Μᾶς λέγει ὁ Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής:
«Ἴδετε ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ὁ Πατήρ ἵνα τέκνα τοῦ Θεοῦ κληθῶμεν» (Α΄ Ἰω. γ΄ 1).
(: Εἴδατε πόση μεγάλη καὶ θαυμαστὴ ἀγάπη μᾶς ἔχει δώσει ὁ Πατήρ, ὥστε νὰ ὀνομασθοῦμε τέκνα Θεοῦ).
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἄπειρη, ἀφοῦ τὸν ἴδιο τὸν Υἱό Του ἔστειλε στὴν γῆ, γιὰ νὰ μᾶς κάνη συγκληρονόμους τῆς Βασιλείας Του.
Ὅμως ἐπειδή, πολλὲς φορές, οἱ ἀδυναμίες μας καὶ τὰ πάθη μας εἶναι ἀνεξέλεγκτα, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὶς θλίψεις, γιὰ νὰ μᾶς φέρη κοντά του.
Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἐτόνιζε:
«Ἂν θέλη ὁ Θεὸς νὰ ἐλεήση μιὰ ψυχὴ καὶ αὐτὴ τοῦ ξεφύγη καὶ δὲν στέκεται, κάνοντας τὸ δικό της θέλημα, ἐπιτρέπει νὰ τὴν βροῦν ἀνεπιθύμητα δεινά, ὥστε ἐξ αἰτίας τῶν θλίψεων νὰ τὸν ἀποζητήση».
Ἕνα τέτοιο παράδειγμα εἶναι ὁ Θεόφιλος ὁ Αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου. Θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους εἰκονομάχους τοῦ Βυζαντίου. Εἶχε ἀπαγορεύσει μάλιστα τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καὶ στὸ ἴδιο τὸ παλάτι του. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ σύζυγός του καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά του κρυφὰ τὶς προσκυνοῦσαν. Ὅμως οἱ προσευχὲς τῆς Ἁγίας Θεοδώρας καὶ μιὰ μεγάλη θλίψη, ποὺ δοκίμασε στὸ τέλος τῆς ζωῆς του τὸν ἔκαναν ὄχι μόνο νὰ μετανοήση, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀσπασθῆ τὶς Ἅγιες Εἰκόνες.
Ὁ Θεόφιλος λοιπόν, πολὺ βασάνισε τοὺς Χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς Πατέρες τὶς Ἐκκλησίας μας, ἐπειδὴ ἦσαν εἰκονόφιλοι. Ἦταν ὅμως πολὺ δίκαιος ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε πολὺ τὴν δικαιοσύνη. Μάλιστα λέγουν ὅτι ὅταν βασίλευε, θέλησε νὰ μάθη ἂν ὑπῆρχε κάποιος στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ νὰ ἐνοχλῆ τὸν πλησίον του. Ἂν καὶ γιὰ πολλὲς μέρες ἔψαχναν, τελικά, ὅπως λέγουν, δὲν βρέθηκε κανένας. Εἶχε ὅμως παγιδευθῆ ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους.
Στὸ τέλος ὅμως τῆς ζωῆς του, ἀρρώστησε ἀπὸ δυσεντερία καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνη.
Μάλιστα τὸ στόμα του ἔμενε τόσο ἀνοικτό, ὥστε ἐφαίνοντο καὶ αὐτὰ τὰ ἐντόσθιά του. Βλέποντας αὐτὸ τὸ ἐλεεινὸ θέαμα ἡ Θεοδώρα, πολὺ στενοχωρημένη, εἶδε στὸν ὕπνο της τὴν ἄχραντο Θεοτόκο, μὲ τὸ θεῖο Βρέφος στὴν ἀγκαλιά της, περικυκλωμένη ἀπὸ λαμπροφορεμένους Ἀγγέλους συγχρόνως καὶ τὸν Θεόφιλο νὰ τὸν δέρνουν καὶ νὰ τὸν ὑβρίζουν οἱ Ἄγγελοι. Ὅταν ξύπνησε, εἶδε τὸν Θεόφιλο νὰ ἀργοσβήνη καὶ μὲ δυσκολία νὰ λέγη: «Ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν ἄθλιο, ὅτι γιὰ τὶς Ἅγιες Εἰκόνες μὲ δέρνουν».
Ἀμέσως ἡ Θεοδώρα ἔβαλε κρυφὰ πάνω σὲ αὐτὸν τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ μὲ δάκρυα τὴν παρακαλοῦσε.
Ἐνῷ ὁ Θεόφιλος βρισκόταν σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, βλέποντας μερικοὺς ἐπισκέπτες νὰ ἔχουν κρεμασμένο στὸ στῆθος ἐγκόλπιο, ἅπλωσε τὸ χέρι, τὸ ἅρπαξε καὶ τὸ καταφιλοῦσε μὲ ἐκεῖνο τὸ στόμα ποὺ τόσο πολὺ ἔβριζε τὶς Ἅγιες Εἰκόνες. Ἀμέσως ὁ λάρυγγάς του ποὺ τόσο πολὺ εἶχε ἀνοιχθῆ, ἐπανῆλθε στὴν φυσιολογικὴ κατάσταση καὶ ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ φοβερὸ πάθος.
Τότε ἡ βασίλισσα, ἀφοῦ ἔβγαλε τὶς ἅγιες Εἰκόνες, τὶς ὁποῖες εἶχε κρυμμένες στὰ δικά της κιβώτια, μετὰ ἀπὸ παρότρυνση, ἔκανε τὸν Θεόφιλο νὰ τὶς τιμᾶ καὶ τὶς ἀσπάζεται μὲ ὅλη του τὴν ψυχή.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὁμολογῶντας ὅτι «εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τιμοῦμε καὶ νὰ σεβώμεθα τὶς Ἅγιες Εἰκόνες», παρέδωσε τὴν ψυχή του. Στὸ Πηδάλιο διευκρινίζεται ὅτι:
«Ἐπὶ τῶν ἁγίων εἰκόνων ἕν καὶ τὸ αὐτὸ εἶναι προσκύνησις καὶ ἀσπασμός· διότι κυνῶ κατὰ τὴν παλαιὰν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, θέλει νὰ εἰπῆ τό, ἀσπάζομαι καὶ φιλῶ· Ἡ δὲ πρὸς πρόθεσις, ἐπίτασιν τοῦ ἀσπασμοῦ καὶ τοῦ πόθου καὶ τῆς φιλίας δηλοῖ. Διὸ καὶ ἡ παροῦσα Σύνοδος ἐν τῇ ἑβδόμῃ πράξει αὐτῆς εἶπε, κατὰ πάντα ἀποδέχεσθαι τὰς σεπτὰς εἰκόνας, καὶ ταύτας προσκυνεῖν, ἤτοι ἀσπάζεσθαι· ταὐτὸν γὰρ ἀμφότερα καὶ ἀνωτέρω ἐν τῷ ὅρῳ αὐτῆς· καὶ ταύταις ἀσπασμόν, καὶ τιμητικὴν προσκύνησιν ἀπονέμειν. Πλατύτερον δὲ ἡ προσκύνησις λαμβανομένη, δηλοῖ κάθε τιμὴν καὶ πρόσπτωσιν ὁποῦ γίνεται εἰς τὰς ἁγίας εἰκόνας, ὡς εἶπεν ἐν τῷ περὶ εἰκόνων ὁ θεῖος Δαμασκηνός…
Διὸ καὶ ἡ Σύνοδος αὕτη ἐν τῷ ὅρῳ αὐτῆς εἶπε· καὶ ταύταις ἀσπασμὸν καὶ τιμητικὴν προσκύνησιν ἀπονέμειν, οὐ μὴν τὴν κατὰ πίστιν ἡμῶν ἀληθινὴν λατρείαν, ἥ πρέπει μόνῃ τῇ θείᾳ φύσει. Καὶ ὁ ἴδιος Θεὸς δὲ εἶπε, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις, καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις (Δευτερ. ς΄. 13. Ματθ. δ΄. 10. Λουκᾶς δ΄. 8). Βλέπεις ὅτι τὴν μὲν προσκύνησιν ἀφῆκε καὶ εἰς ἄλλο νὰ δίδεται, τὴν δὲ λατρείαν δὲν ἐσυγχώρησεν εἰς ἄλλον τινά, εἰμὴ μόνον εἰς τὸν ἑαυτόν του.
Ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγει ἐν τῇ πρὸς Ἀθανάσιον ἐπιστολῇ· Τὸν μὲν γὰρ εἰκονιζόμενον Χριστὸν λατρευτικῶς, ὡς εἴπομεν, προσκυνοῦμεν, τὴν δὲ εἰκόνα αὐτοῦ, σχετικῶς διὰ τὴν πρὸς ἐκεῖνον ἀναφοράν· ὁμοίως τοὺς μὲν Ἁγίους αὐτοὺς καὶ τὰ λείψανα αὐτῶν, ὡς θεράποντας καὶ δούλους Χριστοῦ προσκυνοῦμεν μὲ δουλοπρεπῆ προσκύνησιν, διὰ τὴν πρὸς Χριστὸν αὐτῶν οἰκείωσιν· τὰς δὲ εἰκόνας αὐτῶν σχετικῶς προσκυνοῦμεν, διὰ τὴν ἀναφορὰν ὁπού ἔχουν αὐταὶ πρὸς αὐτούς, ἐκ τῆς ὁμοιώσεως τῆς ὑποστάσεώς των, καὶ ἐκ τοῦ ἐπιγραφομένου ὀνόματός των, καθὼς ἡ ἀνωτέρω ἐπὶ Νικολάου Σύνοδος διώρισεν· ὡσαύτως, τὴν μὲν Θεοτόκον αὐτήν, μὲ ὑπερδουλικὴν τιμὴν προσκυνοῦμεν, ὡς ὑπεραγίαν μητέρα Θεοῦ, τὴν δὲ εἰκόνα αὐτῆς, μὲ σχετικὴν (καὶ ὅρα τὸν Δοσίθ. σελ. 655, τῆς Δωδεκαβίβλ.)