Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

Ο Χριστός και ο Τεμπέλης

 

Μιχαήλ Σωτηρίου Μιχαλακόπουλος, Διηγηματογράφος λαϊκής παράδοσης και θρησκευτικών εθίμων

Κι έγινε στις μέρες εκείνες, καθώς βάδιζε ο Χριστός μας με τους μαθητές του στην έρημο της Ιουδαίας, φτάνοντας σε ένα τρίστρατο, που ο ήλιος έκαιγε σαν κάρβουνο στον ουρανό κι η ξηρασιά είχε καψαλίσει τα χείλη τους κι η ανάγκη για δροσιά τους τυράννευε.

Εκεί, κάτω από τη σκιά μιας ακακιάς, βρίσκουν έναν άντρα που καθόταν ξαπλωμένος στον έρημο εκείνο τόπο, μακριά από κάποια κώμη. Κι απευθύνθηκε σ’ αυτόν ο Χριστός: “Άνθρωπε, πού να βρούμε νερό να δροσιστούμε;”

Ο άντρας, χωρίς καν να σηκώσει το κεφάλι του από τη δροσερή σκιά της ακακιάς, σήκωσε μόνο το πόδι του κι έδειξε προς τα κάτω. “Εκεί κάτω,” μουρμούρισε με φωνή βαριά από τη νύστα, κι αμέσως ξανακούρνιασε στη δροσιά του δέντρου.

Πήραν λοιπόν το μονοπάτι οι περιοδευτές και, βαδίζοντας κάτω, συναντούν στο δρόμο μια νέα γυναίκα που κρατούσε μια στάμνα με νερό. Ήταν όμορφη κι εύσωμη, ντυμένη στα σεμνά με ένα φουστάνι κατάσαρκο και λευκή μαντήλα δεμένη στα μαλλιά της. Όλη της η κίνηση έδειχνε τον καλό τρόπο και την ευγενική φύση.

“Καλησπέρα, κόρη μου,” της λέει ο Χριστός.

“Καλώς σας, Κύριε,” αποκρίθηκε εκείνη με γλυκό χαμόγελο. “Τι σας φέρνει στον τόπο μας;”

“Η λαχτάρα για νερό, κόρη μου.”

Κι αμέσως η γυναίκα, χωρίς δισταγμό ούτε στιγμή, γέμισε μια στάμνα με το πιο δροσερό νερό κι τους την έδωσε. Μα δεν έμεινε εκεί. Τους έβγαλε κι ένα κομμάτι ψωμί με άγριο μέλι κι ελιές, κι όταν είδε που ‘θελαν να συνεχίσουν το δρόμο τους, τους έδειξε με το χέρι της το μονοπάτι που οδηγούσε στην επόμενη κώμη.

“Από ‘κει θα περάσετε,” είπε. “Κι ας έχετε τον Θεό συντροφιά.”

Καθώς απομακρύνθηκαν κι έμεναν μόνοι τους στο δρόμο, στράφηκε ο Χριστός προς τους μαθητές του κι είπε:

“Αμήν λέγω υμίν, τον τεμπέλη που συναντήσαμε πρώτα κάτω απ’ την ακακιά; Αυτός θα πάρει γυναίκα του αυτή την κόρη μου που μας έδωσε νερό.”

“Μα πώς, Δάσκαλε;” ρώτησαν οι μαθητές όλοι μαζί. “Αυτή είναι τόσο καλόκαρδη κι εκείνος τόσο αμελής…”

“Αμήν λέγω υμίν,” αποκρίθηκε ο Χριστός. “Ο Πατήρ μου ο ουράνιος δεν θέλει κανέναν άνθρωπο να μένει μονάχος του. Κι αυτή η κόρη μου, με την καλοσύνη της κι τη φιλοξενία της, θα τον κάνει άνθρωπο. Θα του δείξει τι θα πει αγάπη κι υπευθυνότητα. Κι εκείνος, παρ’ όλη την αμέλειά του, θα της δώσει σπίτι, προστασία και ασφάλεια.”

Κι έτσι έγινε, όπως είπε ο Χριστός. Γιατί οι δρόμοι του Θεού είναι ανεξιχνίαστοι, κι η αγάπη βρίσκει πάντα το δρόμο της προς την καρδιά που τη χρειάζεται.

Αυτή την ιστορία μου την έλεγε η γιαγιά μου η Βασίλω από το Σταυροδρόμι (Αλβάνιτσα) Γορτυνίας Αρκαδίας, κι εγώ τη θυμάμαι ακόμα σαν να ‘ταν χθες.

pemptousia