Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

Δημήτριος Τσελεγγίδης γιὰ Ἅγιο Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη: «Ὅσα εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας καὶ ἀκούσαμε μὲ τὰ αὐτιά μας» - Γ΄ Μέρος

«Οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σε­ως καί δι­α­τη­ρή­σε­ως τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος ἐν­τός μας, κα­τά τόν Ἅγιο Γέ­ρον­τα Ἐ­φραίμ Κα­του­να­κι­ώ­τη» (6/12/1912-27/2/1998)
Καρ­πός τῆς ὑ­πα­κο­ῆς, κα­τά τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ, εἶ­ναι ἡ νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Κα­τ’ αὐ­τήν ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που γί­νε­ται τό νο­ε­ρό θυ­σι­α­στή­ριο, ἀ­π’ ὅ­που ἀ­να­πέμ­πε­ται ἡ λο­γι­κή λα­τρεί­α μας πρός τό Θε­ό.
Ὅ­πως ἡ ἀ­δι­ά­λει­πτη νο­ε­ρά προ­σευ­χή ἀ­πο­τε­λεῖ ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ πρός ὅ­λους τούς πι­στούς, σύμ­φω­να μέ τίς Βι­βλι­κές μαρ­τυ­ρί­ες, ἐ­ξί­σου καί ὁ με­τε­ω­ρι­σμός τοῦ νοῦ κα­τ’ αὐ­τήν ἀ­πο­τε­λεῖ σα­φῆ ἀ­πα­γό­ρευ­ση ἐκ μέ­ρους τοῦ Χρι­στοῦ. Κα­τά τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ, ἡ πνευ­μα­τι­κή ποι­ό­τη­τά μας προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν ποι­ό­τη­τα τῆς προ­σευ­χῆς μας. Ἡ προ­σευ­χή μᾶς προ­ά­γει πνευ­μα­τι­κῶς, κα­τά τρό­πο βι­ω­μα­τι­κό. Δι’ αὐ­τῆς ἀ­πο­κτοῦ­με σα­φῆ αἴ­σθη­ση τῆς κα­τα­στά­σε­ώς μας. Ὡς πρώ­τη πνευ­μα­τι­κή γεύ­ση ἀ­πό τήν νο­ε­ρά προ­σευ­χή ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἡ χα­ρά, ἐ­νῶ ἡ γλυ­κύ­τη­τα πού ἀ­κο­λου­θεῖ εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρη καί ἀ­πό τήν προ­σευ­χή. Γι’ αὐ­τό καί στήν πο­λύ γλυ­κύ­τη­τα στα­μα­τᾶ ἡ προ­σευ­χή, καί ὁ πι­στός γεύ­ε­ται τήν γλυ­κύ­τη­τα ὡς ἐ­νερ­γού­με­νος ἀ­πό τή Θεί­α Χά­ρη.

Ἀλ­λα ἡ νο­ε­ρά προ­σευ­χή πε­τυ­χαί­νε­ται εὔ­κο­λα, ὅ­ταν ὁ πι­στός ζη­τᾶ ἐ­πι­μό­νως, κα­τά τήν ἐν­το­λή, τή Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­ταν, δη­λα­δή, ἐ­πι­θυ­μεῖ στα­θε­ρά μό­νον ὁ Χρι­στός νά βα­σι­λεύ­ει στήν καρ­διά του, αὐ­τός καί μό­νον αὐ­τός νά εἶ­ναι ὁ πλή­ρως κυ­ρί­αρ­χος τοῦ εἶ­ναι του. Καί τοῦ­το, ὅ­πως συ­χνά τό­νι­ζε ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ, ἐ­πει­δή ὁ Χρι­στός εἶ­ναι Θε­ός ζη­λό­τυ­πος.

Ἡ νο­ε­ρά προ­σευ­χή ἐ­νερ­γο­ποι­εῖ τήν ἐν­τός μας Θεί­α Χά­ρη, ἡ ὁ­ποί­α ὡς ἄ­κτι­στη θε­ό­τη­τα, πού εἶ­ναι, κα­θα­ρί­ζει, φω­τί­ζει καί στα­δια­κά θε­ώ­νει χα­ρι­σμα­τι­κῶς τόν προ­σευ­χό­με­νο. Ἐμ­πλου­τι­ζό­με­νος χα­ρι­σμα­τι­κά ὁ προ­σευ­χό­με­νος μέ τήν θεότητα, ἔ­χει ἄ­με­ση καί ἀ­σφα­λῆ πλη­ρο­φό­ρη­ση ἀ­πό τό Θε­ό, ἀ­πο­κτᾶ δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα καί ἄλ­λα πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα, κα­τά τήν δω­ρε­ά τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἡ πνευ­μα­τι­κή δύ­να­μη καί ἡ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα τῆς προ­σευ­χῆς, κα­τά τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ, ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τό βαθ­μό φορ­τί­σε­ως τῆς καρ­διᾶς μας μέ πό­νο καί ἀ­γά­πη πρός ἐ­κεῖ­νον, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο προ­σευ­χό­μα­στε. Ἀλ­λά ἡ ἔμ­πο­νη, ἀ­γα­πη­τι­κή καί ἐ­πί­μο­νη προ­σευ­χή ἐ­νερ­γεῖ ἀ­κό­μη καί σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κῶς σέ ἤ­δη κε­κοι­μη­μέ­νους, ὅ­πως πι­στο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό ἐμ­πει­ρι­κά δε­δο­μέ­να τῆς προ­σευ­χῆς τοῦ Ἁγίου Ἐ­φραίμ. Τήν θερ­μή καί χα­ρι­τω­μέ­νη προ­σευ­χή ἀ­κο­λου­θεῖ με­ρι­κές φο­ρές καί αἰ­σθη­τή εὐ­ω­δί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, στήν ὁ­ποί­α ἤ­δη ἀ­να­φερ­θή­κα­με. Ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ μοῦ μί­λη­σε πολ­λές φο­ρές γι’ αὐ­τήν τήν εὐ­ω­δί­α καί, ὅ­πως αἰ­σθη­τῶς ἀν­τι­λή­φθη­κα, εὐ­ω­δί­α­ζε κα­τά και­ρούς καί ὁ ἴ­διος. Συ­χνά, ἄλ­λω­στε, κα­τά τήν προ­σευ­χή του βί­ω­νε τήν ἁρ­πα­γή τοῦ νοῦ του. Ἡ πε­ρι­γρα­φή τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν του, κα­τά τίς ἁρ­πα­γές αὐ­τές, ἦ­ταν ταυ­τό­ση­μες μέ ἐ­κεῖ­νες, πού πε­ρι­γρά­φον­ται σ’ ὅ­λους τούς μυ­στι­κούς θε­ο­λό­γους. Κοι­νός τό­πος ὅ­λων αὐ­τῶν τῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν εἶ­ναι, ὅ­τι ὁ προ­σευ­χό­με­νος χά­νει τήν αὐ­το­κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ νοῦ του, ἀ­γό­με­νος εὐ­χα­ρί­στως ἀ­πό τήν θε­ο­ποι­ό Χά­ρη («κτη­νώ­δης ἐ­γε­νό­μην πα­ρά σοί», Ψαλμ. 72,22).

Πό­τε ὅ­μως, πό­σο καί ποῦ θά πρέ­πει ὁ πι­στός νά προ­σεύ­χε­ται νο­ε­ρῶς; Κά­θε τό­πος καί κά­θε χρό­νος εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λος γιά τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή, ἔ­λε­γε καί τό ἐν­νο­οῦ­σε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ. Πάν­τως, ὡς κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο χρό­νο θε­ω­ροῦ­σε τή νύ­χτα, λό­γῳ καί τῆς σχε­τι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρης ἡ­συ­χί­ας. Πέ­ρα ἀ­πό τήν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη προ­σευ­χή, συ­νι­στοῦ­σε ἐ­ναλ­λα­κτι­κά τό κομ­βο­σχοί­νι, τήν ψαλ­μω­δί­α καί τήν με­λέ­τη. Ὁ ἴ­διος συ­νό­δευ­ε καί ὅ­λες τίς χει­ρω­να­κτι­κές ἐρ­γα­σί­ες του μέ τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Ὡς ἀρ­χή γιά τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή ὅ­ρι­ζε τή μι­σή ἤ τή μί­α ὥ­ρα τό εἰ­κο­σι­τε­τρά­ω­ρο. Ἐ­πέ­με­νε ὅ­μως αὐ­τό νά γί­νε­ται στα­θε­ρά καί ἀ­πα­ρέγ­κλι­τα, χω­ρίς νά ἐν­δί­δου­με στόν ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε πε­ρι­σπα­σμό. Ὁ χρό­νος τῆς προ­σευ­χῆς μπο­ρεῖ νά αὐ­ξά­νε­ται ὡς πρός τή διά­ρκειά της, ἀ­νά­λο­γα μέ τό βαθ­μό τῆς γλυ­κύ­τη­τας, πού θά συ­νό­δευ­ε τήν προ­σευ­χή. Βέ­βαι­α, μέ τόν ἐν­δι­ά­θε­το λό­γο ἡ νο­ε­ρά προ­σευ­χή μπο­ρεῖ νά συ­νε­χί­ζε­ται καί κα­τά τήν διά­ρκεια τοῦ ὕ­πνου, ἐ­νῶ οἱ δι­ά­φο­ροι πει­ρα­σμοί –κα­θ’ ὕ­πνον ἤ ἐν ἐ­γρη­γόρ­σει- μπο­ροῦν νά λει­τουρ­γοῦν καί ὡς πνευ­μα­τι­κό ξυ­πνη­τή­ρι γιά τήν ἐ­πα­νέ­ναρ­ξή της.

Ἀλ­λά ἡ νο­ε­ρά προ­σευ­χή, κα­τε­ξο­χήν στά πρῶ­τα στά­διά της, χρει­ά­ζε­ται πνεῦ­μα ἐγ­καρ­τέ­ρη­σης καί ὑ­πο­μο­νῆς. Ἄλ­λω­στε, ἡ ἔλ­λο­γη ὑ­πο­μο­νή καί ἐ­πι­μο­νή στήν προ­σευ­χή ἐκ­φρά­ζει πρα­κτι­κά τήν πί­στη μέ τήν πρω­το­γε­νῆ ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξε­ως. Δη­λα­δή τήν ἀ­πό­λυ­τη ἐμ­πι­στο­σύ­νη μας στήν ἀ­ξι­ο­πι­στί­α τοῦ Θε­οῦ, ὁ Ὁ­ποῖ­ος καί μᾶς ἔ­δω­σε τήν ἐν­το­λή τῆς ἀ­δι­α­λεί­πτου προ­σευ­χῆς.

Ἡ ὑ­πο­μο­νή γε­νι­κό­τε­ρα, ὡς ἐγ­καρ­τέ­ρη­ση στίς δο­κι­μα­σί­ες καί στίς θλί­ψεις πού μᾶς βρί­σκουν, ἀ­πο­δει­κνύ­ει καί τήν ἀ­γά­πη μας πρός τό Θε­ό. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ὁ πα­ρε­χό­με­νος ἀ­πό τό Θε­ό σταυ­ρός τῶν θλί­ψε­ων ἀ­πο­τε­λεῖ, κα­τά τόν μα­κα­ρι­στό γέ­ρον­τα, ἀ­πό­δει­ξη τῆς πολ­λῆς ἀ­γά­πης πρός ἐ­μᾶς. Ἡ μα­θη­τεί­α μας στό Χρι­στό περ­νᾶ μέ­σα ἀ­πό τόν προ­σω­πι­κό σταυ­ρό τῶν θλί­ψε­ών μας, ἐ­νῶ ἡ προ­αί­ρε­σή μας εἶ­ναι ἐ­κεί­νη, πού κα­τε­ξο­χήν προσ­δί­δει καί τήν ἀ­νά­λο­γη βι­ω­μα­τι­κή βα­ρύ­τη­τα στόν προ­σω­πι­κό μας σταυ­ρό. Με­γά­λος καί βα­ρύς σταυ­ρός, κα­τά τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ, ση­μαί­νει με­γά­λη πνευ­μα­τι­κή δό­ξα στόν οὐ­ρα­νό.

Κα­τά συ­νέ­πεια, εἶ­ναι προ­φα­νές, ὅ­τι οἱ θλί­ψεις καί οἱ δο­κι­μα­σί­ες εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μες, για­τί μέ­σῳ αὐ­τῶν προ­σεγ­γί­ζου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο τό Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἤ­δη βρί­σκε­ται καί ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται μέ­σα στόν πό­νο τῶν ποι­κί­λων θλί­ψε­ων. Γι’ αὐ­τό καί ἐμ­φα­τι­κά συ­νι­στοῦ­σε ὄ­χι τήν ἀ­παλ­λα­γή ἀ­πό τίς ἀ­σθέ­νει­ες καί τίς θλί­ψεις, ἀλ­λά τήν ὑ­πο­μο­νή σ’ αὐ­τές. Ὑ­πο­μο­νή συ­νι­στοῦ­σε καί κα­τά τήν ἐκ­δή­λω­ση τῶν πα­θῶν, εἴ­τε τῶν δι­κῶν μας, εἴ­τε τοῦ πλη­σί­ον μας. Ἀλ­λά τήν ὑ­πο­μο­νή τήν ἐ­πε­ξέ­τει­νε καί στόν ἑ­κού­σιο αὐ­το­πε­ρι­ο­ρι­σμό μας στά ἐν­τε­λῶς ἀ­πα­ραί­τη­τα, σύμ­φω­να μέ τή Βι­βλι­κή ἐ­πι­τα­γή.

Ἡ ἑ­κού­σια ὑ­πο­μο­νή δέν ἔ­χει κα­μί­α ἀ­πο­λύ­τως σχέ­ση μέ τό ψυ­χο­λο­γι­κό πλέγ­μα τῆς κα­κο­μοι­ριᾶς ἤ τοῦ μα­ζο­χι­σμοῦ. Καί τοῦ­το, για­τί, κα­τά τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ, τό ζη­τού­με­νο τῆς ὑ­πο­μο­νῆς εἶ­ναι τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καί ὄ­χι τό δι­κό μας, κά­ποι­ου ἄλ­λου ἤ τοῦ δι­α­βό­λου. Βέ­βαι­α, εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, πώς δέ γνω­ρί­ζου­με πάν­το­τε τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ γιά μᾶς. Ἕ­να ὅ­μως εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως βέ­βαι­ο, ἔ­λε­γε ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ, ὅ­τι τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ δέν εἶ­ναι πάν­το­τε εὐ­χά­ρι­στο γιά μᾶς. Με­ρι­κές φο­ρές μά­λι­στα εἶ­ναι καί πο­λύ πι­κρό, ὅ­πως ἦ­ταν ἄλ­λω­στε καί τό πο­τή­ρι τοῦ σταυ­ρι­κοῦ θα­νά­του τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ ἀ­πό­λυ­τος γνώ­στης τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι μό­νον ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός. Ἐ­μεῖς, πάν­τως, ὅ­ταν ἀ­πο­δε­χό­μα­στε τίς ἐ­περ­χό­με­νες θλί­ψεις καί δο­κι­μα­σί­ες ὡς τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ γιά μᾶς προ­σω­πι­κά, εἰ­ρη­νεύ­ου­με πνευ­μα­τι­κά καί ἀ­πε­λευ­θε­ρω­νό­μα­στε ἀ­πό τό πνεῦ­μα τῆς ἀ­νη­συ­χί­ας.

Τίς δο­κι­μα­σί­ες καί τίς θλί­ψεις ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ πα­ρη­γο­ρί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ὅ­πως καί κά­ποι­α ἄλ­λη δω­ρε­ά τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­ταν ὅ­μως ἡ δω­ρε­ά αὐ­τή δέν γί­νε­ται ἐμ­φα­νής, κα­τά τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ, ἀ­φο­ρᾶ στήν ἐ­ξά­λει­ψη κά­ποι­ας ἄ­γνω­στης ἁ­μαρ­τί­ας. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό, μπο­ροῦ­με νά δι­α­κρί­νου­με τήν βα­θύ­τα­τη τα­πει­νο­φρο­σύ­νη του, ἀ­φοῦ δέν δι­α­νο­εῖ­ται ὅ­τι μπο­ρεῖ καί αὐ­τός νά δο­κι­μά­ζε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό γιά τήν κρυ­φή ἀ­ρε­τή του, ὅ­πως ἄλ­λο­τε ὁ πο­λύ­α­θλος Ἰ­ώβ.

Ὡς ἐμ­φα­νῆ πνευ­μα­τι­κή δω­ρε­ά, πού ἀ­κο­λου­θεῖ τήν ἐν ὑ­πο­μο­νῇ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν θλί­ψε­ων, ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ κα­το­νο­μά­ζει τήν κα­τά­νυ­ξη καί τά δά­κρυ­α, καί σέ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις τήν θέ­α τῆς ἄ­κτι­στης θεί­ας δό­ξας. Πρίν ἀ­πό τή θέ­α προ­η­γεῖ­ται πάν­το­τε ἡ σκλη­ρή ὀ­δύ­νη τοῦ προ­σω­πι­κοῦ σταυ­ροῦ τῶν θλί­ψε­ων. Γι’ αὐ­τό καί χω­ρίς ἄλ­λη ἀ­σκη­τι­κή πρά­ξη, μό­νο διά τῆς ὑ­πο­μο­νῆς, ἔ­λε­γε, μπο­ρεῖ νά ἀ­ξι­ω­θεῖ κά­ποι­ος τι­μή ἀγ­γε­λι­κῆς τά­ξε­ως ἤ νά ἀ­ξι­ω­θεῖ νά μυ­ρο­βλή­σει.

Οἱ θλί­ψεις λοι­πόν εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στες ἀ­πό τή ζω­ή μας καί μᾶς συν­δέ­ουν ὀρ­γα­νι­κά μέ τή Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Κα­τά τήν εὔ­στο­χη πα­ρα­τή­ρη­σή του, ἄλλωστε, ὁ ἴ­διος ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ μᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νει, ὅ­τι «διά πολ­λῶν θλί­ψε­ων δεῖ ἡ­μᾶς εἰ­σελ­θεῖν εἰς τήν βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ» (Πράξ. 14,22). Οὐ­δείς εἰ­σῆλ­θε, ἔ­λε­γε, μέ ἄ­νε­ση στή Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Οἱ θλί­ψεις γεν­νοῦν τήν τα­πεί­νω­ση τοῦ φρο­νή­μα­τός μας, χω­ρίς τήν ὁ­ποί­α κα­νείς δέν χω­ρᾶ ἀ­πό τήν στε­νή πύ­λη τοῦ Πα­ρα­δεί­σου.

Μιά μέ­ρα ζή­τη­σα ἀ­πό τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ νά μοῦ πεῖ κά­τι, γιά τό τί εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καί πῶς ἀ­πο­κτᾶ­ται. Αὐ­τός, ὅ­μως, ἔ­μει­νε σκυ­φτός καί ἀ­μί­λη­τος, φαι­νό­ταν σάν νά μή μέ ἄ­κου­σε. Ὅ­ταν σέ λί­γο ἐ­πα­νῆλ­θα στό ἐ­ρώ­τη­μά μου, μοῦ εἶ­πε μέ πο­λύ σο­βα­ρή, ἀλ­λά καί ἔν­το­νη φω­νή: «Δέν μπο­ρῶ νά σοῦ μι­λή­σω γιά κά­τι, πού δέν ἔ­χω». Συγ­κλο­νί­στη­κα! Ἄν ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ δέν ἔ­χει τα­πεί­νω­ση, σκέ­φτη­κα, τό­τε τί εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ἡ τα­πεί­νω­ση; Μό­λις ὁ­λο­κλή­ρω­σα μέ­σα μου τή σκέ­ψη αὐ­τή, μοῦ εἶ­πε: «Ἡ τα­πεί­νω­ση εἶ­ναι ἡ στο­λή τῆς θε­ό­τη­τας, μέ τήν ὁ­ποί­α ντύ­θη­κε ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ καί ἦρ­θε ἀ­νά­με­σα στούς ἀν­θρώ­πους».

Σέ ἄλ­λη συ­ζή­τη­ση, πού εἶ­χα μα­ζί του, κα­τά­λα­βα ἔμ­με­σα, ὅ­τι τό αὐ­θεν­τι­κά τα­πει­νό ἦ­θος του ἦ­ταν ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς αὐ­το­γνω­σί­ας, πού προ­έ­κυ­πτε ἀ­πό τήν αὐ­το­ε­πί­σκε­ψη καί τήν Ἁγιοπνευματική αὐ­το­ε­ξέ­τα­σή του. Ἡ γνή­σια αὐ­τή αὐ­το­γνω­σί­α –πού συμ­πυ­κνώ­νον­ταν στή γνώ­ση τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας του- ἔ­δι­νε τή φυ­σι­κό­τη­τα τοῦ τα­πει­νοῦ φρο­νή­μα­τός του, τό ὁ­ποῖ­ο, σύμ­φω­να μέ τόν πνευ­μα­τι­κό νό­μο, ἥλ­κυ­ε τή θε­ο­ποι­ό Χά­ρη, ἡ ὁ­ποί­α τόν ἐμ­πλού­τι­ζε μέ ποι­κί­λα χα­ρί­σμα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὅ­σο τα­πει­νώ­νε­ται ὁ ἄν­θρω­πος, ἔ­λε­γε, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σεγ­γί­ζει τό Θε­ό. Καί ὅ­σο προ­σεγ­γί­ζει τό Θε­ό, βλέ­πει τόν ἑ­αυ­τό του ἁ­μαρ­τω­λό καί τούς ἄλ­λους κα­λούς, ἐ­νῶ ἀν­τί­θε­τα ὅ­σο ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πό τό Θε­ό, βλέ­πει τούς ἄλ­λους κα­τω­τέ­ρους του. Κα­τά συ­νέ­πεια, θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με, ὅ­τι ἡ ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πό τό Θε­ό καί ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια ἀ­πο­τε­λοῦν τίς δύ­ο ὄ­ψεις τοῦ ἴ­διου νο­μί­σμα­τος.

Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό σύμ­πτω­μα ὑ­πε­ρη­φά­νειας εἶ­ναι ἡ κα­τά­κρι­ση τοῦ πλη­σί­ον. Ἐ­ξαι­τί­ας τῆς κρυ­φῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειας, πού ἐ­νέ­χει ἡ κα­τά­κρι­ση, γί­νε­ται ση­μαν­τι­κό ἐμ­πό­διο στήν προ­σευ­χή. Οὐ­σι­α­στι­κά, κα­τα­στρέ­φει τή γέ­φυ­ρα τῆς κοι­νω­νί­ας μέ τό Θε­ό, για­τί μέ τό πνεῦ­μα τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειας, πού ἔ­χει, φυ­γα­δεύ­ει τή θεί­α Χά­ρη. Ἡ κο­ρύ­φω­ση τῆς κα­τα­κρί­σε­ως βρί­σκε­ται στήν κα­τά­κρι­ση τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ κα­θο­δη­γητοῦ μας, τοῦ γέ­ρον­τά μας. Αὐ­τή ἰ­σο­δυ­να­μεῖ, κα­τά τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ, μέ τήν κα­τά­κρι­ση τοῦ ἴ­διου τοῦ Θε­οῦ. Ἡ δι­όρ­θω­ση τοῦ πλη­σί­ον δέν γί­νε­ται μέ τήν κα­τά­κρι­σή του, ἀλ­λά μέ τή δι­όρ­θω­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας. 

Ἀ­κό­μη καί στά ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα σφάλ­μα­τα τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν τα­γῶν συ­νι­στοῦ­σε ὑ­πο­μο­νή καί προ­σευ­χή καί ὄ­χι τόν ἄ­με­σο χω­ρι­σμό καί τό σχῖ­σμα. Πο­νοῦ­σε πο­λύ γιά τήν ὑ­πό­θε­ση τῆς ἐν Χρι­στῷ ἑ­νώ­σε­ως, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ὅ­τι ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶ­ναι νά ἑ­νώ­νεις τόν ἄν­θρω­πο μέ τό Θε­ό. Τήν πνευ­μα­τι­κή αὐ­τή ἐ­λε­η­μο­σύ­νη τήν ὀ­φεί­λου­με ὅ­λοι στόν ἑ­αυ­τό μας, ἀλ­λά καί στόν πλη­σί­ον μας, γιά κα­θα­ρά ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κούς λό­γους. Ἄλ­λω­στε, αὐ­τό εἶ­ναι καί τό κα­τε­ξο­χήν αἴ­τη­μα τῆς Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς Προ­σευ­χῆς τοῦ Χρι­στοῦ καί ὁ σκο­πός πού ὑ­πάρ­χου­με: «ἵ­να πάν­τες ἕν ὦ­σιν». 

Ἀλ­λά ἡ πραγ­μά­τω­ση τοῦ αἰ­τή­μα­τος αὐ­τοῦ ἔ­χει ὡς θε­με­λι­ώ­δη προ­ϋ­πό­θε­ση τή με­το­χή τοῦ ἀν­θρώ­που στήν ἄ­κτι­στη θεί­α δό­ξα, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως πα­ρέ­χε­ται μό­νο διά τοῦ Χρι­στοῦ καί ἐν Χρι­στῷ, δη­λα­δή μό­νο διά τοῦ θε­αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τός Του, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του, ὅ­πως μᾶς τό δι­α­βε­βαί­ω­σε στήν Ἀρχιερατική Προ­σευ­χή Του ὁ ἴ­διος ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ. Με­τέ­χον­τας στήν ἄ­κτι­στη αὐ­τή δό­ξα –μέ τή μορ­φή τοῦ ἀρ­ρα­βῶνα- ἀ­πό τήν πα­ροῦ­σα ζω­ή, ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ ἔ­λα­βε τά ἀ­σφα­λῆ ἐ­χέγ­γυ­α γιά τήν προσ­δο­κου­μέ­νη ἀ­νά­παυ­ση καί με­το­χή του στή Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ὅ­που βρί­σκε­ται κα­τε­ξο­χήν καί ὁ Πα­τέ­ρας τοῦ Ὄ­γδο­ου καί ἄ­λη­κτου μέλ­λον­τα αἰ­ῶ­να. Νά ἔ­χου­με τήν εὐ­χή καί τίς πρεσβεῖες του!