Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Η Κυριακή του Ασώτου (Ευαγγέλιο: Λουκ. ιε΄ 11-32)

 Η Κυριακή του Ασώτου
Η απερινόητη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο φαίνεται από την μεγάλη Του υπομονή, τη μεγάλη συγχωρητικότητά Του και τη μεγάλη χαρά Του. Τέτοια αγάπη στη γη μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη μητρική. Ποιος έχει μεγαλύτερη υπομονή προς κάθε πλάσμα στη γη, απ’ όση έχει μια μητέρα για το παιδί της; Ποιος έχει μεγαλύτερη συγχωρητικότητα από τη μητέρα; Ποιος κλαίει από χαρά όταν βλέπει τον μετανιωμένο αμαρτωλό, όσο μια μητέρα που βλέπει τη βελτίωση του παιδιού της;

Από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος, η μητρική αγάπη ξεπεράστηκε μόνο από τον Κύριο Ιησού Χριστό, με την αγάπη Του για τους ανθρώπους. Η υπομονή Του τον οδήγησε στα φοβερά πάθη Του στο σταυρό. Η συγχωρητικότητά Του πήγαζε από την καρδιά και τα χείλη Του, ακόμα κι όταν βρισκόταν στο σταυρό. Η χαρά Του γι’ αυτούς που μετανοούσαν, απάλυνε τους πόνους της στοργικής ψυχής Του. Μόνο η θεία αγάπη ξεπερνάει τη μητρική. Μόνο ο Θεός μας αγαπά περισσότερο από την ίδια τη μάνα μας. Μόνο Εκείνος μας συγχωρεί πιο εύκολα από εκείνη. Μόνο ο Θεός χαίρεται περισσότερο από τη μητέρα μας όταν εμείς βελτιωνόμαστε.

Αυτός που δεν έχει υπομονή μαζί μας όταν αμαρτάνουμε, δεν μας αγαπά. Ούτε μας αγαπά αυτός που δεν μας συγχωρεί όταν μετανοούμε για τις αμαρτίες μας. Και λιγότερο απ’ όλους μας αγαπά εκείνος που δεν χαίρεται όταν βελτιωνόμαστε.

Η υπομονή, η συγχωρητικότητα κι η χαρά είναι τα τρία μέγιστα χαρακτηριστικά της θείας αγάπης. Είναι χαρακτηριστικά της ολοκληρωτικής, της πραγματικής αγάπης – αν υπάρχει πραγματική αγάπη έξω από τη θεϊκή. Χωρίς τα τρία αυτά χαρακτηριστικά, η αγάπη δεν είναι αγάπη. Αν δώσεις το όνομα «αγάπη» σε οτιδήποτε άλλο, είναι σα να ’δινες το όνομα «πρόβατο» σε μια κατσίκα ή σ’ ένα γουρούνι.

Στην παραβολή του Ασώτου Υιού, ο Κύριος Ιησούς μας παρουσιάζει την εικόνα της πραγματικής, της θεϊκής αγάπης. Η εικόνα αυτή είναι ιστορημένη με τόσο ζωηρά και καθαρά χρώματα, ώστε μπροστά στα μάτια μας μοιάζει ζωντανή, όπως φαίνεται ο κόσμος μας μετά το σκοτάδι, όταν ανατέλλει ο ήλιος. Δυο χιλιάδες χρόνια τώρα τα χρώματα της εικόνας αυτής δεν ξεθώριασαν, ούτε και πρόκειται να ξεθωριάσουν όσο υπάρχουν άνθρωποι στη γη κι ο Θεός εξακολουθεί να τους αγαπά. Το αντίθετο μάλιστα. Όσο πιο αμαρτωλοί γίνονται οι άνθρωποι, τόσο πιο ζωντανή μοιάζει η εικόνα, τόσο πιο φρέσκια.

***

«Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας» (Λουκ. ιε΄ 11-12). Ένας άνθρωπος είχε δυο γιούς. Και είπε ο νεότερος απ’ αυτούς στον πατέρα του: πατέρα, δος μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει. Κι ο πατέρας τους μοίρασε την περιουσία.

Πόσο απλό μα και πόσο δραματικό είναι το ξεκίνημα της παραβολής αυτής! Πόσο βάθος κρύβεται κάτω από την απλότητα αυτή! Πίσω από τις λέξεις ἄνθρωπός τις, κρύβεται ο Θεός. Κάτω από τις λέξεις δύο υἱούς, υπάρχουν ο δίκαιος άνθρωπος κι ο αμαρτωλός, ή μάλλον, όλοι οι δίκαιοι άνθρωποι κι όλοι οι αμαρτωλοί. Ο δίκαιος άνθρωπος είναι μεγαλύτερος από τον αμαρτωλό. Ο Θεός στην αρχή δημιούργησε τον άνθρωπο δίκαιο. Αργότερα έγινε αμαρτωλός. Ο αμαρτωλός ζητάει το μερίδιό του, τόσο από το Θεό όσο κι από τον δίκαιο αδερφό του.

Με τους δυο γιούς πρέπει επίσης να κατανοήσουμε τη διπλή φύση που έχει κάθε άνθρωπος: τη μια που διψάει για το Θεό και την άλλη που ρέπει προς την αμαρτία. Η μια φύση πιέζει τον άνθρωπο να ζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, σύμφωνα με το νόμο του νου, που λέει ο απόστολος Παύλος· η άλλη τον σπρώχνει να ζει σύμφωνα με το νόμο της σάρκας (βλ. Ρωμ. ζ΄ 22-23). Έχουμε τον πνευματικό άνθρωπο και τον σαρκικό, δυο ανθρώπους να συνυπάρχουν στον ένα. Ο πνευματικός άνθρωπος δεν μπορεί να φανταστεί πως θα ζήσει μακριά από τον Θεό. Ο σαρκικός νομίζει πως η ζωή του αρχίζει μόνο όταν απομακρύνεται από το Θεό. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι πρεσβύτερος, ο σαρκικός νεότερος. Από την ίδια τη δημιουργία του ο πνευματικός άνθρωπος είναι πρεσβύτερος, αφού μαθαίνουμε πως ο Θεός είπε στην αρχή: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν» (γέν. α΄ 26).

Εικόνα του Θεού είναι η πνευματική φύση του ανθρώπου, όχι η σαρκική. Εξάλλου ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο από τον πηλό (Γέν. β΄ 7), στον οποίο «ἐνεφύσησεν» την εικόνα που είχε ήδη διαμορφωθεί, δηλαδή τον πνευματικό άνθρωπο. Βέβαια το ανθρώπινο σώμα, όπως το δημιούργησε ο Θεός, αν και ήταν πηλός δεν ήταν αμαρτωλό, έστω κι αν αυτό οδήγησε τον άνθρωπο στην αμαρτία. Επίσης η Εύα ήταν νεότερη από τον Αδάμ. Δημιουργήθηκε από το σώμα του Αδάμ, αλλά παραβίασε την εντολή του Θεού κι έπεσε στον πειρασμό λόγω των επιθυμιών της σάρκας της. Με την πτώση της χωρίστηκε από το Θεό και οδηγήθηκε «εἰς χώραν μακράν», στο βασίλειο του Σατανά.

Δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Έτσι μιλάει στο Θεό ο αμαρτωλός. Γιατί έτσι είναι. Τι ανήκει στον άνθρωπο, που δεν είναι του Θεού; Ο πηλός, μόνο ο πηλός, τίποτ’ άλλο. Είναι αλήθεια πως τον πηλό τον δημιούργησε ο Θεός. Ο πηλός όμως δεν είναι μέρος της ύπαρξής Του. Έτσι μόνο ο άνθρωπος μπορεί να ισχυριστεί πως ο πηλός του ανήκει. Όλα τ’ άλλα είναι του Θεού. Όλα τ’ άλλα ανήκουν στο Θεό. Όσο ο άνθρωπος δεν είναι χωρισμένος από το Θεό, όλα όσα ανήκουν στο Θεό, ανήκουν και στον ίδιο. Όπως ο Θεός λέει: «τέκνον… πάντα τὰ ἐμά, σά ἐστιν» (Λουκ. ιε΄ 31), έτσι κι ο άνθρωπος θα μπορούσε να πει σ’ αυτήν την περίπτωση: «πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ιωάν. ιστ΄ 15).

Όταν ο άνθρωπος αποφασίσει να χωριστεί από το Θεό· κι όταν ζητήσει να λάβει το μερίδιό του από τ’ αμέτρητα αγαθά του Θεού, ο Θεός μπορεί να μην του δώσει τίποτα, χωρίς να χάσει τη δικαιοσύνη Του. Γιατί χωρίς το Θεό ο άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Κι όλα όσα κατέχει, είναι τίποτα. Όταν ο Θεός του δίνει πηλό, δηλαδή μόνο σώμα χωρίς πνεύμα, χωρίς ψυχή, χωρίς πνευματικές δωρεές, πάλι του έχει δώσει περισσότερα απ’ όσα του ανήκουν. Και του τα ’δωσε αυτά όχι ως πράξη δικαιοσύνης, αλλά ελέους. Καθώς όμως το έλεος του Θεού είναι απροσμέτρητα ανώτερο από το έλεος που έχει μια μητέρα προς το παιδί της, ο Θεός δίνει στο αμαρτωλό παιδί Του κάτι περισσότερο από πηλό. Μαζί με το σώμα δηλαδή του δίνει και ψυχή, όπως και στα ζώα, του αφήνει και κάποια πνευματικά χαρίσματα όπως επίγνωση, συνείδηση, επιθυμία του καλού. Κι αυτά δεν είναι παρά μόνο ένας μικρός σπινθήρας, αρκετός να τον διαφυλάξει για να μην πέσει χαμηλά και φτάσει στο επίπεδο των ζώων, για να μη γίνει ένα ζώο ανάμεσα στα άλλα.

«Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον». Ο πρεσβύτερος γιος κάθισε μαζί με τον πατέρα του κι απολάμβανε όλα τα αγαθά του. Ο νεότερος γιός όμως «μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα… ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως» (Λουκ. ιε΄ 13). Μετά από λίγες μέρες μάζεψε όλα όσα του έδωσε ο πατέρας του και πήγε σε μια μακρινή χώρα. Εκεί έζησε με ασωτεία και σπατάλησε όλη την περιουσία του.

Αυτό το μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας, δε θυμίζει τη σύντομη παραμονή του Αδάμ στον παράδεισο; Όταν αμάρτησε ο Αδάμ, ζήτησε κι έλαβε από το Θεό το μερίδιό του. Τότε είδε τη γύμνωσή του. Είδε δηλαδή πως χωρίς το Θεό δεν είναι τίποτα. Κι ο Θεός με το έλεός Του δεν τον έδιvξε γυμνό, αλλά του έδωσε ρούχα. «Καὶ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ᾿Αδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς» (Γέν. γ΄ 21). «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. γ΄ 19), είπε στον Αδάμ. Αυτό σημαίνει: Στην καλύτερη περίπτωση μόνο ο πηλός είναι δικός σου. Όλα τ’ άλλα είναι δικά μου. Ζήτησες αυτό που σου ανήκει κι Εγώ σου το έδωσα. Για σένα όμως, για να μπορέσεις να ζήσεις έστω και στη σκιά αυτού που ήσουν πριν, σου δίνω και κάτι παραπάνω. Σου δίνω ένα σπινθήρα της θεϊκής μου δύναμης και αξίας.

Αυτό που έπαθε ο Αδάμ επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά σε εκατομμύρια απογόνους του. Όλοι εκείνοι που με την αμαρτία τους χωρίστηκαν από το Θεό, λαβαίνουν το μερίδιό τους κι αποδημούν εἰς χώραν μακράν. Ο Θεός δε θα πιέσει κανέναν να μείνει μαζί Του. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο και δε θέλει με τίποτα να περιορίσει την ελευθερία του, γιατί αυτό θα ’ταν αντίθετο στη θεϊκή Του φύση.

Τι κάνει τώρα ο ανόητος αμαρτωλός άνθρωπος όταν απομακρύνεται από το Θεό, όταν χωρίζεται απ’ Αυτόν; Αποδημεί σε χώρα μακρινή και σπαταλάει την περιουσία του ζώντας με ασωτείες. Αυτά δεν τα έχει κάνει ένας μόνο αμαρτωλός. Δεν τα έκανε μόνο ο νεότερος γιος της παραβολής. Αυτά τα κάνουν όλοι οι άνθρωποι όταν χωρίζονται από το Θεό, αφού «ἐξέλιπαν ἐν ματαιότητι αἱ ἡμέραι αὐτῶν» (Ψαλμ. οζ΄ 33).

Τι σημαίνει ζῶν ἀσώτως; Πως τις μέρες του τις δαπάνησε άσκοπα, μέσα στην αμαρτία, με μεθύσια, διαπληκτισμούς, οργή, σπατάλες και κυρίως με ανηθικότητα. Με αμαρτίες που σπαταλούν τις ζωτικές λειτουργίες γρήγορα και ολοκληρωτικά, ενώ ο θεϊκός σπινθήρας εξαφανίζεται. Όταν ο άνθρωπος δεν έχει αγάπη, παραδίνεται στα πάθη. Όταν ο άνθρωπος εγκαταλείπει το δρόμο του Θεού, κυκλώνεται από πλήθος παθών και περιφέρεται από δω κι από κει. Ο άνθρωπος αυτός είναι σα να παίρνει το τσεκούρι και να κόβει τις ίδιες τις ρίζες της ζωής του. Κόβει κάθε μέρα κι από μια ρίζα, ωσότου το δέντρο αρχίσει να μαραίνεται.

Ο Άσωτος Υιός έζησε άσκοπά και σπατάλησε όλη την περιουσία που του έδωσε ο πατέρας του. «Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι». Κι αφού τα ξόδεψε όλα, στη μακρινή αυτή χώρα έπεσε πείνα μεγάλη κι άρχισε κι ο ίδιος να πεινά. Στη μακρινή αυτή χώρα, μακριά πολύ από το Θεό, υπάρχει πάντα πείνα, γιατί η γη δεν μπορεί να χορτάσει τον πεινασμένο άνθρωπο. Η τροφή της το μόνο που κάνει, είναι να αυξάνει την πείνα του. Η γη μόνο τα άλογα ζώα μπορεί να χορτάσει. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χορτάσει τον άνθρωπο. Στη μακρινή χώρα πάντα υπάρχει πείνα. Ο αμαρτωλός που ξεχνά τελείως το Θεό και δαπανά όλες τις ζωτικές δυνάμεις του, που ο Θεός του έδωσε με το μερίδιό του, πέφτει σε μεγάλη πείνα. Μια πείνα που δεν μπορεί να την κορέσει ούτε για μια στιγμή η γη ολόκληρη, με όλα τα αγαθά της.

Το ίδιο γίνεται μέχρι σήμερα με κάθε αμαρτωλό που παραδίδεται ολοκληρωτικά στη γη, στο σώμα και τις σωματικές απολαύσεις. Η τραγωδία για τον αμαρτωλό αρχίζει όταν όλ’ αυτά γίνονται αποκρουστικά, μοιάζουν με βρώμα και δυσωδία. Τότε αρχίζει να παραπονιέται για τον κόσμο ολόκληρο, να καταριέται την ίδια του τη ζωή. Με στεγνό το σώμα αλλά και την ψυχή του, νιώθει σα να ’χει μέσα του ένα κενό, σα να ’ναι ένα καλάμι ξερό, απ’ όπου περνάει παγερός αέρας. Όλα του φαίνονται μαύρα. Όλα είναι άσχημα, αηδιαστικά. Σ’ αυτή την κατάσταση που βρίσκεται τα ’χει χαμένα, δεν ξέρει τι να κάνει. Δεν πιστεύει στη ζωή του. Πώς τότε μπορεί να πιστέψει στην άλλη; Εκείνη την έχει ξεχάσει εντελώς, τούτην εδώ άρχισε να την μισεί. Τι κάνουμε τώρα; Πού πάμε; Το σύμπαν ολόκληρο τον πιέζει και πουθενά δε βλέπει πόρτα με ένδειξη «έξοδος».

Ο τάφος δεν είναι διέξοδος, είναι είσοδος. Κι όταν ο άνθρωπος βρίσκεται σε τέτοια απελπισμένη κατάσταση, του παρουσιάζεται ο σατανάς, που όλον αυτόν τον καιρό ήταν κοντά του και τον οδηγούσε από αμαρτία σε αμαρτία, αν και κρυφά, αόρατα. Τώρα όμως του παρουσιάζεται, τον παίρνει στην υπηρεσία του και τον στέλνει στον αγρό του για να ποιμάνει τους χοίρους. Όπως λέει κι η παραβολή, «πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους» (Λουκ. ιε΄ 15).

Αυτό παθαίνει κάθε ανυπάκουος γιος που έφυγε μακριά από τον πατέρα του. Τον αποχαιρέτησε γεμάτος υπερηφάνεια και μεγάλα σχέδια για τη ζωή του, για την ευτυχία του, αλλά κατάντησε δούλος κάποιου που ήταν χειρότερος από τον ίδιο, έγινε ποιμένας σε ξένους χοίρους.

Είναι φανερό ότι με τον ένα των πολιτών της χώρας εκείνης, εννοεί τον πονηρό. Εδώ βέβαια αναφέρεται άνθρωπος, όπως κι ο πατέρας ονομάζεται άνθρωπος, ιστορείται όμως μ’ έναν τρόπο εντελώς αντίθετο από τον «πατέρα-άνθρωπο» από τον οποίο έφυγε ο ανόητος γιος. Αυτός εδώ δεν είναι άνθρωπος της ουράνια βασιλείας, ούτε καν της επίγειας, αλλά κάποιας τρίτης, της βασιλείας του σκότους και της φρίκης, της παρακμής και της γέεννας, της βασιλείας των δαιμόνων. Με τον πρώτο, τον «πατέρα-άνθρωπο», ο αμαρτωλός ονομάζεται γιος, με τον άλλο, τον «πονηρό-άνθρωπο», ονομάζεται δούλος. Όταν ήταν κοντά στον «πατέρα-άνθρωπο» ήταν ευλογημένος, είχε όλα τα αγαθά και μάλιστα με αφθονία. Με τον άλλον, τον «πονηρό-άνθρωπο», πεινάει. Πεινούσε τόσο πολύ, ώστε ήθελε να φάει τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, μα κανένας δεν του έδινε ούτε καν απ’ αυτά.

Οι χοίροι εδώ έχουν μια βαθύτερη σημασία. Μ’ αυτούς πρέπει να υπονοήσουμε τα πονηρά πνεύματα, τους κατοίκους της βασιλείας των δαιμόνων. Τα πονηρά πνεύματα είναι φορείς κάθε ακαθαρσίας. Και οι χοίροι είναι τα ορατά σύμβολα της βρωμιάς. Όταν ο Κύριος «ἐξέβαλε» τα πονηρά πνεύματα από τον δαιμονισμένο στα Γάδαρα, τα έστειλε στους χοίρους (βλ. Λουκ. η΄ 32-33). Όπως οι χοίροι είναι κολλημένοι στη γη, έτσι και τα πονηρά πνεύματα ριζώνουν μέσα στον άνθρωπο, ωσότου βρουν μέσα του κάποια ακαθαρσία για να τραφούν. Με τα ξυλοκέρατα πρέπει να υπονοήσουμε κάθε ακαθαρσία του μέσα ανθρώπου, δηλαδή πονηρές σκέψεις, ιδιοτελείς, αμαρτίες, ακάθαρτες και λάγνες επιθυμίες κι άλλα πάθη. Τα πονηρά πνεύματα τρέφονται και ικανοποιούνται με όλα όσα απομυζούν την ψυχή και την μαραίνουν. Όλα όσα γίνονται στο σκότος της ψυχής του ανθρώπου, εκεί που δε φτάνει ο θείος φωτισμός, όπως οι καρποί που αναπτύσσονται μέσα στο έδαφος, είναι η ακάθαρτη τροφή για τα πονηρά πνεύματα.

Τα πονηρά πνεύματα όμως δε δίνουν την τροφή αυτή στον άνθρωπο από τη στιγμή που μπήκε στην υπηρεσία τους. Τον τρέφουν ως τη στιγμή που θα γίνει ολότελα δικός τους, που θα υποταχθεί στη δύναμή τους. Μετά, όταν τον έχουν στο χέρι τους, δεν υπάρχει λόγος να τον ταΐσουν άλλο. Η τροφή τους είναι δηλητήριο· κι αυτός τώρα έχει δηλητηριαστεί ολόκληρος. Αυτό που ως τότε ήταν δηλητήριο, τώρα τον τρέφει. Ροκανίζουν την ψυχή του και περιμένουν την ώρα που θ’ αποχωριστεί από το σώμα, τότε που θα μπορούν να τη ταΐσουν με ακόμα μεγαλύτερα βάσανα στο σκοτάδι της γέενας. Όπως είπε ο προφητάνακτας Δαβίδ, «κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος» (Ψαλμ. ρμβ΄ 3). Ο Άσωτος Υιός έμοιαζε με νεκρό προτού πεθάνει σωματικά.

***

Τη στιγμή εκείνη όμως, που ο Άσωτος Υιός βρισκόταν στην έσχατη απόγνωση, την ώρα της μεγάλης πείνας και του τρόμου, μια σπίθα άναψε μέσα του. Μια ξεχασμένη, εντελώς απρόσμενη σπίθα. Από πού φάνηκε η σπίθα αυτή σε σβησμένα κάρβουνα; Πώς ξεπήδησε σπίθα από νεκρό σώμα; Ήρθε από εκεί που επισημάναμε από την αρχή. Πώς ο πατέρας, την ώρα που έδινε στο γιο την αναλογία του, έδωσε κάτι παραπάνω από το μερτικό του. Μαζί με τον πηλό του έδωσε κι έναν σπινθήρα συνείδησης και επίγνωσης. Όταν ο σοφός και εύσπλαχνος πατέρας του έδινε το μερίδιο της περιουσίας που του ανήκε, ήταν σα να μονολογούσε: «Θα του δώσω κι αυτό: λίγη συνείδηση και επίγνωση, κάτι απ’ αυτό που θέλησε να εγκαταλείψει φεύγοντας. Γιατί όχι; Θα το χρειαστεί. Φεύγει, πηγαίνει σε χώρα κρύα, φτωχή. Όταν βρεθεί σε μεγάλη ανάγκη, και μόνο αυτή η σπίθα μπορεί να φωτίσει το δρόμο που θα τον οδηγήσει πίσω σε μένα. Εντάξει. Ας το πάρει κι αυτό. Θα το χρειαστεί. Η σπίθα αυτή θα τον σώσει».

Κι έτσι έγινε. Η σπίθα αυτή έλαμψε στο βαθύ σκοτάδι, ακριβώς τη δωδέκατη ώρα, τότε που ο Άσωτος Υιός είχε φτάσει στο τρίτο βασίλειο κι είχε παραδοθεί στην υπηρεσία του διαβόλου. Έλαμψε μέσα του σαν μαγικό φαναράκι το ξεχασμένο από παλιά φως της συνείδησης και της επίγνωσης. Και στη λάμψη του φαναριού αυτού ήρθε στον εαυτό του, σε επίγνωση. Μόνο με το φωτισμό της μικρής αυτής σπίθας κατόρθωσε να δει την άβυσσο όπου είχε πέσει, να νιώσει όλη τη δυσοσμία που είχε ανασάνει, το βρώμικο περιβάλλον όπου ζούσε και τη διεφθαρμένη κοινωνία στην οποία είχε ενταχθεί. Με το φως που ανέδιδε το μικρό φαναράκι, αυτό που είχε βάλει στην ψυχή του ο εύσπλαχνος πατέρας τους, ξύπνησε από το φοβερό όνειρο κι άρχισε να συγκρίνει τη ζωή που έκανε παλιότερα, κοντά στον πατέρα του, με κείνην που ζούσε τώρα.

«Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ» (Λουκ. ιε΄ 17-19). Κάποια στιγμή συνήλθε, ήρθε στον εαυτό του και σκέφτηκε: πόσους μισθωτούς έχει ο πατέρας μου που χορταίνουν με το παραπάνω από τα αγαθά του κι εγώ πεθαίνω της πείνας; Ας σηκωθώ κι εγώ λοιπόν κι ας γυρίσω κοντά του λέγοντας: πατέρα μου, αμάρτησα και στον ουρανό, στο Θεό, μα και σε σένα. Τώρα πια δεν είμαι άξιος να ξαναγίνω γιος σου. Και με τη σκέψη αυτή ξεκίνησε για να ’ρθει στον πατέρα του.

Ο Θεοφύλακτος λέει: «Από το εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν συμπεραίνουμε πως όσο καιρό ζούσε στην αμαρτία, ήταν εκτός εαυτού. Κι έτσι είναι. Όταν περιπλανιόμαστε με τις αισθήσεις μας έξω από τον εαυτό μας, αποξενωνόμαστε από μας τους ίδιους, από τον εσωτερικό μας κόσμο και εγκαταλείπουμε τη βασιλεία του Θεού που είναι εντός ημών».

Με το που άρχισε να λάμπει η σπίθα στην ψυχή του Ασώτου Υιού και με το που έκανε τη σύγκριση ανάμεσα στη ζωή που έκανε κοντά στον πατέρα του και σε κείνην που ζούσε τώρα στη μακρινή χώρα, πήρε την απόφαση: Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου. Ας σηκωθώ, είπε. Αναγνώρισε έτσι το τέλμα όπου βρισκόταν. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει. Ο ένας είναι αυτός που οδηγεί χαμηλά, στα βάθη της δαιμονικής αβύσσου, κι ο άλλος είναι αυτός που οδηγεί ψηλά, στον πατέρα. Κι ο πατέρας του είναι πλούσιος. Πείνα δεν υπάρχει κοντά του. Οι μισθωτοί υπηρέτες του τρώνε καλά κι έχουν και περισσεύματα· κι αυτός, ο γιος του, λιμοκτονεί, πεθαίνει της πείνας.

«Ψωμί» εδώ πρέπει να εννοήσουμε τη «ζωή». Οι «μισθωτοί υπηρέτες» είναι υπάρξεις στη δημιουργία του Θεού, κατώτερες από τους ανθρώπους, όπως τα ζώα κι άλλα όντα. Ο Άσωτος Υιός είχε πέσει πιο χαμηλά από τα ζώα. Και ζητούσε να ζει τουλάχιστο όπως τα ζώα, που όμως δεν είναι ελεύθερες υπάρξεις. Τα κυβερνά ο Θεός αποκλειστικά με τη δύναμη και τη θέλησή Του. Τα φροντίζει, τους χαρίζει ζωή, και τους παρέχει τροφή ανάλογα με τις ανάγκες τους. Ο Άσωτος Υιός όμως σπατάλησε τις ζωτικές αυτές δυνάμεις που ο Θεός έδωσε στα ζώα και που αυτά τις διαχειρίζονται σωστά.

Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Με τη λέξη «ουρανός» εδώ πρέπει να εννοήσουμε κατ’ αρχήν ολόκληρο το χορό των αγγέλων του θεού και ιδιαίτερα τους φύλακες αγγέλους. Έπειτα τις πνευματικές δωρεές που ο Θεός χαρίζει σε κάθε άνθρωπο, ακόμα και στον αμαρτωλό. Το ότι ο ουρανός εδώ αναφέρεται στους αγγέλους του Θεού φαίνεται κι από τα ίδια τα λόγια του Κυρίου: «Χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε΄ 7, 10). Εφόσον λοιπόν υπάρχει χαρά για τον αμαρτωλό που μετανοεί, υπάρχει και λύπη για τον αμετανόητο.

Το ότι ο «ουρανός» σημαίνει επίσης τις πνευματικές δωρεές που χαρίζει ο Θεός στον άνθρωπο, φαίνεται κι από τα εξής λόγια του αποστόλου Παύλου: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν;» (Α΄ Κορ. στ΄ 19). Κι ακόμα πιο καθαρά φαίνεται από τα λόγια του Σωτήρα μας: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ΄ 21). Έτσι, αυτός που αμαρτάνει εναντίον του Θεού, αμαρτάνει κι εναντίον των αγγέλων του Θεού, καθώς κι εναντίον του δίκαιου ανθρώπου που βρίσκεται μέσα του, αφού ο ίδιος ανήκει στο Θεό. Αυτό σημαίνει το «ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανόν. Γι αυτό κι ο Άσωτος Υιός λέει: Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου.

«Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν» (Λουκ. ιε΄ 20). Κι ενώ βρισκόταν ακόμα μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε αμέσως κοντά του, έπεσε με αγάπη στον τράχηλό του και τον γέμισε φιλιά.

Αυτή είναι η αγάπη του Θεού! Απροσμέτρητη, ευγενική, μεγαλειώδης! Όσο μεγάλη ήταν ως τώρα η υπομονή του για τον αμαρτωλό, άλλη τόση είναι τώρα η συγχωρητικότητα κι η χαρά Του. Με το που θα μετανοήσει ο αμαρτωλός κι αποφασίσει να επιστρέψει στο Θεό, Εκείνος έχει ξεκινήσει ήδη να τον συναντήσει, να τον υποδεχτεί, να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει.

Η χαρά της μάνας όταν βλέπει την προκοπή του παιδιού της, είναι μεγάλη. Η χαρά του τσοπάνου όταν βρίσκει το χαμένο πρόβατο, είναι μεγάλη. Η χαρά της γυναίκας που βρίσκει το χαμένο νόμισμά της, είναι μεγάλη. Καμιά από τις χαρές αυτές όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με τη χαρά του Θεού όταν βλέπει τον αμαρτωλό να μετανοεί και να επιστρέφει κοντά Του.

Με το που θα κάνει την πρώτη κίνηση η καρδιά μας προς τη μετάνοια, ακόμα κι αν είμαστε μακριά, ο Θεός το γνωρίζει. Θα μας δει πιο γρήγορα κι από την ταχύτητα του φωτός και θα τρέξει να μας συναντήσει. Να συναντήσει το νέο άνθρωπο που αναγεννήθηκε μέσα μας με τη μετάνοια. «Κύριε», κράζει ο προφητάνακτας στον πάνσοφο Θεό, «σὺ συνῆκας τοὺς διαλογισμούς μου ἀπὸ μακρόθεν» (Ψαλμ. ρλη΄ 2).

Ο ουράνιος Πατέρας μας θα τρέξει να μας υποδεχτεί, θ’ ανοίξει διάπλατα την αγκαλιά Του και θα μας σφίξει, για να μην ξαναγυρίσουμε στη δαιμονική άβυσσο, στους αγρούς των χοίρων, στη γη της πείνας. «Ἐγγίσατε τῷ Θεῷ καὶ ἐγγιεῖ ὑμῖν» (Ιακ. δ΄ 8).

Πόσο ευλογημένη είναι η σπουδή Του για βοήθεια! Πόσο ευλογημένα είναι τα χέρια Του! Αν δεν έχουμε αφανίσει έστω και την τελευταία σπίθα της συνείδησης και της επίγνωσης που έχουμε μέσα μας, πρέπει να ντρεπόμαστε για την τόσο μεγάλη, και απροσμέτρητη αγάπη του Θεού. Πρέπει να μετανοήσουμε αμέσως, χωρίς καθυστέρηση, να τρέξουμε με τα μάτια χαμηλωμένα και τις καρδιές μας υψωμένες στην αγκαλιά του Πατέρα που είχαμε απορρίψει.

Όταν ο μετανιωμένος γιος έφτασε στον πατέρα του, του είπε εκείνα που είχε σχεδιάσει να του πει: Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. Δεν του είπε όλα όσα είχε σκεφτεί. Η συνέχεια ήταν: ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Μα ο πατέρας του δεν τον αφήνει να τελειώσει. Δεν αφήνει τον μετανιωμένο να ταπεινωθεί και να ζητήσει να γίνει μισθωτός υπηρέτης. Γι’ αυτό και τον διακόπτει, τον αγκαλιάζει κι αρχίζει να τον φιλάει. Ο εύσπλαχνος πατέρας αγκαλιάζει τον ρακένδυτο, λασπωμένο, ισχνό και απεριποίητο γιο του και φωνάζει στους υπηρέτες Του: «Ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη» (Λουκ. ιε΄ 22-23). Βγάλτε την καλύτερη στολή και ντύστε τον, βάλτε του δαχτυλίδι στο χέρι και παπούτσια στα πόδια, για να μη περπατά ξυπόλυτος. Φέρτε και το θρεφτό μοσχάρι, σφάξτε το κι ελάτε να το πανηγυρίσουμε, να ευφρανθούμε. Γιατί ο γιος μου αυτός ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε.

Η καλύτερη στολή συμβολίζει όλον τον πλούτο και το κάλλος των πνευματικών δωρεών του Θεού. Είναι η στολή της αγιότητας και της αγνότητας που φορούσε ο Αδάμ προτού αμαρτήσει, πέσει κι οδηγηθεί μακριά από το Θεό, εἰς χώραν μακράν. Η στολή αυτή είναι ο ίδιος ο Χριστός, γι’ αυτό και ονομάζεται «πρώτη», η καλλίτερη. Δεν υπάρχει καλλίτερη στολή απ’ αυτήν στον ουρανό. Λέει ο απόστολος: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν έβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. γ΄ 27). Η ψυχή που είχε απογυμνωθεί από κάθε καλό, τώρα ξαναντύνεται από την αρχή. Την παλιά και κουρελιασμένη στολή την πετούν και τον ντύνουν με την καινούργια, την «πρώτη». Η νέα αυτή στολή, η «πρώτη», συμβολίζει το νέο άνθρωπο, τον ανα-γεννημένο, που έχει συγχωρηθεί κι έχει γίνει δεκτός από το Θεό. Χωρίς τη στολή αυτή κανένας δεν μπορεί να ζήσει στη βασιλεία του Θεού, όπως βλέπουμε καθαρά από την παραβολή των γάμων του Υιού του βασιλιά (πρβλ. Ματθ. κβ΄ 2-14). Σύμφωνα με τον απόστολο, η στολή συνίσταται από «σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πρᾳότητα, μακροθυμίαν… ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις (ἀπὸ) τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος» (Κολ. γ΄ 12-14).

Το δαχτυλίδι στο χέρι συμβολίζει τον αρραβώνα της ψυχής με το Χριστό. Ο μετανιωμένος απαρνιέται όλες τις αμαρτωλές σχέσεις του με τον κόσμο, η ψυχή του προσκολλάται στο Χριστό και παραμένει ενωμένη μαζί Του, σε μια ένωση αδιάλυτη. Ο αρραβώνας αυτός γίνεται με τη δύναμη και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που σφραγίζει όλες τις ουράνιες δωρεές.

Δότε… ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, λέει ο πατέρας στους υπηρέτες. Τα υποδήματα συμβολίζουν τη δύναμη της θέλησης, που βοηθεί τον άνθρωπο να βαδίσει σταθερά στα μονοπάτια του Θεού, χωρίς να παρεκκλίνει δεξιά ή αριστερά, χωρίς πισωγυρίσματα.

Ο μόσχος ο σιτευτός που θυσιάστηκε είναι ο ίδιος Ιησούς Χριστός, που παραδόθηκε εκούσια στο θάνατο για την κάθαρση των αμαρτωλών από τις αμαρτίες τους.

Οι υπηρέτες εδώ συμβολίζουν είτε τους αγγέλους είτε τους ιερείς. Αν ο οίκος του πατέρα είναι ο ίδιος ο ουρανός, τότε οι υπηρέτες πρέπει να είναι οι άγγελοι. Αν τον οίκο του πατέρα τον εκλάβουμε ως την επίγεια Εκκλησία, κάτι που είναι επίσης σωστό, τότε οι υπηρέτες πρέπει να είναι οι ιερείς, που καλούνται να λειτουργήσουν το μυστήριο της θυσίας του Χριστού κι έτσι να προετοιμάσουν τους ανθρώπους για την αιώνια ζωή. Εδώ μάλλον εννοεί την Εκκλησία. Κι αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ο Άσωτος Υιός δεν ήταν ακόμα σωματικά νεκρός· κι ωσότου ο άνθρωπος αναχωρήσει απ’ αυτόν τον κόσμο, ανήκει στη βασιλεία του Θεού, που στη γη λειτουργεί με τη μορφή της Εκκλησίας. Το ότι τους υπηρέτες όμως πρέπει να τους βλέπουμε και σαν αγγέλους, φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι οι άγγελοι παρίστανται στην εκκλησία κατά την τέλεση των θείων μυστηρίων, αλλά κι από το άλλο γεγονός, ότι ο Θεός χρησιμοποιεί τους αγγέλους-φύλακες των ανθρώπων, για να τους οδηγεί στο δρόμο της σωτηρίας.

Ὅτι οὗτος ὁ Υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Σωματικά ο γιος του ήταν ζωντανός ακόμα, μα η ψυχή του ήταν νεκρή. Η σπίθα της θεϊκής δωρεάς παρέμενε ακόμα ζωντανή μέσα του. Αυτή ανάστησε την ψυχή του. Χαμένος ήταν από τη στιγμή που ζήτησε από τον πατέρα το μερίδιο της περιουσίας του. Ἐλθὼν δὲ εἰς ἑαυτόν. Αυτό σημαίνει πως ήρθε στον εαυτό του, απόκτησε επίγνωση στο φως της θεϊκής σπίθας, που ως τότε είχε χάσει. Ο Θεός τον γνώριζε, τον παρακολουθούσε ως την ύστατη στιγμή, τη στιγμή της μετάνοιας.

***

Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Κι άρχισαν όλοι να χαίρονται, να πανηγυρίζουν και να ευφραίνονται. Εκείνη την ώρα όμως έφτασε στο σπίτι ο μεγάλος αδερφός, ο «πρεσβύτερος» και ρώτησε να μάθει τι είχε γίνει. Κι όταν έμαθε, οργίστηκε και είπε στον πατέρα του: «Ἰδοὺ, τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν» (Λουκ. ιε΄ 29). Ορίστε, τόσα χρόνια σε υπηρετώ και ποτέ δεν καταπάτησα κάποια εντολή σου. Κι όμως, ποτέ δεν μου έδωσες ένα κατσίκι για να γλεντήσω με τους φίλους μου. Και τώρα που ήρθε ο γιος σου αυτός, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το θρεφτό μοσχάρι.

Έτσι μίλησε στον πατέρα του ο δίκαιος γιος. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οργισμένοι, μιλούν κάποιοι δίκαιοι άνθρωποι της Εκκλησίας όταν Εκείνη υποδέχεται με ιλαρότητα και επιείκεια τους μετανιωμένους αμαρτωλούς και τους οδηγεί στο μυστήριο της θείας κοινωνίας. Έτσι μίλησαν πολλοί δίκαιοι άνθρωπο της Παλαιάς Διαθήκης όταν είδαν το Θεό να προσφέρει το μονογενή Του Υιό θυσία για τις νεότερες και πιο αμαρτωλές γενιές των ανθρώπων. «Δε μας έδωσε ποτέ ούτε ένα κατσίκι!» Αν συγκρίνουμε την καταπληκτική θυσία που έκανες γι’ αυτούς τους αμαρτωλούς και άσωτους απογόνους μας, για μας δεν έκανες ούτε την παραμικρή θυσία, την πιο ασήμαντη». Μετά, επειδή τα ερίφια γενικά συμβολίζουν την αμαρτία, οι ίδιοι αυτοί δίκαιοι άνθρωποι θα μπορούσαν να πούνε. «Μας απαγόρεψες να κάνουμε έστω και τη μικρότερη αμαρτία -μικρή και ασήμαντη όσο ένα κατσίκι- και τώρα ανταμείβεις τις αμαρτωλές αυτές γενιές με το μεγαλύτερο θησαυρό Σου – με τη θυσία του Υιού Σου!»

Αν προχωρήσουμε ακόμα, θα δούμε πως η φαινομενικά απλή αυτή παραβολή εισχωρεί στην καρδιά ολόκληρης της Ιστορίας του ανθρώπινου γένους, από την πτώση του Αδάμ ως τον πλέον δίκαιο, τον Κύριο Ιησού. Για την ανθρωπότητα, για τον Αδάμ και τους απογόνους του, ο Ιησούς είναι όπως ο πρεσβύτερος Υιός του ουράνιου Πατέρα – μόνο που είναι ο Μονογενής Υιός και όχι υιός «ἐξ υἱοθεσίας». Αν ο Κύριος Ιησούς μιλούσε σαν ένας συνηθισμένος θνητός άνθρωπος, θα μπορούσε να είχε πει στον Πατέρα Του: «Ο Αδάμ αμάρτησε κι απομακρύνθηκε από κοντά Σου. Κι αυτός κι οι απόγονοί του βλασφήμησαν τ’ όνομά Σου. Και Συ τώρα ετοιμάζεις γι’ αυτόν και για τους απογόνους του τέτοια δόξα και ευφροσύνη, που ούτε εγώ ούτε κι ο ουρανός ολόκληρος θα μπορούσε να φανταστεί».

Ο Κύριος Ιησούς βέβαια ποτέ δε θα οργιζόταν με τον ουράνιο Πατέρα Του. Ποτέ δε θα μιλούσε στον Πατέρα Του μ’ αυτόν τον τρόπο, εκτός αν έβαζε θεληματικά τον εαυτό Του στις καρδιές μας και τα ’λεγε αυτά για να μας επιτιμήσει και να μας διδάξει, ώστε να μη γίνουμε υπερήφανοι και αλαζόνες για τη δικαιοσύνη μας και με την έπαρσή μας περιφρονήσουμε τους μετανιωμένους αμαρτωλούς. Είναι σα να ’θελε να μας πει: «Όταν Εγώ, ο τέλειος και αιώνια δίκαιος, που είναι αιώνια αδιαίρετος με τον Πατέρα Μου, δε διαμαρτύρομαι επειδή ξαναδέχεται τον μετανιωμένο Αδάμ στη βασιλεία των Ουρανών, πώς μπορείτε εσείς, που είστε μόλις από χτες δίκαιοι, αλλά αμαρτωλοί από την πρώτη αμαρτία του Αδάμ, να διαμαρτύρεστε για την αγάπη που έχει ο Θεός για τους μετανιωμένους αμαρτωλούς;»

Τέκνον, του είπε ο πατέρας, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη (Λουκ. ιε΄ 31-32. Παιδί μου, εσύ ήσουν πάντα μαζί μου, όλα τα υπάρχοντά μου είναι και δικά σου. Έπρεπε και συ να χαρείς και να γιορτάσεις όμως, γιατί ο αδερφός σου ήταν νεκρός κι αναστήθηκε· ήταν χαμένος και βρέθηκε.

Μ’ αυτόν τον τρόπο ειρηνεύει το δίκαιο άνθρωπο ο Θεός. Του θυμίζει τα αμέτρητα αγαθά που ο ίδιος διαχειρίζεται και χρησιμοποιεί μαζί με τον Πατέρα Του. Όλα τα υπάρχοντά μου είναι και δικά σου. Με τον ερχομό του μετανιωμένου αδερφού σου το μερίδιό σου δε λιγοστεύει, αλλά η χαρά πρέπει να είναι μεγαλύτερη, γιατί ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και ξαναγύρισε στη ζωή, ήταν χαμένος και βρέθηκε.

Έτσι τελειώνει η παραβολή αυτή, που από μόνη της είναι ολόκληρο ευαγγέλιο μυστηρίου και διδαχής. Με όση περισσότερη προσευχή εισχωρήσει κανείς στο βάθος της παραβολής αυτής, τόσο περισσότερο θ’ αποκαλύψει και τα δύο, τόσο το μυστήριο όσο και τη διδαχή.

Δόξα να ’χει ο Κύριος Ιησούς που μας παρέδωσε την παραβολή αυτή, το θησαυρό αυτό που είναι γεμάτος πλούτο πνευματικό, απ’ όπου η μια γενιά μετά την άλλη συσσωρεύει γνώση θεϊκή. Απ’ αυτήν μαθαίνει ο άνθρωπος την αγάπη από τη μακροθυμία, τη συγχωρητικότητα από την αγάπη του Θεού για το ανθρώπινο γένος, την ευφροσύνη από την αγάπη που δείχνει ο Θεός όταν υποδέχεται τον μετανιωμένο αμαρτωλό. Δόξα στον Άναρχο Πατέρα Του, δόξα και στο ζωοποιό Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Καιρός μετανοίας: Από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου ως την Μεγάλη Παρασκευή: Ομιλίες Β΄, 1η έκδ., Εκδόσεις: ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ, Αθήνα, 2010