Το ύδωρ αποτελεί το βασικώτερο στοιχείο του ανθρωπίνου σώματος. Χώμα και νερό, απετέλεσαν τα κύρια συστατικά με τα οποία πλάστηκε ο άνθρωπος από τον δημιουργό Θεό. Αποθνήσκων, αποδίδει τα στοιχεία αυτά, διαλυόμενα, στην φύση από όπου και τα δανείστηκε. Σε αυτό συνηγορεί και ο Όμηρος λέγοντας· «ὑμεῖς μέν πάντες ὕδωρ και γαῖα γένοισθε». Ο ίδιος ο Αριστοτέλης συγκρίνοντας τα διάφορα αγαθά από πλευράς αξίας, προσδίδει σπουδαιότητα στο «χρήσιμο» από ότι στο «σπάνιο» και γι’ αυτό συνηγορεί στην ρήση του Πινδάρου «ἄριστον μέν ὕδωρ…» καθότι το νερό κατέχει την πρώτη και μοναδική θέση μεταξύ των αγαθών.
Έτσι ο ίδιος ο Πίνδαρος εκθειάζοντας το ύδωρ, το αποκαλεί «μελιγαθές καί ἀμβρόσιον», δηλαδή γλυκύ σαν το μέλι και αθάνατο, θείο, γιατί η λέξη αμβρόσιος αποτελεί ποιητικό τύπο της λέξης άμβροτος, που σημαίνει αθάνατος, θείος, όπως και η αμβροσία που αποτελούσε την θεϊκή τροφή.
Ερχόμενοι στην ποιητική εκκλησιαστική γλώσσα, αναφέρεται το ύδωρ αλληγορικά ενίοτε, ως «πηγή ζωῆς» υπονοώντας τον Ιησού. Στον Ιωάννη (4,11) γίνεται λόγος για «Τό ὕδωρ τό ζῶν». Το ύδωρ που αποτελεί ένα μέσο καθαρμού, εξαγνισμού, υγείας, λούσεως ψυχικής και πνευματικής.
Ο ίδιος ο Χριστός παρομοιάζει αλληγορικά με το ύδωρ, την προς τους ανθρώπους δωρεά του Θεού, δηλαδή την δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η μικρή προλογική αναφορά στην σημασία της λέξης «ὕδωρ», θα μας βοηθήσει να προσεγγίσουμε βαθύτερα το νόημά της, σαν πολυσήμαντη έννοια στην ζωή του Χριστού.
Ποιος μπορεί να το φανταστεί; «Ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας» σε στιγμή ανθρώπινη ψελλίζει· «Διψῶ». Φυσικά δεν είναι η πρώτη του φορά που ζητάει το νερό. Δίψασε πολλές φορές στην επί γης ζωή του, αλλά η δίψα του είχε έναν παράξενο θεϊκό χαρακτήρα, που μάλλον εξέφραζε την ψυχική δίψα και κυρίως όχι την δική του, αλλά των ανθρωπίνων υπάρξεων. Έτσι λοιπόν κουρασμένος από την οδοιπορία και διψασμένος, καταφθάνει στο φρέαρ του Ιακώβ.
Μία γυναίκα που ήδη βρίσκεται εκεί, «αντικρίζει» την έκφρασή του· το αίτημα ενός αλλοεθνούς. «Δός μοι πιεῖν». Εκείνη απαντά· «Πῶς σύ Ἰουδαῖος ὤν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικός Σαμαρείτιδος;»
Έχθρα μεγάλη χώριζε Ισραηλίτες και Σαμαρείτες. Στα μαχαίρια οι δύο λαοί. Όμως ο καλός Σαμαρείτης παραμέρισε εθνικές διαφορές και διενέξεις και προέταξε το χρέος του απέναντι στον πλησίον, σώζοντας τον ημιθανή Ιουδαίο, την ίδια στιγμή που οι ομοεθνείς του τον εγκατέλειπαν δεινά κι ας ήταν και «άνθρωποι του Θεού».
Κάπως έτσι και τώρα ο Χριστός «κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο ἐπί τῆ πηγῆ». Η ώρα ήταν μεσημεριάτικη κάτω από τον καυτερό ήλιο, που δεν σεβόταν ούτε τον δημιουργό του.
Ο Χριστός λοιπόν λέει «Διψῶ». Αυτό το «διψῶ» όμως έχει αντίστροφη έννοια, αποτελώντας το προανάκρουσμα για το άνοιγμα της σκηνής της μετανοίας και της μετέπειτα σωτηρίας της Σαμαρείτιδος γυναικός. Ήταν έξυπνη γυναίκα γι’ αυτό αντελήφθη αμέσως το υπερκόσμιο, το κρυπτόμενο από την μορφή του επισκέπτου, οπότε προστρέχει χωρίς περαιτέρω δισταγμό να ικανοποιήσει την δίψα του «προφήτου», που στην ουσία ήταν το δικό της ξεδίψασμα, αφού την ίδια ώρα έπινε λαίμαργα «τό ὕδωρ τό ἁλλόμενον (αυτό που αναβλύζει) εἰς ζωήν αἱώνιον».
Πέρασε καιρός από τότε και η σκηνή της δίψας επαναλαμβάνεται μέσα στην στέπα του φονικού Γολγοθά. Η ατμόσφαιρα της πνευματικής ξηρασίας θα επιφέρει το σχίσιμο του καταπετάσματος του ναού εις δύο, από άνωθεν έως κάτω, και η γη θα σεισθεί και οι πέτρες θα ανοίξουν…
Μέσα σ’ αυτόν τον τόπο του ειδεχθέστερου εγκλήματος της ιστορίας, ο εν λόγω κατάδικος, ο στυγνός εγκληματίας κατά την θεώρηση των αδιάφθορων αρχόντων, πολιτικών και θρησκευτικών της εποχής, ξαναζητάει νερό όπως άλλοτε. Αυτή την φορά όμως όχι σαν οδοιπόρος, αλλά σαν «απόμαχος της βιοτικής πάλης», τερματίζοντας κατά παράξενο τρόπο το επί γης ταξίδι του. Ολοκλήρωσε μία μεγάλη πορεία και κατέλαβε δικαιωματικά το ηγετικό ύψωμα του Σταυρού. Μία οδύνη όμως τον συνθλίβει πιεστικά. Αυτή της αχαριστίας και της αγνωμοσύνης, επιδεινώνοντας περαιτέρω την σωματική εξουθένωση, οπότε τα στεγνά, ραγισμένα χείλη του ξεσπούν, ικετεύοντας ταυτόχρονα· «Διψῶ!». Μία λέξη απόλυτα μεταφορική που ψελλίζεται για να υποδείξει την σανίδα σωτηρίας την οποία πιάνοντάς την εμείς οι άνθρωποι σωζόμαστε. Όμως η ειρωνεία, ο χλευασμός, το «ἄλλους ἔσωσε ἐαυτόν οὐ δύναται σῶσαι», αποτελούν τον πικρό επίλογο με κατάληξη το «τετέλεσται».
«Η γλῶσσα μου κεκόλληται τῶ λάρυγγι μου (Ψαλ. 21,16)· ἐδίψησα καί οὐκ ἐποτίσατέ μοι» (Ματθ. 25,42). Η χαριστική βολή σε ένα μοναδικό βασιλιά δίδεται με ένα σφουγγάρι βουτηγμένο μέσα στο ξύδι, πλησιάζοντάς το στο στόμα που ζήτηξε λίγη δροσιά.
Μ’ αυτόν τον τρόπο «ικανοποιείται» το αίτημα του καταδίκου, προδίδοντας την επιτεινόμενη ανθρώπινη πώρωση· την εμπάθεια· την ειρωνεία· τον δεινό χλευασμό· την απόλυτη βλασφημία.
Ο Κύριος ποτίζεται «ὄξος μετά χολῆς μεμιγμένου» ονειδιζόμενος από αυτούς που ξεδίψασε τότε στην έρημο. ΤΟΤΕ βασανισμένοι από την δίψα οι Εβραίοι μέσα στην έρημο και βαρυγκομούντες κατά του Θεού, ξεδίψασαν, όταν η ράβδος του Μωυσέως κτύπησε την γη και ανέβλυσε ύδωρ.
«Διψῶ!» Μικρή λέξη, με μεγάλο νόημα! Υποκρύπτει τον διακαή πόθο της σωτηρίας, που προσφέρεται σπάταλα, χωρίς όμως ανταπόκριση.
Η αλλοεθνής Σαμαρείτιδα ήπιε το «ὕδωρ τό ζῶν» και ξεδίψασε. Όμως οι σταυρωτήδες συνεχίζουν να διψούν επιβαρύνοντας την θέση τους και στοιβάζοντας πολλαπλά κακουργήματα στον βαβελικό πύργο των ανοσιουργημάτων τους.
Έκτοτε το βλάσφημο έργο συνεχίζεται στα ίδια πλαίσια του παρελθόντος και χειρότερα «ἀντί τοῦ μάννα χολήν· ἀντί τοῦ ὕδατος, ὄξος» είναι η σκηνή της εμμονής και του αμαρτωλού πείσματος.
Ειδικά στις μέρες μας το όξος της αδιαφορίας και η χολή της τρισάθλιας ζωής μας, αποτελούν τον επίλογο της ανθρώπινης τραγωδίας και της προκλητικής ασεβείας απέναντι στον Χριστό.
Κάπου όμως στο βάθος της πνευματικής ερήμου, διαφαίνεται μία όαση! Πλήθη ανθρώπων συγκεντρωμένα τριγύρω, ανυπομονούν να δροσιστούν. Πρόκειται για το φρέαρ της εκκλησιαστικής ηγεσίας που κρατά διψασμένους τους 7.000 απροσκύνητους. Τον προδομένο πιστό λαό αποκομμένο από την θεία χάρη.
Δυστυχώς οι σύγχρονοι ποιμένες εκμεταλλεύονται το ύδωρ το ζών, για να αρδεύσουν τις ξερές και άγονες εκτάσεις του αφυδατωμένου καίσαρος. Η κύλιση του τροχού της ιστορίας φέρνει στην επιφάνεια εφιαλτικά, τους τσιφλικάδες του θεϊκού πνεύματος. Τους χριστοκάπηλους που κουρσεύουν ανοχείρωτες ψυχές, τους σταυροφόρους, που με τον σταυρό στην πλάτη διώκουν την Σταυρό. Τους ανυπότακτους Χριστιανούς. Βαρύς στεναγμός συγκλονίζει τα στήθη των απροσκύνητων και τα μαραμένα, κατάξερα χείλη τρέμουν μέσα στην ψυχική ερημία, ψελλίζοντας λέξεις μεστές οδυρμού· «Θεέ μου, ἵνα τί μᾶς ἐγκατέλιπες;»
Όμως αυτά τα ορίζει η θεία βουλή. Όπως αντιμετώπισε τον μονάκριβο γιό του, έτσι θα κάνει και μ’ εμάς τα υπόλοιπα παιδιά του. Το θεϊκό πεπρωμένο είναι αδύνατο να το αποφύγουμε. Το ποτήρι του μαρτυρίου πρέπει να πιωθεί μέχρι τελευταίας σταλαγματιάς. Τότε μόνο θα αλλάξει κάτι… Μετά το ακάνθινο στεφάνι θα πάρει την όψη του φωτοστέφανου της νίκης και κάθε αγκάθι θα αντικατασταθεί με μία ηλιαχτίδα και κάθε σταλαγματιά αίματος θα μετατραπεί σε διαμάντι φωτεινό. Είναι θείος κανόνας· χωρίς σταύρωση δεν πλησιάζει ανάσταση. Όμως αυτή η δυσώδης ατμόσφαιρα δεν πρέπει επ’ ουδενί να επηρεάσει την πνευματική ανάσα της Ελληνορθόδοξης ψυχής. Δεν πρέπει να φανεί έστω και ελάχιστη ολιγοψυχία. Δεν είμαστε μόνοι. Το μάτι του Θεού εποπτεύει τα πάντα. Παρακολουθεί άγρυπνα νύχτα, μέρα. Προ πάντων την νύχτα που εμείς υπνώττουμε, «Ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὄς τά πανθ’ ὁρᾶ» (Μένανδρος).
Μέσα στην κρίσιμη αυτή στιγμή, μέσα στην πίκρα του όξους και της χολής, το αόρατο χέρι της Θ. Προνοίας θα προστατεύσει τα παιδιά της. Την ίδια ώρα που οι υπόλοιποι κατασπαράσσονται από την ίδια τους την αμαρτία, κάποια φωνή ξεπροβάλλοντας από το υπερπέραν, στέλνει μήνυμα ελπίδος στα παιδιά της· «Οὐ μή σε ἀνῶ, οὐ δ’ οὐ μή σέ ἐγκαταλείπω» (Εβρ.13,5)
Αλλά χρειάζεται υπομονή. Κάθε καλό, υγιές, ποιοτικό, ακριβό, προπάντων ψυχωφελές απαιτεί χρόνο. Πολλή ώρα ο παραδοσιακός σιδεράς κτυπάει το σίδερο πάνω στο αμόνι για να το μορφοποιήσει σφυρηλατώντας το ανάλογα. Όμως το αποτέλεσμα τον αμείβει πλουσιοπάροχα, προπάντων όταν κάθεται και θαυμάζει το δημιούργημά του. Καιρός του λαλείν μέσω προσευχής.
Ας φωνάξουμε με θάρρος:
Μεγάλε στρατηλάτα Θεέ μας. Όλα τα μέτωπα τριγύρω μας καταρρέουν. Εμείς αμυνόμαστε του Θείου εδάφους. Βοήθησε μέσα από το γκρέμισμα των ηθικών αξιών και από την κάπνα των καιομένων ιδανικών μας να ξεπηδήσει η μετάνοια και η επιστροφή σε σένα, ομολογούντες ως Θεόν εσένα και ψάλλοντας «εὐλογεῖτε, τά ἔργα Κυρίου, τόν Κύριον».
Οι τρεις παίδες εν καμίνω ας αποτελέσουν τον φάρο που θα οδηγήσει φωτίζοντας τους ανυπότακτους Χριστιανούς κόντρα στο δόγμα το τυραννικό.