Μια φορά πήγαν δύο γυναίκες από την Ξάνθη στο μοναστήρι. Πριν μπουν στο κελλί του οσίου, η μία από αυτές έβγαλε από τον λαιμό της ένα «φυλαχτό» που είχε και το κρέμασε στον τοίχο.
Μόλις μπήκαν μέσα, με υψωμένη τη φωνή ο όσιος Γέροντας είπε σ’ εκείνη που κρέμασε το φυλακτό: «Γρήγορα να πάρεις τον διάβολο από τον τοίχο που τον έβαλες και να φύγεις. Εμείς έχουμε Εκκλησία, μυστήρια, και σεις πηγαίνετε στους χοτζάδες;».
Στο θέμα αυτό ίσως ήταν πιο αυστηρός από οτιδήποτε άλλο. «Ή στην πίστη ή στον μαμωνά» έλεγε. Κατά τον αδιάψευστο λόγο του Κυρίου: «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν· ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει. Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά».
Μία ευλαβής γυναίκα, μόλις ο σύζυγός της έφευγε για δουλειές του στη Δράμα, εκείνη ανηφόριζε βιαστικά για το μοναστήρι, για να προλάβει την ακολουθία, που συνήθως τέλειωνε πριν ξημερώσει. Μία ημέρα που έφυγε ο συζυγός της με φορτωμένο το αμάξι του με ξύλα, έτρεξε στην εκκλησία του μοναστηριού. Στάθηκε σε μία γωνία πίσω από το παγκάρι και άρχισε με θέρμη την προσευχή της. Ήταν δύσκολα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής.
Στο τέλος της θείας λειτουργίας πήγε τελευταία να πάρει αντίδωρο. Έσκυψε τότε λίγο ο όσιος και της είπε χαμηλόφωνα: «Η Παναγία, κόρη μου, άκουσε την προσευχή σου και έσωσε τον άνδρα σου από μεγάλο κίνδυνο!…».
Έφυγε σκεπτική και με κάποια αγωνία, περιμένοντας πότε να βραδυάσει, να επιστρέψει ο σύζυγός της και να μάθει τι έπαθε. Παράλληλα όμως δόξαζε εκ προοιμίου τον Θεό κι ευχαριστούσε μέσα από την καρδιά της την Παναγία, για τη βοήθεια που της έκανε.
Με πολλή συγκίνηση της διηγήθηκε το βράδυ ο σύζυγός της ότι γλύτωσε ως εκ θαύματος. Παρά λίγο να τον τουφέκιζαν δύο δασικοί – ένας Έλληνας κι ένας Βούλγαρος – αν ανακάλυπταν κάποιο ξύλο απαγορευμένο, που είχε κρύψει κάτω από τα κοινά καυσόξυλα και που του χρειαζόταν για τη δουλειά του.
Τον σταμάτησαν έξω από το χωριό και του επέβαλαν να ξεφορτώσει τα ξύλα. Έβγαλε τρεις σειρές ξύλα και υπελείπετο μία σειρά, για να φανεί το κρυμμένο ξύλο, οπότε το αποτέλεσμα ήταν γνωστό…
Ξαφνικά στράφηκε ο Βούλγαρος και είπε στον σύντροφό του: «Τι τον ταλαιπωρούμε τον άνθρωπο; Δεν θα έχει τίποτε το ύποπτο». Απευθυνόμενος στον αγωγιάτη, που προσπαθούσε εξωτερικά να μη χάσει την ψυχραιμία του, του είπε να φορτώσει τα ξύλα του και να φύγει. Ο ίδιος γνώριζε τα βουλγάρικα, γιατί ήταν πρόσφυγας από τη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 144, 147 (αποσπάσματα).