μίας, Ἁγίας,
Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Του.
Τὰ παραπάνω γραφόμενα καὶ ἡ κριτικὴ ποὺ ἀκολουθεῖ ἐπ' οὐδενὶ
ἀποτελοῦν αἰχμὲς ἀτομικὲς κατὰ τοῦ λίαν ἀξιοσέβαστου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου.
Ἡ κριτικὴ εἶναι κραυγὴ πόνου γιὰ τὴν ἀποδόμηση τῶν ὁρίων τῆς ἐν Χριστῷ Ὀρθοδόξου
ἀληθείας καὶ ζωῆς «ἃ ἔθεντο οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἠμῶν».
Οἱ ἀπόψεις καὶ οἱ χαλαρὲς ἐκκλησιολογικὲς τοποθετήσεις τοῦ
Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας ἔρχονται σὲ μία ἐποχὴ ποὺ πιέζει ἀφόρητα ὅλους
τους ἐπὶ μέρους ἐνδοκοσμικοὺς φορεῖς νὰ ἐπιδείξουν τὶς μέγιστες δυνατὲς
συγκλίσεις γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ τὸ ὅραμα τῆς «Νέας Ἐποχῆς» γιὰ μία ἑνοποιημένη
παγκόσμια κοινωνία σ' ὅλα τὰ ἐπίπεδα ζωῆς.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δὲν ἐπέδειξε ποτὲ οὔτε θεσμικὰ οὔτε ἀτομικὰ
τὴ διάθεση νὰ ἀνακατέψει τὸ σκοτάδι μὲ τὸ Φῶς, τὴ Ζωὴ μὲ τὸ θάνατο, τὸν Χριστὸ
μὲ τὸ Βελίαρ.
Ἡ Ἑλληνικὴ κοινωνία μᾶς βαθειὰ ποτισμένη ἀπὸ τὴν ἄκτιστη
Χάρη τοῦ Ὀρθοδόξου πραγματικοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Ἁγίου Χρίσματος γεννοῦσε
πάντοτε ἀνθρώπους ποὺ βίωναν τὴ θεανθρώπινη καθολικότητα καὶ συμπεριφέρονταν ἀνοιχτὰ
καὶ μὲ ἀγάπη καὶ πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ πρὸς τοὺς ἀλλοπίστους. Σπάνιες εἶναι
οἱ ἐξαιρέσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες κάποιοι «ὑπερορθόδοξοι» ἐπεδείκνυαν ἀήθη μὴ
χριστιανική, μὰ ἀγαπητικὴ συμπεριφορὰ πρὸς τοὺς μὴ ὀρθοδόξους. Ποτὲ ὅμως οὔτε οἱ
μὲν οὔτε οἱ δέ, ἐπέτρεπαν σὲ κανένα νὰ νοθεύσει τὴ μόνη ἀληθινὴ πίστη πρὸς τὴν
Παναγία Τριάδα, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὴν Κυρία Θεοτόκο, τοὺς Ἁγίους μας
καὶ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς θεανθρώπινους θεσμοὺς ποὺ διαχρονικὰ ἔχει συνάψει ἡ Ἐκκλησία
μας στοὺς κόλπους της.
Ὁ ὅρος «πολυπολιτισμικὴ κοινωνία» εἶναι πολὺ φτωχὸς γιὰ νὰ ἐκφράσει
τὴν ἀπέραντα μεγάλη ἀγκαλιά, τὴ θεανθρώπινη καθολικότητα, μὲ τὴν ὁποία
πολιτευόταν πάντοτε τὸ εὐσεβὲς ἔθνος μας ἀνάμεσα σὲ ὅλα τὰ ἔθνη χωρὶς ὅμως ποτὲ
νὰ ἀλλοιώνει, νὰ μειώνει ἢ νὰ ἀνακατεύει τὰ ἄμικτα. Ἡ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων
βαπτισμένη, μυρωμένη καὶ κοινωνημένη μὲ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἶχε καὶ ἔχει ἀκριβῆ
καὶ σαφῆ ἀναφορὰ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ,
διαχωρίζοντας διακριτικὰ τὶς ἄλλες πίστεις, τὰ ἄλλα δόγματα, τὶς ἄλλες θρησκεῖες
ὡς οὐμανιστικὰ ἢ δαιμονικὰ κατασκευάσματα.
Τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννη Φωτοπουλου διακρίνεται γιὰ τὸ σεβασμὸ
πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου καὶ γιὰ τὴν ἠπιότητα ἔκφρασης
τῆς ὄντως καλοπροαίρετης κριτικῆς του πρὸς τὸ βιβλίο του ὡς ἄνω Ἀρχιεπισκόπου.
Τὰ δύο παραπάνω ὁρατὰ στοιχεῖα —σεβασμὸς καὶ ἠπιότητα—
συνυφασμένα μὲ τὴν εἰλικρινῆ διάθεση ὀρθόδοξης ὁμολογίας ὁριοθετοῦν καὶ τὸ Ὀρθόδοξο
ἦθος μέσα στὸ ὁποῖο κινεῖται ἡ γραφίδα τοῦ συγγραφέα.
Γι' αὐτὸ ἀφοῦ διαβάσαμε προσεκτικὰ τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννη,
τὸ συνιστοῦμε εὐρύτατα στὸ χριστεπώνυμο κοινό, πιστεύοντας ὅτι ἀνοίγει τὶς
φιλοχριστες διαθέσεις γιὰ ἀληθινὸ ἐν Ἐκκλησία διάλογο, γιὰ νὰ μὴν ἰσοπεδωθοῦμε
κάτω ἀπὸ τὸν πανθρησκειακὸ ὁδοστρωτήρα τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ἀπὸ τὴ μελέτη του ὡς ἄνω βιβλίου ὁ ἀναγνώστης δὲν ἐγκλωβίζεται
σὲ μία στείρα κινδυνολογία, ἀλλὰ εἰσάγεται στὴν ἀπαραίτητη σωτηριολογικὴ
προβληματική, ποὺ εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνη μὲ τὶς σοβαρὲς θεανθρώπινες ὑποδείξεις
τῶν θεοφόρων Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καὶ οἱ δύο μας, τόσο ὁ προλογίσας ὅσο καὶ ὁ συγγραφέας,
παρακαλοῦμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες ἀλλὰ καὶ ὅσους πληροφορηθοῦν τὴν κριτικὴ
τοῦ βιβλίου τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου
«Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία» νὰ μὴ σκανδαλισθοῦν γιατί ἃ) Εἶναι καλοπροαίρετη
χωρὶς νὰ ὑποκρύπτει καμία ἄλλη σκοπιμότητα β) Εἶναι γραμμένη μὲ τὸν προσήκοντα
σεβασμὸ πρὸς τὸ Ἀρχιερατικό του ἀξίωμα γ) Στηρίζεται στὸ δημοκρατικὸ φρόνημα τῆς
ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, μέσα στὴν ὁποία ἀκόμα καὶ τὸ τελευταῖο λαϊκὸ
μέλος μπορεῖ νὰ ἀρθρώσει τὸ λόγο τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας μὲ τὸν ἀνάλογο σεβασμὸ
καὶ δ) Δὲν θίγεται πουθενὰ ἡ πολύπλευρη λοιπὴ κοινωνικὴ καὶ Ἱεραποστολικὴ
δραστηριότητα τοῦ Μακαριωτάτου, ἡ ὁποία ἁπλώθηκε σὲ πολλοὺς τόπους καὶ ἰδιαίτερα
τώρα στὴ γείτονα πεινώσα καὶ διψώσα πνευματικὰ Ἀλβανία.
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρουσίου
30 – 8 – 2002
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρουσίου
30 – 8 – 2002
Γενικὰ
Ἡ Πανθρησκεία ὄργανο τῆς Νέας Τάξεως πραγμάτων
ἀπειλῆ στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ Σιδηρᾶ Ν.
Τάξη Πραγμάτων μὲ ἀπαίτηση παγκόσμιας κυριαρχίας (ἤδη ἀκούγονται φωνὲς γιὰ τὴν ἀνάγκη
μίας παγκόσμιας κυβέρνησης) ἐκτὸς ἀπὸ τὸ χρῆμα, τὰ ὄπλα, τὴν πληροφορία, τὴν ἀσφάλεια
καὶ τὰ Μ.Μ.Ε. ἔχει ἀνάγκη καὶ τὴν ἰδεολογικὴ καὶ πρὸ πάντων τὴ θρησκευτικὴ
κάλυψη τῆς Ν. Ἐποχῆς. Τὴν κάλυψη αὐτὴ παρέχει ἡ Ν. Ἐποχὴ μὲ τὶς ἀποκρυφιστικὲς
δοξασίες ποὺ διαχέει παντοῦ, μὲ τὸ κήρυγμα ἀναμονῆς ἑνὸς Νέου Μεσσία, ἑνὸς «ἀβατάρ»,
ποὺ θὰ δώσει καινούργια, παγκόσμια γνώση καὶ εὐτυχία, ποὺ θὰ καταργήσει κάθε ἀποκλειστικότητα
πίστεως, κάθε μισαλλοδοξία στὴ Ν. Ἐποχὴ τοῦ Ὑδροχόου1. Τελικὸς στόχος φαίνεται
νὰ εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν Θρησκειῶν, ἡ Πανθρησκεία.
Ἡ Πανθρησκεία ἔχει ἕνα ἰδεολογικὸ ἐργαλεῖο, τὸν Οἰκουμενισμό,
ὁ ὁποῖος ξεκίνησε σὰν διαχριστιανικός2 καὶ κατήντησε διαθρησκειακός, ἔχει ἕνα
στρατηγεῖο, τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν στὴ Γενεύη κι ἕνα ἀρχηγό, ἕνα
πλανητικὸ ἀρχηγὸ ὅλων τῶν θρησκειῶν, τὸν Πάπα. Τρεῖς φορὲς τὰ τελευταία χρόνια
στὴν Ἀσσίζη ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ συμπροσευχήθηκαν ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν θρησκειῶν, ἐνῶ
ἐπανειλημμένα ὁ Πάπας προσεύχεται μὲ τοὺς Ἑβραίους στὶς συναγωγὲς καὶ μὲ τοὺς
μουσουλμάνους στὰ τζαμιά.
Αὐτὴ εἶναι συνοπτικὰ ἡ πορεία, βιαστικὴ ὅπως φαίνεται,
πρὸς τὴν πανθρησκεία3. Στὰ πλαίσια τῆς στρατηγικῆς γιὰ τὴν προώθηση τῆς
πανθρησκείας ἐπιστρατεύονται ἢ καὶ χρησιμοποιοῦνται ποικίλα πρόσωπα ποὺ
κατέχουν ὑψηλὲς θέσεις ἀκόμα καὶ στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι ὁ προκάτοχος τοῦ
σημερινοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, Παρθένιος ἰσχυριζόταν δημόσια ὅτι καὶ ὁ Μωάμεθ
εἶναι ἕνας προφήτης τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ Ἐλβετίας Δαμασκηνὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὶς συνεχῶς ὀργανούμενες
διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ τὴ δήλωσή του ὅτι «κατὰ βάθος μία Ἐκκλησία ἢ ἕνα
τέμενος ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»4, ἐξέδωσε μέσα
σὲ εἰδικὴ θήκη τὰ «Ἱερὰ κείμενα», δήλ. τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ
τό... Κοράνι!
Ἀπὸ δῶ καὶ κάτω
ἀρχίζουν τὰ δύσκολα. Ἐπειδὴ ὁ λόγος ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι περὶ τῆς ἀληθείας καλοῦνται
οἱ ἀναγνῶστες μὲ φρόνημα ἀνδρῶο καὶ ἡγεμονικὸ νὰ μείνουν ἀμετακίνητοι καὶ ἑδραῖοι
στὴν ἀλήθεια, στὴ μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα τοῦ προσώπου τοῦ γλυκύτατου
μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴ παραπλανηθοῦν καὶ ἀπατηθοῦν ἀπὸ πρόσωπα ποὺ ἐκθέτουν
πλάνες καταστροφικὲς γιὰ τὴ σωτηρία μας. Συναισθηματικὲς ἐξαρτήσεις, ἐντέχνως
καλλιεργούμενες, πρὸς ἐπίσημα πρόσωπα μὲ τὴν προβολὴ ἑνὸς θελκτικοῦ image τοὺς
δὲν πρέπει νὰ ἀγγίζουν τὴν καρδιὰ τῶν ὀρθοδόξων. «Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἠμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ
οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμὶν παρ' ὁ εὐηγγελισάμεθα ὑμίν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γάλ.1,8)
μᾶς διδάσκει ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Καὶ τί εἶναι λαμπρότερο καὶ ὀμορφότερο ἀπὸ ἕναν
ἄγγελο!
Ὅσα θὰ λεχθοῦν εἶναι μία κριτικὴ στὶς
θρησκευτικὲς ἰδέες καὶ ἀπόψεις ποὺ διατυπώνονται στὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας
κ. Ἀναστασίου Γιαννουλάτου «Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία» (Ἐκδόσεις Ἀκρίτα
2000). Ἡ κριτική μας δὲν ἔχει χαρακτήρα προσωπικῆς ἐπιθέσεως ἂν καὶ πολλοὶ ἀντὶ
νὰ τοποθετηθοῦν καὶ νὰ ἀπαντήσουν στὶς ἐκφερόμενες ὑπὸ διαφόρων θέσεις κι ἀντιθέσεις
ἀρέσκονται νὰ φορτίζουν συναισθηματικὰ τὴν «πολιτισμένη» ἀτμόσφαιρα τῆς
διακινήσεως ἰδεῶν καὶ ἀπόψεων κατηγορώντας τοὺς ἀσκοῦντας κριτικὴ γιὰ ἔλλειψη εὐγένειας
καὶ «τάκτ», γιὰ μισαλλοδοξία καὶ φανατισμό, γιὰ ἄδικες προσωπικὲς ἐπιθέσεις.
Βέβαια εἶναι ἀδύνατον κάνοντας κριτικὴ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε μὲ ἀκρίβεια στὶς ὑπογεγραμμένες
ἐπώνυμες ἀπόψεις τοῦ πολυδιαφημισμένου αὐτοῦ βιβλίου.
Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος
Τιράνων καὶ πάσης Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος, καθηγητὴς θρησκειολογίας περιλαμβάνει
στὸ βιβλίο τοῦ ὁμιλίες ποὺ ἔκαμε σὲ διάφορους ἀκαδημαϊκοὺς χώρους, διεθνῆ
διαθρησκειακὰ καὶ θρησκευτικοπολιτικὰ Fora. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ αὐξάνει καὶ τὴν εὐθύνη
τοῦ ἔναντι ὅλων τῶν ἀποδεκτῶν τῶν μηνυμάτων του, γιατί ὅλοι οἱ χριστιανοὶ τῶν
διαφόρων Ὁμολογιῶν καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τῶν διαφόρων θρησκειῶν γνωρίζοντας τὸν ὡς ἕνα
φημισμένο ἡγέτη μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας τὸν θεωροῦν καὶ αὐθεντικὸ ἐκφραστὴ τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως. Γι' αὐτὸ κρίνουμε ἀπαραίτητο νὰ ἐξετάσουμε τὶς βασικὲς θέσεις τοῦ
βιβλίου, ἐπειδὴ φρονοῦμε ὅτι πολλὲς ἀπ' αὐτὲς παρεκκλίνουν τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως καὶ Θεολογίας καὶ ἀποτελοῦν πρόσκομμα στὴ σωτηρία καὶ σκάνδαλο στὴν ἐν
Χριστῷ τρίβο τῶν ἀδελφῶν μας καὶ τῶν πνευματικῶν μας τέκνων. Ἐξ ἄλλου ὅ,τι
γράφει ἕνας ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἰδιωτική του ὑπόθεση, ἀλλὰ ἀπόθεση ὁλοκλήρου
της Ἐκκλησίας. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα ἀκόμη καὶ οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου
πρὸς τὸν Τιμόθεον καὶ πρὸς τὸν Τίτο, οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ποὺ γράφονται γιὰ
τὸν "κράτιστο Θεόφιλο", ἡ Γ' Ἐπιστολὴ Ἰωάννου πρὸς Γάϊον εἶναι κτῆμα ὅλης
της Ἐκκλησίας. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Ἐπιστολὲς καὶ οἱ πραγματεῖες τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀποτελοῦν
θησαυρὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐπειδὴ ὑπομνηματίζουν τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ
πλουτίζουν τὴ θεολογία μας. Γι' αὐτὸ γίνονται ἀποδεκτὲς μὲ εὐγνωμοσύνη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία μας. Καὶ ἀντιθέτως κείμενα αἱρετικῶν καὶ κείμενα ποὺ δὲν συνδέονται μὲ
τὴν ὀρθόδοξη θεολογία κρίνονται, κατακρίνονται καὶ ἀποβάλλονται ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς
Ἐκκλησίας.
1. Περὶ «Νέας Ἐποχῆς» βλ. π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, Ἀποκρυφισμός,
Γκουρουϊσμός, «Νέα Ἐποχή», ἔκδοσις Ι. Μητροπόλεως Νικοπόλεως καὶ τὸ εἰδικὸ
τετρασέλιδο «Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴ λεγομένη Νέα Ἐποχή», Ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ
«Παρακαταθήκη» (μοναχὸς Ἀρσένιος Βλιαγκόφτης).
2. Περὶ Οἰκουμενισμοῦ βλ. (Γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ) Β.
Σταυρίδου-Εὐαγγελίας Βαρελὰ Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως. Πατριαρχικὸ Ἵδρυμα
Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1996. Ἐπίσης γιὰ μία ὀρθόδοξη τοποθέτηση βλ. Ἀρχιμ. Ἰουστίνου
Πόποβιτς, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, ἔκδοσις «Ὀρθόδοξη Κυψέλη» καὶ τὸ
«Ὑπόμνημα περὶ Οἰκουμενισμοῦ Πρὸς τὸν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καὶ
πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλον», Ἔκδοσις Περιοδικοῦ «Παρακαταθήκη» 1999.
3. Μόνο μέσα σὲ Δεκέμβριο 2001-Μάρτιο 2002 μὲ πρωτοβουλία ἢ
συμμετοχὴ Ὀρθοδόξων πραγματοποιήθηκαν τέσσερεις διαθρησκειακὲς συναντήσεις: Στὶς
Βρυξέλλες μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στὸ Ἰρᾶν μὲ ἐπίσκεψη τοῦ
Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου στὴν Τεχεράνη, καὶ στὴν Ἀσσίζη μὲ πρωτοβουλία τοῦ Πάπα
καὶ συμμετοχὴ δύο Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν καὶ ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
πλὴν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ στὴν Κύπρο μὲ πρωτοβουλία τῆς Μονῆς Κύκκου.
4. Ὑπόμνημα περὶ Οἰκουμενισμοῦ σελ. 12 -13.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ
1. Κατάταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεταξὺ τῶν θρησκευμάτων
- Σεβασμὸς σ' ὅλα τὰ θρησκεύματα καὶ τὶς ἐμπνεύσεις τους;
Τὸ κυριώτερο πρόβλημα στὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας
εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως σ' ἕνα μεγάλο βαθμό, ὡς ἕνα ἐκ τῶν
θρησκευμάτων. Αὐτὸ δημιουργεῖ στὸν ἀνύποπτο ἀναγνώστη μία σύγχυση, καὶ κατὰ τὴ
πορεία μελέτης τοῦ βιβλίου μία ἄμβλυνση τοῦ ὀρθοδόξου αἰσθητηρίου του, μία ἐντύπωση
ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δρόμους προσεγγίσεως τοῦ «Θείου». Ἂς δοῦμε αὐτὴ
τὴ θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κ. Ἀναστασίου ἀναλυτικά.
Στὸ βιβλίο τοῦ ὁμιλεῖ ἐναλλακτικὰ πότε γιὰ «θρησκεῖες» καὶ
«θρησκεύματα» στὸν πληθυντικό, περιλαμβάνοντας σ' αὐτὰ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ
πότε γενικὰ γιὰ τὴ «θρησκεία», ὅπου σ' αὐτὸ τὸ γενικὸ παρονομαστὴ ὑπάγεται καὶ ἡ
χριστιανικὴ «θρησκεία». Ἔτσι στὴ «Διεθνῆ Διαθρησκειακὴ Διάσκεψη...» ἡ ὁποία
«πραγματοποιήθηκε ὑπὸ τὴν αἰγίδα του... Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν... ἔλαβαν
μέρος... εἰδικοὶ ἐπιστήμονες... οἱ ὁποῖοι ἀνῆκαν στὰ πέντε μεγάλα θρησκεύματα
τοῦ κόσμου: Χριστιανισμό, Ἰνδουισμό, Βουδδισμό, Ἰουδαϊσμὸ καὶ Ἰσλὰμ» (σ. 22). Ἐκεῖ
ὁ Ἀρχιεπ. κ. Ἀναστάσιος εἶπε ὅτι στὴν «κίνηση πρὸς μία παγκόσμια κοινότητα... οἱ
διάφορες θρησκεῖες ἔχουν ἤδη διαδραματίσει πολυσήμαντο... ρόλο, θετικὸ ἢ ἀνασταλτικὸ»
(σ. 23), ὅτι «οἱ θρησκεῖες ὡς πνευματικὸ-κοινωνικὰ μεγέθη ὑπῆρξαν γιὰ τὴν οἰκουμένη...
παράγοντες ἑνότητος ἀλλὰ καὶ διχασμοῦ»(σ. 25) ὅτι «ὁ θρησκευτικὸς στοχασμὸς
—ποιὸς στοχασμὸς ἄραγε; ἀσφαλῶς ὅλων τῶν πιστῶν πάσης θρησκείας— (σημ. δική
μας) ἔχει τὴν ὑποχρέωση νὰ ἐκφρασθεῖ μὲ παρρησία, προφητικὴ (δική μας ἡ ὑπογράμμιση)5
ἐνόραση καὶ ὀξύτητα... Καλεῖται νὰ ὀξύνει τὸ αἰσθητήριο ὅσον ἀφορᾶ τὰ θέματα ζωῆς
καὶ νὰ προσφέρει δυνάμεις μεταμορφώσεως τοῦ αἰσθητοῦ μὲ τὴν ἐνατένιση τοῦ ὑπεραισθητοῦ»
(σ. 28). Τόνισε ἐπίσης ὅτι «ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα ἡ παλαιὰ ἐπιταγὴ τῆς
θρησκείας γιὰ κάθαρση τῆς καρδίας, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὀρθῶς ὁ ἀνθρώπινος
ἐγκέφαλος» (sic) (σ. 30). Μήπως μιλάει ἐδῶ γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία;
Διαβάστε, ἀναγνῶστες μου, καὶ τὴ συνέχεια: «Στὴν παγκόσμια αὐτὴ κρίση, οἱ
θρησκεῖες καλοῦνται νὰ προσφέρουν, ἀπὸ τὰ βαθύτερα κοιτάσματα τῶν πνευματικῶν
τους ἐμπνεύσεων καὶ διαισθήσεών τους, οὐσιαστικὴ πνευματικὴ ἀντίσταση ἀλλὰ καὶ
θετικὴ καθοδήγηση» (σ. 30). Ἐξάλλου τὸν ὄρο «προφητικὴ ἐνόραση» χρησιμοποιεῖ ὁ
συγγραφεὺς καὶ γιὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, (σ. 235) ὑποδηλώνοντας τὴν αὐτὴ θρησκευτικὴ
ἐμπειρία.
Μὲ ὅσα εἰπώθηκαν ἀντιλαμβάνεται κανεὶς πόσο ἰσοπεδωτικὴ εἶναι
ἡ κατάταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μαζὶ μὲ τὰ θρησκεύματα, ἡ τοποθέτηση τῆς ἐξ Ἀποκαλύψει
ἀληθείας δίπλα-δίπλα μὲ τὶς θρησκεῖες, τὰ ἀνθρώπινα δήλ. κατασκευάσματα ἀναζητήσεως
τοῦ «Θείου», τοῦ «Ἁγίου», τοῦ «ἱεροῦ», ἀφοῦ, κατὰ τὸ συγγραφέα πάντοτε, ὅλες οἱ
θρησκεῖες ἔχουν «βαθιὰ κοιτάσματα πνευματικῶν ἐμπνεύσεων». Ὥστε λοιπόν, ὅλα εἶναι
ἕνα! Ὑπάρχει προφητικὸ χάρισμα, δυνατότητα καθάρσεως τῆς καρδίας, «δυνάμεις
μεταμορφώσεως τοῦ αἰσθητοῦ» «πνευματικὲς ἐμπνεύσεις καὶ διαισθήσεις», σ' ὅλα τὰ
θρησκεύματα! Δηλαδὴ τί πάπας, τί μουλᾶς, τί ραββίνος, τί γκουρού. Ἐξ ἄλλου
σύμφωνα μὲ τὸ σκεπτικό του συγγραφέως «γιὰ τὴν προώθηση τῆς παγκόσμιας
κοινότητος εἶναι ἀπαραίτητη ἡ οὐσιαστικὴ κατανόηση τῶν βαθύτερων ἀναζητήσεων καὶ
πνευματικῶν κατακτήσεων τῶν ἄλλων πολιτισμῶν, στὶς ὁποῖες ἐντάσσονται καὶ οἱ
θρησκευτικές τους ἀνατάσεις» (σ. 58) ἐνῶ ὀφείλουμε «νὰ ἀτενίζουμε... μὲ σεβασμὸ
τὶς τοπικὲς θρησκευτικὲς παραδόσεις τῶν ἄλλων λαῶν καὶ νὰ ἀνακαλύπτουμε τὸ
παγκόσμιο νόημα ποὺ κρύβουν στὴν ἰδιομορφία τοὺς» (σ. 55).
Δὲν ἀρνούμαστε τὶς πλουσιώτατες θρησκειολογικὲς γνώσεις τοῦ Ἁγίου
Ἀλβανίας ἀλλὰ τὸν ἐρωτοῦμε: Τί σεβασμὸ ἐνοίωθε, ὅταν ἔκανε ἱεραποστολὴ στὴν Ἀφρική,
πρὸς τοὺς μάγους, ποὺ ἐπικαλοῦνται δαιμόνια, ποὺ λατρεύουν εἴδωλα, ἢ κάνουν ἀνθρωποθυσίες
καὶ κρατοῦν κάτω ἀπὸ τὴν δαιμονική τους ἐξάρτηση τοὺς ταλαίπωρους ἰθαγενεῖς;
ποιὲς εἶναι οἱ «πνευματικὲς κατακτήσεις» τῶν σαμάνων, οἱ θρησκευτικὲς ἀνατάσεις
τῶν «γκουρούδων» μὲ τοὺς δαιμονικοὺς φωτισμούς τους ἢ τῶν δερβίσηδων μὲ τοὺς
μανιώδεις στροβιλισμοὺς τοὺς ὑπὸ ἢ χωρὶς τὴν ἐπίδραση ὀπίου, ποιὸ τέλος πάντων
«παγκόσμιο νόημα κρύβουν στὴν ἰδιομορφία τοὺς» οἱ ἰνδιάνικοι τελετουργικοὶ
χοροί, ὅλες αὐτὲς οἱ σατανικὲς πλάνες ἀπὸ τὶς ὁποῖες μᾶς ἐλευθέρωσε ὁ Χριστός;
Θὰ μποροῦσε κάποιος καλοπροαίρετα νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ὁ Ἀρχιεπ.
κ. Ἀναστάσιος μίλησε μ' αὐτὸ τὸν τρόπο ἐπειδὴ ἀπευθυνόταν σὲ ἐκπροσώπους
διαφόρων θρησκειῶν καὶ ἔπρεπε νὰ γίνει ἀκουστός. Ἐδῶ πρέπει νὰ ποῦμε ἃ) ὅτι δὲν
δικαιούμεθα νὰ στεροῦμε κανένα ἄνθρωπο, μιλώντας τὴ γλώσσα του, ἀπὸ τὸ σαφὲς
λυτρωτικὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ β) ὅτι τὰ
ἴδια καὶ χειρότερα εἶπε ὁ συγγραφεὺς τοῦ βιβλίου στὴν εἰσήγηση ποὺ ἔκανε στὸ
Τρίτο Συνέδριο τῶν Ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν (Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Τιμίου
Σταύρου, Brookline, 1987).
Ἐκεῖ, βεβαίως, ὡς Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος ὤφειλε νὰ τονώσει τὸ ὀρθόδοξο
φρόνημα καθηγητῶν καὶ σπουδαστῶν ἔναντί της πανθρησκειακῆς Βαβυλῶνος ποὺ ἀποσυνθέτει
τὴν Ἀμερικανικὴ κοινωνία. Τί ἔκαμε ἀντ' αὐτοῦ; Εἶπε ὅτι «θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀποκαλέσει
τὶς θρησκεῖες συσσωρευτὲς (μπαταρίες) φορτισμένες ἀπὸ τὶς ἀκτίνες Τοῦ (ἔνν. τοῦ
Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης), μὲ ἐμπειρίες ζωῆς, μὲ διάφορες μεγαλειώδεις συλλήψεις
καὶ ἐμπνεύσεις. Οἱ συσσωρευτὲς αὐτοί», συνέχισε, «ἔχουν βοηθήσει πολλοὺς στὴν
πορεία τῆς ζωῆς τους, παρέχοντάς τους ἕναν ἀτελῆ φωτισμὸ ἢ μερικὲς ἀνταύγειες
φωτὸς» (σ. 204).
Εἶπε ἀκόμη ὅτι οἱ πρῶτοι στίχοι τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου,
ἰδίως ὁ στίχος «ἢν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὁ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν
κόσμον» (Ἰω. 1, 9) «καθορίζουν τὸ βασικὸ χριστολογικὸ θεμέλιο γιὰ τὴν ὀρθὴ
κατανόηση τῶν ὑψηλότερων θρησκευτικῶν ἐμπνεύσεων τῆς ἀνθρωπότητος» (σ. 198). Καὶ
ἐπίσης ὅτι «οἱ παλαιές, ἀόριστες γνώσεις γιὰ τὰ διάφορα θρησκεύματα
δημιούργησαν κάποτε μία ἀρνητικὴ ψευδαίσθηση: Ὅτι εἶναι ἀνάξια λόγου ἢ δαιμονικὰ»
(σ. 186). Ἀνάμεσα δὲ στὶς προτάσεις του πρὸς τοὺς ὀρθοδόξους καθηγητὲς καὶ τοὺς
πιθανὸν παρόντας φοιτητὲς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν περιέλαβε καὶ τὰ ἑξῆς: «Εἶναι
πολὺ σημαντικὴ ἡ προσπάθεια ποὺ καταβάλλεται γιὰ τὴν ἀποκρυπτογράφηση τῶν ἱερῶν
συμβόλων τῶν ἄλλων θρησκειῶν καὶ τὴν κριτικὴ ἐπιλογὴ τοῦ οὐσιαστικοῦ μηνύματός
τους, καὶ θὰ πρέπει ὅλα αὐτὰ τὰ νέα στοιχεῖα νὰ ἀξιοποιηθοῦν ἀπὸ τὴ θεολογικὴ
σκέψη μὲ τρόπο δημιουργικὸ» (σ. 186).
Ἔστω κι ἂν λέει, ποὺ καὶ πού, ὅτι ὅλα δὲν εἶναι ὅμοια (σ.
186), ἡ ὑψηλὴ θέση ποῦ ἀπονέμει στὰ διάφορα θρησκεύματα, στὶς «ἐμπνεύσεις», στὶς
«μεγαλειώδεις συλλήψεις», στὰ «Ἱερὰ σύμβολά» τους (ποιὰ εἶναι αὐτά; ἡ ἡμισέληνος,
ὁ λωτός, ἡ ἑβραϊκὴ πεντάλφα, τὰ ἰνδιάνικα τοτέμ;) καὶ στὶς «ἐμπειρίες» τους, τὸ
λιγότερο δημιουργεῖ στοὺς ἀναγνῶστες τοῦ προβληματισμοὺς κι ἀμφιβολίες γιὰ τὴ
μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀνεπίτρεπτους συνειρμοὺς καὶ ἀνίερες
συμπάθειες στὶς παντοειδεῖς πνευματικότητες, ἐνῶ τοὺς τολμηρότερους τοὺς ὁδηγεῖ
σὲ ἔμπρακτους συμφυρμούς, οἰκουμενι(στι)κοὺς διάλογους καὶ ἐπικίνδυνους
συγκρητισμούς.
Πρὶν προχωρήσουμε θὰ θέλαμε νὰ παραθέσουμε ὅσα γράφει σχετικὰ
μὲ τὴ διάκριση θρησκείας - Ὀρθοδόξου λατρείας ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
σχολιάζοντας τὸν Ἀναβαθμὸ τοῦ γ' ἤχου, «Ἁγίω Πνεύματι... λατρεὺ-σωμεν Θεὸς γὰρ ὡς
Πατρὶ τὲ καὶ Λόγω». Γράφει λοιπόν: «Προσφυῶς δὲ εἶπεν ὁ μελωδός, ὄχι νὰ
θρησκεύσωμεν ἢ νὰ σεβασθῶμεν, ἀλλὰ νὰ λατρεύσωμεν τὸ ἅγιον Πνεῦμα ὡς Θεόν. Ἡ μὲν
γὰρ θρησκεία καὶ τὸ σέβας ἐλέγετο καὶ εἰς ψευδωνύμους θεοὺς τῶν Ἑλλήνων. Ὅθεν εἶπεν
ὁ θεολόγος Γρηγόριος ἐν τοῖς παχυμερέσιν ὄροις "Θρησκείαν οἶδα καὶ τὸ
δαιμόνων σέβας, ἢ δ' εὐσέβεια προσκύνησις Τριάδος". Ἡ δὲ λατρεία κυρίως ἀποδίδοται
εἰς μόνον τὸν ἀληθῆ Θεὸν καὶ οὐχὶ εἰς τὰ κτίσματα»6.
Ἂς δοῦμε τώρα τὸ ἰδεολογικὸ ὑπόβαθρο καὶ τὸ βασικὸ ἐργαλεῖο
τῶν θρησκειολογικῶν ἀναλύσεων τοῦ συγγραφέως μὲ τὶς ὁποῖες προσπαθεῖ νὰ
διασπείρει στὸν ἑλλαδικὸ καὶ διεθνῆ χῶρο τὶς ἀπόψεις του.
2. Ἡ θεωρία της «μὴ ἀποκλειστικότητος».
Σύμφωνα μ' αὐτὴ τὴ θεωρία, ἡ περὶ τοῦ Χριστοῦ θεολογία δὲν
πρέπει νὰ περιγράφει ἕνα «ἀποκλειστικὸ» Χριστό, ἕναν δήλ. Χριστὸ ποὺ ἀποκλείει ὅλους
τους ἄλλους ἀρχηγοὺς τῶν θρησκειῶν. Μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι «μοναδικός», ὅπως
κάθε πρόσωπο, ἀλλὰ δὲν εἶναι «ἀποκλειστικὸς» σωτήρας, «ἀποκλειστικὴ» ὁδός.
Παραθέτουμε τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι δὲν ἀδικοῦμε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο
Ἀλβανίας: «Στὴ Δυτικὴ Χριστιανοσύνη σὲ πολλὲς περιπτώσεις κατὰ τοὺς τελευταίους
τέσσερεις αἰῶνες, ἡ βαθειὰ πίστη στὴ μοναδικότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τονίσθηκε ὡς
"ἀποκλειστικότητα". Μερικοὶ στίχοι τῆς Καινῆς Διαθήκης (ὅπως: "οὐδεὶς
ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰμὴ δὶ' ἐμοῦ", Ἰω.14, 6, καὶ "οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλω
οὐδενὶ ἡ σωτηρία", Πράξ. 4, 12) ἀπομονώθηκαν ἀπὸ τὸ πλαίσιό τους καὶ
χρησιμοποιήθηκαν σὰν φρούριο γιὰ μία Χριστολογία τῆς "ἀποκλειστικότητος"»
(Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία, σ. 196). Ἡ φράση «σὰν φρούριο γιὰ μία Χριστολογία
τῆς ἀποκλειστικότητος» θὰ ἦταν πιὸ ὁλοκληρωμένη ἂν διατυπωνόταν ὡς ἑξῆς: «σὰν
φρούριο γιὰ μία Χριστολογία τῆς ἀποκλειστικότητος τῆς σωτηρίας» ἢ τῆς
«θεογνωσίας». Ὅμως οἱ διατυπώσεις τοῦ συγγραφέως εἶναι πολὺ προσεκτικὲς στὴν
προσπάθειά του νὰ κρατήσει τὶς διατυπούμενες ἰδέες του στὸ «ἀπυρόβλητο».
3. Ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς Ὁδοῦ ἐφεύρημα τῆς δυτικῆς
«Θεολογίας»;
Τί μᾶς διδάσκει μὲ ὅσα γράφει ὁ συγγραφέας; Ὅτι εἶναι δῆθεν
δυτικὴ θεολογικὴ ἀπόκλιση ἡ διδασκαλία ὅτι μόνο ἐν τῷ Χριστῷ καὶ μόνο διὰ τοῦ
Χριστοῦ ὑπάρχει σωτηρία καὶ ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ Ὁδὸς πρὸς τὸν Πατέρα. Μᾶς
λέγει ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ μία Χριστολογία τῆς «ἀποκλειστικότητος»! Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς
χρειάζονται ἄραγε ἀντίκρουση; Κατ' ἀρχὰς φαίνεται πὼς ὄχι, ἀφοῦ μὲ τὴν πρώτη
κιόλας ματιὰ καταλαβαίνει κανεὶς τὸ ἀσυμβίβαστό τους μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, τὸ ἀδιανόητό
τους γιὰ τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση. Δυστυχῶς ὅμως, ὅπως φαίνεται, ἡ Ν. Ἐποχὴ
βαδίζει πρὸς τὸ κέντρο τῶν μέχρι τώρα περιφερειακῶν ἀντιπαραθέσεών της στὴν Ἀλήθεια,
πρὸς ἀμφισβήτηση δήλ. τῆς μοναδικότητος τῆς σωτηρίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Παράλληλα
τὸ κέντρο αὐτό, τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τὸ «κέντρο» ποὺ ὅσο κι ἂν τὸ
λακτίζεις παραμένει σταθερό, ἀλώβητο ἐμπηγνύμενο στὴν καρδιὰ τῆς ἀποστασίας τῶν
ἐσχάτων μας χρόνων, νικώντας τὸν κόσμο, ἐνθαρρύνοντας, ἐνισχύοντας, ἀλείφοντας
τοὺς Χριστιανοὺς στὴν πάλη μὲ τὸ «θηρίο». Κατὰ τὴν ἐπίθεση αὐτὴ τῆς Ν. Ἐποχῆς
μία βίαιη διαθρησκειακὴ ὀσμὴ διαχέεται στὸν εὐρύτερο κοινωνικὸ χῶρο μολύνοντας ἐπικίνδυνα
τὰ αἰσθητήριά μας. Λόγω ἀκριβῶς τῶν συγκυριῶν αὐτῶν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ν' ἀπαντήσουμε
σ' ὅσα λέγει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας.
Εἶναι ἀνακριβὲς τὸ λεχθὲν ὅτι τὰ σχετικὰ χωρία ἀπομονώνονται
ἀπὸ τὴ συνάφειά τους. Ἰδοὺ π.χ. τὸ πλαίσιο τοῦ ἐδαφίου Ἰωάν. 14, 6: Ὁ Κύριος ἠμῶν
Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει παραδώσει τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας στοὺς Ἀποστόλους,
ἔχει νίψει τὰ πόδια τους, τοὺς ἔχει διδάξει τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Ἀκολουθεῖ τὸ
ἐρώτημα τοῦ Ἀποστόλου Θωμά: «Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποὺ ὑπάγεις, καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν
ὁδὸν εἰδέναι;» καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου: «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ
ζωή, οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δὶ' ἐμοῦ» (Ἰω. 14, 6). Ἡ συνέχεια δὲν
ἀφήνει περιθώρια παρερμηνείας: «εἰ ἐγνώκειτε μὲ καὶ τὸν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἂν»
(Ἰω. 14, 7), δήλ. «ἂν μὲ γνωρίζατε θὰ γνωρίζατε καὶ τὸν πατέρα μου». Τὸ τελικὸ ὅμως
χτύπημα σὲ κάθε ἀπόπειρα μειώσεως τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ
Κυρίου στὸ αἴτημα τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου, «δεῖξον ἠμὶν τὸν πατέρα»: «ὁ ἐωρακῶς ἐμὲ
ἐώρακε τὸν πατέρα... ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἐστὶ» (Ἰω. 8-10).
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἀπομόνωση χωρίων ἀπὸ τὸ πλαίσιό τους. Ὁ
Χριστὸς ὄχι μόνο εἶναι ἡ μοναδική, ἀποκλειστικὴ Ὁδὸς πρὸς τὸν Πατέρα, ἀλλὰ εἶναι
ἕνα μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή. Ἐκτὸς αὐτοῦ ὅλο
τὸ σῶμα Καινῆς καὶ Παλαιᾶς Διαθήκης βοᾶ γιὰ τὴ μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα
τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.
Ἀλλὰ καὶ oι ἅγιοι Πατέρες μὲ παρόμοιο τρόπο ἑρμηνεύουν τὰ ἐδάφια
αὐτά. Ἀντὶ ἄλλων παραθέτουμε τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας στὸ
χωρίο Ἰωάν. 14, 6 ἀπὸ τὸ Ὑπόμνημά του στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο: «Οὐδεὶς ἔρχεται
πρὸς τὸν πατέρα, εἰμὴ δὶ' ἐμοῦ, δεικνὺς ἐντεῦθεν, ὡς εἶπερ τὶς βούλοιτο τὴν ὁδὸν
εἰδέναι, δὶ' ἢς ἂν ἴη πρὸς ζωὴν τὴν αἰώνιον, φιλονεικήσει δὴ πάντως εἰδέναι
Χριστόν. Ἐπειδὴ δὲ ἢν τινὰς εἰκὸς Ἰουδαϊκὴν τινὰ μᾶλλον ἤγουν εὐαγγελικὴν ἐπιτηδεύοντας
παίδευσιν, ἑξαρκεῖν οἴεσθαι πρὸς τὸ πιστεύειν ὀρθῶς τὴν εἰς ἕνα τῶν ὅλων Θεὸν ὁμολογίαν
τὲ καὶ γνῶσιν, μὴ μὴν ἐπείγεσθαι μαθεῖν τὸν περὶ τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου Τριάδος
λόγον, ἀναγκαίως ἀποκλείει τρόπον τινὰ Χριστὸς καὶ τοῖς οὕτω δοξάζουσι τὴν περὶ
τοῦ Θεοῦ γνῶσιν, εἰ μὴ καὶ αὐτὸν βούλοιντο παραδέχεσθαι. Δία γὰρ Υἱοῦ προσιτέον
τῷ Θεῶ καὶ Πατρί». Δηλαδή: «Λέγει ὁ Χριστός: Οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰμὴ
δὶ' ἐμοῦ, δείχνοντας μ' αὐτὸ ὅτι ἂν κάποιος θέλει νὰ γνωρίσει τὴν ὁδὸ διὰ τῆς ὁποίας
θὰ ἔλθει πρὸς τὴν αἰώνιον ζωὴν θὰ ἀγωνισθεῖ ἐπίμονα νὰ γνωρίσει τὸν Χριστό. Κι ἐπειδὴ
ἦταν συνηθισμένο κάποιοι νὰ ἀσχολοῦνται περισσότερο μὲ τὴν Ἰουδαϊκὴ παιδεία παρὰ
μὲ τὴν εὐαγγελική, νομίζοντας ὅτι ἀρκεῖ, γιὰ νὰ πιστεύει κάποιος ὀρθά, ἡ γνώση
καὶ ἡ ὁμολογία πίστεως στὸν ἕνα Θεὸ τῶν ὅλων, καὶ δὲν ἐπείγοντο νὰ μάθουν τὴν
περὶ τῆς Ἁγίας καὶ ὁμοουσίου Τριάδος διδασκαλία, ἀναγκαία ἀποκλείει τρόπον τινὰ
ὁ Χριστὸς τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ σ' αὐτοὺς ποὺ φρονοῦν ἔτσι, ἂν δήλ. δὲν παρεδέχοντο
καὶ Αὐτὸν κι αὐτὸ γιατί μόνο διὰ τοῦ Υἱοῦ μπορεῖ κανεὶς νὰ πλησιάσει τὸν Θεὸ καὶ
Πατέρα».
Δὲν εἶναι λοιπὸν δυτικὴ παρέκκλιση ἡ σωτήρια αὐτὴ
διδασκαλία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν τὴν ἀποκλειστικότητα τοῦ Χριστοῦ, ὡς
μοναδικῆς ὁδοῦ θεογνωσίας. Ὅποιος θέλει νὰ εἰσέλθει στὴν αἰώνιο ζωή, θὰ ἀγωνισθεῖ
ἐπίμονα, ἀσκητικά, ἡσυχαστικὰ γιὰ νὰ γνωρίσει, νὰ κοινωνήσει μὲ τὸν Χριστὸ καὶ
δὶ' Αὐτοῦ μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἡ Ἰουδαϊκὴ καὶ κατ' ἐπέκταση ἡ Ἰσλαμικὴ πίστη στὸν
ἕνα Θεό, ἡ μονοθεϊστικὴ «πενία», ὅπως ἀντίστοιχα καὶ ἡ πολυθεΐα δὲν ὁδηγεῖ στὴ
γνώση τοῦ Θεοῦ οὔτε καν σὲ ἀτελῆ γνώση «ἢ φωτισμό», ἂν βεβαίως ὡς γνώση —καὶ
θέλει ἰδιαίτερη προσοχὴ αὐτὸ— ἐννοοῦμε τὴν ὀρθὴ διδασκαλία, τὴν ὀρθὴ ἔννοια περὶ
Θεοῦ καὶ τὴ μετὰ τοῦ Θεοῦ κοινωνία7.
5. Ὅλες οἱ ἀραιώσεις-ὑπογραμμίσεις στὰ ἀποσπάσματα τοῦ
βιβλίου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας εἶναι δικές μας.
6. Ὁσίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτου, Νέα Κλίμαξ, ἔκδοσις Ἁγιορείτικης
Βιβλιοθήκης, σ. 134-135.
7. Εἶναι σημαντικὰ ὅσα λέγει ὁ ἅγιος Γρηγέντιος, Ἀρχιεπίσκοπος
Αἰθιοπίας διαλεγόμενος μὲ τὸν Ἑβραῖο νομοδιδάσκαλο Ἐρβᾶν: «Σεῖς μὲν οἱ Ἰουδαῖοι
μὲ τὸ νὰ ὁμολογῆτε τὴν Θεότητα μονωτάτην, εἰς τὴν ἁπλότητα καὶ εἰς τὴν ἑνότητα
ταύτης, τὴν ἀπορίαν καὶ τὴν πτωχείαν αὐτῆς ἑξαγγέλετε, εὐτελῶς καὶ ἀσθενῶς τὰ
περὶ τῆς Θεότητος διατιθέμενοι καὶ ὑποστηρίζοντες· καὶ οἱ ἕλληνες πάλιν
προσκυνοῦντες τὰ ἄψυχα εἴδωλα καὶ πολλαπλασιάζοντες τὴν Θεότητα, ἤγουν αὐξάνοντες
εἰς ἀριθμόν, ἐξ ἀνάγκης ἀφοσιούμενοι εἰς πολλοὺς Θεούς, οἵτινες ἐναντιοῦνται ὁ ἕνας
πρὸς τὸν ἄλλον, εἰς τὴν ἀπάτην τῆς εἰδωλολατρίας κυλίονται. Ἠμεῖς δὲ οἱ
Χριστιανοί, τριαδικὴν τὴν Θεότητα πιστεύοντες, ὑπέρμετρον αὐτὴν εἰς πλοῦτον καὶ
δύναμιν κηρύττομεν, ἕνα Θεὸν τὸ τριαδικὸν κράτος ὁμολογοῦντες, καὶ τὴν ἰδικὴν σᾶς
πτωχοθείαν καὶ ἐκείνων τὴν πολυθεΐαν ἐξ ἴσου ἀποκρούοντες,
διαφεύγομεν».(Διάλογος· τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἠμῶν Γρηγεντίου Ἀρχιεπισκόπου Αἰθιοπίας
μετὰ τοῦ Ἑβραίου νομοδιδασκάλου Ἐρβᾶν, Ἐκδόσεις Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη
σελ.23).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Α. Ἡ θρησκευτικὴ ἐμπειρία.
1. «Κοινὴ θρησκευτικὴ ἐμπειρία» -Εἰσαγωγικὲς παρατηρήσεις.
Ὑψίστης σημασίας καὶ ἀξίας γιὰ τὴν ἀλήθεια, κατὰ
τὴν ἄποψη τοῦ Ἁγίου Ἀλβανίας, εἶναι ὁ ρόλος τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας. Ὅλα τὰ
θρησκεύματα, συμπεριλαμβανόμενης καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔχουν τὶς
θρησκευτικές τους ἐμπειρίες. «Οἱ θρησκευτικὲς ... ἐμπειρίες», γράφει ὁ
συγγραφεύς, «ἐκπροσωποῦν ὄχι μόνο ἐπίμονη φορὰ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν ὑψίστη
πραγματικότητα ἀλλ' ἀκόμη καὶ τὴν ἀπορρόφηση ἀκτινῶν τῆς θείας ἀκτινοβολίας τῆς
δόξης τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο» (σ. 166). Μὲ ἀφετηρία λοιπὸν αὐτὸ τὸ συλλογισμὸ
μποροῦμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι νὰ κρατοῦμε τὶς δογματικὲς-θεολογικὲς διαφορὲς ἀπὸ
τὶς ἄλλες θρησκεῖες, μπορεῖ ἀκόμη νὰ ὑπάρχουν διαφορὲς στὴ θρησκευτικὴ ἐμπειρία,
ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν θρησκευτικὲς ἐμπειρίες ποὺ «ἀπορροφοῦν
ἀκτίνες τῆς θείας ἀκτινοβολίας» βάζει δίπλα-δίπλα τὴν ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια
μὲ τὴν πλάνη καὶ ἀπάτη τῶν θρησκειῶν. Ἐξ ἄλλου κατὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλβανίας Ὀρθοδοξίας
καὶ Ἰσλὰμ εἶναι «θρησκευτικὰ μορφώματα» μὲ «θρησκευτικὲς ἐμπειρίες». Γράφει
λοιπὸν ὅτι κατὰ τὸ διάλογο Ὀρθοδοξίας-Ἰσλὰμ «ἔγινε προσπάθεια νὰ καθορισθοῦν οἱ
διαφορὲς καὶ οἱ θέσεις τῶν δύο θρησκευτικῶν μορφωμάτων καὶ ἐμπειριῶν» (σ. 139).
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ πιὸ ἀκραῖες διατυπώσεις ποὺ ὑποδηλώνουν
κοινὴ ἐμπειρία. Ἔτσι π.χ. διαβάζουμε: «Σήμερα (ὁ συγγραφεὺς ἀναφέρεται στὸ
χριστιανὸ-ἰσλαμικὸ διάλογο) ὑπογραμμίζονται τὰ θετικά, τὸ κ ο ι ν ὸ
πνευματικὸ ἔδαφος, ἡ κ ο ι ν ὴ πνευματικὴ ἐμπειρία» (σ. 156). Στὴ μελέτη ἐπίσης
«Πρὸς παγκόσμια κοινότητα» καὶ στὸ κεφάλαιο "Κοινὸ χρέος τῶν θρησκειῶν"
γράφεται: «Ὡς φορεῖς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας (ἐννοεῖ ὅλες οἱ θρησκεῖες) μποροῦμε:
α) Νὰ προσφέρουμε ἀπὸ κ ο ι ν ο ῦ τὴν κάθετη διάσταση... » κ.λπ. (σ. 60).
Θὰ ἀναρωτηθεῖ κανείς: Πουθενὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας δὲν
διαφοροποιεῖ τὴ Χριστιανικὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐμπειρίες; Θέλουμε νὰ εἴμαστε
δίκαιοι. Στὴν εἰσήγηση τοῦ "Διάλογος μὲ τὸ Ἰσλὰμ" γράφει ὅτι ὁ
διάλογος μὲ τὸ Ἰσλὰμ «εἶναι φυσικὸ νὰ φθάσει στὰ ὅρια, ὅπου οἱ δύο θρησκευτικὲς
ἐμπειρίες (ἔνν. ἡ χριστιανικὴ καὶ ἡ μουσουλμανικὴ) διαφέρουν ριζικά... Ἔτσι ἐνῶ
συμφωνοῦμε σὲ ἕνα πρῶτο στάδιο θρησκευτικῆς ἐμπειρίας, οἱ μουσουλμάνοι μένουν
στὸ πρῶτο αὐτὸ ἐπίπεδο, ἀρνούμενοι νὰ προχωρήσουν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν ὅ,τι ἀποτελεῖ
τὴ βαθύτερη χριστιανικὴ ἐμπειρία: τὴ βίωση τῆς κοινωνίας Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἐν τῷ
Χριστῷ διὰ τοῦ Ἀγίου Πνεύματος» (σ. 158). Παρὰ ταῦτα, ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὰ
γραφόμενα, ἡ διαφορὰ αὐτὴ δὲν εἶναι τόσο ριζικὴ ὅσο ἡ διαφορὰ τοῦ φωτὸς ἀπὸ τὸ
σκοτάδι. Εἶναι παράλληλες ἐμπειρίες ποὺ δὲν συναντῶνται ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ πέρα
(στὸ πρῶτο στάδιο ὅπως λέγει εἶναι κοινὲς) παρὰ μόνο γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ μεταξὺ
μουσουλμάνων καὶ χριστιανῶν «πνευματικὴ ἐπικοινωνία καὶ ἐπαφή».
Μὰ πὼς γίνεται νὰ μὴ συναντῶνται κι ὅμως νὰ συντελοῦν στὴν...
«πνευματικὴ ἐπικοινωνία»; Διαβάστε καὶ κρίνετε: «Τὴν ὥρα ποὺ κάθε πλευρὰ (δηλ. ἡ
χριστιανικὴ καὶ ἡ μουσουλμανικὴ) βυθίζει τὸ στοχασμό της στὶς β α θ ύ τ ε ρ ε
ς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις καὶ ἐ μ π ε ι ρ ί ε ς της, γιὰ νὰ ἐξηγήσει
πὼς ἀντιμετωπίζει τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο κρίσιμο θέμα, δὲν συντελεῖται ἁπλῶς ἀλληλοενημέρωση
ἀλλὰ πνευματικὴ ἐπικοινωνία καὶ ἐπαφὴ» (σ. 159). Λοιπόν, κατὰ τὸ συγγραφέα, δὲν
ὑπάρχει κανένα σοβαρὸ πρόβλημα, ἂν οἱ μουσουλμάνοι ἀρνοῦνται τὴ θεότητα τοῦ
Χριστοῦ, τὴν Ἁγία Τριάδα, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση. Κάθε πλευρὰ αὐτοβυθίζεται
στὶς δικές της ἐμπειρίες γιὰ νὰ βρεῖ λύσεις στὰ τρέχοντα προβλήματα κι ἔτσι
παρουσιάζοντας τὶς λύσεις ποὺ σκέπτεται, ἐπικοινωνεῖ πνευματικὰ μὲ τὴν ἄλλη
πλευρά.
Ἐξ ἄλλου, ὅπως λέγει λίγο πιὸ κάτω ὁ συγγραφεύς, «τὸ γεγονὸς
τῆς κοινῆς ζωῆς καὶ ἀναζητήσεως μὲ ἐκπροσώπους διαφόρων θρησκευτικῶν
πεποιθήσεων διευρύνει συγχρόνως τὸ πεδίο τοῦ διμεροῦς διαλόγου, φωτίζοντας τὸ
κοινὸ ἔδαφος τῆς μονοθεϊστικῆς, π ρ ο φ η τ ι κ ῆ ς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας»
(ὡς ἄνω σ. 159). Πάλι λοιπὸν καὶ πάλι καὶ πάλι ἐπανέρχεται τὸ θέμα τῆς κοινῆς
θρησκευτικῆς ἐμπειρίας, ποὺ εἶναι μονοθεϊστικὴ καὶ προφητική, κατὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο
Ἀλβανίας.
Ἐδῶ πρέπει νὰ ποῦμε ἐπίσης ὅτι πολλοὶ θεολογικοὶ ὄροι μέσα
στὸ βιβλίο ἔχουν χάσει τὸ χριστιανικό τους νόημα καὶ ἔχουν φορτισθεῖ μὲ
διαθρησκειακὸ -«πνευματικὸ» περιεχόμενο. Ἔτσι ἐνῶ ὁ ὅρος «πνευματικός»,
«πνευματικότητα», «προφητικὸς» κ.λ.π. κατὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία σημαίνουν τὴν
παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἢ τὸ προφητικό, ἁγιοπνευματικὸ χάρισμα ἀντίστοιχα,
ἀπὸ τὸ συγγραφέα χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ δηλώσουν ὁ μὲν ὅρος «πνευματικὸς» τὴν
διανοητικὴ-θρησκευτικὴ σοφία, κοινὴ σὲ ὅλους, ὁ δὲ ὅρος «προφητικὸς» τὶς δῆθεν ὑψιπετεῖς,
μεγαλεπήβολες καὶ πλήρεις δραμάτων ἰδέες καὶ ἐμπειρίες τῶν θρησκειῶν.
Τέλος ὑπάρχουν καὶ πιὸ ἀκραῖες τοποθετήσεις. Τὶς ἀναφέρουμε
μία πρὸς μία:
1) Ὁ συγγραφεὺς διακηρύσσει ὅτι «ἡ ὁλοφώτεινη μορφὴ τοῦ
Χριστοῦ, καίτοι ἀλλοιωμένη ἀπὸ τὸ κοῖλο κάτοπτρο μίας ἀποσπασματικῆς
Χριστολογίας» (πρώτη φορὰ διάβασα ὅτι οἱ μουσουλμάνοι διαθέτουν Χριστολογία!)33
«ἡ κρυμμένη ἀπὸ τὴν ὁμίχλη διαφόρων αἱρετικῶν ἑρμηνειῶν, ρίχνει ἀμυδρὰ τὸ φῶς
της καὶ μέσα στὴ μουσουλμανικὴ ἐμπειρία» (σ. 167).
Ἐδῶ τίθεται ἐπειγόντως τὸ θέμα γιὰ ποιὸ φῶς μιλᾶμε; Γιὰ φῶς ἀλληγορικό,
γιὰ τὰ φῶτα τοῦ Διαφωτισμοῦ ἢ γιὰ τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς Χάριτος; Ἂν μιλᾶμε γι' αὐτὸ
τὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πῶς ἀποσιωπᾶ ὁ συγγραφεὺς αὐτὸ ποῦ λέγει ὁ Ἀπόστολος:
«Τὶς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ;» (Β'
Κόρ.6,15); Ἂν δὲν ὑπάρχει κοινωνία τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι (κι εἶναι βαθὺ καὶ
ψηλαφητὸ τὸ σκοτάδι στὸ Ἰσλὰμ) πὼς ἡ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ ρίχνει ἔστω καὶ ἀμυδρὰ τὸ
φῶς της στοὺς μουσουλμάνους, ὅταν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μετέχεται μόνο ὑπὸ τῶν Ἁγίων;
Κι ἂν ἀντανακλοῦσε ἡ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ στὴ «μουσουλμανικὴ ἐμπειρία» τότε γιατί
μετὰ λύσσας ἔσφαζαν οἱ μωαμεθανοὶ ὅσους ὁμολογοῦσαν τὸν Χριστό; Γιατί ἀκόμα κι
αὐτὴ τὴ στιγμὴ στὸ «ἤπιο» Ἰσλὰμ τῆς μετακεμαλικῆς Τουρκίας οἱ ἐλάχιστοι Ἕλληνες
τῆς Πόλης δὲν τολμοῦν νὰ βάλουν μία εἰκονίτσα τοῦ Χριστοῦ στὰ αὐτοκίνητά τους
γιατί κινδυνεύουν νὰ τοὺς τὰ σπάσουν;33α
2) Παρουσιάζοντας τὴν ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὴν «ἀνάγκη ἐναρμονίσεως
τῶν ἀτομικῶν καὶ τῶν κοινωνικῶν δικαιωμάτων» τοῦ ἀνθρώπου παραθέτει τὸ εὐαγγελικὸ
«ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (Μάρκ. 12,31) καὶ λέγει: «Πρόκειται
τελικὰ γιὰ ὑπέρβαση τοῦ Σὺ καὶ τοῦ Ἐγώ, γιὰ ἀνύψωση σὲ κοινωνία προσώπων». Ὕστερα
προσθέτει: «Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ χριστιανοὶ συμβαδίζουμε μὲ μία κ ε ν τ ρ ι κ ὴ
ἰ ν δ ι κ ὴ ἐ μ π ε ι ρ ί α, ποὺ ὡραιότατα ἐκφράζει ὁ Μαχάτμα
Γκάντι: "ἔμαθα ἀπὸ τὴν ἀγράμματη ἂν καὶ σοφὴ μητέρα μου, πὼς ὅλα τὰ
δικαιώματα ποὺ εἴμαστε ἄξιοι νὰ ἀπολαμβάνουμε καὶ νὰ διατηροῦμε προέρχονται ἀπὸ
ὑποχρεώσεις ποὺ ἔχουν ἐκτελεστεῖ"» (σ. 76).
Σχολιάζοντας κι αὐτὴ τὴν τοποθέτηση φρονοῦμε ὅτι: α) ἡ εὐαγγελικὴ
ἀγάπη δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ περιχαράκωση καὶ ὁριοθέτηση κοινωνικῶν καὶ ἀτομικῶν
δικαιωμάτων, β) εἶναι ἀδύνατο ὡς χριστιανοὶ νὰ συμβαδίζουμε μὲ ἰνδικὲς ἐμπειρίες
καὶ μάλιστα μὲ κ ε ν τ ρ ι κ έ ς, ποὺ σχετίζονται δηλ. μὲ ἰνδουιστικὰ
δόγματα. Νὰ τί θέλουμε νὰ ποῦμε ἐν προκειμένω. Ἡ μητέρα τοῦ Γκάντι διδάσκοντας
τὸ γιό της πὼς «ὅλα τὰ δικαιώματα ποὺ εἴμαστε ἄξιοι νὰ ἀπολαμβάνουμε καὶ νὰ
διατηροῦμε προέρχονται ἀπὸ ὑποχρεώσεις ποὺ ἔχουν ἐκτελεστεῖ», ἔχει ὑπ' ὄψιν τῆς
τὴν «κεντρικὴ ἰνδικὴ ἐμπειρία» τοῦ κάρμα καὶ τῆς μετενσαρκώσεως. Σύμφωνα μ' αὐτὲς
τὶς δοξασίες ἡ ψυχὴ μετενσαρκώνεται, μπαίνει σ' ἕνα ἄλλο σῶμα, (ἂν μπεῖ σὲ ἀνθρώπινο
σῶμα, γιατί μπορεῖ νὰ μπεῖ σὲ σῶμα ζώου, νὰ γίνει φυτό, ὀρυκτὸ κ.λ.π.) καὶ
γίνεται κάτι, ἀνάλογα μὲ τὸ κάρμα της, δηλ. ἀνάλογα μὲ τὶς πράξεις ποὺ εἶχε
τελέσει σὲ προηγούμενη ζωή της. Ἂν λοιπὸν σὲ μία προηγούμενη ζωὴ ἔχουμε ἐκτελέσει
καθὼς πρέπει τὶς ὑποχρεώσεις μας τότε, σ' αὐτὴ τὴ ζωὴ εἴμαστε ἄξιοι νὰ ἀπολαμβάνουμε
καὶ νὰ διατηροῦμε τὰ δικαιώματά μας. Αὐτὰ ἐννοοῦσε ἡ «ἀγράμματη ἂν καὶ σοφὴ»
μητέρα τοῦ Γκάντι, ποὺ ὅλη τὴ σοφία τῆς ἀντλοῦσε ἀπὸ τὴ θρησκεία της. Ἡ ἀγάπη εἶναι
ἄγνωστη στοὺς ἰνδουιστές.
Μᾶς ἐδιηγεῖτο ὁ μακαριστὸς ὁμολογητὴς ἱερεὺς π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος,
διδάσκαλός μας στὴν Ἀπολογητική της Ἐκκλησίας μας καὶ στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων
καὶ τῆς παραθρησκείας, τὸ κάτωθι γεγονός: Κάποτε σὲ μία πόλη τῆς Ἰνδίας βάδιζε ὁ
ἐπιφανὴς καὶ μὲ συστηματικὸ συγγραφικὸ ἔργο πολέμιος τῶν παραθρησκευτικῶν αἱρέσεων
Γερμανὸς Δρ. Haack παρέα μὲ ἕνα διάσημο γκουρού. Στὸ δρόμο συνάντησαν ἕνα φτωχὸ
ζητιάνο. Ο Haack ἅπλωσε τὸ χέρι του νὰ δώσει ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ ὁ γκουροὺ τὸν ἐμπόδισε
λέγοντάς του: «ἄφησε τὸν. Αὐτὸ εἶναι τὸ κάρμα του». Προφανῶς ὁ ταλαίπωρος Ινδὸς
δὲν «εἶχε ἐκτελέσει τὶς ὑποχρεώσεις του» σὲ προηγούμενη ζωὴ καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἐδικαιοῦτο
τώρα νὰ ἀπολαμβάνει λίγη ἀγάπη!
Τὴν κατὰ τὴ γνώμη τοῦ ἀξία καὶ συγγένεια καὶ τῶν τριῶν αὐτῶν
ἐμπειριῶν χριστιανικῆς, μουσουλμανικῆς καὶ ἰνδικῆς ἔχει παρουσιάσει ἀπὸ παλιὰ ὁ
Ἀρχιεπ. κ. Ἀναστάσιος στὸν ἐπίλογο τοῦ βιβλίου τοῦ «Ἰσλάμ»: «Ὁ μυστικισμὸς [τοῦ
Ἰσλάμ... ἐκινήθη ἐντὸς πλαισίων συγγενῶν πρὸς τὴν ἑλληνικήν, χριστιανικήν,
περσικὴν καὶ Ἰνδικὴν πνευματικὴν ἐμπειρίαν» (Ἰσλὰμ σ. 286).
Καταλαβαίνουμε ἀρκετὰ τὰ «συγγενῆ πλαίσια» μεταξὺ μυστικισμοῦ,
μυστηριακῆς ἑλληνικῆς, περσικῆς καὶ ἰνδικῆς λατρείας. Εἶναι ἀνθρώπινες
φιλοσοφικὸ-θρησκευτικὲς κατασκευές, στὶς ὁποῖες ἀπρόσκλητος ἢ καὶ
προσκεκλημένος «ἐπισκέπτης» εἶναι κι ὁ Σατανᾶς, καὶ οἱ ὁποῖες σκοπεύουν νὰ
προσεγγίσουν μία κάποια «ὑπερβατικὴ πραγματικότητα». Τί δουλειὰ ὅμως ἔχει ἡ ἀνάμιξη
τῆς «χριστιανικῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας», ποιὰ συγγενῆ πλαίσια βρίσκει ὁ
συγγραφεύς, μεταξύ της χριστιανικῆς ἐμπειρίας καὶ τῶν ποικίλων θρησκευτικῶν ἐμπειριῶν;
Τίθενται λοιπὸν μὲ ὀξύτητα τὰ ἀκόλουθα ἐρωτήματα: Τί εἶναι
τέλος πάντων αὐτὴ ἡ «θρησκευτικὴ ἐμπειρία»; Ποιὸ εἶναι σύμφωνα μὲ ὅσα λέγει ὁ ἴδιος
ὁ συγγραφεὺς τὸ περιεχόμενό της; Ποιὲς οἱ μέθοδοί της; Ἔχουν οἱ ὀρθόδοξοι
θρησκευτικὲς ἐμπειρίες;
33. Μήπως ὡς μουσουλμανικὴ «Χριστολογία» ὁ συγγραφεὺς ἐννοεῖ
τὸ βλάσφημο φανταστικὸ διάλογο Θεοῦ-Χριστοῦ ποῦ παρατίθενται στὸ Κοράνι; Λέει ὁ
Ἀλλάχ : «ὢ Ἰησοῦ, γιὲ τῆς Μαριάμ! μήπως εἶπες στοὺς ἀνθρώπους: "λατρεύετε ἐμένα
καὶ τὴ μητέρα μου σὰν θεοὺς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀλλὰχ "; "Δόξα σὲ
Σένα" εἶπε ὁ Ἰησοῦς "ποτὲ δὲν θὰ ἔλεγα ὅ,τι δὲν θὰ εἶχα δικαίωμα (νὰ
πῶ). Κι ἂν εἶπα τέτοιο πράγμα, Ἐσὺ θὰ τὸ γνώριζες ἀμέσως. Γιατί ξέρεις τί
κρύβει ἡ καρδιά μου, ἐνῶ ἐγὼ δὲν ξέρω τί ὑπάρχει στὴ δική σου"».(Ν.
Βασιλειάδη, Ὀρθοδοξίας, Ἰσλὰμ καὶ Πολιτισμὸς σ. 125). Σαφῶς σ' αὐτοὺς τοὺς
«χριστολογικοὺς» στίχους ἔχουμε ἄρνηση τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ.
33α. Γιὰ τὰ βάσανα τῶν χριστιανῶν ἐκ μέρους τοῦ Ἰσλὰμ ἤδη ἀπὸ
τὴν ἀρχὴ τῆς ἐξαπλώσεώς του ἰδὲ Διον. Δακουρά, Ἡ Προβολὴ τῶν Ἀσιατικῶν
θρησκευμάτων εἰς τὴν Δύσιν. ἔκδ. ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ. σέλ. 378-382
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΠΡΟΣ ΜΙΑ «ΝΕΑ» ΘΕΟΛΟΓΙΑ
1. Μία... «ἐλαστικὴ» Ἐκκλησιολογία.
Μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ βιβλίου «Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία»
ἀναδύεται μία ἄποψη περίεργη γιὰ τὴ φύση καὶ τὰ ὅριά της Ἐκκλησίας. Διαβάζουμε:
«...συγκαλεῖται ἐν Χριστῷ ἡ Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, "εἰς
κοινωνίαν ἀγάπης" καταργουμένων ὅλων τῶν συνόρων: φυλῶν γλωσσῶν, φύλων,
τάξεων, πολιτιστικῶν προϋποθέσεων. Ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία δὲν νοεῖται ἐν
τούτοις σὰν μία νέα, κλειστὴ στὸν ἑαυτὸ τῆς κοινότητα, σὰν ἑταιρεία ἡ ὁποία
ζητεῖ τὴ δική της αὔξηση πρὸς ἐνίσχυση τῶν δυνάμεών της, ἀλλὰ ὡς σύμβολο, ὡς
σημεῖο τῆς ποθητῆς παγκοσμίου ἑνότητος. Ἡ Ἐκκλησία ἐνεργεῖ ὡς
"μυστήριον", ὡς ζωτικὸς πυρήνας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκτείνεται
πέραν τῶν αἰσθητῶν ὁρίων τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων» (σ. 41).
Μία παράδοξη ὄντως θεολογία50! Μά, ἡ Ἐκκλησία δὲν συγκαλεῖται
σὲ κοινωνία ἀγάπης, εἶναι ἡ κοινωνία ἀγάπης καὶ συγκαλεῖ πάντας «μετὰ ὑψηλοῦ
κηρύγματος» στὴν κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ ἢ μᾶλλον ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἡ ἐνυπόστατος
Σοφία τοῦ Θεοῦ συγκαλεῖ ὅλους εἰς τὸν κρατήρα τοῦ Δείπνου τῆς Εὐχαριστίας
(Παροιμ. 9,3). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ τόπος συναγωγῆς πάντων «εἰς ἐν». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι
τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι «τὸ σῶμα αὐτοῦ (δηλ. τοῦ
Χριστοῦ), τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πάσι πληρουμένου» (Ἐφεσ. 1, 23), δὲν εἶναι
σύμβολο, «σημεῖο παγκοσμίου ἑνότητος». Ἐπιπλέον δὲν εἶναι «ζωτικὸς πυρήνας τῆς
βασιλείας τοῦ Θεοῦ» πέριξ του ὁποίου περιστρέφονται δίκην ἠλεκτρονίων οἱ
διάφορες θρησκεῖες. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «ἤγγικεν ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 3, 2 ) καὶ ὁ Οἰκοδεσπότης εἶναι παρὼν στὴν Ἐκκλησία Του.
Σ' αὐτὴ τὴν Ἐκκλησία Του, τὴ Βασιλεία Του, τῆς ὁποίας ἡ
πλήρης δόξα θὰ ἀποκαλυφθεῖ στὰ Ἔσχατα, ὁ Οἰκοδεσπότης «περιέθηκε φραγμὸν καὶ ὠκοδόμησε
πύργον» (Μάτθ. 21, 33 ). Ἡ ἄμπελος τοῦ Χριστοῦ εἶναι γι' Αὐτὸν πολύτιμη. Δὲν εἶναι
κατὰ τὸ δὴ λεγόμενον «ξέφραγο ἀμπέλι». Τὰ ὅριά της εἶναι οἱ δογματικοί της ὄροι,
ἡ ὀρθὴ πίστη, οἱ ἱεροί της Κανόνες, οἱ Παραδόσεις της καὶ ἡ, πάντα ταῦτα
διαποτίζουσα, χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν
κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ζητοῦμε σὲ κάθε Θ. Λειτουργία ἐμεῖς, τὰ κλήματά
Του, ὥστε σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή Του νὰ μένουμε ἐν Αὐτῶ κι Αὐτὸς νὰ μένει ἐν ἠμίν.
Κι ἔτσι νὰ φέρουμε καρπὸν πολὺ (Ἰωάν. 15, 1-6 ) καὶ νὰ συναχθοῦμε στὴν οὐράνια ἀποθήκη
Τοῦ (Μάτθ. 3,12 -Α' Ἰδιόμελο Ἑσπερινοῦ του Ἀσώτου).
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἐκτείνεται πέραν τῶν αἰσθητῶν ὁρίων
τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων. Σὲ κάθε ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα τελούμενης τῆς
Θείας εὐχαριστίας εἶναι συναγμένη ὅλη ἡ Ἐκκλησία caput et corpus, κεφαλὴ καὶ σῶμα,
εἶναι παρόντες οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἅγιοι, τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπιγεια51. Δὲν μπορεῖ
νὰ εἶναι μέτοχοι στὴν τράπεζα τῆς Βασιλείας οἱ μὴ ὀρθῶς κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ
Χριστοῦ καὶ τὴ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων πιστεύσαντες καὶ
βαπτισθέντες. Ἂν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐκτείνεται πέραν τῶν αἰσθητῶν ὁρίων (ἀλήθεια
ὑπάρχουν καί... ἀναίσθητα, μὴ αἰσθητὰ ὅρια; ὑπάρχουν μήπως γκρίζες ζῶνες, θολὰ ὅρια
τοῦ ναὶ καὶ ὄχι;) τότε γιατί ὁ Χριστὸς διὰ τῆς Θείας Του Οἰκονομίας ἔγινε Αὐτὸς
ὁ Ἴδιος «ἡ εἰρήνη ἠμῶν» γιὰ νὰ «ἀποκαταλλάξη τοὺς ἀμφότερους» (δηλ. Ἰουδαίους
καὶ Ἐθνικοὺς) «ἐν ἐνὶ σώματι τῷ Θεῶ διὰ τοῦ σταυροῦ» (Ἐφεσ. 1,14-16);
Ὑπέμεινε ὁ Χριστός μας τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ θάνατο γιὰ ν' ἀφήσει
τοὺς ἀνθρώπους ἀνενόχλητους ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ κατὰ μία
σχιζοφρενικὴ λογικὴ μέσα στὴ... Βασιλεία Του; Καὶ πὼς μπορεῖ νὰ ἐπέλθει ἡ, τόσο
προπαγανδιζομένη καὶ στὸ βιβλίο, εἰρήνη ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ, ὅπως
λέει ὁ Ἀπόστολος, ἡ εἰρήνη, ἡ ὄντως εἰρήνη εἶναι ὁ Χριστὸς κι ἀφοῦ μόνο στὸ ἕ ν
α Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γίνεται πραγματικότητα;
Ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐπιζητεῖ
τὴν αὔξηση τῶν μελῶν της, ὄχι «σὰν ἑταιρεία», ἀλλὰ γιατί ὑπακούει στὴν προσταγὴ
τοῦ Χριστοῦ νὰ καλέσει ὅσους γίνεται περισσότερους στὸ Δεῖπνο Του, γιὰ νὰ
γεμισθεῖ ὁ Οἴκος Τοῦ (Λουκ. 14,23 ). Ἡ Αὔξησις τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι
βασικὴ ἐκκλησιολογικὴ κατηγορία, τόσον ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἐν Χριστῷ πνευματικὴ
προκοπὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῆς ὁποίας ἐπιτυγχάνεται ἡ μετὰ τοῦ Χριστοῦ
καὶ τῶν ἀδελφῶν ἕνωσις (Ἐφεσ. 2,21, Κόλ. 1,10, Α' Πετρ. 2,2 ), ὅσο καὶ εἰς τὴν ἀριθμητικὴ
αὔξηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας: «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς
τῶν μαθητῶν ἐν Ἱερουσαλὴμ σφόδρα, πολὺς τὲ ὄχλος τῶν ἱερέων ὑπήκουον τὴ πίστει»
(Πράξ. 6, 7).
Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ἐξηγεῖ στὸν Α' Ἠθικό του Λόγο
ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀκόμα ὁλόκληρο, διότι ὑπάρχουν ἀκόμα πολλοὶ ἄπιστοι,
ἁμαρτωλοὶ καὶ ἄσωτοι ποὺ θὰ πιστέψουν καὶ θὰ μετανοήσουν καὶ ἔτσι θὰ πληρωθεῖ
«τὸ πλήρωμα τοῦ σώματος Χριστοῦ». Εἶναι οἱ «προωρισμένοι... οἱ καὶ προστεθῆναι
καὶ κολληθῆναι μέλλουσι τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ, καὶ τηνικαύτα ὁλόκληρον οἰονεῖ
γενόμενον, μηδενὸς μέλους λειπόμενον, πληρωθήσεται ἤγουν τελειωθήσεται...» (Ἠθικὸς
Α', η')52.
Γι' αὐτὸ καὶ ἐπαινεῖται ἡ ἱεραποστολή, τὸ κήρυγμα τῆς Ἀληθείας
τοῦ Χριστοῦ: «Ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων
τὰ ἀγαθὰ» (Ρωμ.10,15).
50. Ἀντὶ τῶν αὐθαιρέτων αὐτῶν σκέψεων, στοχασμῶν καὶ ἰδεῶν θὰ
προτιμούσαμε θεολογικό, ὀρθόδοξο λόγο μὲ ἁγιογραφικὴ καὶ πατερικὴ θεμελίωση.
51. Κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο «ἄγγελοι παρεστήκασι τῷ ἱερεῖ,
καὶ οὐρανίων δυνάμεων ἅπαν τάγμα βοᾶ καὶ ὁ περὶ τὸ θυσιαστήριον πληροῦται τόπος
εἰς τιμὴν τοῦ Δεσπότου», ἐνῶ ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης λέει ὅτι στὴ Θεία
Λειτουργία μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ «παρευρίσκεται ἀχώριστα ἡ συνάθροιση τῶν Ἁγίων
[παρεστι ἀδιαστάτως ἡ τῶν Ἁγίων ἀπογραφή]. Καὶ μὲ τὴν παρουσία τῆς φανερώνει τὸν
ἀδιαίρετο δεσμὸ ποὺ ἔχει ἡ ὑπερκόσμια καὶ ἱερὴ ἕνωσή τους μὲ Αὐτὸν » (Ἀπὸ τὸ
βιβλίο τοῦ Ἱερομόναχου Γρηγορίου. Ἡ Θεία Λειτουργία. «Σύναξη» Ἀθήνα 1982,σ.
111,113).
52. Ἅπαντα Ἄγ. Πατέρων, Ἔκδ. Ὠφελίμου Βιβλίου, Συμεὼν τοῦ Ν.
Θεολόγου τ. 4, σέλ. 305. Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ προτείνουμε στοὺς καλούς μας ἀναγνῶστες
τὴ μελέτη ὅλου αὐτοῦ του Λόγου γιὰ νὰ κατανοήσουν σὲ βάθος τί σημαίνει Ἐκκλησία.
Γιὰ νὰ καταλάβουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι «ζωτικὸς πυρήνας» ἀλλὰ ὄντως Σῶμα
Χριστοῦ, «πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πάσι πληρουμένου».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
1. Μία... «ἐλαστικὴ» Ἐκκλησιολογία;
Ἀφήσαμε τελευταία τὴ διαπραγμάτευση τῆς ἐντελέχειας, τοῦ οὐσιαστικοῦ
στόχου τοῦ βιβλίου, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ὁ τίτλος του. Ἐκεῖνο ποὺ διατρέχει ὅλα τὰ
κείμενα τοῦ τόμου εἶναι ἡ διακήρυξη τῆς παγκοσμιότητος τῆς Ὀρθοδοξίας. Πρὶν
προχωρήσουμε ὀφείλουμε νὰ ποῦμε ὅτι γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ἡ οἰκουμενικότητα τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θεωρεῖται δεδομένη. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καὶ
Διδάσκαλοι ἀκολούθησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ
ἔθνη» (Ματθ. 28, 19). Γι' αὐτὸ ἐκήρυξαν μὲ κόπους πολλούς, κινδύνους καὶ
μαρτύρια τὸ Εὐαγγέλιο σ' ὅλο τὸν κόσμο, ἐβάπτισαν τοὺς πιστεύσαντας στὸ ὄνομα
τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, οἰκοδομώντας τους στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξ ἄλλου ἡ
καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ διακηρύσσεται στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως,
περιλαμβάνει ὡς στοιχεῖο τῆς τὸ κήρυγμα σ' ὅλα τὰ ἔθνη, τὴν ἐπέκταση τῆς Ἐκκλησίας
σ' ὅλο τὸν κόσμο, τὴν Οἰκουμένη.
Ἀξίζει ἐδῶ νὰ παραθέσουμε μερικὰ ἀπ' ὅσα λέγει ὁ ἐν ἁγίοις
Πατὴρ ἠμῶν Κύριλλος ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων περὶ τῆς Καθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας:
«Καθολικὴ μὲν οὒν καλεῖται διὰ τὸ κατὰ πάσης εἶναι τῆς οἰκουμένης ἀπὸ περάτων γὴς
ἕως περάτων, καὶ διὰ τὸ διδάσκειν καθολικῶς καὶ ἀνελλιπῶς ἅπαντα τὰ εἰς γνῶσιν ἀνθρώπων
ἐλθεῖν ὀφείλοντα δόγματα, περὶ τὲ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων πραγμάτων, ἐπουρανίων τὲ
καὶ ἐπιγείων, καὶ διὰ τὸ πᾶν γένος ἀνθρώπων εἰς εὐσέβειαν ὑποτάσσειν... καὶ διὰ
τὸ καθολικῶς ἰατρεύειν... καὶ θεραπεύειν ἅπαν τὸ τῶν ἁμαρτιῶν εἶδος... Ἐκκλησία
δὲ καλεῖται φερωνύμως διὰ τὸ πάντας ἐκκαλεῖσθαι καὶ ὁμοὺ συνάγειν...».
Συνεχίζοντας δὲ ὁ ἅγιος γράφει ὅτι οἱ βασιλεῖς ἐξουσιάζουν ὅσα ἔθνη ἔχουν στὰ ὅρια
τῆς βασιλείας τοὺς «μόνης δὲ τῆς ἁγίας καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν οἰκουμένην
πάσαν ἀπεριόριστον ἐχούσης τὴν δύναμιν. Ἔθηκε γὰρ ὁ Θεὸς κατὰ τὸ γεγραμμένον τὸ
ὅριον αὐτῆς εἰρήνην...»93.
Εἶναι λοιπὸν προτιμότερο ἀντὶ γιὰ παγκοσμιότητα νὰ ὁμιλοῦμε,
ὅπως καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες, περὶ Καθολικότητος συνάπτοντας, ἐξαρτώντας αὔτη τὴν ἔννοια-ἰδιότητα
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, ὅπως τὸ κάμει καὶ τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως. Οἱ ὄροι
παγκοσμιότητα καὶ οἰκουμενικότητα ἔχουν ὑποστεῖ φθορὰ ὁ μὲν πρῶτος ἀπὸ τὴν
προϊούσα ἀνθρωπόλεθρο νόσο τῆς παγκοσμιοποιήσεως ὁ δὲ δεύτερος, χωρὶς νὰ ἀποκλείεται
παντελῶς ἡ χρήση του, ἀπὸ τὴ λύμη τοῦ διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοὺ οἰκουμενισμοῦ.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ χρήση τῶν ὅρων αὐτῶν δὲν παραπέμπει πάντοτε καὶ ἐπακριβῶς στὴν
ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά, ὅπως μπορεῖ νὰ διαπιστώσει καὶ ὁ ἀναγνώστης τοῦ ὑπὸ
κρίσιν βιβλίου, πολλὲς φορὲς σὲ πάσης φύσεως «μαζέματα», συνονθυλεύματα, τὰ ὁποῖα
εἶναι θλιβερὰ ὑποκατάστατα τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ.
Ἐξ ἄλλου ὁ ὅρος «καθολικὸς» καὶ «καθολικότης», παρμένος ἀπὸ
τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία, μεταμορφώθηκε στὸ χῶρο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ ὅπως
εἴδαμε στὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, δὲν ἔχει μόνο περιεχόμενο
τοπικό, δηλ. δὲν ἐκφράζει μόνο τὸν παγκόσμιο χαρακτήρα τοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας
ἀλλὰ καὶ τὴν πληρότητα τῆς ἀληθείας καὶ τῆς χάριτος καὶ τῆς ζωῆς, τὸ «καθόλου»
ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία σὲ κάθε ἐνορία, σὲ κάθε εὐχαριστιακὴ σύναξη τελούμενη στὸ ὄνομα
τοῦ ὀρθοδόξου ἐπισκόπου. «Ὡς ἀκριβῶς διὰ τὸν Ἀριστοτέλη ἕκαστος συγκεκριμένος ἄνθρωπος
ἀποτελεῖ τὴν πλήρη ἐνσάρκωσιν τοῦ καθόλου ἀνθρώπου, οὕτω καὶ διὰ τὸν Ἰγνάτιον (ἔνν.
τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου) ἑκάστη τοπικὴ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ
τὴν ἐνσάρκωσιν τοῦ ὅλου Χριστοῦ καὶ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας»94.
Ἔτσι λοιπὸν χρησιμοποιώντας τὸν ὄρο «καθολικότης» μὲ τὸ πλῆρες
ἐκκλησιολογικὸ τοῦ περιεχόμενο, ξέρουμε τί πιστεύουμε καὶ τί θέλουμε ὡς Ὀρθόδοξοι,
ξέρουμε τί ἐπιδιώκουμε καὶ προφυλασσόμεθα ἀπὸ ἄτοπες καὶ συγκεχυμένες ἰδέες, ἀπὸ
ἀνεδαφικοὺς καὶ ἀνεπίτρεπτους ὁραματισμοὺς «παγκόσμιας κοινωνίας ἀγάπης» καὶ
«παγκόσμιας κοινότητος». Εἴπαμε στὸ τρίτο κεφάλαιο, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται μεταξὺ ἄλλων
καὶ στὴν ἐσφαλμένη Ἐκκλησιολογία τοῦ ὑπὸ κρίσιν βιβλίου, ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε στὸν
κόσμο γιὰ νὰ συναγάγει εἰς ἐν τὰ διεσκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ. Εἴπαμε ἐπίσης
ποὺ καὶ πὼς γίνεται αὐτὴ ἡ συναγωγή. Ὁ Κύριος προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρώπινη
φύση τὴν καθάρισε, τὴν ἀποκατέστησε καὶ τὴν ἔνωσε μὲ τὴν θεία φύση στὸ πρόσωπό
Του. Αὐτὴ ἡ θεανθρωπίνη ἕνωση εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ οἰκειοποιεῖται,
κάμει δική του, κάθε βαπτιζόμενος ὀρθοδόξως, καθένας ποὺ κοινωνεῖ τοῦ Σώματος
καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὴν κάμει ζωντανότερη καὶ ἀληθέστερη ὅταν ἀγωνίζεται
τὸν καλὸν πνευματικὸ ἀγώνα. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἑνότητα, τὴν ὁποία ἀναζητεῖ
κάθε ἄνθρωπος, ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα: ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.
Ἄλλη ἀληθινὴ κοινότητα, κοινωνία ἀγάπης δὲν ὑπάρχει. Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ἡ αὐλὴ»
τῶν λογικῶν προβάτων γιὰ τὴν ὁποία κάμει λόγο ὁ Χριστός. Σ' αὐτὴν ἐπιθυμεῖ νὰ ὁδηγήσει
καὶ τὰ «ἄλλα πρόβατα» ποὺ εἶναι ἔξω καὶ ἔτσι νὰ γίνει «μία ποίμνη [ἡ Ἐκκλησία]
εἰς ποιμὴν» [ὁ Χριστὸς] (Ἰω.10,16).
Γι' αὐτὴν τὴν οἰκουμενικότητα-καθολικότητα ἄραγε ὁμιλεῖ ὁ
συγγραφεύς; Ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη τοῦ βιβλίου δὲν μπορέσαμε νὰ πεισθοῦμε ὅτι
μὲ τοὺς ὅρους «οἰκουμενικὸς» καὶ «παγκόσμιος» ἐννοεῖ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἂς δοῦμε σχετικὰ ἀποσπάσματα:
«Ἐπιβάλλεται», γράφει ὁ συγγραφεύς, «ἡ στενότερη συνεργασία ὅλων
τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν, ἡ οὐσιαστικὴ ἀλληλοϋποστήριξη, ἀλλὰ καὶ ἡ
καλλιέργεια τῆς οἰκουμενικῆς συνειδήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστὸ
μέσα στὴν Ἐκκλησία Τοῦ ὑπερβαίνουμε τὸ προσωπικό μας "ἐγώ", ἢ τὸ ἐθνικό
μας "ἐμεῖς", γιὰ νὰ συναντήσουμε μὲ κατανόηση καὶ ἀγάπη ὅλους τους ἀνθρώπους
καὶ ὅλους τους λαοὺς» (σ. 271).
Ἂν καὶ ἡ παρότρυνση γιὰ ὑπέρβαση τοῦ ἐθνικοῦ μας «ἐμεῖς»,
κατὰ τὴ γνώμη μας, θίγει τὴν ἑλληνορθόδοξη αὐτοσυνειδησία μας ποὺ βάλλεται ἀνελέητα
ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντες τῆς Παιδείας, τοὺς ἀνθρώπους τῆς ψευτοκουλτούρας καὶ τὰ
Μ.Μ.Ε., τὸ πνεῦμα τῶν ἀνωτέρω λόγων εἶναι ὀρθό. Ἀλλὰ ποιὰ εἶναι ἡ συνέχεια; Ποῦ
θὰ συναντήσουμε «ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ τοὺς λαούς», ὅλες τὶς μυριάδες τῶν ἀβαπτίστων
Εὐρωπαίων, Ἀσιατῶν, Ἀφρικανῶν, Ἀμερικανῶν καὶ Αὐστραλῶν; Μήπως στὴν Ἐκκλησία; Ὄχι!
Θὰ τοὺς συναντήσουμε, ὅπως λέγει στὴ συνέχεια, «μὲ σταθερὸ ὅραμα: μία παγκόσμια
κοινωνία ἀγάπης» (σ. 271). Γι' αὐτὸ μέσα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ὁ συγγραφεὺς π
ο υ θ ε ν ὰ δὲν καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους τῶν θρησκειῶν μὲ θέρμη καὶ παρρησία,
μὲ ζῆλο πνευματικὸ στὴν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ παντοῦ ἐπαγγέλλεται καὶ κηρύσσει
μία παγκόσμια κοινωνία ἀγάπης, ὅραμα κοινωνίας ἀγάπης κ.λ.π.95. Μήπως ὅμως ὡς
«παγκόσμια κοινωνία ἀγάπης» ἐννοεῖται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Ἂς τὸ ἐξετάσουμε.
93. Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις φωτιζόμενων ΙΗ', ἐπιλογὴ
ἀπὸ τὰ κεφάλαια ΚΓ', ΚΔ', ΚΖ' ἀπὸ τὸ βιβλίο Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων.
Ἐκδόσεις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ, σελ. 406-410.
94. Βλ. Ί. Ζηζιούλα (νῦν ἐπισκόπου Περγάμου Ἰωάννου), Ἡ ἑνότης
τῆς Ἐκκλησίας ἐν τὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ τῷ Ἐπισκοπῶ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰώνας,
Ἀθῆναι 1965, σ. 99. Τὸ ὅλο θέμα περὶ καθολικότητος ἐξετάζεται στὶς σελίδες
88-110. Εἶναι παράδοξο πὼς μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς τόσο ἐπιτυχημένες τοποθετήσεις τοῦ
Σεβασμιωτάτου στὸ θέμα τῆς καθολικότητος, κατέληξε σὲ ὁμιλία του στὴ Ρώμη νὰ εἰπεῖ
ὅτι ὑπάρχουν δύο πνεύμονες τῆς Ἐκκλησίας, ἕνας στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἕνας στὴ Δύση.
Μία θέση ποὺ καταβιβάζει τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς
Ἐκκλησίας σὲ κάποιο κομμάτι «χριστιανικῆς» παγκοσμιότητας. Πιθανὸν ἡ στάση τοῦ
αὐτὴ νὰ ὀφείλεται στὴν ὑπερέξαρση τῆς ὁπωσδήποτε ὑψηλῆς θέσεως τοῦ Ἐπισκόπου, τὴν
ὁποία ὑποστηρίζει στὸ προαναφερθὲν βιβλίο του. Ἔτσι ὁ ὑπερτονισμὸς αὐτός, ἡ εἰδωλοποίηση
τοῦ ἐπισκόπου καταλήγει στὸν ἕνα Ἐπίσκοπο, τὸν Πάπα!
95. Βλέπε σελίδες: 31,33,43,51,53,64,206,266,269.
ΕΠIΛΕΓΟΜΕΝΑ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ἀνάγκη ἐπιτακτική της νηπτικῆς ἐργασίας.
Φρονοῦμε ὅτι οὐδεὶς καὶ δὶ’ οὐδένα λόγο δικαιοῦται νὰ
κηρύττει «ἄλλο Εὐαγγέλιο» ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐκήρυξαν οἱ θεοκήρυκες Ἀπόστολοι.
Συγκεκριμένα:
α) Δὲν δικαιοῦται κανεὶς νὰ ἐξισώνει τὸ μοναδικὸ ἐν τὴ Ὀρθοδόξω
Ἐκκλησία τελεσιουργούμενο μυστήριο τῆς Σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὶς αἱρετικὲς «ἐκκλησίες»
τῆς Δύσεως, τὶς παρασυναγωγὲς τῆς πλάνης. Πολὺ περισσότερο δὲν μπορεῖ νὰ θέτει
σὲ ἴση μοίρα τὴν Ἐκκλησία μὲ τὶς «θρησκεῖες» ἢ «θρησκεύματα» ἢ «θρησκευτικὰ
μορφώματα», μὲ τὰ ἀνθρώπινα δηλ. καὶ δαιμονικὰ κατασκευάσματα ἀπόπειρας
προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ.
β) Ὁμοίως οὐδεὶς δικαιοῦται νὰ ἐξισώνει καὶ νὰ παραλληλίζει
τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων ἐν τὴ Ἐκκλησία μὲ τὶς ἐμπειρίες τῶν πιστῶν ἄλλων θρησκειῶν,
ἐμπειρίες πλάνης ἢ καὶ ἀποδεδειγμένως δαιμονικὲς καὶ νὰ τὶς ὀνομάζει «πνευματικὲς»
ἢ «προφητικές», δημιουργώντας σύγχυση στὰ κριτήρια τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν.
γ) Οὐδεὶς δικαιοῦται νὰ θεολογεῖ περὶ Ἐκκλησίας, Ἁγίας
Τριάδος, Ἁγίου Πνεύματος κ.λ.π. ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὴ θεοσοφὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων καὶ Πατέρων αὐτοσχεδιάζοντας ἢ ἐπικαλούμενος αἱρετικοὺς συγγραφεῖς ἢ ἐπενδύοντας
στὸ συναίσθημα τῶν ἀναγνωστῶν του.
δ) Οὐδεὶς δικαιοῦται νὰ ἀποπειραθεῖ νὰ θέσει τὴν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ στὴν ὑπηρεσία οὐδενός. Πολὺ περισσότερο νὰ προσπαθήσει νὰ τὴ θέσει στὴν
ὑπηρεσία τῶν «δυνάμεων ἐνοποιήσεως τῆς ἀνθρωπότητος», τῆς ἀντιχριστῆς
παγκοσμιοποιήσεως, ἡ ὁποία σήμερα συνθλίβει τὰ πρόσωπα καὶ τὰ ἔθνη.
Καμμιὰ ἐνοποίηση, καμμιὰ κοινωνία ἀγάπης καμμιὰ παγκόσμια
κοινότητα, καμμιὰ οἰκουμενικότητα δὲν εἶναι ἐφικτὴ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Μίας, Ἁγίας,
Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία καλοῦνται ὅλοι, γιὰ νὰ γίνουν
μέλη της, μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν προσευχὴ
τοῦ Κυρίου μᾶς «ἴνα πάντες ἐν ὦσι».
Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε ὅτι τὶς συνεννοήσεις μεταξὺ τῶν
ἐθνῶν ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται μία εἰρηνικὴ συμβίωση μὲ τοὺς ἄλλους, τὴν ἀναλαμβάνουν
ὡς δικό τους διακόνημα οἱ κοσμικὲς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες. Ἡ τυχὸν συμπαράσταση
κληρικῶν σ’ αὐτὲς τὶς ἐξουσίες σὲ δύσκολες στιγμὲς κρίσεων ποτὲ δὲν πρέπει νὰ
καταλήγει σὲ διαθρησκειακὲς συναντήσεις ποὺ διαπιστωμένα καταλήγουν σὲ κοινὲς
θεωρητικὲς-θρησκευτικὲς τοποθετήσεις π.χ. περὶ τοῦ ἰδίου Θεοῦ ὅλων τῶν θρησκειῶν,
περὶ δυνατότητος καθάρσεως τῆς καρδίας ἀπὸ κάθε θρησκεία κ.λ.π. Μποροῦν οἱ ὀρθόδοξοι
ποιμένες ἐξ ἀγάπης νὰ βοηθήσουν «πρεσβευτικὰ» σὲ δύσκολες στιγμὲς γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ
εἰρήνη, διακριτικά, δίνοντας καὶ τὴ χριστιανική τους μαρτυρία.
Ἐπειδὴ σήμερα πολλοὶ καὶ ὁμιλοῦν καὶ γράφουν περὶ μίας «Νέας
Ἐποχῆς», περὶ νέων συνθηκῶν καὶ προκλήσεων στὶς ὁποῖες θὰ πρέπει νὰ ἀνταποκριθεῖ
ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ μ’ αὐτὴ τὴ «χρηστολογία», δηλ. τὰ ὡραία λόγια ἐξαπατοῦν τὶς
καρδιὲς τῶν ἀκάκων πιστῶν (Ρωμ. 16,18) διδάσκοντάς τους «ἐντάλματα ἀνθρώπων»,
φρονοῦμε ὅτι ὡς Χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ
Χριστοῦ. Δὲν πρέπει νὰ καταλάβει τὴν καρδιὰ μᾶς ἄλλη ἀγάπη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ, ἄλλη ἐλπίδα ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄλλη πίστη ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ
Χριστοῦ.
Γιὰ νὰ ἐπιτευχθοῦν αὐτὰ χρειάζεται διαρκὴς πνευματικὴ ἐργασία.
Εἶναι ἡ «λεπτὴ ἐργασία» ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε στὸν ἑαυτό μας, κατὰ τὸν Γέροντα
Παΐσιο. Ὁ Κύριός μας μᾶς προτρέπει: «ἐργάζεσθε ...τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς
ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 6,27). Σκοπὸς αὐτῆς τῆς ἐργασίας εἶναι νὰ καταρτισθοῦμε, νὰ
οἰκοδομηθοῦμε στὴν Ἐκκλησία, νὰ φθάσουμε στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, «εἰς ἄνδρα
τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4, 13). Κατὰ τὴν
ἐργασία αὐτὴ πλουτιζόμεθα στὴ γνώση καὶ τὴν πίστη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἐργασία δὲν
εἶναι αὐτόνομη καὶ αὐτοσχέδια. Βασίζεται στὴ δογματική, κανονική, ἀσκητικὴ
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ λατρεία της. Αὐτὴ ἡ διδασκαλία εἶναι
παραδεδομένη σὲ μᾶς τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, Προφῆτες, Εὐαγγελιστές,
ποιμένες καὶ διδασκάλους ποὺ ἔδωσε, ποὺ χάρισε ὁ Χριστὸς στὴν Ἐκκλησία Του.
Γράφει ὁ Ἀπόστολος: «καὶ αὐτὸς (ὁ Χριστὸς) ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ
προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστᾶς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους πρὸς καταρτισμὸν
τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ.
4,11-12).
Καὶ ὅταν ἐργάζεται πνευματικὰ κάθε χριστιανὸς μὲ βάση αὐτὴ τὴ
διδασκαλία τῶν Ἅγιων προκόπτοντας στὴν πίστη καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ, εὔκολα ἀντιλαμβάνεται
διδασκαλίες, λόγους καὶ ἰδέες ποὺ δὲν ταυτίζονται μὲ τὴν ἁγιωτάτη ὀρθόδοξη
Παράδοση. Δὲν «κλυδωνίζεται» καὶ δὲν «περιφέρεται» «παντὶ ἀνέμω τῆς
διδασκαλίας» (δὲν πηγαίνει «ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος») δὲν γίνεται θύμα τῆς
«κυβείας»123 τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων (Ἐφεσ. 4,14). Ἀλλὰ ἀληθεύοντας ἐν ἀγάπη, μὲ τὴν
ἀρωγὴ τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, αὐξάνει τὸν ἀγώνα του καὶ προσφέρει στὸν
Χριστὸ τὰ πάντα, ἐνούμενος περισσότερο μὲ Αὐτόν, τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφεσ.
4,15).
Λαμβανομένης ὑπ’ ὄψιν αὐτῆς τῆς διδασκαλίας, καμμιὰ αὐθεντία
δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ στὴν συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων εἴτε ἱερατικὴ εἴτε ἀρχιερατικὴ
εἴτε συνοδική, ἂν δὲν συμφωνεῖ κατὰ πάντα μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, δηλ. τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων, Πατέρων καὶ Διδασκάλων. Καὶ καμμιὰ «ὑπακοὴ» δὲν ὀφείλεται σὲ ἀντιευαγγελικές,
ἀντικανονικές, ἀντιπατερικὲς καὶ γενικῶς ἀντορθόδοξες διδασκαλίες. Ἡ αὐθεντία
στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν αὐθεντία τοῦ γκουροὺ-Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ πηγὴ ἀλήθειας ὅ,τι κι ἂν κάνει, ὅ,τι κι ἂν πεῖ.
Ἡ αὐθεντία στὴν Ὀρθοδοξία ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸν Αὐθέντη
Χριστό, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ αἷμα Τοῦ ἀπέκτησε τὴν Ἐκκλησία Του καὶ παρέδωσε στοὺς
ποιμένες καὶ διδασκάλους τὴ διδαχή Του πρὸς σωτηρία μας. Οὐδεὶς δύναται νὰ
διεκδικεῖ ἀλάθητο, λόγω τίτλου ἢ θέσεως. Οὐδεὶς εἶναι ποιμὴν «ἀφ’ ἑαυτοῦ». Σὲ ὅσους
λοιπὸν ποιμένες φέρουν τὴν αὐθεντικὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ, σ’ αὐτοὺς ὀφείλουν οἱ ὀρθόδοξοι
Χριστιανοὶ ὑπακοή, γιατί αὐτοὶ οἱ ποιμένες εἶναι οἱ ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ τεταγμένοι
πρὸς καταρτισμὸν τῶν ἁγίων, δήλ. τῶν πιστῶν. Αὐτοὶ ὁδηγοῦν τοὺς χριστιανοὺς στὴν
ἐν Χριστῷ τελειότητα καὶ τοὺς προφυλάσσουν ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ τῆς πλάνης.
Στοὺς ἄλλους, τοὺς ψευδοποιμένες, ποὺ δὲν φέρουν αὐτὴ τὴν ὀρθόδοξη
διδαχή, ποὺ ὅταν δοῦν τὸν λύκο ἐρχόμενο ἀφήνουν τὰ πρόβατα καὶ φεύγουν (Ἰωάν.
10, 12), ποὺ οἱ ἴδιοι μετατρέπονται σὲ ἄγριους λύκους καὶ κατατρώγουν τὸ
ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 20,29) ποὺ στρεβλώνουν τὴν Ἁγία Γ ραφὴ ὄντες ἀμαθεῖς
καὶ ἀστήρικτοι (Β Πέτρου 3, 16), ποὺ ἐνῶ ἔχουν τεθεῖ ὡς ἐπίσκοποι- σκοποὶ ὑπὸ
τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ φυλάσσουν τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ τοὺς προειδοποιοῦν γιὰ κάθε
κίνδυνο, ἀδιαφοροῦν (Ἰεζ. 33, 7-8) ποὺ μολύνουν, διαφθείρουν καὶ ρημάζουν τὸν ἀγαπημένο
ἀμπελώνα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὶς πλανεμένες διδασκαλίες τοὺς (Ἱερεμ. 12, 10), σ’ αὐτοὺς
ὄχι μόνο ὑπακοὴ δὲν ὀφείλουμε, ἀλλὰ οὔτε τὴν πόρτα μας δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀνοίγουμε
οὔτε καὶ νὰ τοὺς χαιρετοῦμε (Β’ Ἰωάν. 10- 11).
123 «Κυβευταὶ λέγονται ἐκεῖνοι ὁπού παίζουν τὰ ἀζάρια. Τοιοῦτοι
δὲ εἶναι καὶ οἱ ψευδοδιδάσκαλοι, διότι μεταθέτουν εἰς τὴν πλάνην τοὺς καθὼς
θέλουν τοὺς ἁπλοὺς καὶ ἀκάκους ἀδελφοὺς ὡσὰν τὰ ἀζάρια» (Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου,
Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ Ἐπιστολᾶς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόμος δεύτερος, Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος
Κυψέλη», σ. 436).
ΜΙΑ ΑΝΤΙΠΡΟΤΑΣΗ
Γιὰ μία ἀληθινὰ ὀρθόδοξη τοποθέτηση ἔναντι τῶν προκλήσεων τῆς
Πανθρησκείας καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ συνιστοῦμε τὴ μελέτη τοῦ βιβλίου: «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
καὶ Οἰκουμενισμὸς» τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος καὶ Ὁμολογητοὺ Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἔκδοσις
«Ὀρθόδοξος Κυψέλη».
ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ- ΟΜΟΛΟΓΙΑ
Ἂν καὶ τὰ ἀκόλουθα λόγια του π. Ἐπιφανίου ἀπευθύνονταν στὸν
Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, λόγω τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων του, διατηροῦν μία
διαχρονικὴ ἀξία. Ἀκόμη καὶ σήμερα ἀπευθύνονται σὲ ὅσους ἐκκλησιαστικοὺς ἄρχοντες
ἐνδίδουν στὴν πανθρησκειακὴ λαίλαπα. Οἱ λόγοι αὐτοὶ ἐκφράζουν τὸ Ὀρθόδοξο
φρόνημα τῶν πιστῶν, πάντοτε ἀδυνάτων γιὰ τὰ κοσμικὰ κριτήρια ἀλλὰ ἀποφασισμένων
νὰ ἀντισταθοῦν ἕως θανάτου σὲ κάθε παραχάραξη τῆς Πίστεως ποὺ πάντοτε ὑποστηρίζεται
ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία.
«...Καλὸν εἶναι πάντως νὰ γνωρίζητε ὅτι ὅσοι ἔχονται στερρῶς
τῶν πατρώων παραδόσεων, Κληρικοὶ καὶ λαϊκοί,... τὴ εἰκόνι τὴ χρυσή του ἐπαράτου
“Οἰκουμενισμού”, ἢν ἐστήσατε ἐν πεδίω Δεηρά, οὐ προσκυνήσουσι, καν κάμινος ἑπταπλασίως
ἐκκαυθῆ “στυππίω καὶ κληματίδι καὶ νάφθη καὶ πίσση", καν λάκκος ἑτοιμασθῆ
λεόντων».
(Ἀγάπη καὶ Ἀλήθεια, Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν
Πατριάρχην, ἐν Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Ι. Θεοδωροπούλου Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί. Ἀθῆναι
1981, σ. 154).
ΤΕΛΟΣ
Καὶ τῷ ἐν Τριάδι Θεῶ δόξα καὶ αἶνος εἰς τοὺς αἰώνας.
Ἐτελείωσα τὸ παρὸν ξημερώνοντας τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Εὐτυχοῦς
ἐπισκόπου Μελιτινῆς, τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἠμῶν Ἀνδρέου τοῦ διὰ Χριστὸν Σαλοῦ καὶ τοῦ
Ἁγίου Νεομάρτυρος Δημητρίου ἢ Μήτρου τοῦ ἐκ Τριπόλεως (28 Μαΐου 2002)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
1. Σχετικὰ μὲ τὴν πανθρησκεία
Ἀπροκάλυπτη προπαγάνδα τῆς Πανθρησκείας.
(Διακήρυξη Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν)
Ἡ τραγικὴ πτώση τῶν διδύμων πύργων τῆς Νέας Ὑόρκης ποὺ
συμπαρέσυρε στὸ θάνατο χιλιάδες ἀθώους πολίτες τῶν Η.Π.Α. φαίνεται ὅτι ἀποτελεῖ
ὁριακὸ σταθμὸ στοὺς σχεδιασμοὺς τῶν ἀρχιτεκτόνων τῆς «Νέας Ἐποχῆς». Ἀμέσως μετὰ
ἀκολούθησε ἡ πτώση τῶν τειχῶν ἀνάμεσα στὶς μέχρι τώρα διαφοροποιημένες στὴ
διδασκαλία καὶ στὴν ἐν γένει ζωὴ θρησκεῖες.
Τὸ ἄκρως ἀνησυχητικὸ εἶναι ὅτι ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες ἐνεπλάκησαν
στοὺς παγκοσμιοποιητικοὺς σχεδιασμούς, οἱ ὁποῖοι ἀκυρώνουν τὴ μοναδικότητα τῆς
θεανδρικῆς πρὸ- σωπικότητος τοῦ Σωτῆρος μᾶς Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Μίας, Ἁγίας,
Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Του καὶ τῆς μετέπειτα θεανθρωπίνης
Παραδόσεως.
Λύπη μᾶς προξένησε ἡ πρωτοβουλία τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου καὶ τοῦ προέδρου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς κ. Πρόντι
νὰ συνέλθουν οἱ ἐκπρόσωποι τῶν τριῶν θρησκειῶν Χριστιανισμοῦ, Ἰουδαϊσμοῦ καὶ
Μουσουλμανισμοῦ στὶς Βρυξέλλες στὶς 19 καὶ 20 Δεκεμβρίου 2001. Τὸ κοινὸ Ἀνακοινωθὲν
ὄζει πανθρησκειακὴς νοοτροπίας ἀσυμβίβαστης μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐν Χριστῷ ἀλήθεια, ἡ
ὁποία συμπνίγεται μέσα στοὺς νέους στόχους «τῶν ἐξοικειώσεων» καὶ τῶν κοινῶν
στοιχείων «τῶν ἡμετέρων μονοθεϊστικῶν Θρησκειῶν» τῆς Νέας Ἐποχῆς. Στὸ κοινὸ Ἀνακοινωθὲν
προτείνεται ἐπίσης «ἡ ἀφαίρεσις ἐκ τῶν διδακτικῶν ἐγχειριδίων πασῶν τῶν
δηλώσεων ἢ ἀναφορῶν εἰς προκαταλήψεις τῶν πολιτιστικῶν παραδόσεων καὶ τῶν ἐθνικῶν
ὁμάδων». Στὴν ἐπίσκεψή του στὸ Ἰρᾶν ὁ Οἰκουμενικὸς πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ὁμίλησε
ἀπερίφραστα γιὰ τὴν ἱερότητα καὶ ἰσότητα τῶν «Ἱερῶν Γραφῶν», δηλαδὴ τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καὶ τοῦ Κορανίου.
Κορύφωση τῶν μέχρι σήμερα πανθρησκειακῶν ἐκδηλώσεων ἀποτελεῖ
ἡ πρόσφατη συνάντηση τῆς Ἀσίζης. Ἐκεῖ ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου προεβλήθη
γιὰ ἄλλη μία φορὰ ὁ Πάπας ὡς ἀρχηγὸς τῆς Πανθρησκείας. Μὲ πρόσκληση τοῦ Πάπα
διακόσιοι περίπου ἀρχηγοὶ καὶ ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν Θρησκειῶν συναντήθηκαν στὴν
παραπάνω ἰταλικὴ πόλη ἀντήλλαξαν ἀγαπητικοὺς ἀσπασμούς, συμπροσευχήθηκαν καὶ
συνέταξαν κοινὸ Ἀνακοινωθὲν πανθρησκειακὴς νοοτροπίας. Ἐμφανῶς, βέβαια, ἀποφεύχθηκε
ἡ συμπροσευχὴ μὲ ἐτεροθρήσκους, μολονότι ὁρισμένες πράξεις ἐνέχουν λατρευτικὸ
χαρακτήρα. Τί νὰ ἐσήμαινε ἄραγε ἡ προσφορὰ φωτὸς ἀπὸ ὅλους σὲ κοινὸν
κηροστάσιον; Κατεδάφιση πάντως τῶν ἐκκλησιολογικῶν ὁρίων ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους
ἡ συμπροσευχὴ μὲ τοὺς διαπιστωμένους αἱρετικοὺς ἑτεροδόξους, ἀπαγορευμένη ἀπὸ
τοὺς Ἀποστολικοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ ἐκείνους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδου.
Ὑποτιμητικὴ γιὰ ὅλους καὶ ἀκατανόητη μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἡ
δήλωση τοῦ Ἐπισκόπου Ἀχαΐας κ. Ἀθανασίου,
Διευθυντοὺ τοῦ Γραφείου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς
Βρυξέλλες, ποὺ καταχωρεῖται στὸ παπικὸ περιοδικὸ Avennire. Ἐκεῖ ὁ
θεοφιλέστατος, μεταξὺ ἄλλων παρομοίων ἐκτιμήσεων, θεωρεῖ τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο
κ. Χριστόδουλο καὶ τὴν περὶ αὐτὸν Σύνοδο δέσμιους τῶν ἀπληροφόρητων Χριστιανῶν
τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν φανατικῶν ἢ φονταμενταλιστικῶν της ὁμάδων. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος —ὑποστηρίζει ὁ ὡς ἄνω Ἱεράρχης— δὲν μετέσχε στὸ πανθρησκειακὸ σόου
τῆς Ἀσσίζης.
Προανάκρουσμα πανθρησκειακὸ τῶν ἀνωτέρω ἐκδηλώσεων ὑπῆρξε
κυρίως τὸ βιβλίο τοῦ Olivier Clement «Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (ἐκδόσεις Ἀκρίτας),
καὶ οἱ δηλώσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γαλλίας κ. Ἱερεμίου ποὺ
βρίσκονται στὸ ἴδιο βιβλίο. Πολὺ προκλητικὰ ὁ οἰκουμενιστὴς νεορθόδοξος Clement
στὸ βιβλίο τοῦ ὑποστηρίζει ὅτι «οἱ ἀναζητήσεις τῆς Νέας Ἐποχῆς μᾶς παραπέμπουν
στὴν ὑψηλὴ θεολογία (ἐξ ὁρισμοῦ νηπτική) της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (σέλ. 281
-282) .Ἔτσι ἐξισώνεται ὁ νεοεποχίτικος διαλογισμὸς μὲ τὴν ὀρθόδοξη προσευχή.
Σ’ αὐτὴν τὴν ἁλυσίδα τῶν πανθρησκειακῶν συνευρέσεων ἐντάσσονται
ἡ αἰφνιδίως ἀνακοινωθεῖσα πανθρησκειακὴ συνάντηση τῆς Κύπρου, περὶ τὰ μέσα
Μαρτίου καὶ ἡ προγραμματισμένη ἀπὸ τὴ Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
διαθρησκειακῆ συνάντηση τῶν Ἀθηνῶν γιὰ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 2002124. Τὸ πρωτόγνωρο
αὐτὸ γεγονὸς γιὰ τὴν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ἐπιτείνει τὴν ἀγωνία τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ
Θεοῦ γιὰ τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἐν ὄψει τῶν ἀνωτέρω ἐξελίξεων οἱ αὐτουργοὶ τῆς πανθρησκείας ἐξηγοῦνται
μόνοι τους στὴν ἀποκοπή τους ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, τὸ ὁποῖο οὐδέποτε
ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν Ἀποστόλων ἐγνώρισε παρόμοια ἀποστασία. Εἶναι ἀδύνατον πλέον
οἱ ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες, πρεσβύτεροι, διάκονοι καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ νὰ πείθονται εἰς
ἡγουμένους ποὺ ὄχι μόνον δὲν ἀγρυπνοῦν γιὰ τὴ σωτηρία, ἀλλὰ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια.
Ἡ σωτηρία κάθε ἀνθρωπίνου προσώπου ἀλλὰ καὶ τοῦ Σύμπαντος κόσμου δὲν μπορεῖ νὰ
πραγματοποιηθεῖ μὲ τὸ ἀνακάτεμα ὅλων
τῶν θρησκειῶν σὲ μία πανθρησκεία ἀλλὰ στὴν διὰ τῆς μετανοίας
ἕνωση ὅλων μας μὲ τὸ μοναδικὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν
τὴ Ὀρθοδόξω Ἐκκλησία Του, ἐκτός της ὁποίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία.
(Ἀκολουθοῦν 77 ὑπογραφὲς Καθηγουμένων, Ἀρχιμανδριτῶν, Ἱερομονάχων,
Πρωτοπρεσβυτέρων, Πρεσβυτέρων καὶ Ἱεροδιακόνων).
(Περιοδικὸ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ Ἰαν.-Φεβρ. 2002, τεύχ. 22)
2. Προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγεντίου Ἀρχιεπισκόπου Αἰθιοπίας γιὰ
τοὺς Ἑβραίους, μὲ τὴν ὁποία ἀποδεικνύεται τὸ σκότος τῆς μονοθεϊστικῆς θρησκείας
τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ.
Τότε ὁ μακάριος ὀλίγον μακράν του συνεδρίου ἀποχωρήσας ἐστάθη
εἰς προσευχὴν καὶ κλίνας τὸ γόνυ μέχρι τῆς γὴς τρεῖς φορᾶς, καὶ σηκωθεῖς καὶ ἀπλώσας
τὰς χείρας τοῦ εἰς τὸν οὐρανόν, ἐνῶ ὅλοι ἔβλεπον, εἶπεν ἐκ βάθους καρδίας. «Ὁ
φοβερὸς Λόγος τοῦ φοβεροῦ καὶ μεγάλου καὶ ἀοράτου Πατρός, ὁ πρὸ αἰώνων ἀπαθῶς
καὶ ἀρρεύστως ἐξ αὐτοῦ γεννηθεῖς, οὐ ποιηθεῖς, ἐκ μόνου του ἀγεννήτου φωτὸς
μόνος Μονογενὴς ἀποστράψας, ὁ δὶ αὐτοῦ τὸ κατ’ ἀρχὰς στερεώσας τὸν οὐρανὸν καὶ
τὴν γῆν, καὶ τῷ Πνεύματί σου τῷ ἁγίω θεμελιώσας καὶ στεγάσας ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἑκάτερα,
ὁ κλίνας οὐρανούς, καὶ καταβὰς ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον, ἐπὶ τὴν Ἁγίαν Παρθένον
Μαρίαν, ὁ μαθητᾶς ἐαυτῶ ἐκ τῆς γὴς τῶν Ἑβραίων ἐκλεξάμενος, καὶ μεταμορφωθεῖς ἔμπροσθεν
τῶν κορυφαίων ἐπὶ τοῦ ὅρους Θαβώρ, ὁ φρικτὰ σημεῖα καὶ τέρατα ἐν μέσω τῶν
παρανόμων Ἰουδαίων ἐργασάμενος, Ἰησοῦ Χριστέ, παρακαλοῦμεν σὲ τὸν πανταχοῦ
παρόντα, καὶ τὰ πάντα πληροῦντα, ἐλέησον τὰ ἐσκοτισμένα ταῦτα πλήθη (ἔνν. τῶν Ἑβραίων)
καὶ ἐπισκίαζε αὐτὰ τὴ δυνάμει σου, καὶ ἀνοιξον τοὺς ζοφεροὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, οὖς
ὁ διάβολος ἐξετύφλωσε, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐμφάνισον σεαυτὸν τούτοις,
ὅπως θεάσωνται σὲ προδήλως, καὶ πιστεύσωσιν εἰς σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν, καὶ
εἰς τὸν ἀποστείλαντα σὲ ἀληθινὸν Πατέρα, καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα σου τὸ ἅγιον. Ἀμήν».
(Διάλογος τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἠμῶν Γρηγεντίου Ἀρχιεπισκόπου
Αἰθιοπίας μετὰ τοῦ Ἑβραίου νομοδιδασκάλου Ἐρβᾶν περὶ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τοῦ
Χριστοῦ, ἔκδοσις Βάσ. Στύλ. Ρηγοπούλου Θεσσαλονίκη, σ. 217).
3. Ὁμολογίες διαφόρων ἁγίων Νεομαρτύρων ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν
πλάνη καὶ τὸ σκότος τοῦ Μωαμεθανισμοῦ καὶ ἀντιτίθενται στὴ διακηρυσσομένη στὸ
βιβλίο «Π.Ο.» κακοδοξία τῆς «κοινῆς μονοθεϊστικῆς προφητικῆς ἐμπειρίας» Ὀρθοδόξων-Μουσουλμάνων.
α) Ἐκ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου νέου Ὁσιομάρτυρος Ὀνουφρίου τοῦ
ἐν Χίω ἀθλήσαντος ἐν ἔτει 1818, 4η Ἰανουαρίου.
...ἐγὼ μικρὸν παιδίον ὧν, ἀπὸ ἀγνωσίαν μου ἠρνήθην τὴν πίστιν
τὴν χριστιανικὴν καὶ ὠμολόγησα τὴν ἰδικήν σας, πλὴν ποσῶς δὲν τὴν ἐλάτρευσα, ἀλλὰ
πάντοτε χριστιανικῶς διεβίουν... ὄτε ὅμως ἦλθον εἰς ἡλικίαν, ἐγνώρισα τὸ
κακόν, ὅπερ ἔκαμα, ἀρνηθεῖς τὴν ἁγίαν μου πίστιν καὶ θεωρῶν αὐτὸ ὡς πληγὴν
θανάσιμόν της ψυχῆς μου, ἐγύρισα πολλοὺς τόπους διὰ νὰ τὴν ἰατρεύσω μὲ τὴν
μετάνοιαν, παρακαλῶν τὸν Χριστὸν καὶ Θεόν μου, τὸν ποιητήν μου καὶ πλάστην, νὰ
μοὶ συγχωρήση τὸ ἁμάρτημα. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἡσύχασαν οἱ λογισμοί μου, στοχαζομένου
τὸ μέγεθος τοῦ ἁμαρτήματος τὸ ὁποῖον ἔπραξα, ἀρνηθεῖς τὴν πίστιν μου τὴν ἀληθινὴν
καὶ ὁμολογήσας τὴν ἰδικὴν σᾶς τὴν ψευδῆ. Τώρα λοιπὸν ὁμολογῶ παρρησία ἔμπροσθεν
ὑμῶν πάντων, ὅτι εἶμαι Χριστιανὸς καὶ ἀρνοῦμαι καὶ ἀναθεματίζω τὴν πίστιν σας.
Καὶ ἐν ταυτῶ ἐκβαλῶν τὸ πράσινον σαρίκιον, τὸ ὁποῖον ἐφόρει,
τὸ ἔρριψεν ἔμπροσθεν τῶν. Ἐκεῖνοι δὲ ἰδόντες τὸ τοιοῦτον τόλμημα ἔμειναν ἄφωνοι.
Εἰς δὲ ἐμήρης, φιλότιμος ζηλωτὴς τῆς θρησκείας του, πρὶν ὁμιλήση ἄλλος τίς, εἶπεν
εἰς τὸν μάρτυρα. Τί πράττεις ἄνθρωπε; Λάβε καὶ βάλε εἰς τὴν κεφαλήν σου αὐτὸ τὸ
ἅγιον πράγμα. Ὁ δὲ μάρτυς ἀκούσας, ὅτι τὸ λέγει ἅγιον, λαβῶν ἀφορμὴν ἐκ τούτου,
ἐξευτέλισε καὶ ἐξουθένωσεν αὐτό, λαλήσας πολλὰ κατὰ τοῦ Μωάμεθ, καθὼς ὕστερον ὁ
καδὴς εἶπεν εἰς ἕνα οἰκιακόν του χριστιανόν, ὅσα οὔτε στόμα δύναται νὰ τὰ εἰπεῖ
οὔτε αὐτίον νὰ τὰ ἄκουση125...
(Συναξαριστὴς Νεομαρτύρων, Β’ ἔκδοσις, Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος
Κυψέλη», σ.224).
β) Ἀπὸ τὸ μαρτύρων τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου νέου Ὁσιομάρτυρος Εὐθυμίου
τοῦ Πελοποννησίου, ἀθλήσαντος ἐν Κωνσταντινουπόλει (1814) Μαρτίου 22.
Ἐξώμοσε μὲν ὁ Ἐλευθέριος (αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ
μάρτυρος) ἀλλὰ ἡ χάρις ἀπὸ αὐτὸν παντελῶς δὲν ἀνεχώρησεν. Ὅθεν εὐρισκόμενος εἰς
τοὺς ἀφορήτους πόνους τῆς περιτομῆς, ἐνθυμεῖτο πάλιν τὴν πάτριόν του θρησκείαν
καὶ εὐσέβειαν, ἀναπολῶν εἰς τὸν νοῦν τὸ ὄνομα τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀναμιμνήσκετο
τοῦ οὐρανίου πατρός, ὡς ὁ ἄσωτος υἱός. Καὶ ἤθελε μὲν νὰ ἐπικαλεσθῆ τὴν θείαν αὐτοῦ
βοήθειαν, ἂλλ’ ἐμποδίζετο καὶ δὲν ἠδύνατο, διότι ἔλαβε τὸ χάραγμα τῆς σφραγίδος
τοῦ νοητοῦ ἀντιχρίστου καὶ εἰς τὴν δεξιάν του χείρα καὶ εἰς τὸ μέτωπον, καὶ δὲν
ἐδύνατο οὔτε χείρας ὁσίας νὰ ἄρη εἰς τὸν οὐρανόν, οὔτε τὸν ἡγεμόνα νοῦν νὰ
διευθύνη πρὸς τὸ τρισήλιον σέλας τῆς θεότητος. Ὅθεν καταφεύγει εἰς μόνα τὰ
δάκρυα, καὶ εὐθὺς ὄτε ἤκουσε τὸν ἀλέκτορα τῆς συνειδήσεως φωνούντα καὶ ἐλέγχοντα
αὐτὸν διὰ τὸ τόλμημα τῆς ἐξωμόσεως, ἐξῆλθεν ἔξω μὲ τὸν νοῦν του, ἀπὸ τὴν αὐλὴν
τῆς παρανόμου καὶ ἀθέου θρησκείας, εἰς τὴν ὁποίαν τότε εἶχεν εἰσέλθει, καὶ ἔκλαυσε
πικρῶς ὡς ἄλλος Πέτρος. Τοσαύτα δὲ ἤσαν ἐκεῖνα τὰ δάκρυα, ὥστε θαρρῶ εἰπεῖν, ὅτι
τὰ ἐδέχθη ὁ φιλοψύχος Ἰησοῦς καὶ ἀντεσήκωσε τὴν προλαβοῦσαν ἄρνησιν τοῦ Ἐλευθερίου...
(Ἀργότερα ἐνώπιόν του κριτοῦ τῶν Ἀγαρηνῶν)
..ἐγώ, ἡγεμών, ἤμην χριστιανὸς ἐκ προγόνων. Ταῦτα δὲ τὰ ἐνδύματα,
τὰ ὁποῖα φορῶ, μοὶ τὰ ἔδωκες σύ. Καὶ διὰ νὰ πιστοποιηθῆς ὅτι εἶμαι χριστιανός, ἰδοὺ
ἕνα σταυρόν, ὅστις εἶναι σημεῖον, ὅτι μία ἡ ἀληθινὴ πίστις, ἡ τῶν χριστιανῶν. Ἰδοὺ
καὶ τὰ Βάϊα, τὰ ὁποία εἶναι καὶ αὐτὰ σημεῖα χριστιανικά, καὶ ἴνα βεβαιωθῆς
περισσότερον, ἰδοὺ καταπατῶ τὸ σημεῖον τοῦτο τῆς ἀνόμου καὶ ἄθεου θρησκείας
σου. Καὶ εὐθὺς ἐξέβαλε ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τοῦ τὸ πράσινον σαρίκιον καὶ τὸ ἔρριψε
κάτω ἐπὶ τοῦ βήματος καὶ τὸ κατεπάτησε. Καὶ ἀναθεματίζω, εἶπε, τὸν ἀντίχριστον
Μωάμεθ τὸν προφήτην σας126...
(Ἔνθα ἀνωτ. σ. 357-358 καὶ 374).
γ) Ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων
τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσαντος, 18 Ἀπριλίου 1526.
(Τί εἶπε ὁ ἅγιος στοὺς γείτονές του ποὺ τὸν πίεζαν νὰ
τουρκέψει)
...μὴ μοὶ γένοιτο ποτὲ νὰ πάθω τέτοιαν ἐγκατάλειψιν ἀπὸ τὸν
Θεόν, ὥστε νὰ ἀρνήθηκα τὸν Χριστόν μου...ἀλλὰ μᾶλλον ἐγὼ μὲ τὸν Χριστόν μου ζῶ
καὶ θέλω ζήσει, καὶ πρόθυμος εἶμαι νὰ ἀποθάνω δὶ αὐτόν. Καὶ πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ
ἀφήσω τὸν Χριστὸν τὸν πλάστην μου καὶ Θεόν, καὶ νὰ ἀκολουθήσω τὸν Μωάμεθ, ἄνθρωπον
ἀγράμματον, πλασματολόγον καὶ πολέμιον τοῦ Χριστοῦ μου; δὶ ὁ καὶ μάλιστα ἀποστρέφομαι
καὶ ἐκεῖνον καὶ τὴν πίστιν του. Καὶ εἰ τί θέλετε, κάμετε εἰς ἐμέ. Διότι ὅσον
περισσότερα βάσανά μου δώσετε, τόσον περισσότερον καλὸν θέλει μου κάμετε...
(ἔνθα ἀνωτ. σ.468).
4. Περὶ τῆς ἐκριζώσεως τῆς εἰδωλολατρίας
Ἐκ τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἠμῶν Πορφυρίου Ἐπισκόπου Γάζης
«...ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Γάζης ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον
Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης Ἰωάννην. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔγεινεν Ἐπίσκοπος πολλὰ
θαυμάσια ἐποίησε καὶ πολλοὺς ἄπιστους εἰς θεογνωσίαν ἔφερεν. Ἔπειτα βλέπων τοὺς
ἐπαρχιώτας τοῦ χριστιανούς, ὅτι ἠδικοῦντο ἀπὸ τοὺς ἐξουσιαστᾶς τῆς Γάζης, εἰδωλολάτρας
ὄντας καὶ αἱρετικούς, ὑπῆγεν εἰς Κωνσταντινούπολιν πρὸς βοήθειαν τῶν ἀδικουμένων.
Ἀνταμώσας δὲ τὸν μέγαν Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον τὸν τότε Πατριάρχην τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, διηγήθη εἰς αὐτὸν τὰς ἀδικίας τῶν τῆς Γάζης ἐξουσιαστῶν, διὰ
τὰς ὁποίας καὶ ἀνέβη εἰς Κωνσταντινούπολη. Ὅθεν ἐσυστήθη ὁ ἅγιος ὑπὸ τοῦ θείου
Χρυσοστόμου πρὸς τὸν Κουβικουλάριον τοῦ βασιλέως, Ἀμάντιον ὀνόματι.
Ἀπὸ δὲ τὸν Κουβικουλάριον μαθοῦσα ἡ βασίλισσα Εὐδοξία τὰς ὑποθέσεις
τοῦ ἁγίου, ἐδέχθη μὲν αὐτὸν εὐμενῶς, ἀνέφερε δὲ τὰ περὶ αὐτοῦ εἰς τὸν βασιλέα,
καὶ τὴν προφητείαν τοῦ ἁγίου περὶ τοῦ ἀρσενικοῦ παιδιοῦ, τὸ ὁποῖον ἔμελλον νὰ
γεννήσωσιν. ἤγουν τὸν μικρὸν Θεοδόσιον... ἔπειτα γέννα ἡ βασίλισσα τὸν νέον
Θεοδόσιον καὶ προσκαλεσαμένη τὸν ἅγιον Πορφύριον εὐλογήθη ἀπὸ αὐτὸν καὶ ὑπεσχέθη
νὰ τελείωση ὅλα τὰ αἰτήματά του, διὰ τὰ ὁποία παρεκάλεσε καὶ τὸν βασιλέα. Ὁ δὲ
βασιλεὺς ἐδυσκολεύετο μὲν εἰς τὰς ἀρχάς, λέγων ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διωχθῶσιν
ἀπὸ τὴν Γάζαν οἱ εἰδωλολάτραι καὶ αἱρετικοί, διὰ τὴν πολλὴν χρησιμότητα αὐτῶν
καὶ βοήθειαν. Ἡ δὲ Βασίλισσα ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν, ὅτι βαρεία μὲν εἶναι ἡ αἴτησις
αὔτη, ὢ Δέσποτα, βαρυτέρα ὅμως εἶναι καὶ ἡ ταύτης παραίτησις. Δία τοῦτο
συγκατένευσε καὶ ὁ βασιλεὺς νὰ λὰβωσι τέλος τὰ ὑπὸ τοῦ ἁγίου ζητούμενα. Ὅθεν παρευθὺς
ἐπέμφθησαν προσταγαὶ βασιλικαί, νὰ διωχθῶσιν ἀπὸ τὴν Γάζαν οἱ αἱρετικοὶ καὶ εἰδωλολάτραι,
οἵτινες ἐξουσίαζον.
Τότε ὁ μακάριος Πορφύριος, λαβῶν ἀπὸ τὴν βασίλισσαν δύο
κεντηνάρια χρυσίον, διὰ νὰ κτίση Ἐκκλησίας, καὶ διακόσια νομίσματα δὶ’ ἔξοδα, ἐπέστρεψεν
εἰς τὴν ἐπαρχίαν του. Καὶ τοὺς μὲν ἄλλους ναοὺς τῶν εἰδώλων κατεκρήμνισε, τοὺς
δὲ αἱρετικοὺς ἐδίωξε, τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ὀνομαζομένου Μαρνᾶ,
κατέκαυσε, καὶ ἔκτισεν αὐτὸν Ἐκκλησίαν κατὰ τὸ σχῆμα τὸ ὁποῖον διώρισεν ἡ
βασίλισσα Εὐδοξία.
(Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα Μηνῶν
τοῦ Ἐνιαυτοῦ, Τόμος Πρῶτος, Ἀνατύπωσις ὑπὸ Κ. Σπανοῦ, σ. 479-480)
5. Περὶ τῶν προσερχομένων ἐκ φόβου στὴν πίστη τοῦ
Χριστοῦ καὶ περὶ «θρησκευτικῆς ἐλευθερίας»
Ἀπὸ τὴ δράση τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου μετὰ τὴν καθαίρεση τῶν εἰδώλων.
Κείμενο
Προσέτρεχον δὲ πολλοὶ τὴ ἁγία πίστει, καὶ οἱ μὲν φόβω οἱ δὲ
καταγινώσκοντες τῆς προτέρας ἑαυτῶν διαγωγῆς, πάσι δὲ τὰς θύρας ἤνοιγεν ἡ ἁγία Ἐκκλησία.
Ἐμνημόνευε γὰρ τῆς ἁγίας γραφῆς τῆς λεγούσης· «τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται καὶ ὁ
ζητῶν εὑρίσκει» καὶ πάλιν˙ «Εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθεία ὁ Χριστὸς καταγγέλεται».
Ἔλεγον δὲ καὶ τινὲς τῶν πιστῶν τῷ ὀσίω ἐπισκοπῶ ὅτι οὐκ ἔδει δέξασθαι τοὺς διὰ
φόβον προσερχομένους, ἀλλὰ τοὺς ἀγαθὴ προαιρέσει.
Ὁ δὲ ὅσιος ἐπίσκοπος ἔλεγεν πρὸς τοὺς ταῦτα λέγοντας. Εἰσὶν
καὶ περιστατικαὶ ἀρεταὶ συμβαίνουσαι τοῖς ἀνθρώποις. Ὥσπερ γὰρ οἰκέτην τὶς
κεκτημένος ἀγνώμονα πρότερον νουθετεῖ αὐτὸν διὰ παντὸς εὐγνωμονῆσαι καὶ ἁπλὴ
καρδία ἐξυπηρετήσασθαι, ἐπὰν δὲ οὐδαμῶς αὐτὸν εὔρη πειθόμενον τὴ νουθεσία τότε
λοιπὸν κατὰ ἀνάγκην τούτω ἐπάγει τὸν φόβον καὶ πληγᾶς καὶ δεσμὰ καὶ ἄλλα τοιαῦτα,
οὐ θέλων αὐτὸν ἀπωλέσαι ἀλλὰ σῶσαι καὶ ἐπιγνῶναι τὸ δέον, τοιοῦτον καὶ τὸν Θεὸν
ὑπολάβετε μακροθυμούντα ἐπὶ τὴ ἀγνωμοσύνη ἠμῶν, πολλάκις δὲ παραινοῦντα ἠμὶν τὰ
συμφέροντα διὰ τὲ γραφῶν καὶ ἄλλων ἁγίων ἀνδρῶν, ἠμῶν δὲ μὴ πειθομένων, θέλων ἐν
πάσιν ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος δεσπότης κτήσασθαι ἠμᾶς καὶ μὴ ἀπώσασθαι, τὸν
φόβον αὐτοῦ καὶ τὴν παιδείαν ἐπάγει ἠμίν, προσκαλούμενος ἠμᾶς μὲτ ἀνάγκης ἐπιγνῶναι
τὸ δέον. Διὸ λέγει ἡ θεία γραφὴ «ὅταν ἀπέκτεννεν αὐτοὺς τότε ἐξεζήτουν αὐτὸν καὶ
ἐπέστρεφον καὶ ὤρθριζον πρὸς τὸν θεόν». Καὶ πάλιν λέγει διὰ τοὺς ἀποσκιρτώντας
καὶ δυσαυχενούντας ἐκ τοῦ Θεοῦ «Ἐν κημῶ καὶ χαλινῶ τὰς σιαγόνας αὐτῶν ἄγξεις τῶν
μὴ ἐγγιζόντων πρὸς σέ». Χρεία οὔν ἐστι, τέκνα μου, τὴν ἀνθρωπότητα ὑπομιμνήσκεσθαι
διὰ τὲ φόβων καὶ ἀπειλῶν καὶ παιδείας. Δία τοῦτο πάλιν λέγει. «Ἀγαθὸν μοὶ ὅτι ἐταπείνωσας
μέ, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά σου». Ταῦτα δὲ μοὶ εἴρηται διὰ τοὺς βουλομένους
προσελθεῖν τὴ ἁγία πίστει. Εἰ γὰρ καὶ διστάζοντες προσέλθωσιν, δύναται καὶ ὁ
χρόνος αὐτοὺς μαλάξαι Χριστοῦ ἐπινεύοντος. Ἴνα δὲ καὶ τὸ ἄλλο ἀπαγγείλω ὑμίν, ὅτι
ἐὰν μὴ ὀφθῶσιν ἄξιοι της πίστεως, ἤδη γενόμενοι ἐν ἔξει τοῦ κακοῦ, οἱ ἐξ’ αὐτῶν
γενόμενοι, δύνανται σωθῆναι συναναστρεφόμενοι τῷ ἀγαθῶ.
Ταῦτα εἰπῶν ὁ ὅσιος Πορφύριος καὶ πείσας τοὺς ἀδελφούς,
πάντας τοὺς βουλομένους φωτισθῆναι ἐδέξατο, κατηχήσας αὐτοὺς ἐπὶ πολλᾶς ἡμέρας
οὐ μόνον πρὸ τοῦ βαπτίσματος, ἀλλὰ καὶ μετὰ ταῦτα. Συνεχῶς γὰρ ἐδίδασκεν τὸν
λόγον, οὒχ ὁμιλῶν κομπῶ λόγω θέλων ἐπιδείξασθαι, ἀλλ’ ἁπλὴ φράσει διδάσκων, καὶ
ἐπιλύων πάντα ἀπὸ τῆς γραφῆς. Προσετέθησαν οὒν τὴ τοῦ Χριστοῦ ποίμνη ἐν ἐκείνω
τῷ ἐνιαυτῶ ὡσεὶ ὀνόματα τριακόσια, καὶ ἐξ ἐκείνου κὰθ ἕκαστον ἔτος αὔξησιν ἐπεδέχετο
τὰ Χριστιανῶν.
Μετάφραση
Πλησίαζαν δὲ πολλοὶ στὴν ἁγία πίστι, καὶ ἄλλοι μὲν ἀπὸ φόβο,
ἄλλοι δὲ καταδικάζοντας τὴν προηγούμενη διαγωγή τους. Σὲ ὅλους δὲ ἄνοιγε τὶς
πύλες ἡ ἁγία ἐκκλησία, διότι θυμόταν τὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται
καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει» καὶ πάλι: «εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθεία Χριστὸς καταγγέλεται».
Ἔλεγον δὲ καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς στὸν ὅσιο ἐπίσκοπο, ὅτι δὲν πρέπει νὰ
δέχεται αὐτοὺς ποὺ προσέρχονται ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγαθὴ διάθεσι.
Ὁ δὲ ὅσιος ἐπίσκοπος ἔλεγε σ’ ἐκείνους, ποὺ ὑπεστήριζαν αὐτά.
«Ὑπάρχουν καὶ ἀρετὲς ποὺ ἐπιβάλλονται στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὶς περιστάσεις.
Διότι ὅπως, ὅταν κάποιος ἔχει ἀποκτήσει ἕνα δοῦλο ἀχάριστο, πρῶτα τὸν νουθετεῖ
μὲ κάθε τρόπο, γιὰ νὰ γίνει εὐγνώμων καὶ νὰ ἐξυπηρετῆ μὲ ἁπλὴ καρδιά, ἂν δὲ αὐτὸς
δὲν πεισθῆ μὲ τὴν νουθεσία, τότε, κατ’ ἀνάγκη, τὸν φοβερίζει, τὸν δέρνει καὶ τοῦ
ἐπιβάλλει δεσμὰ καὶ ἄλλα σωφρονιστικὰ μέτρα, μὴ θέλοντας νὰ τὸν χάση, ἀλλὰ
θέλοντας νὰ τὸν σώση καὶ νὰ τοῦ μάθη τὸ σωστό. Τέτοιος δεχθῆτε ὅτι εἶναι κι ὁ
Θεός. Μακροθυμεῖ στὴν ἀγνωμοσύνη μας, πολλὲς δὲ φορὲς μᾶς παρακινεῖ ἐκεῖνα ποὺ
μᾶς συμφέρουν καὶ μὲ τὴν Ἁγία Γ ραφὴ καὶ μὲ ἄλλους ἅγιους ἀνθρώπους. Ὅταν δὲ ἐμεῖς
δὲν πειθώμεθα, θέλοντας μὲ κάθε τρόπο σὰν ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Κύριος νὰ μᾶς
κερδίση καὶ νὰ μὴ μᾶς χάση, προκαλεῖ σὲ μᾶς τὸ φόβο Του καὶ τὴν παιδαγωγία Του,
καλώντας μᾶς ἀναγκαστικὰ νὰ γνωρίσωμε τὸ πρέπον. Γ ἰ’ αὐτὸ ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγει:
«ὅταν τοὺς φόνευε, τότε τὸν ζητοῦσαν καὶ ἐπέστρεφον καὶ ξημερώνονταν
προσευχόμενοι στὸν Θεό». Καὶ πάλι λέγει γὶ αὐτοὺς ποὺ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Θεὸ
καὶ δυσανασχετοῦν. «Μὲ φίμωτρο καὶ χαλινάρι θὰ σφίξης τὰ σαγόνια ὅσων δὲν σὲ
πλησιάζουν». Εἶναι ἀνάγκη λοιπόν, παιδί μου, νὰ γίνεται ὑπενθύμισι στοὺς ἀνθρώπους
καὶ μὲ φόβους καὶ μὲ ἀπειλὲς καὶ μὲ παιδαγωγία. Γὶ αὐτὸ πάλι λέγει: «Ἀγαθὸν μοὶ
ὅτι ἐταπείνωσας μοί, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά σου». Αὐτὰ δὲ ἔχω νὰ πῶ γιὰ
κείνους ποὺ θέλουν νὰ προσέλθουν στὴν ἁγία μας πίστι. Διότι ἂν καὶ μὲ δισταγμοὺς
πλησιάσουν, μπορεῖ καὶ ὁ χρόνος νὰ τοὺς μαλακώση μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ
νὰ πῶ δὲ καὶ τὸ ἄλλο σὲ σᾶς, ὅτι ἂν δὲν βρεθοῦν οἱ ἴδιοι ἄξιοί της πίστεως, ἐπειδὴ
ἔχουν ἤδη συνηθίσει τὸ κακό, ὅμως οἱ καταγόμενοι ἀπ’ αὐτοὺς μποροῦν νὰ σωθοῦν
συναναστρεφόμενοι μὲ τὸ ἀγαθό».
Αὐτὰ ὅταν εἶπε ὁ ὅσιος Πορφύριος καὶ ἀφοῦ ἔπεισε τοὺς ἀδελφούς,
δέχθηκε ὅλους ὅσους ἤθελαν νὰ βαπτισθοῦν, ἀφοῦ τοὺς κατήχησε ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες ὄχι
μόνο πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἂπ αὐτό. Συνέχεια δὲ δίδασκε τὸ λόγο
(τοῦ Θεοῦ), μιλώντας χωρὶς κομπορρημοσύνη, διότι δὲν ἤθελε νὰ ἐπιδειχθῆ, ἀλλὰ
διδάσκοντας μὲ ἁπλὰ λόγια καὶ διασαφηνίζοντας ὅλα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή.
Προστέθηκαν, λοιπὸν στὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνο τὸ χρόνο περίπου τριακόσια ὀνόματα,
καὶ ἀπὸ τότε κάθε χρόνο αὐξάνονταν οἱ Χριστιανοί.
(Βίος τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου Ἐπισκόπου Γάζης τοῦ θαυματουργοῦ,
συγγραφεῖς ὑπὸ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Μάρκου τοῦ Διακόνου, ἀπὸ τὸ βιβλίο, Βίος καὶ Ἀκολουθία
τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου ἐπισκοποῦ Γάζης, ἔκδοσις Ἑπτάλοφος, Ἀθῆναι 1991 104-107)
124. Μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μᾶς
ματαιώθηκε ἡ Διαθρησκειακὴ συνάντηση τῶν Ἀθηνῶν.
125. Ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ἀγανακτεῖ καὶ στὸ ἄκουσμα ἀκόμα
ὅτι εἶναι «ἅγιο» τὸ πράσινο σαρίκι τῶν μουσουλμάνων, τὸ ποδοπατεῖ καὶ βρίζει τὸ
Μωάμεθ. Τί θὰ ἔλεγε καὶ μὲ τί...κοσμητικὰ ἐπίθετα θὰ μᾶς στόλιζε ἂν τοῦ
μιλούσαμε γιὰ τὴ βίωση τοῦ «Ἁγίου» στὸ Ἰσλὰμ καὶ γιὰ τὰ μαθήματα περὶ «ὑπερβατικότητος
τοῦ Θεοῦ» καὶ «ψυχοσωματικῆς συμμετοχῆς στὴν προσευχή», ποῦ πρέπει νὰ πάρουμε ἀπὸ
τὴ δυσώδη Ἰσλαμικὴ πίστη;
126. Εἶναι ἄραγε δυνατὸν μέσα στὴ Μουσουλμανικὴ «ἐμπειρία» τῆς πλάνης νὰ ἀντανακλᾶ ἔστω καὶ ἀποσπασματικὰ ἡ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ Μωάμεθ ἀποκαλεῖται ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ μαρτυρικὴ ἐμπειρία «ἀντίχριστος» καὶ ὅταν ἡ μουσουλμανικὴ περιτομὴ γίνεται ἐμπόδιο νὰ κάνει κάποιος τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ;