«Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν
πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπὶ αὐτήν»
«Ἄγουσι δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι γυναῖκα ἐπὶ μοιχείᾳ κατειλημμένην, καὶ στήσαντες αὐτὴν ἐν μέσῳ λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, αὕτη ἡ γυνὴ κατείληπται ἐπ’ αὐτοφώρῳ μοιχευομένη· καὶ ἐν τῷ νόμῳ ἡμῶν Μωϋσῆς ἐνετείλατο τὰς τοιαύτας λιθάζειν. Σὺ οὖν τί λέγεις; Τοῦτο δὲ εἶπον ἐκπειράζοντες αὐτόν, ἵνα σχῶσι κατηγορίαν κατ’ αὐτοῦ. Ὁ δὲ Ἰησοῦς κάτω κύψας τῷ δακτύλῳ ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν.» (Ἰωάν. η΄ 3,4,5,6). (:Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι φέρουν ἐκεῖ μίαν γυναῖκα ἔγγαμον, ἡ ὁποία εἶχε συλληφθῇ ἐπάνω εἰς τὴν πρᾶξιν τῆς μοιχείας, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔστησαν εἰς τὸ μέσον τοῦ συνηγμένου πλήθους, εἶπαν εἰς αὐτόν·
Διδάσκαλε, αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἔχει συλληφθῇ κατ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ὥραν, ποὺ ἀτιμάζετο. Καὶ εἰς τὸν νόμον μας ὁ Μωϋσῆς μᾶς ἐδίδαξεν αἱ τοιαῦται γυναῖκες νὰ λιθοβολοῦνται. Τί λέγεις λοιπὸν σὺ διὰ τὴν περίπτωσιν αὐτήν; Εἶπον δὲ αὐτὸ μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν παγιδεύσουν καὶ νὰ τοῦ δημιουργήσουν πειρασμόν, διὰ νὰ ἔχουν ἐναντίον του κατηγορίαν ἢ ὅτι εἶναι ἐπιεικὴς ἀντιθέτως πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ νόμου, ἢ ὅτι συνέστησε τὸν λιθοβολισμὸν καὶ δὲν ἐσεβάσθη τὴν ρωμαϊκὴν ἐξουσίαν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως διὰ νὰ τοὺς ἀποφύγῃ, ἔσκυψε κάτω καὶ προσεποιεῖτο, ὅτι ἔγραφεν εἰς τὸ χῶμα μὲ τὸν δάκτυλον, χωρὶς νὰ τοὺς προσέχῃ).
- Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς «Ἡ τραγωδία τῆς Πίστεως» διαβάζουμε:
«Τότε ὁ νομοθέτης τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐσέβειας ἔσκυψε κι ἄρχισε νὰ γράφει ἤρεμα μὲ τὸ χέρι Του στὸ ἔδαφος (βλ. Ἰωάν. η΄ 6). Τί ἔγραφε ὁ Χριστὸς στὸ χῶμα; Ὁ εὐαγγελιστὴς κρατᾶ σιγὴ ἐδῶ, δὲ μᾶς ἀναφέρει τί ἔγραφε ὁ Χριστός. Ἦταν πολὺ κακὸ κι ἀποτρόπαιο αὐτό, γιὰ νὰ τὸ γράψει στὸ βιβλίο τῆς χαρᾶς. Τὸ ἀναφέρει ἡ παράδοση ὅμως κι εἶναι κάτι τρομερό. Ὁ Χριστὸς ἔγραψε κάτι ἀναπάντεχο, ποὺ θὰ ξάφνιαζε τοὺς πρεσβύτερους, τοὺς κατήγορους τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας. Μὲ τὸ δάχτυλό Του ἀποκάλυψε τὴν κρυφὴ ἀνομία τους. Γιατί αὐτοὶ οἱ διαπομπευτὲς τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἄλλων ἤξεραν πολὺ καλὰ νὰ κρύβουν τὰ δικά τους κρίματα. Εἶναι ὅμως ἄσκοπο νὰ προσπαθεῖς νὰ κρύψεις κάτι ἀπὸ τὸ μάτι, ποὺ τὰ βλέπει ὅλα.
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση λοιπόν, ἔγραψε ὁ Κύριος στὸ ἔδαφος:
Ὁ Μ(εσουλὰμ) ἔκλεψε θησαυρὸ ἀπὸ τὸ ναό.
Ὁ Ἀ(σὴρ) διέπραξε μοιχεία μὲ τὴ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του.
Ὁ Σ(αλοὺμ) ἔχει κάνει ψευδομαρτυρίες.
Ὁ Ἐ(λὲντ) ἔχει δείρει τὸν πατέρα του.
Ὁ Ἀ(μαρὶς) εἶναι σοδομίτης.
Ὁ Ἰ(ωὴλ) ἔχει προσκυνήσει τὰ εἴδωλα.
Αὐτὰ ἔγραψε, τὴ μία πρόταση μετὰ τὴν ἄλλη, τὸ δάχτυλο τοῦ δίκαιου κριτῆ. Κι ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους ἀναφέρονταν τὰ λόγια αὐτὰ ἔσκυψαν καὶ τὰ διάβασαν μὲ ἀνέκφραστο τρόμο. Ἔτρεμαν ἀπὸ φόβο, δὲν τολμοῦσαν νὰ κοιτάξουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὰ μάτια. Ξέχασαν πιὰ τελείως τὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα. Τὸ μόνο ποὺ σκέφτονταν ἦταν ὁ ἑαυτός τους, ὁ δικός τους θάνατος ποὺ εἶχε χαραχτεῖ στὸ χῶμα. Οὔτε μία γλώσσα δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ κινηθεῖ, νὰ ξανακάνει τὴν ἐνοχλητικὴ καὶ πονηρὴ ἐρώτηση: «Σὺ οὖν τί λέγεις;».
Ὁ Κύριος δὲν εἶπε τίποτα. Αὐτὸ ποὺ εἶναι τόσο βρώμικο, τοῦ πρέπει νὰ γραφτεῖ στὸ βρώμικο χῶμα. Ἕνας ἄλλος λόγος ποὺ ὁ Κύριος ἔγραψε στὸ χῶμα εἶναι ἀκόμα πιὸ δυνατὸς καὶ πιὸ σπουδαῖος. Αὐτὸ ποὺ γράφεται στὸ χῶμα σβήνει εὔκολα. Ὁ Χριστὸς δὲν ἤθελε νὰ μάθει ὁ καθένας τὶς ἁμαρτίες τους. Ἂν τὸ ἤθελε αὐτό, θὰ τὶς εἶχε διακηρύξει μπροστὰ σὲ ὅλους. Καὶ τότε ὅλοι θὰ τοὺς κατηγοροῦσαν καὶ θὰ τοὺς λιθοβολοῦσαν μέχρι θανάτου, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο.
Ἐκεῖνος ὅμως, ὁ ἄκακος ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, δὲ ζήτησε ἐκδίκηση ἢ θάνατο γιὰ κείνους, ποὺ τοῦ εἶχαν προετοιμάσει χιλιάδες θανάτους, ποὺ ἤθελαν τὸ δικό Του θάνατο περισσότερο ἀπ’ ὅσο ποθοῦσαν γιὰ τοὺς ἴδιους τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Κύριος ἤθελε μόνο νὰ τοὺς διορθώσει, νὰ τοὺς μάθει πὼς πρέπει νὰ σκέφτονται τὸν ἑαυτό τους, ν’ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς δικές τους ἁμαρτίες. Ἤθελε νὰ τοὺς ὑπενθυμίσει πὼς, ἐνῷ τοὺς βάραινε τὸ φορτίο τῶν δικῶν τους ἁμαρτιῶν, δὲν ἔπρεπε νὰ κρίνουν τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων. Αὐτὸ μόνο ἤθελε ὁ Κύριος. Κι ὅταν αὐτὸ ἔγινε, τὸ χῶμα ἰσοπεδώθηκε πάλι κι ὅσα εἶχαν γραφτεῖ σβήστηκαν.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὰ ὁ Κύριος σηκώθηκε καὶ τοὺς εἶπε ἤρεμα: «Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος λίθον βαλέτω ἐπ’ αὐτὴν» (Ἰωαν. η΄ 7). Ὅποιος ἀπὸ σᾶς εἶναι ἀναμάρτητος, ἂς τῆς ρίξει τὴν πρώτη πέτρα. Αὐτὸ λειτούργησε σὰ νὰ ἀφαίρεσε κάποιος τὰ ὅπλα τῶν ἐχθρῶν κι ὑστέρα τοὺς εἶπε: «Καὶ τώρα πυροβολῆστε!
…Ὅμως ἔσκυψε πάλι κι ἔγραφε στὴ γῆ. Τί ἔγραψε αὐτὴ τὴ φορά; Ἴσως τὶς ἄλλες κρυφὲς ἁμαρτίες καὶ ἀνομίες τους, ὥστε γιὰ μακρὸ χρονικὸ διάστημα νὰ μὴ ξανανοίξουν τὸ στόμα τους.
Ἴσως καὶ νὰ ’γραφε τί λογιῶν ἄνθρωποι πρέπει νά ’ναι οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν λαῶν. Αὐτὸ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει καὶ τόσο πολὺ ἐμᾶς τώρα. Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι σπουδαῖο, εἶναι πὼς μὲ τὸ γράψιμο στὸ χῶμα πέτυχε τρεῖς στόχους: πρῶτο, ἔδωσε τέλος καὶ διάλυσε τὴν καταιγίδα ποὺ τοῦ εἶχαν ἑτοιμάσει οἱ πρεσβύτεροι τῶν Ἰουδαίων: δεύτερο, ξύπνησε τὴ ναρκωμένη τους συνείδηση στὶς νεκρωμένες καρδιές τους, ἔστω καὶ γιὰ λίγο- καὶ τρίτο, γλύτωσε τὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα ἀπὸ τὸ θάνατο…
Ἐκεῖνοι δὲ σὰν ἄκουσαν τὰ λόγια Του ἄρχισαν νὰ φεύγουν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, μὲ πρώτους τοὺς πρεσβύτερους στὴν ἡλικία. Στὸ τέλος ἔμεινε μόνος ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ γυναίκα, ποὺ ἔστεκε ὄρθια ἀνάμεσα σὲ ὅλους.
Τὸ προαύλιο τοῦ Ναοῦ ξαφνικὰ ἄδειασε. Δὲν ἔμεινε κανένας, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δύο ποὺ οἱ πρεσβύτεροι τοὺς εἶχαν καταδικάσει σὲ θάνατο, δηλαδὴ ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα κι ὁ ἀναμάρτητος Χριστός… Μετὰ ὁ Κύριος ἀνασηκώθηκε, κοίταξε τριγύρω κι ἀφοῦ δὲν εἶδε κανένα εἶπε στὴ γυναίκα: «Γύναι, ποῦ εἰσιν; οὐδείς σε κατέκρινεν;». Ποῦ εἶναι οἱ κατήγοροί σου; Κανένας δὲν σὲ κατέκρινε, δὲ ζητάει τὸ λιθοβολισμό σου;
… Ἡ γυναίκα κατόρθωσε νὰ ξαναβρεῖ τὴ λαλιά της κι ἀπάντησε: «οὐδείς, Κύριε». Κανένας δὲν μὲ κατακρίνει πιά, Κύριε. Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ πρόφερε ἕνα ἀξιολύπητο πλάσμα, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο δὲν ἔλπιζε νὰ ξαναμιλήσει, ἕνα πλάσμα ποὺ ἔνιωθε μία ἀνάσα πραγματικῆς χαρᾶς. Ἴσως γιὰ πρώτη φορά στὴ ζωή της.
Τελικὰ ὁ ἀγαθὸς Κύριος εἶπε στὴ γυναίκα: «Οὐδὲ ἐγώ σε κατακρίνω· πορεύου καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε» (Ἰωάν. η΄ 11). Οὔτε ἐγὼ σὲ κατακρίνω. Πήγαινε. Μόνο ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς μὴ ἁμαρτήσεις ξανά».