Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΕΥΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ

τοῦ Ἰωάννου Μηλιώνη, ἐκπαιδευτικοῦ, μέλους τῆς Π.Ε.Γ.

Σέ προηγούμενα φύλλα τοῦ Ο.Τ. εἴχαμε ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν «Ἑλληνικὴ Ἑταιρεία Προγεννητικής Ἀγωγῆς», τῆς κ. Ἰωάννας Μαρῆ -φορέα ποὺ διατείνεται ὅτι ἔχει ὡς σκοπό «τήν ἀ­γω­γή τῆς ἐγ­κύ­ου γυ­να­ί­κας καί τοῦ μέλ­λον­τος πα­τέ­ρα νά προ­ε­τοι­μά­σουν τήν νέ­α ζωή»-, ποὺ ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς «ἀσυμβίβαστη μὲ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη» καὶ περιλαμβάνεται στὸν κατάλογο, ποὺ καταρτίστηκε ἀπὸ τὴν Ζ' Συνδιάσκεψη Ἐντεταλμένων Ὀρθοδό­ξων Ἐκκλησιῶν καὶ Ἱερῶν Μητροπόλεων γιὰ θέματα αἱρέσεων καὶ Παραθρησκείας, στὴν Ἁλίαρτο, 20-26 Σεπτεμβρίου 1995[1].

Τό παρόν προέρχεται ἀπό ἰδιόγραφο κείμενο τοῦ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου πού ὑπεβλήθη τήν 20ῃ Ἰανουαρίου 1996, ἀπό τήν Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Αἱρέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε Γραμματεύς, πρός τήν Ἱερά Σύνοδο. Τό πρωτότυπο κείμενο φέρει τήν ὑπογραφή τοῦ τότε Προέδρου τῆς Ἐπιτροπῆς μακαριστοῦ  Μητροπολίτου Μαρωνείας καί Κομοτηνῆς Κυροῦ  Δαμασκηνοῦ.

Ἀκόμη, τό παρόν εἶδε τό φῶς τῆς δημοσιότητας τό 2013, ὅταν ἡ Ἱερά Μητρόπολη Πει­ραι­ῶς τό κοινοποίησε μέ τήν ὑπογραφή τοῦ Γεράσιμου Βλάχου (εἰκονικό προφίλ συνεργάτη μας)[2].

Κλείνοντας τὸ ἄρθρο ἐκεῖνο, εἴχαμε ἐπιφυλαχθεῖ νὰ διαφωτί­σουμε τό ζήτημα περισσότερο καθώς ἡ Μα­ρῆ ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τήν «αὐ­θεν­τί­α» τοῦ ἀ­πο­κρυ­φι­στῆ Ὄμρα­αμ Μιχαήλ Ἄϊβανχωφ (Omraam Mikhaël Aïvanhov), «μεσ­σί­α» τῆς «Παγ­κό­σμιας Λευ­κῆς Ἀ­δελ­φό­τη­τας» καί φα­ί­νε­ται ὅ­τι ἀ­κο­λου­θεῖ τίς δο­ξα­σί­ες του.

Ὁ Ἄϊβανχωφ ἐ­γε­ί­ρει ἀ­πό­λυ­τη ἀ­πα­ί­τη­ση. Οἱ μα­θη­τές του πρέ­πει νά τόν ἐ­πι­λέ­ξουν ὡς Δάσκαλο, καί νά ταυ­τι­στοῦν μα­ζί του καί μέ τή φι­λο­σο­φί­α του· «συγ­χρο­νι­στεῖ­τε μέ τή φι­λο­σο­φί­α πού σᾶς φέρ­νω, δι­α­φο­ρε­τι­κά, ἀ­κό­μα κι ἄν με­ί­νε­τε σ' ὅ­λη τή ζωή σέ μιά Ἐ­σω­τε­ρι­κή Σχο­λή, δέν θά προ­χω­ρή­σε­τε»[3]. «Ἡ ἀ­γά­πη ὅ­λων τῶν πλα­νη­τῶν μα­ζί δέν μπο­ρεῖ νά συγ­κρι­θεῖ μέ τήν ἀ­πε­ραν­το­σύ­νη τῆς ἀ­γά­πης μου...»[4]

Ὁ Ἄϊβανχωφ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει ὅ­τι δέν πι­στε­ύ­ει σέ καμ­μί­α παι­δα­γω­γι­κή θε­ω­ρί­α· «πι­στε­ύ­ω μό­νο στόν τρό­πο πού ζοῦν οἱ γο­νεῖς πρίν καί με­τά τή γέν­νη­ση τῶν παι­δι­ῶν»[5].

Τό παι­δί πού γεν­νι­έ­ται, προ­ϋ­πάρ­χει ἄν καί ἐν­σαρ­κώ­νε­ται. Τό μέλ­λον του ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τήν προ­ε­τοι­μα­σί­α τῶν γο­νέ­ων ἤ­δη πρίν ἀ­πό τήν σύλ­λη­ψη, «γιά νά μπο­ρέ­σουν νά ἕλ­ξουν ἕ­να ὑ­πέρ­τα­το πνεῦ­μα, για­τί μί­α ἀ­νώ­τε­ρη ὀν­τό­τη­τα δέν δέ­χε­ται νά ἐν­σαρ­κω­θεῖ κον­τά σέ ἄ­το­μα πού δέν ἔ­χουν φτά­σει σέ κά­ποι­ο βαθ­μό ἁ­γνό­τη­τας καί κυ­ρι­αρ­χί­ας». Τό ἔρ­γο τῆς ἐκ­παι­δε­ύ­σε­ως τῶν γο­νέ­ων ἔ­χει ἀ­νά­λα­βει ἡ «Παγ­κό­σμια Λευ­κή Ἀ­δελ­φό­τη­τα»[6].

Κα­τά τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Ἄϊβανχωφ δέν χρει­ά­ζον­ται παι­δα­γω­γι­κές θε­ω­ρί­ες. Αὐ­τό πού χρει­ά­ζε­αι γιά τή μη­τέ­ρα εἶ­ναι νά σκέ­πτε­ται καί νά ἀ­πο­τυ­πώ­νει μέ­σα της τήν εἰ­κό­να τοῦ ἰ­δα­νι­κοῦ παι­διοῦ. «Μόνο αὐ­τό πού σκέ­φτε­ται, αὐ­τό πού αἰ­σθά­νε­ται μέ­σα της ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται πά­νω του καί με­τα­βι­βά­ζε­ται κλη­ρο­νο­μι­κά ἀ­πό γε­νεά σέ γε­νεά»[7].

Τό σπέρ­μα τοῦ πα­τέ­ρα «φέ­ρει ἤ­δη μέ­σα του τό σχέ­διο τοῦ τί θά εἶ­ναι τό παι­δί, τίς ἰ­κα­νό­τη­τές του, τά χα­ρί­σμα­τά του ἤ, ἀν­τί­θε­τα τά κε­νά του, τά ἐγ­κλή­μα­τά του». Ἡ μη­τέ­ρα, στό δι­ά­στη­μα τῶν ἐν­νέ­α μη­νῶν «ἐρ­γά­ζε­ται πά­νω στό σπέρ­μα... δη­μι­ουρ­γώ­ντας τίς εὐ­νο­ϊ­κές ἤ τίς δυ­σμε­νεῖς συν­θῆ­κες γιά τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν δι­α­φό­ρων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν πού πε­ρι­έ­χον­ται μέ­σα στό σπέρ­μα». Αὐ­τό γί­νε­ται μέ τίς κα­τάλ­λη­λες σκέ­ψεις καί ὀ­νο­μά­ζε­ται «πνευ­μα­τι­κή γαλ­βα­νο­πλα­στι­κή»[8].

Δι­α­σα­φη­νί­ζον­τας τό ὅ­ρο γαλ­βα­νο­πο­ί­η­ση, ὁ «Ζων­τα­νός Δά­σκα­λος» προ­τρέ­πει: «Δι­α­λέξ­τε τήν εἰ­κό­να ἑ­νός τέ­λει­ου ὄν­τος ἤ ἑ­νός ὑ­ψη­λοῦ ἰ­δα­νι­κοῦ καί θά τήν το­πο­θε­τή­σε­τε στήν καρ­διά σας, καί θά δι­α­λο­γί­ζε­στε πά­νω σ' αὐ­τή, θά τήν θαυ­μά­ζε­τε μέ λα­τρε­ί­α. Ἔ­τσι θά ἀ­πο­κα­τα­στή­σε­τε τό πνευ­μα­τι­κό ρεῦ­μα τό ὁ­ποῖ­ο θά θρέ­ψει αὐ­τή τήν εἰ­κό­να μέ τά πιό εὐ­γε­νῆ ὑ­λι­κά δι­α­λυ­μέ­να μέ­σα στήν ψυ­χή σας. Καί ἔ­τσι, πλη­σι­ά­ζον­τας ἐ­σω­τε­ρι­κά αὐ­τή τήν εἰ­κό­να ἤ αὐ­τό τό ὑ­ψη­λό ἰ­δα­νι­κό τό ὁ­ποῖ­ο θαυ­μά­ζε­τε, θά συγ­κε­κρι­με­νο­ποι­εῖ­ται ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ­σα σας»[9].

Ὁ Ἄϊβανχωφ κι­νεῖ­ται ἐ­πί­σης στό χῶ­ρο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀλ­χη­με­ί­ας[10]. Τό ἀν­δρι­κό σπέρ­μα, λέ­γει, το­πο­θε­τεῖ­ται «στήν κά­θο­δο», δη­λα­δή στόν κόλ­πο τῆς μη­τέ­ρας. Μόλις ἡ γυ­να­ί­κα με­ί­νει ἔγ­κυ­ος, «ἕ­να ρεῦ­μα ἀρ­χί­ζει νά κυ­κλο­φο­ρεῖ με­τα­ξύ τοῦ ἐγ­κε­φά­λου της (ἡ ἄ­νο­δος) καί τοῦ σπέρ­μα­τος (κά­θο­δος)». Ὅ­μως ὁ ἐγ­κέ­φα­λος εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νος «μέ τήν Πη­γή τῆς κο­σμι­κῆς ζω­ϊ­κῆς ἐ­νέρ­γειας, τό θεό», ἀ­π' ὅ­που δέ­χε­ται τό ρεῦ­μα καί αὐ­τό τό ρεῦ­μα κυ­κλο­φο­ρεῖ στή συ­νέ­χεια ἀ­πό τόν ἐγ­κέ­φα­λο στό ἔμ­βρυ­ο. Τό πο­λύ­τι­μο «μέ­ταλ­λο» εἶ­ναι ἡ θε­τι­κή σκέ­ψη: Ἡ μη­τέ­ρα πρέ­πει νά κά­νει θε­τι­κές σκέ­ψεις καί αὐ­τές ἀν­τη­χοῦν μέ τό πο­λύ­τι­μο μέ­ταλ­λο, πού ἀν­ταλ­λάσ­σει τό ἀ­κα­τέρ­γα­στο ὑ­λι­κό[11].

«Μόλις δε­χτεῖ τό σπέρ­μα μέ­σα στόν κόλ­πο της (στήν κά­θο­δο), βά­ζει στό κε­φά­λι της (στήν ἄ­νο­δο) μιά πλά­κα χρυ­σοῦ, δη­λα­δή τίς πιό ἀ­νώ­τε­ρες σκέ­ψεις καί τά πιό ἀ­νώ­τε­ρα συ­ναι­σθή­μα­τα. Ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α ἀρ­χί­ζει, καί τό αἷ­μα δι­α­τρέ­χει ὅ­λο τό σῶ­μα καί φέρ­νει στό σπέρ­μα αὐ­τό τό ἀ­νώ­τε­ρο μέ­ταλ­λο»· «ἡ μη­τέ­ρα μπο­ρεῖ νά κά­νει με­γά­λα θα­ύ­μα­τα, για­τί ἔ­χει τό κλει­δί τῶν δυ­νά­με­ων τῆς ζω­ῆς»[12].

Οἱ γο­νεῖς δέν πρέ­πει νά πα­ρα­λε­ί­πουν νά μι­λοῦν «γιά τό Δέντρο τῆς Ζω­ῆς, γιά τίς οὐ­ρά­νι­ες ἱ­ε­ραρ­χί­ες», χω­ρίς αὐ­τό νά ση­μα­ί­νει ὅ­τι πρέ­πει νά τοῦ ἀ­πα­ριθ­μοῦν ὅ­λα τά «καβ­βα­λι­στι­κά ὀ­νό­μα­τα τοῦ σε­φι­ρο­θι­κοῦ Δέντρου»[13].

Σέ ὁ­μι­λί­α του, ὁ Ἄϊβανχωφ, μέ θέ­μα: «Ἡ σπου­δαι­ό­τη­τα τῆς συγ­κέ­ντρω­σης γιά τή δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ Λέϊζερ»[14] ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ὁ Ἑρ­μῆς ὁ Τρι­σμέ­γι­στος ἦ­ταν «τό πιό πνευ­μα­τι­κό ὄν καί τό πιό ἰ­σχυ­ρό στήν Αἴ­γυ­πτο. ῏Η­ταν σχε­δόν μιά θε­ό­τη­τα»· ὁ δη­μι­ουρ­γός τοῦ «Σμα­ρα­γδέ­νιου Πίνακα», πού ἔ­χει τέ­τοι­ο βά­θος, ὥ­στε ἀ­κό­μα καί οἱ πιό με­γά­λοι ἀλ­χη­μι­στές δέν μπό­ρε­σαν νά ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σουν». Ὁ πί­να­κας αὐ­τός «δε­ί­χνει ὅ­τι εἶ­χε τή Γνώ­ση καί τῶν τρι­ῶν κό­σμων, τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου, τοῦ ἀ­στρι­κοῦ κό­σμου καί τοῦ νο­η­τι­κοῦ κό­σμου». Μόνο ὁ «Ζων­τα­νός Δάσκαλος» μπό­ρε­σε «νά ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει πολ­λά πράγ­μα­τα στό φυ­σι­κό ἐ­πί­πε­δο».

«Ἐάν ξέ­ρει κα­νε­ίς, ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν βαθ­μοί καί βαθ­μοί νά δι­α­σχί­σει καί ἄν γνω­ρί­ζει πῶς νά τό κά­νει αὐ­τό, ξε­περ­νά­ει το­ύς ἀν­θρώ­πους καί γί­νε­ται ὑ­πε­ράν­θρω­πος καί με­τά γί­νε­ται ἀγ­γε­λι­κό ὄν, ἀρ­χαγ­γε­λι­κό καί τέ­λος θά εἶ­ναι μί­α θε­ό­τη­τα».

Ἡ «τε­χνι­κή» τῆς ὀρ­γά­νω­σης εἶ­ναι ὁ δι­α­λο­γι­σμός. Ὁ Ἄϊβαν­χωφ κα­λεῖ το­ύς γο­νεῖς νά ἐγ­κα­τα­λε­ί­ψουν κα­τά και­ρο­ύς τήν οἰ­κο­γέ­νεια καί νά ἀ­σχο­λη­θοῦν μέ τό δι­α­λο­γι­σμό· «ἴ­σως μι­σή ὥ­ρα, μί­α ὥ­ρα,... ἴ­σως μί­α μέ­ρα ἤ τρεῖς μῆ­νες»[15]. Σέ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι συγ­κι­νεῖ­ται νά βλέ­πει κά­θε πρωί τίς μη­τέ­ρες νά φέρ­νουν τά μω­ρά τους «στό βρά­χο». Δίνει τή συμ­βου­λή: Κα­θί­στε ἥ­συ­χα κά­που καί ἀ­πευ­θυν­θεῖ­τε σ' αὐ­τό: «Ἐ­σύ θη­σαυ­ρέ μου, ἀ­γά­πη μου, φῶς μου... θεέ μου, θέ­λω αὐ­τό τό παι­δί νά γί­νει ὁ ὑ­πη­ρέ­της Σου». Οἱ ἐ­πι­θυ­μί­ες της «κα­τα­γρά­φον­ται πά­νω στό αἰ­θε­ρι­κό, ἀ­στρι­κό καί νο­η­τι­κό σῶ­μα τοῦ παι­διοῦ...»[16].

«Προ­σπα­θεῖ­στε λοι­πόν νά λο­ύ­ζε­τε τό παι­δί σας μέ αὐ­τές τίς φω­τει­νές ἀ­κτῖ­νες σέ ὅ­λα τά κύτ­τα­ρα τοῦ σώ­μα­τός του...»[17].

Τό σχέ­διο «γιά τό μέλ­λον τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας» προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν πί­στη στήν δο­ξα­σί­α τοῦ Κάρμα καί τῆς με­τεν­σάρ­κω­σης.

Μέ τίς πρα­κτι­κές τῆς κί­νη­σης πρέ­πει κα­νε­ίς νά ἀ­νέλ­θει ἀ­πό με­τεν­σάρ­κω­ση σέ με­τεν­σάρ­κω­ση ὅ­λα τά ἐ­πί­πε­δα τοῦ καβ­βα­λι­στι­κοῦ Δένδρου, ὥ­σπου νά ἐ­πι­στρέ­ψει στό ἀ­νώ­τα­το ἐ­ξε­λι­κτι­κό ἐ­πί­πε­δο, στήν ἀ­νεκ­δή­λω­τη θε­ό­τη­τα.

Οἱ «Δάσκαλοι» ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­νώ­τε­ρα ἐ­ξε­λιγ­μέ­να ὄν­τα στό «Δένδρο τῆς Ζω­ῆς». Στό ἐ­πί­πε­δο τοῦ Δα­σκά­λου φθά­νει κα­νε­ίς ὕ­στε­ρα ἀ­πό αὐ­το­ε­ξέ­λι­ξη μέ­σω ἀ­να­ρίθ­μη­των με­τεν­σαρ­κώ­σε­ων στήν δι­άρ­κεια χι­λι­ε­τη­ρί­δων[18]. «Ἀ­πό ἐν­σάρ­κω­ση σέ ἐν­σάρ­κω­ση, προ­σθέ­τει νέ­α πνευ­μα­τι­κά στοι­χεῖ­α, ἕ­ως τήν ἡ­μέ­ρα πού γί­νε­ται ἕ­νας ἀ­λη­θι­νός ἀ­γω­γός τοῦ φω­τός καί τῶν θε­ϊ­κῶν ἀ­ρε­τῶν»[19].

Ὁ «Ζων­τα­νός Δάσκαλος» μᾶς λέ­ει: «ὅ­λα τά ὄν­τα πού ἔ­χε­τε συ­ναν­τή­σει ἀ­πό τήν ἀρ­χή τῶν πο­λυ­πα­θῶν ἐν­σαρ­κώ­σε­ών σας, οἱ σύ­ζυ­γοι, οἱ γυ­ναῖ­κες πού εἴ­χα­τε, οἱ ἐ­ρα­στές ἤ οἱ ἐ­ρω­μέ­νες, ὅ­λοι σᾶς ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν για­τί δέν ἦ­ταν γιά σᾶς... Τό ἀν­θρώ­πι­νο ὄν συ­ναν­τᾶ τήν ἀ­δελ­φή ψυ­χή του δώ­δε­κα φο­ρές κα­τά τή δι­άρ­κεια ὅ­λων τῶν με­τεν­σαρ­κώ­σε­ών του»[20].

Κα­τά τόν Ἄϊβανχωφ ἡ ψυ­χή τοῦ παι­διοῦ, δη­λα­δή τό πνευ­μα­τι­κό ὄν πού ἐν­σαρ­κώ­νε­ται, «δέν εἰ­σχω­ρῶ πα­ρά τή στιγ­μή τῆς γέν­νη­σής του, μέ τήν πρώ­τη ἀ­να­πνοή»[21].

Ἀν­τί­θε­τα μέ ὅ,τι ὑ­πο­στη­ρί­ζει ἡ Ἰωάννα Μα­ρῆ, ὁ Ἄϊβανχωφ πα­ρα­δέ­χε­ται ὅ­τι ἡ θε­ω­ρί­α του ἀ­πορ­ρί­πτε­ται ἀ­πό τήν «ἐ­πί­ση­μη ἐ­πι­στή­μη»[22].

Ὅ­σα ἐκ­θέ­σα­με ἀ­πο­δει­κνύ­ουν ὅ­τι ὁ Ἄϊβανχωφ κι­νεῖ­ται ἔ­ξω ἀ­πό τόν χῶ­ρο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης.  Εἶ­ναι ἕ­να σύ­στη­μα αὐ­το­πραγ­μά­τω­σης καί αὐ­το­σω­τη­ρί­ας. Ὅ­λα τά ὄν­τα καί κά­θε τί πού ὑ­πάρ­χει βρί­σκε­ται σέ ἑ­νια­ῖα ἐ­ξε­λι­κτι­κή κλί­μα­κα. Ἀ­κό­μη καί ὁ Ἰησοῦς Χρι­στός δέν βρί­σκε­ται ἔ­ξω ἤ πά­νω ἀ­πό αὐ­τήν τήν κλί­μα­κα.

Ὁ Ἰησοῦς Χρι­στός βρί­σκε­ται κά­που, ἐν­δι­ά­με­σα, στό ἴ­διο ἐ­πί­πε­δο μέ το­ύς δι­α­φό­ρους ἱ­δρυ­τές τῶν θρη­σκει­ῶν. Ἀλ­λά σή­με­ρα δέν ἔ­χει τήν δυ­να­τό­τη­τα νά προ­σφέ­ρει βο­ή­θεια. Τήν βο­ή­θεια προ­σέ­φε­ρε ὁ  Ὄμρα­αμ Μιχαήλ Ἄϊβανχωφ, πού στό με­τα­ξύ ἔ­παυ­σε νά εἶ­ναι ὁ «ζων­τα­νός δά­σκα­λος», καθώς πέ­θα­νε τό 1986. Ὅ­μως μπο­ρεῖ κα­νε­ίς καί σή­με­ρα νά βρεῖ αὐ­τή τή βο­ή­θεια στίς ἱ­ε­ραρ­χι­κές δο­μές καί στίς τε­χνι­κές τῆς ὀρ­γά­νω­σης, πού πα­ίρ­νουν τή θέ­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Τὰ περιεχόμενα τοῦ ἐν λόγῳ ἄρθρου ἐκφράζουν θέσεις ἐκκλησιαστικὲς καὶ ἀντιαιρετικές καὶ δὲν ἔχουν τὴν πρόθεση νὰ προσβάλουν τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψη κανενός, τὶς ὁποῖες δηλώνουμε ὅτι σεβόμεθα δεόντως.


[3] Τί εἶναι ἕνας Πνευματικός Δάσκαλος, ἔκδ. Prosveta 1982, σ. 150.

[4] Τί εἶ­ναι ἕ­νας Π.Δ., σ. 159.

[5] Ὀ. M. Ἄϊβανχωφ, Ἕ­να σχέ­διο γιά τό μέλ­λον τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, ἔκδ. Prosveta 1989, σ. 13.

[6] Ἕ­να σχέ­διο, σσ. 21-22.

[7] Ἕ­να σχέ­διο, σ. 24.

[8] Ἕ­να σχέ­διο, σσ. 25-26.

[9] Ὀ. M. Ἄϊβανχωφ, Ἡ ἐπιστήμη τῶν δύο Ἀρχῶν. Πνευματική γαλβανοποίηση, ἔκδ. Pros­veta 1983, σ. 23.

[10] βλ. Ἀ. Ἀ­λε­βι­ζο­πο­ύ­λου, ὁ ἀ­πο­κρυ­φι­σμός στό φῶς τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, τεῦ­χος Γ' Ἀλ­χη­με­ί­α, Ἀ­θή­να 1995, σσ. 59-61.

[11] Ἕ­να σχέ­διο, σσ. 28-29.

[12] Ἕ­να σχέ­διο, σσ. 30-31.

[13] Ἕ­να σχέ­διο, σ. 121.

[14] Μπου­φάν 18/8/1985, πο­λυ­γρα­φη­μέ­νη.

[15] Ἕ­να σχέ­διο, σ. 79.

[16] Ἕ­να σχέ­διο, σσ. 78-79.

[17] Ἕ­να σχέ­διο, σ. 82.

[18] Τί εἶ­ναι ἕ­νας Π.Δ., σσ. 13-15.

[19] Τί εἶ­ναι ἕ­νας Π.Δ., σ. 15.

[20] Ἡ ἐ­πι­στή­μη, σ. 32.

[21] Ἕ­να σχέ­διο, σ. 35.

[22] Ἕ­να σχέ­διο, σ. 47.