Τρεῖς
εἶναι οἱ ἁγιότερες μορφές τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ Βορρᾶ, ὁ ὅσιος Θεοδόσιος
τοῦ Κιέβου, ὁ ὅσιος Σέργιος τοῦ Ραντονέζ καὶ ὁ ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ.
Ὁ
ὅσιος Σεραφείμ, νεότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἔζησε τὸν 18ο καὶ 19ο αἰώνα.
Γεννήθηκε στὶς 19 Ἰουλίου τοῦ 1759 στὴν πόλη Κούρσκ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ὡς
τὸ δεκαεννέα του χρόνια. Στὴν ἡλικία αὐτὴ πῆρε τὴ γενναία ἀπόφαση νὰ
ἀφοσιωθεῖ ὁλόψυχα στὸ Θεό καὶ ὁδήγησε τὰ βήματά του στὸ Μοναστήρι τοῦ
Σάρωφ.
Στὴ
μοναχική του κουρὰ ὀνομάσθηκε Σεραφείμ — προηγουμένως εἶχε τὸ ὄνομα
Πρόχορος. Δύο μῆνες ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος καὶ ὕστερα ἀπ' ἑπτὰ
χρόνια, σὲ ἡλικία 34 ἐτῶν, πρεσβύτερος. Ὅταν λειτουργοῦσε, πετοῦσε στὰ
οὐράνια. Πολλές φορές ἀξιωνόταν νὰ βλέπει θαυμαστὰ ὁράματα καὶ ν' ἀκούει
ἀγγελικές μελωδίες.
Διψώντας
νὰ πλησιάσει περισσότερο τὸν Θεό, θέλησε ν' ἀποσυρθεῖ σὲ μιὰν ἐρημικὴ
περιοχή. Πῆρε ἀπὸ τὴ μονὴ τὴν ἄδεια καὶ γιὰ δεκαπέντε χρόνια ἀφοσιώθηκε
στὴ σιωπή, στὴν ἄσκηση, στὴν ἔντονη προσευχή. Βαθιὰ μέσα στὸ δάσος
ἀγωνιζόταν ν' ἀνεβαίνει μέρα μὲ τὴ μέρα τὴν κλίμακα ποὺ ὁδηγεῖ στὸν
οὐρανό. Τότε, ἀνεβασμένος σὲ μιὰ μεγάλη πέτρα, ἔκανε καὶ τὴν ἐκπληκτικὴ
ἄσκηση τῶν χιλίων ἡμερονυκτίων προσευχῆς.
Μαζὶ
μὲ τὴν προσευχὴ διάβαζε ἀκατάπαυστα τὴν Ἁγία Γραφή. «Πρέπει νὰ τρέφεις,
ἔλεγε, τὴν ψυχὴ μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ
«ἄρτος τῶν ἀγγέλων». Μ' αὐτὸν πρέπει νὰ τρέφονται οἱ ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦν
τὸν Κύριο». Ἔνιωθε βαθύτατη εὐλάβεια γιὰ τὴ...
Θεοτόκο.
Στὸ πρόσωπό Της ἔβρισκε ἀνέκφραστη πνευματικὴ ἀγαλλίαση. Ἔλεγε συχνά:
«ἡ Παναγία εἶναι ἡ χαρά, ἡ μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες τὶς χαρές».
Μὲ
τὶς τόσες προσευχές καὶ μελέτες καὶ ἀσκήσεις ἔγινε κατοικητήριο τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, γεμάτος χάρη καὶ σοφία καὶ πνευματική δύναμη. Ἀπέκτησε
φήμη ἁγίου καὶ πνευματικοῦ ἀνθρώπου. Ὁ κόσμος ἔτρεχε κοντὰ του γιὰ νὰ
ξεδιψάσει πνευματικά.
Στὴν
ἀρχὴ ἀπέφευγε τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀργότερα, τὸ 1825, σὲ ἡλικία 66 χρόνων,
ὕστερ' ἀπὸ ἕνα ὅραμα καὶ προσταγὴ τῆς Θεοτόκου, ἄνοιξε τὸ κελλί του καὶ
δεχόταν τοὺς χριστιανούς. Τώρα πιὰ ἄρχισε τὸ ἔργο τοῦ στάρετς, τοῦ
πνευματικοῦ καθοδηγητῆ.
Ἡ
δράση του ὡς στάρετς ὑπῆρξε καταπληκτική. Ἀναρίθμητες ψυχές πήγαιναν νὰ
βροῦν σ’ αὐτὸν τὴ γαλήνη, τὴ χάρη, τὴ σωτηρία. Καὶ ὅσοι δὲν μποροῦσαν
νὰ φθάσουν μέχρι τὸ κελλί του, τοῦ ἔστελναν γράμματα.
Οἱ
ἐπισκέπτες του ἔφευγαν ἄλλοι ἄνθρωποι. Καθώς προσευχόταν γι’ αὐτούς,
καθώς τοὺς εὐλογοῦσε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καθώς μύρωνε τὸ μέτωπό
τους μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τῆς Παναγίας, καθώς τοὺς ἔδινε πνευματικὲς
συμβουλές, μιὰ μυστική δύναμη ἀπλωνόταν στὶς ψυχές τους. Σ’ ὅλους
μοίραζε εἰρήνη, χαρά, θεϊκές εὐλογίες.
Συνιστοῦσε
συχνὰ τὴν εἰρήνη: «Ἀπόκτησε τὴν πνευματικὴ εἰρήνη, καὶ τότε χίλιες
ψυχές ὁλόγυρά σου θὰ βροῦν τὴ λύτρωση». Σχετικὰ μὲ τὸν προορισμό μας
δίδασκε: «Ὁ πραγματικός σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μιλοῦσε πολύ γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Χαιρετοῦσε τοὺς ἐπισκέπτες του μὲ τὰ λόγια: «Χαρά μου, Χριστός ἀνέστη!»
Kαι κάθε φορὰ ποὺ κοινωνοῦσε, ἔψαλε τὸν πασχαλινὸ κανόνα «Ἀναστάσεως
ἡμέρα…».
Γιὰ
τὰ πνευματικὰ χαρίσματα ποὺ εἶχε, τὶ νὰ πρωτοαναφέρουμε; Τὸ μάτι του
εἰσχωροῦσε στὰ βάθη τῶν καρδιῶν. Εἶχε βλέμμα προφήτη. Προέβλεπε τὰ
μέλλοντα. Ἀπαντοῦσε σὲ ἐπιστολές, χωρίς νὰ τὶς ἀνοίξει, γιατί γνώριζε τὸ
περιεχόμενό τους. Ἦταν ἀκόμη καὶ θαυματουργός. Σκόρπιζε θεραπεῖες σὲ
ἁρρώστους. Πολλές φορές τὸ πρόσωπό του ἄστραφτε σὰν ἥλιος. Και μέσα στὸ
δάσος, ὅταν ἀσκήτευε, εἶχε φιλίες μὲ τ' ἄγρια πουλιὰ καὶ ζῶα, καὶ
μάλιστα μὲ μιὰ πελώρια ἀρκούδα, ποὺ κάθε μέρα τὸν ἐπισκεπτόταν. Ζωὴ
προπτωτική, παραδεισένια!
Το
πέρασμά του ἀπὸ τὴ γῆ θὰ μείνει ἀξέχαστο. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ λίγες
παρόμοιες μορφές γνώρισε. Τα λόγια του καὶ τὰ ἔργα του θὰ δυναμώνουν
πάντα τοὺς πιστούς.
Ὁ
θάνατός του ὑπῆρξε ὁσιακός. Στὶς 2 Ἰανουαρίου τοῦ 1833 βρέθηκε νεκρός,
γονατισμένος, μὲ τὰ μάτια του προσηλωμένα στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ
τὴν προηγουμένη μέρα εἶχε κοινωνήσει καὶ ἀποχαιρετήσει τοὺς πατέρες τοῦ
Μοναστηριοῦ.
Ἅγιος
ἀνακηρύχθηκε ἐπίσημα τὸ 1903. Ἡ μνήμη του γιορτάζεται στὶς 2
Ιανουαρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, καὶ στὶς 19 Ἰουλίου, ἡμέρα τῆς
ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του. Εἴθε οἱ πρεσβεῖες του νὰ μᾶς
ἐνισχύουν στὸ δρόμο τῆς ζωῆς μας καὶ τὸ παράδειγμά του νὰ μᾶς ἐμπνέει.
Σταχυολογήματα
Ὅπου
βρίσκεται ὁ Θεός, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει κακό. Ὅλα ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὸ
Θεό, ἔχουν μέσα τους τὴν εἰρήνη καὶ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν
αὐτοκατάκριση καὶ τὴν ταπείνωση.
«Ἡ
πίστη χωρίς τὰ ἔργα εἶναι νεκρή» (Ἰακ 2:26). Ἡ ἀληθινή πίστη δὲν μπορεῖ
νὰ ὑπάρξει χωρίς τὰ ἔργα. Ὅποιος πραγματικὰ πιστεύει, ἐκεῖνος
ὁπωσδήποτε θὰ κάνει καὶ καλὰ ἔργα.
Ἂν
ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἀγάπη στὸ Θεό καὶ ἀπὸ ἀφοσίωση στὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς, δὲν
πολυμεριμνᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, πιστεύοντας ὅτι γι’ αὐτὸν φροντίζει ὁ
Θεός, αὐτή του ἡ ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ γνήσια καὶ
συνετή.
Ὅποιος
πραγματικὰ ἀγαπάει τὸν Θεόν, θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ταξιδιώτη καὶ ξένο
στὴ γῆ αὐτή. Στὴν ἐπιδίωξή του νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεόν, Αὐτὸν μονάχα
ἀτενίζει συνεχῶς μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ του.
Ὁ
ἄνθρωπος ποὺ θ' ἀποφασίσει νὰ ζήσει τὴν ἐσωτερική ζωή, πρῶτ' ἀπ’ ὅλα
πρέπει νὰ ἔχει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἀρχή τῆς
σοφίας.(Παροιμ. 1:7)
Ὁ
νοῦς τοῦ προσεκτικοῦ ἀνθρώπου μοιάζει μὲ ἄγρυπνο φύλακα καὶ φρουρὸ τῆς
ἐσωτερικῆς Ἱερουσαλήμ. Ἀπό τὸ ὕψος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, βλέπει μὲ τὸ
καθαρό του μάτι τὶς ἐνάντιες δυνάμεις, γύρω του καί μέσα στὴν ψυχή του,
σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Καὶ εἶδαν τὰ μάτια μου τὶ ἔπαθαν οἱ
ἐχθροί μου» (Ψαλμ. 53:9).
Ὁ
ἄνθρωπος, ὅσο ἔχει τὴν σάρκα του, μοιάζει μὲ ἀναμμένο κερί. Ὅπως τὸ
κερί εἶναι προορισμένο νὰ λιώσει, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ πεθάνει. Ἡ ψυχή
του ὅμως εἶναι ἀθάνατη, γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ μεριμνοῦμε περισσότερο
γιὰ τὴν ψυχή παρὰ γιὰ τὸ σῶμα: «Τὶ ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἄν κερδίσει
ὁλόκληρο τὸν κόσμο, χάσει ὅμως τὴν ψυχή του; Ἢ τὶ μπορεῖ νὰ δώσει ὁ
ἄνθρωπος ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν ψυχή του». (Ματθ. 16:26)
Ἂν ἐπιτρέψει ὁ Κύριος νὰ δοκιμάσει ὁ ἄνθρωπος ἀσθένειες, τότε Ἐκεῖνος θὰ τοῦ δώσει καὶ τὴ δύναμη τῆς ὑπομονῆς.
Πρέπει
νὰ συνηθίσεις τὸν νοῦ σου νὰ «κολυμπάει» στον νόμο τοῦ Κυρίου. Κάτω ἀπὸ
τὴν καθοδήγηση Ἐκείνου νὰ προσαρμόζεις καὶ τὴν ζωή σου.
Ἡ
εἰρήνη τῆς ψυχῆς ἀποκτᾶται μὲ τὶς θλίψεις. Ἡ Γραφή λέει: «Περάσαμε ἀπὸ
τὴ φωτιὰ καὶ τὸν κατακλυσμὸ τῶν θλίψεων. Τελικά, ὅμως, μᾶς ὁδήγησες σὲ
τόπο ἀναψυχῆς». (Ψαλμ. 65:12)
Τίποτε
δὲν συμβάλλει τόσο στὴν ἀπόκτηση τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης, ὅσο ἡ σιωπὴ
καὶ ἡ συζήτηση μὲ τὸν ἑαυτό μας μᾶλλον παρὰ μὲ τοὺς ἄλλους.
Μπορεῖς,
βλέποντας τὸν ἥλιο μὲ τὰ φυσικὰ μάτια, νὰ μὴ χαίρεσαι; Μὰ πόσο
μεγαλύτερη χαρὰ θὰ νοιώθεις, ὅταν ὁ νοῦς σου βλέπει μὲ τὰ ἐσωτερικὰ
μάτια τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τὸ Χριστό;
Γιὰ
νὰ διατηρήσεις τὴν ψυχική εἰρήνη πρέπει νὰ διώχνεις ἀπὸ κοντά σου τὴν
ἀθυμία, νὰ προσπαθεῖς νὰ ἔχεις τὸ πνεῦμα τῆς χαράς, νὰ ἀποφεύγεις τὴν
κατάκριση τῶν ἄλλων καὶ νὰ συγκαταβαίνεις στὶς ἀδυναμίες τῶν ἀδελφῶν
σου.
Κάθε
πρόοδο καὶ ἐπιτυχία, σ’ ὁποιονδήποτε τομέα τῆς ζωῆς μας, πρέπει νὰ τὶς
ἀποδίδουμε στὸν Κύριο. Καὶ μαζί μὲ τὸν προφήτη νὰ λέμε: «Ὄχι σ' ἐμᾶς,
Κύριε, ὄχι σ' ἐμᾶς, ἀλλὰ στ' ὄνομά σου δῶσε δόξα.» (Ψαλμ. 113:9)
Στὸ
35ο ἔτος τῆς ηλικίας του, δηλαδή στὰ μισὰ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ὁ
ἄνθρωπος κάνει συνήθως μεγάλο ἀγώνα γιὰ νὰ συγκρατήσει τὸν ἑαυτό του.
Πολλοί, σ’ αὐτὴ τὴν ἡλικία, δὲν παραμένουν στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς.
Ξεφεύγουν καὶ ἀκολουθοῦν τὸν δρόμο τῶν ἐπιθυμιῶν τους.
Ὅποιος
θέλει νὰ σωθεῖ πρέπει νὰ διατηρεῖ τὴν καρδιά του σὲ κατάσταση μετανοίας
καὶ συντριβῆς: «Θυσία εὐάρεστη γιὰ τὸ Θεό εἶναι ἡ ψυχή ποὺ ἔχει
συντριβεῖ μὲ τὴ μετάνοια. Ποτὲ δὲν θὰ καταφρονήσει ὁ Θεός καρδιὰ ποὺ
νιώθει συντριβή καὶ ταπείνωση.» (Ψαλμ. 50:19)
Ὅταν
ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ἔχει καρδιὰ ταπεινὴ καὶ λογισμό εἰρηνικό, τότε
ὅλες οἱ σκευωρίες τοῦ ἐχθροῦ μένουν ἀνενέργητες. Γιατὶ ὅπου ὑπάρχει ἡ
εἰρήνη τῶν λογισμῶν, ἐκεῖ ἀναπαύεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ἡ ἀπελπισία εἶναι ἡ μεγαλύτερη χαρὰ τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἁμαρτία θανάσιμη.
Προτοῦ
ἀκούσεις τὸν ἄλλον δὲν πρέπει νὰ ἀπαντᾶς. «Ἐκεῖνος ποὺ ἀποκρίνεται
χωρὶς ν' ἀκούσει πρῶτα, εἶναι ἀσύνετος καὶ ντροπιάζεται». (Παροιμ.
18:13)
Ὅταν
ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ κάτι τὸ θεϊκό μέσα του, ἡ καρδιά του χαίρεται. Ὅταν
ἀντίθετα, δεχθεῖ κάτι τὸ διαβολικό, τότε συγχύζεται καὶ ταράζεται.
Ὅποιος σηκώνει τὴν ἀρρώστια μὲ ὑπομονή καὶ εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό, στεφανώνεται σὰν μάρτυρας.
Πρέπει
νὰ διώχνουμε μακριὰ τοὺς ἀκάθαρτους λογισμούς, ιδιαίτερα ὅταν
προσευχόμαστε στὸ Θεό. Γιατὶ δὲν εἶναι δυνατόν νὰ συνυπάρχουν ἡ δυσοσμία
μὲ τὴν εὐωδία.
Ἂν
ἐμεῖς δὲν συμφωνοῦμε μὲ τοὺς κακούς λογισμούς, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ
διάβολο, κάνουμε πολὺ καλά. Γιατὶ τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα μόνο στοὺς ἐμπαθεῖς
ἀνθρώπους ἀσκεῖ ἀποτελεσματικὰ τὴν ἐπίδρασή του, ἐνῶ τοὺς ἀπαθεῖς
προσπαθεῖ νὰ τοὺς ἐπηρεάσει ἀπὸ μακριά.
Ὁ
νέος ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν ταράζεται ἀπὸ σαρκικούς λογισμούς.
Πρέπει γι’ αὐτὸ νὰ προσεύχεται ἐπίμονα στον Θεό, γιὰ νὰ σβήνει τὴ σπίθα
τῶν αἰσχρῶν ἐπιθυμιῶν μόλις ἐμφανίζεται. Ἔτσι δὲν θὰ δυναμώσει ποτὲ ἡ
φλόγα.
Πρέπει
νὰ τὰ ὑπομένουμε ὅλα γιὰ χάρη τοῦ Θεού μὲ εὐχαρίστηση. Ἡ ζωή μας,
συγκριτικὰ μὲ τὴν αἰωνιότητα, εἶναι μια στιγμή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος
λέει πὼς «ὅσα ὑποφέρουμε τώρα, δὲν ἰσοσταθμίζουν τὴ δόξα ποὺ μᾶς
ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός στὸ μέλλον.» (Ρωμ. 8:18)
Ἂς
ἀγαπήσουμε τὴν ταπεινοφροσύνη, γιὰ νὰ δοῦμε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ
ὅπου στάζει ἡ ταπεινοφροσύνη, ἐκεῖ ἀναβλύζει ἡ θεϊκή δόξα.
Χωρίς τὸ φῶς, ὅλα εἶναι σκοτεινά. Καὶ χωρίς τὴν ταπεινοφροσύνη, τίποτα δὲν ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο, παρὰ μόνο σκοτάδι.
Ὅπως
τὸ κερί ἂν δὲν ζεσταθεῖ καὶ δὲν μαλακώσει, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ πάνω
του σφραγίδα, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, ἂν δὲν δοκιμαστεῖ μὲ τοὺς κόπους καὶ τὶς
ἀσθένειες, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ πάνω της τὴ σφραγίδα τῆς ἀρετῆς.
Στοὺς συνανθρώπους μας πρέπει νὰ φερόμαστε μὲ λεπτότητα, χωρίς οὔτε μὲ τὸ βλέμμα μας νὰ τοὺς προσβάλλουμε.
Τὸν συγχυσμένο καὶ θλιμμένο ἄνθρωπο φρόντισε νὰ τὸν ἐνθαρρύνεις μὲ λόγια ἀγάπης.
Γιὰ
τὴν ἀδικία ποὺ σοῦ προξενοῦν οἱ ἄλλοι, ὅποια κι’ ἂν εἶναι αὐτή, δὲν
πρέπει νὰ ἐκδικεῖσαι. Ἀπεναντίας νὰ συγχωρεῖς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς
σου ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἀδίκησε.
Δὲν
πρέπει νὰ τρέφεις στὴν καρδιά σου μίσος καὶ ἀντιπάθεια ἐναντίον ἐκείνου
ποὺ σὲ ἐχθρεύεται. Ἀλλὰ νὰ τὸν ἀγαπᾶς καὶ νὰ τοῦ κάνεις ὅσο μπορεῖς τὸ
καλό, ἀκολουθώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: «Ν' ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας,
νὰ εὐεργετεῖτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς μισοῦν».(Ματθ. 5:44)
Ἡ
πύλη τῆς μετανοίας εἶναι γιὰ ὅλους ἀνοιχτή, καὶ κανείς δὲν ξέρει ποιὸς
θὰ τὴν πρωτοπεράσει∙ ἐσὺ ποὺ κατακρίνεις τὸν ἄλλον ἢ αὐτὸς ποὺ
κατακρίνεται ἀπὸ σένα; Κατάκρινε πάντοτε τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ πάψεις νὰ
κατακρίνεις τοὺς ἄλλους.
Μπορεῖς νὰ κατακρίνεις μιὰ πράξη κακή, ποτὲ ὅμως ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔκανε.
Ὅταν
ἐγκαταλειφθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ Θεό, τότε ὁ διάβολος εἶναι ἕτοιμος νὰ
τὸν ἀφανίσει, ὅπως ἀφανίζει ἡ μυλόπετρα τὸ σπόρο τοῦ σιταριοῦ.
Ἡ
περιττὴ μέριμνα γιὰ τὰ βιοτικὰ πράγματα εἶναι γνώρισμα ἄνθρωπου ἄπιστου
καὶ μικρόψυχου. Καὶ εἶναι συμφορά, ἂν φροντίζουμε οἱ ἴδιοι γιὰ τὸν
ἑαυτό μας, καὶ δὲν στηριζόμαστε στὸ Θεό, ποὺ φροντίζει γιὰ μᾶς!
Εἶναι
καλύτερο νὰ περιφρονοῦμε ὅσα δὲν εἶναι δικά μας, δηλαδή τὰ πρόσκαιρα
καὶ τὰ παροδικά, καὶ νὰ ζητᾶμε τὰ δικά μας, δηλαδὴ τὰ ἄφθαρτα καὶ τὰ
αἰώνια.
Ἡ θλίψη εἶναι τὸ σκουλήκι τῆς καρδιᾶς, ποὺ κατατρώει τὴ μητέρα ποὺ τὸ γέννησε.
Ὅποιος
νίκησε τὰ πάθη, αὐτὸς νίκησε καὶ τὴ θλίψη. Ὅποιος νικιέται ἀπὸ τὰ πάθη,
δὲν θὰ ἀποφύγει τὰ δεσμὰ τῆς θλίψεως. Ὅπως ὁ ἅρρωστος φαίνεται ἀπὸ τὸ
χρῶμα τοῦ προσώπου του, ἔτσι καὶ ὁ ἐμπαθὴς ἀπὸ τὴν κατάθλιψη.
Ὁ Κύριος φροντίζει γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ὁ ἀνθρωποκτόνος ὅμως διάβολος προσπαθεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀπελπισία.
Δὲν
πρέπει νὰ κλονιζόμαστε στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ καμιὰ ἐχθρική δύναμη.
Ἀντίθετα, νὰ στηριζόμαστε στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ: «Μὴ φοβηθεῖτε ὅ,τι αὐτοὶ
φοβοῦνται, οὕτε νὰ ταραχθεῖτε, γιατὶ ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. Μόνο τὸν
Κύριο νὰ τιμᾶτε ὡς ἅγιο, καὶ μόνο αὐτὸς νὰ σᾶς ἐμπνέει σεβασμὸ καὶ
φόβο» (πρβλ. Ἡσ. 8:12-13)
Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς