Τρίτη 2 Μαρτίου 2021

Οἱ προϋποθέσεις ἐνεργοποιήσεως καί διατηρήσεως τῆς Θείας Χάριτος ἐντός μας, κατά τόν Ἅγιο Γέροντα Ἐφραίμ Κατουνακιώτη (B΄ μέρος)

 

Δημητρίου Ἰ. Τσε­λεγ­γί­δη

Καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης

«ΟΣΑ ΕΙΔΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΑΣ»

Ὑ­πό­τι­τλος:

«Οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σε­ως καί δι­α­τη­ρή­σε­ως τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος ἐν­τός μας, κα­τά τόν Ἅγιο Γέ­ρον­τα Ἐ­φραίμ Κα­του­να­κι­ώ­τη»

(6/12/1912-27/2/1998)

Β΄ Μέρος

 Στό ἐ­ρώ­τη­μά μας, πῶς ἀρ­χί­ζει πρα­κτι­κῶς νά ἐ­νερ­γεῖ σ’ ἐ­μᾶς ἡ Θεί­α Χά­ρη αἰ­σθη­τά, ὁ ἅγιος Ἐφραίμ μᾶς πα­ρέ­πεμ­πε στά λό­για τοῦ Χρι­στοῦ καί στήν ἐμ­πει­ρί­α τῶν ἁ­γί­ων. Τό πνεῦ­μα τῶν λε­γο­μέ­νων του ἑ­στί­α­ζε καί στήν προ­σω­πι­κή του πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α.

 Ὅ­ταν δη­λα­δή ὁ πι­στός ἀρ­χί­ζει νά κα­θαί­ρε­ται ἀ­πό τήν ἀ­κα­θαρ­σί­α τῶν πα­θῶν, μέ τήν ἐν ἐ­πι­γνώ­σει με­το­χή στά θε­ουρ­γά Μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, σέ συν­δυα­σμό μέ τή συν­το­νι­σμέ­νη ἀ­σκη­τι­κή καί ἀ­γα­πη­τι­κή τή­ρη­ση τῶν θεί­ων ἐν­το­λῶν, ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἐ­νερ­γο­ποι­εῖ­ται ἡ Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Χρί­σμα­τός μας, ἀ­πό τήν πη­γή τοῦ ζῶν­τος καί ἀ­κτί­στου ὕ­δα­τος, ὡς ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση τῆς ἀ­ξι­ο­πι­στί­ας τοῦ Δο­τῆ­ρα της, Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τός, ὡς ἡ Ὑ­πο­στα­τι­κή Ἀ­λή­θεια, μᾶς δι­α­βε­βαί­ω­σε, ὅ­τι «ἐ­άν ἀ­γα­πᾶ­τε με, τάς ἐν­το­λάς τάς ἐ­μάς τη­ρή­σε­τε, κἀ­γώ ἐ­ρω­τή­σω τόν Πα­τέ­ρα καί ἄλ­λον Πα­ρά­κλη­τον δώ­σει ὑ­μῖν, ἵ­να ᾖ με­θ’ ὑ­μῶν εἰς τόν αἰ­ῶ­να, τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, ὅ ὁ κό­σμος οὐ δύ­να­ται λα­βεῖν, ὅ­τι οὐ θε­ω­ρεῖ αὐ­τό οὐ­δέ γι­νώ­σκει ὑ­μεῖς γι­νώ­σκε­τε αὐ­τό, ὅ­τι πα­ρ’ ὑ­μῖν καί ἐν ὑ­μῖν ἔ­σται…ἐ­κεῖ­νος ὑ­μᾶς δι­δά­ξει πάν­τα καί ὑ­πο­μνή­σει ὑ­μᾶς πάν­τα, ἅ εἶ­πον ὑ­μῖν ἐ­γώ» (Ἰ­ω. 14,15-17 καί 26).

Ὅ­ταν ἡ Θεί­α Χά­ρη ἐ­νερ­γο­ποι­η­θεῖ καί χρο­νί­σει αὐ­τή ἡ ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση ἐν­τός μας, γί­νει δη­λα­δή ἕ­ξη, ὅ­πως στόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ, αἴ­ρον­ται ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι οἱ κτι­στοί πε­ρι­ο­ρι­σμοί τοῦ χώ­ρου καί τοῦ χρό­νου καί θε­ῶν­ται εὐ­κρι­νῶς, ὅ­σα ὁ Θε­ός ἀ­πο­κα­λύ­πτει. Ἔ­τσι λ.χ. ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ «ἔ­βλε­πε» τούς λό­γους τῶν ὄν­των καί «ἄ­κου­γε» μέ τά γυ­μνα­σμέ­να αἰ­σθη­τή­ριά του τήν ἄ­φω­νη δο­ξο­λο­γί­α τῆς ἄ­λο­γης καί τῆς ἀ­νόρ­γα­νης ἀ­κό­μη φύ­σε­ως. Στή λο­γι­κή ἀ­πο­ρί­α μου, πῶς γί­νε­ται ἡ μή λο­γι­κή καί ἀ­νόρ­γα­νη ὕ­λη νά δο­ξο­λο­γεῖ τό Θε­ό, μοῦ ἀ­πήν­τη­σε ὅ­τι τό «βλέ­πει», ἄν καί ὄ­χι πο­λύ εὐ­κρι­νῶς, ὅ­πως ἄλ­λοι, τούς ὁ­ποί­ους γνω­ρί­ζει, ὅ­μως ἀ­δυ­να­τεῖ λε­κτι­κά νά μοῦ τό ἐκ­φρά­σει, ἐ­πει­δή δέν βρί­σκει οὔ­τε λέ­ξεις οὔ­τε κά­ποι­α λο­γι­κή ἀν­τι­στοι­χί­α ἀ­πό τήν ἐμ­πει­ρί­α τῶν κτι­στῶν. Ἀρ­γό­τε­ρα κα­τά­λα­βα, ὅ­τι μι­λοῦ­σε γιά τήν ἀν­τί­στοι­χη πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τοῦ Ψαλ­μω­δοῦ Δα­βίδ, ὁ ὁ­ποῖ­ος λέ­γει: «Οἱ οὐ­ρα­νοί δι­η­γοῦν­ται δό­ξαν Θε­οῦ, ποί­η­σιν δέ χει­ρῶν αὐ­τοῦ ἀ­ναγ­γέλ­λει τό στε­ρέ­ω­μα…οὐκ εἰ­σί λα­λιαί οὐ­δέ λό­γοι, ὧν οὐ­χί ἀ­κού­ον­ται αἱ φω­ναί αὐ­τῶν εἰς πᾶ­σαν τήν γῆν ἐ­ξῆλ­θεν ὁ φθόγ­γος αὐ­τῶν καί εἰς τά πέ­ρα­τα τῆς οἰ­κου­μέ­νης τά ρή­μα­τα αὐ­τῶν» (Ψαλμ. 18,1 καί 4-5). Ἀλ­λά μι­λοῦ­σε ἀ­κό­μη γιά τήν «ἀ­ό­ρα­τη» θέ­α τῶν ἀ­κτί­στων ἐ­νερ­γει­ῶν τοῦ Θε­οῦ μέ­σα στήν κτι­στή δη­μι­ουρ­γί­α, γιά τήν ὁ­ποί­α μι­λᾶ σα­φῶς καί ὁ θε­ό­πτης Ἀ­πό­στο­λος καί ἐ­πί­λε­κτο σκεῦ­ος τοῦ Θε­οῦ, ὁ οὐ­ρα­νο­βά­μων Παῦ­λος, στήν πρός Ρω­μαί­ους Ἐ­πι­στο­λή του, ὅ­που λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «τά γάρ ἀ­ό­ρα­τα αὐ­τοῦ (ἐνν. τοῦ Θε­οῦ) ἀ­πό κτί­σε­ως κό­σμου τοῖς ποι­ή­μα­σι νο­ού­με­να κα­θο­ρᾶ­ται, ἥ τε ἀ­ΐ­διος αὐ­τοῦ δύ­να­μις καί θει­ό­της, εἰς τό εἶ­ναι αὐ­τούς ἀ­να­πο­λο­γή­τους» (Ρωμ. 1,20). Δη­λα­δή, πα­ρό­τι εἶ­ναι ἀ­ό­ρα­τες καί ἡ αἰ­ώ­νια δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ καί ἡ θε­ϊ­κή ἰ­δι­ό­τη­τά του, μπο­ροῦν νά τίς δοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι μέ­σα στή δη­μι­ουρ­γί­α, ἀ­πό τό­τε πού ἔ­γι­νε ὁ κό­σμος. Γι’ αὐ­τό καί δέν ἔ­χουν κα­μί­α δι­α­και­ο­λο­γί­α γιά τήν ἀ­πι­στί­α τους. Μέ τόν ἴ­διο πνευ­μα­τι­κό τρό­πο ἔ­βλε­πε «ἀ­ο­ρά­τως» πρό­σω­πα, το­πι­κῶς καί χρο­νι­κῶς πο­λύ ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­να ἀ­πό τή δι­κή του ἱ­στο­ρι­κή πα­ρου­σί­α, δί­κην τρισ­δι­ά­στα­της πνευ­μα­τι­κῆς τη­λε­ο­ρά­σε­ως, μέ τή δι­α­φο­ρά ἔ­ναν­τι τῆς τη­λε­ο­ρά­σε­ως, ὅ­τι καί ὁ ἴ­διος βρι­σκό­ταν ζωντανά παρών ὁ­ρι­σμέ­νες φο­ρές ἐν Πνεύ­μα­τι καί βί­ω­νε τήν ὅ­λη κα­τά­στα­ση πού ἔ­βλε­πε.

Ἀ­κό­μη «ἀ­κτι­νο­γρα­φοῦ­σε» πνευ­μα­τι­κῶς πρό­σω­πα ἤ κα­τα­στά­σεις καί «ἔ­βλε­πε» δι­ο­ρα­τι­κῶς τίς σκέ­ψεις τους ἤ τήν μελ­λον­τι­κή ἔκ­βα­ση συγ­κε­κρι­μέ­νων κα­τα­στά­σε­ων. Ἔ­τσι, τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές πού τόν ἐ­πι­σκε­πτό­μουν, χω­ρίς κἄν νά ρω­τή­σω κά­τι, μοῦ ἀ­παν­τοῦ­σε στίς ἐ­ρω­τή­σεις, πού ἤ­θε­λα νά τοῦ θέ­σω μέ ἀ­πό­λυ­τη πλη­ρό­τη­τα, ἀ­κο­λου­θών­τας μά­λι­στα τήν ἴ­δια ἀ­ξι­ο­λο­γι­κή δι­α­βάθ­μι­ση καί τήν προ­τε­ραι­ό­τη­τα, μέ τήν ὁ­ποί­α θά τά ἔ­θε­τα. Καί τό ἐκ­πλη­κτι­κό­τε­ρο γιά μέ­να ἦ­ταν, ὅ­τι χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τό πο­λύ προ­σω­πι­κό λε­ξι­λό­γιο, μέ τό ὁ­ποῖ­ο σκό­πευ­α νά τίς θέ­σω, ἤ μοῦ πα­ρου­σί­α­ζε σα­φῶς ὅ­λο τόν συ­να­φῆ μέ τίς ἐ­ρω­τή­σεις προ­βλη­μα­τι­σμό μου.

Μέ τά εὐ­αί­σθη­τα πνευ­μα­τι­κά αἰ­σθη­τή­ριά του, ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν τό συγ­κε­κρι­μέ­νο πνεῦ­μα, πού δι­α­κα­τεῖ­χε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά καί τά πνευ­μα­τι­κά μέ­τρα του, εἴ­τε κα­τά τήν ἄ­με­ση πα­ρου­σί­α του εἴ­τε κα­τά τή διά­ρκεια τῆς ἐμ­πύ­ρου προ­σευ­χῆς του. Ἀλ­λά μέ τήν  πνευ­μα­τι­κή, «ἀ­ξο­νι­κή το­μο­γρα­φί­α» του ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν ἀ­λα­θή­τως ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ τό συγ­κε­κρι­μέ­νο πνεῦ­μα, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο ἐμ­φο­ρεῖ­το καί ἕ­να σπί­τι πού ἐ­πι­σκε­πτό­ταν, ἀλ­λά καί τό πνεῦ­μα εὐ­ρυ­τέ­ρων ὑ­παρ­ξια­κῶν χώ­ρων, χω­ρίς γε­ω­γρα­φι­κά ὅ­ρια. Μά­λι­στα, μοῦ ἔ­λε­γε, ὅ­τι μέ τήν πνευ­μα­τι­κή ὄ­σφρη­σή του λά­βαι­νε πεῖ­ρα καί τοῦ βαθ­μοῦ εὐ­ω­δί­ας ἤ δυ­σω­δί­ας τοῦ ἀν­τι­στοί­χου πνεύ­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ο προσ­δι­ό­ρι­ζε τήν πνευ­μα­τι­κή ποι­ό­τη­τα συγ­κε­κρι­μέ­νων προ­σώ­πων ἤ καί παγ­κο­σμί­ων κα­τα­στά­σε­ων. Καί ἐ­γώ προ­σω­πι­κῶς ἔ­λα­βα ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως πεῖ­ρα αὐ­τῆς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς αἰ­σθή­σε­ως τοῦ Ἁγίου Ἐ­φραίμ.

Ἄν ἡ ἔ­λευ­ση τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος γί­νε­ται διά τῆς τα­πει­νώ­σε­ως τοῦ φρο­νή­μα­τός μας, σύμ­φω­να μέ τή Βι­βλι­κή μαρ­τυ­ρί­α, ὅ­τι ὁ Θε­ός «τα­πει­νοῖς δί­δω­σι χά­ριν», τό­τε ὁ πο­λύ πρα­κτι­κός καί ἄ­με­σα ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κός τρό­πος γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση καί δι­α­τή­ρη­ση αὐ­τῆς τῆς ἀ­ρε­τῆς, κα­τά τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ καί τή σύ­νο­λη Ἡ­συ­χα­στι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι ἡ ἄ­σκη­ση τῆς ὑ­πα­κο­ῆς στό Χρι­στό, μέ τήν ἀ­πα­ρέγ­κλι­τη τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν Του. Ἐ­δῶ, ὁ ἔμ­πει­ρος πνευ­μα­τι­κός ὁ­δη­γός ἀ­πο­τε­λεῖ τό πνευ­μα­τι­κό «κλει­δί». Ἔ­τσι, ἡ ὑ­πα­κο­ή γί­νε­ται ἡ ὁ­ρα­τή, ἁ­πτή καί πο­λύ συγ­κε­κρι­μέ­νη προ­ϋ­πό­θε­ση ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σε­ως καί δι­α­τη­ρή­σε­ως ἐ­νερ­γοῦ τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος ἐν­τός μας.

Ἦ­ταν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά προ­κλη­τι­κή καί ἐ­ξαι­ρε­τι­κά συ­χνή ἡ δι­α­τύ­πω­σή του: «Πρῶ­τα ἀ­π’ ὅ­λα στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, εἶ­ναι ἡ ὑ­πα­κο­ή». Αὐ­τή ἡ το­πο­θέ­τη­σή του ἔ­γι­νε καί ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κή του. Ἔ­τσι, πού στίς συ­νει­δή­σεις μας, ἡ ἀ­να­φο­ρά τοῦ ὀ­νό­μα­τός του συ­νο­δεύ­ε­ται κα­τε­ξο­χήν μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς ὑ­πα­κο­ῆς. Ἦ­ταν τό Α καί τό Ω τῆς πρα­κτι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας του. Ὅ­λα τά πνευ­μα­τι­κά τά συ­νέ­δε­ε ἐ­πι­τυ­χῶς στό λό­γο του μέ τήν ὑ­πα­κο­ή. Ἡ ὑ­πα­κο­ή, ἔ­λε­γε, ἀν­τί­κει­ται στήν ἄρρωστη φι­λαυ­τί­α μας, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­φρά­ζε­ται κυ­ρί­ως στό ἴ­διο θέ­λη­μα τοῦ λο­γι­σμοῦ μας. Κα­ταρ­χήν, συ­νι­στοῦ­σε τήν ἀ­δι­ά­κρι­τη ὑ­πα­κο­ή στόν πνευ­μα­τι­κό ὁ­δη­γό, καί ἀ­π’ αὐ­τήν στή συ­νέ­χεια, ἔ­λε­γε, κα­τα­λή­γου­με στή δι­α­κρι­τι­κή ὑ­πα­κο­ή. Ὑ­πα­κο­ή καί δι­και­ο­λο­γί­α, τά θε­ω­ροῦ­σε ὡς ἀν­τι­φα­τι­κές ἔν­νοι­ες. Ἡ δι­και­ο­λο­γί­α, ἔ­λε­γε εὔ­στο­χα, δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ. Δέν ἀ­πο­τε­λεῖ τρό­πο θε­ρα­πεί­ας τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειας τῆς ἀ­νυ­πα­κο­ῆς. Γι’ αὐ­τό καί δέν μπο­ρεῖς νά πα­ρα­μέ­νεις γνή­σια τα­πει­νός μέ τή δι­και­ο­λο­γί­α. Ἄλ­λω­στε, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με, τό ἀ­θέ­μι­το αὐ­τό ζεῦ­γος, τῆς πα­ρα­κο­ῆς καί τῆς δι­και­ο­λο­γί­ας, ἐ­ξέ­φρα­σαν καί αἰ­σθη­το­ποί­η­σαν στήν πρά­ξη τήν κρυ­φή ὑ­πε­ρη­φά­νεια τοῦ προ­γο­νι­κοῦ μας ζεύ­γους καί τό ὁ­δή­γη­σαν στήν ἔ­ξο­δο τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ ὑ­πα­κο­ή ἀ­πο­τε­λεῖ τό ἀν­τί­δο­το τῆς πα­ρα­κο­ῆς καί τῆς δι­και­ο­λο­γί­ας καί τόν πρα­κτι­κό τρό­πο δι­α­σφα­λί­σε­ως τῆς πα­ρα­μο­νῆς μας στήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, ἡ ὁ­ποί­α ὡς μα­γνή­της ἑλ­κύ­ει τή Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καί τήν συν­τη­ρεῖ ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νη.

Ἡ ὑ­πα­κο­ή ἔ­χει ὀν­το­λο­γι­κές συ­νέ­πει­ες στήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, οἱ ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι ἀν­τι­στρό­φως ἀ­νά­λο­γες μέ ἐ­κεῖ­νες τῆς πα­ρα­κο­ῆς. Ἔ­τσι, ἐ­νῶ ἡ πα­ρα­κο­ή στό θεῖ­ο θέ­λη­μα ὁ­δή­γη­σε στήν ἀρ­ρώ­στια καί στή δι­α­στρο­φή τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ἡ ὑ­πα­κο­ή, ἔ­λε­γε ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ, ὁ­δή­γη­σε καί ὁ­δη­γεῖ στή θε­ρα­πεί­α, ἀλ­λά καί στή δι­α­τή­ρη­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­γεί­ας τῆς ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως. Σέ ὅ­ποι­ο βαθ­μό κι ἄν βρί­σκε­ται ἡ πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, αὐ­τή ἀ­κυ­ρώ­νε­ται καί χά­νε­ται, κα­τά τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ, μέ τήν πα­ρα­κο­ή. Μά­λι­στα, αὐ­τή ἡ πνευ­μα­τι­κή ζη­μί­α μᾶς χρε­ώ­νε­ται, ὄ­χι μό­νον ὅ­ταν ἡ πα­ρα­κο­ή γί­νε­ται στό ὁ­ρα­τό ἐ­πί­πε­δο τῆς πρά­ξε­ως, ἀλ­λά καί ὅ­ταν γί­νε­ται στό ἀ­ό­ρα­το ἐ­πί­πε­δο τοῦ λο­γι­σμοῦ. Ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νου­με δη­λα­δή τήν πνευ­μα­τι­κή κλί­μα­κα, ἀν­τί­στοι­χα μέ τό πνευ­μα­τι­κό ποι­όν τοῦ λο­γι­σμοῦ μας, πού προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν ὑ­πα­κο­ή ἤ ἀ­νυ­πα­κο­ή στόν πνευ­μα­τι­κό ὁ­δη­γό μας καί κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση στόν ἴ­διο τό Θε­ό. Για­τί τό ζη­τού­με­νο στήν ὑ­πα­κο­ή εἶ­ναι ἡ συμ­μόρ­φω­σή μας πρός τό θεῖ­ο θέ­λη­μα καί ὁ τε­λι­κός ἀ­πο­δέ­κτης τῆς ὑ­πα­κο­ῆς μας εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Τρι­α­δι­κός Θε­ός.

Ἡ ὑ­πα­κο­ή εἶ­ναι σέ μᾶς θε­ο­πα­ρά­δο­τη, ὄ­χι μό­νο στό πλαί­σιο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, ἀλ­λά καί στό πλαί­σιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μᾶς τήν πα­ρέ­δω­σε ἐμ­πρά­κτως ὁ Χρι­στός. Ἄλ­λω­στε, αὐ­τή ἡ ὑ­πα­κο­ή ἔ­κα­νε καί τό Θε­ό ἄν­θρω­πο, ὅ­πως ἔ­λε­γε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, γιά νά κά­νει τόν ἄν­θρω­πο κα­τά Χά­ρη Θε­ό. Μά­λι­στα, τήν ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς ὑ­πα­κο­ῆς τήν ἀ­νή­γα­γε καί στόν ἴ­διο τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί εἰ­δι­κό­τε­ρα στήν ἁ­γι­ο­τρι­α­δι­κή ζω­ή. Ὁ Χρι­στός, ἔ­λε­γε ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ, συ­νε­χῶς ἀ­να­φέ­ρον­ταν στό γε­γο­νός, ὅ­τι δέν ἦρ­θε ἀ­πό μό­νος του στόν κό­σμο, ἀλ­λά ὅ­τι στάλ­θη­κε ἀ­πό τό Θε­ό Πα­τέ­ρα. Ἔ­λε­γε ὅ­σα τοῦ εἶ­πε ὁ Πα­τέ­ρας Του, καί ἔ­κα­νε ὑ­πα­κο­ή στό θέ­λη­μά Του, μέ­χρι ἐ­πο­νει­δί­στου σταυ­ρι­κοῦ θα­νά­του. Ἀλ­λά καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, πού ὁ Χρι­στός μᾶς ὑ­πο­σχέ­θη­κε, δέ θά ἐρ­χό­ταν πα­ρά μό­νον ὡς ἀ­πο­στελ­λό­με­νο ἀ­πό τόν Ἴ­διον καί δέν θά μι­λοῦ­σε αὐ­τε­παγ­γέλ­τως, ἀλ­λά μό­νον γιά ὅ­σα θά ἄ­κου­γε. Ἔ­τσι καί ἡ δι­κή μας ὑ­πα­κο­ή στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται κα­τά μί­μη­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ βα­θύ­τε­ρος θε­ο­λο­γι­κός καί πνευ­μα­τι­κός λό­γος, πού ἡ ὑ­πα­κο­ή δέν ὁ­δη­γεῖ πο­τέ στό κα­κό.

Ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ το­πο­θε­τεῖ τό γέ­ρον­τα στή θέ­ση τοῦ Θε­οῦ, κα­τά τήν δι­α­δι­κα­σί­α τῆς πνευ­μα­τι­κῆς κα­θο­δη­γή­σε­ως τοῦ ὑ­πο­τα­κτι­κοῦ. Γι’ αὐ­τό καί ὀ­νο­μά­ζει τό γέ­ρον­τα, «στό­μα τοῦ Θε­οῦ». Ἐ­κεῖ­νος πού πρῶ­τος γνω­ρί­ζει πο­λύ κα­λά τήν πνευ­μα­τι­κή δύ­να­μη τοῦ γέ­ρον­τα εἶ­ναι ὁ δι­ά­βο­λος. Καί τό γνω­ρί­ζει αὐ­τό πρα­κτι­κῶς, ἀ­φοῦ βλέ­πει, ὅ­τι διά τοῦ γέ­ρον­τος ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­νε­ται κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἡ δύ­να­μή του. Μά­λι­στα, ἡ πρό­ο­δος στή με­το­χή τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος, κα­τά τήν πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τοῦ Ἁγίου Ἐ­φραίμ, εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γη μέ τήν πρό­ο­δο, πού ση­μει­ώ­νει ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός στήν εὐ­λά­βεια πρός τόν γέ­ρον­τά του. Γι’ αὐ­τό καί πρό­τει­νε τολ­μη­ρά: «ἡ ἀ­γά­πη πρός τόν γέ­ρον­τα νά εἶ­ναι ἀν­τί­στοι­χη τῆς ἀ­γά­πης μας πρός τό Θε­ό». Ὁ ἴ­διος, ἄλ­λω­στε, ἔ­βλε­πε τά πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα νά τοῦ πα­ρέ­χον­ται ἀ­πό τό Θε­ό, ἀ­νά­λο­γα πρός τήν εὐ­λά­βεια, πού καλ­λι­ερ­γοῦ­σε πρός τό γέ­ρον­τά του. Ἔ­τσι, μέ τήν ὑ­πα­κο­ή του –σέ συν­δυα­σμό μέ τήν ὑ­πο­μο­νή καί τήν προ­σευ­χή- λάμ­βα­νε πνευ­μα­τι­κή κα­τά­νυ­ξη καί δά­κρυ­α, ἐ­σω­τε­ρι­κή εἰ­ρή­νη καί πνευ­μα­τι­κή κά­λυ­ψη ἀ­πό ἀ­λε­ξί­κα­κη πνευ­μα­τι­κή ὀμ­βρέ­λα. Ὑ­πο­στή­ρι­ζε, ὅ­τι ὁ Πα­ρά­δει­σος δι­α­σφα­λί­ζε­ται σέ μᾶς μέ τήν ὑ­πα­κο­ή, για­τί ἡ ὑ­πα­κο­ή, ὡς ἄ­σκη­ση βί­ας στόν ἑ­αυ­τό μας, δι­ευ­κο­λύ­νει τήν «ἁρ­πα­γή τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ». Τέ­λος, θε­ω­ροῦ­σε τήν ὑ­πα­κο­ή ἀ­ξι­ο­λο­γι­κά ὄ­χι μό­νον ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­πό τήν προ­σευ­χή, ἀλ­λά καί ὡς προ­ϋ­πό­θε­σή της, πρᾶγ­μα πού βε­βαί­ω­νε μέ πολ­λά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πό τήν προ­σω­πι­κή πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α του. Ἀ­κό­μη καί με­τά τήν ἐκ­δη­μί­α τοῦ γέ­ρον­τά του Ἰ­ω­σήφ, ἦ­ταν τό­σο ζων­τα­νή καί στε­νή ἡ σχέ­ση μα­ζί του, πού τόν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν, ὅ­πως μοῦ εἶ­πε, κά­θε ἑ­βδο­μά­δα ἤ δε­κα­πεν­θή­με­ρο καί συ­ζη­τοῦ­σαν γιά πνευ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, στά ὁ­ποῖ­α καί ταυ­τί­ζον­ται. Εὔ­λο­γα, γι’ αὐ­τό τόν ὀ­νό­μα­σαν «τα­φό­πε­τρα» τοῦ γέ­ρον­τά του.