Α΄. Το πρώτο στον χριστιανισμό είναι η πίστη.
Είναι η πηγή και το
κέντρο όλης της εν Χριστώ ζωής. Είναι ο πρώτος και απαραίτητος όρος που
θέτει ο Θεός για να τον πλησιάσει ο άνθρωπος. Λέγει ο απόστολος Παύλος
σχετικά με το θέμα μας· «Χωρίς δε πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι·
πιστεύσαι γαρ δει τον προσερχόμενον τω Θεώ ότι εστί και τοις εκζητούσιν
αυτόν μισθαποδότης γίνεται»1.
Γι’ αυτό η πίστη υπήρξε προπτωτική και μεταπτωτική αναγκαιότητα. Το
πρώτο και βασικό, που ζήτησε ο Θεός από τους πρωτοπλάστους, ήταν να
πιστέψουν στον λόγο του, ότι εάν φάνε από το ξύλο «του γιγνώσκειν καλόν
και πονηρόν»2 τότε θα αποθάνουν. Οι πρωτόπλαστοι μέχρι τότε δεν γνώριζαν
το φαινόμενο του θανάτου. Ο θάνατος γι’ αυτούς ήταν μια άγνωστη
πραγματικότητα. Ο Θεός λοιπό τους καλούσε με την εντολή που τους έδωσε,
αφ’ ενός μεν να δείξουν εμπιστοσύνη και αφοσίωση σ’ εκείνον, να
θεωρήσουν αξιόπιστο το λόγο του και να υπακούσουν, αφ’ ετέρου δε τους
καλούσε να θεωρήσουν πραγματικό το «μη βλεπόμενο», τότε φαινόμενο του
θανάτου.
Μετά την αποτυχία των πρωτοπλάστων να πιστέψουν, ο Θεός επεκτείνει την
απαίτησή του για πίστη στους απογόνους του Αδάμ· Στον Νώε, τον Αβραάμ,
στον Ισαάκ, στον Ιακώβ, στον λαό του Ισραήλ που προήλθε απ’ αυτούς.
Β΄. Πίστη στο μυστήριο της Αγίας Τριάδος και στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού.
Μετά την έλευση του
Χριστού, ο Θεός καλεί όλη την ανθρωπότητα να πιστέψει, πιο συγκεκριμένα,
στο μυστήριο της αγίας Τριάδος και στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού.
Διότι αυτό είναι το κεντρικό σημείο της πίστεώς μας, ότι ο Θεός είναι
τριαδικός και ότι το δεύτερο πρόσωπο της αγίας Τριάδος ενανθρώπησε. Μετά
την ενανθρώπηση του Χριστού και την αποκάλυψη της τριαδικότητας του
Θεού, στην Κ. Διαθήκη, δεν μπορούμε απλώς να πιστεύουμε στην ύπαρξη ενός
Θεού και την θεία πρόνοιά του. Δεν μπορούμε να λέμε ότι ο χριστιανισμός
έχει κοινά σημεία με τις μονοθεϊστικές θρησκείες και μπορεί να
διαλέγεται μ’ αυτές. Τεράστιο χάσμα υπάρχει, αφού δεν πιστεύουν στην
Αγία Τριάδα και στην ενσάρκωση του Χριστού. Πρέπει, λοιπόν, να
προχωρήσουμε στην συγκεκριμένη πίστη του αγίου Τριαδικού Θεού και στην
πίστη της ενσάρκωσης του Υιού του Θεού.
Το δεύτερο είναι πολύ βασικό· δεν είναι μικρής και ασήμαντης σημασίας.
Δεν μπορώ να πω απλώς ότι πιστεύω στον Τριαδικό Θεό· πρέπει να πω ότι
το δεύτερο πρόσωπο της αγίας Τριάδος «σαρξ εγένετο». Όταν ο ευνούχος της
Κανδάκης ρώτησε τον διάκονο Φίλιππο εάν τον εμποδίζει κάτι να
βαπτισθεί, ο Φίλιππος απάντησε· «Ει πιστεύεις εξ όλης της καρδίας,
έξεστιν». Αποκρίθηκε τότε ο ευνούχος· «Πιστεύω τον υιόν του Θεού είναι
τον Ιησούν Χριστόν»3. Επίσης ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει στο Ευαγγέλιό
του· «Ταύτα δε γέγραπται ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς εστίν ο Χριστός ο
υιός του Θεού και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματί αυτού»4.
Επίσης ο ίδιος ευαγγελιστής στην Α΄ Επιστολή του γράφει· «Παν πνεύμα ό
ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστί· και πάν
πνεύμα ό μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού
ουκ εστί· και τούτο εστί του αντιχρίστου…»5.
Γ΄. Όχι φιλοσοφική θεωρία ή ιδεολογία αλλά κήρυγμα γεγονότων.
Η χριστιανική πίστη δεν
στηρίζεται πάνω σε φιλοσοφικές θεωρίες ή υποκειμενικές ιδεολογίες ή
φτιαχτά ανθρώπινα σχήματα και επινοήσεις, αλλά σε γεγονότα. Γεγονότα τα
οποία είδαν μάρτυρες που μαρτύρησαν γι’ αυτά. Ο απόστολος Πέτρος, στην
Β΄ Επιστολή του, αναφερόμενος στο γεγονός της μεταμορφώσεως του Χριστού,
του οποίου υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, λέγει τα εξής. «Ου γαρ
σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ’ επόπται γεννηθέντες της
εκείνου μεγαλειότητος»6. Δηλαδή· Δεν σας είπαμε φτιαχτά παραμύθια, έστω
ωραία και σοφά, σαν τους μύθους του Αισώπου ή σαν το μύθο του κόσμου των
ιδεών του Πλάτωνος ή σαν τους μύθους που έχουν τόσα φιλοσοφικά ή
θρησκευτικά συστήματα. Τα συστήματα αυτά στηρίζονται πάνω στους μύθους
για να θεμελιώσουν τις ανάλογες θεωρίες ή τις ανάλογες θρησκείες· και
θεωρούν τους μύθους αυτούς θέσφατα, δόγματα, αξιώματα αναπόδεικτα· και
καλούν τους οπαδούς τους να τα αποδεχθούν, εκ των προτέρων, άνευ ερεύνης
και εξετάσεως. Άρα και αυτά ζητούν πίστη. Μια πίστη όμως που δεν
βασίζεται πουθενά και δεν έχει κανένα έρεισμα. Δεν επινοήσαμε λοιπόν,
λέγει ο Πέτρος, φτιαχτές ιστορίες -όπως κάνουν άλλοι- για να εκφράσουμε
την διδασκαλία μας, αλλά στηριχθήκαμε σε γεγονότα τα οποία γνωρίζουμε
από προσωπική εμπειρία.
Και εμείς οι πιστοί, στηριζόμαστε στην προσωπική εμπειρία των
αποστόλων. Στη μαρτυρία ανθρώπων, που μαρτύρησαν για την εμπειρία τους.
Συνεπώς η χριστιανική πίστη δεν είναι ένα «πίστευε και μη ερεύνα». Όλα
τ’ άλλα είναι «πίστευε και μη ερεύνα», ο χριστιανισμός όχι. Η πίστη δεν
ζητείται για να μη ερευνήσει, αλλά γιατί το μυαλό μας δεν χωρά τα υψηλά
δόγματα που απορρέουν από τα γεγονότα. Γι’ αυτό ζητείται πίστη· να
δεχθείς αυτά που δεν μπορείς να καταλάβεις. Π.χ. η αγία Γραφή μας λέγει,
ότι ο Χριστός είναι άνθρωπος, γιατί γεννήθηκε, μεγάλωσε όπως όλα τα
παιδιά, κουραζόταν, έτρωγε, κοιμόταν. Πονούσε, στο τέλος σταυρώθηκε και
πέθανε· επίσης ο Χριστός είναι και Θεός, γιατί γεννήθηκε κατά υπερφυσικό
τρόπο, έκανε σημεία, τέρατα και δυνάμεις, μεταμορφώθηκε, αναστήθηκε,
φανερώθηκε, αναλήφθηκε. Συνεπώς, το ότι ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, αυτό
φαίνεται στα ιστορικά γεγονότα της ζωής του, τα οποία τα βεβαιώνουν
μάρτυρες, που θυσιάστηκαν γι’ αυτή τους την μαρτυρία. Δεν μπορούμε,
όμως, να εννοήσουμε το θεανθρώπινο του Χριστού, ούτε να το εξηγήσουμε,
ούτε να το καταλάβουμε, αλλά το πιστεύουμε βασιζόμενοι στα γεγονότα.
Λοιπόν η πίστη μας δεν είναι κάτι το τυφλό, κάτι το θεωρητικό, κάτι το
φιλοσοφικό, κάτι το διανοητικό. Όχι! Έχει μαρτυρίες αισθήσεων.
Μαρτυρίες που έπεσαν στην αντίληψη των οφθαλμών, των αυτιών, της αφής.
«Ό ήν απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό
εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής»7,
λέγει ο Ιωάννης στην Α΄ Επιστολή του, και επαναλαμβάνει και τονίζει
συνεχώς, ότι όχι ό,τι επινοήσαμε, ό,τι σκεφθήκαμε, ό,τι σχεδιάσαμε, αλλά
«ο ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν, ο αι χείρες ημών εψηλάφησαν… απαγγέλλομεν
υμίν»8.
Δ΄. Προνόμιο και αξίωμα του ανθρώπου.
Λέγει ο Κύριλλος
Ιεροσολύμων μιλώντας προς τους βαπτισθέντας δια του βαπτίσματος· «Ηλίκον
υμίν αξίωμα δίδωσιν ο Κύριος από του κατηχουμένων τάγματος εις το των
πιστών μετατιθεμένοις! Παύλος ο απόστολος παριστάς φησί· ‘Πιστός ο Θεός
δι ου εκλήθητε εις κοινωνίαν του υιού αυτού Ιησού Χριστού του Κυρίου
ημών’ (Α΄ Κορ. 1,9). Θεού γαρ πιστού καλουμένου, και συ ταύτην την
προσηγορίαν λαμβάνεις, μέγα λαμβάνων αξίωμα. Ώσπερ γαρ καλείται ο Θεός
αγαθός και δίκαιος και παντοκράτωρ και δημιουργός των όλων, ούτω και
πιστός. Λόγισαι τοίνυν εις ποίον αξίωμα αναβαίνεις, Θεού μέλλων
προσηγορίας γίνεσθαι κοινωνός»9.
Δηλαδή· όπως ακριβώς ένας πατέρας, εάν είναι ψηλός ή κοντός, ξανθός ή
μαύρος, νευρικός ή ήρεμος, μεταδίδει τις ιδιότητες αυτές στα παιδιά του,
έτσι και ο Θεός. Είναι αγαθός, άγιος, αθάνατος, ελεήμων,
φιλάνθρωπος,…πιστός. Τι σημαίνει πιστός; Ότι είναι αξιόπιστος, κρατά το
λόγο του, τις υποσχέσεις του, ανταποκρίνεται σ’ εκείνα που λέγει.
Μεταδίδει λοιπόν ο Θεός όλες τις ιδιότητές του, όλα τα ονόματά του, όλες
τις προσηγορίες του, όπως λέγει ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, την αγάπη
δηλαδή, την ελπίδα, την πίστη. Και ο άνθρωπος, όταν έχει την ψυχή του
καθαρή, ταπεινή, νήφουσα, γίνεται κάτοπτρο, όπως λέγει ο Θεόφιλος
Αντιοχείας10, που δέχεται τις θείες προσηγορίες και με τη σειρά του τις
αντανακλά ξανά προς το Θεό. Δέχεται την αγάπη του Θεού και την
ανταποδίδει. Δέχεται την ελπίδα και την αντανακλά, όπως η σελήνη το φως
του ηλίου. Δέχεται την πίστη του Θεού, δηλαδή την αξιοπιστία του, και
την ανταποδίδει ως εμπιστοσύνη. Δηλαδή, θεωρεί πράγματι αξιόπιστο τον
Θεό και αληθινές τις υποσχέσεις του, και έτσι κατά χάρη μετέχει της
πιστότητας του Θεού, ονομάζεται και αυτός πιστός.
Τι τιμή λοιπόν, τι προνόμιο, τι αξίωμα, να έχουμε τα ονόματα του Θεού,
τις προσηγορίες του Θεού! Γι’ αυτό ο Κύριλλος Ιεροσολύμων τονίζει προς
τους αξιωθέντας του θείου βαπτίσματος· «Λόγισαι τοίνυν εις οποίον αξίωμα
αναβαίνεις, Θεού μέλλων προσηγορίας γίνεσθαι κοινωνός».
Και ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. Β.Τατάκης, σε άρθρο
που έγραψε με τίτλο «Η φαινομενολογία του ‘πιστεύειν’», λέγει τα εξής
αξιοπρόσεκτα.
«Ο άνθρωπος είναι όν που πιστεύει. Έχει τη δύναμη, την ικανότητα, το
προνόμιο να πιστεύει. Να αποδέχεται, να καταφάσκει. Μεγάλη δύναμη·
ασφαλίζει τη δημιουργικότητα του ανθρώπου και θεμελιώνει την
πνευματικότητά του. Ας προσθέσομε ότι χάρη σ’ αυτή τη δύναμη ονομάσθηκε ο
άνθρωπος όν μεταφυσικό. Όχι μόνο με το νόημα που έδωσε η Αριστοτελική
Παράδοση στον όρο ‘μετά τα φυσικά’- άπερ φύσεως υπερήρται και υπέρ την
αιτίαν και λόγον εστίν-, αλλά και με το περιεχόμενο που του έδωσεν η
Χριστιανική διδασκαλία, η οποία καλεί τον άνθρωπο να δεχτεί την εξ
αποκαλύψεως αλήθεια. Να ρυθμίσει τη ζωή του -για να τη σώσει- επάνω στο
λόγο του Θεού, όχι στο δικό του λόγο»11.
Ε΄. Θείο δώρο και χάρισμα.
Θα εμβαθύνουμε
περισσότερο στο μυστήριο της χριστιανικής πίστεως, αν τη δούμε και ως
θείο δώρο. Και τότε θα κατανοήσουμε πιο καλά την αξία της, την
σπουδαιότητα και τη σημασία της για μας.
Η αγία Γραφή έχει πλήθος χωρίων, στα οποία παρουσιάζει την χριστιανική πίστη ως θείο δώρο και χάρισμα. Ας μελετήσουμε μερικά.
α) Οι μαθητές παρουσιάζονται να προσεύχονται και να λένε στον Κύριο· «Κύριε πρόσθες ημίν πίστιν»12.
β) Έχουμε τον πατέρα του σεληνιαζομένου παιδιού, που δεν μπόρεσαν οι
μαθητές να το θεραπεύσουν και, όταν κατέβηκε ο Χριστός από το Θαβώρ,
τον πλησίασε ο πατέρας και του είπε· «Εί τι δύνασαι βοήθησον ημίν»13.
Τότε ο Χριστός του απάντησε «Εί δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω
πιστεύοντι». Κ’ εκείνος τότε κραυγάζοντας μετά δακρύων έλεγε· «Πιστεύω,
Κύριε· βοήθει μου τη απιστία». Δηλαδή· Ενίσχυσέ με, Κύριε· η πίστη μου
δεν είναι σωστή και πλήρης, Ενίσχυσέ με να την αυξήσω και να τη
στερεώσω. Μόνος μου δεν μπορώ.
γ) Ο Χριστός σε κάποια περίπτωση προσευχόμενος εις τον Πατέρα του
είπε τα εξής. «Εξομολογούμαί σοι πάτερ, Κύριε του ουρανού και της γης,
ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών και απεκάλυψας αυτά
νηπίοις»14.
δ) Όταν ο Πέτρος απάντησε στην ερώτηση του Χριστού, «Υμείς δε τίνα
λέγετε είναι;», λέγοντας «Συ εί Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος», ο
Χριστός είπε τα εξής. «Μακάριος εί Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ
απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς»15.
ε) Ο Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του λέγει· «Ουδείς
δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω»16. Τέλος δε στην
προς Φιλιππησίους λέγει· «Υμίν εχαρίσθη το υπέρ Χριστού ου μόνον το εις
αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν»17.
Από τα όσα εξετέθησαν αντιλαμβάνεται κανείς ότι η εις Χριστόν πίστη, η
πίστη στο Θεανδρικό του Πρόσωπο, είναι δώρο της αγίας Τριάδος. Στα
ανωτέρω χωρία φαίνεται ότι την πίστη την χορηγεί άλλοτε ο Πατήρ, άλλοτε ο
Υιός, άλλοτε το πνεύμα το άγιο. Με μια λέξη η Τρισυπόστατη Θεότητα.
Και όχι μόνο η απόκτηση της πίστεως είναι έργο του Θεού αλλά και η
διατήρησή της.»Σίμων Σίμων, ιδού ο σατανάς εξητήσατο υμάς του συνιάσαι
ως τον σίτον· εγώ δε εδεήθην περί σού ίνα μη εκλίπη η πίστις σου»18. Η
πίστη, δηλαδή, του Πέτρου διατηρήθηκε χάρη στην προσευχή του Χριστού.
ΣΤ΄. Προσωπικό επίτευγμα.
Αφού η αγία Γραφή μας
διδάσκει, όπως αποδείξαμε, ότι η πίστη είναι δώρο του Τριαδικού Θεού
προς τον άνθρωπο, τίθεται το θέμα· έχει ευθύνη ο άνθρωπος, εάν ο Θεός
δεν του έδωσε αυτό τι δώρο; Και γιατί ο άνθρωπος να έχει τόση ανάγκη της
πίστεως, και να είναι υπεύθυνος για την απιστία, αφού η κατοχή της
εξαρτάται από το εάν τη δώσει ο Θεός. Μήπως φταίει ο Θεός και όχι ο
άνθρωπος;
Λέγει ο ι. Χρυσόστομος· «Δεν φταίει ο Θεός που μερικοί είναι άπιστοι,
που δεν δέχονται τα θεία δόγματα. Αλλά φταίνε οι ίδιοι οι άπιστοι, που
δεν δέχονται το κάλεσμα του Θεού»19.
Και πράγματι ο Θεός δίδει στον καθένα ευκαιρίες να πιστέψει, αλλά οι
άνθρωποι δεν τις αποδέχονται. Βλέπουμε οι φαρισαίοι και οι γραμματείς να
βλέπουν τόσα και τόσα σημεία του Χριστού, και στο τέλος αντί να
πιστεύουν να βλασφημούν το Άγιο Πνεύμα, λέγοντας ότι με την δύναμη του
Βεελζεβούλ κάνει ο Χριστός τα θαύματα20.
Βλέπουμε τους Γεργεσηνούς κατά Ματθαίο και Μάρκο, ή τους Γαδαρηνούς
κατά Λουκά, ενώ βλέπουν τη θεραπεία δαιμονισμένων συμπατριωτών τους, να
διώχνουν το Χριστό από τη χώρα τους, αντί να τον ικετεύσουν να μείνει
κοντά τους21.
Βλέπουμε την Χοραζίν, την Βηθσαϊδά και την Καπερναούμ, τις πόλεις που
έμενε τον περισσότερο καιρό ο Χριστός και έκανε τα περισσότερα κηρύγματα
και θαύματα, να μη πιστεύουν22.
Βλέπουμε τέλος ο Χριστός, λίγο πριν το πάθος του, να κάνει το πιο
εκπληκτικό σημείο του· ν’ ανασταίνει τον τετραήμερο νεκρό Λάζαρο. Οι
αρχιερείς και οι Φαρισαίοι όμως, αντί να συγκλονισθούν από το φοβερό
γεγονός και να σκεφθούν μήπως κάναμε λάθος, μήπως πρέπει ν’
αναθεωρήσουμε τη στάση μας, εκείνοι κάνουν συνέδριο πώς να φονεύσουν τον
Χριστό! Αργότερα δε σκέπτονται να σκοτώσουν και το Λάζαρο, ώστε να
εκλείψει μια αιτία που πίστευαν πολλοί των Ιουδαίων23.
Και ο ι. Χρυσόστομος, συνεχίζοντας το ίδιο θέμα, λέγει· «Αλλά θα έλεγε
κάποιος, ότι έπρεπε ο Θεός να φέρει κοντά του τους απίστους
αναγκαστικά, χωρίς τη θέλησή τους. Όχι! Ο Θεός δεν βιάζει ούτε αναγκάζει
κανένα. Ποιος σέρνει τους προσκεκλημένους σε τιμές και πανηγύρια και
τραπέζια αναγκαστικά χωρίς αυτοί να το θέλουν; Έτσι κι ο Θεός. Καλεί
τους ανθρώπους να έρθουν με τη θέλησή τους στην βασιλεία του»24.
Να λοιπόν που η πίστη είναι δώρο· αλλά ο Θεός τα δώρα δεν τα πετάει σ’
εκείνους που δεν τα εκτιμούν και δεν τα θέλουν με προσωπική επιθυμία.
Για να δοθεί το δώρο της πίστεως, χρειάζεται πάντοτε το στοιχείο της
αναζητήσεως, του ενδιαφέροντος, του πόθου, της δίψας, της προσπάθειας.
Έτσι ο Χριστός μας μετά την ανάστασή του, ενώ έκανε πολλές εμφανίσεις
στους μαθητές του, δεν φανερώθηκε ούτε μια φορά στους φαρισαίους και
αρχιερείς. Δεν υπήρχε λόγος. Ο ίδιος είχε παραγγείλει στους μαθητές του
γι’ αυτές τις περιπτώσεις· «Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους
μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε καταπατήσουσιν αυτούς εν
τοις ποσίν αυτών»25. Τα σκυλιά και τα γουρούνια δεν μπορούν να
εκτιμήσουν τα μαργαριτάρια της πίστεως. Το μόνο που τους καίει είναι ο
βούρκος, η λάσπη, το φαγοπότι.
Αλλά ας δούμε τι λέγει σχετικά με το θέμα μας και ένας άλλος πατέρας
της Εκκλησίας μας, ο άγιος Θεόφιλος Αντιοχείας. Κάποιος Αυτόλυκος,
μαθητής και φίλος του αγίου Θεοφίλου, τον ρωτά· «Δείξε μου τον Θεόν
σου»· και ο Θεόφιλος απαντά· «Δείξε μου τον άνθρωπό σου κ’ εγώ θα σου
δείξω τον Θεό μου. Διότι όπως οι τυφλοί δεν μπορούν να δουν τον ήλιο,
όχι γιατί δεν υπάρχει, αλλά γιατί αυτοί δεν έχουν υγιείς οφθαλμούς, έτσι
συμβαίνει και με τον Θεό. Εάν δεν τον βλέπουν, τον εαυτό τους πρέπει να
θεωρούν άρρωστο και να προσπαθούν να τον θεραπεύσουν. Λοιπόν δείξε μου
τους οφθαλμούς της ψυχής σου υγιείς, ώστε να μπορούν να δουν, και τ’
αυτιά της καρδιάς σου υγιή, ώστε να μπορούν να ακούσουν. Πρέπει η ψυχή
σου να είναι καθαρή όπως ένας γυαλισμένος καθρέφτης. Εάν υπάρχει κάποιο
ελάττωμα στον καθρέφτη, τότε δεν μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας. Το
ίδιο συμβαίνει, και όταν η ψυχή μας είναι σκοτισμένη και μαυρισμένη από
τα πάθη· δεν μπορεί να δει τον Θεό. Ο Θεός στέλνει τις ακτίνες του, αλλά
ο καθρέφτης της ψυχής μας, επειδή είναι σκουριασμένος, δεν τις δέχεται
ούτε τις αντανακλά. Και έτσι μέσα του δεν μπορεί να σχηματισθεί η εικόνα
του Θεού. Πώς λοιπόν να λάβουμε γνώση του Θεού;» Γι’ αυτό προσθέτει ο
άγιος Θεόφιλος· «Δείξε λοιπόν και συ τον εαυτό σου, εάν δεν είναι
μοιχός, πόρνος, αρσενοκοίτης, άρπαξ, φθονερός, οργίλος, συκοφάντης… Εάν
τα έχεις αυτά, τότε ο καθρέφτης της ψυχής σου είναι σκουριασμένος.
Καθάρισέ τον, και τότε ο ήλιος της δικαιοσύνης θ’ αντικατοπτριστεί μέσα
σου και θα τον δεις. Μη μου ζητάς να σ’ τον περιγράψω, γιατί ο Θεός
είναι άρρητος και ανέκφραστος. Πρέπει να έχεις προσωπική εμπειρία»26.
Να λοιπόν, που η πίστη είναι μεν δώρο του Θεού, αλλά ο άνθρωπος έχει
ευθύνη εάν δεν το λάβει. Διότι δεν εξαρτάται από την θέληση του Θεού -ο
οποίος το προσφέρει σε όλους- αλλά από την θέληση του ανθρώπου αν θα το
δεχθεί ή όχι.
Ζ΄. Πίστη και λογική.
Είναι ένα λεπτό θέμα.
Γιατί πολλές φορές οι θείες αλήθειες, οι οποίες αφορούν είτε το
χριστολογικό δόγμα της Εκκλησίας μας είτε την εν Χριστώ ζωή των πιστών,
είναι σκάνδαλο για την ανθρώπινη λογική. Λέγει ο Παύλος σχετικά με το
θέμα μας, ότι το κήρυγμα για τον εσταυρωμένο Χριστό είναι «Ιουδαίοις μεν
σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρία»27. Δηλαδή· παράλογα, περίεργα και ανόητα
θεωρούν οι άνθρωποι τα θεία μυστήρια της εν Χριστώ πίστεως και ζωής. Και
αυτό συμβαίνει, διότι στηρίζονται στο ανθρώπινο λόγο μόνο. Πιστεύουν σ’
αυτόν, και όχι στο λόγο του Θεού.
Λέγει ο ι. Χρυσόστομος· «Όταν κανείς εξετάζει τα θεία μυστήρια μόνο με
την λογική του, θα του φανούν αστεία, ανάξια λόγου. Και όχι μόνο δεν θα
κατανοήσει την φύση τους, αλλά και θα τ’ αντιληφθεί αντίθετα απ’ ότι
πράγματι είναι. Γι’ αυτό λέγει ο Παύλος ‘μωρία γαρ αυτώ εστί’28.
Φαίνονται δε –τα θεία μυστήρια- ανόητα και παράλογα, όχι γιατί είναι
έτσι από τη φύση τους, αλλά λόγω της αδυναμίας των ερευνώντων να τα
εννοήσουν. Κι αυτό συμβαίνει διότι, όπως λέγει ο Παύλος, ‘γνωρίζουν ότι
αυτά πρέπει να εξετάζονται πνευματικώς’29, δηλαδή με πίστη, και όχι με
λογικά επιχειρήματα, διότι υπερβαίνουν την ικανότητα της διανοίας
μας»30.
Πολύ αξιόλογα και βασικά για το θέμα μας είναι και τα όσα λέγει ο
καθηγητής Β.Τατάκης στο ήδη μνημονευθέν άρθρο του «Η φαινομενολογία του
πιστεύειν». Λέγει ο σοφός καθηγητής· «Οι Δυτικοευρωπαίοι πιστεύουν και
δογματίζουν ότι ο νους, η ψυχή, είναι κυρίως ή μόνο λόγος. Ιερό πράγμα
είναι η ψυχή· γι’ αυτό και η απόπειρα του λόγου να την υποτάξει ολόκληρη
αποτελεί ‘ύβριν’ με το αρχαίο νόημα του όρου. Ξεχνά ο λόγος ότι είναι
μόνο το ρητό μέρος της νοητικής ενέργειας του ανθρώπου. Μόνο αυτό. Το
ρητό όμως είναι η επιφάνεια του ωκεανού. Τα άρρητο είναι το βάθος. Έργον
της λογικής και της επιστήμης δεν είναι να νεκρώνει το άρρητο, αλλά να
το αναζητά και να τ’ αφήνει να εκδηλώνεται. Ο λόγος φωτίζει την ψυχή, το
νου, αλλά με τον απαράβατο όρο να μη μονοπωλεί την ολότητά της, ούτε να
επιφέρει διάσπαση. Εάν όμως προσπαθήσει να απλώσει το ρητό εις βάρος
του αρρήτου, τότε, αντί να φωτίσει την ψυχή, θα την μετατρέψει σε ένα
ηλεκτρονικό εγκέφαλο»31.
Υποστηρίζει, δηλαδή, ο Τατάκης ότι στην περιοχή του πνεύματος υπάρχει
το ρητό και το άρρητο. Ρητό είναι το δεκτικό του λόγου· εκείνο που
μπορούμε με τη λογική μας να το πλησιάσουμε, να το συλλάβουμε, να το
αντιληφθούμε. Το άρρητο είναι το μη δεκτικό λόγου· που δεν μπορείς με τη
λογική να το πλησιάσεις. Τα δόγματα της χριστιανικής πίστεως
εκτείνονται στην περιοχή του αρρήτου. Υπερβαίνουν την ανθρώπινη
κατάληψη· διατηρούν τον μυστηριώδη χαρακτήρα τους. Είναι προσιτά μόνο με
την πίστη. Άρα η πίστη είναι κατηγορία του πνεύματος. Δίνει τη
δυνατότητα στον άνθρωπο να προσεγγίζει πραγματικότητες που δεν
φαίνονται, σύμφωνα με τον κλασσικό ορισμό της προς Εβραίους επιστολής,
ότι «έστι πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου
βλεπομένων»32. Συνεπώς ο ορθός λόγος δεν μπορεί να ερευνήσει τις θείες
αλήθειες, εάν αυτές δεν αποκαλυφθούν από τον Τριαδικό Θεό. Κι όταν
αποκαλυφθούν, πάλι δεν μπορούν να διερευνηθούν πλήρως. Βέβαια ο
ανθρώπινος λόγος μπορεί να εμβαθύνει στο περιεχόμενο της πίστεως και να
συλλάβει τα δόγματα κατά τις ποικίλες αυτών σχέσεις και όψεις. Πέραν
τούτου όμως τίποτε άλλο. Έτσι κι ο πιο βαθύς θεολόγος καθόλου δεν
διαφέρει από τον απλώς πιστεύοντα αγράμματο.
Η΄. Συνυφασμένη με την θυσία.
Η εις Χριστόν πίστη δεν
είναι μια κερδοσκοπική επιχείρηση, ούτε εξασφαλίζει άνεση και καλοπέραση
στο βίο του πιστού. Αντιθέτως· «πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζείν εν
Χριστώ Ιησού διωχθήσονται· πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν
επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι»33. Ο Ιησούς Χριστός το τονίζει
ξεκάθαρα και κατηγορηματικά· «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν,
απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι, ός
γαρ αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ός δ’ αν απολέσει
την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, αυτός σώσει αυτήν»34.
Και ο επίσκοπος πρώην Φλωρίνης, Αυγουστίνος Καντιώτης «ευκαίρως ακαίρως»
κήρυττε, ότι η αξία της πίστεώς μας εις τον Χριστόν είναι ευθέως
ανάλογη με το πόσο μας κοστίζει. Ας το προσέξουμε λοιπόν αυτό, γιατί
πολλές φορές σκανδαλιζόμαστε και λέμε ασέβειες και βλασφημίες, επειδή
μετρούμε την πίστη μας με το υλικό συμφέρον μας. Το να ζητούμε όμως
«δικαίωση της πίστεως όχι στον ουρανό αλλά στη γη, αποτελεί τέλεια και
τραγική παρανόηση της πίστεως και του κηρύγματος του ευαγγελίου»35.
Είναι ζωτική ανάγκη για μας, να θυμόμαστε ότι το χάρισμα της πίστεως
είναι συνδεδεμένο άρρηκτα με το χάρισμα της θυσίας. «Υμίν εχαρίσθη το
υπέρ Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού
πάσχειν»36. Παρά ταύτα όμως, αν και «της πίστεως το χάρισμα δεν μας
απαλλάσσει από τους πειρασμούς» εν τούτοις «μας βοηθεί και μας ενισχύει
νικηφόρως να τους αντιμετωπίζουμε με την βοήθεια του φωτός, της δυνάμεως
της πίστεως»37, σημειώνει ο αείμνηστος από Κορίνθου αρχιεπίσκοπος
Αμερικής Μιχαήλ. Κι όπως φαίνεται στο ΙΑ΄ κεφάλαιο της προς Εβραίους
επιστολής, είναι γνώρισμα της πίστεως, και μεγάλα πράγματα να ξεπερνά
αλλά και μεγάλα να υποφέρει. Έτσι οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης με εφόδιο
την πίστη «κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον
επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον
στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν
πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων· έλαβον γυναίκας εξ αναστάσεως τους
νεκρούς αυτών». Να λοιπόν πόσα εμπόδια και κινδύνους υπερπήδησαν
ορισμένοι των δικαίων της Π.Διαθήκης. Άλλοι όμως, και πρέπει να το
προσέξουμε αυτό, «ετυμπανίσθησαν, εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον,
έτι δε και δεσμών και φυλακής· ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν
φόνω μαχαίρας απέθανον»38. Και τα έκαναν αυτά, διότι πίστευαν ότι, με
τα μαρτύρια, δεν καταστρέφονται, δεν αφανίζονται, αλλά ουσιαστικά
σώζονται. Να λοιπόν κάτι που πρέπει να ξέρουν οι πιστοί για να μη
σκανδαλίζονται. Ότι η πίστη μας δίνει την δύναμη να κατορθώνουμε μεγάλα
πράγματα, αλλά και να πάσχουμε μεγάλα. Είναι θέμα Θεού ποιο από τα δύο
θα κατορθώσουμε.
Θ΄. Αληθινή και ζώσα όταν είναι έμπρακτος.
Η εις Χριστόν πίστη δεν
είναι ξένη και άσχετη με την πρακτική πλευρά της ζωής. Το χριστιανικό
δόγμα δεν είναι «θεωρητική αρχή για την αλήθεια»39 ούτε, όπως ετονίσαμε
προηγουμένως, μια ιδεολογία ή μια φιλοσοφία, ώστε να αρκεί η θεωρητική
πίστη σ’ αυτό, χωρίς την ανάλογη πράξη στην καθημερινή ζωή.
Η θεωρητική πίστη στα δόγματα ευρίσκεται και στα δαιμόνια, τα οποία
«πιστεύουσι και φρίσσουσι»40, κατά την έκφραση του αγίου Ιακώβου του
Αδελφοθέου, Πιστεύουν κι αυτά ότι ενανθρώπησε και αναστήθηκε ο Χριστός·
ότι είναι Θεός, ότι είναι το δεύτερο πρόσωπο της αγίας Τριάδος, ομότιμο
και ομοούσιο με τ’ άλλα δύο. Στην αγία Γραφή έχουμε πολλές ομολογίες
δαιμονίων για την θεότητα του Χριστού41. Η ζωή τους όμως είναι ξένη προς
την πίστη τους. Δεν αρκεί, λοιπόν, η θεωρητική αποδοχή των
χριστολογικών δογμάτων, άνευ πρακτικής εφαρμογής και συνεπείας στη ζωή
του πιστού. «Τι το όφελος αδελφοί μου, εάν πίστιν λέγη τις έχειν, έργα
δε μη έχη; Μη δύναται η πίστις σώσαι αυτόν;» τονίζει ο άγιος Ιάκωβος,
και συνεχίζει λέγοντας· «η πίστις, εάν μη έργα έχη, νεκρά εστί καθ’
εαυτήν»42.
Βέβαια ούτε στ’ άλλο άκρο πρέπει να φθάσουμε. Δηλαδή να πούμε, ότι
αρκούν μόνο τα καλά έργα, και δεν χρειάζεται η πίστη· αρκεί να είναι
κανείς καλός άνθρωπος, και δεν χρειάζεται να πιστεύει. Όχι! Ούτε
ορθοδοξία χωρίς ορθοπραξία, αλλ’ ούτε και ορθοπραξία χωρίς ορθοδοξία.
Υπάρχει μια αλληλοπεριχώρηση και αλληλεξάρτηση δόγματος και ηθικής,
θεωρίας και πράξεως.
Λέγει χαρακτηριστικά ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων· «Ο γαρ της
θεοσεβείας τρόπος εκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων ευσεβών, και πράξεων
αγαθών. Και ούτε τα δόγματα χωρίς έργων αγαθών ευπρόσδεκτα τω Θεώ, ούτε
τα μη μετ’ ευσεβών δογμάτων έργα τελούμενα προσδέχεται ο Θεός. Τι γαρ
όφελος, ειδέναι μεν τα περί Θεού δόγματα καλώς, και πορνεύειν αισχρώς;
Τι δ’ αύ πάλιν όφελος σωφρονείν μεν καλώς και βλασφημείν ασεβώς;
Μέγιστον τοίνυν κτήμα εστί το των δογμάτων μάθημα»43.
Ι΄. Προσοχή, αγωνία και επαγρύπνηση μήπως την χάσουμε
Όποιος διαβάζει την αγία
Γραφή προσεκτικά, θ’ αντιληφθεί συγκλονιστικές αποκαλύψεις. Μας λέγει ο
ευαγγελιστής Ματθαίος στο Ι΄ κεφάλαιο του Ευαγγελίου του, ότι ο Χριστός
έδωσε στους αποστόλους «εξουσίαν πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε εκβάλλειν
αυτά και θεραπεύειν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν»44. Κι όμως οι
μαθητές παρουσιάζονται στο ΙΖ΄ κεφάλαιο, να αδυνατούν να θεραπεύσουν τον
σεληνιαζόμενο γιο κάποιου πατέρα. Όταν ο Χριστός τον θεράπευσε, οι
μαθητές έτρεξαν κοντά στον Χριστό, και παίρνοντάς τον «κατ’ ιδίαν» τον
ρώτησαν· «Διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό;» Και ο Χριστός τους
απάντησε· «Δια την απιστίαν υμών»45.
Επίσης βλέπουμε τον Πέτρο από τη μια να ομολογεί τον Χριστό, και από
την άλλη να τον αρνείται46. Από τη μια να περπατά πάνω στα κύματα και
από την άλλη να βυθίζεται47. Από τη μια να μακαρίζεται από τον Χριστό
και από την άλλη να ονομάζεται σατανάς48.
Ακόμη βλέπουμε τον Ιούδα, ο οποίος ήταν μαθητής του Χριστού και
μάλιστα είχε και αυτός το χάρισμα να κάνει θαύματα, στο τέλος να τον
αρνείται και να τον προδίδει και να συμμαχεί με το κράτος του
διαβόλου47.
Τι δείχνουν όλα αυτά; Ότι η πίστη δέχεται αυξομειώσεις. Μπορεί ν’
αυξάνει συνεχώς· αλλά μπορεί και να μειωθεί. Και μάλιστα τελείως μέχρι
καταργήσεώς της, Δεν είναι «αμεταμέλητο» χάρισμα. Γι αυτό δεν μπορούν οι
χριστιανοί να εφησυχάζουν, να εναβρύνονται και να ναρκισσεύονται για το
χάρισμα της πίστεως που τους εδόθη. Ούτε και εμείς οι ιερείς. Λέγει ο
Παύλος· «Μη αμέλει του εν σοί χαρίσματος, ό εδόθη σοι δια προφητείας
μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου»48. Μας εδόθη το χάρισμα της
πίστεως. Το μέγα τούτο χάρισμα, όπως λέγει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων.
Πήραμε την προσηγορία του Θεού και ονομαζόμαστε κ’ εμείς πιστοί.
Απολαύσαμε το βάπτισμα, το χρίσμα, τη θεία κοινωνία, το χάρισμα της
ιερωσύνης. Είμαστε οι διάδοχοι των αποστόλων· οι συνεχιστές του έργου
του Χριστού. Μεγάλη η τιμή, μεγάλη η δόξα· αλλά και μεγάλη η ευθύνη.
Είμαστε υπεύθυνοι όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά και για τις ψυχές που
μας ενεπιστεύθη ο Κύριος. Μη αδιαφορήσουμε και αφήσουμε ανενέργητο το
χάρισμα της πίστεως· υπάρχει κίνδυνος να χαθεί κι ολοτελώς. Μη
λησμονούμε την εναγώνια κραυγή «του αρχηγού και τελειωτού της πίστεώς
μας»49, του Ιησού Χριστού· «Πλην ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει
την πίστιν επί της γης;»50.
1. Εβρ. 11,6.
2. Γεν. 2,17.
3. Πράξ. 8,37.
4. Ιωάν. 20,31.
5. Α΄ Ιω. 4,2-3.
6. Β΄ Πετρ. 1,15-16.
7. Α΄Ιωάν. 1,1.
8. Αυτόθι 1,3.
9. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Ε΄ Κατήχηση ·Β.Ε.Π.Ε.Σ. 39, σ. 80,6-14.
10. Ε.Π.Ε. Απολογηταί 2, σ. 326,20.
11. Β.Τατάκη, Σκέψη και ελευθερία, εκδ. «Αστήρ», σ. 271.
12. Λουκ. 17,5.
13. Μάρκ. 9,22.
14. Ματθ. 11,25-26.
15. Ματθ. 16,17-18.
16. Α΄Κορ. 12,3.
17. Φιλιπ. 1,29.
18. Λουκ. 22,31.
19. Ε.Π.Ε., Χρυσοστόμου έργα, 18, σ.46,23-25.
20. πρβλ. Ματθ. 9,34· 12,24.
21. Ματθ.8,28-34 · Λουκ. 8,26-37 · Μαρκ.5,1-18.
22. Ματθ. 11,20-24.
23. Ιωάν. 11,45-54 · 12,10.
24. Χρυσοστόμου, αυτόθι, σσ. 46,25-33.
25. Ματθ. 7,6.
26. Απολογηταί, μνημ. έργ. σσ. 326,328.
27. Α΄Κορ. 1,24.
28. Α΄Κορ. 2,14.
29. Αυτόθι.
30. Χρυσοστόμου, αυτόθι, σ. 192,10-20.
31. Β.Τατάκη, μνημ. έργ. σσ. 278-280.
32. Εβρ. 11,1.
33. Β΄Τιμ. 3,12.
34. Μαρκ. 8,34-36.
35. Επισκόπου Διονυσίου Ψαριανού, Επι πτερύγων ανέμων, Κοζάνη, 1988, σ. 335.
36. Φιλιπ. 1,29.
37. Αρχιεπισκόπου Αμερικής Μιχαήλ, «Πίστις, ελπίς, αγάπη, προσευχή», εκδ. «Αστήρ»,σ. 35.
38. Εβρ. 11,33-37.
39. Μέγα Φαράντου, Δογματική και ηθική, Αθήναι 1973, σ.69.
40. Ιακ. 2,19.
41. πρβλ. Ματθ. 8,29 · Πραξ. 16,17.
42. Ιακ. 2,14-17.
43. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, μνημ. έργ., σσ. 66-67.
44. Ματθ. 10,1.
45. Ένθ. Ανωτ. 17,19-20.
46. πρβλ. ένθ’ ανωτ. 16,16 · 26,69-75.
47. Ματθ.14,22-33
48. Αυτόθι. 16,17·23
49. πρβλ. ένθ’ ανωτ. 10,1 · 26,14-16.
50. Α΄ Τιμ. 4,14.
51. Εβρ. 12,2.
52. Λουκ. 18,8.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ