Ἡ γενικὴ ἡμιμάθεια καὶ ὑπεροψία ποὺ χαρακτηρίζει τοὺς ἐκκλησιαστικούς μας ταγοὺς εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἰδία ποὺ δὲν τοὺς ἐπέτρεψε νὰ ἐμβαθύνουν εἰς τὸ ζήτημα τῆς χρήσεως τῆς μάσκας κατὰ τὴν ἐνσκήψασαν ἐπιδημίαν. Ἡ ἐπιπόλαιος ἀντιμετώπισις (ἡ ὁποία δὲν θέλομεν νὰ πιστεύωμεν ὅτι εἶναι ἐνσυνείδητος…) κατέστη ἐμφανὴς ἀπὸ φράσεις ὅπως «ἡ μάσκα εἶναι ταπείνωση», «ἀφοῦ φορᾶς ζακέτα γιὰ τὸ κρύο, βάλε καὶ μία μάσκα γιὰ τὸν ἰό», ποὺ δηλώνουν παχυλὴν ἄγνοιαν περὶ τῆς ἀνθρωπολογίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ δημοσίου βίου κάθε προσώπου.
Τὸ πρόσωπον, πρωτίστως, εἶναι ἡ ὄψις μας, αὐτὸ ποὺ ἀντικρύζει κανεὶς ὡς ἰδιαιτέρως χαρακτηριστικὸν εἰς κάθε ἄνθρωπον. Τὴν βιολογίαν αὐτοῦ ἐξετάζει βεβαίως ἡ ἰατρική, ἀλλὰ ἡ θεολογία ἐξετάζει τὸ πρόσωπον ὡς μέρος τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, δηλ. τὴν ἀναφοράν του εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν χρῆσιν του κατὰ τὸ θέλημά του, ὥστε νὰ ἀποτελῆ «ναὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἡ παράχρησις τοῦ σώματος (καὶ τοῦ προσώπου) ἔχει βεβαίως σοβαρὰς ψυχολογικὰς ἐπιπτώσεις. Τὸ πρώτιστον ὅμως ποὺ ἐξετάζει ἡ ὀρθόδοξος ἀνθρωπολογία εἶναι τὸ νόημα καὶ ὁ σκοπὸς τῆς δομήσεως τοῦ σώματος μὲ συγκεκριμένον τρόπον ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἂν ἀλλοιώνεται ὁ σκοπὸς αὐτός, τότε αἱ συνέπειαι εἶναι χειρότεραι τῶν ψυχολογικῶν τοιούτων διὰ τὸν ἄνθρωπον.
Εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη κάθε πιστός, ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς ἕως τὸν τελευταῖον λαϊκόν, νὰ μελετήση εἰς βάθος τὰ ὅσα ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης εἰς τὸ «Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου». Εἰς τὸ ἔργον αὐτὸ δὲν γράφει διὰ τὴν πνευματικὴν διάστασιν τοῦ ἀνθρώπου ἀποκεκομμένην ἀπὸ τὴν σωματικήν, ἀλλὰ εἰς συνάρτησιν μὲ αὐτήν. Μάλιστα εἰς ὁρισμένα σημεῖα ὁμιλεῖ ἐναργῶς διὰ τὴν καθαρὰν σωματικήν: «Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὄρθιον», γράφει, «ὅλων δὲ τῶν ἄλλων τὰ σώματα σκύβουν πρὸς τὰ κάτω, κι αὐτὸ εἶναι σαφὴς ἀπόδειξη τῆς διαφορᾶς τῆς ἀξίας τόσο ἐκείνων ποὺ ὑποκύπτουν, ὅσο καὶ τῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία στέκεται πάνω ἀπ’ αὐτά… κι ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶο λογικό, ἔπρεπε κατὰ συνέπεια, τὸ ὄργανο τοῦ σώματος νὰ κατασκευασθεῖ ἀνάλογο γιὰ τὴ χρήση τοῦ λόγου… ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲ διέθετε τὰ χέρια, ὁπωσδήποτε τὰ μέρη τοῦ προσώπου θὰ ἦταν κατασκευασμένα καὶ σ’ αὐτὸν ὅμοια μὲ τὰ τῶν τετραπόδων… τώρα ὅμως μὲ τὸ νὰ τεθεῖ στὸ σῶμα τὸ χέρι, μένει ἀπερίσπαστο τὸ στόμα στὴν ὑπηρεσία τοῦ λόγου» (μτφ. Ἀρχιμ. Π. Μπρούσαλη).
Δὲν χρειάζεται νὰ παραθέσωμεν ὁλόκληρον τὴν πραγματείαν προκειμένου νὰ καταστῆ σαφὲς ὅτι ὅλο «τὸ σχῆμα τοῦ ἀνθρώπου κατασκευάστηκε, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι ὄργανον γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ λόγου». Αὐτὸ βεβαίως ὑπηρετεῖ καὶ τὸ πρόσωπον. Διὰ νὰ προλάβωμεν τοὺς ἐπιπολαίους, οἱ ὁποῖοι θὰ εἴπουν «καὶ ὅσοι εἶναι κωφάλαλοι;», ὀφείλομεν νὰ τονίσωμεν ὅτι ὁ Ἅγιος ὁμιλεῖ περὶ τοῦ λόγου ὡς κάτι οὐσιώδους καὶ ὄχι ἁπλῶς ὡς ὁμιλίας. Αὐτὸς ὁ «λόγος» ἐκφράζει τὴν πνευματικὴν διάστασιν τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὸν ὠθεῖ εἰς ἐπικοινωνίαν καὶ κοινωνίαν, καὶ ἐκφράζεται κυρίως μὲ συγκεκριμένον φυσικὸν ὄργανον, δηλ. τὸ πρόσωπον. Ἑπομένως, ἡ χεὶρ ἢ ὁ ποὺς ἢ ἄλλο ὄργανον δὲν πρέπει νὰ τίθεται εἰς τὴν ἰδίαν κατηγορίαν μὲ τὸ πρόσωπον: ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος εἶναι ἀπαραίτητα, ἀλλὰ ἄνευ τῆς κεφαλῆς δὲν λειτουργεῖ κανένα.
Ἡ μεταχείρισις τοῦ προσώπου εἶναι πάντοτε ἰδιαιτέρα, ἀκριβῶς διότι ἀποτελεῖ τὴν καθ’ αὑτὴν ταυτότητά μας ὡς λογικὰ ὄντα. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δυνάμεθα ἐπίσης νὰ ἀναγνωρίσωμεν κάποιον π.χ. ἀπὸ τὰς χεῖρας του, τὸ πρόσωπον ἀποτελεῖ κάτι τὸ μοναδικόν. Διὰ τοῦτο, μετὰ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα οἱ πρωτόπλαστοι ἄν καὶ ἐκάλυψαν τὸ σῶμα τους, ἐπειδὴ ἔνιωθαν γυμνοί, δὲν ἐκάλυψαν τὸ πρόσωπον. Τὸ πρόσωπον τοῦ μεγάλου προφήτου Μωϋσέως ἦτο αὐτὸ ποὺ ἠκτινοβόλει, ἄν καὶ παρὰ ὅτι εἶχε δεχθῆ ὅλον τὸ σῶμα του τὴν ἄκτιστον χάριν τοῦ Θεοῦ. Τὸ πρόσωπον τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν Μεταμόρφωσιν ἦτο ποὺ ἔλαμψεν ὡς ὁ ἥλιος πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τὰ ἱμάτια Αὐτοῦ, ποὺ ἦσαν λευκὰ ὡς τὸ φῶς. Τὸ πρόσωπον ἑπομένως ἔχει ἄλλην βαρύτητα διὰ τοῦτο καὶ μόνον εἰς τοὺς λεπροὺς παραγγέλλει ἡ Ἁγία Γραφὴ νὰ καλύπτουν τὸ πρόσωπον, διότι ὅλο τους τὸ σῶμα εἶχε καταστῆ μία πληγή.
Εἰς τὴν καθημερινὴν βιοτὴν ἡ κάλυψις τοῦ προσώπου γίνεται μόνον, ὅταν ὑπάρχη λόγος νὰ καλύψωμεν τὴν ταυτότητά μας ἢ νὰ προφυλάξωμεν αὐτό. Τὸ προσωπεῖον τοῦ θεάτρου ἐπιτρέπει εἰς τὸν ἠθοποιὸν νὰ ἀποκρύψη τὸν ἀληθινὸν ἑαυτόν του, διὰ νὰ πείση τὸν θεατὴν ὅτι ὁ ρόλος ποὺ ὑποδύεται εἶναι ὁ πραγματικός. Αὐτὴ ἡ τεχνικὴ βοηθεῖ καὶ τὸν ἴδιον τὸν ἠθοποιὸν νὰ σαρκώση βαθειὰ ἐντός του τὸν ρόλον του. Αἱ μάσκαι εἰς τὸ καρναβάλι ἐπιφέρουν τὴν ἐλευθεριότητα, ἐπειδὴ αὐθυποβάλλουν τὸν μασκαρεμένον ὅτι εἶναι κάποιος ἄλλος. Παραλλήλως, ἡ «κουκούλα» ἀπετέλεσε κατὰ καιροὺς τὴν κάλυψιν τῆς ταυτότητος προδοτῶν ἢ ἀναρχικῶν. Ἀκόμη καὶ ἡ «μπούρκα» εἶναι σύμβολον μιᾶς ἰδεολογίας, δηλώνει δημοσίως τὴν (αὐτὸ)πεποίθησιν ὅτι ἀνήκω εἰς μία θρησκείαν ἢ παράδοσιν κ.λπ. Εἰς κάθε περίπτωσιν ἡ χρῆσις «μάσκας» εἶναι ἡ ἐπιζήτησις ταυτήσεως μὲ ἕνα (ἄλλον) ρόλον. Αὐτὸ δύναται νὰ συμβῆ ἀκόμα καὶ μὲ τὴν κάλυψιν τοῦ προσώπου διὰ προφύλαξιν ἀπὸ φυσικὰ φαινόμενα. Τὸ κράνος τοῦ πυροσβέστου ἢ ἡ μάσκα τοῦ ἰατροῦ εἶναι συνυφασμένα μὲ ἕνα ρόλον. Ἀκόμη καὶ ἡ πρόχειρος κάλυψις μὲ ἕνα κασκὸλ διὰ τὴν ἀποφυγὴν τοῦ κρύου, εἶναι μία δήλωσις ὅτι κρυώνω, ὅτι εἶμαι εἰς θέσιν ἀδυναμίας καὶ χρειάζομαι προστασίαν.
Ὡστόσον, εἰς ὅλας τὰς ἀνωτέρω περιπτώσεις ἡ χρῆσις «μάσκας» εἶναι προσωρινὴ ὄχι μόνιμος. Ἂν ἦτο συνεχής, τότε ἡ μάσκα θὰ ἐγίνετο μέρος τοῦ προσώπου καὶ ὁ ρόλος θὰ ἐπικάθητο ἐπὶ τῆς προσωπικότητός μας. Ὁ,τιδήποτε γίνεται συνήθεια καθίσταται «δευτέρα φύσις». Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἐδημιουργήθη ἤδη μὲ συγκεκριμένον πρόσωπον καὶ μὲ μίαν προσωπικότητα.
Εἶναι ὄντως ἐπιφανειακὴ ἡ κριτικὴ ὅσων λέγουν ὅτι αἱ μάσκαι ἀλλοιώνουν τὸ πρόσωπον καὶ ὁ Θεὸς δὲν μᾶς θέλει μὲ ἀλλοιωμένα πρόσωπα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Ὁ Θεὸς βλέπει καὶ ὄπισθεν τῆς μάσκας καὶ πολὺ περισσότερον ἐντὸς τῆς ψυχῆς μας. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸ τὸ ζητούμενον. Τὸ πρόβλημα ἔγκειται εἰς τὴν ἐπιβολὴν τῆς μάσκας εἰς τοιοῦτον σημεῖον, ὥστε νὰ καθίσταται «δευτέρα φύσις». Ἡ μάσκα δὲν εἶναι πλέον εἰς τὰς ἡμέρας μας ἁπλῶς «ἀξεσουὰρ» ποὺ πωλεῖται μαζὶ μὲ ἐνδύματα, ἀλλὰ συνοδευτικόν τοῦ προσώπου καὶ ὅταν κανεὶς δὲν τὴν φορῆ, στιγματίζεται ἀπὸ τὰ βλέμματα τῶν ὑπολοίπων ὡς κίνδυνος! Κοιτάζομεν τὸν ἄλλον καὶ δὲν τὸν βλέπομεν πλέον ὡς τὸν φίλον μας, ἀλλὰ ὡς ἰικὸν φορτίον! Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μάσκα κατέστη μόνιμον μέρος τοῦ προσώπου, ὄχι μόνον ἀντίκειται εἰς τὴν ψυχολογίαν, καθὼς ἐπιφέρει διχασμὸν εἰς τὸν ἄνθρωπον μεταξὺ τοῦ ρόλου καὶ τῆς προσωπικότητός του, ἀλλὰ στοχεύει εἰς τὴν κατάργησιν τῆς ἰδίας τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας, δηλ. ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεμελιωδῶς λογικὴ φύσις, ὄχι ἐπειδὴ ἀποδέχεται μέτρα ποὺ δὲν ἔχουν λογικήν, ἀλλὰ διότι τὸ πρόσωπον ἔχει ἐκτραπῆ ἀπὸ τὴν φυσικήν του λειτουργίαν, δηλ. νὰ ὑπηρετῆ τὸν «λόγον».
Εἰς αὐτὸ τὸ σημεῖον ἔρχεται νὰ συναντηθῆ ἡ ἀνθρωπολογία μὲ τὸν δημόσιον βίον, τὴν πολιτικὴν διάστασιν τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς εἶναι ἡ πνευματικὴ φύσις τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὰ συνδέει αὐτομάτως. Ἡ λογικὴ φύσις τοῦ ἀνθρώπου -διὰ τοῦ λόγου- εἶναι αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖ δεσμοὺς ποὺ ὁδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους εἰς συγκρότησιν κοινωνιῶν καὶ κατὰ συνέπειαν ὀργανωμένων πολιτειῶν. Ἄρα, τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ὄργανον πολιτικῆς, δηλαδὴ τοῦ κοινοῦ μας βίου. Τὸ πρόσωπον καθ’ ἑαυτὸ εἶναι τὸ πεδίον ἐπαφῆς καὶ ὁ τόπος ἐπικοινωνίας. Ἀκόμη καὶ σήμερα ἡ στυγνὴ ἐκπεσοῦσα πολιτικὴ χρησιμοποιεῖ «ἐπικοινωνιολόγους», ποὺ στηρίζονται εἰς τὴν ἐμφάνισιν, εἰς τὸ «πρόσωπον» ποὺ θὰ παρουσιάση ὁ πολιτικὸς εἴτε αὐτὸ εἶναι τὸ «ρετουσαρισμένο» εἰς ἀφίσας εἴτε ἕνας ἁπλὸς τηλεοπτικὸς μορφασμὸς, ποὺ θὰ σαγηνεύση τὸ πλῆθος…
Ὅσον αὐτὰ συμβαίνουν εἰς τὴν μάχην τῆς ἄγρας τῶν ψήφων, τὸ ἴδιον τὸ ἀνακυκλούμενον κομματικὸν σύστημα ἀπεργάζεται ἕνα σχέδιον ἐπιβιώσεώς του, τὸ ὁποῖον βασίζεται καὶ ἀπαιτεῖ οἱ πολῖται νὰ εἶναι πειθήνια ὄργανα. Ὅσον περισσότερον ὑποτάσσονται οἱ πολῖται τόσο ἀσφαλέστερον αἰσθάνεται τὸ σύστημα διακυβερνήσεως. Θὰ παραθέσωμεν δι’ εὐνοήτους λόγους παράθεμα ἀπὸ παλαιὰν ὁμιλίαν τοῦ διανοουμένου Μάριου Πλωρίτη: ««τὸ «ἰδανικὸ» τοῦ κράτους εἶναι νὰ κάνει τοὺς πολίτες του ὁμοιόμορφους καὶ ἀπρόσωπους, ὥστε νὰ ἀναπαράγει ἀπρόσκοπτα τὸ δικό του «μοντέλο» πολιτῶν καὶ πολιτείας»!
Διὰ νὰ καταστοῦν οἱ πολῖται «ἀπρόσωποι», ὄχι μόνο πρέπει νὰ ἀποδεχθοῦν παράλογα ὁριζόντια ἰσοπεδωτικὰ μέτρα, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ ἀποδε-χθοῦν οἰκειοθελῶς καὶ μὲ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε νὰ ἐνσωματωθῆ ἡ «ἀπροσωπία» εἰς τὴν προσωπικότητά των. Κανεὶς ὅμως δὲν θὰ ἤθελε κάτι παρόμοιον. Γράφει ὁ κάποτε γνωστὸς κοινωνιολόγος Βασίλης Φίλιας: «τὸ καθεστὼς τῆς φυλάκισης ἀποτελεῖ μία κατάσταση ἀντικείμενη στὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης φύσης… δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ χωρὶς καταπίεση καὶ βιαιότητα, ἀκριβῶς γιατί ἔρχεται σ’ ἀντίθεση μὲ τὶς πιὸ μύχιες καὶ ἀτράνταχτες παρορμήσεις γιὰ ἐλευθερία καὶ αὐτοπροσδιορισμό». Ἑπομένως, ὁ μόνος τρόπος διὰ νὰ ὑπερβῆ κανεὶς αὐτὴν τὴν παρόρμησιν εἶναι, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἀποδεχθῆ ὅτι πρέπει νὰ φυλακισθῆ, ὅταν νοιώση ὁ ἴδιος ἔνοχος, ὅταν ἡ φυλάκισις ἀναχθῆ εἰς ὑπερτάτην ἀξίαν.
Ἡ ὑγειονομικὴ ἀφορμὴ παρεῖχε τὴν κατάλληλον εὐκαιρίαν εἰς τὴν κρατικὴν ἐξουσίαν νὰ ἐκμεταλλευθῆ τὸ γεγονὸς πολιτικά. Τὸ «λοκντάουν», δηλ. ὁ ἐγκλεισμός, καὶ ἡ μάσκα (ποὺ λειτουργεῖ ὅπως τὸ «καπίστρι»), εἶναι τὰ μέσα, ὅπου χωρὶς ἐξωτερικὴν βίαν ἀποδεχόμεθα τὸν ἑτεροπροσδιορισμόν μας (ἕνα ἀτέρμονα ρόλον ἐνοχῆς καὶ ὑποχονδρισμοῦ), ἐπειδὴ τὸ κράτος διὰ τῶν ΜΜΕ (δηλαδὴ τοῦ κυριάρχου λόγου ποὺ διαμορφώνει τὴν κοινὴν γνώμην), μᾶς παρουσιάζει μὲ στρεβλὸν τρόπον τὴν πραγματικότητα. Ἂς κοιτάξωμεν τὸ παρελθόν: τὸ «σύμφωνον συμβιώσεως», ἐνῶ ἦτο ἡ ἀνατροπὴ τῆς ἀνθρωπίνης φυσιολογίας, ἐνεφανίσθη ὡς τὸ πενταπόσταγμα τῆς ἐλευθερίας! Ἦτο τελικῶς ἕνα «πείραμα» καὶ παράλληλα ἕνα προανάκρουσμα δι’ ὅσα τώρα πραγματοποιοῦνται: ἐδέχθημεν ὡς λαὸς τὸ «ἀναποδογύρισμα» τῆς φύσεως, τώρα δεχόμεθα πλήρως τὴν κατάργησιν τῆς λογικῆς φύσεως, ἀφοῦ ἡ μάσκα εἶναι τὸ νέον πρόσωπόν μας, ὄχι ὁ «λόγος». Ἐκεῖ μᾶς ὁδηγεῖ τὸ σύνθημα γνωστοῦ Ἡγουμένου «βάλε μία μάσκα καὶ σιώπα»! Πλέον, ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία δὲν ἔχει ἁπλῶς χαράξει πορείαν ἀντίθετον πρὸς τὸ Ἱ. Εὐαγγέλιον, ἀλλὰ κατεργάζεται τὴν ἀνατροπὴν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, διὰ τοῦτο γίνεται καὶ πολλὴ συζήτησις περὶ «μετανθρωπισμοῦ».
Ἡ μάσκα πλήττει κατ’ ἐξοχὴν τὴν Ἐκκλησίαν διττῶς, θεολογικῶς καὶ θεσμικῶς. Θεολογικῶς, ὡς περιεγράψαμεν, διότι ὁδηγεῖ εἰς ἀμφισβήτησιν τῆς λογικῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Θεσμικῶς: Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καὶ τὸ Ἔθνος, εἶναι τὰ μόνα (ἀπὸ κοσμικῆς πλευρᾶς θεωρούμενα μεγέθη) ποὺ ἀποτελοῦν ὄντως «συλλογικὰ πρόσωπα», δηλ. ἑνότητας ἀτόμων θεμελιωμένας εἰς ἀξίας, ποὺ ὑπερβαίνουν ὄχι μόνον π.χ. ἕνα κόμμα, μία ἀθλητικὴ ὁμάδα, ἕνα σύλλογον ἀλλὰ καὶ τὸ ἴδιον τὸ Κράτος, καθὼς ἡ οὐσία τους δὲν ταυτίζεται μὲ τὸ σύνολον τῶν ἀτόμων ποὺ τὰ ἀπαρτίζουν, εἶναι κάτι μεγαλύτερον καὶ εὐρύτερον. Δὲν διαλύεις τὴν Ἐκκλησίαν (ἢ τὸ Ἔθνος), ὅπως διαλύεις π.χ. ἕνα κόμμα, δηλ. πλήττων τὰ συμφέροντά του. Διαλύεις τὴν Ἐκκλησίαν (ἐπαναλαμβάνομεν θεωρουμένην ὡς ἐνδοκοσμικὸν θεσμὸν) μόνον ἂν διαλύσης τὴν ἰδίαν τὴν ἔννοιαν τοῦ «προσώπου». Δι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται εἰς διωγμὸν παρὰ τὸ ἀφελὲς ἐπιχείρημα μερικῶν ὅτι «σκληρὰ ὑγειονομικὰ μέτρα λαμβάνονται παγκοσμίως καὶ ὄχι ἀποκλειστικὰ κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», διότι τὰ πολιτικὰ μέτρα αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ ὑπονομεύουν θεμελιωδῶς τὸ ἐκκλησιαστικὸν γεγονὸς (ὅπως καὶ τὴν ἔννοιαν τοῦ Ἔθνους). Εὐτυχῶς ὅμως ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι, ὅπως αὐτοὶ νομίζουν, «συλλογικὸν πρόσωπον», ἀλλὰ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ δι’ αὐτὸ «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».